Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Προσαγωγές. Το σώμα της ενοχής


Η βία των πρόσφατων δράσεων της αστυνομίας στο χώρο των Εξαρχείων, μου θυμίζει,  χωρίς ν’ αναζητώ εύκολες αναλογίες με το σήμερα, την ανάλυση του Φουκώ για το κολαστικό βασανιστήριο στην προνεωτερικότητα.
Το ποινικό βασανιστήριο δεν ανταποκρίνεται σε οποιαδήποτε σωματική τιμωρία: είναι μια διαφοροποιημένη παραγωγή από οδύνες, μια τελετουργία οργανωμένη για να στιγματίζει τα θύματα. Στις «υπερβολές» των βασανιστηρίων επενδύεται μια ολόκληρη οικονομία της εξουσίας (Φουκώ, 1989: 50, Επιτήρηση και τιμωρία, Αθήνα: Ράππας).

Έστω, λοιπόν, και αν έχουμε χρόνια τώρα παραδείγματα επιστροφής στην προνεωτερικότα –με βασικό παράδειγμα την υποχώρηση της αρχής της αναλογικότητας και την μετάθεση από τον δράστη στον ύποπτο-, θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση η αστυνομία έδρασε ως όχλος μάλλον παρά ως έκφραση θεσμοποιημένης επιστροφής της χρήσης του σώματος ως τόπου άσκησης της κολαστικής εξουσίας. Ως εκτράχυνση της, έτσι κι αλλιώς, θεσμικά κατοχυρωμένης βίαιης  λειτουργίας της. Και αυτό δεν σημαίνει απενοχοποίηση της κεντρικής εξουσίας αλλά κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο,  την ευρεία «αθώωση» της εκτράχυνσης, (κάτι διαφορετικό, δηλαδή, από το να την θεσπίζουν ή να την επιβάλλουν καθώς ενέχει την παραβίαση κανόνα ή την ad hoc αναστολή της ισχύος του). Ακόμα χειρότερα, η πολιτική βούληση καθιστά αναγκαίο προαπαιτούμενο την έκνομη αστυνομική δράση  προκειμένου να προστατευθούν οι νόμοι. Ιδιαίτερα σαφής επ’ αυτού του επιφανειακά παράδοξου, είναι ο συνδικαλιστής αστυνομικός Σταύρος Μπαλάσκας (https://www.thetoc.gr/koinwnia/article/mpalaskas-uparxei-problima-apokentrwsis-tis-mpaxalopoiisis)
«Όταν υπάρχουν πολιτικές αποφάσεις αποδεικνύεται από τους αστυνομικούς ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους», επισήμανε και υπογράμμισε με νόημα ότι «και του κ. Χρυσοχοΐδη τα χέρια του λύνονται από πιο ψηλά».
Λέει η Τατιάνα Μπόλαρη, που φωτογράφισε την εικόνα που συνοδεύει αυτό το σημείωμα: «Όταν είδα το στιγμιότυπο που είχα στα χέρια μου, ανατρίχιασα.
Επειδή φορούσα την μάσκα και το κράνος την ώρα που έριχνα τα
«κλικ» δεν καταλάβαινα ότι τον είχαν ξεγυμνώσει ή ότι του τράβαγαν τα εσώρουχα. Το είδα όταν στάθηκα σε μια γωνία και έβγαλα την μάσκα για να δω τι έχω τραβήξει»
Και, κατά ευτυχή συγκυρία, αυτή η φωτογραφία έγινε θέμα, κυκλοφόρησε ευρύτατα, εικονογράφησε το αυταπόδεικτο, ότι το σώμα, στις φυλακές ή στις πλατείες, δεν έπαψε ποτέ ν’ αποτελεί στόχο και υλικό στην άσκηση της εξουσίας, ο βασανισμός, η ταπείνωση, η φθορά του με αντάλλαγμα την υπόσχεση αποκατάστασης της τάξης,  
Ειδοποιός διαφορά των πρόσφατων γεγονότων –και όχι κάποιου μεμονωμένου γεγονότος- είναι η δημοσιότητα. Ο τόπος δεν είναι μόνον οι περίκλειστοι χώροι που αποπνέουν τρόμο εν ονόματι της ασφάλειας αλλά μια πολυδυσφημισμένη πλατεία στην καρδιά της πόλης. Όσο κι αν αντιδρούσαν στην απεικόνιση αυτής της σπάταλης, αιματηρής  βίας, είναι δυνατόν να μην ήξεραν ότι θα αποκαλυπτόταν; Άρα δεν ήταν κρυφή, έπρεπε να είναι εμφανής. ‘Έπρεπε να αποτελέσει το ταπεινωμένο σώμα λογικό επακόλουθο μιας φαντασιακής εξέγερσης την οποία καλλιέργησε το συνεχώς τροφοδοτούμενο και ανατροφοδοτούμενο κλίμα ηθικού πανικού. Η επιβεβαίωση της εικόνας μιας «εξεγερμένης πόλης» είναι θέμα κύρους, οι «εξαιρετικές συνθήκες» την αθωώνουν, ακόμα και με νομικούς όρους, εάν υποθέσουμε ότι υπήρξαν ποτέ ισχυρά νομικά εμπόδια. Και ας συγχωρήσουμε την αφέλεια του συνδυασμού της σφουγγαρισμένης πλατείας με την κατάστασή της το βράδυ της 17 Νοέμβρη, αρχή είναι ακόμα, θα μάθουν να σκηνοθετούν καλύτερα το τοπίο της αποκατάστασης της τάξης χωρίς παρκέ στα πεζοδρόμια