Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Οι αυτοματισμοί των ΜΜΕ και οι κοινωνίες του φόβου



Η Αυγή της Κυριακής 30/9/2018
http://www.avgi.gr/article/10838/9207892/oi-automatismoi-ton-mme-kai-oi-koinonies-tou-phobou

Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη, Επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας του Παντείου μιλάει στην «Α»

Οι αυτοματισμοί των ΜΜΕ και οι κοινωνίες του φόβου

* Το ερμηνευτικό πλαίσιο για το έγκλημα παρέχεται όχι από τα γεγονότα αλλά από τις δεσπόζουσες ερμηνείες τους
* Ο φόβος της εγκληματικότητας ακολουθείται από τη διευρυμένη έννοια του θύματος, που δεν είναι πια μεμονωμένα άτομα, αλλά το σύνολο του πληθυσμού ως εν δυνάμει θύματα


Συνέντευξη στην Αγγέλα ΝΤΑΡΖΑΝΟΥ


* Ο τρόπος κάλυψης από τα ΜΜΕ της υπόθεσης του Ζακ Κωστόπουλου αποκαλύπτει τους μηχανισμούς της δημοσιογραφικής αφήγησης. Αλλιώς ξεκίνησε την Παρασκευή το απόγευμα και εξελίχθηκε με διαφορετικό τρόπο. Μπορείτε να μας εξηγήσετε;
Ακριβώς, αποκαλύπτει, γιατί το σύνηθες είναι αυτές οι διαδικασίες δημιουργίας της είδησης να μην είναι εμφανείς, να μην είναι συνειδητές ούτε από τους ίδιους τους δημοσιογράφους που απλώς ακολουθούν μια ρουτίνα: Δελτίο Τύπου Αστυνομίας, επιλογή των υποθέσεων που θα γίνουν είδηση, αντιδράσεις του κοινού, αναλύσεις και γνώμες ειδικών κ.ο.κ.
Στην προκειμένη περίπτωση, ήταν το γεγονός «θάνατος» αυτό που καθόρισε την επιλογή της είδησης και το αρχικό ερμηνευτικό πλαίσιο με βάση το δελτίο Τύπου, κάτι που συνήθως σπάνια μεταβάλλεται στην διάρκεια της δημοσιογραφικής κάλυψης. Όταν, στη συνέχεια, προέκυψαν τα βίντεο, το αρχικό ερμηνευτικό πλαίσιο τινάχτηκε στον αέρα καθώς δεν ήταν η συνήθης περίπτωση «ληστής/πρεζόνι/ νομοταγής πολίτης» που ανακαλεί παγιωμένες αντιλήψεις για το έγκλημα. Ταυτόχρονα, η Αστυνομία δεν έδρασε με τις συνήθεις διαδικασίες, προστατεύοντας τον χώρο που διαπράχτηκε θανατηφόρο έγκλημα. Το ίδιο το έγκλημα αμφισβητήθηκε και υπονομεύθηκαν οι συνήθεις ρόλοι δράστη/θύματος. Υπονομεύεται όμως και ο ίδιος ο ρόλος της Αστυνομίας, που υποθέτω για πρώτη φορά συλλαμβάνει άτομο που ψυχορραγεί, ασκώντας βία στο σώμα που αντιστέκεται για λίγα λεπτά στον επερχόμενο θάνατο μάλλον, παρά στη σύλληψη.
Με άλλα λόγια, τα ΜΜΕ δεν μπόρεσαν ν’ αγκυρωθούν από τα σταθερά τους στηρίγματα και να συγκροτήσουν μια συνεκτική ιστορία με αρχή, μέση, τέλος και ηθικό δίδαγμα που ενσωματώνει τις δεσπόζουσες απόψεις περί εγκλήματος, θύματος κι εγκληματία.


* Μας λέτε δηλαδή ότι για την αρχική σύγχυση σε σχέση με το περιστατικό είχε ευθύνη κατά κύριο λόγο η αστυνομία και όχι τα ΜΜΕ.
Σε γενικές γραμμές ναι. Να σημειώσουμε ωστόσο την ιδιαιτερότητα που έχει η ειδησεογραφία για το έγκλημα, η οποία φωτίζει και τη σημασία των Πηγών. Η είδηση δεν είναι το γεγονός, αλλά η- αφήγηση- για- το- γεγονός και κυρίως, το ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο παρέχεται, όχι από τα γεγονότα αλλά από τις δεσπόζουσες ερμηνείες τους. Ο όρος «Αλβανός κακοποιός» για παράδειγμα εμπεριέχει την ερμηνεία της παράβασης. Αυτή την ερμηνεία την παρέχουν οι πηγές και τα ΜΜΕ την αναπαράγουν.
Παράλληλα, η ειδησεογραφία για το έγκλημα έχει δύο ιδιαιτερότητες: Πρώτον, το έγκλημα δεν εμπίπτει στην άμεση εμπειρία του κοινού όπως για παράδειγμα η οικονομία, η εργασία, η παιδεία κοκ. Συνεπώς, τα ΜΜΕ αποτελούν την πρωταρχική -αν όχι τη μοναδική- πηγή ενημέρωσης και ισχυρών ερμηνειών για τα γεγονότα. Δεύτερον, το έγκλημα, σε σχέση με άλλα θέματα της δημόσιας ζωής, είναι μάλλον «κλειστό» σε πολλαπλές ερμηνείες. Για παράδειγμα, είναι παγιωμένη η αντίληψη για την επικινδυνότητα των ψυχικά ασθενών. Έτσι, οι εναλλακτικές προς την κυρίαρχη απόψεις,  είτε απουσιάζουν εντελώς είτε περιθωριοποιούνται. Με τον τρόπο αυτό, οι κυρίαρχοι ορισμοί και ερμηνείες εμφανίζονται ως αδιαφιλονίκητες, όπως μας αναλύει ο Stuart Hall στο σημαντικό έργο του.

* Όταν ήρθαν στη δημοσιότητα τα βίντεο φάνηκε πώς άλλαξε η ατζέντα. Ο ληστής έγινε κλέφτης, ο δράστης έγινε θύμα, το κοσμηματοπωλείο έγινε ενεχυροδανειστήριο. Η μετατόπιση αυτή θίγει τον ερμηνευτικό πυρήνα των ΜΜΕ;
Προφανώς υπάρχουν διαφορές στην έμφαση. Ο ιδεολογικός πυρήνας όμως αναπαράχθηκε μέσω άλλης διαδρομής, αυτής της προσφυγής στους θεσμούς: Ο νόμος θα μας πει πως ορίζονται οι πράξεις.Τα ερωτήματα όμως έμεναν ανοικτά: Δεν είναι ασύμμετρη της όποιας επικινδυνότητας η κακοποίηση μέχρι θανάτου; Τί κάνεις όταν κάποιος εισβάλλει στον χώρο σου και δεν ξέρεις τις προθέσεις του; Από την στιγμή που τίθενται παρόμοια ερωτήματα και η απάντηση είναι η ουδετερότητα, ή το «δεν έχουμε ακόμα όλα τα στοιχεία», τότε, είναι το κοινό αυτό που θα πρέπει να δώσει τις απαντήσεις. Τότε θα λειτουργήσουν οι αυτοματισμοί, θα γίνει επίκληση του «κοινού νου», της «κοινής λογικής», τουτέστιν της κοινωνικής συναίνεσης που βασίζεται στα πολιτισμικά δίπολα, καλός/κακός, φυσιολογικός/διαφορετικός, ντόπιος/ξένος, ιδιοκτήτης/εισβολέας… Και εδώ παίζει τον ρόλο του και ο φόβος της εγκληματικότητας, καθώς και η συνακόλουθα διευρυμένη έννοια του θύματος που δεν είναι πια μεμονωμένα άτομα, αλλά το σύνολο του πληθυσμού ως εν δυνάμει θύματα.

* Μέσα από αυτή τη διαδικασία ωστόσο παράγονται αποτελέσματα. Ο φόβος που είπατε, για το έγκλημα.
Ο δημοσιογραφικός λόγος δεν δημιουργεί αλλά αναπαράγει στερεότυπα και παγιωμένες αντιλήψεις, αυτές των φορέων εξουσίας και γνώσης, που αποτελούν τις πηγές του (αστυνομία, νομικοί, ψυχολόγοι, εγκληματολόγοι, διάφοροι «ειδικοί», πολιτικοί). Σε κοινωνίες σε κρίση, το θέμα της εγκληματικότητας έχει παίξει ιστορικά σημαντικό ρόλο στην κοινωνική νομιμοποίηση πολιτικών καταστολής, που δεν εξαντλούνται στο ποινικό πεδίο αλλά περιλαμβάνουν κάθε μορφή διαμαρτυρίας ή απείθειας. Συγκροτούν, δηλαδή, έναν τρόπο διακυβέρνησης των πληθυσμών διαμέσου του φόβου, είτε του φόβου του εγκλήματος είτε των συνεπειών της απείθειας. Σ’ αυτό συμβάλουν τα ΜΜΕ.

* Νομίζω, ωστόσο, ότι τελικά σε αυτή την υπόθεση ο κόσμος είναι μάλλον διχασμένος, δεν έχει καταπιεί αμάσητο το αφήγημα και τις ερμηνείες των ΜΜΕ. Δημιουργήθηκαν αντιστάσεις.

Το ζήτημα είναι ποια είναι η δυναμική αυτών των αντιστάσεων να υπονομεύσουν τους κυρίαρχους λόγους, οι οποίοι εκ των πραγμάτων θα υιοθετήσουν μέρος των αντιστάσεων προκειμένου να αποσπάσουν ευρύτερη κοινωνική νομιμοποίηση. Φοβάμαι ότι οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες όταν η περίοδος που ζούμε οδηγεί στην αποδοχή της υποχώρησης των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων εάν αυτό το απαιτεί η ασφάλεια των πολλών.

* Όπως φαίνεται, οι αφηγήσεις των ΜΜΕ έχουν σοβαρά στοιχεία ρατσισμού και μίσους. Βοηθούν τα ΜΜΕ την ακροδεξιά τελικά;
Διαπιστώνεται πλέον ένα ρατσιστικό μουρμουρητό στην ελληνική κοινωνία, έρχονται στην επιφάνεια λανθάνουσες στάσεις και εκφράσεις του κοινωνικού σώματος, ενεργές κοινωνικές υποδοχές αποκλεισμού του διαφορετικού, έτσι ώστε ένας πληθυσμός σε κατάσταση διαρκούς κρίσης να απενοχοποιηθεί. Και νομίζω ότι, ανάλογα με την πολιτική του κάθε μέσου, ενισχύονται είτε τα ακροδεξιά αντανακλαστικά απευθείας, είτε η απενοχοποίησή τους μέσα από την προβολή μιας εικόνας απαξίωσης και διάλυσης της ελληνικής κοινωνίας: η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται ως απειλητική για τον «ζωτικό χώρο» των «νομοταγών πολιτών». Και αυτή είναι η χρήση των «κοινωνιών του φόβου».



Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018

Ζακ Κωστόπουλος: Ο νεκρός που υπονομεύει τα αυτονόητα του δημόσιου βίου

Φιλοξενήθηκε στο σημερινό Alterthess, από το οποίο δανείστηκα και την εικόνα:
http://www.alterthess.gr/content/zak-kostopoylos-o-nekros-poy-yponomeyei-ta-aytonoita-toy-dimosioy-vioy


Εάν θελήσει κανείς να μιλήσει για την κοινωνική κατασκευή της είδησης και ειδικότερα της είδησης που αναφέρεται στο έγκλημα, πιστεύω ότι η δημοσιογραφική κάλυψη της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου δεν είναι καλό παράδειγμα γιατί αποκαλύπτει αντί να κρύβει τους μηχανισμούς κατασκευής της πραγματικότητας, αυτούς που καθιστούν αξιόπιστη και, κυρίως, αποτελεσματική την δημοσιογραφική αφήγηση.
Να σημειώσω εισαγωγικά ότι δεν είναι θέμα καλής ή κακής δημοσιογραφίας η απόσταση ανάμεσα στην είδηση και στην πραγματικότητα στην οποία αναφέρεται. Είναι δομικό στοιχείο της δημοσιογραφικής αφήγησης το να αναφέρεται μεν σ’ ένα γεγονός αλλά να μην το καθρεφτίζει, να μην είναι το γεγονός αλλά η αφήγηση μιας ιστορίας γύρω από το γεγονός. Να επιλέγονται τα στοιχεία που θα αναδειχθούν,  η μορφολογία της είδησης, η δημοσιογραφική βαρύτητα, το ιδίωμα, οι εικόνες κ.ο.κ Το τελικό προϊόν, με τις επισημάνσεις ή/και τις εύγλωττες αποσιωπήσεις, κατακερματίζει το γεγονός  και το αναπλάθει σύμφωνα με την πολιτική, την γραμμή κάθε επικοινωνιακού οργανισμού.
Το σημαντικό στοιχείο, ωστόσο, είναι το υπόστρωμα των γεγονότων, το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο θα ενταχθούν προκειμένου να παραχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τουτέστιν, να μην απέχουν από την «κοινή λογική», «αυτό που ο καθένας γνωρίζει», τον, κατά τον Stuart Hall, πολιτισμικό χάρτη στον οποίο προϋποτίθεται ότι έχουμε όλοι πρόσβαση και αποδεχόμαστε. Πιο συγκεκριμένα, αυτό που λέμε κοινωνική συναίνεση γύρω από ορισμούς της πραγματικότητας οι οποίοι έχουν καταστεί κυρίαρχοι διαμέσου της ισχύος των φορέων τους και της επανάληψής τους, έτσι ώστε να  διαβρώνουν την συνείδηση με όρους αυτονόητου. Τα πολιτισμικά δίπολα για παράδειγμα, καλός/κακός, ηθικό/ανήθικο, νόμιμο/παράνομο, εμείς/οι Άλλοι και τα διάφορα στερεότυπα δεν είναι δημιούργημα των ΜΜΕ αλλά τα ΜΜΕ δεν τα υπονομεύουν, αντίθετα τα ενισχύουν και τ’ αναπαράγουν.
Η ισχύς των ΜΜΕ να ορίζουν και να προσδιορίζουν την εικόνα του κόσμου είναι πολύ πιο έντονη σε ζητήματα όπως το έγκλημα, για τα οποία αποτελούν την κύρια εάν όχι και την αποκλειστική πηγή ενημέρωσης του κοινού. Το κοινό δεν έχει άμεση εμπειρία του εγκλήματος όπως έχει, για παράδειγμα, σε ζητήματα της οικονομικής πολιτικής, της εξωτερικής πολιτικής, των κοινωνικών παροχών κλπ. Αυτό που ξέρει το κοινό για κάθε συγκεκριμένο έγκλημα ή για την εγκληματικότητα γενικότερα είναι αυτό που κοινοποιούν τα ΜΜΕ και, κυρίως, το ερμηνευτικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσουν τα γεγονότα και το οποίο, συνήθως, με την συνδρομή των «ειδικών» εμφανίζεται ως αδιαμφισβήτητο.
Εάν, ωστόσο, για ζητήματα όπως οι απεργίες και οι εργατικές κινητοποιήσεις για παράδειγμα, αντιπαρατίθενται ισχυροί εναλλακτικοί λόγοι, τότε και οι κυρίαρχοι θα πρέπει να είναι ευέλικτοι και να συμπεριλαμβάνουν μέρος αυτού που τους αντιτίθεται προκειμένου να αποκτούν και να συντηρούν ευρύτερη νομιμοποίηση, για το έγκλημα και την ποινή οι εναλλακτικοί λόγοι είναι σχεδόν ανύπαρκτοι ή αποσπασματικοί, άρα ανίσχυροι να εμπεδώσουν τη θέση τους στο κοινωνικό πεδίο.[1]
Εάν, λοιπόν, οι παραπάνω διαδικασίες είναι αδιόρατες για το κοινό γιατί, «όπως ο καθένας γνωρίζει», το έγκλημα εκφράζει την αρνητική όψη της κοινωνικής συναίνεσης και η ποινή είναι η προστατευτική δομή που κρατά τους εγκληματίες μακριά από το κοινωνικό σώμα, στην υπόθεση της δολοφονίας του Ζακ Κωστόπουλου τα ΜΜΕ έμειναν «ακυβέρνητα» γιατί έχασε τη συνοχή και την αξιοπιστία της η βασική πηγή τους, δηλαδή οι διωκτικές αρχές που βιάστηκαν να ορίσουν την κατάσταση ως συνήθη υπόθεση ανάμεσα σε πρεζόνι ληστή και ευυπόληπτο επιχειρηματία, με καθαρούς τους ρόλους θύτη/θύματος.  
Έχει ενδιαφέρον δε το γεγονός ότι την επιφανειακή ανατροπή της αφήγησης την πυροδότησε μια εφημερίδα του επιπέδου του Πρώτου Θέματος, με τα βίντεο που κοινοποίησε και όχι μόνο ανακάτεψε τα χαρτιά της τράπουλας αλλά έκρυψε και μερικά για να παρασύρει τους πάντες σ’ ένα γαϊτανάκι εναλλαγής ρόλων θύτη/θύματος –δηλαδή την πεμπτουσία των λόγων περί εγκλήματος- και να προκύψουν αντιφάσεις και βιαστικά «μαζέματα», ακρότητες και αλληλογρονθοκοπούμενες πληροφορίες, ενώ ταυτόχρονα η αποκάλυψη της ταυτότητας του νεκρού οδήγησε στην συγκρότηση ενός αντιθετικού λόγου που εισέβαλε απειλητικά στον δημόσιο χώρο και κάπως έπρεπε να ενσωματωθεί εν μέρει ή να ουδετεροποιηθεί συνολικά.
Στο τοπίο που διαμορφώθηκε, κατά την αντίληψή μου, ο από μηχανής Θεός έγινε η προσφυγή στους θεσμούς. Αυτοδικία ή αυτοάμυνα, τί προβλέπει ο νόμος, ποια είναι τα θεσπισμένα δικαιώματα των πολιτών και πώς μπορεί να υπονομευθεί η ισχύς τους για το ένοχο/θύμα χωρίς να διαταραχθεί η κατεστημένη τάξη πραγμάτων, αμήχανες μετατοπίσεις από την αρχική αφήγηση, της οποίας ωστόσο διατηρούσαν τον πυρήνα –νόμος, τάξη, ασφάλεια-, αναφέροντας τη βία που ασκήθηκε στον Ζακ Κωστόπουλο και συνάμα αμφισβητώντας την ως αιτία του θανάτου του, υπονομεύοντας την εικόνα του με συνεχείς, «αθώες» αναφορές στη ζωή του και την συνεχή απεικόνισή του ως drag queen, εάν είναι να γίνει θύμα τουλάχιστον να εξεικονίζεται η ενοχή του που διάλεξε να είναι με τους Άλλους, επίφοβος έτσι κι αλλιώς μες στην διαφορετικότητά του.
Άτακτα, τσαπατσούλικα, βγάζοντας λαγούς απ’ το καπέλο, πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα ανασυνταχθούν «αυτά που ο καθένας γνωρίζει» γιατί, όπως ανέφερα, οι κυρίαρχοι Λόγοι, για να παραμείνουν κυρίαρχοι, θα πρέπει να έχουν την ελαστικότητα για να ενσωματώνουν  μέρος έστω αυτού που τους αντιτίθεται, ως επιπλέον  επιχείρημα της εγκυρότητάς τους. Εξ άλλου, ο επίφοβος νεκρός δεδικαίωται από της αμαρτίας ή, έστω, αργά ή γρήγορα ξεχνιέται


[1] Ιδιαίτερα ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά είναι το έργο του Stuart Hall  και ιδιαίτερα το Stuart Hall, Chas Critcher, Tony Jefferson, John Clarke and Brian Roberts (πρώτη έκδοση 1978), Policing the crisis, THE MACMILLAN PRESS LTD