Ο Καρλ Γιάσπερς, σε μια πρόσφατη έκδοση του “Die Spiegel” διακήρυξε - χωρίς δισταγμό και χωρίς ντροπή- ότι θα ήταν τελικά ευκταία μια συμμαχία ανάμεσα σε Ρώσους και Αμερικάνους που θα βομβαρδίσει και θα καταστρέψει τη μαοϊκή Κίνα με ατομικές βόμβες. Η εικοσαετία που πέρασε από τότε που ο Καρλ Γιάσπερς απέρριπτε οποιαδήποτε συνδιαλλαγή με το ναζισμό, αρνούμενος να γυρίσει στη Γερμανία μέχρι το τέλος του πολέμου, κατάφερε να ξεσκεπάσει την κακή πίστη που, προφανώς, βρίσκονταν πίσω από την φιλοσοφική τοποθέτηση της σκέψης του.
Το 1911 ο Γιάσπερς είχε ανοίξει, με το έργο του Allgemeine Psychopathologie, μια νέα επιστημονική ‘κατεύθυνση’ - την κατανοούσα ψυχιατρική – η οποία , ως πρώτο βήμα εξανθρωπισμού μιας απάνθρωπης επιστήμης, φαινόταν να βγάζει την ψυχιατρική από το θετικιστικό αδιέξοδο στο οποίο παρέμενε παγιδευμένη. Η έννοια της κατανοησιμότητας αντιμετωπίστηκε από την παραδοσιακή επιστημονική σκέψη ως μια αρχή επαναστατική, στο βαθμό που επέβαλλε να πλησιάζουμε και να κατανοούμε τον άρρωστο, χωρίς να περιοριζόμαστε στην ταξινόμηση της αρρώστιας του. Παρ΄ όλα αυτά, αυτός εξακολουθούσε να διατηρεί τον ίδιο τύπο απόστασης ανάμεσα στο ακατανόητο και το υγιές, συνεχίζοντας να καθορίζει αυτό το τελευταίο ως τη μοναδική αξία αναφοράς. Στα πλαίσια της κατανοούσας ψυχιατρικής, το ακατανόητο διατηρούσε τον αιώνιό του ρόλο του αποκλεισμένου, καταδεικνύοντας την διαχωριστική λειτουργία μιας επιστήμης η οποία, ενώ γεννήθηκε ως επαναστατική, είχε καταλήξει να παίζει το παιχνίδι της εξουσίας. Η σημασία της πρόσφατης διακήρυξης του Γιάσπερς φαίνεται, λοιπόν, σύμφυτη με τις προκείμενες : ο πατέρας αυτής που υπήρξε η νέα αντιθετικιστική ψυχιατρική (η οποία, παρόλα αυτά, είχε αποδεχτεί τον ντετερμινισμό του ακατανόητου), αποκαλύπτει στο τέλος της σταδιοδρομίας του, το ρατσισμό του, παρόλο που την εποχή της σύγκρουσης με τον Χίτλερ, πήρε το μέρος των αποκλεισμένων.
Ποιο ήταν το νόημα της άρνησής του για το ναζισμό όταν είκοσι χρόνια αργότερα εύχεται την καταστροφή ενός λαού 700 εκατομμυρίων ανθρώπων, προκειμένου να υπερασπίσει το κατεστημένο; Με ποιο τρόπο μπορεί να δικαιολογηθεί η πρότασή του αν όχι ως αναγνώριση των Κινέζων ως άλλων, ακατανόητων και, ως τέτοιων, ότι πρέπει να καταστραφούν; Ο Εβραίος δεν εξοντώθηκε στους θαλάμους των αερίων ακριβώς ως άλλος από τον Αριο; Πώς ένας άνθρωπος που έχει αρνηθεί να αναγνωρισθεί ως Γερμανός, να μπορεί να προτείνει, ως λύση για μια κατάσταση διεθνούς έντασης, ν΄ απορρίψουμε, σε μια μοναδική κίνηση αποκλεισμού, 700 εκατομμύρια ανθρώπους; Τα λόγια του είναι ίσως διαφορετικά από εκείνα που, τριάντα χρόνια πριν, διέτασσαν το θάνατο έξη εκατομμυρίων Εβραίων;
Το 1933 ο Streicher έλεγε: «Ηταν λάθος να πιστέψουμε ότι τα εβραϊκό πρόβλημα θα μπορούσε να λυθεί χωρίς να χυθεί αίμα Η λύση δεν μπορεί να έλθει παρά μόνο με αιματηρό τρόπο».
Ο Γκέμπελς απαντούσε: «Θάνατος στους Εβραίους. Αυτή ήταν για δεκατέσσερα χρόνια η πολεμική μας κραυγή. Να πεθάνουν μια και καλή.!» («Sunday Referee, 30 Ιουλίου 1933, αναφέρεται από τον D. Tarizzo στο Ιδεολογία του θανάτου).
Στα 1967, ο Καρλ Γιάσπερς προτείνει: αν δεν υπάρχουν άλλες λύσεις, ας θυσιάσουμε τους Κινέζους!
Η έννοια του κατανοήσιμου και του μη κατανοήσιμου στην ψυχική αρρώστια δεν μπορούσε παρά να προσαράξει σ΄ ένα έδαφος ρατσιστικό και ταξικό. Όταν ο κυβερνήτης της Αλαμπάμα διαχωρίζει τον πληθυσμό της πολιτείας του σε λευκούς και μαύρους δεν κάνει άλλο από το να εφαρμόζει την αρχή του Γιάσπερς για το διαχωρισμό αυτών που είναι όπως αυτός και αυτών που δεν είναι. Όταν οι Αμερικανοί στρατιώτες βομβαρδίζουν τους Βιετκόνγκ, δεν κάνουν άλλο από το ν΄ ακολουθούν την ίδια αρχή, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εκμηδενιστούν όλοι αυτοί που – στο βαθμό που είναι διαφορετικοί -μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση της δική τους θέση. Μόνο ο αποκλεισμός του άλλου, του διαφορετικού, επιτρέπει στην εξουσία να διατηρήσει την δική της ιδεολογία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις αντιφάσεις της. Αλλά το να μην υπολογίζει κανείς τις δικές του αντιφάσεις σημαίνει ν΄ αποδέχεται την υπόθεση από την οποία ξεκίνησε, ως τετελεσμένο γεγονός, την απόδειξη του οποίου πρέπει κανείς ν΄ αποφεύγει αν δεν θέλει να διακινδυνεύσει να διαψευστεί.
Το ν΄ αποκλείεις σημαίνει να επιβεβαιώνεις ένα ανήκειν την ίδια στιγμή που το αρνείσαι. Αυτό το οποίο αποκλείεται, αναγνωρίζεται και διακηρύσσεται ως ίδιο (δικό μας) με την ίδια την ενέργεια του αποκλεισμού, η οποία το αποσπά από μια προϋπάρχουσα οντότητα και του θεσπίζει τον διαχωρισμό. Η προβολή στον άλλο αυτού που απορρίπτεται στον εαυτό, καταλήγει, ως εκ τούτου, να έπεται από την επιλογή αυτού που, από όσα μας ανήκουν, προτιθέμεθα ν΄ απορρίψουμε και που ακριβώς στο βαθμό που μας ανήκουν, υπάρχει ανάγκη να οριστούν ως άλλο προκειμένου να τα αρνηθούμε.
Στο βιβλικό σύμβολο του αποδιοπομπαίου τράγου, ο οποίος, φορτωμένος με τα κακά και τις ενοχές (τα ‘αμαρτήματα’) ενός λαού, θυσιάζεται και διώχνεται στην έρημο, είναι ήδη προφανής η στιγμή της εξατομίκευσης (‘προσωποποίησης’) των δικών μας ενοχών και το πέρασμά τους σε κάτι που είναι άλλο από τον εαυτό. Ο ‘άλλος’, ως συμβολική συγκεκριμενοποίηση αυτού που απορρίπτουμε από τον εαυτό μας, πρέπει να γίνει ένας γνήσιος άλλος που δικαιολογεί, αυτός καθαυτός, τον αποκλεισμό και αίρει την ενοχή γι΄ αυτή την ενέργεια. Από εδώ προκύπτει και η επιλογή του τράγου, ο οποίος, παρόλο που αντιπροσωπεύει μιαν αξία για το λαό που τον θυσιάζει, διατηρεί τον χαρακτήρα του ‘αντικειμένου’ και της υλικότητας του ζώου.
Οσο υπήρχε η ανθρώπινη θυσία, η προβολή των δικών μας ενοχών και των δικών μας κακών σ΄ ένα επιλεγμένο άνθρωπο, που έχει συνείδηση της επιλογής που έχει γίνει γι΄ αυτόν, διατηρούσε τον υποκειμενικό χαρακτήρα της ίδιας θυσίας: όλος ο λαός αναγνώριζε τον εαυτό του στον θυσιαζόμενο και θυσιαζόταν μαζί του, διαμέσου αυτού, στην εξιλέωση των δικών του ενοχών, ή ως μια ενέργεια εξευμενισμού. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος υποκαθίσταται από το ζώο, μαθαίνουμε ν΄ αντικειμενοποιούμε σε κάτι άλλο, διαφορετικό, το μέρος του εαυτού μας με το οποίο δεν καταφέρνουμε να συμβιώσουμε. Μαθαίνουμε ν΄ ακυρώνουμε, την ίδια τη στιγμή της αντικειμενοποίησης, την υπευθυνότητα της αντικειμενοποιούσας πράξης. Η επιλογή να ξεφορτώνουμε στις πλάτες του τράγου τις δικές μας ενοχές και να τον «απομακρύνουμε από τους κατοικημένους χώρους», παίρνει, ως εκ τούτου, μια διπλή σημασία: από τη μια μεριά, ο τράγος, στο βαθμό που είναι καθαρή αντικειμενικότητα, ζωική σωματικότητα, δεν έχει τη δύναμη να αντικειμενοποιήσει αυτόν που τον αντικειμενοποιεί : θα φέρει, ως εκ τούτου, στην αντικειμενικότητά του, στο σώμα, τις ενοχές τις οποίες φορτώθηκε. Από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος τείνει ν΄ αποκλείει από τον εαυτό του και να συγκεκριμενοποιεί σ΄ ένα άλλο σώμα,, όλο αυτό που μαρτυρά την παρουσία της δικής του αντικειμενικότητας, δηλαδή, της δικής του υλικότητας, της παθητικής σωματικότητας, που μπορεί να είναι δική του μόνο ύστερα μια διαδικασία ιδιοποίησης. Για να ιδιοποιηθώ τα δικό μου σώμα και να τεθώ ως μια υποκειμενικότητα μπροστά στον άλλο, ζω μέσα σε μια αντιφατικότητα που δεν μου εγγυάται ποτέ ούτε την κατάχτηση της υποκειμενικότητάς μου, ούτε την οριστική αντικειμενοποίηση του άλλου.
Τη στιγμή που ο άλλος είναι σώμα, απόλυτη παθητικότητα, εγώ επιβεβαιώνω την απόλυτη υποκειμενικότητα μου. Ο τράγος ως σώμα, ζωικότητα, υλικότητα που δεν μπορεί να υποκειμενοποιηθεί, δεν θα μπορέσει παρά ν΄ απομακρυνθεί με το φορτίο της αντικειμενικότητας από το οποίο απαλλάσσομαι. Η θυσία του δεν θα έχει τη δύναμη ούτε καν να θέσει υπό συζήτηση - διαμέσου της ενοχής - τη δική μου υποκειμενικότητα.
Η τεχνική του αποδιοπομπαίου τράγου, του απο-υπευθυνοποιητικού εργαλείου ενός ολόκληρου πληθυσμού, έχει γίνει το όπλο της εξουσίας η οποία, διαμέσου της επιλογής και του αποκλεισμού διαφόρων ομάδων «ανεπιθύμητων», καταφέρνει να διατηρεί την αξία των δικών της θέσεων. Η κοινωνία μας εξελίχθηκε τεχνολογικά και σχεδίασε και οργάνωσε περιοχές ‘αντιρρόπησης’, που της επιτρέπουν την επέκταση της παραγωγικής της τεχνολογίας. Αυτό σημαίνει ότι προσπάθησε να λύσει τις αντιφάσεις που αυτή η ίδια δημιούργησε, αποφασίζοντας και προγραμματίζοντας, σιγά-σιγά, πάνω σε ποιες ομάδες να τις συγκεκριμενοποιήσει και να τις αρνηθεί για να τις απομακρύνει και να τις αποκλείσει. Μόνο ο αποκλεισμός των δικών της εσωτερικών αντιφάσεων επιτρέπει τον προγραμματισμό της ιδεολογίας της αφθονίας πάνω στην οποία βασίζεται η πραγματική έλλειψη στην κοινωνία του κεφαλαίου.
Σε μια πραγματικότητα στην οποία η αφθονία δεν είναι για όλους, εξουσία σημαίνει αφθονία για τους λίγους και έλλειψη για τους πολλούς: πράγμα που συνεπάγεται, από μέρους των «λίγων», την επιλογή και την εξατομίκευση ομάδων προορισμένων να φέρουν το φορτίο των δικών τους αντιφάσεων. Επιλογή που πέφτει αναπόφευκτα πάνω σ΄ αυτούς που δεν έχουν τα εργαλεία (οικονομικά ή διανοητικά) ν΄ αντιταχθούν σ΄ αυτή την αυθαίρετη διάκριση.
Υπήρξαν κάθε φορά οι σκλάβοι, το προλεταριάτο, οι νέγροι, οι εβραίοι, οι «τρελοί», οι γυναίκες, τα παιδιά, οι «μη κανονικοί», οι «δυσπροσάρμοστοι,», τα «διαταρακτικά στοιχεία»….
Τάξεις, κατηγορίες, φυλές, επιστημονικοί ορισμοί, τους ταξινόμησαν ως άλλους, χωρίς ν΄ αφήσουν χώρο για μιαν επαλήθευση και χωρίς να επιτρέψουν στους άλλους ν΄ αναρωτηθούν ποια ήταν - πέραν του να είναι αντικείμενα καταπίεσης - η ταυτότητά τους. Σ΄ αυτή την κατάσταση, η ίδια η σπανιότητα της εξουσίας λειτουργεί ως στοιχείο διάκρισης διαμέσου της φαντασίωσης που οι πολλοί – που βρίσκονται μέσα στη στέρηση - κάνουν για την εξουσία και την αφθονία. Οσο ποιο πολύ η εξουσία είναι «σπάνια», τόσο πιο πολύ θα είναι προφανής, στα μάτια του καταπιεσμένου, η αρχική του διαφορετικότητα. Ως εκ τούτου, τόσο περισσότερο η κατάστασή του θα του φανεί ως ένα πεπρωμένο ενάντια στο οποίο δεν υπάρχει τρόπος ούτε σκοπός ν’ αγωνιστεί. Οι λίγοι διαχειριστές του κεφαλαίου, οι λίγοι καθηγητές του πανεπιστήμιου, οι λίγοι γιατροί στο νοσοκομείο κλπ, έχουν μιαν εξουσία ευθέως ανάλογη με την «σπανιότητα» της θέσης τους. Με δεδομένο ότι αυτοί βρίσκονται σε θέση να έχουν τη δυνατότητα να προσδιορίζουν εκ των προτέρων τον απόλυτο χαρακτήρα των αξιών που ενσαρκώνουν, είναι προφανές ότι αυτές οι αξίες τροφοδοτούνται και διατηρούνται από το φάντασμα που τους φτιάχνουν οι «πολλοί». Με τον ίδιο τρόπο, εάν είναι στη δικαιοδοσία των λίγων να αποφασίζουν και να προσδιορίζουν τη νόρμα για τους πολλούς, οι πολλοί βρίσκονται αναγκασμένοι να υποτάσσονται με το φόβο ότι θα οδηγηθούν στον αποκλεισμό.
Τώρα πρέπει ν΄ αναρωτηθούμε εάν η επιλογή ανθρώπινων ομάδων ως αποδιοπομπαίων τράγων δεν ανταποκρίνεται παρά σε μιαν επιστροφή του υποκειμενικού στοιχείου της ίδιας της θυσίας: εάν, δηλαδή, δεν πρόκειται παρά για την προσπάθεια από μέρους αυτού που πραγματοποιεί τον αποκλεισμό, ν΄ αναγνωρίσει τον εαυτό του μέσα στον αποκλεισμένο και να συμμετάσχει διαλεκτικά ως αποκλεισμένος-αποκλείων στην ενέργεια του διαχωρισμού. Αν εξετάσουμε τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται οι φυλετικές, ταξικές κλπ διακρίσεις, αυτό που προκύπτει ως προφανές είναι ο χαρακτήρας του αποκλεισμένου ‘ως αντικειμένου’. Και σε μια πιο προσεκτική εξέταση, η αναγωγή του σε μια καθαρή σωματικότητα, υλικότητα, παθητικότητα. Τελικά, μόνο τη στιγμή που ανάγω μιαν άλλη υποκειμενικότητα σε σώμα, μπορώ να την αποκλείσω από μένα: αυτό σημαίνει ότι ο αποκλείων τίθεται ως καθαρή υποκειμενικότητα (ως εκ τούτου, ιδεολογική και α-διαλεκτική), προβάλλοντας τη δική του αντικειμενικότητα πάνω στον άλλο. Μ΄ αυτή την έννοια, ο αποκλεισμός ομάδων, η άρνηση των οποίων επιτρέπει μια ζωή μέσα στην κοινωνία μας φαινομενικά α-προβληματική και μη αντιφατική, επανασυνδέεται με τη βιβλική τελετουργία του τράγου, στο βαθμό που είναι αποκλεισμός και άρνηση της ιδιότητας μας ως ‘αντικειμένου’ και της σωματικότητας μας διαμέσου ενός σώματος. Εάν ο αποκλεισμένος είναι ένα σώμα, ο αποκλεισμός δικαιολογείται στο έδαφος της αναγκαιότητας ως επιβεβαίωση των δικών μας υποκειμενικών αξιών. Πράγμα που επιτρέπει την ολοκληρωτική απουσία ενοχών και υπευθυνότητας από τη μεριά αυτού που αποκλείει.
Δεν είναι τυχαίο που οι κατηγορίες των αποκλεισμένων ορίζονται από τους αποκλείοντες με παρομοιώσεις που τονίζουν τον χαρακτήρα τους ως ‘αντικειμένων’: το είναι τους ως σώμα, αποστερημένο από την ιδιαίτερη υποκειμενικότητά του. Ο εβραίος έχει τη γαμψή μύτη ενός αρπακτικού πουλιού. Η νεαρή και ωραία γυναίκα έχει τη χάρη της ελαφίνας. Η πόρνη είναι μια πραγματική αγελάδα. Ο νέγρος είναι ένα θηρίο («αντιπροσωπεύει τον κίνδυνο του βιολογικού» λέει Φανόν). Ο ψυχικά ασθενής είναι «επικίνδυνος για τον εαυτό του και τους άλλους και για τη δημόσια τάξη» (πράγμα που σημαίνει σώμα, άσεμνο, αναίδεια πέρα από οποιοδήποτε υποκειμενικό έλεγχο). Το μωρό είναι ένα κουταβάκι που προκαλεί τρυφερότητα κλπ. Από τη στιγμή που αυτές οι κατηγορίες παγιώνονται στη σωματικότητά τους, δεν είναι πια σε θέση να θέτουν υπό συζήτηση τη δική μας υποκειμενικότητα: η απόσταση που τις χωρίζει από τις δικές μας αξίες είναι αγεφύρωτη.
Τα γεγονότα της τελευταίας περιόδου συνεχίζουν να προσφέρουν παραδείγματα, αντιπροσωπευτικά θα έλεγα, αυτών που υποστηρίζω εδώ. Είναι πια συνηθισμένο να βρίσκουμε, για παράδειγμα, στην πρώτη σελίδα, τη φωτογραφία ενός νέγρου δολοφονημένου. Στην τελευταία, μια ωραιότατη γυναίκα με ένα ωραιότατο μωρό στην αγκαλιά της που διαφημίζουν διατροφικά προϊόντα. 1) Ο νέγρος, πεθαμένος, παρουσιάζεται επιτέλους ως κάτι αποδεκτό. Μπορούμε να δοκιμάσουμε λύπη γι΄ αυτόν, για το νεκρό του σώμα. Στο βαθμό που είναι σώμα δεν αντιπροσωπεύει πια κίνδυνο, με τον ίδιο τρόπο που δεν ήταν κίνδυνος από τη στιγμή που είχε αναγνωρίσει την απόσταση που τον χώριζε από τον λευκό: από τη στιγμή που είχε αποδεχτεί να αντικειμενοποιηθεί μπροστά του. Στην εξέγερση απέναντι στο λευκό, ο νέγρος ξαναβρήκε την υποκειμενικότητά του, αλλά είναι νεκρός και ξαναμπήκε στη μόνη διάσταση που του είχε ανέκαθεν παραχωρηθεί : αυτή του να είναι ένα σώμα. 2) Η γυναίκα διαφημίζει τον «ιταλικό τρόπο να είσαι μαμά» που αποτελείται ταυτόχρονα από τη στερεοτυπική και γλυκύτατη έκφραση του α-προβληματικού και μη πραγματικού της προσώπου (ένα ωραιότατο αντικείμενο κατανάλωσης) και την περιπαθή της ενασχόληση με την επιλογή της πιο κατάλληλής τροφής για να ταϊσει το γιό της. 3) Η λειτουργία του μωρού (πέρα από κείνη του να είναι κουταβάκι που προκαλεί τρυφερότητα) συμβολίζεται από το να είναι ένα σώμα που πρέπει να τραφεί, ένας σωλήνας που πρέπει να γεμίσει…
Το πρόβλημα του νέγρου, της γυναίκας, του μωρού, ως υποκειμενικότητα και πραγματική παρουσία, είναι τελείως ανύπαρκτο. Ο κόσμος που συμβολίζεται σ΄ αυτή την αναπαράσταση καταλήγει να είναι τελείως ιδεολογικός: εάν η παρουσία του νέγρου προϋποθέτει μιαν αντίφαση, αυτή εξαλείφεται από το θάνατό του. Η γυναίκα είναι τελείως ευτυχής αν αντικειμενοποιείται από τον άντρα που τη θέλει ωραία και από την καταναλωτική κοινωνία που τη θέλει μια μαμά «που ξέρει». Το μωρό είναι τπλήρως ικανοποιημένο από το γάλα που διαφημίζεται. Τρεις διαφορετικοί τύποι αποκλεισμού, του οποίου το αποτέλεσμα είναι η απανθρωποποίηση του ανθρώπου και η αναγωγή της αντιφατικής του παρουσίας σε μια καθαρή αντικειμενικότητα.
Αυτό που εμφανίζεται διαμέσου της σχηματικής απόφασης της εξουσίας, η οποία δεν έχει ανάγκη να καλύψει τα σχέδιά της απέναντι στον καταπιεσμένο, ή, αυτό που εγνωσμένα αποκρύπτεται, ή επιστημονικά δικαιολογείται, είναι ένας μηχανισμός που αποκαλύπτει τη βάση πάνω στην οποία βασίζεται η σημερινή μας κοινωνία: η ιδεολογία του θανάτου ως λύση των δικών της αντιφάσεων. Ο νέγρος σφαγιάζεται, ο εβραίος ήδη εξοντώθηκε, η πόρνη απομονώνεται και απορρίπτεται σε κλειστά σπίτια, ο ψυχικά ασθενής βαθμιαία εκμηδενίζεται –μακριά από τα μάτια όλων - στις φάμπρικες των τρελών. Αυτή είναι η καριέρα ορισμένων αποκλεισμένων. Οργανισμοί και ιδρύματα έχουν την εντολή να εξαφανίζουν τις αντιφάσεις μας και, σε κάθε περίπτωση, να τις καλύπτουν κάτω από τις πτυχές των δομών τους, πίσω από τους τοίχους των κτιρίων τους. Η πρόσοψη πρέπει να παραμείνει καθαρή για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει ιδεολογικοποιώντας μια νόρμα, η οποία προσδιορίζεται ως ακριβής «χρωματικός διαχωρισμός» ανάμεσα σε ένα καλό που είναι αποδεκτό (που είμαστε εμείς) και σε ένα κακό που απορρίπτεται (και που είναι οι άλλοι). Πέρα από το διαχωρισμό, οι διαχειριστές της κοινωνίας επιφορτίζονται να κάνουν αποδεκτή ως βιολογική, φυσική, αμετάστρεπτη, την διαφορετικότητα του αποκλεισμένου, έτσι ώστε αυτός ο ίδιος να είναι πεπεισμένος για την αναγκαιότητα του εγκλεισμού του. Οι τεχνικοί έχουν διδάξει τη βιομηχανία πώς να δημιουργήσει τον ιδεώδη καταναλωτή των προϊόντων της διαμέσου της επιβολής μιας τεχνητής ιδεολογίας της αφθονίας, μέσα στην οποία περιλαμβάνεται ακόμα και ο ανεπιθύμητος (η φαντασίωση μιας αφθονίας προσβάσιμης, χρησιμεύει ως αυταπάτη που αποζημιώνει για την πραγματικότητα που βιώνεται.). Η αποικιοκρατία κατάστρεψε πολιτισμούς και δημιούργησε σκλάβους, καταλογίζοντας στην έλλειψη πολιτισμού των σκλάβων την αναγκαιότητα της κυριαρχίας. Η κοινωνία δημιούργησε τις πόρνες και ταυτόχρονα τις στιγμάτισε ως κοινωνική ντροπή. Η ιατρική επιστήμη δημιούργησε τον ψυχικά ασθενή, που πιο πολύ έχει να κάνει με την ησυχία της κοινωνάς (επικίνδυνος, ακατανόητος, ως εκ τούτου, ν΄ αποκλειστεί) και του οικοδόμησε ένα χώρο κατάλληλο προκειμένου ν΄ απελευθερωθεί από την παρουσία του.
Αυτό που δεν είναι στα πλαίσια της νόρμας είναι αφορμή σκανδάλου και ως τέτοιο, πρέπει ν΄ απομακρυνθεί και να περιοριστεί (η πόρνη που δελεάζει τον περαστικό είναι σκανδαλώδης, αλλά παύει να είναι όταν περιοριστεί σ΄ ένα κλειστό σπίτι. Ο ψυχικά ασθενής που παραληρεί στο δρόμο είναι σκάνδαλο, αλλά παύει να είναι όταν κλειστεί στο ψυχιατρείο). Το σκάνδαλο είναι το σημάδι της παρουσίας ενός προβλήματος που έχει τη δύναμη της απειλής, γιατί μπορεί ν΄ αναστατώσει την ισορροπία της ύπαρξής μας: ο περιορισμός του σημαίνει ότι σηματοδοτούμε τα όρια πέρα από τα οποία δεν του επιτρέπεται να έχει επίδραση.
Ορια και φυσικοί περιορισμοί υπήρξαν η πιο άμεση λύση:: οι εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι νέγροι στα γκέτο,, οι πόρνες στα κλειστά σπίτια,, οι τρελοί στα ψυχιατρεία. Αλλα η φαντασίωση της εξουσίας από τη μεριά των αποκλεισμένων είναι αυτό που τη διατήρησε στη ζωή και της επέτρεψε αυτή τη διαχωριστική δραστηριότητα. Μ΄ αυτή την έννοια, το εγχείρημα που τείνει να ενσωματώσει, σε όλα τα επίπεδα, περικλείοντάς τις στο σύστημα, όλες τις κατηγορίες των αποκλεισμένων, είναι η έσχατη προσπάθεια από τη μεριά της εξουσίας να εξασφαλίσει την τροφοδότηση που έχει ανάγκη για να διατηρηθεί στη ζωή. Αν, σε άλλους καιρούς, αρκούσε να δημιουργήσουν μια κατωτερότητα για να επιβεβαιώσουν τη δική τους ανωτερότητα, αυτό το παιχνίδι έχει πια ξεσκεπαστεί. Αλλά δεν είναι το ίδιο εύκολο να ξεσκεπαστεί η βία που κρύβεται πίσω από τη διφορούμενη όψη (προσωπείο) που καλεί στην ενσωμάτωση. Δεν είναι η στιγμή να είμαστε αντικειμενικοί: ο αποκλεισμένος καλείται τώρα να είναι (αντικειμενικός) και να ξεχάσει αυτό που του έγινε, για να συμμετάσχει - στο μέτρο που θα το αποφασίσει η εξουσία - στο συμπόσιο. Η απάτη είναι εξαιρετικά προφανής: θα βρεθεί και πάλι κλεισμένος σε μια καινούργια απόσταση, της οποίας θα είναι, αυτός ο ίδιος και το θύμα και ο δημιουργός της.
Όταν ο Pinel απελευθέρωσε τους τρελούς από τις φυλακές ξεχωρίζοντάς τους από τους εγκληματίες και αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια της αρρώστιας από την οποία υπέφεραν, δεν έκανε άλλο από το να τους μετατοπίσει σε μια νέα φυλακή, στην οποία η ηθική κατωτερότητα του έγκλειστου ήταν επιστημονικά επικυρωμένη και ο εγκλεισμός επιστημονικά δικαιολογημένος. Αυτό έγινε χωρίς η γενική συμπεριφορά της κοινωνίας απέναντι στον τρελό ν΄ αλλάξει στο ελάχιστο, ούτε ο τύπος της σχέσης, ούτε η απόσταση που τον χωρίζει από τους άλλους.
Ποιες είναι οι δομικές αλλαγές που προτείνονται στους αποκλεισμένους από το ενταξιακό πρόγραμμα της εξουσίας; Στο ψυχιατρικό πεδίο τα πάντα ανάγονται στον προγραμματισμό καινούργιων νοσοκομείων, τεχνικά τελειοποιημένων, στα οποία ο ασθενής θα εξακολουθούσε να απαγγέλλει το ρόλο του ακατανόητου αντικειμένου, στον οποίο θα πρέπει, παρά τη θέλησή μας ν΄ αφοσιωθούμε. Το πραγματικό πρόβλημα του τύπου της σχέσης που η σημερινή κοινωνία πρέπει να εγκαθιδρύσει με τις κατηγορίες που αυτή η ίδια μέχρι τώρα έχει αυτόματα αποκλείσει, αναβάλλεται για μιαν ακόμα φορά: συγκαλυμμένο και καταπιεσμένο από μια σειρά περιθωριακές λύσεις, που περιορίζονται ν΄ αποσπούν την προσοχή από το κέντρο του προβλήματος. Με ποιο τρόπο η κατασκευή νέων ψυχιατρικών νοσοκομείων θα μπορούσε να επιδράσει στη μέθοδο, που εφαρμόζεται όλο και πιο επιστημονικά, της βίας, η οποία χαρακτηρίζει κάθε τύπο σχέσης στη σημερινή μας κοινωνία;
Αν αναλύσουμε την καριέρα του ψυχικά ασθενή, ως την πιο προφανή έκφραση του αποκλεισμένου, μπορούμε ν΄ αναγνωρίσουμε πώς, πολύ πριν από τη νοσηλεία του στο ψυχιατρικό νοσοκομείο, αυτός είναι το αντικείμενο μιας συστηματικής βίας που τον αναγκάζει να περιορίσει το χώρο του, μέχρι πλήρους εκμηδένισής του. Το οικογενειακό και κοινωνικό μας σύστημα φαίνεται εξειδικευμένο στην πρώιμη ανάδειξη (όταν δεν μιλάμε για απευθείας δημιουργία) των αδυνάτων, πάνω στους οποίους επικεντρώνεται η επιθετικότητα όλων. Σχεδόν κάθε οικογενειακή ομάδα έχει τον αποδιοπομπαίο της τράγο, που, κατά καιρούς, καταλήγει στο ψυχιατρείο ως «άνθρωπος που υπερβάλει». Και, τότε, το ψυχιατρείο σπεύδει να επικυρώσει επιστημονικά τη δική του σημασία της «υπερβολής», αρνούμενο σ΄ αυτόν ακόμα και την επίφαση ενός ρόλου και ανάγοντας τον σε καθαρό αντικείμενο: ένα σώμα.
Γιατί, αν όχι για να διατηρήσει αυτόν τον καθησυχαστικό ρόλο του ασθενή ως αντικειμένου, το ψυχιατρικό ίδρυμα εγκαθιδρύθηκε πάνω στην καταστολή, την αυθαίρετη επιβολή, την καταπίεση και την κατάχρηση που εκτείνονται από τη διάγνωση, στην ένταξη σ΄.ένα ψυχοπαθολογικό πλαίσιο, στην ακούσια νοσηλεία, μέχρις όλες τις μορφές της βίας και του αποκλεισμού; Ο ψυχίατρος έχει την εξουσία να ορίσει την συμπεριφορά του ασθενή με τα ψυχοπαθολογικά σχήματα που του αρέσουν περισσότερο. Εχει, επομένως, τη δυνατότητα να δικαιολογήσει την επιθετικότητα του με την αναγκαιότητα - απέναντι στις υπερβολές της αρρώστιας –ενός θεραπευτικού ελέγχου, πού πάει ‘από τα σκληρά στα μαλακά’, ανάλογα με την υποκειμενική ερμηνεία που θα θελήσει να δώσει στην πραγματικότητα. Αλλά για ποια πραγματικότητα μιλάμε αν, στην πράξη, δεν υπάρχει μια άρρωστη πραγματικότητα που δεν είναι, πάνω απ΄ όλα, παρά το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς αποκλεισμού και βίας; Ποιος μπορεί να βεβαιώσει σε ποιο βαθμό τα acting-out του ασθενή συνδέονται με την αρρώστια και σε ποιο βαθμό με τη διαδικασία του αποκλεισμού, της οποίας αυτός είναι συστηματικά το αντικείμενο; Είναι μόνο ο ψυχίατρος που μπορεί ν΄ αναγνωρίσει, ή ν΄ αρνηθεί, ότι συχνά δεν πρόκειται παρά για αντιδράσεις νόμιμες απέναντι σε μια εξουσία που δεν αφήνει ούτε μια εναλλακτική λύση, πέρα από κείνη της ανώμαλης συμπεριφοράς ή της ολοκληρωτικής εκμηδένισης.
Ο παραλληλισμός ανάμεσα στον ψυχίατρο που παράγει καταπίεση και την εξουσία που δημιουργεί σκλαβιά είναι προφανής. Πρόκειται πάντα για το ίδιο πρόβλημα που, πλέον, δεν καταφέρνει να κρύψει την ουσιαστικά πολιτική του σημασία. Σε διάφορα επίπεδα, ο αποκλεισμός συνεχίζει να πραγματώνεται εναλλακτικά είτε ως καθαρός αποκλεισμός, είτε ως ένταξη: ο αποκλεισμένος, ακόμα και σήμερα, σφαγιάζεται, λιμοκτονεί, πραγμοποιείται, καταβροχθίζεται, θυσιάζεται. Η τελική λύση που προτάθηκε από τον Γιάσπερς για την καταστροφή της Κίνας (μια επιχείρηση αλά Τζέιμς Μποντ, με τους κίτρινους «σκλάβους» να πηδάνε στον αέρα σαν τεχνητές φλόγες) είναι άκρως επίκαιρη. Αλλά ταυτόχρονα ο αποκλεισμένος καλείται μ΄ ένα δόλιο τρόπο να συμμετάσχει στην εξουσία (θα είναι οι «λίγοι» που θα τον εκπαιδεύσουν, με τον τρόπο τους, στις ηδονές του «συμποσίου»), χωρίς να του προσφέρεται μια πραγματική εναλλακτική λύση, πέρα από το να είναι δεμένος σ΄ ένα σύστημα που τον έχει ανάγκη για να επιβιώσει.
Ο Τζιάνι Σκάλια βεβαιώνει, με ειρωνικό τρόπο, ότι η βιολογική γένεση της ψυχικής αρρώστιας ανταποκρίνεται στην διατήρηση του βιολογικού είδους των ψυχιάτρων. Πράγμα που σημαίνει ότι η επιστήμη κατασκευάζει τους νόμους που είναι αναγκαίοι για την επιβίωση της εξουσίας (ως εκ τούτου, της ίδιας της δικής της επιβίωσης) και τιμωρεί τους ενόχους αποκλείοντάς τους από τη νόρμα που έχει εγκαθιδρυθεί από αυτήν. Γι΄ αυτό το λόγο, οι κατηγορίες των αποκλεισμένων παραμένουν, μάρτυρες της θέλησης για αποϊστορικοποίηση και απανθρωποποίηση των «πολλών», οι οποίοι – χωρίς να το γνωρίζουν - συμβάλουν στην εξασφάλιση και στην τροφοδότηση της σπανιότητας πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία.
Δημοσιεύεται στα Scritti, vol I, Εinaudi, 1981.
Επίσης, στη συλλογή κειμένων του Franco Basaglia ‘L’ utopia della realta’, Einaudi, 2005.
Πρώτη δημοσίευση στο ‘Che fare’, n. 2, Milano, 1967.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου