Στο πρώτο κεφάλαιο του Επιτήρηση και Τιμωρία του Μισέλ Φουκώ, περιγράφεται με λεπτομέρειες η δημόσια εκτέλεση του Damiens, όπου η εκτέλεση από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή αν δεν συνοδευόταν από το θέαμα μιας αιματηρής διαδικασίας που οδηγεί τον κατάδικο στα όρια της οδύνης πριν τον οδηγήσει στο θάνατο. Στην ανάλυση του Φουκώ, η υπερβολική, η σπάταλη βία που χαρακτήριζε το τιμωρητικό σύστημα που βασιζόταν στη σωματική τιμωρία, έπρεπε να είναι τέτοια που να αποκαθιστά την τραυματισμένη από το έγκλημα εξουσία του μονάρχη: μια υπερβολική ποινή-θέαμα, που στα μάτια του κόσμου επιβεβαίωνε την ύπαρξη και την απόλυτη εξουσία του μονάρχη επί των υπηκόων του.
Το nothing works σλόγκαν των τελευταίων δεκαετιών μοιάζει να επαναφέρει το ζήτημα, με όρους "κυριαρχικού κράτους" που δεν επιτρέπεται να χάνει στους "πολέμους" κατά της εγκληματικότητας.* Όταν, λοιπόν, το nothing works μεταφράζεται με όρους ανεπάρκειας του κράτους να προστατεύσει τους υπηκόους του από τον κίνδυνο του εγκλήματος, το ίδιο το έγκλημα μεταφέρεται από το κοινωνικό πεδίο που το παράγει στο τεχνικό περιβάλλον των κατασταλτικών μηχανισμών και της επινόησης τιμωρητικών πρακτικών που το διαχειρίζονται. Το αδιέξοδο που προκύπτει σ' αυτό το τεχνικό πεδίο το αποκαλύπτουν τα ασφυκτικά φορτωμένα πινάκια των ποινικών δικαστηρίων, οι εκρηκτικά γεμάτες φυλακές. Το αδιέξοδο που προκύπτει στο κοινωνικό πεδίο, όπου η εγκληματικότητα αναπόφευκτα αυξάνεται όσο δυσμενέστεροι γίνονται οι κοινωνικοί και οικονομικοί όροι, το συσκοτίζει το διώνυμο έγκλημα/ποινή: η ποινή είναι ο μοναδικός τρόπος ελέγχου της εγκληματικότητας, η εγκληματικότητα εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους. Αυτονόητο ότι η εγκληματικότητα θα συνεχίσει να αυξάνει πέραν και παρά τις κατασταλτικές ακροβασίες, που απαντούν σε άλλο πρόβλημα, τουτέστιν σ' αυτό της αναπαράστασης του ισχυρού κράτους.
Η αναφορά στην ανάλυση του Φουκώ, δεν οφείλειται μόνον στην πολλαπλά επισημασμένη επιστροφή των τιμωρητικών πρακτικών σε προνεοτερικές μορφές, αλλά και σε μια αίσθηση επιστροφής στο παλκοσένικο του δημόσιου θεάματος: οι φορείς της ποινικής καταστολής κάνουν πια αισθητή την παρουσία τους, πέρα και έξω απ' τους περίφρακτους χώρους εγκλεισμού ή τις αίθουσες του δικαστηρίου που δεν χρειάζεται να τα βλέπουμε γιατί όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν. Και κάνουν πια αισθητή την παρουσία τους όχι μόνον μέσα από από την πανεποπτική ηλεκτρονική παρακολούθηση, που λειτουργεί αυτόματα και δεν απαιτεί την σωματικότητα της εξουσίας, αλλά και μέσα από μια κραυγαλέα παρουσία του υλικού σώματος της εξουσίας στη διαμάχη του με τους "εγκληματίες". Κι όταν τα ήδη υπάρχοντα νομοθετικά μέτρα δεν αρκούν για να τονώσουν αυτή την παρουσία, εφευρίσκονται νέα, ανασύρονται παλιά που δεν εφαρμόστηκαν στον καιρό τους. Διαβάζω, λοιπόν, σήμερα, ότι οι δρόμοι της Αθήνας θα μπορούν να κλείνουν για διαδηλώσεις μόνο στην περίπτωση που ο αριθμός των διαδηλωτών ξεπερνά τους 500, σύμφωνα με εγκύκλιο της Ελληνικής Αστυνομίας του 2007, καθώς και δύο σχέδια νόμου που συντάχθηκαν, το πρώτο επί υπουργίας Βύρωνα Πολύδωρα και το δεύτερο παλαιότερα, τα οποία θα αποτελέσουν γνώμονα των μέτρων που θα προωθήσει ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Χρήστος Μαρκογιαννάκης για τη «διαχείριση των διαδηλώσεων στο κέντρο της Αθήνας»
Δεν θα αναρωτηθώ ποιος θα μετράει τους διαδηλωτές, αν θα πρέπει να στοιχίζονται για να διευκολύνουν το μέτρημα ή τι θα συμβαίνει όταν θα εμφανίζεται ο 501ος... Την εικόνα προβλέπω, στην περίπτωση που υλοποιηθεί αυτό το μέτρο: ένας αστυνομικός ανά διαδηλωτή και, όταν χάνεται το μέτρημα, να κλείνουν οι δρόμοι της Αθήνας υλοποιώντας την καλλιεργούμενη αίσθηση κοινωνικής αταξίας και την αναπαράσταση της πανταχού [και σωματικά] παρούσας εξουσίας, να προστατεύει τους φιλήσυχους πολίτες από τους διαδηλωτές που διαταράσσουν την ήρεμη καθημερινότητα...
*Βλέπε το εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του David Garland (1996), "The Limits of the Sovereign State. Strategies of Crime Control in Contemporary Society", στο The British Journal of Criminology, v. 36, n.4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου