Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Αρχές της πανδημίας. Ο φόβος

 Μπορεί να είναι απεικόνιση

 [«Γκουέρνικα 1», δωρεά του Κυριάκου Κατζουράκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα]

Η επικοινωνιακή πολιτική απέναντι στην καραντίνα. Συνέντευξη στην Αγγέλα Νταρζάνου για την ΑΥΓΗ, 5/4/2020

 Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη είναι εγκληματολόγος. Υπήρξε επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Μιλάει σήμερα στην Αυγή της Κυριακής για τις πολιτικές απέναντι στον κορονοϊό: για τις συνθήκες φόβου και εγκλεισμού που δεν μπορούν να συντηρήσουν για πολύ την κοινωνική συναίνεση, «είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού» λέει και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική από την κυβέρνηση. Μιλάει για τη στρατηγική Άμυνας της κυβέρνησης απέναντι στην έλλειψη υποδομών, αντί για Επίθεση, με την ισχυροποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Μιλάει επίσης για την κατασκευή ενόχων από τα ΜΜΕ αλλά και πιστώνει στους πολίτες που πειθάρχησαν, την επιτυχία των μέτρων ως τώρα.  

Ποια είναι η αναπαράσταση από τα ΜΜΕ της κρατικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του κορονοϊού;

Θα έλεγα ότι βασικό στοιχείο είναι η αναπαράσταση της επιτυχίας των μέτρων, συνεπικουρούμενη από τον φόβο που τροφοδοτούν οι τίτλοι για τον αριθμό των θυμάτων και οι προειδοποιήσεις για τον μελλοντικό κίνδυνο εάν χαλαρώσουν τα μέτρα. Με δυο λόγια, νομιμοποίηση μιας αμυντικής πολιτικής απέναντι στο πρόβλημα, μια καραντίνα που μεταθέτει τη λύση του προβλήματος στις πλάτες των πολιτών και δείχνει με το δάκτυλο τους απείθαρχους. Το ανθρώπινο κομμάτι που αντιδρά σε μια συνθήκη εγκλεισμού χωρίς ορατό όριο λήξης, ορίζεται ως κοινωνική αναλγησία και αυτό εξεικονίζει η παρουσία αστυνομικών στους δρόμους αντί για υγειονομικούς που θα κάνουν τους απαιτούμενους ελέγχους, ως εάν το ζήτημα να ήταν θέμα δημόσιας τάξης και όχι δημόσιας υγείας. Αναμφισβήτητα η καραντίνα είναι αναγκαία, όμως εδώ μιλάμε για τα συμφραζόμενα εντός των οποίων πραγματοποιείται και επηρεάζουν τη δυναμική της.

Θα μπορούσα να πω όμως, ότι αυτή η αμυντική πολιτική απέναντι στην πανδημία, θα πρέπει να βασίζεται στον φόβο για να μπορέσει να λειτουργήσει πειθαρχικά, ενόσω το διαλυμένο σύστημα υγείας δεν επιτρέπει το ζητούμενο, δηλαδή μια επιθετική πολιτική με στόχο τον ιό και όχι μόνον τη συμμόρφωση σε μέτρα που ανακυκλώνουν τον φόβο και δεν αφήνουν να διαφανεί κάποια ελπίδα. Δηλαδή ότι θα υπάρχει επαρκές και προστατευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να μας φροντίσει εάν χρειαστεί, σε επαρκείς χώρους για αποτελεσματική και αξιοπρεπή νοσηλεία, ότι θα υπάρχει και αύριο υγειονομικό υλικό για να μας προστατέψει πριν φτάσουμε στην νοσηλεία. Ακόμα και γι’ αυτό το σύστημα Υγείας που ήταν το πρώτο θύμα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και επιβιώνει με την ισορροπία του ερειπίου υπάρχουν λύσεις εάν υπάρξει η πολιτική βούληση. Για παράδειγμα, να υποχρεωθεί να συμμετάσχει και ο ιδιωτικός τομέας υγείας, να εκπαιδευτεί και ν’ αξιοποιηθεί η εθελοντική προσφορά.

Πιστεύετε ότι υπάρχει έδαφος για εθελοντισμό και αλληλεγγύη όταν είμαστε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας;

Έχουν ήδη υπάρξει παραδείγματα σημαντικών πρωτοβουλιών και ομάδες αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα θέλω να επισημάνω την προσφορά των τελειόφοιτων φοιτητών της Ιατρικής, να συνδράμουν το παραπαίον σύστημα υγείας και τους εθελοντές για την υποστήριξη ευάλωτων  ομάδων. Δεν είμαι αρμόδια να εισηγηθώ μέτρα, αλλά υπάρχουν ειδικοί για να οργανώσουν μια τέτοια επίθεση από τα κάτω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει ο εθελοντισμός να υποκαταστήσει υποχρεώσεις της κρατικής μηχανής.

 Ωστόσο, η προβολή της προόδου που γίνεται παγκοσμίως με νέα φάρμακα ή με την παρασκευή εμβολίου, δεν μπορούμε να πούμε ότι αντισταθμίζει την άμυνα με επίθεση;

Προφανώς και είναι ελπιδοφόρα η πανκινητοποίηση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας αλλά για να γίνει επιθετική και να είναι αποτελεσματική χρειάζονται υποδομές και αυτό το θέμα παραμένει σε τρίτο και τέταρτο επίπεδο στην τρομολαγνεία των ΜΜΕ.

 

 Ποιοι είναι οι επιμέρους άξονες της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ειδησεογραφία;

Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική σ’ αυτό το θέμα. Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε με πρόταγμα την καταστολή και φαίνεται ότι εκεί εξαντλείται η δυναμική της σε επικοινωνιακό επίπεδο. Μεταθέτοντας την ευθύνη στους πολίτες προσπαθεί να μείνει στο απυρόβλητο η δική της αδυναμία να δώσει λύσεις πέρα από το σφίξιμο των λουριών. Όμως μέχρι πότε θα μπορεί να διεκδικεί συναίνεση αυτή η πολιτική ή θα την επιβεβαιώνουν πειστικά τα ΜΜΕ;

 

Η ειδησεογραφία για τον κορονοϊό δημιουργεί και το συναίσθημα του φόβου για την οικονομία και τις δουλειές μας. Πώς λειτουργεί ο φόβος ως εργαλείο καταστολής;

Ο φόβος για το αύριο. Εάν το έχω παρακολουθήσει σωστά, νομίζω ότι είναι ένα επίπεδο φόβου που εμφανίστηκε σε δεύτερο χρόνο. Ήδη υπάρχει πολύς κόσμος που δοκιμάζεται και σε οικονομικό επίπεδο, αυτό είναι αναπόδραστη συνέπεια των μέτρων. Όταν, λοιπόν, διαβάζουν θέματα του τύπου ότι η καραντίνα δεν είναι τίποτα μπροστά στα μελλούμενα, η συμμόρφωση λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας, κατά κάποιο τρόπο ως φόβος μην χαθεί κι αυτό το λίγο που έχουμε σήμερα. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι ο φόβος δεν είναι λύση διαρκείας, ο φόβος και η απομόνωση είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού, το αύριο έχει πολλές μεταβλητές, ενδεχομένως και κάποιες μη ελέγξιμες. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι η κυβέρνηση δεν έχει συγκροτημένη επικοινωνιακή στρατηγική, δεδομένου ότι η συναίνεση δεν αποσπάται μόνο με τον φόβο.

 

 Εννοείτε δηλαδή ότι δεν συγκροτείται ένα συνεκτικό αφήγημα για τον κορονοϊό- έστω με τις αντιφάσεις του- το οποίο να καταφέρνει να χειραγωγεί και να δημιουργεί συναίνεση;

Λίγο πολύ, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εκεικονίζεται στην παρουσία των δύο ανθρώπων που έχουν αναλάβει την καθημερινή ενημέρωση. Ο κ. Τσιόρδας με νηφάλιο λόγο είναι η επιστήμη που ενημερώνει και καθοδηγεί. Ο κ. Χαρδαλιάς είναι ο παιδονόμος που υποδεικνύει τις εκτροπές και προειδοποιεί για τις κυρώσεις. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο Λόγους, ενώ βγαίνουν στο πλάνο οι ήρωες, το έργο δεν έχει συνοχή και παλαντζάρει χωρίς να ισορροπεί γιατί δεν υπάρχουν ισομερώς οι αντίστοιχοι μηχανισμοί που θα το υποστηρίξουν. Η συναίνεση δεν είναι ποτέ σταθερή και δεδομένη, είναι συνεχώς το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σε ένα σκοτεινό τοπίο που αφήνει έωλα και απειλητικά τα μελλούμενα.

Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση επικοινωνιακά, στο κομμάτι της «ατομικής ευθύνης». Πώς λειτουργεί αυτή η καμπάνια, σε αντιδιαστολή με την κρατική ευθύνη, που φαίνεται να υπολείπεται, και σε τεστ, και σε μονάδες ΜΕΘ, και σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό;

Προφανώς γιατί αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν έχουμε επεξεργαστεί μηχανισμούς διαχείρισής της. Έτσι, ενστικτωδώς σχεδόν, αναζητάμε τον φταίχτη γι’ αυτά που υφιστάμεθα κι έτσι αναδύεται ένα ζήτημα ενοχής, αναζήτησης του ενόχου, που τώρα δεν είναι οι «συνήθεις ύποπτοι» μετανάστες, πρεζόνια, αναρχικοί… Βρίθουν οι θεωρίες συνωμοσίας αλλά κι αυτές είναι αδιέξοδες στον βαθμό που δεν βοηθούν να βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Ένα πρόσφορο έδαφος, λοιπόν, αναζήτησης του ένοχου που να έχει την αναγκαία υλικότητα για να εισπράξει τις συνέπειες, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, είναι ο ένοχος που εμφανίζεται στο πιάτο, έτσι ακριβώς όπως τον θέλουμε: είναι ο γείτονας, ο άμυαλος πιτσιρικάς, ο ηλικιωμένος που δεν προσέχει και αρρωσταίνει και καταλαμβάνει τον ελάχιστο ζωτικό χώρο που μας διαθέτει το σύστημα υγείας. Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτόν, να γίνουμε ένοχοι. Και έτσι αποδεχόμαστε αβίαστα τον ρόλο του θύματος ρίχνοντας το ανάθεμα στον διπλανό μας. Πόσο εύκολο είναι να τα βάλεις μ’ αυτόν που βολτάρει άσκοπα αντί να δεις τις δικές σου αλυσίδες; Και πόσο δύσκολο είναι να δεις ότι πέφτεις χωρίς προστατευτικό δίκτυ γιατί κανείς δεν σ’ αξίωσε με τα μέτρα προστασίας που ήταν δικαίωμά σου αναφαίρετο, να έχεις ένα αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας. Σ’ αυτό το γήπεδο παίζουν τα ΜΜΕ, με αποσιωπήσεις των ευθυνών του συστήματος και έμφαση στην ευθύνη του ατόμου.

Όμως και κάτι τελευταίο: είναι ο πολίτης αυτός που κράτησε σε χαμηλό επίπεδο τον αριθμό των θυμάτων. Είναι οι πολλοί πολίτες που πειθάρχησαν στα μέτρα κι ας μην είναι ορατό το τέλος του εφιάλτη, η ελπίδα. Ας το καταλάβουν οι κυβερνώντες που άδικα πιστώνονται τα χαμηλά ποσοστά κι ας πράξουν το καθήκον τους απέναντι σ’ αυτούς τους πολίτες αντί να τους κουνάν το δάκτυλο.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Η «γυναικεία εγκληματικότητα» παρουσιάζεται ως ανατροπή του γυναικείου φύλου

 Η συζήτησή μου με την Άγγελα Νταρζάνου που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της ΑΥΓΗΣ

https://www.avgi.gr/koinonia/411774_i-gynaikeia-egklimatikotita-paroysiazetai-os-anatropi-toy-gynaikeioy-fyloy


Το σήριαλ Ρούλα Πισπιρίγκου έχει επεκταθεί και καλύπτει σχεδόν στο σύνολο της ειδησεογραφίας τα τελευταία 24ωρα. Στο διαδίκτυο, στα social media  και ιδίως στην τηλεόραση, δεν υπάρχει ζωντανή εκπομπή που να μην ασχολείται, Η ίδια η Ρούλα Πισπιρίγκου φαίνεται να συνομιλούσε με όλο το τηλεοπτικό star system, από την Αγγελική  Νικολούλη μέχρι την Τατιάνα Στφανίδου, καμία σκέψη όμως να φροντίσει για δικηγόρο και για κάποιου είδους ψυχολογική στήριξη.

Πεδίο δόξης λαμπρό για τα κανάλια, καθώς το σώου φαίνεται πως θα τραβήξει σε μάκρος: δεν είναι μόνο οι καταθέσεις του οικογενειακού και φιλικού κύκλου της κατηγορούμενης που θα δώσει επιπλέον τροφή για νέα ρεπορτάζ , είναι η διερεύνηση του θανάτου των άλλων δύο άτυχων κοριτσιών, της Μαλένας και της Ίριδας που εκκρεμεί, αλλά και της 69χρονης σπιτονοικοκυράς που μπαίνει κι εκείνη στο κάδρο. Η κυρία Ρούλα Πισπιρίγκου θα συντηρείται στην επικαιρότητα για μήνες ακόμη.

Πολύ νωρίς, ήδη από την περασμένη Πέμπτη, τα ίδια τα κανάλια αλλά και η κυβέρνηση, αντιλήφθηκαν ότι κάτι πάει να γίνει πολύ λάθος έξω από το σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα. Οι αποδοκιμασίες, τα συνθήματα για θανατική καταδίκη, οι κρεμάλες και οι κατάρες, όλα συνέχεια του τηλεοπτικού σώου που είχε χτιστεί βδομάδες πριν πάνω σε μια τραγωδία.

Μετά το γαϊτανάκι των απόψεων, των ερμηνειών, των διαγνώσεων, των πληροφοριών από την γειτονιά, είχε ήδη νομιμοποιηθεί το κλίμα για το λιντσάρισμα της μητέρας των τριών κοριτσιών αλλά και των συγγενών της, με βάση ένα λόγο όχι απλώς επικινδυνότητας αλλά συνδυασμού επικινδυνότητας με ψυχική ασθένεια. «Και βέβαια αυτόν τον όχλο τον δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ, των οποίων συνήθης τακτική είναι να προκαλούν αντιδράσεις και μετά να κάνουν είδηση τις αντιδράσεις που τα ίδια προκάλεσαν», μας λέει η Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εγκληματολόγος, παλαιότερα Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πάντειο. «Η πεποίθησή μου είναι ότι η κοινωνία εμφανίζει πιο τιμωρητικό ήθος από τους τιμωρητικούς θεσμούς, παγιδεύεται σε ηθικούς πανικούς και βρίσκω ανατριχιαστική την επίκληση της ποινής του θανάτου, κάπως σαν φαντασίωση λιντσαρίσματος  και δημόσιες εκτελέσεις του μεσαίωνα».

Τι χαρακτηριστικά αποδίδονται όμως στη «γυναικεία εγκληματικότητα»; ρωτάμε την Αφροδίτη Κουκουτσάκη. «Η ψευδοεπιστημονική αντίληψη, τάχα περί ιδιαίτερης «εγκληματικής προσωπικότητας» που κυριαρχεί στον εγκληματολογικό λόγο, δεν απαντάται στην περίπτωση των γυναικών που εγκληματούν. Αυτές παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο ως ανατροπή της κοινωνικά προσδωκόμενης γυναικείας κανονικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η «γυναικεία εγκληματικότητα» δεν αναπαριστάται ως «διαφορετικότητα» όπως στους άντρες, ή ως υπέρβαση των ορίων, αλλά ως ανατροπή του ίδιου του φύλου των γυναικών. Για παράδειγμα ο παιδοκτόνος Δουρής το 1994 ήταν ο «πα-Τέρας» σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η Ρούλα Πισπιρίγκου όμως χάνει την ιδιότητα της μητέρας. Η γυναίκα θα λέγαμε ότι δεν θεωρείται γυναίκα –μητέρα, σύζυγος, κόρη- όταν δεν επιτελεί τους κοινωνικά καθορισμένους ρόλους».

Το twitter επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση: «σήμερα “λερώθηκε” η πιο όμορφη λέξη στον κόσμο». «Η λέξη ΜΑΝΑ δεν λερώθηκε και δεν θα λερωθεί ποτέ εξαιτίας ενός περιστατικού». «Απόψε πενθούμε όλες οι μαμάδες». «Σταματήστε να γράφετε 'μάνα'. Γράψτε απλώς 33χρονη. Δεν ήταν ποτέ μάνα. Δεν έγινε ποτέ». «Αν ο Αποτροπιασμός, ο Θυμός, η Οργή, το Μίσος είχαν πρόσωπο, θα 'ταν του θηλυκού (γιατί, ούτε "μάνα", ούτε "γυναίκα" δικαιούται ν' αποκαλείται) που λέγεται #Ρουλαπισπιριγκου».

Την κυρίαρχη αντίληψη για τη «γυναικεία εγκληματικότητα» αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το απόσπασμα από τον Ελεύθερο Τύπο, σε παλαιότερη έρευνα, αναπαράγοντας το στερεοτυπο ότι όλη η ζωή των γυναικών στρέφεται γύρω από τους άντρες: «Οι γυναίκες εγκληματούν επειδή αγαπούν παράφορα έναν άνδρα, επειδή μισούν τυφλά έναν άνδρα, επειδή συνδέονται με κάποιον άνδρα ή επειδή, για άλλους λόγους, ένας άνδρας τις οδήγησε στο ..τοπίο του φόνου!! […] Γυναίκες δολοφόνοι. Στα αστυνομικά χρονικά δεν μπαίνει πλέον αριθμός στη λίστα εγκλημάτων ερωτικού πάθους. Δεν είναι το είδος που σπανίζει, αλλά η ιστορία που επαναλαμβάνεται».

«Απέναντι σε αυτή την απλουστευτική κοινότοπη ερμηνεία ένας εναλλακτικός λόγος απορρέει από τα λόγια της Judith Butler», μας λέει η Α. Κουκουτσάκη: «Η έμφυλη πραγματικότητα είναι πραγματική μονάχα στο βαθμό που επιτελείται. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι ορισμένα είδη πράξεων ερμηνεύονται συνήθως ως εκφράσεις ενός έμφυλου πυρήνα ή μιας έμφυλης ταυτότητας, κι ότι αυτές οι πράξεις είτε συμμορφώνονται με την προσδοκώμενη έμφυλη ταυτότητα είτε, κατά κάποιο τρόπο, συγκρούονται με αυτή την προσδοκία».Μια άλλη τάση στα social media και γενικότερα στον δημόσιο λόγο σήμερα, αλλά και σε τέτοιου είδους high profile εγκλήματα, είναι οι προτάσεις για αυστηροποίηση των ποινών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι αυστηρές ποινές επιδικάζονται μόνο στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τους φτωχούς ή περιθωριοποιημένους που δεν αντέχουν τα έξοδα για έναν καλό δικηγόρο. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει μελετη που να αποδεικνύει ότι οι αυστηρότερες ποινές μειώνουν την εγκληματικοτητα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα λύναμε το πρόβλημα επιβάλοντας τη θανατική ποινή.«Η τωρινή κυβέρνηση ψηφίζει νόμους, αλλάζει νόμους, παραβλέπει νόμους συγκυριακά, απαντώντας εν μία νυκτί στο κλίμα που δημιουργείται μετά την τέλεση κάποιου εγκλήματος, η σοβαρότητα του οποίου θεωρείται ότι νομιμοποιεί τα μπαλώματα στην ισχύουσα νομοθεσία», παρατηρεί η Αφροδίτη Κουκουτσάκη. Και εξηγεί: «Το ερώτημα διατύπωσε καθαρά η πρώην ΓΓ Αντεγκληματικής πολιτικής Σοφία Νικολάου: “Άραγε υπάρχει τιμωρία για τέτοιο έγκλημα;” Είναι ίσως το πιο επικίνδυνο ερώτημα από όσα κυκλοφόρησαν αυτήν την περίοδο». Με άλλα λόγια: «Υπάρχει τιμωρία; Επαρκεί ο Ποινικός νόμος; Να επανέλθει η θανατική ποινή δηλαδή;  Σε μια καθημαγμένη κοινωνία είναι αναγκαίο να θυμηθούμε πόσο δυσκολεύουμε τη ζωή μας αν μας συσπειρώνει το έγκλημα, όσο αποτρόπαιο κι αν είναι, και όχι οι τοξικές πολιτικές που έχουν μολύνει τον κοινωνικό ιστό ή ό,τι έχει απομείνει κι από αυτόν».