ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο όρος Κριτική Εγκληματολογία
αναφέρεται σε μια ειδικότερη τάση των σύγχρονων κριτικών προσεγγίσεων στο χώρο
της Εγκληματολογίας, η οποία μελέτησε το εγκληματικό φαινόμενο με σημείο
αναφοράς τη μαρξιστική θεωρία.[1]
Γέννημα των "ταραγμένων"
χρόνων της ευρύτερης δεκαετίας του '60, η Κριτική Εγκληματολογία εμφανίζεται
αρχικά στις αγγλόφωνες χώρες (Αγγλία και ΗΠΑ) και για αρκετά χρόνια αναζητά τη
φυσιογνωμία της στο περιθώριο όχι μόνον της "ακαδημαϊκής"
εγκληματολογίας αλλά και της επίσημης αριστεράς, ιδιαίτερα απρόθυμης να
υιοθετήσει αυτό το "εγκώμιο της διαφορετικότητας" (Taylor Ι. P.Walton, J.Young, 1975a), στο οποίο είχαν οδηγηθεί οι αρχικές προσπάθειες των κριτικών
εγκληματολόγων να επαναπροσδιορίσουν την έννοια του εγκλήματος και τη
λειτουργική αποστολή των τιμωρητικών συστημάτων. Ταυτόχρονα, αυτή η "στρατευμένη" εγκληματολογία,[2] όπως ήταν αναμενόμενο, αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα αποδοχής και μια
κρίση αξιοπιστίας στο πλαίσιο της ίδιας της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ο
επιμελητής του συλλογικού τόμου Radical Criminology, J.Inciardi (Inciardi, J. 1980), αναφέρει ότι η Κριτική
Εγκληματολογία χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικά αφελής», «εμπειρικά επιπόλαιη»,
«ακαδημαϊκά χρεοκοπημένη» κλπ., ενώ και ο D.Melossi αναφέρεται στον καταιγισμό επιθέσεων που δέχτηκε η κριτική εγκληματολογία,
και όχι πάντα με όρους ακαδημαϊκής δεοντολογίας (D.Melossi, 1983: 447-8). Από τα πιο σημαντικά, όμως, κείμενα σε σχέση με αυτό το
ζήτημα, είναι το άρθρο του T.Platt (T.Platt, 1975), ο οποίος αναφέρεται ειδικότερα στο θέμα της «ακαδημαϊκής
καταστολής» στις ΗΠΑ, η οποία κορυφώθηκε με το κλείσιμο της σχολής
εγκληματολογίας του Παν/μίου του Berkeley.
Οι πρακτικές συνέπειες αυτών των προβλημάτων εκδηλώθηκαν στο επίπεδο της
επικοινωνίας, τόσο μεταξύ των εκπροσώπων της κριτικής εγκληματολογίας, όσο και
με το ευρύτερο επιστημονικό κοινό. Όπως επισημαίνει και πάλι ο J.Inciardi, για πολλά χρόνια τα γνωστά εγκληματολογικά περιοδικά
ήσαν κλειστά για τους εκπροσώπους της κριτικής εγκληματολογίας.
Σ' ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το
πλαίσιο στο οποίο εκδηλώθηκε αυτό που ορίστηκε ως κρίση της κριτικής
εγκληματολογίας διαμορφώθηκε κυρίως από τα προβλήματα αποδοχής αυτού
του ρεύματος σκέψης, το οποίο συνδιαλεγόμενο με τα κοινωνικά συμφραζόμενα της
εποχής που γεννήθηκε, δεν κατάφερε πάντα να αποφύγει τον κίνδυνο διολίσθησης σ’
αυτό που θα ονομάζαμε Εγκληματολογία «καταγγελίας», «διαμαρτυρίας».
Ένα άλλο είδος κρίσης, εγγενούς αυτή τη φορά, το οποίο θα μας απασχολήσει στη διάρκεια των μαθημάτων, συναρτάται προς το ερώτημα: «ποιο χώρο κατάφερε να καταλάβει η Κριτική Εγκληματολογία ανάμεσα στο θετικιστικό παράδειγμα και σ' αυτό της κοινωνικής αντίδρασης, στο πλαίσιο της εξέλιξης του κοινωνιολογικού προβληματισμού γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο;» [3] Να σημειώσουμε, βέβαια, ότι ένα από τα βασικά προβλήματα που ανέκυψαν ήδη από τα πρώτα βήματα της κριτικής εγκληματολογίας, αφορούσε την προβληματική σχέση μαρξισμού και εγκληματολογίας, γεγονός το οποίο αντικατοπτρίζεται με κάθε σαφήνεια στην εξαιρετική ανομοιογένεια των πρώτων θεωρητικών αναζητήσεων σε σχέση με το αντικείμενο και τη μεθοδολογία μιας εγκληματολογίας εμπνεόμενης από την μαρξιστική θεωρία. Συνάρτηση αυτού είναι και η δυσκολία υπέρβασης των κοινωνιολογικών θεωριών για την παρέκκλιση και τον κοινωνικό έλεγχο (ή της θεωρίας του Becker, κατά τον Melossi), η οποία είναι και το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο διαφόρων τάσεων της κριτικής εγκληματολογίας, τουλάχιστον στα αρχικά τους στάδια.
Όπως θα δούμε αναλυτικά στη
συνέχεια, στο περιεχόμενο της θεωρητικής και εμπειρικής ενασχόλησης των
κριτικών εγκληματολόγων κυρίαρχο υπήρξε αρχικά ένα πλαίσιο επιστημολογικής
αμφισβήτησης του κυρίαρχου θετικιστικού παραδείγματος και μια προσπάθεια
επαναπροσδιορισμού της έννοιας του εγκλήματος και της λειτουργικής αποστολής
των συστημάτων κοινωνικού ελέγχου. Αυτό το πλαίσιο αλλάζει ριζικά στις αρχές
της δεκαετίας του '80, σε συνάρτηση και με τις αλλαγές των
κοινωνικο-οικονομικών όρων. Με άλλα λόγια, κατά τη δεκαετία του ’80, κυρίαρχο
αναδεικνύεται το ζήτημα της αντεγκληματικής πολιτικής, ειδικότερα με την έννοια
της διατύπωσης άμεσων πρακτικών προτάσεων για «ένα ποινικό σύστημα το οποίο να
εξυπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και όχι μόνων των ισχυρών». Η αλλαγή αυτή αποτελεί, όπως θα δούμε, μια τομή στην ανάπτυξη της
προβληματικής για τον κοινωνικό έλεγχο, ενώ, εν πολλοίς, συντελεί στην
προσέγγιση του κριτικού με το αιτιολογικό παράδειγμα. Οι λόγοι αυτής της
στροφής συναρτώνται με το πρόβλημα της οικονομικής κρίσης και της κρίσης του
κοινωνικού κράτους, με δυο λόγια με ένα κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο όπου η
εγκληματικότητα αποτελεί προνομιακό πεδίο για την εφαρμογή συντηρητικών,
κατασταλτικών πολιτικών οι οποίες τείνουν στον έλεγχο όλο και ευρύτερων
κοινωνικών στρωμάτων. Όπως υποστηρίζει ο A.Baratta, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η κρίση της παραδοσιακής νομιμοποιητικής
ιδεολογίας των τιμωρητικών συστημάτων, δηλαδή της ιδεολογίας της
επανακοινωνικοποίησης, συμπίπτει με το γεγονός ότι στα περισσότερα
καπιταλιστικά κράτη καταρρίπτεται ο μύθος της απεριόριστης παραγωγικότητας και
της δυνατότητας απασχόλησης για όλους. Αυτό οδηγεί στο να γίνεται πιο έντονη η
διαχωριστική γραμμή που διαιρεί τον πληθυσμό σε δυο κατηγορίες: Στους
προνομιούχους, οι οποίοι μπορούν να ενταχθούν στη δυναμική της αγοράς εργασίας
και στα περιθωριοποιημένα στρώματα, τα οποία αποκλείονται απ' αυτή. Στο πλαίσιο
αυτών των συνθηκών, η παρέκκλιση και η εγκληματικότητα θεωρούνται και πάλι το
σύνηθες status των λιγότερο ευνοημένων
κοινωνικών ομάδων. Έτσι, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η κοινωνική επανένταξη
αλλά ο αποτελεσματικότερος έλεγχος τους (A.Baratta, 1982:197-8).
Απέναντι σ' αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, αρχίζει να διαμορφώνεται ένα
διαφορετικό πεδίο θεωρητικής και εμπειρικής ενασχόλησης των κριτικών
εγκληματολόγων, καθώς η συζήτηση επικεντρώνεται στην αναζήτηση εναλλακτικών
μοντέλων αντεγκληματικής πολιτικής μέσα από το αίτημα για μεταρρύθμιση των
ποινικών θεσμών ή την αναζήτηση εξωποινικών μορφών διαχείρισης του εγκλήματος.
Αυτές οι τάσεις άλλοτε συνδυάζονται με την πρόταση για πλήρη κατάργηση του
ποινικού συστήματος (καταργητική τάση) και άλλοτε με την πρόταση για δραστική
συρρίκνωση του πεδίου εφαρμογής των ποινικών κυρώσεων, σύμφωνα κλασσική αρχή
του ποινικού δικαίου ως extrema ratio, αλλά με παράλληλη διατήρηση και ενίσχυση των νομικών εγγυήσεων που
συνοδεύουν την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Κοινός παρονομαστής, όμως,
ανάμεσα στις διάφορες εκδοχές της κριτικής εγκληματολογίας, όπως αυτές
διαμορφώνονται στη δεκαετία του '80, είναι το γεγονός ότι η θεωρητική συζήτηση
μοιάζει να εξοστρακίζεται ενόψει της ανάγκης για μια άμεση, βραχυπρόθεσμη,
πρακτική παρέμβαση στο χώρο της αντεγκληματικής πολιτικής και είναι εξαιρετικά
σπάνιες οι προσπάθειες να ενταχθεί το εγκληματικό ζήτημα, το έγκλημα και η
ποινή, σε μια ευρύτερη συζήτηση γύρω από κοινωνικό, το οικονομικό και το
πολιτικό πλαίσιο που παράγουν αυτά τα φαινόμενα.
Η
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ
- Τα κοινωνικο-πολιτικά συμφραζόμενα της γέννησης των κριτικών προσεγγίσεων του εγκληματικού φαινομένου.
Πολλοί «κλασικοί» σχολιαστές, από τον Beaumont και τον Tocqueville (1833) ως τον Rusche και τον Kirchheimer (1939), έχουν επισημάνει τη συγγένεια μεταξύ των κύριων χαρακτηριστικών
του ποινικού συστήματος σε μία δεδομένη κοινωνία σε μία συγκεκριμένη ιστορική
περίοδο και του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία αντιμετωπίζει τους πολίτες της
και ειδικά τους πολίτες που προσφέρουν
εργασία: ενώ η καταξίωση της εργασίας θα ήταν τυπικά συνδεδεμένη με μία
στάση ενσωμάτωσης, η απ-αξίωση της
εργασία - σε μία περίσταση, για παράδειγμα, υψηλής ανεργίας - θα ήταν συνήθως
συνδεδεμένη με μία αντίληψη περί της λειτουργίας του ποινικού συστήματος ως,
στην καλύτερη περίπτωση, «αποθήκευσης» των εγκλείστων. Eνώ αυτός ο τρόπος σκέψης σχετικά με τη σχέση της κοινωνικής δομής και του
ποινικού συστήματος εμπεριέχει αρκετή δόση αλήθειας, θεωρώ ότι, παρόλα αυτά,
είναι υπερβολικά μηχανιστικός. Kαι αυτό επειδή ο
ορισμός της συγκυρίας ως μίας συγκυρίας «κοινωνικής κρίσης» ή «αρμονίας» δεν
είναι ποτέ κάτι που προσδιορίζεται αντικειμενικά με βάση αυστηρά οικονομικά
κριτήρια, αλλά αποτελεί επίσης δημιούργημα του λόγου που αρθρώνεται στα πλαίσια
ηγεμονικών διαδικασιών όπου ο λόγος των πολιτικών και οικονομικών ελίτ είναι
πολύ ισχυρός. Tι συνιστά μία «κοινωνική κρίση» εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική
γωνία εκείνου που ορίζει την κρίση (O’Connor 1987, Hall et al. 1978, Sparks 1992: 55-57). Για τις κοινωνικές ελιτ, μία κρίση είναι πρώτα και πάνω απ’
όλα μία επίθεση κατά της δύναμής τους, είτε αυτή είναι πολιτική είτε οικονομική
(Μελόσι, 1999: 26)
Στο άρθρο του Κοινωνική
θεωρία και μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία, ο Dario Melossi (1999) αναπτύσσει την
άποψη ότι τόσο ο επιστημονικός λόγος για το έγκλημα και τις μορφές διαχείρισής
του, όσο και οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις για τον εγκληματία, είναι θέματα
δομικά καθορισμένα από το είδος και τα χαρακτηριστικά της κοινωνίας στο πλαίσιο
της οποίας παράγονται.
Θα υποστήριζα, επομένως, ότι δύο περιπτώσεις μπορούν να επικρατήσουν. Στην
πρώτη περίπτωση, η κοινωνία (επιτυχώς) περιγράφεται ως μία κοινωνία σε
κατάσταση «κρίσης», όπου θα πρέπει να επανεγκαθιδρυθεί η αρμονία και η τάξη, να
επιδιορθωθεί ο κοινωνικός ιστός στο βαθμό που έχει διαρραγεί και να επανέλθει
σε μία κατάσταση ενότητας. Eδώ εμφανίζεται συχνά η
μεταφορά του Kράτους: ο Λεβιάθαν ως εγγυητής της τάξης και της ενότητας ή καλύτερα της
ενοποίησης (reductio ad unum) και της ιεραρχίας- όπως εξήγησε πολύ όμορφα ο David Matza (1969). Eφόσον μία από τις κύριες δυνάμεις του Kράτους είναι η τιμωρητική δύναμη (Beccaria 1974), η ποινή είναι ιδιαίτερα πιθανό να χρησιμοποιηθεί για να
προσδιορίσει δυνάμεις και όρια κυριαρχίας. Σε μία τέτοια περίσταση, ο στόχος
που χαρακτηρίζει το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης είναι η εξασφάλιση της
ενότητας στην κοινωνία με την εξάλειψη του κατακερματισμού και της αναρχίας.
Στη δεύτερη περίπτωση, η κοινωνική τάξη πραγμάτων γίνεται αντιληπτή ως
ασφυκτική και άδικη και θεωρείται αναγκαία η κοινωνική μεταβολή. Σε αυτή την
περίπτωση, η λειτουργία που θεωρείται ότι χαρακτηρίζει το σύστημα της ποινικής
δικαιοσύνης καθίσταται η διαμόρφωση περιθωρίων για πειραματισμό και
«μεταρρύθμιση» (με την έννοια του Durkheim). Πώς μπορούμε να διερευνήσουμε κοινωνιολογικά αυτές τις ταλαντεύσεις; Από
μία ποσοτική σκοπιά, θα μπορούσε
κανείς να δείξει, για παράδειγμα, ότι η παραγωγικότητα του ποινικού συστήματος
αυξάνει σε περιπτώσεις ηθικού πανικού και κρίσεων (ειδικά όταν αυτές οι κρίσεις
γίνονται αντιληπτές από τις ελίτ ως απειλητικές για την κυρίαρχη μορφή των
κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή για την ισχύ τους). Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι τα
ποσοστά εγκλεισμού τείνουν να αυξάνονται σε περιπτώσεις περιόδων κρίσης
(οικονομικής και/ ή πολιτικής) (Melossi 1985β και 1998α). Ποιοτικά, όμως, μπορούμε να
παρατηρήσουμε ότι μεταβάλλονται επίσης οι αναπαραστάσεις του παραβάτη του
νόμου, δηλαδή οι αναπαραστάσεις που παράγει η κοινωνία - και οι εγκληματολόγοι
για την κοινωνία - σχετικά με τον εγκληματία (Μελόσι, 1999: 27)
Σύμφωνα με την υπόθεση
του Μελόσι, όπως αυτή αναπτύσσεται στη αναφερθείσα μελέτη του, το πλαίσιο για
τη γέννηση των κριτικών προσεγγίσεων στη μελέτη του εγκληματικού φαινομένου
στην ευρύτερη δεκαετία του ’60, είναι αυτό όπου « η κοινωνική τάξη πραγμάτων
γίνεται αντιληπτή ως ασφυκτική και άδικη και θεωρείται αναγκαία η κοινωνική
μεταβολή».
Σχεδόν έναν αιώνα, λοιπόν, μετά τη
γέννηση της επιστήμης του εγκληματία, το κυρίαρχο θετικιστικό παράδειγμα στην
Εγκληματολογία, στις διάφορες εκδοχές του που αναπτύχθηκαν αργότερα, διέρχεται
μια σοβαρή κρίση νομιμοποίησης. [4]
Όπως είδαμε, στο πλαίσιο της θεωρίας της αλληλεπίδρασης, αμφισβητείται
για πρώτη φορά η αντικειμενική υπόσταση της παρέκκλισης και της
εγκληματικότητας και αναπτύσσεται η διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση
επαναπροσδιορισμού της συμπεριφοράς με βάση το κοινωνικό νόημα που της
αποδίδεται και τα αποτελέσματα τα οποία παράγει ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός.
Δεν ενδιαφέρουν, κατά συνέπεια, οι παράγοντες εγληματογένεσης, καθώς ο παρεκκλίνων
ή ο εγκληματίας δεν μελετάται ως παραβάτης των κανόνων αλλά είναι αυτός στον οποίο εφαρμόστηκε επιτυχώς
ο χαρακτηρισμός του παρεκκλίνοντα (H.
Becker, 1963/1973). Στη βασική θέση του Becker
ότι η παρέκκλιση δεν είναι ιδιότητα της
πράξης αλλά αποτέλεσμα χαρακτηρισμού και παρεκκλίνων είναι εκείνος στον οποίο
εφαρμόστηκε επιτυχώς αυτός ο χαρακτηρισμός, δομείται ουσιαστικά η έννοια
της παρέκκλισης ως κοινωνικής κατασκευής.
Μια παρόμοια προσέγγιση θέτει ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση το ίδιο το
αντικείμενο της Θετικιστικής Εγκληματολογίας, το έγκλημα, δηλαδή, ως οντολογική
έννοια (το οποίο, χάνοντας την αυθυπαρξία του, δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί
αυτόνομο αντικείμενο μελέτης), ενώ, παράλληλα, εστιάζει την ανάλυση στον
προβληματικό χαρακτήρα της έννομης τάξης.
Ας δούμε, λοιπόν, τα συμφραζόμενα της περιόδου, όπως τα περιγράφει ο Dario Melossi:
Eκείνη η περίοδος ήταν περίοδος μίας γενικευμένης αναταραχής στη Bόρεια Aμερική και την Eυρώπη, μίας χωρίς προηγούμενο ισχύος της εργατικής τάξης
(Boddy και Crotty 1975), μίας νέας προοδευτικότητας και πειραματισμού σε όλους τους τομείς
της κοινωνικής ζωής, αλλά, επίσης, μίας γενικευμένης, συστηματικής, σκληρής
κριτικής των παραδοσιακών τρόπων επιβολής ποινών και ειδικότερα της φυλακής.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την περίοδο βρίσκουμε συγκεντρωμένα: διαμαρτυρίες και
εξεγέρσεις στις φυλακές σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες, συνεχείς εκκλήσεις
για ποινική μεταρρύθμιση οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσέγγιζαν την
έκκληση για την ολοκληρωτική κατάργηση της φυλακής, την εμφάνιση αναθεωρητικών
τάσεων στην ιστορία και την κοινωνιολογία της τιμωρίας η οποία κορυφώθηκε με το
έργο του Michel Foucault Discipline and Punish (Πειθαρχία και Tιμωρία ) το 1975 και,
τελικά, την τάση μείωσης του ποσοστού του ποινικού πληθυσμού σε πολλές Δυτικές
χώρες.[5] Στις Hνωμένες Πολιτείες, το 1973 η National Advisory Commission on Criminal Justice Standards (Eθνική Συμβουλευτική Eπιτροπή για τα Mέτρα της Ποινικής Δικαιοσύνης) και το National Council on Crime and Deliquency (Eθνικό Συμβούλιο για το Έγκλημα και την Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά) προχώρησε
τόσο ώστε να προτείνει ένα μορατόριουμ στην ανέγερση φυλακών και τη χρήση του
εγκλεισμού ως ενός εξαιρετικά περιορισμένου μηχανισμού τελικής διεξόδου (Zimring και Hawkins 1991: 65- 6, 87).
Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά, λοιπόν,
της υπό εξέταση περιόδου ήταν μια παρατεταμένη περίοδος θετικών τάσεων στην
οικονομία με εύτακτες αγορές εργασίας που είχαν ενθαρρύνει και την οργάνωση
διεκδικήσεων από τη μεριά του εργατικού κινήματος, κατά συνέπεια και μια άνευ
προηγουμένου ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Παράλληλα, τόσο στη Β. Αμερική,
όσο και στην Ευρώπη εκδηλώνονταν εργατικές και φοιτητικές κινητοποιήσεις και
γενικευμένες εξεγέρσεις στις φυλακές όλων σχεδόν των προηγμένων χωρών. Με τα
λόγια του Melossi, «μια μη ενοποιημένη και με ταχείς ρυθμούς
μεταβαλλόμενη κοινωνία, η οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μέσω των στοχαστών
της ως μια πλουραλιστική και συγκρουσιακή οντότητα». Στο βαθμό δε που
αυτός ο πλουραλισμός και η τάση προς αλλαγές δεν υπερβαίνει κάποια «ανεκτά
όρια» έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από τις ομάδες εξουσίας ως απειλή για το
κοινωνικό σύστημα και τις ομάδες εξουσίας, είναι ανεκτή η κοινωνική καινοτομία,
ο πειραματισμός σε διάφορους κοινωνικούς θεσμούς και οι μεταβολές στον τρόπο
άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Ενώ, σε ό,τι αφορά τον «εγκληματία», όπως προκύπτει
από τον επιστημονικό λόγο, τα ΜΜΕ, τη μυθοπλασία και τα άλλα πολιτισμικά
προϊόντα, αυτός δεν αναπαρίσταται ως ηθικά απεχθές και κοινωνικά επικίνδυνο
άτομο το οποίο τροφοδοτεί αναπαραστάσεις φόβου. Έτσι, το αίτημα για νόμο και
τάξη εμφανίζεται δευτερευούσης σημασίας όπως προκύπτει από τις κοινωνικές
πρακτικές για τη διαχείριση των συμπεριφορών μη συμμόρφωσης.
Εκείνη την περίοδο γεννήθηκε και η
Κριτική Εγκληματολογία και τα πρώτα της κείμενα επηρεάζονται αλλά και
αντικατοπτρίζουν αυτά τα κοινωνικά συμφραζόμενα.
2. Σχέση μαρξισμού και εγκληματολογίας: η αναζήτηση ενός
θεωρητικού πλαισίου αναφοράς της κριτικής εγκληματολογίας
Μολονότιστις διάφορες τάσεις της
κριτικής εγκληματολογίας είναι αναγνωρίσιμη, αν όχι κυρίαρχη, η αναφορά στο
θεωρητικό πλαίσιο που διαμορφώνουν οι εγκληματολογικές θεωρίες της κοινωνικής
σύγκρουσης, ο όρος "Κριτική Εγκληματολογία" δεν παραπέμπει σε μια
ενιαία επιστημονική κίνηση, καθώς, τουλάχιστον στις απαρχές της, οι
διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της ήταν περισσότερες από τα κοινά
σημεία. Ο ίδιος ο στόχος της εφαρμογής
της μαρξιστικής ανάλυσης στην μελέτη του εγκληματικού φαινομένου,
υπογράμμιζε μάλλον τις διαφορές παρά συγκροτούσε ένα κοινό σημείο αναφοράς των
επί μέρους αναλύσεων, και αυτό ως αποτέλεσμα των διαφορετικών απόψεων που είχαν
διατυπωθεί στο ζήτημα της σχέσης μεταξύ μαρξιστικής θεωρίας και
εγκληματολογίας.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ένα από
τα κεντρικά ζητήματα που ανέκυψε ενόψει του στόχου της οικοδόμησης μιας
μαρξιστικής εγκληματολογίας, ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα διαχειριζόταν οι
εκπρόσωποι της το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς τους. Θα πρέπει, βέβαια, να αναφέρουμε
ότι, με αφορμή την έκδοση του έργου των Taylor, Walton, Young, The New Criminology (1973), τέθηκε και το ζήτημα εάν μπορεί
να υπάρξει μια μαρξιστική εγκληματολογία. Αναφέρομαι στις απόψεις τις οποίες
διατύπωσε ο άγγλος εκπρόσωπος της Αλτουσερικής σχολής, P. Hirst σχολιάζοντας την προσέγγιση των Taylor, Walton, Young (P. Hirst, 1973, 1975α, 1975β) για να
καταλήξει στο ότι η θεώρηση του εγκλήματος από τους Μαρξ και Ένγκελς είναι
εντελώς διαφορετική από τις θέσεις που ανέπτυξαν οι παραπάνω συγγραφείς. Μια
θεώρηση, δηλαδή, η οποία καταργεί αυτό το χώρο ως αντικείμενο μελέτης, διότι
δεν αποτελεί για τον μαρξισμό ένα επιστημονικό χώρο περισσότερο απ' ό,τι η
οικογένεια, η εκπαίδευση ή ο αθλητισμός. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κατά τον συγγραφέα, μια μαρξιστική θεωρία της
παρέκκλισης, ούτε μπορεί να υπάρξει στο πλαίσιο του ορθόδοξου μαρξισμού, διότι
τα αντικείμενα μελέτης της μαρξιστικής θεωρίας προσδιορίζονται από τις ίδιες
της τις έννοιες: ταξική σύγκρουση, κράτος, ιδεολογία κλπ. Η εγκληματολογία,
ριζοσπαστική ή συντηρητική, και το αντικείμενο μελέτης το οποίο προϋποθέτει δεν
συμβιβάζονται με το αντικείμενο μελέτης και την εννοιολογική δομή του μαρξισμού
(P. Hirst, 1975α: 204).
Οι αντιρρήσεις του Hirst, όπως τις εξειδικεύει σε επόμενο κείμενο του (P. Hirst, 1975β: 238-9), επικεντρώνονται, κατά συνέπεια, στο ζήτημα της
επιστημονικής μεθόδου και αφορούν τον εγγενή τόσο στην συντηρητική όσο και στη
ριζοσπαστική εγκληματολογία εμπειρισμό, ο οποίος προϋποθέτει ότι η θεωρητική
προβληματική μπορεί να εφαρμοσθεί σε εξωτερικά δοσμένα πραγματικά αντικείμενα
που προσδιορίζονται από την κοινωνική εμπειρία, έξω από τη θεωρία. Όμως, στην
αντιπαράθεση μεταξύ Ηirst και Taylor, Walton, Young θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείο
των αναπτύξεων, έχοντας προσδιορίσει το συγκεκριμένο αντικείμενο στο οποίο
στρέφονται οι κριτικές. Εξάλλου, στο πλαίσιο της συζήτησης γύρω από το
θεωρητικό πλαίσιο της κριτικής εγκληματολογίας, η άποψη του Hirst είναι περιθωριακή καθώς το βασικό της αντικείμενο δεν
είναι εάν αλλά πώς μπορεί να εναρμονισθεί η μαρξιστική θεωρία με τη μελέτη του
εγκλήματος.
Τις σχετικές απόψεις θα μπορούσαμε
να τις εντάξουμε σε δύο κατηγορίες. Η άποψη την οποία θα μπορούσαμε να
χαρακτηρίσουμε ως κυρίαρχη, καταγράφεται και στο έργο των Taylor, Walton, Young, όταν θέτουν ρητά το θέμα του
θεωρητικού πλαισίου της Νέας
Κοινωνικής Θεωρίας για την παρέκκλιση (I. Taylor, P. Walton, J. Young, 1973: 219 και επ.). Οι συγγραφείς, λοιπόν, υποστηρίζουν είναι η γενική θεωρία του Μαρξ και όχι
οι ειδικότερες αναφορές του στο εγκληματικό ζήτημα, αυτή η οποία:
Θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται
και διαιωνίζεται η κοινωνική σύγκρουση, καθώς επίσης και τους τρόπους με τους
οποίους αυτή συντελεί στη διαμόρφωση της τυπολογίας και των ποσοστών
εγκληματικότητας ή γενικά της παρέκκλισης [....] Μια ολοκληρωμένη μαρξιστική
θεωρία για την παρέκκλιση, θα πρέπει να τείνει στην ερμηνεία των τρόπων με τους
οποίους, σε δεδομένες ιστορικές περιόδους που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες
κοινωνικές σχέσεις και μέσα παραγωγής, οι κατέχοντες την εξουσία τείνουν σε
ιδιαίτερους τρόπους ελέγχου της κοινωνίας. Να απαντήσουν, δηλαδή στο ερώτημα το
οποίο θέτει αλλά αφήνει αναπάντητο ο Becker, ποιος θέτει τους κανόνες και γιατί.
Ωστόσο, μια
τέτοια θεωρία θα πρέπει να προϋποθέτει ένα βαθμό συνείδησης του ατόμου, ο
οποίος να συνδέεται με την διαφορετική τοποθέτηση των ατόμων στην κοινωνική
δομή. Κατά
συνέπεια, προτείνεται μια προσέγγιση, η οποία θα βασίζεται στη σχέση ανάμεσα:
Αφ’ ενός μεν, στα πορίσματα θεωριών ανοικτών στη θεώρηση του υποκειμενικού
κόσμου του ατόμου, όπως η θεωρία της αλληλεπίδρασης και σε θεωρίες της
κοινωνικής δομής που εμπεριέχονται στον ορθόδοξο μαρξισμό αφ’ ετέρου. Ένας
τέτοιος συνδυασμός θα μας επιτρέψει να απαλλαγούμε τόσο από τον οικονομικό
ντετερμινισμό, όσο και από τον σχετικισμό ορισμένων προσεγγίσεων του
υποκειμενικού κόσμου του ατόμου και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις διατύπωσης
μιας θεωρίας, η οποία θα αναγνώριζε στην παρέκκλιση
τις πράξεις ατόμων τα οποία ενεργητικά διαμορφώνουν, αντί να υφίστανται
παθητικά, τον εξωτερικό κόσμο. Καταλήγοντας, αυτός ο συνδυασμός θα μας επέτρεπε
να προωθήσουμε μια άποψη, η οποία μέχρι τώρα ήταν μόνο πολεμική ή αποτελούσε
θέση αναρχικών ή παρεκκλινόντων. ‘Ότι, δηλαδή, μεγάλο μέρος της παρεκκλίνουσας
συμπεριφοράς έχει πολιτικό χαρακτήρα. Μ’ αυτή την έννοια, η παρέκκλιση συνιστά
ένα χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς και όχι μια ψευδή ετικέτα η οποία
εφαρμόζεται από τους φορείς του πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου.
Αντίστοιχες απόψεις σε
σχέση με το θεωρητικό πλαίσιο της Κριτικής Εγκληματολογίας διατυπώνονται και
από ιταλούς εκπροσώπους της, έστω κι αν αλλάζει ριζικά ο τρόπος προσέγγισης του
κοινωνικού νοήματος της εγκληματικής συμπεριφοράς, καθώς κανείς απ’ αυτούς δεν
της προσδίδει πολιτικό περιεχόμενο. Ο A. Baratta, επισημαίνοντας τον προβληματικό χαρακτήρα της σχέσης
μεταξύ μαρξισμού και εγκληματολογίας, υποστηρίζει ότι:
Μια υλιστική, δηλαδή οικονομικο-πολιτική θεωρία της παρέκκλισης δεν μπορεί
να προκύψει μόνον από την ερμηνεία των μαρξικών κειμένων, τα οποία αναφέρονται
αποσπασματικά σ’ αυτό το αντικείμενο. Απαιτείται μια ευρεία εμπειρική παρατήρηση
και αξιολόγηση των δεδομένων που έχουν τύχει επεξεργασίας σ’ ένα διαφορετικό
από τον μαρξισμό πλαίσιο (A. Baratta, 1982: 159).
Ο A.Baratta είναι από τους βασικούς εκπρόσωπους της άποψης που υπογραμμίζει ότι το
έδαφος για την ανάπτυξη της κριτικής εγκληματολογίας έχει προετοιμασθεί στο
πλαίσιο που διαμόρφωσαν οι σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρίες της παρέκκλισης
και υποστηρίζει ότι τα πορίσματα αυτών των θεωριών δεν θα πρέπει να αγνοηθούν,
αλλά να ληφθούν υπόψη προκειμένου να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ριζικής
αναθεώρησης διαμέσου της χρήσης υποθέσεων και εννοιολογικών εργαλείων της
μαρξιστικής ανάλυσης. Έτσι, η Κριτική Εγκληματολογία θα ξεπεράσει τα όρια που
συνάντησαν αυτές οι θεωρίες και θα επανερμηνεύσει τα πορίσματα τους σ’ ένα πιο
ορθό θεωρητικό πλαίσιο.[6]
Στο πλαίσιο, όμως, της ιταλικής
τάσης της κριτικής εγκληματολογίας συναντάμε και την δεύτερη άποψη για τη σχέση
μαρξισμού εγκληματολογίας και τη συνακόλουθη δυνατότητα συγκρότησης μιας
μαρξιστικής εγκληματολογίας. Η άποψη αυτή διατυπώνεται από τον D. Melossi και δημοσιεύεται το 1975 στο περιοδικό Questione Criminale (νυν Dei Delitti e Delle Pene και αναδημοσιεύτηκε το 1981 στο Crime and Social Justice, απ’ όπου και οι
αναφορές) ως ένα είδος προγραμματικών διακηρύξεων σε σχέση με τις προθέσεις των
ιταλών κριτικών εγκληματολόγων να διαχειρισθούν αυτή τη σχέση. Ο Melossi, χωρίς να συμφωνεί με
την άποψη του Hirst, για την οποία φρονεί ότι
περιορίζει τις δυνατότητες της μαρξιστικής θεωρίας, υποστηρίζει ωστόσο ότι δεν
πρέπει να μιλάμε για θεωρία, εντοπίζοντας
το πρόβλημα στην πρόθεση για τη διατύπωση μιας εγκληματολογικής θεωρίας
εμπνεόμενης απ’ τον μαρξισμό. Στη θέση της λέξης θεωρία, λέει, μπορούμε να
μιλάμε για μια μαρξιστική οπτική της παρέκκλισης ή για την οπτική της εργατικής
τάξης για την παρέκκλιση.
Είναι προφανές ότι στόχος μας δεν είναι να διατυπώσουμε μια εκλεκτική
θεωρία, η οποία θα είναι ένα κράμα μαρξισμού και αστικής κοινωνιολογίας, αλλά,
αντίθετα, να επεκτείνουμε την ηγεμονία του μαρξισμού σ’ όλο το φάσμα των
λεγόμενων κοινωνικών επιστημών στην προσπάθεια να καταργήσουμε τις ξεχωριστές
θεωρήσεις της κοινωνιολογίας, του δικαίου, της ψυχολογίας, της οικονομίας, κλπ.
Καθώς ο μαρξισμός θα ιδιοποιείται νέους χώρους γνώσης όπως η εγκληματολογία, η
εγκληματολογία θα καταστραφεί ως τέτοια, εμπλουτίζοντας παράλληλα τις βασικές
μαρξιστικές έννοιες: κεφάλαιο και εργασία, ταξική πάλη, κλπ. Έτσι, το πρόβλημα
της εγκληματικότητας σε δεδομένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, γίνεται μια
άποψη του θέματος της πρωτογενούς συσσώρευσης, το πρόβλημα της φυλακής
συνδέεται με την ανάγκη εξοικείωσης του προλεταριάτου στην πειθαρχία του
εργοστασίου κλπ.» (D. Melossi, 1981: 198-9).
Στην αναδημοσίευση,
όμως, του άρθρου το 1981, ο συγγραφέας, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να είναι
κανείς προσεκτικός με επιστημολογικά ζητήματα, αναπροσδιορίζει την μορφή του
εγχειρήματος να μελετηθεί το έγκλημα και τα τιμωρητικά συστήματα με όρους
μαρξιστικών εννοιολογικών κατηγοριών ως ακολούθως:
Σήμερα δεν θα έλεγα ότι ο μαρξισμός
καταστρέφει την εγκληματολογία (ούτε καν την εγκληματολογία ως τέτοια), αλλά
ότι ορισμένες μαρξιστικές έννοιες μας βοηθούν να καταστρέψουμε την
εγκληματολογία που δεν χρειαζόμαστε (ή δεν θέλουμε) και να οικοδομήσουμε το
πλέγμα εννοιών σε σχέση με τον εγκληματία,
την τιμωρία, την φυλακή που χρειαζόμαστε εδώ, τώρα (D. Melossi, 1981: 201).
Η άποψη αυτή, όμως,
παρέμεινε περιθωριακή στο πλαίσιο της γενικότερης συζήτησης για την μέθοδο
προσέγγισης του εγκληματικού φαινομένου και τη σχέση μαρξισμού και
εγκληματολογίας. Όπως θα δούμε, το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς της κριτικής
εγκληματολογίας αναζητείται στον συνδυασμό μαρξισμού και σύγχρονων
κοινωνιολογικών θεωριών της παρέκκλισης. Μέσα, δε, από τις παραλλαγές αυτής της
βασικής κατεύθυνσης διαμορφώνονται οι διάφορες τάσεις της κριτικής
εγκληματολογίας.
3. Η "ρομαντική"
θεώρηση του εγκληματία
Αν θα έπρεπε να ορίσουμε μια
συμβατική χρονολογία γέννησης της Κριτικής Εγκληματολογίας, αυτή δεν μπορεί
παρά να είναι το 1973, έτος κατά το οποίο εκδόθηκε στην Αγγλία το πολύ
σημαντικό έργο των Ian Taylor, Paul Walton και Jock Young, The New Criminology.
Οι συγγραφείς, από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους της Κριτικής Εγκληματολογίας, με το έργο τους αυτό,
αναλαμβάνουν ένα διττό καθήκον. Αφ' ενός μεν να εισάγουν στην Αγγλία την
προβληματική των αμερικάνικων κοινωνιολογικών θεωριών της παρέκκλισης και αφ'
ετέρου να εξαγγείλουν τα βασικά θέματα τα οποία θα αποτελούν το αντικείμενο της
Νέας Εγκληματολογίας, μιας
μαρξιστικής, δηλαδή, θεωρίας για την παρέκκλιση, το έγκλημα και τον κοινωνικό
έλεγχο. Συνάρτηση αυτού είναι και η οργάνωση του τόμου, του οποίου το
μεγαλύτερο μέρος αφορά μια κριτική παρουσίαση όχι μόνον των αμερικάνικων
κοινωνιολογικών θεωριών της παρέκκλισης και των εγκληματολογικών θεωριών της
κοινωνικής σύγκρουσης, αλλά και της θετικιστικής εγκληματολογίας από τη γέννηση
της, ξεκινώντας, δηλαδή, από τις θέσεις της Ιταλικής Θετικής Σχολής.
H αναφορά στον τρόπο οργάνωσης του τόμου δεν θίγει απλώς
ένα τεχνικό ζήτημα, καθώς ιχνογραφεί τη σχέση της νέας προσέγγισης, τουλάχιστον
στις απαρχές της, τόσο με το θετικιστικό όσο, κυρίως, με το συγκρουσιακό
παράδειγμα στην επιστήμη της Εγκληματολογίας. Έτσι, υπό μία έννοια, υποδηλώνει
και τα όρια της να συγκροτήσει
καινούργια γνώση, περιοριζόμενη σ' ένα επίπεδο κριτικής επισκόπησης των
προγενέστερων θεωριών. Όπως παρατηρεί ο D. Melossi το βασικό πρόβλημα
αυτού του έργου είναι ότι οι κριτικές δεν απορρέουν από μια καινούργια
θεωρητική κατασκευή, καθώς κάθε φορά η κριτική επισκόπηση της προγενέστερης
θεωρίας γίνεται από την οπτική γωνία της μεταγενέστερης. Το πρόβλημα
αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο όταν οι συγγραφείς θα πρέπει να αντιμετωπίσουν
τις πιο πρόσφατες θεωρίες, για την οποίες δεν υπάρχει μεταγενέστερη οπτική
γωνία (D. Melossi, 1983: 451-2). Πράγματι, η αναφορά στην Νέα Κοινωνική Θεωρία της Παρέκκλισης, της
οποίας εξαγγέλλονται τα θέματα, γίνεται στον επίλογο του έργου και υπό μορφή
μάλλον προγραμματικών διακηρύξεων παρά συγκροτημένης κριτικής θεωρίας.
Ένα από τα ζητήματα, λοιπόν, που
θέτει η αναφορά μας στο έργο των Taylor, Walton και Young αφορά το θεωρητικό πλαίσιο της νέας τάσης και, κατά
συνέπεια, την δυνατότητα της να χειραφετηθεί από την προηγούμενη
εγκληματολογική γνώση αναζητώντας νέα σημεία αναφοράς τα οποία, σύμφωνα με τους
ίδιους τους συγγραφείς, αντλούνται από την μαρξιστική θεωρία.
Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχει
ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη της γέννησης και της εξέλιξης της κριτικής
εγκληματολογίας στην Αγγλία, πρώτον διότι τίθεται ρητά το ζήτημα της σχέσης
αυτού που αποκαλούν Νέα Κοινωνική Θεωρία της Παρέκκλισης με την
μαρξιστική θεωρία, και, δεύτερον, διότι το εγχείρημα της οικοδόμησης μιας
εγκληματολογίας εμπνεόμενης από τον μαρξισμό βαίνει παράλληλα, όπως αναφέραμε,
με την προσπάθεια να εισαχθεί στην Αγγλία η προβληματική των σύγχρονων
αμερικανικών κοινωνιολογικών θεωριών για την παρέκκλιση και κυρίως της θεωρίας
της αλληλεπίδρασης, από την οποία η νέα προσέγγιση είναι βαθιά επηρεασμένη.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να
υπενθυμίσουμε ότι, σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στις ΗΠΑ, στην Αγγλία αλλά
και γενικότερα στην Ευρώπη μέχρι, περίπου, τις αρχές της δεκαετίας του '70
κυριαρχούσαν οι ατομικές προσεγγίσεις.[7] Το γεγονός, δε, ότι στη μελέτη του εγκληματικού φαινομένου ο κοινωνικός
παράγων ουσιαστικά αγνοείτο, αντικατοπτριζόταν και στις πριμοδοτούμενες
επιλογές αντεγκληματικής πολιτικής βασισμένης στην εξατομικευμένη έννοια της
μεταχείρισης του εγκληματία.
Η ομάδα των άγγλων κριτικών
εγκληματολόγων (η National Deviance Conference όπως είναι γνωστή) συγκροτείται το 1968 κυρίως ως πόλος συσπείρωσης όσων
αντιτίθενται στην κατεστημένη εγκληματολογική γνώση και την ιδεολογική της
λειτουργία. Πράγματι, όπως ήδη αναφέραμε, η καταγγελία της ιδεολογικής λειτουργίας της
θετικιστικής εγκληματολογίας αποτελεί ίσως το κύριο συνεκτικό υλικό για την
επανεπεξεργασία των κοινωνιολογικών θεωριών της παρέκκλισης, οι οποίες
αποτελέσανε το πρώτο και το βασικό θεωρητικό σημείο αναφοράς στο έργο τους. Μ'
αυτή την έννοια η θεωρία της αλληλεπίδρασης αποτελεί και την αφετηρία από την
οποία, σε συνδυασμό και με το πολιτικό υπόβαθρο της ομάδας, αναπτύσσονται
περισσότερο πολιτικοποιημένες θέσεις ως απάντηση στο ερώτημα του H. Becker ποιος θέτει τους κανόνες και γιατί.
Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνουμε
ότι, μιλώντας για επιρροές από τη θεωρία της αλληλεπίδρασης δεν αναφερόμαστε σε
ένα είδος μετεγγραφής αυτού του θεωρητικού υποδείγματος στην μελέτη της
αγγλικής κοινωνίας, ακόμα και στην πρώτη φάση της εξέλιξης της κριτικής
εγκληματολογίας στην Αγγλία, τη λεγόμενη σκεπτικιστική,[8] όπου αυτές οι επιρροές είναι πράγματι κυρίαρχες, καθώς ο στόχος της
μαρξιστικής εγκληματολογίας είναι ακόμα αδιαμόρφωτος. Ο ίδιος ο όρος σκεπτικιστική[9]
υποδηλώνει το περιεχόμενο της προσέγγισης, χρησιμοποιούμενος για να καταδείξει
τη σχετικότητα του φαινομένου της παρέκκλισης και τη μετάθεση της προβληματικής
από την αναζήτηση των αιτίων στους μηχανισμούς "κατασκευής" της
παρέκκλισης και του παρεκκλίνοντα: Oι βεβαιότητες του ψυχολογικού-ψυχιατρικού μοντέλου καθίστανται απλές
πιθανότητες, η παρέκκλιση δεν είναι προβλέψιμο φαινόμενο, καθώς αναλύεται εκ
των υστέρων, μελετάται αυτό που "κατασκευάστηκε" ως παρέκκλιση.
Ήδη, λοιπόν, από τα πρώτα έργα αυτής της περιόδου αναγνωρίζεται η πρόθεση
της ομάδας να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη θεωρία της αλληλεπίδρασης.
Αν θεωρήσουμε ότι το στίγμα της περιόδου το δίνει ο συλλογικός τόμος Images of Deviance,[10] έχει ενδιαφέρον το σχόλιο του επιμελητή της έκδοσης, S.Cohen, στην εισαγωγή του έργου:
Ούτε η κοινωνική αντίδραση στην παρέκκλιση, ούτε η διαδικασία μέσα από την
οποία γίνεται κανείς παρεκκλίνων μπορούν να αξιολογηθούν διαχωρισμένες από το
οικονομικό, το εκπαιδευτικό, το ταξικό σύστημα, από θεσμούς όπως η οικογένεια
και η εκπαίδευση, απ' τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο ελεύθερος
χρόνος, απ' τις μορφές με τις οποίες εκφράζεται η εξουσία, η σύγκρουση, η
διαφορετικότητα (Cohen, S., 1971α: 19).
O Stanley Cohen επισημαίνει, λοιπόν, ότι η θεωρία της αλληλεπίδρασης έδωσε υπερβολική
έμφαση στο ρόλου του "άλλου" κατά τη διαδικασία δημιουργίας και
εμπέδωσης της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, ελαχιστοποιώντας το ρόλο των δομικών
συνθηκών και αναφέρεται στην ανάγκη μελέτης των παραγόντων που βρίσκονται στη
βάση της εκδήλωσης της αρχικής παρέκκλισης, αντικείμενο το οποίο, όπως
αναφέραμε, αγνόησε παντελώς η θεωρία της αλληλεπίδρασης.[11]
Στο ίδιο κείμενο του επιμελητή της έκδοσης, αναγνωρίζουμε επιρροές και από
την νατουραλιστική προσέγγιση του David Matza,[12] καθώς ο συγγραφέας υπογραμμίζει την πρόθεση της ομάδας να προβάλλει και να
υπερασπισθεί το κοινωνικό νόημα το οποίο αποδίδει ο ίδιος ο δράστης στη
συμπεριφορά του. Στην εξέλιξη αυτής της θέσης, στην απόδοση πολιτικού νοήματος
σε κάθε μορφή παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, εντοπίζεται και το αδιέξοδο στο
οποίο εγκλωβίστηκαν αργότερα οι εκπρόσωποι της κριτικής εγκληματολογίας, όταν
βρέθηκαν, όπως παραδέχονται οι ίδιοι (J. Young, 1975), στην άβολη θέση του
"υπερασπιστή" κάθε μορφής συμπεριφοράς μη συμμόρφωσης και έχοντας
σχετικοποιήσει σε τέτοιο βαθμό τις έννοιες δράστης,
έγκλημα, κοινωνία, ώστε να τις καταστήσουν ανενεργές.
Ο ρόλος, λοιπόν, των δομικών
συνθηκών τόσο στην εκδήλωση της αρχικής παρέκκλισης, όσο και στους τρόπους με
τους οποίους βιώνει το άτομο το status του περιθωριακού (outsider) και η υπεράσπιση του
κοινωνικού νοήματος που έχει η παρεκκλίνουσα ή η εγκληματική δράση για τον ίδιο
τον δράστη, αποτελούν τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους αρχίζει να δομεί το
αντικείμενο της η Νέα Κοινωνική Θεωρία
της Παρέκκλισης. Σ' αυτό το πλαίσιο, το θέμα της συνείδησης του ατόμου αρχίζει να αποκτά κομβική σημασία, καθώς γύρω
απ' αυτό συνοψίζονται τα βασικά θεωρητικά πεδία αναφοράς της ομάδας (θεωρίες
της κοινωνικής δομής, αφ' ενός και θεωρίες ανοικτές στη θεώρηση του
υποκειμενικού κόσμου του ατόμου, όπως η θεωρία της αλληλεπίδρασης ή η
νατουραλιστική προσέγγιση του Matza, αφ' ετέρου).
Αναπτύσσεται, λοιπόν, μια προσέγγιση
η οποία προϋποθέτει ένα βαθμό συνείδησης του ατόμου και, ως εκ τούτου,
υποδηλώνει ένα επαναπροσδιορισμό των βασικών θέσεων της θεωρίας της
αλληλεπίδρασης (υπέρβαση της Μπεκεριανής θέσης ότι η παρέκκλιση είναι
αποτέλεσμα χαρακτηρισμού, στο βαθμό που στην παρεκκλίνουσα δράση αναγνωρίζεται
ένα συγκεκριμένο κοινωνικό νόημα) και μια απόσταση από τους πολιτισμικούς όρους
με τους οποίους προσεγγίζει το ίδιο θέμα ο Matza: η συμβατική ηθική δεν διαμορφώνεται ερήμην της εξέλιξης
των κοινωνικών σχέσεων και των δομών κύρους και εξουσίας, άρα και η σχέση του
ατόμου με την συμβατική ηθική καθώς και ο βαθμός συνείδησης ή υποταγής που έχει
το άτομο, είναι συνάρτηση της τοποθέτησης του στην κοινωνική δομή (I. Taylor, P. Walton, J. Young, 1973: 219 και επ.).
Στη θεματική της πρώτης περιόδου και
καθώς σταδιακά αρχίζει να αναζητείται ο πολιτικός χαρακτήρας της παρεκκλίνουσας
δράσης, κυριαρχεί η μελέτη των συλλογικών μορφών παρέκκλισης σε συνδυασμό με τη
μελέτη των παραγόντων που καθορίζουν την ένταση της κοινωνικής αντίδρασης. Αυτό
που κάνει κατανοητή την αντίδραση απέναντι στη χρήση ναρκωτικών, υποστηρίζει ο J. Young (J. Young, 1971a), δεν είναι ο απείθαρχος ηδονισμός του χρήστη, αλλά η
ιδεολογία που συντηρεί αυτή η συμπεριφορά και η οποία έρχεται σε σύγκρουση με
την ηθική της παραγωγικότητας (ethos of productivity). Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί και η διεύρυνση των ορίων ανοχής, που είχε
αρχίσει ήδη να διαφαίνεται, αν συνδεθεί με το γεγονός ότι η χρήση ελαφρών
κυρίως ναρκωτικών έβγαινε πλέον από το στενό πλαίσιο της υποπολιτισμικής ομάδας
και γίνονταν τμήμα της διασκέδασης όλο και περισσότερων νέων εντασσόμενη στο
πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου.[13]
Οι μορφές, λοιπόν, και η ένταση της
κοινωνικής αντίδρασης συναρτώνται προς μια νέα προσέγγιση της παρέκκλισης, η
οποία, μέσα από τη μελέτη κυρίως συλλογικών μορφών της, ερμηνεύεται ως προσπάθεια επιβολής εναλλακτικών μοντέλων
συμπεριφοράς ή εναλλακτικών μοντέλων ελέγχου από θέση μη-ισχύος.
Στην ανάλυση των επί μέρους θεμάτων
προνομιακή θέση κατέχουν οι μηχανισμοί δημιουργίας και αναπαραγωγής των
στερεοτύπων και οι διαδικασίες ενίσχυσης της παρέκκλισης (amplification of deviancy) μέσα από την άσκηση
κοινωνικού ελέγχου με ειδικότερη αναφορά στον ρόλο των ΜΜΕ. Από τα πιο ενδιαφέροντα έργα αυτής της περιόδου είναι το βιβλίο του S. Cohen (1972), Folk Devils and Moral Panics. The Creation of Mods and Rockers, στο οποίο ο
συγγραφέας με μια σύνθετη μεθοδολογία που περιλαμβάνει παρατήρηση, συμμετοχική
παρατήρηση, μελέτη του τύπου, συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, μελετάει τις
διαδικασίες μέσω των οποίων δημιουργούνται και διαχέονται τα στερεότυπα καθώς
και τη φύση των κυρίαρχων στερεοτύπων για τις μορφές νεανικής βίας, δίνοντας
μια εικόνα της κατασκευής από τα ΜΜΕ του μύθου των Mods και Rockers, δύο αντίπαλων νεολαιίστικων συμμοριών της δεκαετίας του '60.
Οι διαδικασίες, λοιπόν, οι οποίες περιγράφονται αφορούν τις μεταβολές που
επιφέρουν στα ίδια τα φαινόμενα παρέκκλισης οι εκστρατείες από τα ΜΜΕ και η
ενίσχυση των μέτρων αστυνόμευσης και καταστολής, έτσι ώστε να καταλήξουν να
αναπροσαρμόσουν την πραγματικότητα τους σε μια προκατασκευασμένη,
στερεοτυποποιημένη εικόνα την οποία επιβεβαιώνουν a posteriori.
Από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα αυτών των μελετών είναι και το άρθρο του
J. Young (1971b), The role of the police as amplifiers of deviancy, negotiators of reality and translators of fantasy (στο S. Cohen, 1971a), όπου ο συγγραφέας εξετάζει τον ρόλο των αστυνομικών ως ομάδας η οποία
διαμεσολαβεί ανάμεσα στην κοινότητα και τις παρεκκλίνουσες ομάδες και, λόγω της
θέσης ισχύος στην οποία βρίσκονται σε σχέση με τους παρεκκλίνοντες, κατά την
άσκηση των καθηκόντων τους έχουν τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού της
πραγματικότητας των ομάδων αυτών, έτσι ώστε να εναρμονισθούν με τη
στερεοτυποποιημένη εικόνα τους. Αναπροσαρμοζόμενη, όμως, η παρεκκλίνουσα ομάδα,
γίνεται αντικείμενο εντονότερης καταστολής, με αποτέλεσμα την ανάγκη περαιτέρω
αναπροσαρμογής, ως μορφή συσπείρωσης και άμυνας, και ούτω καθεξής μέχρι την
ολοκληρωτική ταύτιση με το στερεότυπο.
Κατά συνέπεια, η εξέλιξη των θέσεων
των άγγλων κριτικών εγκληματολόγων σε σχέση με τη θεωρία της αλληλεπίδρασης
συνίσταται κυρίως στο γεγονός ότι τα φαινόμενα παρέκκλισης δεν μελετώνται απλώς
ως κοινωνική κατασκευή, στο βαθμό που στην παρεκκλίνουσα δράση αποδίδεται ένα
κοινωνικό νόημα αντιπαράθεσης, το οποίο προϋπάρχει της άσκησης κοινωνικού
ελέγχου. Είναι δε αυτό ακριβώς το κοινωνικό νόημα το οποίο ερμηνεύει και τη
βιαιότητα με την οποία ασκείται πολλές φορές ο κοινωνικός έλεγχος.
Να σημειώσουμε επίσης ότι βασικό αντικείμενο μελέτης αποτελούσαν οι μορφές
εγκληματικότητας ή παρέκκλισης της εργατικής τάξης, οι οποίες προσεγγίζονταν ως
απάντηση στον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τα μέλη της εργατικής τάξης τις υλικές
συνθήκες ύπαρξης τους. Για παράδειγμα, στην έρευνα του S. Cohen για τους Mods και Rockers, (Cohen, S. 1972), οι συμπλοκές συμμοριών
ανηλίκων ερμηνεύονται ως, μη συμβατική μεν αλλά συνήθης, απάντηση των νεαρών
της εργατικής τάξης απέναντι στα προβλήματα ανεργίας, υποαπασχόλησης, ελεύθερου
χρόνου κλπ. Ο ίδιος συγγραφέας μάλιστα, διατυπώνει την άποψη ότι στο χώρο της
βίαιης νεανικής εγκληματικότητας παρατηρείται μια σημαντική σύγκλιση - τόσο σε
επίπεδο συμπεριφοράς, όσο και σε επίπεδο κοινωνικού ελέγχου - ανάμεσα στις
παραδοσιακές μορφές της και τις μορφές που έχουν ένα έκδηλο ιδεολογικο-πολιτικό
περιεχόμενο. Καθώς οι δύο αυτές κατηγορίες είναι δύσκολο πλέον να διαχωριστούν
κάθετα, ο συγγραφέας επισημαίνει την ανάγκη αντικατάστασης των παραδοσιακών
αιτιολογικών προσεγγίσεων με άλλες, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τόσο το
κοινωνικό πλαίσιο στο εκδηλώνονται τα φαινόμενα νεανικής βίας, όσο και το νόημα
που έχουν για τα άτομα τα οποία εμπλέκονται σ' αυτά (S. Cohen, 1971b).
Στο βαθμό, λοιπόν, που αναζητούνται
οι προσδιοριστικοί παράγοντες της αρχικής εκδήλωσης των φαινομένων παρέκκλισης
ή εγκληματικότητας, τα φαινόμενα αυτά μπορεί να μεταβάλλονται, να ενισχύονται,
να προσαρμόζονται με μια προκατασκευασμένη εικόνα τους, αλλά, εν πάση
περιπτώσει, προϋπάρχουν της κοινωνικής αντίδρασης με τους δικούς τους όρους,
απορρέοντας από συνειδητές επιλογές ατόμων ή ομάδων τις οποίες καθορίζει η
τοποθέτηση τους στην κοινωνική δομή.
Καθώς αυτή η μεταβατική φάση της
κριτικής πρόσδεσης με τη θεωρία της αλληλεπίδρασης και τον νατουραλισμό του D.Matza ολοκληρώνεται, αυτό το οποίο ήταν χαρακτηριστικό
ορισμένων μόνον συλλογικών μορφών παρέκκλισης καθίσταται σταθερό χαρακτηριστικό
κάθε συμπεριφοράς μη συμμόρφωσης: σε κάθε παρεκκλίνουσα ή εγκληματική
συμπεριφορά αναζητείται ένα πολιτικό νόημα. Οι καθαρά πολιτικές μορφές
παρέκκλισης αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου, την συνειδητοποιημένη, ανοικτή
έκφραση της άρνησης των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, η οποία, πάντως
ενυπάρχει, έστω και σε λανθάνον επίπεδο, σε κάθε εκδήλωση παρεκκλίνουσας ή
εγκληματικής συμπεριφοράς.
Η μελέτη, λοιπόν, της παρέκκλισης οδηγεί στην αποκάλυψη μιας πολιτικής
συνείδησης του δράστη έστω κι αν αυτή δεν είναι πάντα σαφής, ξεκάθαρη. Απ' αυτή
την πολιτική συνείδηση απορρέει τόσο η επιλογή της αρχικής παρέκκλισης, στην
οποία αναγνωρίζεται, μ' αυτήν την έννοια, μια αντικειμενική υπόσταση, όσο και οι μορφές που θα πάρει η αντίδραση
του ατόμου απέναντι στον χαρακτηρισμό του ως παρεκκλίνοντα ή εγκληματία.
Αυτή η νέα θεώρηση τόσο της
πρωτογενούς όσο και της δευτερογενούς παρέκκλισης διαμορφώνει το βασικό πλαίσιο
διαφοροποίησης της Νέας Εγκληματολογίας
από τη θεωρία της αλληλεπίδρασης. Τα ειδικότερα θέματα στα οποία θα δομήσει το
αντικείμενο της η νέα κοινωνική θεωρία
για την παρέκκλιση εξαγγέλλονται στο τελευταίο κεφάλαιο του έργου των I.Taylor, P. Walton και J. Young, The New Criminology (Taylor, I., P.Walton, J.Young, 1973: 270 και επ.):
α) Η
ευρύτερη θεμελίωση της παρεκκλίνουσας πράξης (πολιτική
οικονομία του εγκλήματος). Οι κοινωνικοί παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν την
παρέκκλιση θα πρέπει να αναζητηθούν στις δομικές, πολιτισμικές και
κοινωνικοψυχολογικές συγκρούσεις που υπάρχουν στην ευρύτερη κοινωνία.
β)
Η άμεση θεμελίωση της παρεκκλίνουσας πράξης (κοινωνική ψυχολογία του
εγκλήματος). Οι τρόποι με τους οποίους ο δράστης ερμηνεύει, αντιδρά ή
χρησιμοποιεί τις απαιτήσεις του κοινωνικού παριβάλλοντος, είναι συνάρτηση της
τοποθέτησης του στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής δομής. Η παρέκκλιση ή η
εγκληματικότητα ερμηνεύονται ως συνειδητή επιλογή, ως μέσο επίλυσης των
προβλημάτων που απορρέουν από την τοποθέτηση του δράστη στην κοινωνική δομή.
γ)
Η πραγματική πράξη (κοινωνική δυναμική της πράξης). Η ερμηνεία της σχέσης
ανάμεσα στις πεποιθήσεις και τη δράση του ατόμου.
δ)
Η άμεση θεμελίωση της κοινωνικής αντίδρασης (κοινωνική ψυχολογία της
κοινωνικής αντίδρασης). Η μελέτη των παραγόντων οι οποίοι καθορίζουν την
αντίδραση απέναντι σε συμπεριφορές ή άτομα, τόσο στο επίπεδο του επίσημου όσο
και στο επίπεδο του άτυπου κοινωνικού ελέγχου.
ε)
Η ευρύτερη θεμελίωση της κοινωνικής αντίδρασης (πολιτική οικονομία της
κοινωνικής αντίδρασης). Η μελέτη των στόχων της τιμωρητικής λειτουργίας, των
συμφερόντων που εξυπηρετεί, των οικονομικών και πολιτικών επιταγών που
βρίσκονται στη βάση της δημιουργίας ή της κατάργησης ποινικών κανόνων.
Η Νέα Εγκληματολογία, υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, δεν μπορεί παρά να
θέτει το θέμα της κοινωνικής ανισότητας και να αναζητά τα αίτια του εγκλήματος
στις συγκεκριμένες κάθε φορά κοινωνικο-οικονομικές συνιστώσες. Για να
εξαφανισθεί το έγκλημα απαιτείται ριζική παρέμβαση σ' αυτές τις συνιστώσες.
Τελικός στόχος είναι μια αταξική κοινωνία χωρίς έγκλημα, ενώ η εικόνα του νέου
κοινωνιολόγου της παρέκκλισης είναι αυτή του ενεργά μαχόμενου για την κοινωνική
αλλαγή.
Για εμάς, όπως για τον Μαρξ και για άλλους εκπρόσωπους της νέας
εγκληματολογίας, η παρέκκλιση είναι
φυσιολογική με την έννοια ότι τα άτομα συνειδητά προσπαθούν (στις φυλακές που
είναι οι σύγχρονες κοινωνίες και στις πραγματικές φυλακές), να επιβεβαιώσουν
την ανθρώπινη διαφορετικότητα τους. Καθήκον μας δεν είναι απλώς να εντοπίζουμε
προβλήματα ή να δρούμε ως φορείς εναλλακτικών πραγματικοτήτων: καθήκον μας
είναι να δημιουργήσουμε μια κοινωνία, στην οποία η ανθρώπινη διαφορετικότητα,
προσωπική, οργανική ή κοινωνική, δεν θα αποτελεί αντικείμενο
εγκληματοποίησης" (I.Taylor, P.Walton, J.Young, 1973: 282).
Όπως είναι φυσικό, μια
τέτοια προσέγγιση του εγκλήματος, η οποία υπερασπίζει το δικαίωμα "σε μια
διαφορετικότητα που δεν θα αποτελεί αντικείμενο εγκληματοποίησης",
συνεπάγεται την κριτική των συστημάτων κοινωνικού ελέγχου, στο βαθμό που μέσα
από την άσκηση κοινωνικού ελέγχου η διαφορετικότητα
μετατρέπεται σε εγκληματικότητα.
Μάλιστα, στο επίκεντρο των κριτικών δεν βρίσκονται μόνον οι ποινικοί θεσμοί
αλλά όλο το σύστημα κοινωνικού ελέγχου, με ιδιαίτερη έμφαση στον ψυχιατρικό
έλεγχο καθώς η Κριτική Εγκληματολογία συναντάται με την αντιψυχιατρική. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μιλήσουμε
για την ανάπτυξη μιας κριτικής θεωρίας του κοινωνικού ελέγχου; Την απάντηση σ' ένα πρώτο επίπεδο
μας τη δίνει η εγγενής η αντιφατικότητα της προσέγγισης, όπως την επισημαίνουν
αργότερα και οι ίδιοι οι εκπρόσωποι της (βλ.J. Young, 1975). Οι κριτικές τους, ουσιαστικά, εξαντλήθηκαν στην αποκάλυψη των
ιδεολογιών που στηρίζουν την εξουσία και την καταγγελία των διαδικασιών
εγκληματοποίησης. Έτσι, οδήγησαν στην διατύπωση της ανεπεξέργαστης άποψης ότι η
κοινωνική αντίδραση αποτελεί μια ανώφελη παρέμβαση στην ελευθερία του ατόμου.
Προτρέπουν, λοιπόν, την κοινωνία να μην παρεμβαίνει μετατρέποντας τη
διαφορετικότητα σε εγκληματικότητα, ενώ παράλληλα, αποδίδοντας ένα πολιτικό
νόημα σε κάθε συμπεριφορά μη συμμόρφωσης, αναγνωρίζουν ότι αυτές οι
συμπεριφορές συνιστούν απειλή για το κοινωνικό σύστημα.
Σ' αυτή την αντίφαση συνοψίζεται,
ίσως, το βασικό πρόβλημα των αναλύσεων αυτής της πρώτης περιόδου στην εξέλιξη
της κριτικής εγκληματολογίας στην Αγγλία: Η πρόταση για μη-παρέμβαση, η οποία
αντιπαρατίθεται στον ωφελιμισμό, στον βελτιωτικό χαρακτήρα της θετικιστικής
εγκληματολογίας, είναι αποτέλεσμα ενός ριζοσπαστικού ιδεαλισμού, όπως
αναγνωρίζει ο Young στο προαναφερθέν άρθρο του, και
όχι της ανάλυσης της κοινωνίας η οποία παράγει τα υπό μελέτη φαινόμενα. Ο
μελετητής έγινε παρατηρητής της δράσης των στρατευμένων ομάδων που εξαπέλυαν
ανοικτή επίθεση στη νομοταγή κοινωνία. Όλες αυτές οι ομάδες, είτε καταληψίες
σπιτιών ήσαν, είτε hooligans, είτε χρήστες ναρκωτικών, θεωρήθηκαν ομάδες οι οποίες ανελάμβαναν δράση
απέναντι στα κακώς κείμενα. Αν μια συμπεριφορά, όπως λέει χαρακτηριστικά ο
συγγραφέας ήταν εμφανώς αντικρατική, αυτό αποτελούσε επαρκή λόγο για την
επιδοκιμασία της.
Ο τρόπος, κατά συνέπεια, με τον οποίο οι συγγραφείς δόμησαν την κριτική
τους, τόσο απέναντι στα κοινωνικά δεδομένα της περιόδου που εντάχθηκε το έργο
τους, όσο και απέναντι στην προηγούμενη εγκληματολογική γνώση, υπονόμευσε από
τη γέννηση του το εγχείρημα της Νέας
Εγκληματολογίας. Ο ίδιος ο σκληρός πυρήνας της προσέγγισης, ο πολιτικός
χαρακτήρας που αποδίδεται στο έγκλημα, κατέστη μια απλή υπόθεση
"νοημάτων", σημασιοδοτήσεων που αντλούνται από την συνείδηση του
ατόμου-δράστη.
Το θέμα αυτό αποτελεί ένα ακόμη
σημείο των κριτικών που ασκεί ο P.Hirst στην "Νέα Κοινωνική Θεωρία
της Παρέκκλισης", όταν εξειδικεύει αυτές τις κριτικές στο έργο των Τaylor, Walton, Young.
Η βασική ένσταση
του P.Hirst, όπως ήδη
αναφέραμε, αφορά την ίδια τη δυνατότητα συγκρότησης μιας μαρξιστικής θεωρίας
για το έγκλημα, καθώς το εγχείρημα αντίκειται στη επιστημονική μεθοδολογία την
οποία εντοπίζει ο Αλτουσέρ και οι μαθητές του στον ώριμο Μαρξ. Το έγκλημα,
υποστηρίζει, λοιπόν, ο Hirst, είναι ένα
δευτερογενές προϊόν των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Δεν είναι ένα
αντικείμενο συγκροτημένο από τη θεωρία, τη θεωρητική πρακτική, η οποία θα
μετατρέψει αυτή την πρώτη ύλη, αυτές τις ιδεολογικά φορτισμένες έννοιες γύρω
από το έγκλημα, τον εγκληματία και την ποινή σε επιστημονική θεωρία: το έγκλημα
είναι ένα αντικείμενο μελέτης που προσδιορίζεται από την κοινωνική και
ιδεολογική πρακτική πριν και έξω από τη θεωρία. Κατά συνέπεια, η θεωρητική
πρακτική δεν συγκροτεί το αντικείμενο της αλλά εφαρμόζεται σε ένα εξωτερικά
δοσμένο αντικείμενο (P.Hirst,
1973). Καταλογίζει, λοιπόν, στους Taylor, Walton, Young ότι με μια
μεθοδολογία η οποία δεν έχει σχέση με τον μαρξισμό, επιχειρούν να συμπληρώσουν
τη μαρξιστική θεωρία και να αποφύγουν τον οικονομικό ντετερμινισμό, αντλώντας
στοιχεία από αυτές που αποκαλούν "θεωρίες ανοικτές στον υποκειμενικό κόσμο
του ατόμου". Η σχέση, κατά συνέπεια, με την μαρξιστική θεωρία έχει
ιδεολογικο-πολιτικό και όχι επιστημονικό χαρακτήρα.
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να
επισημάνει κανείς ότι, ανεξάρτητα από το επιστημονικό ρεύμα το οποίο επιλέγει
προκειμένου να απαντήσει στο υπό συζήτηση ερώτημα, ο ίδιος ο τρόπος με τον
οποίο προσεγγίζεται το ζήτημα του κοινωνικού νοήματος της παρέκκλισης
υποδηλώνει και αυτό το οποίο συνιστά στην πραγματικότητα το κυρίαρχο θεωρητικό
πλαίσιο αναφοράς. Οι ίδιοι οι συγγραφείς του The New Criminology, απαντώντας στον Hirst, υποστηρίζουν ότι:
Στην ανάλυση της κοινωνικής ζωής,
ενώ η υλική βάση μπορεί να προσδιορισθεί επιστημονικά, ο τρόπος με τον οποίο
αντιλαμβάνεται το άτομο τον κόσμο είναι πρόβλημα συνείδησης και σαν τέτοιο δεν
μπορείς να το προσεγγίσεις με τα εργαλεία της φυσικής επιστήμης" Θα
πρέπει, λοιπόν, να γίνεται μια διάκριση ανάμεσα τον υλικό μετασχηματισμό της
οικονομικής δομής και "τις ιδεολογικές μορφές μέσα από τις οποίες τα άτομα
αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση και την πολεμούν ( I.Taylor,P.Walton, 1975: 233 και επ.).
Τα
προβλήματα, όμως, εντοπίζονται στον τρόπο με τον οποίο επιχειρούν να αναζητήσουν
το κοινωνικό νόημα της παρεκκλίνουσας ή εγκληματικής συμπεριφοράς με βασικό
σημείο αναφοράς τη συνείδηση του ατόμου. Όταν, δηλαδή, "η μελέτη των
τρόπων με τους οποίους αντιλαμβάνεται το άτομο τις υλικές συνθήκες της ύπαρξης
του και αντιδρά σ' αυτές" καταλήγει στον ίδιο υποκειμενισμό τον οποίο
καταλογίζουν στη θεωρία της αλληλεπίδρασης. 'Ετσι, επιχειρώντας να δώσουν ένα
πολιτικό περιεχόμενο αντιπαράθεσης σε κάθε συμπεριφορά μη συμμόρφωσης κατέληξαν
να πραγματεύονται μια εξατομικευμένη πολιτική συνείδηση ή ακόμα μια προπολιτική
προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων και συγκρούσεων που βιώνονται σε ατομικό
επίπεδο.
Παράλληλα, μολονότι εξαγγέλλεται η μακροκοινωνιολογική ανάλυση των
μηχανισμών δημιουργίας και εφαρμογής των κανόνων, αυτό το είδος ανάλυσης
ουσιαστικά λείπει τόσο από την κριτική επισκόπηση του κυρίαρχου θετικιστικού
παραδείγματος,[14] όσο και από την προσπάθεια να παραχθούν νέα θεωρητικά και εμπειρικά
δεδομένα με σημείο αναφοράς την μαρξιστική θεωρία.
Στην πραγματικότητα, η έκδοση του The New Criminology, σηματοδοτεί και το
τέλος των πρώτων ρομαντικών προσεγγίσεων
του εγκλήματος. Οι κριτικές που ασκήθηκαν σ' αυτό το έργο, ανάμεσα στις οποίες
σημαντικό ρόλο κατέχουν τα κριτικά κείμενα των ίδιων των συγγραφέων του έργου,
θα μπορούσαν να συνοψισθούν στην διαπίστωση ότι μέχρι τότε οι Άγγλοι κριτικοί
εγκληματολόγοι δεν είχαν καταφέρει να ξεφύγουν από ένα είδος ριζοσπαστικού
ιδεαλισμού που σημάδεψε τόσο την προσπάθεια διαμόρφωσης του θεωρητικού τους
πλαισίου όσο και την επεξεργασία των επί μέρους θέσεων της νέας
εγκληματολογίας. Έτσι συχνά δεν κατάφεραν να αποφύγουν τον κίνδυνο ταύτισης με
το αντικείμενο της μελέτης τους, γεγονός το οποίο αποθάρρυνε τη λεπτομερή
ανάλυσή του.
4. Η Ριζοσπαστική Εγκληματολογία. Η
Κριτική Εγκληματολογία στις ΗΠΑ
Το θεωρητικό ρεύμα το οποίο
ονομάστηκε ριζοσπαστική εγκληματολογία και
εμφανίστηκε στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του '60, ξεκίνησε από μια εντελώς
διαφορετική αφετηρία: οι κοινωνιολογικές θεωρίες της παρέκκλισης, οι οποίες
αναπτύχθηκαν στις ΗΠΑ και απετέλεσαν το πρώτο σημείο αναφοράς των Άγγλων
κριτικών εγκληματολόγων για να ξεπεραστούν σταδιακά στο πλαίσιο της εξέλιξης
των θέσεων τους, απορρίπτονται συνολικά από τους εκπροσώπους της αμερικανικής
ριζοσπαστικής εγκληματολογίας.
Το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο αυτό
γεγονός αναλύεται στο σημαντικό άρθρο του T.Platt, Προοπτικές για μια ριζοσπαστική
εγκληματολογία στις ΗΠΑ (T.Platt, 1975), το οποίο βασίζεται στην
εισήγηση του στην πρώτη συνδιάσκεψη των εκπροσώπων της κριτικής εγκληματολογίας
το 1973 στη Φλωρεντία
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του κειμένου αφορά ακριβώς μια κριτική των φιλελεύθερων κοινωνιολογικών θεωριών για την
παρέκκλιση,[15] οι οποίες, κατά τον συγγραφέα, παρά τις διαφορές τους έχουν σημαντικά
κοινά σημεία και επιτέλεσαν κοινές ιδεολογικές λειτουργίες εμπνέοντας
μεταρρυθμίσεις οι οποίες έτειναν στο να καταστήσουν τα συστήματα κοινωνικού
ελέγχου περισσότερο ορθολογικά, έτσι ώστε να ανταποκριθούν καλύτερα στις
ανάγκες που απέρρεαν απ' την εξέλιξη των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Στο
πλαίσιο αυτών των θεωριών, η ταύτιση του εγκλήματος με τον νομικό ορισμό του
και η πεποίθηση ότι με τις κατάλληλες μεταρρυθμίσεις μπορεί να υπάρξει ένα
ποινικό σύστημα το οποίο να υπηρετεί να συμφέροντα του συνόλου, απορρέει από
την απόρριψη μιας μακροσκοπικής θεωρίας και ιστορικής ανάλυσης των τιμωρητικών
συστημάτων. Παράλληλα, η έμφαση στον πραγματισμό και τις βραχυπρόθεσμες λύσεις
αποκαλύπτει, κατά τον συγγραφέα, ένα πεσιμισμό σε σχέση με τις ανθρώπινες
δυνατότητες και τις δυνατότητες για ριζικές κοινωνικές αλλαγές οι οποίες εμφανίζονται
ως ουτοπία.
O Platt υποστηρίζει ότι η κυριαρχία των φιλελεύθερων θεωριών δεν είναι τυχαίο
γεγονός καθώς αντικατοπτρίζει βασικές σχέσεις ανάμεσα στο κράτος, τους
κοινωνικούς θεσμούς και τους διανοούμενους. Απόρροια αυτών των σχέσεων είναι
και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της εγκληματολογικής έρευνας
χρηματοδοτείται από κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς με αποτέλεσμα να περιορίζεται
στο ελάχιστο η αυτονομία του ερευνητή σε ότι αφορά τόσο την επιλογή του
αντικειμένου του, όσο και του τρόπου με τον οποίο θα διερευνηθεί. Έτσι
αποφεύγονται έρευνες των οποίων τα πορίσματα θα έθεταν υπό αμφισβήτηση τις
δομές της αμερικάνικης κοινωνίας. Παρατηρεί, δε, ότι οι ίδιοι οι εγκληματολόγοι
όχι απλώς δεν αμφισβητούν αυτές τις σχέσεις, όπου κυρίαρχο είναι το συμφέρον του
παραγγέλλοντος φορέα, αλλά, κατά κανόνα, τις επιδιώκουν και συμμορφώνονται στις
απαιτήσεις του χρηματοδότη προκειμένου να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τα
παρεχόμενα πλεονεκτήματα.
Η στάση αυτή των εγκληματολόγων
υπήρξε συνάρτηση του περιθωριακού χαρακτήρα που είχε η εγκληματολογία ως
επιστήμη μέχρι περίπου τη δεκαετία του '60. Η ανάγκη εκτόνωσης του κλίματος
ιδεολογικο-πολιτικής αμφισβήτησης που κυριάρχησε εκείνη την περίοδο και
ουδετεροποίησης των κινημάτων κοινωνικής αμφισβήτησης, οδήγησε κράτος και
ιδιωτικούς φορείς στους εγκληματολόγους, οι οποίοι, ως αποτέλεσμα της
επαγγελματικής τους ανασφάλειας, λειτούργησαν πρόθυμα ως αρχιτέκτονες των
εναλλακτικών συστημάτων κοινωνικού ελέγχου που επέβαλλαν οι νέες ανάγκες. Το
ίδιο το είδος, τέλος, της εγκληματολογικής παιδείας, η οποία περιοριζόταν σε
εξειδικευμένα αντικείμενα και είχε τεχνοκρατικό χαρακτήρα, συρρίκνωνε ακόμα
περισσότερο τη δυνατότητα να θέσουν οι εγκληματολόγοι ηθικά ή πολιτικά
ερωτήματα σε σχέση με τη δουλειά τους.
Έτσι, η Κριτική Εγκληματολογία στις
ΗΠΑ, που γεννιέται το 1968 από καθηγητές της Σχολής Εγκληματολογίας του
Πανεπιστημίου του Berkeley, δεν αποτελεί εξέλιξη προηγούμενων κριτικών προσεγγίσεων του εγκληματικού
φαινόμενου, αλλά εμφανίζεται ως προσπάθεια ριζικής αναδιατύπωσης του αντικειμένου
και του στόχου της εγκληματολογικής θεωρίας και έρευνας.
Απόρροια και έκφραση του κλίματος
κοινωνικής αμφισβήτησης της περιόδου στην οποία τοποθετείται η γέννηση της,
υπήρξε και ο αρχικός προσανατολισμός της θεωρητικής και ερευνητικής δουλειάς που
καταγράφεται ως ριζοσπαστική
εγκληματολογία. Βασικό αντικείμενο μελέτης υπήρξαν τα συστήματα ποινικής
δικαιοσύνης των ΗΠΑ αλλά και άλλων χωρών, κυρίως σοσιαλιστικών (νομικοί θεσμοί
της Κίνας, της Κούβας κλπ.), παράλληλα με τη μελέτη θεμάτων όπως ο ρατσισμός, ο
σεξισμός, το πολιτικό έγκλημα. Σ' όλη αυτή την πρώτη περίοδο, η ακαδημαϊκή
δραστηριότητα, η οποία επεκτεινόταν και σε εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας,
συνδυάστηκε με την ενεργή συμμετοχή στις μορφές πολιτικού αγώνα που εκφραζόταν
μέσα από τις φοιτητικές εξεγέρσεις και τα κινήματα κατά του πολέμου στο
Βιετνάμ, τις κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις κλπ. Όπως ήταν αναμενόμενο οι
αντιδράσεις υπήρξαν έντονες και κορυφώθηκαν με το κλείσιμο της Σχολής
Εγκληματολογίας του Berkeley το 1976.
Το κεντρικό θεωρητικό ζήτημα το
οποίο τέθηκε στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής εγκληματολογίας αφορούσε την έννοια
του εγκλήματος και ειδικότερα το πώς μπορεί να ενταχθεί η μελέτη του
εγκληματικού φαινομένου σε μια προοπτική κοινωνικής αλλαγής. Σε αυτό το πλαίσιο
θεωρήθηκε κεφαλαιώδης αντίφαση η ταύτιση της έννοιας του εγκλήματος με το
νομικό ορισμό του.
Το πρώτο αλλά και το πιο
χαρακτηριστικό δείγμα της επιστημονικής παραγωγής αυτής της περιόδου αποτελεί
το άρθρο των Herman και Julia Schwendinger Υπερασπιστές της τάξης ή φύλακες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων;[16]
Μεγάλο μέρος του άρθρου αφορά την προβληματική η οποία
είχε αναπτυχθεί στο χώρο της εγκληματολογίας σε σχέση με την έννοια του
εγκλήματος και τις ιδεολογικές διαστάσεις αυτής της προβληματικής και είναι
ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση των απόψεων των Sellin, Sutherland και Tappan.[17] Σύμφωνα με την άποψη που αναπτύσσουν οι Schwendinger, στο βαθμό που η εγκληματολογία είναι η επιστήμη που
μελετά τα αίτια και τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος καθώς και τους τρόπους
πρόληψης και ελέγχου του, τα επιστημονικά κριτήρια θα πρέπει να υπερέχουν των
νομικών. Οι νομικοί ορισμοί δεν καλύπτουν τις ανάγκες επιστημονικής προσέγγισης
του αντικειμένου της εγκληματολογίας διότι, αν περιορισθούμε σ’ αυτούς, τότε
είναι η πολιτική εξουσία αυτή η οποία καθορίζει το αντικείμενο μελέτης. Η
ταύτιση του εγκλήματος με συμπεριφορές τις οποίες τιμωρεί ο νόμος είναι
παραπλανητική διότι θέτει την έννοια της κύρωσης ως αναγκαίο κριτήριο για τον
προσδιορισμό του εγκλήματος. Κατά τους συγγραφείς, όμως, η κύρωση είναι ένα
τυχαίο στοιχείο κι αυτό προκύπτει αν εξετάσει κανείς τη σχέση ανάμεσα στο
κράτος και το έγκλημα μάλλον, αντί της σχέσης ανάμεσα στο κράτος και τον
εγκληματία.
Οι Schwendinger προκρίνουν την έννοια των ηθικών κριτηρίων. Αν, ωστόσο,
αυτά τα ηθικά κριτήρια δεν προσδιορισθούν σαφώς, καταλήγουν να ταυτίζονται με
τα ηθικά κριτήρια τα οποία προσδιορίζει το κράτος και κατ' αυτό τον τρόπο να
συναρτάται και πάλι η έννοια του εγκλήματος με αυτήν της κύρωσης.[18]
Το ζήτημα, λοιπόν, το οποίο
πραγματεύονται οι Schwendinger είναι η αναζήτηση ενός πραγματικού ορισμού του εγκλήματος, ο οποίος να μην
βασίζεται σε νομικές κατηγορίες και να χρησιμεύει για την άρνηση του ισχύοντος
νομικού συστήματος.
Ένας παρόμοιος ορισμός του
εγκλήματος προϋποθέτει τον προσδιορισμό των ηθικών κριτηρίων. Στην ανάλυση των Schwendinger σημείο αναφοράς για
τον προσδιορισμό της αντικοινωνικής συμπεριφοράς, της κοινωνικής βλάβης κλπ.,
θα πρέπει να αποτελούν "όχι οι
λειτουργικές επιταγές των κοινωνικών θεσμών, αλλά τα κοινωνικά προσδιορισμένα
ανθρώπινα δικαιώματα", όπως, για παράδειγμα, το δικαίωμα να
ανταγωνίζεσαι επί ίσοις όροις για μια θέση στην πολιτική, κοινωνική και
οικονομική σφαίρα. Παρατηρούν ότι στο πλαίσιο των σύγχρονων πολιτικών και
οικονομικών θεσμών, ο φιλελευθερισμός αποτέλεσε μια ιδεολογία, η οποία με τη
χρησιμοποίηση αξιοκρατικών κριτηρίων, νομιμοποίησε την κοινωνική ανισότητα στο
όνομα της ισότητας.
Προσδιορίζοντας, λοιπόν, τα βασικά
ανθρώπινα δικαιώματα, αναφέρονται "στο
δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή διαβίωση, κατά συνέπεια στο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να
έχει τροφή, κατοικία, ιατρική περίθαλψη, ενδιαφέρουσα επαγγελματική απασχόληση,
δυνατότητες διασκέδασης και, τέλος, προστασία από αρπακτικά άτομα ή
ιμπεριαλιστικές elites". Αυτά δεν αποτελούν, κατά τους συγγραφείς, ανταμοιβές ή
πλεονεκτήματα αλλά αναφαίρετα
δικαιώματα (Schwendinger, 1970 /1975: 134).
Ο προσδιορισμός, λοιπόν, του
εγκλήματος θα πρέπει να γίνει με βάση τις μορφές παραβίασης αυτών των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ ο εγκληματολόγος θα πρέπει να εντοπίσει από ποιόν, εναντίον τίνος, πως και γιατί
παραβιάζονται αυτά τα δικαιώματα, εντοπίζοντας παράλληλα ποιες μορφές
ατομικής συμπεριφοράς ή κοινωνικών μεταρρυθμίσεων βοηθούν στην προάσπιση τους.
Με βάση αυτό τον προσδιορισμό της έννοιας του εγκλήματος, στο περιεχόμενο του
εντάσσονται ο ιμπεριαλισμός, ο ρατσισμός, ο σεξισμός και άλλες μορφές
εκμετάλλευσης που συνδέονται με τη συστηματική παραβίαση αυτών των βασικών
ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Κατά τους συγγραφείς, η παρέμβαση θα πρέπει να γίνει
στις εγκληματικές κοινωνικές συνθήκες που
γεννούν το έγκλημα και όχι στα άτομα τα οποία εγκληματούν ευρισκόμενα κάτω από
αυτές τις συνθήκες (Schwendinger, 1970 /1975: 136).
Με τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας
του εγκλήματος, επαναπροσδιορίζεται και ο ρόλος του εγκληματολόγου: ο εγκληματολόγος
δεν θα είναι ο υπερασπιστής της τάξης αλλά ο υπερασπιστής των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, επαναπροσδιορίζοντας τα
κριτήρια του και καθιστώντας το άτομο και όχι τους θεσμούς μέτρο των πραγμάτων
(Schwendinger, 1970/ 1975: 138).
Αυτός ο ιδιότυπος προσδιορισμός της
έννοιας του εγκλήματος, καθώς δεν παραπέμπει σε κάποιο κωδικοποιημένο σύστημα
κανόνων, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να συνδυασθεί με την μελέτη των
προσδιοριστικών παραγόντων που βρίσκονται στη βάση των διαδικασιών
εγκληματοποίησης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων. Κατά συνέπεια, ούτε με τη
μελέτη της σχέσης ανάμεσα στις γενικότερες μορφές εκμετάλλευσης και παραβίασης
των ανθρωπίνων δικαιωμένων και τις διαδικασίες εγκληματοποίησης, καθώς οι Schwendinger απορρίπτουν εκ
προοιμίου κάθε προσέγγιση η οποία βασίζεται στην ταύτιση του εγκλήματος με τον
νομικό ορισμό του. Η ανάλυση τους, όπως αναφέραμε, είναι επικεντρωμένη στην
έννοια του εγκλήματος ως παραβίασης αυτών που ορίζουν ως "βασικά και
αναλλοίωτα ανθρώπινα δικαιώματα".[19]
Παράλληλα, οι Schwendinger, επιχειρώντας να διατυπώσουν εναλλακτικούς - σε σχέση με τους νομικούς -
ορισμούς του εγκλήματος, αναφέρονται στο δικαίωμα που πρέπει να αποκτήσει ο
λαός να εγκληματοποιεί και να τιμωρεί αυτούς που διαπράττουν κοινωνικά
βλαπτικές συμπεριφορές. Όμως, κατ' αυτό τον τρόπο καταλήγουν σε μια αυθαίρετη
αναστροφή των πεδίων της έρευνας, η οποία δεν επιτρέπει την ανάλυση του ίδιου
του κοινωνικού συστήματος, των εσωτερικών του αντιφάσεων και, κατά συνέπεια, τη
σχέση ανάμεσα στην εξέλιξη αυτών των αντιφάσεων και την πολιτικοποίηση των
διάφορων κοινωνικών ομάδων. Έτσι και από μεθοδολογική άποψη η πρόταση παραμένει
έωλη καταλήγοντας σε ένα ευχολόγιο (T.Pitch, 1975).
Η
αδυναμία αυτή αναδεικνύεται με μεγαλύτερη σαφήνεια σ' ένα μεταγενέστερο άρθρο
τους (Schwendinger, 1977), στο οποίο προσδιορίζουν ως καθήκον
του εγκληματολόγου την αναζήτηση μιας επιστημονικής και ηθικής βάσης για την
ορθή εφαρμογή του όρου έγκλημα σε
βλαπτικές κοινωνικές σχέσεις. Θέτουν, λοιπόν, το θέμα της διάκρισης ανάμεσα
στην προλεταριακή και αστική ηθική. Υποστηρίζουν ότι η προλεταριακή ηθική, όπως
θ' αναπτυχθεί στους αγώνες κατά του καπιταλισμού, θα αποτελέσει τη βάση για την
μελλοντική σοσιαλιστική ηθική, αυτή που θα εκφρασθεί στους νόμους και το
ποινικό σύστημα του σοσιαλιστικού κράτους.
Όμως μέχρι εδώ, λένε οι συγγραφείς, το θέμα παραμένει σ' ένα
ιδεολογικο-πολιτικό επίπεδο. Θα πρέπει, κατά συνέπεια, να βρεθεί ένα κριτήριο
για να αξιολογηθεί η εγκυρότητα των αντιπαρατιθέμενων ηθικών αρχών. Και το
κριτήριο αυτό προσδιορίζεται ως ακολούθως: "σε μια αντικειμενική βάση, για να τεθούμε στην υπηρεσία των συμφερόντων
της ανθρωπότητας, είναι ανάγκη να προωθήσουμε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης
σε βάρος αυτών της κυρίαρχης μέσα από την κατάλυση του καπιταλισμού" (Schwendinger, 1977: 10).
Όπως παρατηρούν,
όμως, οι G.B.Traverso,
A.Verde,
οι αναφορές γίνονται στο σοσιαλιστικό κράτος και ποτέ στο ξεπέρασμα του. Όμως η
έννοια της σοσιαλιστικής ηθικής προϋποθέτει μια αντίστοιχη έννοια ανηθικότητας
στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού κράτους, η οποία ποτέ δεν προσδιορίζεται (G.B.Traverso, A.Verde,1981: 181).
Στο πλαίσιο αυτής της
εγκληματολογίας καταγγελίας, διαμαρτυρίας,
εντάσσεται και το άρθρο του T.Platt Προοπτικές για μια ριζοσπαστική
εγκληματολογία στις ΗΠΑ, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε (T.Platt, 1975).
Ο Platt εισηγείται επίσης τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του
εγκλήματος, των υποθέσεων της εγκληματολογικής έρευνας και του ρόλου του
εγκληματολόγου, ταυτιζόμενος σε μεγάλο βαθμό με τους Schwendinger στο βαθμό που παραπέμπει στον δικό τους ορισμό για το
έγκλημα:
Το να αποδεχθεί κανείς τον νομικό ορισμό του εγκλήματος είναι σαν να
αποδέχεται τον μύθο της ουδετερότητας του νόμου[…] Με βάση τους νομικούς
ορισμούς του εγκλήματος οι (προτεινόμενες) λύσεις έχουν ως στόχο τον έλεγχο των
θυμάτων της καταπίεσης (φτωχούς, τρίτο κόσμο, νέους, γυναίκες), τα οποία ως
συνέπεια της καταπίεσης που υφίστανται διοχετεύονται στο σύστημα της ποινικής
δικαιοσύνης (T.Platt, 1975: 104).
Και καταλήγει υποστηρίζοντας ότι, με βάση
ένα ριζοσπαστικό ορισμό του εγκλήματος, καθορισμένο από τα ανθρώπινα
δικαιώματα, η λύση στο έγκλημα έγκειται στον επαναστατικό μετασχηματισμό της
κοινωνίας και την εξάλειψη των οικονομικο-πολιτικών συστημάτων εκμετάλλευσης.
Πέρα, όμως, από τη μελέτη των ίδιων
των συστημάτων εκμετάλλευσης, στα οποία ο Platt αναφέρεται συχνά με τον όρο εγκληματογενετικά, οριοθετούμενος σ' ένα πρώτο επίπεδο από τους Schwendinger, απαιτείται και η
μελέτη των θυμάτων τους και η μελέτη των θυμάτων των διαχειριστών τους
(αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές):
Μια διαλεκτική ανάλυση απαιτεί την κατανόηση της
σχέσης ανάμεσα στα δυο επίπεδα. Το να τα μελετήσεις χωριστά μπορεί να οδηγήσει
σε ουτοπικές ή πραγματιστικές λύσεις (T.Platt, 1975: 104).
Παράλληλα, διαπιστώνει
την ανάγκη ιστορικών αναλύσεων του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και της
σχέσης του με τους κοινωνικο-οικονομικούς όρους. O Platt προτείνει, τέλος, την μελέτη των υποσυστημάτων του συστήματος της ποινικής
δικαιοσύνης, των λειτουργιών τους και της ιδεολογίας των εργαζόμενων σ' αυτά.
Πρόκειται, λοιπόν, για δυο ενδιαφέρουσες
διατυπώσεις οι οποίες υποδεικνύουν μια διαφοροποίηση στην ανάλυση του Platt, ο οποίος, αφ' ενός μεν συνδέει
τις γενικότερες μορφές εκμετάλλευσης με τις διαδικασίες εγκληματοποίησης, ενώ ο
όρος "εγκληματογενετικός" παραπέμπει σε πιο συμβατικές αναλύσεις των
κοινωνικών παραγόντων εγκληματογένεσης έστω κι αν ο συγγραφέας δεν στέκεται
καθόλου σ' αυτό το ζήτημα. Παρόλα αυτά, το κείμενο του ως δομή και ως
περιεχόμενο δεν παύει να αποτελεί ένα από τα τυπικά και πιο συχνά μνημονευόμενα
κείμενα της ριζοσπαστικής εγκληματολογίας.
Αν θα πρέπει να αξιολογήσει κανείς
τη δυναμική αυτού του επιστημονικού ρεύματος, θα πρέπει να ξεκινήσει από το
γεγονός ότι η αλλαγή του πολιτικού κλίματος στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του
'70 σηματοδοτεί και το τέλος του.
Όπως ήδη αναφέραμε, μετά το κλείσιμο
της Σχολής Εγκληματολογίας του Berkeley αρχίζει μια δύσκολη εποχή για τους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής
εγκληματολογίας, οι οποίοι κάτω από την πίεση των συνθηκών που διαμορφώνονται
αναδιπλώνονται σε πιο συμβατικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου. Δεν
αγνοείται πλέον ούτε ελαχιστοποιείται η σημασία της εγκληματικότητας και της
θυματοποίησης της εργατικής τάξης, αντίθετα το ενδιαφέρον στρέφεται ακριβώς σ'
αυτή. Παράλληλα, καθώς ατονούν τα διάφορα κοινωνικά κινήματα, εμφανίζεται μια
γενικότερη τάση συντηρητικοποίησης και είναι διάχυτη η προσπάθεια αποκατάστασης
του παλιού μύθου της αμερικάνικης κοινωνίας ως μιας κοινωνίας δημοκρατικής,
βασισμένης στην κοινωνική συναίνεση, η οποία παρέχει ίσες δυνατότητες σε όλους.
Το σκάνδαλο Watergate συντελεί εξαιρετικά
στην αναβίωση αυτού του μύθου.
Αλλά το κλίμα αισιοδοξίας δεν
κρατάει πολύ. Η οικονομική κρίση αποκαλύπτει και εντείνει εκ νέου τα κοινωνικά
προβλήματα, ο πληθωρισμός φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη, αυξάνει η ανεργία, ενώ και τα
μικροαστικά στρώματα υφίστανται σε μεγάλο βαθμό τις συνέπειες της κρίσης καθώς
αισθάνονται να απειλείται η υλική τους βάση. Σ' αυτό το πλαίσιο, αναβιώνουν οι
πιο συντηρητικές τάσεις τόσο σε επίπεδο αντεγκληματικής πολιτικής, όσο και σε
επίπεδο θεωρητικής τους θεμελίωσης από τη μεριά της εγκληματολογίας (T.Platt, P.Takagi, 1977).
Αν, λοιπόν, το πολιτικό κλίμα των
αρχών της δεκαετίας του '70 γέννησε αυτές τις ριζοσπαστικές απόψεις για τον
εγκληματικό χαρακτήρα των συστημάτων εκμετάλλευσης, στο τέλος της δεκαετίας
αυτές οι ιδέες δεν βρίσκουν ούτε εκφραστές ούτε, πολύ λιγότερο, κοινωνικό
ακροατήριο καθώς υπερφαλαγγίζονται από την διαπιστούμενη ανάγκη μελέτης αυτών
καθαυτών των προβλημάτων εγκληματικότητας και θυματοποίησης και τις
προκρινόμενες από την κρατική εξουσία μορφές ελέγχου τους.
5. Η κριτική φάση.
Μολονότι η
ριζοσπαστική εγκληματολογία εστίασε στις αδυναμίες, τις παραλήψεις και τα
σφάλματα της παραδοσιακής εγκληματολογίας, δεν κατάφερε ποτέ να προσφέρει μια
επαρκή εναλλακτική πρόταση. Η κριτική της υπήρξε ουσιαστικά αρνητική και
αντιδραστική. Ανίκανη να προσφέρει μια εφικτή εναλλακτική πρόταση, ήταν
προορισμένη να λειτουργήσει ως η κακή συνείδηση της παραδοσιακής
εγκληματολογίας (Young, J. R.
Matthews, 1992: 7, οι οποίοι παραπέμπουν στο Cohen, S., 1979).
Το πέρασμα στην Κριτική φάση, το
οποίο τοποθετείται στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70, το σηματοδοτούν δυο
αλλαγές. Πρώτον, η μετάθεση του ενδιαφέροντος από τον επαναπροσδιορισμό της
έννοιας του εγκλήματος στους τιμωρητικούς θεσμούς και, δεύτερον, η ενασχόληση
με τους εγκληματογόνους παράγοντες, καθώς το έγκλημα αρχίζει πλέον να μελετάται
όχι μόνον ως προϊόν των διαδικασιών εγκληματοποίησης των ασθενέστερων
κοινωνικών ομάδων, αλλά και ως παράγωγο των κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνουν
εγκληματογόνους παράγοντες.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι το 1973 η Κριτική Εγκληματολογία αποκτά
ένα διεθνές επιστημονικό όργανο, το European Group for the Study of Deviance and Social Control, η δημιουργία του οποίου παρέχει τη δυνατότητα επιστημονικής αντιπαράθεσης
μεταξύ των εκπροσώπων της και, μ’ αυτή την έννοια, συντελεί στην περαιτέρω
άμβλυνση των έντονων διαφοροποιήσεων της πρώτης περιόδου ανάμεσα στις διάφορες
τάσεις της.
Καθώς, λοιπόν, έχουν ήδη εγκαταλειφθεί οι «ρομαντικές» ή «ριζοσπαστικές»
θέσεις για τον παραβάτη των κανόνων, οι οποίες δεν είχαν επιτρέψει τη διατύπωση
πιο επεξεργασμένων απόψεων γύρω από την έννοια και τη δυναμική του εγκλήματος,
τώρα υπογραμμίζεται πλέον η ανάγκη
μιας ιστορικο-κριτικής διάστασης στη μελέτη της σχέσης ανάμεσα στην εξέλιξη των
νομικών ρυθμίσεων και τους εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικούς όρους.
Από τα πιο
ενδεικτικά – αλλά και αυτοκριτικά – κείμενα εκείνης της περιόδου είναι το άρθρο
του J.Young Εγκληματολογία ης εργατικής τάξης, το οποίο
εμπεριέχεται στο συλλογικό τόμο Κριτική
Εγκληματολογία (I.Taylor,
P.Walton, J.Young, επιμ., 1975b).
Στο πλαίσιο της θετικιστικής
εγκληματολογίας, αναφέρει ο συγγραφέας, η κοινωνική πραγματικότητα διασπάται,
καθώς αποσυνδέεται το άτομο- δράστης από την κοινωνία μέσα από την έμφαση στην
πρωτογενή κοινωνικοποίηση, άρα το διαχωρισμό της δράσης από την παρούσα
αρνητική κατάσταση του δράστη, την ακύρωση του κοινωνικού νοήματος της
παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, τον διαχωρισμό του δράστη από το θύμα κλπ. Στο
πλαίσιο των κριτικών θεωριών για την παρέκκλιση[20] επιχειρήθηκε η επανασύνδεση του ατόμου με την κοινωνία. Λόγω, όμως, των
υποθέσεων τις οποίες επέλεξαν οι εκπρόσωποι τους να επεξεργασθούν, οι οποίες
ήσαν μια ανασκευή των αντίστοιχων υποθέσεων της θετικιστικής εγκληματολογίας
και όχι ένα διαλεκτικό ξεπέρασμα τους, το εγχείρημα οδήγησε σε μια απόλυτη
σχετικοποίηση των εννοιών δράστης,
έγκλημα, κοινωνία, τέτοια που να τις καταστήσει ανενεργές: Καθώς όλα τα
μέλη της κοινωνίας θεωρούνται δυνητικά παρεκκλίνοντες, η έλλειψη ορθολογισμού
δεν αναζητείται στον παρεκκλίνοντα αλλά στους φορείς του κοινωνικού ελέγχου.
Κυριάρχησε έτσι μια ρομαντική εικόνα του ατόμου-δράστη, του οποίου η αυθεντική καλοσύνη ή η αθώα διαφορετικότητα διαμέσου της
άσκησης κοινωνικού ελέγχου μετασχηματίζεται σε κακότητα ή απείθεια, άρα η
ευθύνη γι' αυτό βαρύνει τους φορείς κοινωνικοποίησης, την παρέμβαση της
κοινωνίας στην ανθρώπινη διαφορετικότητα. Ταυτόχρονα, η άρνηση του κυρίαρχου
συστήματος αξιών οδήγησε σε μια αντίστοιχη σχετικοποίηση της κοινωνικής ζωής:
Τόσο οι παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, όσο, κυρίως, οι συμπεριφορές συμμόρφωσης
της εργατικής τάξης δεν μπορούσαν να μελετηθούν με σημείο αναφοράς ένα συνολικό
σύστημα αξιών.
Τα προβλήματα τα οποία ανέκυψαν απ'
αυτές τις αναλύσεις είναι ότι, αφ' ενός μεν οι εκπρόσωποι τους εγκλωβίστηκαν σ'
ένα ανεστραμμένο ωφελιμισμό, καθώς απέναντι στη βελτιωτική παρέμβαση, την οποία
εισηγείται η θετικιστική εγκληματολογία, διατυπώνεται η αντιφατική πρόταση της
μη-παρέμβασης, αφ' ετέρου δε, το γεγονός ότι δεν διατυπώθηκαν συγκεκριμένες
προτάσεις για ανάληψη δράσης: Αποκαλύφτηκε η εξουσία και οι ιδεολογίες που την
στηρίζουν και αυτό θεωρήθηκε αρκετό για να οδηγήσει σε κοινωνικές αλλαγές.
Παράλληλα, αυτού του είδους η αντιπαράθεση με τη θετικιστική εγκληματολογία
οδήγησε σε μια σειρά από θεωρητικά προβλήματα, όπως είναι αυτά τα οποία
ανέδειξε ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκαν το ζήτημα της συναίνεσης:
Ανορθολογική θεωρήθηκε όχι η έλλειψη αλλά η ίδια η συναίνεση στους κυρίαρχους
κανόνες. Έτσι έμεινε ανεπεξέργαστο το ζήτημα της διαδεδομένης και ομοιόμορφης
αντίδρασης απέναντι σε συμπεριφορές που δεν θίγουν τα συμφέροντα της
πλειοψηφίας και της έλλειψης αντίδρασης απέναντι σε εγκλήματα που τα θίγουν. Οι
μηχανισμοί, με άλλα λόγια, μέσα από τους οποίους η κυρίαρχη ιδεολογία περί
νόμου και τάξης εμφανίζεται ως ουδέτερη και δεν αμφισβητείται απ' την εργατική
τάξη, της οποίας τόσο τα μέλη όσο και η ίδια η κουλτούρα κυριαρχούνται από την
επίγνωση του κόστους που συνεπάγεται η παρέκκλιση, η διαφωνία.
Ο εγκληματολόγος, κατά συνέπεια, θα
πρέπει όχι μόνον να αποκαλύπτει τις λειτουργίες του κοινωνικού ελέγχου, αλλά
και να επεξεργάζεται εναλλακτικές λύσεις οι οποίες να απορρέουν από την ανάλυση
της ταξικής κοινωνίας και των συγκεκριμένων προβλημάτων και συμφερόντων της
εργατικής τάξης.
Σ' αυτό το πλαίσιο, στην παρέκκλιση
και το έγκλημα δεν μπορεί να προσδίδεται εξ ορισμού επαναστατικός χαρακτήρας.
Αναγνωρίζει, λοιπόν, ο Young την ανάγκη διάκρισης ανάμεσα σε συμπεριφορές οι οποίες αποτελούν ατομική
προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων και σ' αυτές που έχουν μια δυναμική ως προς τ'
αποτελέσματα τους. Η παρέκκλιση και το έγκλημα θα πρέπει να μελετώνται, κατά
τον συγγραφέα, με τους όρους της σχέσης τους με τους ταξικούς αγώνες και να
γίνεται η διάκριση ανάμεσα σε συμπεριφορές που έχουν εν δυνάμει επαναστατικό χαρακτήρα
και σ' αυτές που είναι ξένες προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης ενώ,
παράλληλα, έχουν ένα λειτουργικό χαρακτήρα για την αστική τάξη γιατί στηρίζουν
την ιδεολογία της κοινωνικής άμυνας και την ανάγκη άσκησης ελέγχων.
Από τη στιγμή, όμως, που το έγκλημα δεν προσδιορίζεται ως εξ ορισμού
επαναστατική συμπεριφορά, επαναξιολογείται και η στρατηγική της μη-παρέμβασης:
Ο κοινωνικός έλεγχος ως στρατηγική πρόταση δεν απορρίπτεται, καθώς
αναγνωρίζεται πλέον ότι υπάρχουν μορφές εγκληματικότητας οι οποίες θα πρέπει να
καταδικάζονται. Ο ποινικός νόμος, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί ούτε την
μοναδική, ούτε την κύρια μορφή κοινωνικού ελέγχου. Αυτό σημαίνει ότι
προκρίνονται μορφές ελέγχου στο επίπεδο της κοινότητας, στο εσωτερικό της
εργατικής τάξης οι οποίες, μέσα από τον έλεγχο των αντικοινωνικών συμπεριφορών,
θα συντελέσουν και στο ξεπέρασμα προβλημάτων κοινωνικής αποδιοργάνωσης που
αντιμετωπίζει συχνά η κοινότητα.
Η υιοθέτηση περισσότερο συμβατικών
αντιλήψεων περί της εννοίας του εγκλήματος και η αποδοχή του παραδοσιακού
μοντέλου ποινικοποίηση-τιμωρία για τις μορφές εγκληματικότητας για τις οποίες
δεν διεκδικείται το δικαίωμα σε μια διαφορετικότητα που δεν θ' αποτελεί
αντικείμενο εγκληματοποίησης, συνιστούν αναμφισβήτητα μια ρήξη με το παρελθόν.
Παράλληλα, η πρόταση αντεγκληματικής πολιτικής, την οποία σκιαγραφεί ο J.Young στο ανωτέρω άρθρο, αποτελεί το κυρίαρχο θέμα της
δεκαετίας του '80 στο πλαίσιο του επιστημονικού ρεύματος που ονομάστηκε νεο-ρεαλισμός της αριστεράς και αποτελεί
μια από τις πιο ισχυρές σύγχρονες τάσεις της κριτικής εγκληματολογίας, όπως θα
δούμε σε άλλο σημείο των αναπτύξεων.
Τέλος, η επιστροφή σε καθαρά συμβατικούς ορισμούς του εγκλήματος, όπως ήδη
αναφέραμε, αποτελεί χαρακτηριστικό και της επιστημονικής παραγωγής της
αμερικανικής τάσης της κριτικής εγκληματολογίας. Στις σελίδες του περιοδικού Crime and Social Justice ( νυν Social Justice) που εκδίδεται από το
1974, παρακολουθούμε αυτή την αλλαγή του θεωρητικού και εμπειρικού
προσανατολισμού. Η σημασία του κοινού εγκλήματος αναδεικνύεται και τα μεγάλα
ποσοστά εγκληματικότητας και θυματοποίησης, τα οποία καταγράφονται στους
κόλπους της εργατικής τάξης και μάλιστα των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων
της, διαμορφώνουν το κατ' εξοχήν πεδίο στο οποίο εντάσσεται το έργο των
κριτικών εγκληματολόγων κατά την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, στο πλαίσιο
μάλιστα μιας προσπάθειας ανασυγκρότησης του αιτιολογικού παραδείγματος.
Από
τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα είναι το άρθρο του T.Platt, "Street"
crime.A view from the left (T.Platt, 1978). Το άρθρο βασίζεται σε στοιχεία των επίσημων
στατιστικών και σε δεδομένα ερευνών για τον φόβο του εγκλήματος, από τα οποία
συνάγεται και η ποσοτική αύξηση της κοινής εγκληματικότητας ιδιαίτερα στις
μεγαλουπόλεις. Συνάγεται, παράλληλα, ο φόβος θυματοποίησης ενός σημαντικού
τμήματος της εργατικής τάξης, η οποία εμφανίζεται να πλήττεται κατά κύριο λόγο
απ' αυτές τις μορφές εγκληματικότητας και θυματοποίησης.
Για την ερμηνεία
αυτών των φαινομένων ο Platt παραπέμπει στις
αναλύσεις του Ένγκελς στην Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία,
υποστηρίζοντας ότι τα φαινόμενα ατομισμού και ηθικής εξαθλίωσης που περιγράφει
ο Ένγκελς είναι υπαρκτά και στη σύγχρονη φάση εξέλιξης του καπιταλιστικού
συστήματος, με συνέπεια η εγκληματικότητα να παρουσιάζεται σε μεγαλύτερα
ποσοστά στα πιο περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα και τις φυλετικές
μειονότητες, δηλαδή στα στρώματα εκείνα τα οποία υφίστανται πιο έντονα τις
συνθήκες εκμετάλλευσης. Ειδικότερα σε ότι αφορά την περιουσιακή
εγκληματικότητα, υποστηρίζει ότι τα μεγάλα ποσοστά της δεν μπορούν να
μελετηθούν διαχωρισμένα από τα προβλήματα επιβίωσης αυτών των στρωμάτων.
Επικαλούμενος τις μαρξικές αναλύσεις συνδέει αυτό το φαινόμενο με τους νόμους
της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και συγκεκριμένα με την ανάγκη ύπαρξης ενός
εφεδρικού βιομηχανικού στρατού. Αναζητά, λοιπόν, παραπέμποντας στον Μαρξ, τις
κοινές ρίζες της ανεργίας, της φτώχειας και της εγκληματικότητας για να
επισημάνει ότι η πολιτική απάντηση απέναντι στα προβλήματα εγκληματικότητας και
θυματοποίησης της εργατικής τάξης δεν είναι ούτε η μυθοποίηση του εγκλήματος με
τη θεώρηση του ως επαναστατική δράση, ούτε η ταύτιση του με το λούμπεν
προλεταριάτο.
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι
σχετικές αναλύσεις όχι απλώς βασίζονται στον νομικό ορισμό του εγκλήματος, αλλά
και τα στοιχεία περί διακυμάνσεων των ποσοστών εγκληματικότητας και
θυματοποίησης της εργατικής τάξης αντλούνται από τις επίσημες στατιστικές.
Παράλληλα, στην αξιολόγηση των ερευνητικών στοιχείων για τον φόβο του
εγκλήματος δεν λαμβάνεται υπόψη η ανάλυση των μηχανισμών μέσα από τους οποίους
αυτός ο φόβος διοχετεύεται προς ορισμένες συμπεριφορές ή κατηγορίες ατόμων.
Ωστόσο, όπως ήδη αναφέραμε, η
ενασχόληση και των αμερικανών κριτικών εγκληματολόγων με το "κοινό
έγκλημα" και τα φαινόμενα θυματοποίησης της εργατικής τάξης εντάσσεται σ'
ένα πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από σημαντικές αλλαγές σε θέματα αντεγκληματικής
πολιτικής. Η κρίση του κοινωνικού κράτους έχει τις επιπτώσεις της και στις
προκρινόμενες μεθόδους για τον έλεγχο του εγκλήματος και, στο πλαίσιο της
περικοπής των κοινωνικών δαπανών, ατονούν ή καταργούνται οι εναλλακτικές μορφές
μεταχείρισης σε ελεύθερο περιβάλλον και η φυλακή ανακτά τον πρωταγωνιστικό της
ρόλο. Στις ΗΠΑ δε, οι αλλαγές αυτές και η ενίσχυση της τιμωρητικής λειτουργίας
της ποινής έχουν και μια θεωρητική θεμελίωση από την μεριά της Εγκληματολογίας,
καθώς αναβιώνουν οι πιο συντηρητικές τάσεις της. Έτσι, παράλληλα μ' αυτό που
ορίστηκε ως "νεο-ρεαλισμός" της αριστεράς, αναπτύσσεται και ο
λεγόμενος "δεξιός νεο-ρεαλισμός",[21]
πυρήνας του οποίου είναι η επισήμανση της αποτυχίας των εναλλακτικών μορφών
μεταχείρισης, η αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας της μεταχείρισης και η υιoθέτηση
νεο-κλασικών αντιλήψεων περί της λειτουργίας της ποινής: ο εγκληματίας θα
πρέπει να τιμωρείται με την ποινή που του αξίζει, καθώς η έμφαση μετατίθεται εκ
νέου στην πράξη και όχι στον δράστη.
Αυτή η επιστροφή σε καθαρά τιμωρητικά κι
ανταποδοτικά μοντέλα ποινικής διαχείρισης του εγκλήματος, εμφανίζεται ως
αναγκαία απάντηση στην αύξηση των ποσοστών εγκληματικότητας, ενώ θεωρείται ότι
τα μεγάλα ποσοστά υποτροπής επιβεβαιώνουν την αποτυχία των μορφών
αντεγκληματικής πολιτικής που βασίζονται στην έννοια της μεταχείρισης. Ένα
ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο, στο οποίο αναφέρονται οι T.Platt και P.Takagi (1977), είναι ότι
οι απόψεις αυτές δεν εκφράζονται μόνον από ομάδες συντηρητικών διανοούμενων,
ούτε είναι περιθωριακές στην αμερικάνικη κοινωνία. Κατά τους συγγραφείς,
βρίσκουν απήχηση σ' ένα μεγάλο τμήμα κυρίως των μεσοαστικών στρωμάτων, το
οποίο, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, συντηρητικοποιείται όλο και
περισσότερο και εμφανίζεται πρόθυμο να αναλάβει ρόλους πιστού υπηκόου,
ελπίζοντας σε μια μελλοντική αποκατάσταση των υλικών βάσεων της ύπαρξης του.
Οι ίδιοι οι συγγραφείς, μελετώντας
τη σχέση ανάμεσα στην οικονομική κρίση και τις αλλαγές στην αντεγκληματική
πολιτική, εντάσσουν στην ανάλυσή τους τη μεταβλητή αγορά εργασίας. [22]
Θεωρούν, λοιπόν, ότι υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στην αυστηρότητα των ποινών
και την συνακόλουθη αύξηση του ποινικού πληθυσμού και στην κατάσταση η οποία
επικρατεί στην αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, η αύξηση του ποινικού πληθυσμού
που διαπιστώθηκε εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ, υπήρξε συνάρτηση της αύξησης των
ποσοστών ανεργίας και όχι της αύξησης των ποσοστών εγκληματικότητας, των οποίων
οι διακυμάνσεις δεν μοιάζουν να συναρτώνται προς αυτές του ποινικού πληθυσμού.
Έτσι, η αναβίωση της τιμωρητικής λειτουργίας της ποινής, μέσα από την αύξηση
των στερητικών
της ελευθερίας ποινών,
απαντά κυρίως στην ανάγκη ρύθμισης των περιθωριοποιημένων τομέων της αγοράς
εργασίας.[23]
5α. Το έγκλημα
Όπως
ήδη αναφέραμε, με την εξέλιξη της Κριτικής Εγκληματολογίας το ενδιαφέρον
στρέφεται πλέον και στους προσδιοριστικούς παράγοντες που γεννούν την
εγκληματοποιημένη παρέκκλιση και το εγχείρημα των κριτικών εγκληματολόγων είναι
να συγκροτήσουν μια θεωρία στο πλαίσιο της οποίας το έγκλημα να μελετηθεί τόσο
ως προϊόν των διαδικασιών εγκληματοποίησης, όσο και ως αυτόνομο κοινωνικό
φαινόμενο - δηλαδή ανεξάρτητο από τον νομικό ορισμό του - παράγωγο των
κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώνουν εγκληματογόνους παράγοντες.
Μια πρώτη εκδοχή
αυτής της προσέγγισης, συναντάμε στο έργο του Melossi,
και συγκεκριμένα στο άρθρο του για το Ποινικό ζήτημα στο Κεφάλαιο του Μαρξ (Melossi:1981), το οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Στο
κείμενο αυτό, ο Melossi, αναφερόμενος στις
αναλύσεις του Μαρξ για τη λειτουργία της νομικής ρύθμισης κατά την περίοδο των
απαρχών του καπιταλισμού και ειδικότερα στις αναλύσεις του για τους νόμους περί
αλητείας (τέλη 15ου, 16ος αιώνας), υποστηρίζει ότι μόνον
στο Κεφάλαιο του Μαρξ μπορεί να μελετήσει κανείς την ειδική καπιταλιστική μήτρα
του ποινικού ζητήματος. [24]
Σύμφωνα με την ανάλυση
του Melossi, λοιπόν, είναι ο
ίδιος ο Μαρξ αυτός ο οποίος προσδιορίζει τον στόχο της ποινής, μιλώντας για την
ανάγκη εξοικείωσης στην πειθαρχία που απαιτεί το σύστημα της ημερομίσθιας
εργασίας. Σ' αυτή τη φάση, η μέθοδος για την επιβολή της πειθαρχίας, του
ελέγχου στο εργατικό δυναμικό, είναι η βία, διότι το μόλις δημιουργούμενο
προλεταριάτο δεν εντάσσεται στις νέες συνθήκες ούτε οικειοθελώς, ούτε με
ευχαρίστηση. Καθώς, όμως, οργανώνεται και η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής
και διαμορφώνεται μια εργατική τάξη, η οποία αποδέχεται τους οικονομικούς όρους
«ως αυτονόητους νόμους της φύσης», η υποταγή του εργάτη στον καπιταλιστή
επιτυγχάνεται από την ίδια την αναγκαιότητα των οικονομικών σχέσεων και η
ποινική καταστολή είναι η εξαίρεση. Ωστόσο,
τόσο για τον εργάτη-εγκληματία του 16ου αιώνα, όσο και για τον μετέπειτα
εγκληματία, είναι επιτακτική η ανάγκη να εξοικειωθεί με την πειθαρχία που
απαιτεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής: είναι ακριβώς οι διαδικασίες δημιουργίας
και αναπαραγωγής του προλεταριάτου αυτό που καθιστά προφανή την σχέση ανάμεσα
στο άτομο ως εγκληματία και στο άτομο ως εργάτη.
Με άλλα λόγια, η εγκληματικότητα απορρέει από τη βίαιη μετατροπή
τρόπου ζωής που γέννησε ένα κοινωνικό περιθώριο το οποίο επιβίωνε μέσα από
παράνομες δραστηριότητες, ενώ η εγκληματοποίηση τείνει στο να εντάξει
αυτά τα τμήματα του πληθυσμού στις νέες συνθήκες παραγωγής και να τα
εξοικειώσει με την πειθαρχία που απαιτεί το σύστημα της ημερομίσθιας εργασίας.
Βέβαια, σ’ αυτό το άρθρο του ο Melossi δεν εστιάζει την ανάλυση στο κοινωνικό φαινόμενο «έγκλημα», καθώς το
βασικό αντικείμενο μελέτης του αφορά τη σχέση τιμωρητικών συστημάτων και
κοινωνικής δομής. Ωστόσο εμπεριέχεται, έστω και περιθωριακά, αυτό το οποίο
αποτέλεσε το βασικό σχήμα των αναλύσεων για το έγκλημα (κυρίως το κοινό
έγκλημα) που συναντάμε αργότερα στις αναλύσεις των κριτικών εγκληματολόγων.
Δηλαδή ότι η εγκληματικότητα των πιο περιθωριοποιημένων στρωμάτων της εργατικής
τάξης δεν μελετάται ως μια ανιστορική, φυσική εγκληματικότητα, αλλά ως μια
«ειδική εγκληματικότητα», ιστορικά προσδιορισμένη και το σχήμα «φτώχεια -
ανεργία – εγκληματικότητα» χρησιμεύει ως ένα ερμηνευτικό πλαίσιο οργανικά
συνδεδεμένο με την καπιταλιστική κοινωνία.
Με άλλα λόγια, στην καπιταλιστική κοινωνία, η ανεργία και η έλλειψη μέσων
διαβίωσης ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού δεν είναι ένα συγκυριακό,
ανεπιθύμητο αποτέλεσμα αλλά μια αναγκαιότητα, ένας όρος ύπαρξης της
καπιταλιστικής οικονομίας. Στον καπιταλισμό, επειδή η ανταλλαγή της εργατικής
δύναμης καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση, ούτε
θεσμική, ούτε κοινωνική, για το ότι θα βρει απασχόληση όλος ο πληθυσμός, άρα θα
εξασφαλίσει τις υλικές συνθήκες της διαβίωσής του. Στο σύγχρονο κράτος υπάρχουν
βέβαια οι διορθωτικοί μηχανισμοί που εισάγονται με τον συνδικαλισμό ή τα μέτρα
πρόνοιας, αλλά και ούτε μέσω αυτών εξασφαλίζεται απασχόληση για το σύνολο του
πληθυσμού. Κι αυτό, όχι λόγω της ανεπάρκειάς τους, αλλά επειδή η ανεργία είναι
ένα δομικό και όχι συγκυριακό φαινόμενο στην καπιταλιστική οικονομία, υπαρκτό
και σε περιόδους θετικών τάσεων στην οικονομία. Είναι, με άλλα λόγια, αυτό το
οποίο είχε προβλέψει ο Μαρξ εισάγοντας την έννοια του εφεδρικού βιομηχανικού
στρατού, του οποίου η λειτουργία είναι να κρατά στα επιθυμητά επίπεδα την αξία
της εργατικής δύναμης και την διαρκή ύπαρξή του αποδεικνύει η εμπειρία ακόμα
και των πιο προηγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Μπορεί, λοιπόν, τα ποσοστά ανεργίας να μεταβάλλονται στον χρόνο ή σε κάθε συγκεκριμένη
οικονομία ανάλογα με την ποσότητα του κεφαλαίου που προσφέρεται στην εργατική
δύναμη ή τις αλλαγές που σημειώνονται στο επίπεδο της τεχνολογικής εξέλιξης
κλπ., αλλά ένα ποσοστό ανεργίας είναι πάντα υπαρκτό, δεν εκμηδενίζεται ποτέ
καθώς το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής έχει την τάση να αφομοιώνει και να
απωθεί εναλλάξ από την αγορά εργασίας περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένα
στρώματα.
Κατά συνέπεια, η εμπορευματική καπιταλιστική παραγωγή είναι στην ιστορία
της ανθρωπότητας η μόνη οικονομική διαμόρφωση όπου η στέρηση των μέσων
παραγωγής και η εξάρτηση του εργαζόμενου από τους νόμους της αγοράς εργασίας
μπορεί να αφήσει ένα τμήμα του πληθυσμού σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, να του
αφαιρέσει εντελώς τα μέσα επιβίωσης. Σε όλες τις προηγούμενες μορφές κοινωνίας,
ακόμα και η πιο σκληρή καταπίεση ή εκμετάλλευση, ακόμα και η σκλαβιά εξασφάλιζε
τουλάχιστον την επιβίωση. Στον καπιταλισμό το άτομο ελευθερώθηκε βέβαια από
τους δεσμούς της σκλαβιάς κι έγινε αφεντικό της εργατικής του δύναμης, αλλά,
παράλληλα και ακριβώς γι’ αυτό, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο
της πλήρους αποστέρησης των μέσων επιβίωσης.
Έτσι, η έλλειψη απασχόλησης και μέσων ενός σημαντικού και αυξανόμενου
μέρους του πληθυσμού και η φτώχεια ενός άλλου, δεν είναι απλώς το επακόλουθο
αλλά ένα φυσιολογικό κοινωνικό φαινόμενο (Luxemburg, R. 1971: 250-1, όπως αναφέρεται στο L.Ferrajoli, D. Zolo , 1985: 80 και υποσημείωση 39)
Η ανάπτυξη του καπιταλισμού, με άλλα λόγια, όχι μόνον δεν εξασφαλίζει την
πλήρη απασχόληση, αλλά, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από έναν μηχανισμό χάρις στον
οποίο ένας ορισμένος αριθμός μελών της εργατικής τάξης περιθωριοποιείται
περιοδικά σε σχέση με το παραγωγικό σύστημα και δεν ενσωματώνεται ποτέ εξ
ολοκλήρου.
Με βάση, λοιπόν, αυτό το σχήμα το οποίο αντλείται από την μαρξιστική θεωρία
ερμηνεύονται οι εγκληματικές υποκουλτούρες και γενικότερα οι κουλτούρες της
φτώχειας, οι οποίες αναπτύσσονται στα πιο περιθωριοποιημένα στρώματα ως μια
εγκληματικότητα που είναι δομικά συναρτημένη, ως προς τις γενεσιουργές της
διαδικασίες, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (L.Ferrajoli, D. Zolo, 1985: 78 και επ.).
Αυτή η ανάλυση
συνεπάγεται, αφ’ ενός μεν την ανάδειξη των δομικών παραγόντων που βρίσκονται
στη βάση της εγκληματοποιημένης παρέκκλισης και, αφ’ ετέρου την εγκατάλειψη των
«ρομαντικών» προσεγγίσεων του παραβάτη των κανόνων, οι οποίες κυριαρχούσαν στις
αρχικές φάσεις της Κριτικής Εγκληματολογίας. Τώρα, το περιεχόμενο της
εγκληματικής ή παρεκκλίνουσας δράσης, οι εγκληματικές υποκουλτούρες ή
υποκουλτούρες της φτώχειας μελετώνται ως φαινόμενα που συσχετίζονται με τις
διαδικασίες περιθωριοποίησης και κοινωνικής αποσύνθεσης τις οποίες παράγει το
ίδιο το κοινωνικό σύστημα.. Δεν εμπεριέχουν, κατά συνέπεια, ένα νόημα
ιδεολογικής άρνησης ή πολιτικής απείθειας στις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις και
τα μοντέλα συμπεριφοράς που υπαγορεύουν Αντίθετα, καθώς η εγκληματικότητα
νοείται ως πρόβλημα των ίδιων των υποτελών ομάδων (ως ενδοταξική
εγκληματικότητα), ο στόχος είναι να ξεπεραστεί σε πολιτικό και πολιτιστικό
επίπεδο αυτή η κοινωνική αποσύνθεση που οδηγεί σε εξατομικευμένες μορφές
αντίδρασης (Ferrajoli, D. Zolo,
1985: 60, 80)
Σ’ αυτό το πλαίσιο αναδεικνύεται η σημασία του
κοινού εγκλήματος και τα μεγάλα ποσοστά εγκληματικότητας και θυματοποίησης, τα
οποία καταγράφονται στους κόλπους της εργατικής τάξης και μάλιστα των πιο
περιθωριοποιημένων στρωμάτων της.
5β. Ο κοινωνικός έλεγχος - Επαναπροσδιορισμός της
λειτουργικής αποστολής των τιμωρητικών συστημάτων
Στη
εισαγωγή του συλλογικού τόμου Κριτική
Εγκληματολογία, του οποίου είναι επιμελητές, καθώς και στο άρθρο τους
«Κριτική Εγκληματολογία στη Βρετανία: επισκόπηση και προοπτικές», το οποίο
περιλαμβάνεται στο ίδιο συλλογικό
τόμο, οι I.Taylor, P.Walton, J.Young, επισημαίνουν την
ανάγκη να μελετηθούν μια σειρά από νέα ζητήματα στο πλαίσιο μιας ιστορικής
διάστασης στη μελέτη του εγκληματικού φαινομένου: "δεν θα ασχοληθούμε με
μια εγκληματολογία έγκυρη για κάθε κοινωνία, για κάθε ιστορική περίοδο" (I.Taylor, P. Walton, J.Young, 1975a: 45).
Επαναλαμβάνουν ότι
ο στόχος στον οποίο πρέπει να τείνει η μελέτη του εγκληματικού φαινομένου είναι
η δημιουργία μιας κοινωνίας στο πλαίσιο της οποίας η ανθρώπινη διαφορετικότητα
δεν θα αποτελεί αντικείμενο εγκληματοποίησης, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι η
ουσία του εγκλήματος έγκειται στο γεγονός ότι αποτελεί παραβίαση ενός νομικού
κανόνα. Μια μαρξιστική, κατά συνέπεια, εγκληματολογία θα πρέπει να αναζητήσει
την ερμηνεία της συνέχειας, της ανανέωσης ή της κατάργησης των νομικών
ρυθμίσεων, μέσα από τη μελέτη των συμφερόντων που στηρίζουν και των λειτουργιών
που επιτελούν στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, συνδέοντας τις νομικές
ρυθμίσεις με τις εξελισσόμενες συγκρούσεις και αντιφάσεις αυτών των κοινωνιών.
Όπως
ήδη αναφέραμε, η ενασχόληση των κριτικών εγκληματολόγων με τον κοινωνικό έλεγχο
του εγκλήματος διαμορφώνει ένα, λίγο έως πολύ, κοινό θεωρητικό και εμπειρικό
πεδίο, στο πλαίσιο του οποίου το ποινικό σύστημα μελετάται ως ταξικό σύστημα,
ως το κατ’ εξοχήν νομοθετικό σύστημα ανισότητας, το οποίο τείνει στην παγίωση
και αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων ανισότητας. Τουτέστιν, οι αναλύσεις
εστιάζονται πλέον κυρίως στη δομή της εξουσίας που παράγει τις διαδικασίες
εγκληματοποίησης, ενώ σημαντικό κεφάλαιο αποτελεί και η ανάλυση των άτυπων,
καθημερινών μορφών κοινωνικού ελέγχου και οι ιδεολογικές πρακτικές που
ενισχύουν τις κυρίαρχες ιδεολογίες περί εγκλήματος, νόμου και τάξης.
Το πλαίσιο των βασικών υποθέσεων,
λοιπόν, για το ποινικό σύστημα, θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: Το Ποινικό
Σύστημα δεν είναι ένα στατικό σύστημα κανόνων, αλλά ένα δυναμικό σύστημα
λειτουργιών. Μ’ αυτήν την έννοια, η κριτική ανάλυση της λειτουργίας του
ποινικού συστήματος δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνον στο επίπεδο της
φαινομενολογίας της κοινωνικής ανισότητας, αλλά να εστιάζει, αντίθετα, στην
ερμηνεία και την εμβάθυνση της λογικής των επιλεκτικών μηχανισμών
εγκληματοποίησης.
Δεν αρκεί, λοιπόν, να
πούμε ότι το Π.Σ. αντικατοπτρίζει απλώς τις κοινωνικές σχέσεις ανισότητας, αλλά
να εμβαθύνουμε στους μηχανισμούς διαμέσου των οποίων συντηρεί και αναπαράγει
την κοινωνική ανισότητα. Κατά συνέπεια, η βασική κριτική απέναντι στο Π.Σ.
αφορά τον μύθο της ισότητας απέναντι στο νόμο. Η ιδεολογία της ισότητας
απέναντι στο νόμο είναι ο μύθος ο οποίος συγκαλύπτει την πραγματική κοινωνική
ανισότητα: το ποινικό δίκαιο είναι το κατ’ εξοχήν δίκαιο ανισότητας (Baratta, 1982)
Η κριτική εγκληματολογία μετατρέπεται κατ’ αυτό τον τρόπο, όλο και περισσότερο σε μια κριτική του ποινικού δικαίου.
Στα πλαίσια αυτής της κριτικής, όμως, το ποινικό δίκαιο δεν προσδιορίζεται ως
ένα στατικό σύστημα κανόνων, αλλά ως ένα δυναμικό σύστημα λειτουργιών, στο
οποίο μπορούν να διακριθούν τρεις μηχανισμοί: ο μηχανισμός παραγωγής των
κανόνων (πρωτογενής εγκληματοποίηση), o μηχανισμός εφαρμογής των κανόνων (δευτερογενής
εγκληματοποίηση) και, τέλος, ο μηχανισμός εκτέλεσης των ποινών ή των μέτρων
ασφαλείας (Baratta, 1982:
161).
5γ.
Αναλύσεις των τιμωρητικών συστημάτων και, ειδικότερα, του θεσμού της φυλακής
Τα ειδικότερα ερωτήματα, λοιπόν, τα
οποία διαμορφώνονται αφορούν την εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων στο πλαίσιο
της καπιταλιστικής κοινωνίας και τις λειτουργίες τις οποίες επιτελούσαν σε κάθε
στάδιο αυτής της εξέλιξης. Ειδικότερα, τις λειτουργίες του κυρίαρχου
τιμωρητικού θεσμού, της φυλακής, οι οποίες αναδεικνύονται κυρίαρχο θέμα των
σχετικών αναλύσεων.
Σ' αυτή την περίοδο, όπως ήδη
αναφέραμε, επαναξιολογείται το πολύ σημαντικό έργο των G.Rusche και O.Kirchheimer, Ποινή και
Κοινωνική Δομή, αντικείμενο του οποίου είναι η διερεύνηση της σχέσης
ανάμεσα στο ισχύον κάθε φορά τιμωρητικό σύστημα και τις συνθήκες που επικρατούν
στην αγορά εργασίας, ανάλυση από την οποία προκύπτει ότι η εξέλιξη των
τιμωρητικών συστημάτων συνδέεται με την εξέλιξη των συστημάτων παραγωγής και
προσαρμόζεται στις ανάγκες τους.
Την ίδια επίσης περίοδο εκδίδεται το
έργο των D.Melossi και M.Pavarini, Φυλακή και Εργοστάσιο (1977), στην οποία αναδεικνύονται οι κοινές
καταβολές και ο ιστορικός δεσμός ανάμεσα στη φυλακή και το εργοστάσιο στο
πλαίσιο της ανάλυσης των δύο λειτουργιών των τιμωρητικών συστημάτων, της
οικονομικής και της ιδεολογικής, οι οποίες κατά τους συγγραφείς είναι αναγκαίες
και αδιαχώριστες στη διαδικασία δημιουργίας και αναπαραγωγής του προλεταριάτου.
Θεωρώ χρήσιμο να αναφερθούμε στην
ιστορία του θεσμού της φυλακής, με μια παρουσίαση της βασικής βιβλιογραφίας
γύρω από αυτό το θέμα της φυλακής. Με δεδομένο δε ότι αδιαμφισβήτητη επιρροή
στο έργο των κριτικών εγκληματολόγων άσκησε και η κλασική μελέτη ενός από τους
πιο σημαντικούς φιλόσοφους του αιώνα που πέρασε, του Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία (1975), θεωρώ
σκόπιμο να ξεκινήσουμε από αυτό το έργο.
M. Φουκώ (1976), Surveiller et punir. Naissance de la prison. ( Ελληνική έκδοση 1989 απ’ όπου και οι αναφορές, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας, μετ. Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλιέττα Ράλλη)
Όπως είναι
γνωστό, το σύστημα της φυλάκισης ως αυτόνομης ποινής εμφανίζεται στο πλαίσιο
των μεταρρυθμίσεων του 18ου αιώνα, όταν καταγγέλλονται τα
βασανιστήρια και η απάνθρωπη μεταχείριση των εγκληματιών. Το αίτημα τότε είναι
μια ποινή ανθρωπιστική και ορθολογική, η οποία να επιτρέπει την δίκαιη τιμωρία
(αναλογία βαρύτητας εγκλήματος και βαρύτητας ποινής) και όχι την αχρήστευση του
εγκληματία.
Η περίοδος των μεγάλων αλλαγών στο ποινικό σύστημα, το
πέρασμα από τη σωματική τιμωρία στο σύστημα της φυλακής (18ος
αιώνας), συνδέεται με την άνοδο της αστικής τάξης και την ανάγκη της να
παγιώσει και να νομιμοποιήσει την εξουσία της. Η υπερβολική, η σπάταλη βία του
τιμωρητικού συστήματος το οποίο βασιζόταν στη σωματική τιμωρία, χαρακτήριζε
άλλες μορφές εξουσίας, όταν τόσο η ποινική διαδικασία, όσο και η δικαστική
απόφαση χαρακτηριζόταν από έναν απόλυτο βαθμό αυθαιρεσίας και αδιαφάνειας. Η
γνώση ήταν αποκλειστικό δικαίωμα της δίωξης:
«Όλα θα διεξαχθούν με τον επιμελέστερο και τον μυστικότερο δυνατό τρόπο»
(Από Γαλλικό διάταγμα του 1498, Μ. Φουκώ, 1989: 51)
Αυτή η μυστική, λοιπόν, αδιαφανής διαδικασία παραπέμπει στην αρχή ότι,
σχετικά με τα ποινικά ζητήματα, η εδραίωση της αλήθειας ήταν αποκλειστικό
δικαίωμα και στην απόλυτη εξουσία του βασιλιά και των δικαστών του. Αν όμως η
διαδικασία ήταν αδιαφανής, η εκτέλεση της ποινής ήταν δημόσιο θέαμα στο οποίο
συμμετείχαν όλοι οι πολίτες.
Ποια ήταν, λοιπόν, η σημειολογία του
βασανιστηρίου, της σωματικής ποινής;
Το έγκλημα δεν συμβόλιζε την
προσβολή συλλογικών αγαθών, αλλά την προσβολή του απόλυτου άρχοντα. Άρα και η
ποινή έπρεπε να είναι τέτοια που να αποκαθιστά αυτήν την τραυματισμένη εξουσία.
Όχι αναγκαία δίκαιη, αλλά μια υπερβολική ποινή-θέαμα η οποία επιβεβαίωνε στα
μάτια του κόσμου την ύπαρξη και την απόλυτη εξουσία του μονάρχη επί των υπηκόων
του.
Με την άνοδο της αστικής τάξης, μεταβάλλεται η σχέση
κρατικής εξουσίας και πολιτών. Ο παραβάτης του νόμου είναι ταυτόχρονα ο
παραβάτης μιας σύμβασης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες, μιας σύμβασης η
οποία επιτάσσει συμμόρφωση στους κανόνες που έχουν δημιουργηθεί για το καλό του
συνόλου στη βάση της αρχής της ισότητας. Άρα το έγκλημα πλήττει συλλογικά
αγαθά, τα οποία αφορούν το σύνολο, όχι κάποιον απόλυτο φορέα εξουσίας.
Έτσι, το τιμωρητικό σύστημα θα πρέπει να είναι δίκαιο και
ορθολογικό. Ο παραβάτης των κανόνων θα τιμωρείται με μια ποινή ανάλογη σε
βαρύτητα με το αδίκημα το οποίο διέπραξε. Αυτό το αίτημα το ικανοποιεί το
σύστημα της φυλάκισης, η στερητική της ελευθερίας ποινή, γιατί επιτρέπει
ακριβοδίκαιο υπολογισμό της ποινής και συντελεί στην αναπαράσταση μιας δίκαιης,
ορθολογικής κι ανθρωπιστικής εξουσίας.
Κατά τον Φουκώ, λοιπόν, η μεταρρύθμιση, η φυλακή δεν είναι αποτέλεσμα μιας
ανθρωπιστικής ευαισθησίας, αλλά της ανάγκης για ένα τιμωρητικό σύστημα το οποίο
θα βοηθήσει την αστική τάξη να παγιώσει και να νομιμοποιήσει την εξουσία της.
Όπως λέει χαρακτηριστικά, «η αστική τάξη δεν μπορεί να βαρύνεται από ένα
έγκλημα βαρύτερο απ’ αυτό το οποίο θέλει να τιμωρήσει».
Παράλληλα, στην ανάλυση του Φουκώ η γέννηση της φυλακής συνδέεται με τη
γέννηση αυτού που ορίζει ως πειθαρχική κοινωνία, της οποίας οι θεσμοί
εξουσίας προετοιμάζουν άτομα (σώματα) χρήσιμα (με όρους οικονομικής
χρησιμότητας) και πειθήνια, υπάκουα (με όρους πολιτικής υπακοής). Η φυλακή δεν
είναι ο μόνος αλλά είναι ο κυρίαρχος πειθαρχικός μηχανισμός και αυτό διότι η
φυλακή δεν είναι μόνον τιμωρία, αλλά περιλαμβάνει μια σωφρονιστική τεχνική, η
οποία έχει ως αντικείμενο όχι πλέον μόνον το σώμα, αλλά και το πνεύμα του
παραβάτη.
Όμως στο επίκεντρο της συζήτησης του Φουκώ για τη φυλακή είναι οι σύγχρονοι
θεσμοί εξουσίας και οι επιστήμες του ανθρώπου που συνδέονται μ’ αυτές. Έτσι, ο
πυρήνας της ανάλυσής του αφορά τη σχέση μεταξύ γνώσης και εξουσίας, σχέση
την οποία ο Φουκώ θεωρεί αδιάρρηκτη και αμφίδρομη: Η εξουσία και η γνώση
αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και αυτή η σχέση καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική
στο πλαίσιο της ανάπτυξης της πειθαρχικής κοινωνίας (μετά τα τέλη του 18ου
αιώνα), όπου αναζητιούνται οι κοινές ρίζες φυλακής και επιστημών του ανθρώπου.
Με άλλα λόγια, στην ανάλυση του Φουκώ, η εξουσία στηρίζει τη γνώση, καθώς
παράγει αντικείμενα γνώσης και χώρους για να ασκείται αυτή η γνώση. Και η γνώση
στηρίζει την εξουσία καθώς παράγει πειθαρχικές μεθόδους, μορφές ελέγχου του
κοινωνικού σώματος.
Εξουσία και γνώση
αλληλεξαρτώνται άμεσα. Δεν υπάρχει σχέση εξουσίας, χωρίς συσχετισμένη σύσταση
ενός πεδίου γνώσης. Ούτε και γνώση που να μην προϋποθέτει και να μην αποτελεί
ταυτόχρονα σχέσεις εξουσίας. (Μ. Φουκώ, 1989: 40-41).
Σ’ αυτό το δίπολο
εξουσία/ γνώση, η εξουσία δεν ταυτίζεται με την κρατική εξουσία. Το
κράτος μπορεί να ελέγχει τις περισσότερες από τις σχέσεις εξουσίας, αλλά
εξουσία ασκείται και στο πλαίσιο ενός πλήθους θεσμών, όχι μόνον κρατικών (π.χ.
οικογένεια, σχολείο, εργαστήρι, στρατός, άσυλο). Έτσι, στο έργο του Φουκώ, η
εξουσία είναι μια στρατηγική, μια πολυπλοκότητα σχέσεων η οποία δεν έχει έναν
κεντρικό πυρήνα απ’ τον οποίο να εκπορεύεται. Δεν είναι «Η Εξουσία», αλλά ένα
ολόκληρο πλέγμα εξουσιαστικών συνθηκών που τείνει στον εθισμό των πολιτών στην
«κανονικότητα» μέσω της πειθαρχίας.
Ο Φουκώ, λοιπόν, αναφέρεται σε ένα πλέγμα μικροφυσικής της εξουσίας (π.χ.
μέσω σχολείων, στρατώνων, εργοστασίων), η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά προς
την εξουσία η οποία απορρέει από τον ποινικό νόμο. Η εξουσία αυτή
περιβάλει τα άτομα με ένα πλήθος λεπτομερών ρυθμίσεων που καλύπτουν τα πάντα:
τι είναι κανονικό και επιτρεπτό σε σχέση με τη χρήση του χώρου, του χρόνου, των
πραγμάτων. Κάποιες από τις εκτροπές οι οποίες προκύπτουν, αναλαμβάνει να τις
διαχειριστεί και ο ποινικός νόμος, αλλά ο ποινικός νόμος δεν είναι η μοναδική
πηγή εξουσίας για τον καθορισμό των εκτροπών..
Η μελέτη της
μικροφυσικής αυτής προϋποθέτει ότι η εξουσία δεν εκλαμβάνεται σαν ιδιοποίηση,
αλλά σαν στρατηγική. Πως οι κυριαρχικές της ενέργειες δεν αποδίδονται σ’ ένα
«σφετερισμό», αλλά σε μέτρα, σε ελιγμούς, σε τακτικές, σε τεχνικές, σε
λειτουργίες. Πως αποκρυπτογραφείται σ’ αυτήν μάλλον κάποιο πλέγμα από σχέσεις
πάντοτε τεταμένες, πάντοτε σε δραστηριότητα, παρά σε κάποιο προνόμιο που
κάποιος το κατέχει.[….] Πρέπει, κοντολογίς, να δεχθούμε πως η εξουσία αυτή
μάλλον ασκείται, παρά κατέχεται, πως δεν είναι το αποκτημένο ή διατηρημένο
«προνόμιο» της κυρίαρχης τάξης, αλλά το συνολικό αποτέλεσμα των στρατηγικών της
θέσεων – αποτέλεσμα που φανερώνει, και κάποτε μάλιστα ανανεώνει τη θέση εκείνων
που κυριαρχούνται. Από την άλλη μεριά, αυτή η εξουσία δεν επιβάλλεται απλά και
μόνον ως υποχρέωση ή σαν απαγόρευση σ’ αυτούς που δεν την «κατέχουν». Τους
περιβάλει, τους χρησιμοποιεί σαν διάμεσο, στηρίζεται πάνω τους, όπως ακριβώς
και αυτοί, στον αγώνα τους εναντίον της, στηρίζονται με τη σειρά τους στη λαβή
που ασκεί πάνω τους. Τούτο σημαίνει ότι οι σχέσεις αυτές έχουν βαθιές τις ρίζες
τους στα στρώματα της κοινωνίας, ότι δεν εντοπίζονται στις σχέσεις
Κράτους και πολίτη ή στα όρια των τάξεων (Φουκώ, Μ., 1989: 39-40)
Η εξουσία, με άλλα λόγια, στο έργο
του Φουκώ, εντοπίζεται σε θεσμούς ή σε κάποιο κρατικό μηχανισμό αλλά δεν
ταυτίζεται με αυτούς: Αυτοί είναι που καταφεύγουν στις μεθόδους της, τις
αξιολογούν, τις χρησιμοποιούν, τις επιβάλλουν. Η εξουσία ενεργοποιείται από τα
συστήματα που τη χρησιμοποιούν, χωρίς όμως να ανήκει μόνιμα σε κανένα. Ούτε στο
κράτος, ούτε σε κοινωνικές τάξεις ή ομάδες.
Πώς εξειδικεύονται αυτά τα ζητήματα
μέσα από την ιστορία της γέννησης της φυλακής;
Όπως είπαμε, το τιμωρητικό σύστημα με την άνοδο της αστικής τάξης στα τέλη του
18ου αιώνα, διαμορφώνεται με άξονα τον εγκλεισμό. Η άνοδος της
αστικής τάξης, η οποία συνοδεύτηκε από τη διακήρυξη αρχών όπως ελευθερία,
δικαιοσύνη, ισότητα, σηματοδοτεί μια αλλαγή του αντικειμένου, αλλά και του
στόχου της ποινής: Αντικείμενο δεν είναι πλέον το σώμα, αλλά η ψυχή, το πνεύμα
του παραβάτη, ενώ στόχος δεν είναι ο σωματικός πόνος, αλλά ο σωφρονισμός
Αντί να
αντιμετωπίζουμε την ιστορία του ποινικού δικαίου κι εκείνη των επιστημών του
ανθρώπου σαν δυο ξεχωριστές σειρές που η διασταύρωσή τους έχει αποτελέσματα
διαταρακτικά ή χρήσιμα, [θα πρέπει] να αναζητήσουμε την κοινή τους μήτρα και να
δούμε αν υπάγονται και οι δυο σε μια «επιστημολογικο-δικαστική» διαδικασία
διαμόρφωσης. Κοντολογίς να τοποθετήσουμε την τεχνολογία της εξουσίας στη βάση
και του εξανθρωπισμού της ποινής και της γνώσης του ανθρώπου. Να ερευνήσουμε
μήπως η εμφάνιση αυτή της ψυχής στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης – και μαζί
της η παρεμβολή στη δικαστική πρακτική μιας ολόκληρης «επιστημονικής» γνώσης –
δεν είναι μια αλλαγή στον τρόπο επένδυσης του ίδιου του σώματος από τους
συσχετισμούς της εξουσίας.( Φουκώ Μ., 1989: 35-36)
Είπαμε επίσης, ότι η
φυλακή εμφανίστηκε ως η ανθρωπιστική και κατ’ εξοχήν δίκαιη ποινή, διότι, σε
αντίθεση με τις δυσανάλογες, υπερβολικές σωματικές ποινές, επέτρεπε την ισότιμη
τιμωρία. Παράλληλα, το αγαθό το οποίο στερείται ο παραβάτης (ελευθερία) συνιστά
βασική αξία της αστικής κοινωνίας. Είναι δε ορθολογική ποινή, διότι προσβλέπει
στο μέλλον, δεν αχρηστεύει τον εγκληματία. Έτσι, ο ανθρωπισμός και ο ορθολογισμός
- βασικά στοιχεία της γνώσης, της επιστήμης - υιοθετούνται από την εξουσία και
εγγράφονται στον τιμωρητικό μηχανισμό.
Αυτή η μετάθεση του αντικειμένου της
ποινής από το σώμα στην ψυχή του παραβάτη, σημαίνει αλλαγές και στην ίδια τη
δομή της απονομής δικαιοσύνης. Δεν δικάζεται μόνον η πράξη αλλά κυρίως ο
δράστης. Όχι μόνον αυτό που έκανε, αλλά κυρίως αυτό που είναι. Η παράνομη πράξη
καθίσταται αντικείμενο όχι μόνον κολασμού, αλλά και επιστημονικής γνώσης.
Η μετέπειτα ανάπτυξη των επιστημών του
ανθρώπου και η κυριαρχία ενός ντετερμινιστικού μοντέλου της ανθρώπινης
συμπεριφοράς διαμορφώνει διαφορετικές αντιλήψεις για τον παραβάτη των κανόνων.
Όπως ο τρελός δεν θεωρείται πλέον δαιμονισμένος, έτσι κι ο εγκληματίας δεν
θεωρείται αμαρτωλός ή κακός αλλά «ιδιαίτερος». Στο έγκλημα οδηγείται όχι από
ελεύθερη βούληση, δεν το επιλέγει, αλλά οδηγείται λόγω των ιδιαίτερων
χαρακτηριστικών του, τα οποία τον τοποθετούν και σε μια ιδιαίτερη κατηγορία.
Αυτήν την αντίληψη περί ιδιαιτερότητας του εγκληματία την ενσωματώνει η εξουσία
στον τιμωρητικό μηχανισμό και γεννιούνται οι έννοιες της μεταχείρισης, της
επανακοινωνικοποίησης. Στη θέση των νομικών κατηγοριών (κλέφτης, δολοφόνος,
απατεώνας) μπαίνουν οι κατηγορίες «ψυχικά διαταραγμένος», «νοσών ηθικά»,
«αλκοολικός», «κοινωνικά απροσάρμοστος» κ.ο.κ.
Έτσι, με τις αναμορφωτικές ποινικές πρακτικές οι οποίες εγκαθιδρύθηκαν κατά
τον 20ο αιώνα, προβάλλεται ο στόχος της επανακοινωνικοποίησης, της
εξατομικευμένης μεταχείρισης και της αναμόρφωσης αντί της τιμωρίας. Άρα στη
δομή της ποινικής δικαιοσύνης εισχωρεί ένα σύνολο από κρίσεις, διαπιστώσεις,
προγνώσεις, τυπολογίες οι οποίες αφορούν πλέον το πρόσωπο του εγκληματία.
Και η επιστήμη, σε στενή και αδιάρρηκτη σχέση με την εξουσία, καθορίζει
νομικές κατηγορίες και τιμωρητικές πρακτικές. Αυτή η νέα δομή παγιώνεται τον 19ο
αιώνα με την εμφάνιση της έννοιας της μεταχείρισης.
Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αλλά και γενικότερα η
ανθρωπολογία του εγκλήματος και τα ακατάπαυστα αναμασήματα της εγκληματολογίας
αποκτούν εδώ τη συγκεκριμένη τους λειτουργία: με την πανηγυρική εγγραφή των
παράνομων πράξεων στο πεδίο των αντικειμένων που επιδέχονται επιστημονική γνώση
δίνεται στο μηχανισμό της νόμιμης τιμωρίας μια δικαιολογήσιμη επιβολή όχι απλώς
πάνω στα αδικήματα, αλλά και πάνω στα άτομα. Όχι μονάχα πάνω στις πράξεις τους,
αλλά και πάνω σ’ αυτό που οι ίδιοι είναι, που θα είναι ή που ενδεχόμενα θα
γίνουν ( Φουκώ Μ., 1989: 29-30)
Άρα, ο εγκλεισμός δεν είναι απλώς
στέρηση της ελευθερίας, αλλά κυρίως τεχνικές αναμόρφωσης, μηχανισμός
τροποποίησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η εξουσία νομιμοποιείται σ’ αυτή την
αλλαγή στη δομή του τιμωρητικού μηχανισμού, γιατί η ποινή/αναμόρφωση
επιβάλλεται στη βάση μιας ανώτερης εξειδίκευσης και ενός ορθολογισμού που
απορρέουν από την επιστημονική μελέτη των φαινομένων από τις αντίστοιχες
επιστήμες. Παράλληλα, η καθημερινή ποινική πρακτική, επιβεβαιώνει και προσδίδει
μια θεσμική πραγματικότητα σ’ αυτές τις αντιλήψεις, αυτές τις θεωρήσεις για το
έγκλημα και τον εγκληματία. Δηλαδή, ποιες πράξεις συνιστούν έγκλημα, ποιος είναι
εγκληματίας, πώς είναι ο εγκληματίας, γιατί πρέπει να του επιβληθεί αυτή
μεταχείριση.
Με
τη συνδρομή της επιστήμης, λοιπόν, αναπτύχθηκε μια ολόκληρη τεχνολογία της
φυλακής. Η φυλακή αποτέλεσε πεδίο δράσης όπου αφθονούσαν τα σχέδια, οι
πειραματισμοί, οι θεωρητικές συζητήσεις, οι έρευνες. Κυρίως, όμως, η φυλακή
υπήρξε ένας εξαντλητικός πειθαρχικός μηχανισμός, ένας «πανκλαδικός» θεσμός
ο οποίος ασχολείται με όλες τις όψεις του ατόμου, με τη σωματική του εκγύμναση,
την εργασία, την ηθική διαπαιδαγώγηση.
Κατά συνέπεια, η φυλακή υπήρξε κάτι πολύ
περισσότερο από τη νομική ρύθμιση της στέρησης της ελευθερίας. Υπήρξε ένας κατ’
εξοχήν πειθαρχικός πειθαρχικός μηχανισμός, ο οποίος παρήγαγε αποτελέσματα μέσα
από μια βασική τεχνική: την εκγύμναση, την άσκηση σε κατάλληλα
διαμορφωμένους χώρους που εξασφάλιζαν την απομόνωση και επέτρεπαν τη συνεχή
επιτήρηση.
Η απομόνωση, λοιπόν, δεν ήταν μόνον τιμωρία, αλλά έπρεπε ν’ αποτελεί κι ένα
όργανο αναμόρφωσης, ένα τρόπο άσκησης της απόλυτης εξουσίας πάνω στο άτομο, η
οποία να μην μπορεί να μετριαστεί από άλλες επιρροές: Μέσα στη φυλακή ο
κρατούμενος μόνος απέναντι στις υλικές του ανάγκες των οποίων η ικανοποίηση
εξαρτάται από τη διοίκηση του Ιδρύματος, υπόκειται σε μια σταδιακή διαδικασία
αποδόμησης και αναδόμησης. Η εργασία ακόμα και όταν είναι παραγωγική, δεν παύει
να είναι κυρίως βασικό στοιχείο εκπειθάρχησης του ανθρώπινου δυναμικού, καθώς
εγκαθιστά μια ιεραρχία η οποία εκλαμβάνεται ως αυτονόητη και εξοικειώνει τον
κρατούμενο στην πειθαρχία των εργασιακών σχέσεων. Παράλληλα, δεν απαιτεί βίαια
μέσα για επιβληθεί, καθώς συνήθως είναι επιθυμητή διότι μετριάζει το καθεστώς
κράτησης.
Ο
πειθαρχικός μηχανισμός, λοιπόν, μέσα από την προγραμματισμένη απασχόληση
(άσκηση, εργασία) και την αδιάκοπη επιτήρηση, επιτρέπει το σχολαστικό έλεγχο
όλων των δραστηριοτήτων του ατόμου, εξασφαλίζει τη σταθερή καθυπόταξη των
δυνάμεών του και κατασκευάζει «υπάκουα και χρήσιμα σώματα». Το κελί, το
εργαστήρι, το νοσοκομείο δεν είναι χώροι τιμωρίας ή ίασης, αλλά πειθαρχικοί
χώροι, κατάλληλα διαμορφωμένοι χώροι τροποποίησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς
που επιτρέπουν τη συνεχή επιτήρηση.
Αναπτύσσεται, έτσι, μια ολόκληρη αρχιτεκτονική της επιτήρησης την οποία
αποτυπώνει με ιδιαίτερη σαφήνεια το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Μπένθαμ
(Πανοπτικό), το οποίο εμφανίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα και
αποτελεί την εφαρμογή του τέλειου πειθαρχικού μηχανισμού, καθώς με μια μόνη
ματιά επιτρέπει τη διαρκή παρακολούθηση των πάντων και συνδυάζει τις
λειτουργίες της ηθικής αναμόρφωσης μέσα από την εργασία και του εκφοβισμού μέσα
από την πειθαρχία και την τήρηση της τάξης.
Η
φυλακή, λοιπόν, δεν είναι το απόρθητο φρούριο στο οποίο απλώς περισυλλέγεται το
κοινωνικό περιθώριο της εποχής για να εκτίσει την ποινή που του επέβαλλε το
δικαστήριο. Η ποινή από μόνη της δεν λειτουργεί, πλάι στην ποινή υπάρχει πάντα
ένα πειθαρχικό συμπλήρωμα το οποίο την επεκτείνει πέρα απ’ αυτό που προβλέπει η
δικαστική απόφαση και το οποίο τείνει στην εφαρμογή των ειδικότερων κανόνων του
ιδρύματος. Το πειθαρχικό συμπλήρωμα, όμως, η επιβολή πειθαρχικών μέτρων,
επιβάλλει γνώση του εγκλείστου, των δραστηριοτήτων του, των τάσεών του
προκειμένου να λειτουργήσει το πειθαρχικό συμπλήρωμα και να έχει αποτελέσματα.
η σωφρονιστική επιχείρηση που συντελείται. Η φυλακή, λοιπόν, είναι συνάμα χώρος
παρατήρησης και μελέτης του παραβάτη του νόμου, κι έτσι ο παραβάτης του νόμου
καθίσταται και αντικείμενο γνώσης.
Έτσι, ο πειθαρχικός μηχανισμός επιτελεί και μια άλλη πολύ σημαντική
λειτουργία που αναδεικνύει και πάλι τη σχέση γνώσης και εξουσίας: αξιολογεί τα
άτομα μέσα από τη γνώση του συνόλου των δραστηριοτήτων τους, των τάσεών τους,
των αντιδράσεών τους. Παράλληλα, η φυλακή αξιολογώντας τα άτομα τα ταξινομεί σε
κατηγορίες και τα διαχωρίζει - αυτό που κάνει, δηλαδή, η επιστήμη παρατηρώντας
και ερμηνεύοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά, καθορίζοντας εκτροπές,
προσδιορίζοντας παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, μορφοποιώντας, με απλά λόγια, και
χαρακτηρίζοντας την ανθρώπινη συμπεριφορά με βάση αυτό που χαρακτηρίζεται
ομαλό, κανονικό.
Μέσα
στη φυλακή, λοιπόν, διαμέσου της σωφρονιστικής τεχνικής, διαμορφώνεται,
μορφοποιείται ο εγκληματίας ως παθολογικοποιημένο αντικείμενο και ταυτόχρονα ως
αντικείμενο γνώσης, καθώς παρέχει στοιχεία για τη μελέτη αυτού του νέου
αντικειμένου γνώσης που είναι η εγκληματικότητα.
Κατά τον Φουκώ, λοιπόν, η πραγματική αλλαγή στον τρόπο επιτήρησης και
επιβολής της πειθαρχίας συντελείται με την επινόηση του «πανοπτισμού», που
είναι η αρχιτεκτονική απεικόνιση μιας πανοπτικής κοινωνίας με γενικευμένες
δομές επιτήρησης. Το ποινικό και το σωφρονιστικό σύστημα είναι κομμάτι αυτών
των δομών. Η ψυχιατρική και η εγκληματολογία είναι αποτέλεσμά τους
Στην
αστική κοινωνία, όμως, καθώς οικοδομείται η πειθαρχική κοινωνία, η πειθαρχία
δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του τιμωρητικού μηχανισμού. Όπως λέει ο Φουκώ, η
πειθαρχία είναι χαρακτηριστικό του τιμωρητικού μηχανισμού, ενώ σε κάθε
πειθαρχικό σύστημα λειτουργεί ένας μικρός ποινικός μηχανισμός μέσα από το διττό
σύστημα ανταμοιβής/κύρωσης. Έτσι η πειθαρχία γίνεται χαρακτηριστικό ενός
γενικού τύπου εξουσίας που δεν περιορίζεται μόνον στους έγκλειστους, αλλά
διαχέεται κι ακολουθεί τα άτομα στους χώρους που κινούνται τείνοντας στον
έλεγχο όλου του κοινωνικού σώματος. Μέσα στην οικογένεια, το σχολειό, το
εργαστήρι, το στρατό, τα άσυλα κλπ παρατηρεί και ελέγχει τη συμπεριφορά μέσα
από το διττό σύστημα ανταμοιβής και κύρωσης. Και είναι πανοπτική με την έννοια
ότι δεν χρειάζεται να είναι ορατή για να ασκείται χωρίς κανείς να αμφισβητεί
την παρουσία της.
Η πειθαρχία δεν μπορεί να ταυτίζεται ούτε μ’ ένα θεσμό, ούτε μ’ ένα
μηχανισμό. Είναι ένας τύπος εξουσίας, ένας τρόπος άσκησής της , και
περιλαμβάνει ένα σύνολο οργάνων, τεχνικών, μεθόδων, διαδικασιών, επιπέδων
εφαρμογής, στόχων. Είναι μια «φυσική» ή μια «ανατομία» της εξουσίας, μια
τεχνολογία. Και μπορούν να την αναλάβουν είτε «εξειδικευμένα» ιδρύματα
(σωφρονιστήρια ή τα αναμορφωτήρια του 19ου αιώνα), είτε ιδρύματα που
τη χρησιμοποιούν ως βασικό όργανο για ένα καθορισμένο στόχο (εκπαιδευτήρια,
νοσοκομεία), είτε προϋπάρχουσες αρχές που, με την πειθαρχία, βρίσκουν τον τρόπο
να ενισχύσουν ή να αναδιοργανώνουν τους εσωτερικούς τους μηχανισμούς εξουσίας
(θα χρειαστεί ν’ αποδειχθεί κάποτε πώς οι ενδο-οικογενειακές σχέσεις – και
ιδιαίτερα ο πυρήνας γονείς-παιδιά – «πειθαρχήθηκαν», αφομοιώνοντας, απ’ την
κλασική κιόλας εποχή,[25]
εξωτερικά σχήματα: σχολικά, στρατιωτικά και, αργότερα, ιατρικά, ψυχιατρικά,
ψυχολογικά που έκαναν την οικογένεια προνομιακό τόπο εμφάνισης για το
πειθαρχικό πρόβλημα και του μη φυσιολογικού. Είτε οργανισμοί που κατέστησαν την
πειθαρχία θεμελιακή αρχή της εσωτερικής τους λειτουργίας («πειθαρχοποίηση» του
διοικητικού οργανισμού από την εποχή του Ναπολέοντα, είτε, τέλος, κρατικοί
μηχανισμοί που, μείζον αλλά όχι αποκλειστικό τους έργο είναι να επιβάλλουν την
πειθαρχία σε κοινωνική κλίμακα (αστυνομία).
Γενικότερα, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για διαμόρφωση μιας πειθαρχικής
κοινωνίας μέσα από την κίνηση αυτή που ξεκινάει από τα κλειστά πειθαρχικά
συστήματα (ένα είδος κοινωνικής «καραντίνας») και φτάνει ως τον
απεριόριστα γενικεύσιμο μηχανισμό του «πανοπτισμού».(Φουκώ Μ., 1989: 283 –4))
Στο δίπολο, λοιπόν, εξουσία / γνώση, η
εξουσία στηρίζει τη γνώση, αφού με την άσκησή της δημιουργούνται αντικείμενα
γνώσης και χώροι για την άσκησή της. Ταυτόχρονα, η γνώση στηρίζει την εξουσία,
καθώς το θετικιστικό ενδιαφέρον για τον παραβάτη του νόμου απαντά στην ανάγκη
μιας καλύτερης γνώσης του υποκειμένου το οποίο μετατρέπεται σε αντικείμενο
μεταμόρφωσης: μέσα από τον αιτιοκρατικό, ωφελιμιστικό της λόγο, τείνει στην
ομοιογενοποίηση (άρα τον έλεγχο) του κοινωνικού σώματος επεξεργαζόμενη νέες
μεθόδους εκπειθάρχησης και ελέγχου.
Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα της φυλακής ενόψει των επίσημα
διακηρυγμένων στόχων της, η επιτυχία της κατά τον Φουκώ, αυτό που την κάνει να
ευημερεί μέσα από συνεχείς αλλά επιδερμικές μεταρρυθμίσεις, είναι ακριβώς η
αποτυχία της να ελέγξει το έγκλημα, την υποτροπή. Η πραγματική της λειτουργία
είναι να διαχειρίζεται επιλεκτικά τις παραβάσεις. Να προσδιορίζει, να
οργανώνει, να συγκροτεί την εγκληματικότητα διαχωρίζοντάς την από άλλες μορφές
παρανομιών οι οποίες καθίστανται έτσι κοινωνικά ανεκτές. Έτσι, η καταστολή
εγκληματικότητας συνίσταται ουσιαστικά στην παραγωγή εγκληματικότητας. Στην
παραγωγή μιας ελεγχόμενης ομάδας εγκληματιών κι ενός χώρου εγκληματικότητας
κλειστού, περιθωριοποιημένου, αποδυναμωμένου, εύκολα ελεγχόμενου, του οποίου η
λειτουργία επεκτείνεται και μετά την έξοδο από τη φυλακή. Το σχήμα αστυνομία –
φυλακή – εγκληματικότητα, αποτελεί μια αλυσίδα ελέγχου και επιτήρησης του
πληθυσμού και ιδιαίτερα των ασθενέστερων τάξεων απ’ όπου στρατολογείται κατά
κανόνα ο ποινικός πληθυσμός. Η αστυνομική επιτήρηση εφοδιάζει τη φυλακή με
παραβάτες που μετατρέπονται σε εγκληματίες, οι απολυμένοι κατάδικοι τροφοδοτούν
την αστυνομική επιτήρηση και τη φυλακή είτε ως υπότροποι είτε ως καταδότες.
G.Rusche, O.Kirchheimer, Punishment and Social Structure, Russell @ Russell, N.York, 1968 [26] (ιταλική
μεταφραση Pena e struttura Sociale, Bologna: il Mulino, 1978, απ' όπου και οι αναφορές)
Πρόκειται για μια
ιστορικο-οικονομική έρευνα, της οποίας το αντικείμενο δεν είναι η φυλακή, η
ιστορία απλώς των τιμωρητικών συστημάτων, αλλά η σχέση μεταξύ ποινής και κοινωνικής δομής, η οποία αναλύεται με
βασική κατηγορία την αγορά εργασίας.
Δηλαδή, η σχέση ανάμεσα στα τιμωρηικά συστήματα και τα συστήματα παραγωγής και
ειδικότερα τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας.
Η βασική υπόθεση της μελέτης είναι
ότι το τιμωρητικό σύστημα κάθε ιστορικά προσδιορισμένης κοινωνίας δεν είναι
κάτι απομονωμένο, που υπακούει μόνον στους δικούς του νόμους. Έτσι και η
εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων δεν είναι συνάρτηση της αλλαγής αντιλήψεων περί
εγκληματικότητας και αντεγκληματικής πολιτικής αλλά της εξέλιξης των συστημάτων
παραγωγής: Κάθε σύστημα παραγωγής τείνει να ανακαλύψει το τιμωρητικό σύστημα το
οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του.
Καθώς βασική κατηγορία της μελέτης
είναι η αγορά εργασίας, η θέση η οποία αναπτύσσεται είναι ότι τόσο το είδος,
όσο και η σκληρότητα των ποινών είναι συνάρτηση των διαμορφούμενων αναγκών στην
αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, όταν υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών, οι ποινές
είναι πιο ήπιες και τείνουν να καλύπτουν τα κενά. Αντίστροφα, όταν υπάρχει
υπερπροσφορά εργατικών χεριών, είτε οι ποινές είναι πιο σκληρές, καθώς ο
εγκληματίας δεν προσφέρεται για οικονομική εκμετάλλευση, είτε, χωρίς να είναι
αναγκαία σκληρές, δεν αποσκοπούν στην κάλυψη αναγκών της αγοράς εργασίας (η
εργασία του κρατουμένου, όταν προβλέπεται, δεν έχει παραγωγικό χαρακτήρα και
αποτελεί μορφή τιμωρίας ή θεωρείται μέσο σωφρονισμού).
Η
βασική λειτουργία, λοιπόν, των τιμωρητικών συστημάτων είναι αυτή του ρυθμιστή της αγοράς εργασίας.
Η μελέτη ουσιαστικά αρχίζει με την
μετατροπή του ιδιωτικού χαρακτήρα του ποινικού συστήματος σε δημόσιο, άρα
όργανο κυριαρχίας των ισχυρών τάξεων. Στις απαρχές του καπιταλισμού, η πληθώρα
εργατικών χεριών και η μείωση της αξίας της εργασίας οδηγούσε σε μια μείωση της
αξίας της ανθρώπινης ζωής, άρα στόχος του τιμωρητικού συστήματος όχι απλώς δεν
ήταν να καλύψει κενά στην αγορά εργασίας αλλά, αντίθετα, να εξαλείψει το
περιττό εργατικό δυναμικό. Παράλληλα, όσο πιο πολύ χειροτέρευαν οι οικονομικές
συνθήκες, τόσο περισσότερο αύξανε η εγκληματικότητα των φτωχών και ταυτόχρονα
μεγάλωνε η ποικιλία και η σκληρότητα των ποινών.
Το ενδιαφέρον για την οικονομική
εκμετάλλευση της εργασίας του εγκληματία εμφανίζεται κατά τον μερκαντιλισμό,
περίοδο κατά την οποία ανοίγει η αγορά εργασίας (ανακάλυψη νέων εδαφών, νέων
αγορών, ανάγκη για μεγαλύτερη επένδυση κεφαλαίων). Άρα, η εργατική δύναμη δεν
θα έπρεπε να σπανίζει, κατά συνέπεια, να είναι ακριβή. Αρχίζουν, λοιπόν, να
εμφανίζονται ποινές όπως η σκλαβιά στις γαλέρες, τα καταναγκαστικά έργα, κλπ,
οι οποίες συχνά συνυπάρχουν με το παραδοσιακό σύστημα των χρηματικών ή
σωματικών ποινών.[27]
Παρά την συνύπαρξη, όμως, στην πράξη η εφαρμογή των σωματικών ποινών ήταν
περιορισμένη, όχι για ανθρωπιστικούς αλλά για οικονομικούς λόγους.
Παράλληλα, με την παρέμβαση του
κράτους προκειμένου να αναπτυχθεί η βιομηχανία, οι μισθοί ρυθμίζονταν σε χαμηλά
επίπεδα, θεσπίζονταν αυστηροί κανονισμοί εργασίας, απαγορεύονταν ο
συνδικαλισμός, ενθαρρύνονταν η παιδική εργασία κλπ., ενώ η πολιτική απέναντι στους φτωχούς βασίζονταν
στη διάκριση ανάμεσα σε φτωχούς ικανούς προς εργασία, οι οποίοι
αποτελούσαν το βασικό αντικείμενο της ποινικής πολιτικής, και σε φτωχούς
ανίκανους προς εργασία, οι οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο κοινωνικής πρόνοιας.
Τα πρώτα σωφρονιστήρια (houses of correction) εμφανίζονται τον 16ο
αιώνα, πρώτα στην Αγγλία και μετά στην Ολλανδία. Ο πυρήνας τους ήταν ένας
συνδυασμός των αρχών φτωχοκομείου, καταστήματος εργασίας και τιμωρητικού
ιδρύματος, ενώ σταθερά χαρακτηριστικά τους ήταν η σκληρή δουλειά και οι
θρησκευτικές δραστηριότητες, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα αξιοποίησης
αυτού του δυναμικού κάποια στιγμή στην ελεύθερη αγορά εργασίας, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι και τα ίδια τα ιδρύματα δεν είχαν μια οικονομική λειτουργία
(οικονομική εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης των εγκλείστων, είτε από το
ίδιο το ίδρυμα είτε μέσω επινοικίασης). Έτσι, μολονότι η αξιολόγηση τους ως
παραγωγικών μονάδων δεν υπήρξε παντού η ίδια, ο κοινός και κυρίαρχος, κατά τους
συγγραφείς, στόχος τους υπήρξε η οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας των
εγκλείστων.[28]
Κατά τους συγγραφείς, σ' αυτά τα
πρώτα ιδρύματα, έχουμε μια πρώτη εφαρμογή της ιδέας της μεταχείρισης (η οποία,
όπως είναι γνωστό, παγιώθηκε πολύ αργότερα), καθώς είχαν στους στόχους τους μια
προοπτική ένταξης του εγκλείστου στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Στόχο, δηλαδή,
τον οποίο η ποινή εκείνη την περίοδο δεν περιελάμβανε ούτε κατ' ιδέαν -
κυρίαρχος στόχος, κατά τους συγγραφείς, ήταν η οικονομική εκμετάλλευση της
εργασίας του εγκληματία.
Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η σκλαβιά στις γαλέρες και ο τρόπος με τον οποίο
επιβάλλονταν αυτό το είδος ποινής.[29] Καθώς η δουλειά στις γαλέρες ήταν πάρα πολύ σκληρή, τόσο που ούτε κάτω από
τις πιο άθλιες οικονομικές συνθήκες δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί εργατική
δύναμη, η επιβολή της ποινής ήταν σχεδόν ο αποκλειστικός τρόπος για να
καλυφθούν οι ανάγκες.[30] Για την επιβολή της, δε, καθοριστικό ρόλο έπαιζε όχι το διαπραχθέν
αδίκημα, αλλά η φυσική κατάσταση του εγκληματία.[31]
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυση των G.Rusche και O.Kirchheimer, οι ρίζες του
τιμωρητικού συστήματος που βασίζεται στον εγκλεισμό τοποθετούνται στην περίοδο
του μερκαντιλισμού, καθώς τα πρώτα σωφρονιστήρια (houses of correction) αποτελούσαν την
πρωταρχική μορφή της σύγχρονης φυλακής. Δεδομένου, δε, ότι ανάμεσα στους
στόχους τους, ο κυρίαρχος ήταν η εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού (δηλαδή, η
οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας των εγκλείστων), ουσιαστικά επιτελούσαν
τις ίδιες λειτουργίες με την μετέπειτα φυλακή, στην οποία επίσης οι συγγραφείς
αναγνωρίζουν ως κυρίαρχη την οικονομική λειτουργία, λειτουργία την οποία
θεωρούν και τον καθοριστικής σημασίας παράγοντα για την κυριαρχία των
στερητικών της ελευθερίας ποινών.
Ωστόσο, αν οι ρίζες του τιμωρητικού
συστήματος που βασίζεται στον εγκλεισμό τοποθετούνται στον μερκαντιλισμό, η
προώθηση και η θεωρητική επεξεργασία του συντελούνται κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Οι προτάσεις αναμόρφωσης του ποινικού συστήματος
απαντούσαν στην ανάγκη αποκατάστασης του κύρους της Δικαιοσύνης στα μάτια του
λαού καθώς, επικρατούσε σύγχυση γύρω από τη φύση και τους σκοπούς της ποινής
(οι έγκλειστοι στα ιδρύματα ήταν αδιακρίτως γέροι, ανάπηροι, ορφανά,
εγκληματίες), ενώ δεν λειτουργούσαν σταθερά κριτήρια ούτε για τη διάρκεια της
ποινής, ούτε για τη σχέση βαρύτητας εγκλήματος/βαρύτητας ποινής. Αν, όμως, το
είδος, η φύση της ποινής αφορούσε κυρίως τις κατώτερες τάξεις, που αποτελούσαν
τη σταθερή "πελατεία" του ποινικού συστήματος, το θέμα της
αποκατάστασης του κύρους της δικαιοσύνης με την άρση των αυθαιρεσιών, τον
επακριβή προσδιορισμό του δικαίου και των τιμωρητικών μέσων, την εγκαθίδρυση
νομικών εγγυήσεων κ.ά., αφορούσε την αστική τάξη, η οποία πάλευε ακόμα για την
παγίωση της πολιτικής της κυριαρχίας: Η αστική τάξη δεν ενδιαφερόταν τόσο για
την αυστηρότητα των ποινών, όσο για τη βεβαιότητα του δικαίου, η οποία θα
εγγυούταν την ισότητα και θα εξασφάλιζε τη μείωση των κοινωνικών αναταραχών.
Στην πραγματικότητα, όμως, η ισότητα που εγγυούταν το ποινικό σύστημα δεν
υπήρχε, καθώς οι τα φτωχότερα στρώματα δεν είχαν ούτε τις αναγκαίες γνώσεις,
ούτε τα οικονομικά μέσα να εκμεταλλευθούν τις νομικές εγγυήσεις του τιμωρητικού
μηχανισμού. Έτσι, η πολιτική κατάσταση παραχωρούσε στους ισχυρούς τη διαχείριση
της δικαιοσύνης, καθώς η αστική τάξη, εκ των πραγμάτων, απολάμβανε μεγαλύτερο
ποσοστό ασυλίας τόσο σε νομοθετικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο της απονομής
της δικαιοσύνης.
Οι
συνέπειες της βιομηχανικής επανάστασης στην ποινική πολιτική: Η κίνηση για την αναθεώρηση του ποινικού
συστήματος στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα,[32]
βρίσκει εύφορο έδαφος, διότι οι ανθρωπιστικές αρχές της συνέπιπταν με τις
ανάγκες της οικονομίας εκείνης της περιόδου: Η άρχουσα τάξη δεν είχε ανάγκη
κατασταλτικών μέσων για να ασκήσει οικονομική πίεση στις μάζες, καθώς όχι απλώς
δεν υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών αλλά, αντίθετα, υπερπληθώρα.[33] Με την αύξηση της προσφοράς εργατικού δυναμικού, οι συνθήκες για τους
εργαζόμενους χειροτέρεψαν σημαντικά, οι μισθοί παρέμεναν στα επίπεδα επιβίωσης,
ενώ, υπό την επίδραση των Μαλθουσιανών θεωριών, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας
δέχεται επίθεση, με τη λογική ότι τα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας έχουν πολύ
μεγάλο κόστος ενώ η κοινωνική τους ωφελιμότητα είναι αμφίβολη καθώς ενθαρρύνουν
την αύξηση του πληθυσμού, διαταράσσουν ακόμα περισσότερο την ισορροπία ανάμεσα
στον πληθυσμό και τα αγαθά διατροφής και αυξάνουν την μιζέρια.[34]
Μια σημαντική συνέπεια αυτής της
πολιτικής ήταν το 1834 η ενσωμάτωση στην αγγλική νομοθεσία για τους φτωχούς (Poor Laws) μιας αρχής, η οποία έκτοτε
απετέλεσε σταθερή αρχή κάθε σωφρονιστικής πολιτικής. Της αρχής, δηλαδή, σύμφωνα
με την οποία το καθεστώς κοινωνικής πρόνοιας να είναι λιγότερο επιθυμητό από
την κατάσταση της εργασίας ακόμα και για τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα (αρχή
της less eligibility).[35]
Την ίδια περίοδο παρακμάζουν τα
διάφορα ιδρύματα (σωφρονιστήρια, καταστήματα εργασίας) τα οποία συνέλεγαν το
κοινωνικό περιθώριο της εποχής, καθώς η οικονομική τους σημασία μειώνεται,
δεδομένου και του κόστους τους αλλά, κυρίως, του γεγονότος ότι η ελεύθερη αγορά
εργασίας είναι πιο προσοδοφόρα: Το εργοστάσιο.
Προς τα τέλη του 18ου,αρχές
του 19ου αιώνα, οι οικονομικές συνθήκες της εργατικής τάξης είναι άθλιες, η
εγκληματικότητα φτάνει σε πολύ μεγάλα ύψη και η κατάσταση στις φυλακές
απερίγραπτη, καθώς δεν υπάρχει ανάγκη αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού έτσι
ώστε να απαιτείται η εξασφάλιση ανεκτών συνθηκών ζωής για τους κρατούμενους. Η
σωφρονιστική εργασία εξακολουθεί να υπάρχει θεωρούμενη ως παραχώρηση στον
κρατούμενο, αλλά δεν είναι παραγωγική και έχει περισσότερο τον χαρακτήρα
βασανισμού (π.χ. χειρόμυλος). Παρόλο δε ότι, κατά καιρούς και με αφορμή την
ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας οφειλόμενης στην επιδείνωση των οικονομικών
συνθηκών της εργατικής τάξης, αναδιατυπωνόταν το αίτημα για επιστροφή σε
σωματικές ποινές, η φυλακή αναδεικνύεται και παραμένει ο κύριος τιμωρητικός
θεσμός σ' όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι συνθήκες κράτησης, βέβαια, υπακούουν
στην αρχή της less eligibility και παρουσιάζουν μια
εικόνα απερίγραπτη, όπως έχει καταγραφεί σε πολλά κείμενα της εποχής: το όριο
επιβίωσης του ελεύθερου πληθυσμού έπρεπε να καθορίζει το ανώτατο όριο διαβίωσης
στις φυλακές.
19ος
αιώνας - Σωφρονιστική μεταρρύθμιση. Εισαγωγή της έννοιας της μεταχείρισης: Κατά
το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρατηρείται μια σημαντική βελτίωση των
οικονομικών συνθηκών των εκμεταλλευόμενων τάξεων στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό
επηρεάζει και τα ποσοστά εγκληματικότητας, τα οποία εμφανίζονται πιο χαμηλά. Η
αλλαγή, λοιπόν, των οικονομικών συνθηκών οδηγεί σε μια αύξηση της αξίας της
εργατικής δύναμης, στην ανάγκη, κατά συνέπεια, να μειωθεί ο ποινικός πληθυσμός,
γεγονός το οποίο διευκολύνεται και από την μείωση των ποσοστών
εγκληματικότητας. Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο εισάγεται η έννοια της μεταχείρισης του
εγκληματία (Ιταλική Θετική Σχολή) και η κοινωνική πολιτική του E. Ferri για την καταπολέμηση του εγκλήματος: Η ποινή πλέον
προσβλέπει στο μέλλον, στην κοινωνική επανένταξη του εγκληματία.
Κατά τους συγγραφείς, το γεγονός ότι
υπερίσχυσε η επανακοινωνικοποιητική έναντι της ανταποδοτικής λειτουργίας της
ποινής δεν υπήρξε το αυτόματο αποτέλεσμα της αλλαγής αντιλήψεων για το έγκλημα
και τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά μια "καλή οικονομική επένδυση", η
μεταχείριση υπήρξε ένα μέσο για να αποκατασταθεί το maximum δυνατό του εργατικού δυναμικού που κατέληγε στη φυλακή.
Αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν πράγματι η μείωση του ποινικού πληθυσμού, ενώ
η γενικότερη βελτίωση των όρων διαβίωσης οδήγησε και σε μια βελτίωση των
συνθηκών κράτησης. Έτσι, ενώ παρέμενε σε ισχύ η αρχή της less eligibility, οι συνθήκες
διαβίωσης των κρατουμένων μπορούσαν να είναι τέτοιες ώστε να μην καταστρέφουν
αυτό το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό, αλλά να επιτρέπουν την είσοδο του στην
παραγωγή. Εν όψει μάλιστα αυτού του στόχου επιχειρήθηκε σε διάφορες χώρες η
εισαγωγή στις φυλακές προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης των κρατουμένων,
αλλά το μεγάλο οικονομικό κόστος σε συνδυασμό με τη δυσκολία να βρεθεί αγορά να
απορροφήσει τα παραγόμενα προϊόντα εμπόδισαν την εφαρμογή τους.
Σε οργανωτικό επίπεδο, μια εφαρμογή
της έννοιας της μεταχείρισης είναι το λεγόμενο προοδευτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί ένα συνδυασμό του
απομονωτικού και του Ωβούρνειου, καθώς τα δυο αυτά συστήματα αποτελούσαν φάσεις
μιας εξέλιξης από τη φυλάκιση μέχρι την απελευθέρωση με βασικό κριτήριο την
καλή συμπεριφορά και την εργατικότητα.
Μια προσπάθεια αλλαγής της
σωφρονιστικής πολιτικής, η οποία επιχειρήθηκε την ίδια περίοδο (2ο μισό του
19ου αιώνα), αφορούσε την αντικατάσταση των μικρής διάρκειας ποινών με
χρηματικές. Αυτό ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των οικονομικών
συνθηκών και της μείωσης των ποσοστών ανεργίας. Το σύστημα αυτό, όμως, ενείχε
προβλήματα καθώς προέκυπταν δυσκολίες στην επιμέτρηση της ποινής: η ποινή θα
έπρεπε να αντιστοιχεί τόσο στη βαρύτητα του αδικήματος, όσο και στις
οικονομικές δυνατότητες του δράστη, πράγμα το οποίο δύσκολα μπορούσε να
επιτευχθεί. Έτσι, αναφέρονται νομοθετικές προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος
και άρσης των αδικιών σε διάφορες χώρες, για να εξαχθεί το γενικό συμπέρασμα
ότι τα ποσοστά μετατροπής της ποινής δεν ήταν συνάρτηση των δεικτών
εγκληματικότητας αλλά των δεικτών ανεργίας, κατά συνέπεια της γενικότερης
κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Εν πάση περιπτώσει, όμως, η ποινή της
φυλάκισης ουδέποτε έπαψε να αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του τιμωρητικού
συστήματος, έστω κι αν κατά περιόδους οι χρηματικές ποινές κέρδιζαν έδαφος
κυρίως λόγω του ότι δεν είχαν οικονομικό κόστος, συχνά δε η εφαρμογή τους
έπαιρνε τη μορφή εμπορευματοποίησης του ποινικού συστήματος.
Όσον αφορά τη σχέση αντεγκληματικής πολιτικής και
διακυμάνσεων της εγκληματικότητας,
κατά τους συγγραφείς αυτές οι δύο μεταβλητές δεν αλληλοεπηρεάζονται. Βασικός
παράγοντας για τις διακυμάνσεις της εγκληματικότητας είναι τα κοινωνικά αίτια
και όχι οι αλλαγές στην αντεγκληματική πολιτική. Όσο, δε, αγνοούνται τα
κοινωνικά αίτια του εγκλήματος, το μέλλον της φυλακής θα είναι η επιδείνωση των
συνθηκών διαβίωσης, η μετατροπή της φυλακής σε όργανο εκφοβισμού, απογυμνωμένο
οριστικά από κάθε αναμορφωτική ιδεολογία.
D. Melossi, M. Patarini (1977), Carcere e Fabbrica, Bologna: il Mulino
O D.Melossi, προλογίζοντας την
ιταλική έκδοση του "Ποινή και Κοινωνική Δομή" (Melossi, 1978), καταλογίζει
στους Rusche και Kirchheimer μονομερή οικονομίστικη προσέγγιση της σχέσης τιμωρητικών
συστημάτων και συστημάτων παραγωγής. Κατά τον Melossi, τα τιμωρητικά συστήματα έχουν αναμφισβήτητα μια
οικονομική σχέση με την αγορά εργασίας, αλλά ταυτόχρονα έχουν και μια
ιδεολογική λειτουργία, αυτή της δημιουργίας και αναπαραγωγής του προλεταριάτου.
Είναι δε ακριβώς οι διαδικασίες δημιουργίας και αναπαραγωγής του προλεταριάτου
αυτές οι οποίες καθιστούν προφανή τη σχέση ανάμεσα στο άτομο ως εγκληματία και
το άτομο ως εργάτη, η οποία διαπιστώνεται στις εκάστοτε επιταγές που
κατευθύνουν την αστική αντεγκληματική πολιτική.
Έτσι, ο Melossi συνδέει τη λειτουργία
των πρώτων σωφρονιστηρίων και των ιδρυμάτων εργασίας μ' αυτή την ιδιαίτερη
πειθαρχία στην οποία θα πρέπει να εξοικειωθεί το λούμπεν προλεταριάτο, το οποίο
ήταν ακόμα στο μεγαλύτερο μέρος του το μελλοντικό προλεταριάτο: η εργασία είναι
"διαπαιδαγωγητική" στο βαθμό που μετατρέπει το λούμπεν προλεταριάτο
σε προλεταριάτο. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαία η σύνδεση και η αλληλεξάρτηση
των ιστορικών καταβολών της φυλακής και του εργοστασίου, καθώς η βασική
λειτουργία τόσο αυτών των πρώτων ιδρυμάτων, όσο και της φυλακής αργότερα, των
οποίων κοινό χαρακτηριστικό είναι η ιεραρχία και η υποταγή, είναι να
εκπαιδευτεί ο έγκλειστος στην πειθαρχία του εργοστασίου (Melossi D.,1981).
Η έννοια της πειθαρχίας κατέχει
κεντρική θέση και στην πιο ολοκληρωμένη μελέτη αυτών των κοινών ιστορικών
καταβολών φυλακής και εργοστάσιου (Melossi, D. M.Pavarini, 1977). To έργο καλύπτει την περίοδο από τον
16ο έως τα μισά του 20ου αιώνα και είναι μια ιστορική μελέτη των τιμωρητικών
και οικονομικών θεσμών σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Όπως ήδη αναφέραμε, οι συγγραφείς
δεν αναγνωρίζουν στα τιμωρητικά συστήματα ως κυρίαρχη την οικονομική
λειτουργία, τη λειτουργία τους, δηλαδή, ως ρυθμιστή της αγοράς εργασίας. Στην
πραγματικότητα, υποστηρίζουν ότι, τόσο τα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής
και συνέλεγαν το κοινωνικό περιθώριο της εποχής (workhouses, houses of correction), όσο και η φυλακή αργότερα, δεν λειτούργησαν ποτέ ως πραγματικές
παραγωγικές μονάδες, χρήσιμες ως οικονομική δραστηριότητα. Δεν υπήρξαν ούτε
βιοτεχνίες, ούτε εργοστάσια. Η σχέση ανάμεσα στη φυλακή και το εργοστάσιο
απορρέει από το γεγονός ότι η φυλακή είναι δομημένη στο μοντέλο του εργοστάσιου
με στόχο όχι την παραγωγή εμπορευμάτων, αλλά ατόμων, προλετάριων.
Μ' αυτή την έννοια, λοιπόν, οι δυο λειτουργίες, η οικονομική και η
ιδεολογική, είναι αναγκαίες και αδιαχώριστες, καθώς κυρίαρχος στόχος υπήρξε η
εκπειθάρχηση του εργατικού δυναμικού και η προετοιμασία του προκειμένου να
ενταχθεί στις συνθήκες εργασίας όπως διαμορφώνονταν στην εξέλιξη του
καπιταλιστικού συστήματος. Έτσι, η αναμόρφωση του εγκληματία ουσιαστικά σήμαινε
τη μεταμόρφωση του σε πειθαρχημένο προλετάριο καθώς η πειθαρχία, βασικό
στοιχείο της φυλακής, παρόν σε όλα τα συστήματα κράτησης, επιβάλλει το ιδανικό
σύστημα σχέσεων, δηλαδή την πυραμιδωτή ιεραρχία.
Η φυλακή, λοιπόν, κατά τους Melossi και Pavarini, δεν υπήρξε ποτέ
παραγωγική μονάδα. Ωστόσο, μέσα από την εξέλιξη της εργασίας στο πλαίσιο των
διάφορων συστημάτων κράτησης, διατρέχουμε την εξέλιξη των οικονομικών
διαδικασιών στην ελεύθερη αγορά εργασίας.
Έτσι, το απομονωτικό σύστημα αναπαράγει το ιδανικό μοντέλο οργάνωσης των
ταξικών και παραγωγικών σχέσεων στις απαρχές του καπιταλισμού, όταν η παραγωγή
ήταν ακόμα βιοτεχνικού τύπου: Στη φυλακή η οργάνωση της παραγωγής γίνεται από
τη διοίκηση, η εργασία δεν αμείβεται (έχει χαρακτήρα κατάρτισης), ενώ η
απομόνωση δεν απαντά μόνον στη χαοτική οργάνωση αυτών των πρώτων ιδρυμάτων
αλλά, κυρίως, παρεμποδίζει τη δυνατότητα συγχρωτισμού των εγκλείστων,
συγκρότησης συλλογικοτήτων, διάχυσης εναλλακτικών συστημάτων αξιών.
Αντιστοιχεί, λοιπόν, στο ιδανικό της αστικής κοινωνίας για μη οργανωμένους
εργάτες.
Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής στην ελεύθερη αγορά, το Ωβούρνειο
σύστημα μετατρέπει τη φυλακή σε εργοστάσιο με την είσοδο του ιδιώτη επενδυτή, ο
οποίος οργανώνει την παραγωγή, προβλέπει για τον τεχνικό εξοπλισμό και
διοχετεύει τα προϊόντα στην ελεύθερη αγορά. Ο κρατούμενος γίνεται ένα αυτόματο,
μια πειθαρχημένη μηχανή συγχρονισμένη σε μια συλλογική δραστηριότητα που
ανταποκρίνεται στο κυρίαρχο μοντέλο παραγωγής. Έτσι, την πειθαρχία που
βασιζόταν στην απομόνωση την αντικαθιστά η εσωτερική πειθαρχία της οργάνωσης
της παραγωγής, ενισχυμένη από τον "κανόνα της σιωπής".
Η σχέση μεταξύ φυλακής και
εργοστάσιου, στην ανάλυση των Melossi, Pavarini, υπογραμμίζεται και
από το γεγονός ότι η ποινή της φυλάκισης, η στέρηση χρόνου ελευθερίας ως
αυτόνομη ποινή, εμφανίζεται μόνον στον καπιταλισμό:
Η ιδέα της στέρησης χρόνου ελευθερίας, προσδιορισμένου κατ' αφηρημένο
τρόπο, μπορεί να υλοποιηθεί μόνον στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, δηλαδή
σ' αυτή την οικονομική διαδικασία όπου όλες οι μορφές κοινωνικού πλούτου
ανάγονται στην πιο απλή και αφηρημένη μορφή της ανθρώπινης εργασίας, η οποία
μετριέται με το χρόνο (D. Melossi, M. Pavarini, 1977: 242-3).
Οι σχετικές αναφορές
είναι στο έργο του πολύ σημαντικού Σοβιετικού νομικού E.Pasukanis, Γενική Θεωρία του Δικαίου και Μαρξισμός (πρώτη έκδοση Μόσχα, 1924).
Σύμφωνα με τον Pasukanis, πλήρη ανάπτυξη του Δικαίου έχουμε μόνον στην εμπορευματική κοινωνία και
κατ' εξοχήν στην κοινωνία καθολικής παραγωγής εμπορευμάτων, δηλαδή την
καπιταλιστική, στην οποία η νομική μορφή, το Δίκαιο, ρυθμίζει τη σφαίρα της
κυκλοφορίας, της ανταλλαγής ισοδυνάμων. H στέρηση της ελευθερίας ως αυτόνομη ποινή αντιστοιχεί
στην έννοια της ανταλλαγής ισοδυνάμων, καθώς η ιδέα της ανταπόδοσης δι'
ισοδυνάμων βρίσκει την ύψιστη υλοποίηση της στην ποινή της φυλάκισης, διότι η
(παροδική) στέρηση της ελευθερίας αντιπροσωπεύει την πιο απλή και απόλυτη
ανταλλακτική αξία, την αξία της μισθωτής εργασίας. Ο υπολογισμός, λοιπόν, της
ποινής με χρονικούς όρους δεν είναι δυνατός παρά μόνον σ' ένα σύστημα όπου
ολοκληρώνεται η έννοια της ανθρώπινης εργασίας μετρούμενης με το χρόνο
(μισθωτής εργασίας).
Η θέση, λοιπόν, η οποία αναλύεται
είναι ότι στην καπιταλιστική κοινωνία η αναλογία εγκλήματος - ποινής
(υπολογιζόμενης με χρονικούς όρους), αντιστοιχεί στην αρχή της ανταλλαγής
ισοδυνάμων, καθώς ο χρονικός υπολογισμός της ποινής γίνεται δυνατός μόνον όταν
στην ποινή προσδίδεται ένα τέτοιο περιεχόμενο, στέρησης χρόνου εργασίας. Έτσι,
σε μια κοινωνία βασισμένη στην ανταλλαγή, όπου οποιοδήποτε αγαθό αξιολογείται
οικονομικά, ο χρόνος-χρήμα (με την έννοια του χρόνου εργασίας) που θα ξοδευτεί
στη φυλακή μπορεί να αποκαταστήσει την προκληθείσα πράξη βλάβη.
Η μελέτη των Melossi, Pavarini καλύπτει την ιστορική
περίοδο όπου τόσο η φυλακή όσο και το εργοστάσιο κατείχαν ένα ηγεμονικό ρόλο
και αναδεικνύονται οι κοινές καταβολές και ο ιστορικός δεσμός ανάμεσα σ' αυτούς
τους δύο θεσμούς: η φυλακή υπήρξε ένα εργοστάσιο ανθρώπων, ένα όργανο
μεταμόρφωσης του απείθαρχου παραβάτη του νόμου σε πειθαρχημένο προλετάριο. Απέναντι
σ' αυτή την εξοντωτική μηχανή, η μόνη συνθήκη επιβίωσης υπήρξε, κατά του
συγγραφείς, η ηθική μορφή υποταγής στο προτεινόμενο μοντέλο το οποίο
αντιστοιχεί στο μοντέλο του εξαρτημένου μη ιδιοκτήτη προλετάριου. Μ' αυτή την
έννοια, μολονότι διαφαίνεται η καθοριστικής σημασίας επίδραση του έργου των Rusche και Kirchheimer, η έννοια της πειθαρχίας, όπως ήδη αναφέραμε, ανάγεται
σε κομβικής σημασίας εργαλείο για την ανάλυση των λειτουργικών επιταγών της
φυλακής.
5δ. Απόψεις σε σχέση με το μέλλον της φυλακής
Όπως ήδη αναφέραμε, οι Rusche και Kirchheimer δεν είχαν προβλέψει
μια ενδιάμεση λύση για το μέλλον της φυλακής. Κατά τους συγγραφείς, η
αντεγκληματική πολιτική και οι διακυμάνσεις της εγκληματικότητας είναι δυο
μεταβλητές οι οποίες δεν αλληλοεπηρεάζονται. Βασικός παράγοντας για τις
διακυμάνσεις της εγκληματικότητας είναι τα κοινωνικά αίτια και όχι οι αλλαγές
στην αντεγκληματική πολιτική. Κατά συνέπεια, είτε θα εφαρμοσθεί μια πολιτική
προληπτικού τύπου, με παρέμβαση ακριβώς στους εγκληματογόνους παράγοντες (άρα η
φυλακή θα ατονήσει), είτε η φυλακή θα επιβιώσει απογυμνωμένη από κάθε
αναμορφωτική ιδεολογία, ως καθαρά κατασταλτικός μηχανισμός. Δηλαδή, όσο
αγνοούνται τα κοινωνικά αίτια του εγκλήματος και οι ρίζες της εγκληματικότητας
δεν εντοπίζονται στις συγκρούσεις που παράγει η κοινωνική δομή, το μέλλον της
φυλακής θα είναι η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και η μετατροπή της σε
όργανο εκφοβισμού.
Οι δε Melossi και Patarini, στην εισαγωγή του βιβλίου τους είχαν επισημάνει την ανάγκη να
αναδιατυπωθεί η υπόθεση εργασίας γύρω από τη σχέση οικονομικής διαδικασίας και
μορφών κοινωνικού ελέγχου και για τη μεταγενέστερη περίοδο. Από τα μέσα του 20ου
αιώνα, δηλαδή, και μετά, όταν ο κοινωνικός έλεγχος διαχέεται και δεν ασκείται
στη φυλακή ή το εργοστάσιο αλλά ακολουθεί τα άτομα στους χώρους που κινούνται
με τη διεύρυνση των μορφών και των μέσων του, τα οποία άλλοτε έχουν τη μορφή
της επιτήρησης κι άλλοτε τη μορφή κοινωνικών παροχών. Αυτές οι αλλαγές στους
τρόπους άσκησης κοινωνικού ελέγχου είναι επίσης αποτέλεσμα δομικών αλλαγών που
αφορούν στις αλλαγές στην οικονομική διαδικασία (σύνθεση κεφαλαίου, τρόπος
οργάνωσης της δουλειάς, ταξική σύνθεση, εργατικά κινήματα κλπ.) και την ανάγκη
ύπαρξης συναίνεσης σ’ αυτήν. Όπως, λοιπόν, στην οικονομική διαδικασία το
εργοστάσιο δεν κατέχει πλέον ηγεμονικό ρόλο, έτσι και ο κοινωνικός έλεγχος δεν
ασκείται πλέον μόνον με ιδρυματικές μορφές. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η
διαδικασία εκπειθάρχησης (ως μέσο εξασφάλισης της κοινωνικής συναίνεσης)
επιχειρείται σε εξωιδρυματικό πλαίσιο, η φυλακή, απογυμνωμένη από κάθε
αναμορφωτική ιδεολογία, επιβιώνει και αξιοποιείται ως καθαρά πλέον
κατασταλτικός θεσμός.
Έτσι, σε συνάρτηση με την εξέλιξη των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών,
οι τάσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν ήσαν οι εξής: Πρώτον, κάποιας σχετικής
μείωσης των ιδρυματικών μορφών κοινωνικού ελέγχου για μικροπαραβάτες και, δεύτερον,
της αύξησης της ποινικής καταστολής (συμπεριλαμβανομένης και της φυλακής) για
συγκεκριμένες κάθε φορά κατηγορίες αδικημάτων ή δραστών. Αυτές οι τάσεις
συνυπήρχαν ταυτόχρονα ή επικάλυπταν η μια την άλλη.
Από
τις δευτερογενείς συνέπειες αυτών των εξελίξεων είναι, όπως ήδη αναφέραμε, η
αλλαγή στους στόχους και τη δομή του τιμωρητικού μηχανισμού: Αποδυναμώνεται και
ο στόχος της επανακοινωνικοποίησης, ενισχύεται η κατασταλτική λειτουργία της
ποινής, ενώ η φυλακή παραμένει ως εκφοβιστικός μηχανισμός που δεν τείνει στη
μεταχείριση αλλά στην απομάκρυνση του εγκληματία από το κοινωνικό σώμα
Σε
κάποια στοιχεία που ενισχύουν αυτήν την άποψη μας παραπέμπει το έργο του Φουκώ
(Φουκώ Μ., 1989), κατά τον οποίο η ιστορία της φυλακής είναι η ιστορία της
αδύνατης μεταρρύθμισης. Πράγματι, η φυλακή επιβιώνει μέσα από επιδερμικές
μεταρρυθμίσεις, οι οποίες δεν θίγουν τον σκληρό πυρήνα, την εγγενή παθολογία
του θεσμού. Για παράδειγμα, στις περισσότερες χώρες κεντρικό πρόβλημα της
φυλακής εμφανίζεται να είναι ο υπερπληθυσμός των ιδρυμάτων, πρόβλημα το οποίο
αντιμετωπίζεται με μέτρα όπως μετατροπή των ποινών ή η μερική
απεγκληματοποίηση. Τα μέτρα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα εξόδου από τη φυλακή
στους μικροπαραβάτες που μπορούν να τα εκμεταλλευθούν και έχουν ως αποτέλεσμα,
σε πραγματικό αλλά και συμβολικό επίπεδο, την τάση να γίνει και να θεωρείται η
φυλακή χώρος φύλαξης του πραγματικά επικίνδυνου εγκληματικού σύμπαντος. Κατά
συνέπεια, και η αναπαράσταση του ποινικού πληθυσμού είναι αντίστοιχη: Στη
φυλακή είναι οι επικίνδυνοι εγκληματίες και όποιος είναι στη φυλακή είναι
επικίνδυνος.
Η αρχιτεκτονική
ιδέα αυτής της τάσης, είναι η φυλακή υψίστης ασφαλείας. Μια φυλακή ικανή να
προλαβαίνει τις εξεγέρσεις ή τις αποδράσεις, με μια αρχιτεκτονική και
οργανωτική δομή τέτοια που να της επιτρέπει να μετατρέπεται εύκολα σε χαράκωμα.
Αλλά η γλώσσα του χώρου, σε πολιτικούς όρους, σημαίνει άμεση καταστροφή, όχι
αναγκαία βίαιη, κάθε αντίστασης από μέρους των κρατουμένων που μπορεί να
θεωρηθούν «προβληματικοί». Έτσι το αρχιτεκτονικό σχέδιο γίνεται πολιτικό
σχέδιο, στο βαθμό που υπηρετεί τις ανάγκες επίβλεψης και επιβολής της
πειθαρχίας στον ποινικό πληθυσμό. Και στην υλοποίησή του συμβάλλει η
τεχνολογική εξέλιξη των μεθόδων επιτήρησης: το πανοπτικό σύστημα εξασφαλίζεται
όχι με τη διάταξη των χώρων σύμφωνα με το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Μπένθαμ,
αλλά με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων (Pavarini M., 1978, Reebs, W., 1988)
Η
ιδέα, λοιπόν, της κοινωνικής άμυνας θα πρέπει να υλοποιείται όχι διαμέσου της
αναμόρφωσης και της κοινωνικής επανένταξης, αλλά διαμέσου της εξουδετέρωσης με
κάθε μέσο του εγκληματικού σύμπαντος. Ο εγκληματίας δεν θεωρείται περιστασιακά
κακός που μπορεί να αναμορφωθεί, αλλά κοινωνικά επικίνδυνος που πρέπει να
εξουδετερωθεί.[36]
Ωστόσο, η επιλεκτική
εφαρμογή των ποινικών κυρώσεων και, κυρίως, των στερητικών της ελευθερίας
ποινών, αποτελεί ένα αναγκαίο υπερδομικό στοιχείο για τη διατήρηση αυτής της
ανισότητας και της κάθετης δομής της κοινωνίας, καθώς για τη μεγάλη πλειοψηφία
των κρατουμένων, η επαφή με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης
αποτελεί απλώς το κορυφαίο στάδιο μιας διαδικασίας κοινωνικού αποκλεισμού, η
οποία έχει ήδη ξεκινήσει στο πλαίσιο άλλων θεσμών, όπως της εργασίας, της εκπαίδευσης,
του ελεύθερου χρόνου κλπ.[37]
Μ’ αυτήν την έννοια,
τα αίτια της αποτυχίας κοινωνικοποίησης αναζητούνται
στην ίδια την κοινωνική δομή, η ανελαστικότητα της οποίας εμπεριέχει
αποτελεσματικότατες αντωθήσεις προς την κατεύθυνση της κοινωνικής επανένταξης
του ποινικού πληθυσμού. Με άλλα λόγια, η ίδια η ιδέα της επανακοινωνικοποίησης
προσκρούει στη φύση της σχέσης ανάμεσα στην κοινωνία και τον κρατούμενο: δεν
μπορείς να αποκλείεις και ταυτόχρονα να περικλείεις, η έννοια της
επανακοινωνικοποίησης ενέχει μια αθεράπευτη αντίφαση (Baratta, A. 1982: 188 και επ.). Ή, όπως πολύ
παραστατικά περιγράφει ο M. Foucault:
Την εποχή που φτιάχτηκαν οι φυλακές του Ώγκμπουρν και της Φιλαδέλφειας, και
οι οποίες χρησίμευσαν σαν υποδείγματα (με μάλλον μικρές αλλαγές μέχρι και
σήμερα) για τις μεγάλες μηχανές εγκλεισμού, υπήρχε η πίστη ότι όντως κάτι
παρήγαγαν: “ενάρετους” ανθρώπους. Σήμερα γνωρίζουμε, και η διεύθυνση είναι
απόλυτα ενημερωμένη, ότι κάτι τέτοιο δεν παράγεται. Ότι δεν παράγεται απολύτως
τίποτα. Ότι είναι απλά ζήτημα επιδέξιας ταχυδακτυλουργίας, ένας ιδιόρρυθμος
μηχανισμός κυκλικού αποκλεισμού: η κοινωνία αποκλείει, στέλνοντας στη φυλακή
ανθρώπους που ο εγκλεισμός αποσυνθέτει, συντρίβει, εξολοθρεύει φυσικά. Και
τότε, μόλις αποσυντεθούν, η φυλακή τους αποκλείει “απελευθερώνοντάς” τους και
στέλνοντάς τους πίσω στην κοινωνία. Και εκεί, η ζωή τους στη φυλακή, ο τρόπος
που τους μεταχειρίστηκαν, η κατάσταση στην οποία βγήκαν, εξασφαλίζει το ότι η
κοινωνία θα τους αποκλείσει ακόμα μια φορά, στέλνοντάς τους πίσω στη φυλακή, η
οποία με τη σειρά της … (Foucault, M. 1992, Επίσκεψη στις φυλακές Attica, Αθήνα: Ελευθεριακή κουλτούρα, σ. 7,8)
Οι προβληματισμοί
αυτοί, όπως ήδη αναφέραμε, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαφόρων
αναθεωρητικών τάσεων σε σχέση με τον κοινωνικός έλεγχο της παρέκκλισης και της
εγκληματικότητας, οι οποίες κυμαίνονταν από την πρόταση για σταδιακή κατάργηση
των κλειστών ιδρυμάτων (φυλακών, ψυχιατρείων) μέχρι την ολοκληρωτική κατάργηση
του ποινικού συστήματος και της έννοιας του εγκλήματος.
6. Κριτική Εγκληματολογία
και «αντεγκληματική πολιτική»
Oι τιμωρητικές πολιτικές εφαρμόζονται από το Kράτος- έγραφε ο Matza- προκειμένου να επιτευχθεί ένα
από τα κύρια χαρακτηριστικά και το ιδιαίτερης σημασίας επίτευγμά «του»: η
αναπαράσταση της κοινωνίας ως μίας ενοποιημένης (και ιεραρχικά καθορισμένης)
δομής (Matza 1969, Melossi 1990: 155-68). Λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευση του Becoming Deviant, τουλάχιστον στις Hνωμένες Πολιτείες, το ήθος που όλο και περισσότερο κυριαρχούσε
ήταν το ήθος της δυναμικής ενοποίησης της κοινωνίας ύστερα από μία μακρόχρονη
περίοδο κατά την οποία τα πάντα είχαν τεθεί υπό αμφισβήτηση, από τη δομή της
οικογένειας ως την ανωτερότητα της λευκής φυλής, από την ηθική της εργασίας και
της εργατικότητας ως μία πολιτική μετριοπάθειας και εγκράτειας, από τους ρόλους
των φύλων ως τους συσχετισμούς της εξουσίας σε όλους τους κοινωνικούς θεσμούς.
Αυτή τη χρονική στιγμή, η συντηρητική μερίδα του κατεστημένου ξεκίνησε μία
αιχμηρή, συνειδητή, σκόπιμη εκδικητική
ρεβάνς, η οποία διήρκεσε
τουλάχιστον από την προεδρία του Nixon ως την προεδρία του Bush και είχε διεθνή απόηχο στις πολιτικές της Margaret Thatcher στη Mεγάλη Bρετανία.[38] Θα ακολουθούσαν είκοσι και πλέον χρόνια αυξανόμενης ανεργίας, ριζικής
αναδόμησης της οικονομίας και, μαζί με αυτό, έντονης εκπειθάρχησης της εργατικής τάξης. Tην ίδια στιγμή άρχισε να λαμβάνει χώρα στις Hνωμένες Πολιτείες η πιο μαζική διαδικασία εγκλεισμού που συνέβη ποτέ στη
Δύση από τις μέρες του «μεγάλου εγκλεισμού» του δεκάτου- εβδόμου αιώνα.[39] O συνολικός αριθμός των
εγκλείστων ή αυτών που βρίσκονταν υπό κάποιο είδος επανορθωτικού ελέγχου,
προσέγγιζε μία ευμεγέθη μερίδα των δημογραφικών ομάδων στη βάση της κοινωνικής
διαστρωμάτωσης, όπως οι Aφρο- Aμερικανοί και οι άνεργοι (Melossi 1993, Beckett 1997, Western και Beckett 1998, Tonry 1995, Miller 1997). H νέα τάση συνοδεύτηκε από μία μεταβολή στη διάθεση των εγκληματολόγων. Mία νέα ρεαλιστική εγκληματολογία[40]
(Platt και Takagi 1977) έμελλε να ανακαλύψει για άλλη μία φορά ότι το κακό που επέβαλλαν οι
εγκληματίες στα άτομα και τις κοινότητες ήταν πραγματικό· ότι οι εγκληματίες ήταν συχνά κακοί και/ ή κατώτεροι
τύποι ανθρώπινων όντων· ότι η ποινή όντως υπηρετούσε τη θετική λειτουργία της
προστασίας της κοινωνίας από τους εισβολείς όλων των ειδών, ανθρώπων που δεν
αξίζουν τη συμπόνια μας (Melossi D. 1999: 42-43)
Εκείνη την περίοδο,
λοιπόν, και σ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, αναπτύχθηκαν οι τάσεις
της κριτικής εγκληματολογίας οι οποίες εστιάζουν κατά κύριο λόγο σε θέματα
αντεγκληματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, ένα πλέγμα οικονομικών,
κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων οδήγησε σε ριζικές αλλαγές
στο τρόπο με τον οποίο τέθηκε το πρόβλημα της εγκληματικότητας και του
κοινωνικού ελέγχου στο πλαίσιο της Κριτικής Εγκληματολογίας.
Τα συμφραζόμενα αυτών των αλλαγών, όπως προκύπτει και από το παραπάνω
παράθεμα του Melossi, συναρτώνται προς τις αλλαγές και
των επίσημων αντεγκληματικών πολιτικών (ενδυνάμωση της κατασταλτικής
λειτουργίας της ποινής, η φυλακή ανακτά και πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο), οι
οποίες εφαρμόστηκαν όχι μόνον στις ΗΠΑ αλλά και σε ευρωπαϊκές χώρες.
Συναρτώνται επίσης με την παράλληλη αποσύνδεση του εγκλήματος από το πλέγμα των
κοινωνικών συγκρούσεων και προβλημάτων που βρίσκονται στη βάση της εκδήλωσής
του: το ενδιαφέρον της «ακαδημαϊκής» εγκληματολογίας, της «εγκληματολογίας της
εκδίκησης» με τα λόγια του Melossi, επικεντρώνεται στο τελικό προϊόν (εγκληματική ενέργεια, εγκληματίας), το
οποίο ανάγεται σε φυσικό, ανιστορικό φαινόμενο και υποβαθμίζονται οι
διαδικασίες μέσω των οποίων αυτό το τελικό προϊόν κατασκευάστηκε κοινωνικά
(ανεργία, ρατσισμός, καταναλωτική κουλτούρα, κοινωνικές πρακτικές που
υποθάλπουν τη βία κλπ.). Οι αντιλήψεις αυτές συνεπάγονται παράλληλα τον
προσδιορισμό μιας «εγκληματικής τάξης» (φτωχοί, άνεργοι, μετανάστες), καθώς η
ηθική απαξίωση του εγκληματία περιλαμβάνει και τη συλλογική απαξίωση της ομάδας
προέλευσης, δηλαδή κοινωνικά στρώματα τα οποία βρίσκονται εκτός ή στις παρυφές
της αγοράς εργασίας και έχουν «δαιμονοποιηθεί» στο πλαίσιο του δημόσιου λόγου
για το έγκλημα.
Ήδη,
λοιπόν, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η συζήτηση περί εγκληματικότητας
άρχισε να αποτελεί ένα προνομιακό πεδίο για την εφαρμογή συντηρητικών,
κατασταλτικών πολιτικών που έτειναν στον έλεγχο όλο και ευρύτερων κοινωνικών
στρωμάτων, ενώ οι νέες μορφές αντεγκληματικής πολιτικής βρίσκουν σύμφωνους και
τους εγκληματολόγους, οι οποίοι συντέλεσαν στη σταθεροποίηση και τη
νομιμοποίησή τους.[41]
Oι κριτικοί εγκληματολόγοι εντοπίζουν τώρα τον κίνδυνο
στην ενίσχυση του ποινικού μηχανισμού αλλά και στην ευρύτατη κοινωνική συναίνεση
που εξασφαλίζει αυτή η αλλαγή στους τρόπους άσκησης του ελέγχου της
εγκληματικότητας, καθώς μορφές κοινωνικού πανικού που συνδέονται με την
αναπαράσταση της εγκληματικότητας ως κοινωνικού προβλήματος πρώτου μεγέθους,
διαμορφώνουν τις συνθήκες νομιμοποίησης αυτών των πολιτικών.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, δεν
αντιμετωπίζουν πλέον το πρόβλημα της εγκληματικότητας μόνον ως «κοινωνική
κατασκευή» η οποία τείνει στη νομιμοποίηση των πολιτικών κοινωνικού ελέγχου όλο
και ευρύτερων πληθυσμιακών στρωμάτων. Απεναντίας, μεγάλη μερίδα των κριτικών
εγκληματολόγων θεωρούν ότι το πρόβλημα είναι υπαρκτό, πλήττει κατά κύριο λόγο
την εργατική τάξη (ως ενδοταξική εγκληματικότητα) και μπορεί να ενταθεί καθώς
εντείνεται η οικονομική κρίση. Έτσι, ενόσω δεν υπάρχει μία εναλλακτική άποψη,
ο τρόπος με τον οποίο προβάλλεται θεσμικά το πρόβλημα του νόμου και της τάξης
βρίσκει έρεισμα στο κοινό διότι, εν πολλοίς, απαντά σε πραγματικά προβλήματα
εγκληματικότητας και θυματοποίησης. Μ' αυτή την έννοια επισημαίνεται ότι μια
«σοσιαλιστική», όπως αναφέρεται, παρέμβαση, πέρα από αναγκαία είναι και
επείγουσα.
Με άλλα λόγια, ένα σημαντικό μέρος των αναλύσεων αφορά πλέον το σχεδιασμό
μιας αντεγκληματικής πολιτικής, η οποία θα αναδύεται από τη λαϊκή εμπειρία για
το υπάρχον ποινικό σύστημα και τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων για έλεγχο του
εγκλήματος (I.Taylor, 1981, J.Lea, J.Young, 1984), καθώς και την επεξεργασία και εφαρμογή προγραμμάτων εξωποινικής
αντιμετώπισης της εγκληματικότητας και της θυματοποίησης μέσα από την ενίσχυση
κοινοτικών μορφών διαχείρισης των συγκρούσεων και των προβλημάτων από τα οποία
απορρέει τόσο η πραγματικότητα όσο και η αναπαράσταση της εγκληματικότητας και
της ανασφάλειας.[42]
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαμε ίσως να συμφωνήσουμε με τον V. Ruggiero, ο οποίος σχολιάζοντας τις αναλύσεις της κριτικής
εγκληματολογίας στις αρχικές της φάσεις, επισημαίνει μεταξύ άλλων:
Στις καλύτερες στιγμές της η κριτική εγκληματολογία πρόσφερε την έννοια της
ιστορικής και κοινωνικής σχετικότητας του «εγκλήματος» θέτοντας ερωτήματα γύρω
από την τεκμαιρόμενη οντολογική του φύση. Στις χειρότερες στιγμές της διέτρεχε
τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε καθαρή πολιτική προπαγάνδα μιλώντας εκ μέρους των
χαρακτηρισμένων ως εγκληματιών, οι οποίοι πιθανότατα δεν είχαν ποτέ ονειρευτεί
να ορίσουν τους κριτικούς εγκληματολόγους ως ιδεολογικούς τους εκπροσώπους. Η
κριτική εγκληματολογία υιοθέτησε ένα παιδαγωγικό μοντέλο και διεκδίκησε να
εκπροσωπήσει τους καταδυναστευόμενους και τον υπόκοσμο. Ωστόσο, αυτή η
αντι-βελτιωτική της διάθεση λειτούργησε ως αντικίνητρο για τη λεπτομερειακή
μελέτη αυτού του υπόκοσμου (Ruggiero V., 1992: 126)
Απέναντι σ' αυτές τις
συνθήκες, αρχίζει να διαμορφώνεται ένα διαφορετικό πεδίο θεωρητικής και
εμπειρικής ενασχόλησης των κριτικών εγκληματολόγων, καθώς η συζήτηση
επικεντρώνεται στο αίτημα για μεταρρύθμιση των ποινικών θεσμών ή την αναζήτηση
εξωποινικών μορφών διαχείρισης του εγκλήματος.
6α. Ο
αριστερός νέο-ρεαλισμός
Η εμφάνιση έργων της ριζοσπαστικής ρεαλιστικής εγκληματολογίας έχει σε
μεγάλο βαθμό συνδεθεί με την άνοδο του Θατσερισμού στη Βρετανία. Ο Θατσερισμός
αναμφίβολα δημιούργησε μια σειρά από νέα προβλήματα και προκλήσεις, αλλά ο
εγκληματολογικός ρεαλισμός δεν ήταν απλώς ένα προϊόν του κυβερνητικού
συστήματος. Και τα δυο ήταν μάλλον προϊόν της
αλλαγής των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών κατά διάρκεια της δεκαετίας του ’70.
Στο πεδίο του «νόμου και της τάξης», το πρόβλημα του εγκλήματος και του ελέγχου
του είχε ήδη αρχίσει να προσλαμβάνει νέες διαστάσεις και σημασία. Όταν η Μ.
Θάτσερ ρωτήθηκε τις παραμονές των εκλογών του 1979, εάν θα καταστήσει το θέμα
«του νόμου και της τάξης» κεντρικό ζήτημα, απάντησε, εν μέρει δικαιολογημένα,
ότι όχι εκείνη αλλά το Βρετανικό κοινό θα διασφάλιζε το ότι θα έπρεπε να δοθεί
προτεραιότητα σ’ αυτό το ζήτημα. Πολυάριθμες δημοσκοπήσεις που έγιναν την
τελευταία δεκαετία έδειχναν ότι το πρόβλημα της εγκληματικότητας αναφερόταν
σταθερά ως αιτία της ανησυχίας του κοινού, όντας μόλις δεύτερο μετά το πρόβλημα
της ανεργίας (Young J., R. Matthews. 1992b: 1).
Η πιο ισχυρή, αλλά και
αμφιλεγόμενη, από τις τάσεις οι οποίες διαμορφώθηκαν είναι ο λεγόμενος
«νέο-ρεαλισμός» της αριστεράς, του οποίου οι ρίζες τοποθετούνται στην Αγγλία
της δεκαετίας του ’80 και ο οποίος είχε αρχικά ευρύτατη αποδοχή, καθώς οι
προτάσεις του ηχούσαν ιδιαίτερα ελκυστικές.
Ο αριστερός νέο-ρεαλισμός πρόβαλε την ανάγκη μιας ανάλυσης
προσανατολισμένης στις ίδιες τις προβληματικές καταστάσεις και όχι στην
ιδεολογική τους αναπαράσταση η οποία τροφοδοτεί το φόβο του εγκλήματος και
δημιουργεί αποδιοπομπαίους τράγους. Όπως προκύπτει δε ήδη από το παραπάνω
παράθεμα, ανάμεσα στους στόχους των εκπροσώπων του είναι το ενδεχόμενο να
εφαρμοσθούν μελλοντικά, σε κυβερνητικό επίπεδο, οι προτάσεις τους για τον
κοινωνικό έλεγχο.
Θέλω να μιλήσω για τον αριστερό ρεαλισμό [….] επίσης με
τους όρους της αδιάκοπης ανησυχίας να προωθήσουμε ένα σύνολο ρεαλιστικών
πολιτικών κοινωνικού ελέγχου, οι οποίες όχι απλώς θα υποστηριχθούν αλλά θα
μπορούσαν και να υιοθετηθούν απ’ το Εργατικό Κόμμα της αντιπολίτευσης (Ian Taylor, 1992)[43]
Κατά τον J. Young (Young, J. 1992: 25,26), τον κυριότερο ίσως
εκπρόσωπο αυτής της τάσης, οι βασικές διαδικασίες οι οποίες επηρέασαν τις
αλλαγές της εγκληματολογικής σκέψης είναι: Πρώτον, «η αιτιολογική κρίση»,
δηλαδή η αποτυχία του φιλελεύθερου κράτους πρόνοιας να μειώσει το έγκλημα με αποτέλεσμα
την αύξηση των δεικτών εγκληματικότητας. Δεύτερον, η κρίση των τιμωρητικών
πρακτικών με όρους αποτυχίας του θεσμού της φυλακής και επανεκτίμησης του ρόλου
της αστυνομίας. Τρίτον, η αυξανόμενη αξιολόγηση της θυματοποίησης και κάποιων
εγκλημάτων τα οποία μέχρι τότε είχαν παραμείνει «αθέατα». Και, τέταρτον, η
ενίσχυση του λαϊκού αιτήματος για αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών.
Ο ρεαλισμός απερίφραστα προσπαθεί να καταπιαστεί με όλα
αυτά τα ζητήματα και να μπει σε μια δημόσια συζήτηση με τις απαντήσεις που
δίνουν η νέα δεξιά κατεστημένη εγκληματολογία και ο αριστερός ιδεαλισμός (Young, J. 1992: 26)
Έτσι, ο αριστερός
ρεαλισμός συνιστά, εν πολλοίς, την «επανεπινόηση» ενός αιτιολογικού
παραδείγματος, συγγενούς προς αυτό της Θετικιστικής Εγκληματολογίας.[44]
Από τα πρώτα και
βασικότερα κείμενα αυτής της τάσης είναι τα έργα των I.
Taylor
(1981), Law and Order. Arguments for Socialism, και J. Lea, J. Young (1984) What
is to Do about Law and Order?
Στο βιβλίο του ο I. Taylor υποστηρίζει ότι, ενόψει αυτών των δεδομένων, η επανάληψη των ρομαντικών
προσεγγίσεων του παρελθόντος δεν θα αποτελούσε μία υπεύθυνη απάντηση από την
μεριά της αριστεράς. Παράλληλα, ούτε η εκδοχή του ηθικού πανικού και η αναφορά
στους μηχανισμούς ενίσχυσης της παρέκκλισης θα ανταποκρινόταν στην
πραγματικότητα. Αν αυτή η αλλαγή της αντεγκληματικής πολιτικής δεν βρίσκει
ασύμφωνη την εργατική τάξη, είναι γιατί έχει μία πραγματική βάση στην πρόσφατη
εμπειρία της από την έξαρση του κοινού εγκλήματος, έστω κι αν αυτή δεν
ανταποκρίνεται απόλυτα στον τρόπο με τον οποίο προβάλλεται το πρόβλημα.
Υπάρχει, ωστόσο, κάποιος βαθμός αλήθειας, έστω και παραποιημένης, γεγονός το
οποίο, συνδυαζόμενο με την έλλειψη εναλλακτικών προτάσεων από την μεριά της
αριστεράς, οδηγεί στο να αποσπά η συντηρητική αντεγκληματική πολιτική τη
συναίνεση της εργατικής τάξης.
Ο συγγραφέας
υποστηρίζει, λοιπόν, ότι θα πρέπει να διαμορφωθεί μία νέα σοσιαλιστική
αντεγκληματική πολιτική, σ' ένα πρακτικό πλαίσιο, το οποίο να μην
ανταποκρίνεται στον προσδιορισμό της δημόσιας τάξης από την εξουσία, αλλά στις
πραγματικές ανάγκες της εργατικής τάξης και μάλιστα όπως αυτές προσδιορίζονται
από τα ειδικότερα τμήματα της. Επισημαίνει,
λοιπόν, ότι το πρόβλημα της εγκληματικότητας δεν είναι μία κοινωνική κατασκευή
αλλά υπαρκτό, πλήττει την εργατική τάξη και μπορεί να ενταθεί καθώς εντείνεται
η οικονομική κρίση. Παράλληλα, όπως είπαμε, επισημαίνει ότι ενόσω δεν υπάρχει
μία εναλλακτική άποψη, βρίσκει έρεισμα στο κοινό ο τρόπος με τον οποίο
προβάλλεται το πρόβλημα του νόμου και της τάξης και, κατά συνέπεια οι αλλαγές
στον τρόπο άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής - αλλαγές οι οποίες, ωστόσο,
συνδέονταν με την οικονομική κρίση και εντάσσονταν στην πολιτική περικοπής των
κοινωνικών δαπανών και τη στροφή σε λιγότερο δαπανηρές μεθόδους κοινωνικού ελέγχου
του εγκλήματος.
Μ' αυτή την έννοια, ο I. Taylor θεωρεί ότι πέρα από αναγκαία είναι και επείγουσα μία σοσιαλιστική
παρέμβαση και ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις θα πρέπει να αναδύονται από την λαϊκή εμπειρία για το υπάρχον ποινικό
σύστημα και τις λαϊκές ανάγκες για έλεγχο του εγκλήματος. Εντοπίζει, λοιπόν,
διάφορους χώρους στους οποίους επείγει η παρέμβαση. Γενικός στόχος είναι η
άσκηση κοινωνικού ελέγχου στο ίδιο το σύστημα απονομής της ποινικής
δικαιοσύνης, ο περιορισμός της αυθαιρεσίας και ο εκδημοκρατισμός σ' όλα τα
επίπεδα του. Αυτού του είδους η παρέμβαση συνδέεται και με την ανάγκη
συρρίκνωσης του πεδίου εφαρμογής των στερητικών της ελευθερίας ποινών. Με άλλα
λόγια, επισημαίνεται η ανάγκη ριζικών μεταρρυθμίσεων στο χώρο της αστυνόμευσης,
της απονομής της δικαιοσύνης, της φυλακής, έτσι ώστε να περιορίζεται το πεδίο
αυθαιρεσιών και να μπορεί η δικαιοσύνη να ανταποκρίνεται στις πρακτικές ανάγκες
των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Τέλος, ο συγγραφέας αναφέρεται στην ανάγκη
ευρύτερων νομοθετικών μεταρρυθμίσεων στο χώρο του οικογενειακού δικαίου, στο
θέμα της εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής για την νεολαία, στο θέμα της
ισότητας των φύλων, κλπ.
Στο ίδιο γενικότερο
πλαίσιο εντάσσεται και η προβληματική των J. Lea, J. Young (1984), οι οποίοι επίσης επισημαίνουν την ανάγκη για μια ρεαλιστική
στρατηγική στο χώρο του ελέγχου του ελέγχου του εγκλήματος. Οι αναλύσεις τους
επικεντρώνονται στην προσπάθεια προσδιορισμού των πραγματικών διαστάσεων της
εγκληματικότητας και θυματοποίησης της εργατικής τάξης, ενώ οι προτάσεις δεν
διαφοροποιούνται ουσιαστικά απ' αυτές του I. Taylor.
Ως εκ τούτου, κεντρικό ζήτημα της συζήτησης μεταξύ των κριτικών
εγκληματολόγων, αναδεικνύεται η έννοια της μεταρρύθμισης και ειδικότερα η
σημασία της προοδευτικής μεταρρύθμισης. Για τους ρεαλιστές η αναγνώριση ότι η
εγκληματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό ενδοταξική μάλλον παρά διαταξική, με τον
φτωχό να πληρώνει ακριβά την ελλιπή προστασία, καθιστά φανερή την ανάγκη
βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης (Young, J. R. Matthews, 1992b: 8)
Με δυο λόγια, οι
βασικές θέσεις των «νεο-ρεαλιστών» της αριστεράς, έτσι όπως τις περιγράφει ο S.Cohen,[45]
ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς σε θέματα κοινωνικού ελέγχου, μπορούν
να συνοψισθούν στα παρακάτω:
Ο όρος ρεαλιστική – που χρησιμοποιήθηκε πριν από μια δεκαετία για να
καταγγείλει τις ζοφερές, χωρίς φαντασία πολιτικές των συντηρητικών και
νεοφιλελεύθερων – προβάλλεται τώρα υπερήφανα ως αξία. Το αριστερό
ρεαλιστικό παράδειγμα επιβεβαιώνει την «πραγματικότητα» του εγκλήματος.
Βασισμένο στα αποτελέσματα των μελετών θυματοποίησης και σ’ αυτό που θεωρήθηκε
ως η πραγματική απειλή του εγκλήματος στους ανίσχυρους (εργατική τάξη,
γυναίκες, μειονότητες), το παράδειγμα απορρίπτει τις αρχικές «ιδεαλιστικές»
προσπάθειες να επαναπροσδιορισθεί η σημασία του εγκλήματος. Έτσι οι ριζοσπάστες
ιδεαλιστές υποστηρίζουν ότι: το παραδοσιακό μοντέλο ποινικού δικαίου –
ποινικοποίηση και τιμώρηση – πρέπει να διατηρηθεί για τα κοινά εγκλήματα και να
επεκταθεί για να περιλάβει τα εγκλήματα των ισχυρών. Η αστυνομία πρέπει να
εκδημοκρατισθεί και να κοινωνικοποιηθεί αντί να κατηγορείται ως καταπιεστικός
μηχανισμός. Οι φυλακές πρέπει να διατηρηθούν. Στους αδύναμους πρέπει να δοθεί η
πλήρης προστασία του νόμου. Τα ήπια τμήματα του συστήματος – πρόνοια, κοινωνική
εργασία, θεραπεία, αποκατάσταση – αντί να γίνονται αντικείμενα επίθεσης ως
προκαλυμμένες μορφές κοινωνικού ελέγχου, θα πρέπει να προστατεύονται εν όψει
της σφοδρής επίθεσης κατά του κράτους πρόνοιας (Cohen S., 1990: 24)
Έτσι, ο αριστερός νεο-ρεαλισμός υποδεικνύει μια δυσκολία οριστικής
αποσύνδεσης από τις παραδοσιακές εγκληματολογικές θεωρίες οι οποίες είχαν
αποτελέσει το βασικό αντικείμενο των κριτικών του παρελθόντος. Αντίθετα, οι
εκπρόσωποί του δεν φαίνεται να έχουν σοβαρές αντιρρήσεις για τη «επανενόηση»
μιας εγκληματολογίας ικανής να προσφέρει άμεσες και πρακτικές λύσεις.[46]
Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι η μεγάλη τομή σε σχέση με την
προηγούμενη θεωρητική και εμπειρική ενασχόληση των κριτικών εγκληματολόγων,
υπήρξε η μετάθεση του ενδιαφέροντος από τις διαδικασίες εγκληματοποίησης στις
ίδιες τις «προβληματικές καταστάσεις»,[47]
όπως αυτές εκδηλώνονται και γίνονται αντιληπτές στο κοινωνικό πεδίο. Αυτό
ακριβώς, δηλαδή, το οποίο οδήγησε και στην υιοθέτηση θετικιστικών εννοιών οι
οποίες είχαν αποτελέσει στο παρελθόν αντικείμενο αμφισβήτησης και κριτικής. Σ’
αυτό το πλαίσιο, διευρύνεται και η προβληματική γύρω από τις μορφές
εγκληματικότητας οι οποίες αποτελούν αντικείμενο ανάλυσης και έτσι, παράλληλα
με το κοινό έγκλημα, αντικείμενο μελέτης αρχίζουν να αποτελούν το οrγανωμένο έγκλημα, η οικονομική
εγκληματικότητα κ.ά. Πράγματι, πολλοί «ρεαλιστές» εγκληματολόγοι, μακράν του να
επιδιώκουν πλέον μια κριτική θεώρηση του εγκληματικού φαινομένου στο σύνολό
του, επιδίδονται σε ασυνεχείς ή μονοθεματικές έρευνες (κοινό έγκλημα,
οργανωμένο έγκλημα, οικονομικό έγκλημα), με αποτέλεσμα τον αυξανόμενο τεμαχισμό
της Εγκληματολογίας σε υποειδικότητες. [48]
Έτσι, ο ειδικός επί του «οικονομικού εγκλήματος»
διαχωρίζεται, ως προς τα επιχειρήματα και τις αναλυτικές κατηγορίες, από τον
ειδικό επί των «κλοπών και ληστειών» ενισχύοντας έτσι την εντύπωση ότι η μικρή
εγκληματικότητα, το οργανωμένο και το οικονομικό έγκλημα είναι εξίσου
διαχωρισμένες κατηγορίες, όπως είναι και οι ειδικοί που τα μελετούν (Ruggiero V., 1986: 67)
Παράλληλα, η πίεση να παραχθούν άμεσα, χειροπιαστά αποτελέσματα (ο
προσανατολισμός, με άλλα λόγια, κυρίως σε θέματα αντεγκληματικής πολιτικής),
είχε ως περαιτέρω αποτέλεσμα μια τάση, θα λέγαμε, «περιφρόνησης» - κατά
συνέπεια, εγκατάλειψης - της θεωρητικής δουλειάς που χαρακτήριζε το έργο των
κριτικών εγκληματολόγων κατά το παρελθόν, ως μη μετρήσιμης ή άμεσα εφαρμοστέας
(Ruggiero V., 1992: 124). Έτσι, παράλληλα με την ποσοτική αύξηση των
«επαγγελματιών», αναπόφευκτα μεταβάλλεται και η ποιότητα των προσεγγίσεών τους,
ενώ συχνά δεν απέφυγαν τις συνέπειες του ανταγωνισμού με την επίσημη
Εγκληματολογία, με πεδίο αναμέτρησης τις εφαρμογές της αντεγκληματικής
πολιτικής.
[….] σήμερα πολλοί “ρεαλιστές”, μετράνε την εγκυρότητα της προσέγγισής τους
σύμφωνα με μια υποθετική, και ποτέ προσδιορισμένη, επιστημονική παράμετρο, έτσι
ώστε όποιος αμφιβάλει για την επιστημονικότητα της επίσημης εγκληματολογίας, να
κατηγορείται tout-court και με στομφώδεις συλλογισμούς ότι δεν πιστεύει στην
“επιστήμη”» (Ruggiero V., 1986: 69-70)
Όμως ο χώρος της
αντεγκληματικής πολιτικής (στον οποίο τείνει εκ νέου να συρρικνωθεί η
εγκληματολογία) απογυμνωμένος από μια θεωρητική υποστήριξη, ένα θεωρητικό corpus γύρω από το έγκλημα και την
ποινή, συνιστά ένα υπονομευόμενο πεδίο, με την έννοια ότι μεταφέρει τη συζήτηση
σ' ένα πλαίσιο όπου ηγεμονεύει η "δεξιά" ρητορική και όχι μόνον. Όπως
αναφέρει ο D.Melossi:
Πράγματι, χωρίς νέα θεωρητικά και εμπειρικά ανοίγματα η αριστερή
εγκληματολογία δεν είναι σε θέση να παραγάγει άλλο τίποτα παρά ένα repechage παλιών εννοιολογικών
συλλήψεων και αντεγκληματικής πολιτικής - φιλελεύθερων, προοδευτικών ή
σοσιαλδημοκρατικών, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει - που έχουν ήδη ηττηθεί από την
κριτική των γεγονότων (Melossi D, 1983: 461)
Αν, λοιπόν,
συνεχίζουμε να μιλάμε και σήμερα για κρίση της κριτικής εγκληματολογίας,
αναγκαία την συναρτάμε με το ενδεχόμενο να συρρικνωθεί τελικά σε μια
"φιλελεύθερη" εκδοχή του θετικιστικού παραδείγματος. Ή, με τα λόγια
του H. Steinert:
Ίσως δεν είμαστε αρκετά ριζοσπαστικοί στην
κριτική μας στην εγκληματολογία. Πέρασε πολύς καιρός από τότε που ο Nils Christie άρχισε τη διάλεξή του με τη φράση «Ίσως δεν θα έπρεπε να έχουμε
καθόλου εγκληματολογία» και η πρόταση αυτή δεν επαναλήφθηκε συχνά έκτοτε. Αλλά
η λογική ότι, δεδομένου ότι το «έγκλημα» είναι μια ιδεολογική, κρατικά
καθορισμένη έννοια, το αντικείμενο της έρευνάς μας πρέπει να είναι αρκετά ευρύ
ώστε να περιλάβει αυτήν την ιδεολογική χρήση, δεν είναι καθόλου ξεπερασμένη.
Στην πραγματικότητα, η «κριτική εγκληματολογία» αποτελεί μια ορολογική
αντίφαση. Μπορεί να υπάρξει μόνον κριτική της εγκληματολογίας. Αντ' αυτού,
ενσωματωθήκαμε ως απλώς μία ακόμη θεωρητική ειδίκευση στον κλάδο (Steinert, H., 1997: 125, όπως αναφέρεται στο
Σεράσης, Τ. 1999: 93)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σημείωση: Θεωρώ σκόπιμο να
προηγηθεί μια ενδεικτική παράθεση ελληνικών εκδόσεων των έργων του Μαρξ και του
Ένγκελς, στα οποία γίνονται οι περισσότερες αναφορές από τους εκπρόσωπους της
κριτικής εγκληματολογίας. Το έργο των Cain M., Hunt A. (1979), Marx and Engels on Law, London: Academic
Press,
συμπληρώνει αυτήν την ενδεικτική βιβλιογραφία.
Ενγκελς
Φ., H κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία (1845), ελληνική έκδοση
Αθήνα: Μπάυρον, μετ. Λ. Αποστόλου, 1985
Μαρξ,
K. (1844) Οικονομικά και Φιλοσοφική χειρόγραφα, ελληνική έκδοση, Αθήνα:
Γλάρος, μετ. Μπ. Γραμμένος, 1975.
Μαρξ
K., (1852) H 18η Μπρυμαίρ του
Λουδοβίκου Βοναπάρτη, ελληνική έκδοση Αθήνα:. Θεμέλιο, μετ. Φ. Φωτίου,
1975.
Μαρξ
K., «Θανατική ποινή», άρθρο στο New York Daily Tribune, 18 Φεβρουαρίου 1853
και αναφέρεται στο Cain M., Hunt A.(1979: 193), Marx and Engels on Law,
London:
Academic
Press
Μαρξ K., «Population, crime and
pauperism», New York Daily Tribune, 16 sep. 1859 και αναφέρεται στο Cain M., Hunt A. 1979: 189, Marx and Engels on Law,
London:
Academic Press
Μαρξ
Κ., Κεφάλαιο (1867), τ. 1, ελληνική έκδοση Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, μετ.
Π. Μαυρομμάτη, 1978-9.
Μαρξ
K. Παρέκβαση (περί παραγωγικής εργασίας). To κείμενο αυτό γράφτηκε στα
1860-2 και ενσωματώθηκε στις θεωρίες της υπεραξίας (τ. IV του Κεφάλαιου). Έχει εκδοθεί
και από τις εκδόσεις Αγρα, φυλ. 4ο, 1986 με τίτλο Εγκώμιο του εγκλήματος.
Μαρξ
K., (1875), Κριτική του προγράμματος Γκότα, στο Κ. Μαρξ και Φ. Ενκελς,
Διαλεχτά έργα, εκδόσεις. της K.E. του KKE, 1951.
Μαρξ
K., Ενγκελς Φ.(1846) Η Γερμανική Ιδεολογία, ελληνική έκδοση Αθήνα:
Gutenberg, μετ. Κ. Φιλίνη.
Mαρξ
K., Ενκελς Φ., (1848) To κομμουνιστικό μανιφέστο, εισαγωγή και μετ. Γ.
Κορδάτου, Αθήνα, 1963.
Μαρξ
K., Ενγκελς Φ., (1845), H Αγία Οικογένεια, ελληνική έκδοση Αθήνα:. Σ.
Καμπουρίδης.
Althusser, Louis, (1976), Positions (1964-1975), Εditions sociales, Paris – ελληνική έκδοση: Θέσεις (μετάφραση: Ξ. Γιαταγάνας), Αθήνα: Θεμέλιο, 1978
απ’ όπου και οι αναφορές
Baratta Alessandro (1982), Criminologia
critica e critica del diritto penale, Bologna: il Mulino
Baratta, Alessandro (1989), «Αρχές της
ελάχιστης ποινικής παρέμβασης. Για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως
αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου», στo Ελληνική Επιθεώρηση
Εγκληματολογίας, τ. 3-4)
Baratta, Alessandro (1991) “Cos’ e la criminologia critica?”,
συνέντευξη στον Victor Sancha Mata, η οποία δημοσιεύθηκε στο Dei Delitti e delle Pene,
1991/1.
Beccaria, Cesare
(1764)On Crimes and Punishments. Indianapolis: Hackett, 1986.
Becker, Howard, (1963/ 1973), Outsiders. Studies in
the Sociology of Deviance, New
York: The Free Press,
Becker, Howard. (1967), "Whose side are we on?", στο Social Problems, 14, 3
Beckett,
Katherine (1997), Making Crime Pay: Law
and order in contemporary American politics. New York:
Oxford University Press.
Bergalli Roberto, Colin Sumner (1997), (επιμ), Social Control and Political Order. European Perspectives at the end of the Century, London: SAGE
Blumstein,
Alfred, Jacqueline Cohen, Daniel Nagin (1977) "The
Dynamics of a Homeostatic Punishment Process," Journal of Criminal Law and Criminology 67
Boddy, Raford and James Crotty (1975)
"Class Conflict and Macro-Policy: the Political Business Cycle", The Review of Radical Political Economics, 7
Cahalan,
Margaret (1979) "Trends in Incarceration in the United States since 1880", στο Crime
and Delinquency, 25
Chambliss, William (1964), «A sociological analysis of
the law of vagrancy» στο Social Problems, 12/1
Cohen Stanley, (1971a) (επιμ.), Images of Deviance, London: Penguin, 1971
Cohen Stanley (1971b),
“Directions for Research on Adolescent Group Violence and Vandalism”, στο British Journal of Criminology, 11, 4.
Cohen, Stanley (1979),
“Guilt, justice and tolerance: some old concepts for a new criminology”, στο Downs, D., P. Rock (επιμ.), Deviant Interpretations, Oxford: Martin Robertson
Cohen Stanley (1980), Folk
Devils and Moral Panics. The creation of the Mods and Rockers, New York: St. Martin’s
Press
Cohen, Stanley (1985), Visions
of Social Control: Crime, Punishment and Classification, Cambridge: Polity Press.
Cohen Stanley (1990), «Κοινοτικός έλεγχος: Απομυθοποίηση ή επαναβεβαίωση;» Εισαγωγή και
μετάφραση Τ. Σεράσης, στο
Σύγχρονα Θέματα, τ.
41-42
Coser Lewis., (1956) The
Functions of Social Conflict, London:
Routledge and Kegan Paul
Cristie, Nils (1981), Limits to pain, Oslo:
Universitetsforlaget
Dahrendorf Ralf.(1957), Soziale Klassen und Klassenkonflikt in der
industriellen Gesellschaft, (ιταλική μετάφραση Classi e conflitto di classe nella societa industriale. Roma: Laterza, 1977, απ’ όπου και οι αναφορές)
Downs, D., P. Rock (επιμ.), Deviant Interpretations, Oxford: Martin Robertson
Ferrajoli, Luigi (1985), “Il diritto penale minimo” στο Dei delitti e delle pene, 3
Ferrajoli, Luigi, Zolo Danillo (1985), «Ο μαρξισμός και το
πρόβλημα της εγκληματικότητας», στο Φεραγιόλι Λουίτζι, (1985b), Βία και Πολιτική, Αθήνα Στοχαστής
Foucault, Michel (1992), Επίσκεψη στις φυλακές Attica, Αθήνα: Ελευθεριακή κουλτούρα
Garland, David (1985), “Politics and Policy in Criminological
Discourse: A Study of Tendentious Reasoning and Rhetoric”, στο International
Journal of the Sociology of Law, 13(1)
Garland, David
(1990), Punishment and Modern Society.
Chicago: The University of Chicago
Press
Gouldner A.W. (1968), “The sociologist as
partisan: sociology and the welfare state” στο American Sociologist, τ. 3
Greenberg,
David F. (1977) "The Dynamics of Oscillatory Punishment Processes," The Journal of Criminal Law and Criminology, 68
Hall,
Stuart et al.(1978), Policing the Crisis:
Mugging, the State, and Law and Order. London: The Macmillan Press.
Hirst Paul (1973), “The Marxism
of «The New Criminology»”, στο British Journal of Criminology, 13, 4.
Hirst Paul (1975a), “Marx
and Engels on Crime, Law and Morality” στο Taylor Ian.,
Paul.Walton, Jock.Young, (επιμ.), Critical
Criminology, London:
Routledge and Kegan Paul
Hirst Paul (1975b), “Radical
Deviancy theory and Marxism: a Reply to Taylor and Walton” στο Taylor Ian.,
Paul.Walton, Jock.Young, (1975) (επιμ.), Critical Criminology, London:
Routledge and Kegan Paul
Hulsman, Louk (986), “Critical criminology and the
concept of crime”, στο Contemporary Crises, 10
Hulsman, Louk,
Jacqueline Bernat de Celis, (1982), Peines perdues. Le systeme penal en
question, Paris:
Editiones du Centurion (ελληνική έκδοση, Άστοχες ποινές. Το ποινικό σύστημα υπό αμφισβήτηση, Εισαγωγή –
Μετάφραση Γ. Νικολόπουλου, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1997)
Inciardi,
James., (1980), (επιμ.) Radical Criminology, London:
SAGE
Jankovic, Ivan
(1977), "Labor Market and
Imprisonment." Crime and Social
Justice, 8
Lea, John.,Jock Young (1984), What
Is to Be Done about Law and Order?, Harmondsworth: Penguin Books.
Lippens Ronnie., (1995), “Critical Criminologies and
the Reconstruction of Utopia”, στο Social
Justice, τ.22/1.
Luxemburg, Rosa
(1971), Introduzione all’ economia politica, Milano: Jaca book,
Mathiesen, T. (1990), The politics of Abolition, London: Martin Robertson,
Matza David (1964), Delinquency
and Drift, New York:
John Wilney & Sons
Matza, David. (1969), Becoming Deviant, Englewood Cliffs: Prentice-Hall, ιταλική μετάφραση απ’ όπου και οι αναφορές, Matza David, Come
si diventa devianti, 1976, Bologna: il Mulino
Melossi, Dario, (1975) “Criminologia e marxismo:
alle origini della questione penale della societά de «Il Capitale»” στο La Questione Criminale, 1-2. (επαναδημοσιεύθηκε στο Platt T., Takagi P. (επιμ.), Crime and Social Justice, Macmillan, 1981, με τίτλο “The Penal Question in «Capital»”, απ' όπου και οι αναφορές).
Melossi Dario (1978), Εισαγωγή στην ιταλική έκδοση του Rusche Georg., Kirkheimer Otto, (1968), Punishment
and Social Structure, New York: Russell
& Russell, Pena e struttura Sociale, Bologna: il Mulino
Melossi, Dario (1983), “E in crisi la «criminologia
critica»?” στο Dei delitti e delle pene, τ.3
Melossi,
Dario (1985)
"Punishment and Social Action: Changing Vocabularies of Punitive Motive
Within A Political Business Cycle," στο Current
Perspectives in Social Theory, 6
Melossi,
Dario (1990) The State of Social Control: A Sociological Study of
Concepts of State and Social Control in the Making of Democracy. Cambridge: Polity Press.
Melossi, Dario (1991) “Ideologia e Diritto Penale.
Garantismo giuridico e criminologia critica come nuove ideologie di
subalternita?” στο Dei Delitti e delle Pene, 1991/1)
Melossi Dario (1994), The economy of illegalities:
normal crimes, elites and social control in comparative analysis, στο Nelken David (επιμ) The futures of criminology,
London: SAGE
Melossi, Dario (1998a),"Introduction",
σελ..xi-xxx στο
Melossi Dario (επιμ.), The
Sociology of Punishment: Socio- Structural Perspectives. Aldershot:
Ashgate.
Melossi Dario (1998b) «Il radicamento (embeddedness)
culturale del controllo sociale (o della impossibilita della traduzione):
Riflessioni a partire dalla comparazione delle culture italiana e nordamericana
in tema di controllo sociale, con alcune conseguenze per una c.d. “criminologia
critica”», στο Dei Delitti e delle Pene, τ. 3.
Melossi Dario. (1999), ‘Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες
αναπαραστάσεις του εγκληματία’, στο Α..Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες
Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον
Melossi Dario, Pavarini Massimo (1977), Carcere
e fabbrica, Bologna: il Mulino
Miller,
Jerome (1997) Search and Destroy: African-American Males in the Criminal Justice
System. Cambridge: Cambridge University
Press
Nelken David (1994), (επιμ) The futures of criminology,
London: SAGE
O'Connor,
James (1987), The Meaning of Crisis: A
Theoretical Introduction. Oxford:
Basil Blackwell.
Pavarini Massimo (1975a), “La «National Deviance
Conference»: da un approccio radicale ad una teoria critica della devianza”, στο La Questione Criminale, 1,1
Pavarini Massimo (1975b)., “Recensione a «The New
Criminology»” στο La Questione
Criminale, 1,1
Pavarini Massimo (1978), “«Concentrazione» e
«Diffusione» del penitenziario. La tesi di Rusche e Kirkheimer e la nuova
strategia del controllo sociale in Italia” στο La Questione Criminale, 4,
Pavarini, Massimo (1980), Criminologia,
Firenze: Le Monnier, σειρά Introduzione a…
Pavarini, Massimo (1985) “Il sistema della giustizia
penale tra riduzionismo e abolizionismo”, στο Dei delitti e delle pene,3.
Pavarini, Massimo (1997), “Controlling Social Panic:
Questions and Answers about Security in Italy at the End of the
Millennium”, στο Bergalli, Roberto, Colin Sumner (επιμ), Social Control and Political Order. European Perspectives at the end of the Century, London: SAGE
Pitch, Tamar (1975), La devianza, Firenze: La Nuova Italia
Pizzorno Alessandro (1977), Εισαγωγή στην ιταλική μετάφραση του Dahrendorf Ralf.(1957), Soziale Klassen und Klassenkonflikt in der
industriellen Gesellschaft, Classi e conflitto di classe nella societa
industriale. Roma: Laterza
Platt Αnthony (1975), “Prospects for a Radical
Criminology in the USA”, στο Taylor Ian., Paul.Walton, Jock.Young, (1975) (επιμ.), Critical Criminology, London: Routledge and Kegan Paul
Platt Αnthony (1981) « Street» Crime. A
view from the left, στο Crime and Social Justice, 1978, 9 (επαναδημοσιεύθηκε στο Platt Anthony., Takagi Paul (1981), (επιμ.) Crime and Social Justice,
London: Macmillan, 1981, απ’ όπου και οι αναφορές)
Platt, Anthony, Paul.Takagi (1977), “Intellectuals for
Law and Order: A Critique of the New Realists”, στο Crime and Social Justice, 8, αναδημοσιευμένο στο Platt Anthony, P. Takagi (επιμ.), (1981), Crime and Social Justice, London:
Macmillan, απ’ όπου και οι αναφορές.
Platt Anthony, PaulTakagi
(1981), (επιμ.) Crime and Social Justice, London: Macmillan
Reebs, W. (1988) Φυλακές και Αρχιτεκτονική. Η αναζήτηση για
τον ιδανικό τρόπο εξόντωσης, Αθήνα: Εκδόσεις Αμηχανία
Ruggiero Vincenzo (1986) “La crimonologia critica. Un ricordo?”, στο Criminologia, τ. 7
Ruggiero Vincenzo (1992) “Realist criminology. A critique”, στο Young J., R. Matthews (επιμ.), Rethinking Criminology: The realist Debate,
London: SAGE.
Rusche Georg., Kirkheimer Otto, (1968), Punishment
and Social Structure, New York: Russell
& Russell, (ιταλική μεταφραση Pena e struttura Sociale, Bologna:
il Mulino, 1978, απ' όπου και οι αναφορές)
Schwendinger Herman, Schwendnger
Julia (1970 /1975), “Defenders of Order or Guardians of Human Rights?” στο Issues in Criminology, 1970, 5,2. Επαναδημοσιεύθηκε στο Taylor Ian., Paul.Walton, Jock.Young, (1975) (επιμ.), Critical Criminology, London: Routledge and Kegan Paul, απ' όπου και οι αναφορές.
Schwendinger Herman,
Schwendingern Julia (1972), “The Continuing Debate on the Legalistic Approach
to the Definition of Crime”, στο Issues in Criminology,
7,1
Schwendinger Herman, Schwendnger
Julia (1977), “Social Class and the Definition of Crime”, στο Crime and Social Justice, 7
Scull,
Andrew T. (1977) Decarceration: Community
Treatment and the Deviant - A Radical View. Englewood Cliffs (NJ): Prentice-Hall.
Sparks,
Richard (1992) Television and the Drama
of Crime: Moral tales arid the place of crime in public life. Buckinghtam:
Open University Press.
Steinert, Heinz (1997) “Fin de Siècle Criminology”, Theoretical Criminology, 1(1),
Sykes Graham, David Matza
(1957), “Techniques of Neutralization: a Theory of Delinquency”, στο American Sociological Review, 22, 6
Taylor, Ian (1981), Law and Order: Arguments for Socialism, London: Macmillan.
Taylor, Ian (1992), «Left realist criminology and the
free market experiment in Britain»
στο Young, J. R.
Matthews (επιμ.), Rethinking
Criminology: The realist Debate, London:
SAGE
Taylor Ian, Walton Paul (1975),
“Radical Deviance Theory and Marxism: a Reply to P. Hirst's «Marx and Engels on
Crime, Law and Morality»” στο Taylor Ian.,
Paul.Walton, Jock.Young, (επιμ.), Critical
Criminology, London:
Routledge and Kegan Paul
Taylor, Ian, Paul Walton, Jock Young (1973), The New Criminology: For a Social Theory of Deviance,
London:
Routledge & Kegan Paul
Taylor Ian., Walton Paul, Young Jock,
(1975a),“Critical Criminology in Britain:
Review and Prospects”, στο Taylor Ian., Paul.Walton, Jock.Young, (επιμ.), Critical Criminology, London: Routledge and Kegan Paul
Taylor Ian., Paul.Walton, Jock.Young, (1975b) (επιμ.), Critical Criminology, London: Routledge and Kegan Paul
Tonry,
Michael (1995) Malign Neglect: Race,crime
and punishment. New York: Oxford University
Press
Traverso Giovanni Battista., Verde Alfredo (1981),
Criminologia Critica. Delinquenza e controllo sociale nel modo di produzione
capitalistico,Padova: CEDAM
Turk Austin.(1964), °Toward a
Construction of a Theory of Delinquency°, στο Journal of Criminal Law,
Criminology and Police Science, 55, 2
Turk Austin
(1969), Criminality and the Legal Order, Chicago: Rand-Mc Nally & Co.
Van den Haag, E. (1975), Punishing Criminals, New York: Basic Books,
Vold Georg (1958), Theoretical
Criminology, London: Oxford University
Press
Von Hirsch, A. (1976), Doing Justice. The Choice of
Punishment, New York:
Hill and Wang
Western,
Bruce, Katherine Beckett (1998) "How Unregulated is the U.S.Labor Market?
The Penal System as a Labor Market Institution", American Journal of Sociology, 104.
Wilson, J. Q. (1983), Thinking about Crime, New York: Vintage Books,
Young Jock (1971a), The
Drugtakers: the Social Meaning of Drug Use, London: Paladin
Young, Jock
(1971b), “The role of the police as amplifiers of deviancy, negotiators
of reality and translators of fantasy” στο Cohen Stanley, (1971a) (επιμ.), Images of Deviance, London: Penguin, 1971
Young Jock. (1975), “Working
Class Criminology”, στο Taylor Ian., Paul.Walton, Jock.Young, (επιμ.), Critical Criminology, London: Routledge and Kegan Paul
Young, Jock (1992) “Ten points of realism” στο Young, J. R. Matthews (επιμ.), Rethinking Criminology: The realist Debate,
London: SAGE
Young Jock, Roger Matthews (1992a),
“Reflections on realism”, στο Young J., R. Matthews (επιμ.),
Rethinking Criminology: The realist Debate, London: SAGE
Young Jock, Roger Matthews (1992b), (επιμ.), Rethinking Criminology: The Realist Debate,
London: Sage
Publications.
Zimrong,
Franklin E. and Gordon Hawkins (1991), The Scale of Imprisonment. Chicago: The University of Chicago Press.
Δημητρίου Σωτήρης (επιμ.), Μορφές Κοινωνικού
Αποκλεισμού και Μηχανισμοί Παραγωγής του, Ομάδα Ανθρωπολογίας, Αθήνα:
Ιδεοκίνηση
Καρύδης, Βασίλης (1996), Η εγκληματικότητα των μεταναστών στην Ελλάδα.
Ζητήματα θεωρίας και αντεγκληματικής πολιτικής, Αθήνα: Παπαζήσης
Κουκουτσάκη, Αφροδίτη (1997), «Μηχανισμοί κοινωνικού
αποκλεισμού των πρώην κρατουμένων. Ο μύθος της επανακοινωνικοποίησης», στο
Δημητρίου Σωτήρης (επιμ.), Μορφές Κοινωνικού Αποκλεισμού και Μηχανισμοί
Παραγωγής του, Ομάδα Ανθρωπολογίας, Αθήνα: Ιδεοκίνηση
Κουκουτσάκη, Αφροδίτη (1999), (επιμ.) Εικόνες
Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον.
Κούρτοβικ,
Γιάννα (1997), «Οι ποινικές διαδικασίες ως μοχλός διακρίσεων και κοινωνικού
αποκλεισμού», στο Δημητρίου Σωτήρης (επιμ.), Μορφές Κοινωνικού Αποκλεισμού
και Μηχανισμοί Παραγωγής του, Ομάδα Ανθρωπολογίας, Αθήνα: Ιδεοκίνηση
Κωνσταντινίδου, Χριστίνα (1999), «Κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος.
Η εγκληματικότητα των αλβανών μεταναστών στον ελληνικό τύπο», στο Κουκουτσάκη,
Αφροδίτη (1999), (επιμ.) Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον
Μανωλεδάκης, Ιωάννης (1989), «Η κατάχρηση της ποινικής καταστολής», στο
Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 3-4
Παρασκευόπουλος,
Νίκος (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου,
Αθήνα: Πατάκης
Σεράσης,
Τηλέμαχος (1999), ‘Η χαμένη τιμή της Εγκληματολογίας’, στο Α. Κουκουτσάκη
(επιμ.) Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον
Φεραγιολι, Λουίτζι (1985a), “Τρομοκρατία και κρίση του όψιμου καπιταλισμού”, στο
Φεραγιολι, Λουίτζι (1985b), Βία και Πολιτική, Αθήνα Στοχαστής
Φεραγιολι, Λουίτζι (1985b), Βία και Πολιτική, Αθήνα Στοχαστής
Φουκώ Mισέλ (1976), Surveiller et punir. Naissance de la
prison. (Ελληνική έκδοση 1989, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας, μετ.
Καίτη Χατζηδήμου, Ιουλιέττα Ράλλη, απ’ όπου και οι αναφορές)
[1] Η (προβληματική) σχέση
μαρξισμού και εγκληματολογίας και το ιδεολογικό υπόβαθρο μιας εγκληματολογίας
εμπνεόμενης από τον μαρξισμό έχει αποτελέσει ένα από τα σημαντικά αντικείμενα
των πρώτων θεωρητικών αναζητήσεων των κριτικών εγκληματολόγων, όπως θα
αναπτύξουμε στη σχετική παράγραφο.
[2] Η οποία είχε αποτελέσει
ένα forum
ιδεολογικό-πολιτικής αντιπαράθεσης και οι εκπρόσωποι της ένα πόλο συσπείρωσης
πανεπιστημιακών και άλλων διανοούμενων, συμμετέχοντας ενεργά στις νέες μορφές
πολιτικού αγώνα πλάι στα διάφορα κοινωνικά κινήματα, η ύπαρξη και η δράση των
οποίων σημάδεψε την υπό εξέταση περίοδο.
[3] Σ' ένα από τα πρώτα και
πιο σημαντικά κείμενα που αναφέρονται το ζήτημα της κρίσης της κριτικής εγκληματολογίας, ο D.Melossi (Melossi,
D., 1983:. 448),
πραγματεύεται το ερώτημα: "κατάφερε η κριτική (ριζοσπαστική, μαρξιστική
κλπ.) εγκληματολογία να ξεπεράσει πραγματικά την, εδώ και 20 χρόνια,
διατυπωμένη θεωρία ενός H.Becker;" Κι αυτό γιατί,
κατά τον συγγραφέα, απ' όλες τις θεωρίες οι οποίες αναφέρονται ως θεωρίες της
ετικέτας, της κοινωνικής αντίδρασης ή κοινωνιολογικές θεωρίες της παρέκκλισης
και του κοινωνικού ελέγχου, η θεωρία του Becker υπήρξε πιθανότατα η πιο σαφής και ακριβής.
[4] Αυτό δεν σημαίνει, όπως
ήδη αναφέραμε, το τέλος του θετικιστικού παραδείγματος, το οποίο, σε συνδυασμό
με την οικονομική κρίση και την κρίση του κοινωνικού κράτους, καταφέρνει να
απορροφήσει τους κραδασμούς και να αναβιώσει στις πιο συντηρητικές του εκδοχές.
[5] Σίγουρα μεταξύ αυτών στις HΠA (Calahan 1979) και
στην Iταλία (Melossi 1998b).
[6]
Χωρίς σημαντικές διαφοροποιήσεις και είναι και οι απόψεις που διατυπώνουν οι L. Ferrajioli και D. Zolo (Ferrajoli,
L., D. Zolo, 1985), στους οποίους συναντάμε και πάλι την άποψη ότι η
μαρξιστική ανάλυση της αστικής κοινωνίας παρέχει απαραίτητα αλλά όχι επαρκή
στοιχεία για την οικοδόμηση μιας συνολικής θεωρίας για το έγκλημα και
απαιτείται «οι κατευθύνσεις που αντλούνται από την μαρξιστική ανάλυση της
καπιταλιστικής οικονομίας - και που αφορούν κυρίως τις ιστορικές και δομικές
συγκυρίες του εγκληματικού φαινομένου - να συμπληρωθούν με κοινωνιολογικές
θεωρίες που να επεξηγούν εμπειρικά και αναλυτικά το πολύπλοκο σύμπλεγμα των υπερδομικών παραγόντων ψυχολογικής,
κοινωνιολογικής, πολιτικής και πολιτιστικής τάξης, οι οποίοι δρουν στις
διαδικασίες εγκληματογένεσης. Από την άλλη, μια τέτοια θεωρία προϋποθέτει την
επεξεργασία μιας πολιτικής θεωρίας γύρω από τον κοινωνικό έλεγχο και πιο γενικά
γύρω από το δίκαιο και το κράτος.
[7]
Είναι ενδεικτικά τα στοιχεία που αναφέρει ο M. Pavarini
(M. Pavarini, 1975α), ο ποίος μετά την
αποδελτιοποίηση 800 περίπου άρθρων που δημοσιεύθηκαν στον επίσημο περιοδικό British Journal of Criminology κατά την περίοδο
1950-70, διαπιστώνει την ουσιαστική απουσία της κοινωνιολογικής προσέγγισης
[8] Η
εξέλιξη της κριτικής εγκληματολογίας διέρχεται από διάφορες φάσεις, χωρίς όμως
( και σε αντίθεση με την αντίστοιχη εξέλιξη της κριτικής εγκληματολογίας στις
ΗΠΑ, όπως θα δούμε στη συνέχεια) το πέρασμα από τη μια φάση στην άλλη να
ανταποκρίνεται σε βίαια χάσματα. Ο προσδιορισμός των ειδικότερων φάσεων
οφείλεται, εν μέρει, στους ίδιους τους εκπροσώπους της ( βλ. ενδεικτικά, J. Young, 1975, όπου συναντάμε τον
διαχωρισμό ανάμεσα στην ρομαντική και την κριτική φάση) και εν μέρει σε
μελετητές του έργου τους. Ο όρος σκεπτικιστική
φάση προέρχεται από το πιο γνωστό σχήμα (σκεπτικιστική, ρομαντική και κριτική),
όπως αναφέρεται στο G.B. Traverso, A.Verde, 1981: 101 και επ.
[11] Η
βασική θέση του H. Becker, ότι η παρέκκλιση δεν είναι ιδιότητα της
συμπεριφοράς, αλλά αποτέλεσμα της εφαρμογής από μέρους των άλλων των κανόνων
και των προβλεπόμενων κυρώσεων στον παραβάτη, συνεπάγεται, όπως ήδη
αναφέραμε, αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους προσδιοριστικούς παράγοντες
της αρχικής παρέκκλισης, στο βαθμό μάλιστα που δεν αποτελεί καν αναγκαία
προϋπόθεση της δευτερογενούς παρέκκλισης,
δηλαδή της μόνιμης υιοθέτησης του ρόλου του εγκληματία ή του παρεκκλίνοντα. Την
παρέκκλιση τη δημιουργούν οι κοινωνικές ομάδες θεσπίζοντας κανόνες και εφαρμόζοντας
αυτούς τους κανόνες σε συγκεκριμένα άτομα, τα οποία έτσι χαρακτηρίζονται ως outsiders (H.
Becker, 1963/ 1973).
[12] Η
νατουραλιστική προσέγγιση της
παρέκκλισης του D. Matza (D. Matza, 1964, 1969), βασίζεται στην αρχή του να μένει κανείς
πιστός στη φύση του φαινομένου που μελετά και αναλύει. Η μελέτη της ανθρώπινης
συμπεριφοράς όχι απλώς δεν αποκλείει, αλλά, αντίθετα, απαιτεί την υποκειμενική
εμπειρία, τη διαίσθηση, την εμπάθεια. Η έμφαση, λοιπόν, δεν δίδεται στα
αντικειμενικά, εξωτερικά ή παρατηρούμενα χαρακτηριστικά του φαινομένου, αλλά
στη μελέτη του με τους δικούς του όρους. Για παράδειγμα, η βελτιωτική
προσέγγιση της θετικιστικής εγκληματολογίας παραβιάζει εξ ορισμού την αρχή για
μια ακριβή και αληθινή περιγραφή των φαινομένων, καθώς η προσέγγιση καθορίζεται
από το στόχο να παρέμβει κανείς βελτιωτικά ή να εξαλείψει τα υπό μελέτη
φαινόμενα. Κατά την αμερικανό κοινωνιολόγο λοιπόν, η βασική αρχή του να μένει
κανείς πιστός στη φύση του φαινομένου που μελετά, απαιτεί να είναι η ίδια η
φύση του αυτή η οποία θα καθορίσει την εμπειρική λύση που θα δοθεί και το έργο
του συνιστά μια εναλλακτική πρόταση στην εγκληματολογική έρευνα με τη
διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στις πεποιθήσεις και τη δράση του ατόμου,
υιοθετώντας την οπτική του ίδιου του δράστη. Το να θεωρείς, υποστηρίζει, ότι το
άτομο απλώς υποκύπτει στις περιστάσεις οι οποίες πιθανολογείται ότι καθορίζουν
τη συμπεριφορά τους ή το δεσμεύουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αγνοώντας
την οπτική του ίδιου του δράστη σε σχέση με τις πράξεις του, σημαίνει μια a priori επέμβαση στο υπό
μελέτη φαινόμενο, του οποίου δεν μπορεί πλέον να μελετηθεί η αληθινή φύση.
[13]
Αυτό αποτελεί και ένα σχόλιο στην ανάλυση του D. Matza για τις "υπόγειες αξίες" (subterranean values, G. Sykes, D.
Matza, 1957),
έννοια-κλειδί για την επανεπεξεργασία της εγκληματικής υποκουλτούρας. Κατά τον J. Young, η ανάλυση αυτή στερείται μιας
υλικής βάσης. Η έννοια του ελεύθερου χρόνου, η οποία συνδέεται με την έκφραση
των "υπογείων" αξιών, δεν είναι αυτόνομη αλλά συνδεδεμένη με την
έννοια της εργασίας, του χρόνου που καταναλώνει κανείς παράγοντας και σ' αυτό
ακριβώς βασίζεται η σχέση μεταξύ επίσημων και "υπόγειων" αξιών: ο
ηδονισμός που εκφράζουν οι "υπόγειες" αξίες, όσο και η ηθική δικαίωση
τους είναι στενά συνδεδεμένα με την ηθική της παραγωγικότητας, υπόκεινται στην
ηθική της παραγωγικότητας.
[14]
Επιχειρώντας να ερμηνεύσουν το γεγονός ότι η θετικιστική εγκληματολογία, παρά
τις καταφανείς αδυναμίες της, επέδειξε τέτοια αντοχή στο χρόνο αναζητούν την
απάντηση στο επίπεδο της ιδεολογικής λειτουργίας της. Ο τρόπος, όμως, με τον
οποίο δομούν τις κριτικές τους στις επί μέρους θεωρίες του θετικιστικού
παραδείγματος εξαντλεί την ανάλυση στο επίπεδο της επισήμανσης και της
καταγγελίας του γεγονότος ότι η εγκληματολογία τέθηκε από τη γέννηση της στην
υπηρεσία των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων. Όπως επισημαίνει και ο M.Pavarini στην παρουσίαση του βιβλίου των Τaylor, Walton, Young στο ιταλικό επιστημονικό κοινό:
" Η έρευνα των Taylor, Walton, Young με ικανοποιεί απόλυτα μόνον στο πρώτο
επίπεδο της κριτικής, όταν κατορθώνει να ερμηνεύσει τις σχέσεις ανάμεσα στο
αντικείμενο της εγκληματολογικής επιστήμης και την ιδεολογία της
αντεγκληματικής πολιτκής. Αντίθετα, με απογοητεύει εν μέρει όταν δεν
αντιμετωπίζει ή μόνον σκιαγραφεί το δεύτερο επίπεδο, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα
στην ιδεολογία της αντεγκληματικής πολιτικής και την κοινωνικο-οικονομική
δομή" (Μ.Pavarini, 1975a: 167-175).
[15]
Σ' αυτό τον όρο περιλαμβάνει όχι μόνον τη θεωρία της αλληλεπίδρασης και τις
εγκληματολογικές θεωρίες της κοινωνικής σύγκρουσης, αλλά και τις θεωρίες της
πολιτισμικής σύγκρουσης.
[17]
Υπενθυμίζουμε ότι κατά τον Sellin
ο επιστημονικός ορισμός του εγκλήματος δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον νομικό
διότι οι νομικοί ορισμοί δηλώνουν εξωτερικές ιδιότητες και όχι εσωτερικές
ομοιότητες. Ως εκ τούτου είναι ακατάλληλοι ενόψει του βασικού επιστημονικού
στόχου, ο οποίος είναι η αιτιολογική προσέγγιση. Προτείνει, λοιπόν, την έννοια
του κανόνα διαγωγής, ο οποίος είναι
δημιούργημα της κοινωνικής ζωής, δεν έχει οριοθετείται πολιτικά ούτε
εμπεριέχεται αναγκαστικά σε νόμους.
Ο Sutherland προτείνει το ηθικό κριτήριο
της κοινωνικής βλάβης, το κοινωνικό κόστος, δηλαδή, το οποίο απορρέει από
κάποιες συμπεριφορές. Η υιοθέτηση του κριτηρίου αυτού συνεπάγεται τη διεύρυνση
του αντικειμένου της εγκληματολογίας, έτσι ώστε να συμπεριλάβει συμπεριφορές
από τις οποίες απορρέει κοινωνικό κόστος, έστω κι αν αυτές δεν τιμωρούνται από
ποινικούς αλλά από αστικούς νόμους (εγκλήματα λευκού περιλαιμίου). Το κριτήριο
αυτό, όπως είναι προφανές, δεν αποδεσμεύει την έννοια του εγκλήματος από αυτή
της κύρωσης έστω κι αν η κύρωση δεν είναι ποινικού χαρακτήρα.
Κατά τον Tappan, τέλος, οι νομικοί ορισμοί είναι
οι μόνοι ακριβείς και αντικειμενικοί. Θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι ο ποινικός
νόμος είναι η καθοριστική μεταβλητή για τον ορισμό του εγκλήματος.
[18]
Μ' αυτή την έννοια κρίνεται ανεπαρκής και ο ορισμός του Sutherland, διότι παραμένει
προσδεδεμένος στην έννοια της κύρωσης παραπέμποντας κατ' αυτό τον τρόπο σε
επίσημους, ποινικούς ή αστικούς, ορισμούς.
[19] Ανάλυση στην οποία
καταλογίζεται έλλειψη μιας ιστορικής προοπτικής, την οποία δεν θεραπεύει η
διευκρίνηση ότι τα βασικά και αναλλοίωτα ανθρώπινα δικαιώματα, στα οποία
αναφέρονται, διατυπώνονται και ενεργοποιούνται μέσα από πολιτικούς αγώνες και
διαμέσου της ιστορίας (Schwendinger,
1972).
[20] Ο
συγγραφέας αναφέρεται στη θεωρία της αλληλεπίδρασης, στη νατουραλιστική
προσέγγιση του D.Matza αλλά και στη ρομαντική
φάση της κριτικής εγκληματολογίας.
[21] Με κυριότερους εκφραστές
τους Van den Haag,
E. (1975), Wilson, J. Q. (1983), Von Hirsch,
A. (1976).
[22] Βασικό θεωρητικό σημείο
αναφοράς τους αποτελεί το έργο των G.Rusche
και O.Kirchheimer Ποινή και Κοινωνική Δομή (1939), στο
οποίο θα αναφερθούμε σε άλλο σημείο των αναπτύξεων. Βασική θέση παραπάνω
συγγραφέων είναι ότι η εναλλαγή και η εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων είναι
συνάρτηση της εξέλιξης των συστημάτων παραγωγής στις ανάγκες των οποίων
προσαρμόζονται έτσι ώστε το τιμωρητικό σύστημα να λειτουργεί ως ρυθμιστής της
αγοράς εργασίας
[23] Το έργο των Rusche και Kirchheimer
απετέλεσε βασικό σημείο αναφοράς και άλλων αναλύσεων στο πλαίσιο της κριτικής
εγκληματολογίας. Από τις πιο σημαντικές της περιόδου στην οποία αναφερόμαστε
είναι η μελέτη των D.Melossi και M.Pavarini,
"Φυλακή και Εργοστάσιο" (1977), στην οποία θα αναφερθούμε σε επόμενο
κεφάλαιο, το οποίο αφορά τις μελέτες των κριτικών εγκληματολόγων για τον
κοινωνικό έλεγχο.
[24] Καθώς η γη περιερχόταν στην
καπιταλιστική εκμετάλλευση και οι χωρικοί εξαναγκάζονταν να την εγκαταλείψουν,
δημιουργείται μια ελεύθερα διατιθέμενη εργατική δύναμη. Η εργατική, αυτή,
δύναμη δεν μπορούσε να απορροφηθεί από την μανουφακτούρα που ήταν ακόμα εν τη
γενέσει της. Παράλληλα, όλος αυτός ο κόσμος, που υποχρεώθηκε σε μια βίαιη
αλλαγή του τρόπου ζωής του, δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί ξαφνικά σ' αυτές τις
νέες συνθήκες. Μετατράπηκε, λοιπόν, μαζικά (κυρίως κάτω από την πίεση αυτών των συνθηκών), σε αλήτες, επαίτες,
ληστές. Έτσι, προς το τέλος του 15ου και σ' όλη τη διάρκεια
του 16ου αιώνα, θεσπίζονται σ' όλη τη Δ. Ευρώπη απάνθρωποι νόμοι κατά της αλητείας.
Κι όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μαρξ: «Οι πατέρες της σημερινής εργατικής τάξης
τιμωρήθηκαν για τη βίαιη μετατροπή τους σε αλήτες και πένητες. Η νομοθεσία τους
μεταχειριζόταν ως «εθελοντές» εγκληματίες και θεωρούσε ότι εξαρτιόταν από τη
δική τους καλή θέληση να συνεχίσουν να δουλεύουν κάτω από τις παλιές συνθήκες
που δεν υπήρχαν πια».
.
[25] Ο Φουκώ διακρίνει τρεις
εποχές στη γαλλική ιστορία: την αναγεννησιακή έως περίπου να μέσα του 17ου
αιώνα, την κλασική - που εν μέρει ταυτίζεται με την εποχή του Διαφωτισμού – έως
περίπου τα τέλη του 18ου αιώνα και τη σύγχρονη εποχή.
[26]
Το έργο αυτό γράφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από τον G.Rusche στην δεκαετία του '30 στο πλαίσιο του Ινστιτούτου
Κοινωνικής Έρευνας της Φραγκφούρτης. Συμπληρώθηκε από τον O.Kirkkeimer αργότερα, όταν ήδη η
Σχολή της Φραγκφούρτης είχε μεταφερθεί στις ΗΠΑ και αποτέλεσε την πρώτη
αμερικάνικη έκδοση της Σχολής. Για πολλά χρόνια ουσιαστικά αγνοήθηκε για να
αποτελέσει, κατά την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε σημείο αναφοράς για
πολλούς μελετητές των τιμωρητικών συστημάτων.
[27] Οι χρηματικές ποινές για
τους φτωχούς οι οποίοι δεν είχαν να πληρώσουν, ουσιαστικά ήταν χωρίς
αντικείμενο, καθώς γι' αυτούς ίσχυαν κατά κύριο λόγο οι σωματικές.
[28] Πάντως, κατά τους 17ο-18ο
αιώνα θεωρήθηκαν πολύτιμες για την οικονομία βιοτεχνίες, λόγω του χαμηλού
κόστους παραγωγής τους.
[29] Καθώς οι δικαστές,
ουσιαστικά αποδύονταν σ' "ένα κυνήγι κωπηλατών", ο αριθμός των
καταδικών ήταν τεράστιος και η διάρκεια τους πολύ μεγάλη.
[30] Πράγματι, η σκλαβιά στις
γαλέρες καταργήθηκε μόνον τον 18ο αιώνα και όχι για ανθρωπιστικούς λόγους αλλά
γιατί, λόγω των τεχνικών εξελίξεων (ιστιοφόρα) έπαψε να υπάρχει ανάγκη
κωπηλατών. Κατά συνέπεια, ο στόχος της αναμόρφωσης του εγκληματία ήταν παντελώς
απών τόσο στην εισαγωγή, όσο και στην κατάργηση του συστήματος.
[31] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα
πολλοί εγκληματίες να αυτοακρωτηριάζονται για να την αποφύγουν.
[33] Οι κοινωνικο-οικονομικές
συνθήκες χαρακτηρίζονται από αύξηση του πληθυσμού, πληθώρα εργατικών χεριών,
μετανάστευση πληθυσμών στις πόλεις γιατί στην ύπαιθρο δεν επαρκούσαν τα μέσα
για την συντήρηση τους, ενώ η εισαγωγή των μηχανών αυξάνει τη βιομηχανική
ανεργία.
[34] Αυτό δεν σημαίνει ότι
εγκαταλείφθηκαν παντού. Για παράδειγμα, στην Αγγλία, παρά τις αντιδράσεις
παρέμειναν για να μην διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη καθώς οι φτωχοί θα έφθαναν
σε συνθήκες εξαθλίωσης.
[35] Η θεωρητική θεμελίωση
αυτής της αρχής στο χώρο της σωφρονιστικής πολιτικής είναι η αποτρεπτική λειτουργία
της ποινής.
[36] Για την κοινωνική
νομιμοποίηση αυτών των πολιτικών, το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου
αναλαμβάνουν κατά περιόδους διάφορες ομάδες. Στη δεκαετία του ’70 σε χώρες όπως
η Ιταλία και η Γερμανία έγιναν πολύ ενδιαφέρουσες έρευνες για τον τρόπο με τον
οποίο λειτούργησε το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Σε θεσμικό επίπεδο προκάλεσε
ειδικές νομοθεσίες, ένα ολόκληρο πλέγμα ειδικών ρυθμίσεων, συχνά προβληματικών
από συνταγματική άποψη και την άποψη της διαφύλαξης των δικαιωμάτων του
κατηγορουμένου, των νομικών εγγυήσεων που συνοδεύουν την απονομή της
δικαιοσύνης. Στο κοινωνικό δε πεδίο, η αναπαράσταση της τρομοκρατίας σε
πρόβλημα μείζονος σημασίας και η συνακόλουθη ανάγκη να προστατευθεί το
κοινωνικό σώμα, οδήγησε στην αποδοχή αυτών των μορφών θεσμικής διαχείρισης: η
βασική μορφή εγκληματικότητας είναι η τρομοκρατία: το αίτημα «νόμος και τάξη»
επικάλυψε βασικά κοινωνικά αιτήματα (Baratta, 1982, Ferajioli,
1985). Σήμερα, σε μεγάλο βαθμό το ρόλο αυτό το έχουν αναλάβει οι οικονομικοί
μετανάστες: σε διάφορες χώρες, η εγκληματικότητα θεωρείται το σύνηθες status
αυτών των ομάδων, ενώ παράλληλα η εγκληματικότητα ταυτίζεται με την
εγκληματικότητα αυτών των ομάδων (Για την κατάσταση στην Ελλάδα, πρβλ. μεταξύ
άλλων Κωνσταντινίδου, Χ., 1999, Καρύδης, Β. 1996, Κούρτοβικ, Γ., 1997)
[37]Κουκουτσάκη, Α. (1997)
[38] Mπορεί κανείς να εκφράσει αντιρρήσεις στο
ότι δεν συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το ρεβανσισμό οι Hνωμένες Πολιτείες του
Clinton και η Mεγάλη Bρετανία του Tony Blair, αλλά θεωρώ ότι, από τα μέσα της
δεκαετίας του 1990, η συντηρητική αντεπίθεση πέτυχε τόσο ώστε να συνιστά απλά
τη νέα μορφή συναίνεσης, τη νέα ηγεμονική γνώμη η οποία επέτρεπε στις
«Aριστερές» κυβερνήσεις να οικοδομήσουν τις δικές τους απόψεις για το έγκλημα,
την τάξη και την ασφάλεια, με αφετηρία
αυτή τη συναίνεση.
[39] Aυτή η δραματική αύξηση στα ποσοστά
εγκλεισμού στις δεκαετίες μεταξύ 1970- 1990 διέψευσε κατηγορηματικά όλους τους
κύριους ερμηνευτικούς μηχανισμούς που είχε προβάλει η κοινωνιολογία της
τιμωρίας του 1970: φυσικά δεν υπήρχε κανενός είδους «αποφυλάκιση» εδώ (Scull
1977), ούτε ταλαντεύσεις γύρω από ένα «σταθερό» επίπεδο (Blumstein, Cohen και
Nagin 1977), ούτε μία απλή επήρεια της ανεργίας (Jankovic 1977, Greenberg 1977-
σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του μοντέλου των Rusche και Kirchheimer στις
HΠA της περιόδου 1970- 1990, βλέπε Melossi 1993).
[40] Ο συγγραφέας αναφέρεται
στον λεγόμενο «δεξιό νεο-ρεαλισμό», πυρήνας του οποίου είναι η αμφισβήτηση της
έννοιας της μεταχείρισης και η επιστροφή σε τιμωρητικές αντιλήψεις περί ποινής
(Van den Haag, E. (1975), Punishing Criminals, New York: Basic Books, Wilson, J. Q. (2η έκδοση 1983), Thinking about Crime, New York:
Vintage Books,
Von Hirsch, A. (1976), Doing Justice. The Choice of Punishment, New York:
Hill and Wang)
[41] Πρβλ. τις αναφορές στην
τάση που ονομάστηκε δεξιός νεο-ρεαλισμός.
[42] Για το θέμα αυτό πρβλ.
και το άρθρο του M.Pavarini,(1997), ο οποίος
υπήρξε και ο πρώτος .επιστημονικός υπεύθυνος του προγράμματος Citta Sicure, το οποίο ξεκίνησε από
το δήμο της Bologna για
να επεκταθεί στη συνέχεια σε πολλούς άλλους δήμους.
[43] Πράγματι, η συνεργασία με
φορείς της πολιτικής εξουσίας των εκπροσώπων του αριστερού ρεαλισμού, οι οποίοι
δεν αποποιούνται πλέον το ρόλο του «ειδικού» στη διαχείριση προβληματικών
καταστάσεων και κοινωνικών κρίσεων συνεργαζόμενοι με φορείς της πολιτικής
εξουσίας, έχει αποτελέσει ένα σημαντικό σημείο των κριτικών που ασκήθηκαν σ’
αυτήν την τάση. Όπως λέει ο V.
Ruggiero, η έννοια του
πρωτοπόρου μεταφράστηκε σε αυτή του ειδικού και. το σημείο αναφοράς
μετατοπίστηκε από την κοινωνία στην πολιτική συζήτηση των κομμάτων. Σ’ αυτό το
πλαίσιο, οι διανοούμενοι ασχολούνται όλο και λιγότερο με τα κοινωνικά κινήματα
και όλο και περισσότερο με τους εκλογικούς στόχους των κομμάτων (V. Ruggiero 1992: 123). Βλέπε επίσης
Σεράσης Τ. (1999): «Το εγκληματικό ζήτημα - όχι μόνο στη Βρετανία, αλλά και
στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες και στη Βόρειο Αμερική - καθίσταται με όλο και
μεγαλύτερη ένταση κεντρικό θέμα στα προγράμματα των κομμάτων που βρίσκονται
στην εξουσία ή τη διεκδικούν. Προοδευτικοί εγκληματολόγοι – κυρίως εκείνοι που
είναι στρατευμένοι σε ιδεολογικώς συγγενή κόμματα, όπως το Εργατικό Κόμμα –
αισθάνονται την πίεση για ρεαλιστικές προτάσεις, άμεσης εφαρμογής, στο δεδομένο
κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο – τα οράματα και οι ουτοπίες μπορούν να περιμένουν
(Σεράσης Τ., 1999: 82,83).
[44]
«Ωστόσο και στο πλαίσιο των κριτικών της αριστεράς [ο συγγραφέας αναφέρεται
στις κριτικές απέναντι στη θεωρία της αλληλεπίδρασης], αναπτύχθηκε ένα ρεύμα
σκέψης, ο «νέο- ρεαλισμός της αριστεράς», το οποίο, παρά την πολύτιμη συμβολή
του στην ανάλυση του εγκληματικού φαινομένου και του συστήματος της ποινικής
δικαιοσύνης, δεν κατάφερε πάντα να αποφύγει τον κίνδυνο του να συντελέσει στην
αποκατάσταση της παραδοσιακής εγκληματολογίας, προτείνοντας μια «νέα
αιτιολογική προσέγγιση» και μια «σοβαρή» ενασχόληση με την άμυνα της δημόσιας
τάξης διαμέσου του Ποινικού Δικαίου [….] Αυτές οι τάσεις εντάσσονται στο
πλαίσιο αυτού που όρισε ο D. Melossi ως “κρίση της κριτικής εγκληματολογίας”» (Baratta A.,
1991:57)
[45] Από τα σημαντικότερα
κείμενα στη θεωρία του κοινωνικού ελέγχου αποτελεί το βιβλίο του Visions of Social Control (1985)
[47] Αυτές, δηλαδή, που
απαιτούν και νομιμοποιούν την τη δημόσια παρέμβαση προκειμένου να προστατευθούν
ατομικά και συλλογικά συμφέροντα. Πρόκειται για ένα ορισμό του οποίου τα
κριτήρια βρίσκονται έξω από το ποινικό σύστημα . «Μόνον τοποθετούμενοι έξω από
αυτό [το ποινικό σύστημα] είναι δυνατόν να αξιολογήσουμε την απόφαση να
προστατευθούν κάποια αγαθά («έννομα αγαθά») την οποία έλαβε ο ποινικός
νομοθέτης και να αξιολογήσουμε τους τρόπους αποτελεσματικής προστασίας αυτών
των αγαθών από το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης» (Baratta, A. 1991: 65).
[48] Στο κλασικό έργο του Stanley Cohen, Visions of Social Control (Cohen, S., 1985), υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο
αφιερωμένο στους επαγγελματίες στο χώρο της Εγκληματολογίας το οποίο
αναφέρεται στη συνεχή αύξηση των ερευνητικών προγραμμάτων, των ομάδων ειδικών,
τον πολλαπλασιασμό των πανεπιστημιακών εδρών και των αντίστοιχων
χρηματοδοτήσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου