Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Αρχές της πανδημίας. Ο φόβος

 Μπορεί να είναι απεικόνιση

 [«Γκουέρνικα 1», δωρεά του Κυριάκου Κατζουράκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα]

Η επικοινωνιακή πολιτική απέναντι στην καραντίνα. Συνέντευξη στην Αγγέλα Νταρζάνου για την ΑΥΓΗ, 5/4/2020

 Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη είναι εγκληματολόγος. Υπήρξε επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Μιλάει σήμερα στην Αυγή της Κυριακής για τις πολιτικές απέναντι στον κορονοϊό: για τις συνθήκες φόβου και εγκλεισμού που δεν μπορούν να συντηρήσουν για πολύ την κοινωνική συναίνεση, «είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού» λέει και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική από την κυβέρνηση. Μιλάει για τη στρατηγική Άμυνας της κυβέρνησης απέναντι στην έλλειψη υποδομών, αντί για Επίθεση, με την ισχυροποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Μιλάει επίσης για την κατασκευή ενόχων από τα ΜΜΕ αλλά και πιστώνει στους πολίτες που πειθάρχησαν, την επιτυχία των μέτρων ως τώρα.  

Ποια είναι η αναπαράσταση από τα ΜΜΕ της κρατικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του κορονοϊού;

Θα έλεγα ότι βασικό στοιχείο είναι η αναπαράσταση της επιτυχίας των μέτρων, συνεπικουρούμενη από τον φόβο που τροφοδοτούν οι τίτλοι για τον αριθμό των θυμάτων και οι προειδοποιήσεις για τον μελλοντικό κίνδυνο εάν χαλαρώσουν τα μέτρα. Με δυο λόγια, νομιμοποίηση μιας αμυντικής πολιτικής απέναντι στο πρόβλημα, μια καραντίνα που μεταθέτει τη λύση του προβλήματος στις πλάτες των πολιτών και δείχνει με το δάκτυλο τους απείθαρχους. Το ανθρώπινο κομμάτι που αντιδρά σε μια συνθήκη εγκλεισμού χωρίς ορατό όριο λήξης, ορίζεται ως κοινωνική αναλγησία και αυτό εξεικονίζει η παρουσία αστυνομικών στους δρόμους αντί για υγειονομικούς που θα κάνουν τους απαιτούμενους ελέγχους, ως εάν το ζήτημα να ήταν θέμα δημόσιας τάξης και όχι δημόσιας υγείας. Αναμφισβήτητα η καραντίνα είναι αναγκαία, όμως εδώ μιλάμε για τα συμφραζόμενα εντός των οποίων πραγματοποιείται και επηρεάζουν τη δυναμική της.

Θα μπορούσα να πω όμως, ότι αυτή η αμυντική πολιτική απέναντι στην πανδημία, θα πρέπει να βασίζεται στον φόβο για να μπορέσει να λειτουργήσει πειθαρχικά, ενόσω το διαλυμένο σύστημα υγείας δεν επιτρέπει το ζητούμενο, δηλαδή μια επιθετική πολιτική με στόχο τον ιό και όχι μόνον τη συμμόρφωση σε μέτρα που ανακυκλώνουν τον φόβο και δεν αφήνουν να διαφανεί κάποια ελπίδα. Δηλαδή ότι θα υπάρχει επαρκές και προστατευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να μας φροντίσει εάν χρειαστεί, σε επαρκείς χώρους για αποτελεσματική και αξιοπρεπή νοσηλεία, ότι θα υπάρχει και αύριο υγειονομικό υλικό για να μας προστατέψει πριν φτάσουμε στην νοσηλεία. Ακόμα και γι’ αυτό το σύστημα Υγείας που ήταν το πρώτο θύμα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και επιβιώνει με την ισορροπία του ερειπίου υπάρχουν λύσεις εάν υπάρξει η πολιτική βούληση. Για παράδειγμα, να υποχρεωθεί να συμμετάσχει και ο ιδιωτικός τομέας υγείας, να εκπαιδευτεί και ν’ αξιοποιηθεί η εθελοντική προσφορά.

Πιστεύετε ότι υπάρχει έδαφος για εθελοντισμό και αλληλεγγύη όταν είμαστε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας;

Έχουν ήδη υπάρξει παραδείγματα σημαντικών πρωτοβουλιών και ομάδες αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα θέλω να επισημάνω την προσφορά των τελειόφοιτων φοιτητών της Ιατρικής, να συνδράμουν το παραπαίον σύστημα υγείας και τους εθελοντές για την υποστήριξη ευάλωτων  ομάδων. Δεν είμαι αρμόδια να εισηγηθώ μέτρα, αλλά υπάρχουν ειδικοί για να οργανώσουν μια τέτοια επίθεση από τα κάτω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει ο εθελοντισμός να υποκαταστήσει υποχρεώσεις της κρατικής μηχανής.

 Ωστόσο, η προβολή της προόδου που γίνεται παγκοσμίως με νέα φάρμακα ή με την παρασκευή εμβολίου, δεν μπορούμε να πούμε ότι αντισταθμίζει την άμυνα με επίθεση;

Προφανώς και είναι ελπιδοφόρα η πανκινητοποίηση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας αλλά για να γίνει επιθετική και να είναι αποτελεσματική χρειάζονται υποδομές και αυτό το θέμα παραμένει σε τρίτο και τέταρτο επίπεδο στην τρομολαγνεία των ΜΜΕ.

 

 Ποιοι είναι οι επιμέρους άξονες της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ειδησεογραφία;

Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική σ’ αυτό το θέμα. Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε με πρόταγμα την καταστολή και φαίνεται ότι εκεί εξαντλείται η δυναμική της σε επικοινωνιακό επίπεδο. Μεταθέτοντας την ευθύνη στους πολίτες προσπαθεί να μείνει στο απυρόβλητο η δική της αδυναμία να δώσει λύσεις πέρα από το σφίξιμο των λουριών. Όμως μέχρι πότε θα μπορεί να διεκδικεί συναίνεση αυτή η πολιτική ή θα την επιβεβαιώνουν πειστικά τα ΜΜΕ;

 

Η ειδησεογραφία για τον κορονοϊό δημιουργεί και το συναίσθημα του φόβου για την οικονομία και τις δουλειές μας. Πώς λειτουργεί ο φόβος ως εργαλείο καταστολής;

Ο φόβος για το αύριο. Εάν το έχω παρακολουθήσει σωστά, νομίζω ότι είναι ένα επίπεδο φόβου που εμφανίστηκε σε δεύτερο χρόνο. Ήδη υπάρχει πολύς κόσμος που δοκιμάζεται και σε οικονομικό επίπεδο, αυτό είναι αναπόδραστη συνέπεια των μέτρων. Όταν, λοιπόν, διαβάζουν θέματα του τύπου ότι η καραντίνα δεν είναι τίποτα μπροστά στα μελλούμενα, η συμμόρφωση λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας, κατά κάποιο τρόπο ως φόβος μην χαθεί κι αυτό το λίγο που έχουμε σήμερα. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι ο φόβος δεν είναι λύση διαρκείας, ο φόβος και η απομόνωση είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού, το αύριο έχει πολλές μεταβλητές, ενδεχομένως και κάποιες μη ελέγξιμες. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι η κυβέρνηση δεν έχει συγκροτημένη επικοινωνιακή στρατηγική, δεδομένου ότι η συναίνεση δεν αποσπάται μόνο με τον φόβο.

 

 Εννοείτε δηλαδή ότι δεν συγκροτείται ένα συνεκτικό αφήγημα για τον κορονοϊό- έστω με τις αντιφάσεις του- το οποίο να καταφέρνει να χειραγωγεί και να δημιουργεί συναίνεση;

Λίγο πολύ, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εκεικονίζεται στην παρουσία των δύο ανθρώπων που έχουν αναλάβει την καθημερινή ενημέρωση. Ο κ. Τσιόρδας με νηφάλιο λόγο είναι η επιστήμη που ενημερώνει και καθοδηγεί. Ο κ. Χαρδαλιάς είναι ο παιδονόμος που υποδεικνύει τις εκτροπές και προειδοποιεί για τις κυρώσεις. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο Λόγους, ενώ βγαίνουν στο πλάνο οι ήρωες, το έργο δεν έχει συνοχή και παλαντζάρει χωρίς να ισορροπεί γιατί δεν υπάρχουν ισομερώς οι αντίστοιχοι μηχανισμοί που θα το υποστηρίξουν. Η συναίνεση δεν είναι ποτέ σταθερή και δεδομένη, είναι συνεχώς το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σε ένα σκοτεινό τοπίο που αφήνει έωλα και απειλητικά τα μελλούμενα.

Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση επικοινωνιακά, στο κομμάτι της «ατομικής ευθύνης». Πώς λειτουργεί αυτή η καμπάνια, σε αντιδιαστολή με την κρατική ευθύνη, που φαίνεται να υπολείπεται, και σε τεστ, και σε μονάδες ΜΕΘ, και σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό;

Προφανώς γιατί αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν έχουμε επεξεργαστεί μηχανισμούς διαχείρισής της. Έτσι, ενστικτωδώς σχεδόν, αναζητάμε τον φταίχτη γι’ αυτά που υφιστάμεθα κι έτσι αναδύεται ένα ζήτημα ενοχής, αναζήτησης του ενόχου, που τώρα δεν είναι οι «συνήθεις ύποπτοι» μετανάστες, πρεζόνια, αναρχικοί… Βρίθουν οι θεωρίες συνωμοσίας αλλά κι αυτές είναι αδιέξοδες στον βαθμό που δεν βοηθούν να βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Ένα πρόσφορο έδαφος, λοιπόν, αναζήτησης του ένοχου που να έχει την αναγκαία υλικότητα για να εισπράξει τις συνέπειες, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, είναι ο ένοχος που εμφανίζεται στο πιάτο, έτσι ακριβώς όπως τον θέλουμε: είναι ο γείτονας, ο άμυαλος πιτσιρικάς, ο ηλικιωμένος που δεν προσέχει και αρρωσταίνει και καταλαμβάνει τον ελάχιστο ζωτικό χώρο που μας διαθέτει το σύστημα υγείας. Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτόν, να γίνουμε ένοχοι. Και έτσι αποδεχόμαστε αβίαστα τον ρόλο του θύματος ρίχνοντας το ανάθεμα στον διπλανό μας. Πόσο εύκολο είναι να τα βάλεις μ’ αυτόν που βολτάρει άσκοπα αντί να δεις τις δικές σου αλυσίδες; Και πόσο δύσκολο είναι να δεις ότι πέφτεις χωρίς προστατευτικό δίκτυ γιατί κανείς δεν σ’ αξίωσε με τα μέτρα προστασίας που ήταν δικαίωμά σου αναφαίρετο, να έχεις ένα αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας. Σ’ αυτό το γήπεδο παίζουν τα ΜΜΕ, με αποσιωπήσεις των ευθυνών του συστήματος και έμφαση στην ευθύνη του ατόμου.

Όμως και κάτι τελευταίο: είναι ο πολίτης αυτός που κράτησε σε χαμηλό επίπεδο τον αριθμό των θυμάτων. Είναι οι πολλοί πολίτες που πειθάρχησαν στα μέτρα κι ας μην είναι ορατό το τέλος του εφιάλτη, η ελπίδα. Ας το καταλάβουν οι κυβερνώντες που άδικα πιστώνονται τα χαμηλά ποσοστά κι ας πράξουν το καθήκον τους απέναντι σ’ αυτούς τους πολίτες αντί να τους κουνάν το δάκτυλο.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Η «γυναικεία εγκληματικότητα» παρουσιάζεται ως ανατροπή του γυναικείου φύλου

 Η συζήτησή μου με την Άγγελα Νταρζάνου που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της ΑΥΓΗΣ

https://www.avgi.gr/koinonia/411774_i-gynaikeia-egklimatikotita-paroysiazetai-os-anatropi-toy-gynaikeioy-fyloy


Το σήριαλ Ρούλα Πισπιρίγκου έχει επεκταθεί και καλύπτει σχεδόν στο σύνολο της ειδησεογραφίας τα τελευταία 24ωρα. Στο διαδίκτυο, στα social media  και ιδίως στην τηλεόραση, δεν υπάρχει ζωντανή εκπομπή που να μην ασχολείται, Η ίδια η Ρούλα Πισπιρίγκου φαίνεται να συνομιλούσε με όλο το τηλεοπτικό star system, από την Αγγελική  Νικολούλη μέχρι την Τατιάνα Στφανίδου, καμία σκέψη όμως να φροντίσει για δικηγόρο και για κάποιου είδους ψυχολογική στήριξη.

Πεδίο δόξης λαμπρό για τα κανάλια, καθώς το σώου φαίνεται πως θα τραβήξει σε μάκρος: δεν είναι μόνο οι καταθέσεις του οικογενειακού και φιλικού κύκλου της κατηγορούμενης που θα δώσει επιπλέον τροφή για νέα ρεπορτάζ , είναι η διερεύνηση του θανάτου των άλλων δύο άτυχων κοριτσιών, της Μαλένας και της Ίριδας που εκκρεμεί, αλλά και της 69χρονης σπιτονοικοκυράς που μπαίνει κι εκείνη στο κάδρο. Η κυρία Ρούλα Πισπιρίγκου θα συντηρείται στην επικαιρότητα για μήνες ακόμη.

Πολύ νωρίς, ήδη από την περασμένη Πέμπτη, τα ίδια τα κανάλια αλλά και η κυβέρνηση, αντιλήφθηκαν ότι κάτι πάει να γίνει πολύ λάθος έξω από το σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα. Οι αποδοκιμασίες, τα συνθήματα για θανατική καταδίκη, οι κρεμάλες και οι κατάρες, όλα συνέχεια του τηλεοπτικού σώου που είχε χτιστεί βδομάδες πριν πάνω σε μια τραγωδία.

Μετά το γαϊτανάκι των απόψεων, των ερμηνειών, των διαγνώσεων, των πληροφοριών από την γειτονιά, είχε ήδη νομιμοποιηθεί το κλίμα για το λιντσάρισμα της μητέρας των τριών κοριτσιών αλλά και των συγγενών της, με βάση ένα λόγο όχι απλώς επικινδυνότητας αλλά συνδυασμού επικινδυνότητας με ψυχική ασθένεια. «Και βέβαια αυτόν τον όχλο τον δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ, των οποίων συνήθης τακτική είναι να προκαλούν αντιδράσεις και μετά να κάνουν είδηση τις αντιδράσεις που τα ίδια προκάλεσαν», μας λέει η Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εγκληματολόγος, παλαιότερα Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πάντειο. «Η πεποίθησή μου είναι ότι η κοινωνία εμφανίζει πιο τιμωρητικό ήθος από τους τιμωρητικούς θεσμούς, παγιδεύεται σε ηθικούς πανικούς και βρίσκω ανατριχιαστική την επίκληση της ποινής του θανάτου, κάπως σαν φαντασίωση λιντσαρίσματος  και δημόσιες εκτελέσεις του μεσαίωνα».

Τι χαρακτηριστικά αποδίδονται όμως στη «γυναικεία εγκληματικότητα»; ρωτάμε την Αφροδίτη Κουκουτσάκη. «Η ψευδοεπιστημονική αντίληψη, τάχα περί ιδιαίτερης «εγκληματικής προσωπικότητας» που κυριαρχεί στον εγκληματολογικό λόγο, δεν απαντάται στην περίπτωση των γυναικών που εγκληματούν. Αυτές παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο ως ανατροπή της κοινωνικά προσδωκόμενης γυναικείας κανονικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η «γυναικεία εγκληματικότητα» δεν αναπαριστάται ως «διαφορετικότητα» όπως στους άντρες, ή ως υπέρβαση των ορίων, αλλά ως ανατροπή του ίδιου του φύλου των γυναικών. Για παράδειγμα ο παιδοκτόνος Δουρής το 1994 ήταν ο «πα-Τέρας» σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η Ρούλα Πισπιρίγκου όμως χάνει την ιδιότητα της μητέρας. Η γυναίκα θα λέγαμε ότι δεν θεωρείται γυναίκα –μητέρα, σύζυγος, κόρη- όταν δεν επιτελεί τους κοινωνικά καθορισμένους ρόλους».

Το twitter επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση: «σήμερα “λερώθηκε” η πιο όμορφη λέξη στον κόσμο». «Η λέξη ΜΑΝΑ δεν λερώθηκε και δεν θα λερωθεί ποτέ εξαιτίας ενός περιστατικού». «Απόψε πενθούμε όλες οι μαμάδες». «Σταματήστε να γράφετε 'μάνα'. Γράψτε απλώς 33χρονη. Δεν ήταν ποτέ μάνα. Δεν έγινε ποτέ». «Αν ο Αποτροπιασμός, ο Θυμός, η Οργή, το Μίσος είχαν πρόσωπο, θα 'ταν του θηλυκού (γιατί, ούτε "μάνα", ούτε "γυναίκα" δικαιούται ν' αποκαλείται) που λέγεται #Ρουλαπισπιριγκου».

Την κυρίαρχη αντίληψη για τη «γυναικεία εγκληματικότητα» αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το απόσπασμα από τον Ελεύθερο Τύπο, σε παλαιότερη έρευνα, αναπαράγοντας το στερεοτυπο ότι όλη η ζωή των γυναικών στρέφεται γύρω από τους άντρες: «Οι γυναίκες εγκληματούν επειδή αγαπούν παράφορα έναν άνδρα, επειδή μισούν τυφλά έναν άνδρα, επειδή συνδέονται με κάποιον άνδρα ή επειδή, για άλλους λόγους, ένας άνδρας τις οδήγησε στο ..τοπίο του φόνου!! […] Γυναίκες δολοφόνοι. Στα αστυνομικά χρονικά δεν μπαίνει πλέον αριθμός στη λίστα εγκλημάτων ερωτικού πάθους. Δεν είναι το είδος που σπανίζει, αλλά η ιστορία που επαναλαμβάνεται».

«Απέναντι σε αυτή την απλουστευτική κοινότοπη ερμηνεία ένας εναλλακτικός λόγος απορρέει από τα λόγια της Judith Butler», μας λέει η Α. Κουκουτσάκη: «Η έμφυλη πραγματικότητα είναι πραγματική μονάχα στο βαθμό που επιτελείται. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι ορισμένα είδη πράξεων ερμηνεύονται συνήθως ως εκφράσεις ενός έμφυλου πυρήνα ή μιας έμφυλης ταυτότητας, κι ότι αυτές οι πράξεις είτε συμμορφώνονται με την προσδοκώμενη έμφυλη ταυτότητα είτε, κατά κάποιο τρόπο, συγκρούονται με αυτή την προσδοκία».Μια άλλη τάση στα social media και γενικότερα στον δημόσιο λόγο σήμερα, αλλά και σε τέτοιου είδους high profile εγκλήματα, είναι οι προτάσεις για αυστηροποίηση των ποινών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι αυστηρές ποινές επιδικάζονται μόνο στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τους φτωχούς ή περιθωριοποιημένους που δεν αντέχουν τα έξοδα για έναν καλό δικηγόρο. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει μελετη που να αποδεικνύει ότι οι αυστηρότερες ποινές μειώνουν την εγκληματικοτητα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα λύναμε το πρόβλημα επιβάλοντας τη θανατική ποινή.«Η τωρινή κυβέρνηση ψηφίζει νόμους, αλλάζει νόμους, παραβλέπει νόμους συγκυριακά, απαντώντας εν μία νυκτί στο κλίμα που δημιουργείται μετά την τέλεση κάποιου εγκλήματος, η σοβαρότητα του οποίου θεωρείται ότι νομιμοποιεί τα μπαλώματα στην ισχύουσα νομοθεσία», παρατηρεί η Αφροδίτη Κουκουτσάκη. Και εξηγεί: «Το ερώτημα διατύπωσε καθαρά η πρώην ΓΓ Αντεγκληματικής πολιτικής Σοφία Νικολάου: “Άραγε υπάρχει τιμωρία για τέτοιο έγκλημα;” Είναι ίσως το πιο επικίνδυνο ερώτημα από όσα κυκλοφόρησαν αυτήν την περίοδο». Με άλλα λόγια: «Υπάρχει τιμωρία; Επαρκεί ο Ποινικός νόμος; Να επανέλθει η θανατική ποινή δηλαδή;  Σε μια καθημαγμένη κοινωνία είναι αναγκαίο να θυμηθούμε πόσο δυσκολεύουμε τη ζωή μας αν μας συσπειρώνει το έγκλημα, όσο αποτρόπαιο κι αν είναι, και όχι οι τοξικές πολιτικές που έχουν μολύνει τον κοινωνικό ιστό ή ό,τι έχει απομείνει κι από αυτόν».

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2021

Η συρρίκνωση της διαδήλωσης σε αυτοσκοπό, της Αναστασίας Τσουκαλά

https://3pointmagazine.gr/wp-content/uploads/2021/10/potexana-750x400.jpg?x92610

Αναδημοσίευση από το 3point magazine, της 10 Οκτωβρίου 2021

 

 

 

ihttps://3pointmagazine.gr/i-syrriknosi-tis-diadilosis-se-aytoskopo/?fbclid=IwAR3NcPxmUzkty3hXxOFnDelk53y-zZDmwar-2RNshphVDZ-ardacwxXuMqIs

Πιστεύω ακράδαντα ότι οι δημόσιες καταγγελίες που επικαλούνται ανύπαρκτες πολιτειακές αρχές στερούνται νοήματος. Στο βαθμό όμως που, τυπικά έστω, το πολίτευμα της χώρας είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αναγκαστικά θα λάβω υπόψη μου ως ιδεατό σημείο αναφοράς το Σύνταγμα – όχι για να αναδείξω την αντισυνταγματική καταστολή των πρόσφατων διαδηλώσεων των εκπαιδευτικών και των αντιφασιστών, αλλά για να σχολιάσω την πολιτική δειλία της κυβέρνησης.

Ως πολιτική δειλία ορίζω την επιδίωξη ενός αντιδημοκρατικού αποτελέσματος με ταυτόχρονη καλλιέργεια της εντύπωσης σεβασμού του Συντάγματος ώστε οι κυβερνώντες να συνεχίζουν να δρουν χωρίς να επωμίζονται τον τυπικό στιγματισμό του αυταρχισμού. Οι εποχές των  πραξικοπημάτων έχουν παρέλθει, οι ανοιχτές ρήξεις με τον λαό είναι ανεπιθύμητες από τις οικονομικές ελίτ του 21ου αιώνα που έχουν αντιληφθεί ότι ο στόχος τους επιτυγχάνεται καλύτερα με τη βαθμιαία διάβρωση και όχι με τη κατά μέτωπο διάλυση του προστατευτικού των ελευθεριών δημοκρατικού πλαισίου. Η αποφυγή της ανοιχτής σύγκρουσης επιτυγχάνεται με δύο  αλληλοτροφοδοτούμενες στρατηγικές.

Από τη μια μεριά, σε μια περίοδο διάχυτου φόβου λόγω της γενικευμένης επισφάλειας και της απειλής της πανδημίας, η νομοθετική συρρίκνωση του δημοκρατικού χώρου επέρχεται σταδιακά με γνώμονα την αποδυνάμωση των λαϊκών αντιδράσεων μέσω της αβεβαιότητας και της διάσπασης. Καθώς κανείς δεν ξέρει εκ των προτέρων αν η αναίρεση ορισμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών σε ένα πεδίο είναι προσωρινό στάδιο μιας διαδικασίας εν εξελίξει ή οριστικό αποτέλεσμα, οι αντιδράσεις κλιμακώνονται μεν ως διαμαρτυρία για το χαμένο έδαφος, αλλά η δυναμική τους καθορίζεται από το εύρος του εκάστοτε επιμέρους πλήγματος και την υπόρρητη ελπίδα ότι θα διασωθεί η λειτουργία του εναπομείναντος πεδίου χωρίς να τίθεται πλέον θέμα ενδεχόμενης διεύρυνσης δικαιωμάτων ή ελευθεριών. Καθώς οι αντιδημοκρατικές κυβερνητικές επιθέσεις δεν διεξάγονται παντού ταυτόχρονα, ο κάθε πληττόμενος χώρος βρίσκεται μόνος του την ώρα της διαμαρτυρίας με την όποια αλληλεγγύη να εκφράζεται εξ αποστάσεως μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αντίκτυπο. Η μεμονωμένη πολιτική νίκη που επήλθε χάρη στην ευρεία στήριξη της διαμαρτυρίας των εργαζόμενων στην e-food αφορά την εφαρμογή σε ένα πολύ μικρό τμήμα του εργασιακού πεδίου των ευρύτερων δυσμενών μεταλλάξεων των εργασιακών σχέσεων που έχουν δρομολογηθεί από την κυβέρνηση λίγο ώς πολύ απρόσκοπτα.

Από την άλλη, οι πολιτικές ελίτ μετέρχονται όλα τα επικοινωνιακά μέσα για να νομιμοποιήσουν την πολιτική τους ατζέντα. Υποβαθμίζουν τη βαρύτητα του εκάστοτε αντιδημοκρατικού πλήγματος επικαλούμενες καταχρηστικά την ανάγκη εξισορρόπησης αντικρουόμενων συνταγματικά κατοχυρωμένων αξιών και έννομων αγαθών, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τις κατηγορίες περί αυταρχικής διακυβέρνησης. Όταν ψηφιζόταν ο νόμος 4703/2020 για τις υπαίθριες δημόσιες συναθροίσεις, η κυβέρνηση απαντούσε στις έντονες διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης ως προς τους νομικά ασαφώς διατυπωμένους περιορισμούς των ‘μικρών διαδηλώσεων’ ότι η προστασία του κοινωνικού και οικονομικού βίου προβλέπεται από το Σύνταγμα και ότι ήταν πλέον καιρός να ελεγχθεί η καταχρηστική διατάραξη της ομαλής λειτουργίας της κοινωνίας από μερικές εκατοντάδες διαδηλωτών.

Παρακάμπτοντας πολλά νομικά ζητήματα που εγείρονται από τις διατάξεις του νόμου (Αντισυνταγματικότητας το ανάγνωσμα πρόσχωμεν), θα παραμείνω στην απουσία ορισμού της ‘μικρής διαδήλωσης’ δεδομένου ότι  οι πρόσφατες

διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών και αντιφασιστών, που υπέστησαν βίαιη καταστολή επειδή οι συμμετέχοντες αρνήθηκαν να ‘περιοριστούν’ σε μια λωρίδα κυκλοφορίας, συγκέντρωναν 2-3000 άτομα. Κατανοώ μεν ότι ο τωρινός υπουργός της Κατεχάκη ορίζει τις ‘μικρές διαδηλώσεις’ με βάση τις αναμνήσεις του από τη συμμετοχή του στις αλλοτινές ογκώδεις διαδηλώσεις του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά, επειδή θεωρώ ότι έχει επίγνωση του αισθητά μικρότερου όγκου των σύγχρονων διαδηλώσεων, κρίνω ότι συνειδητά εξωθεί στα άκρα την εφαρμογή των διατάξεων του αμφιλεγόμενου νόμου προκειμένου να απονοηματοδοτήσει τη διαδήλωση ως εργαλείο άσκησης πολιτικής πίεσης, αποδυναμώνοντας την ορατότητα και, κατ’ επέκταση, τη διάδοση του μηνύματος της εκάστοτε διαμαρτυρίας. Καθώς η χαλάρωση των μέτρων για τους εμβολιασμένους καθιστά επικοινωνιακά αβάσιμη την καταστολή μιας διαδήλωσης στο όνομα της προστασίας της δημόσιας υγείας, ο επιδιωκόμενος στόχος επιτυγχάνεται με την επίκληση των μέχρι πρότινος ουσιαστικά ανενεργών διατάξεων του νόμου.

Οι πολίτες καλούνται να δεχθούν ότι οι διαδηλώσεις είναι πλέον κατ’ αρχήν ανεκτές ως αυτοσκοπός. Επιτρέπεται υπό όρους η διεξαγωγή τους, δίνοντας στους συμμετέχοντες την αίσθηση ότι διαμαρτύρονται, αλλά ταυτόχρονα περιορίζεται στο ελάχιστο η δημόσια προβολή του εκάστοτε αιτήματός τους και η συνεπακόλουθη πίεση προς την κυβέρνηση. Η περιθωριοποίηση των διαδηλωτών στο δημόσιο χώρο είναι ανάλογη της υποβάθμισής τους ως πολιτικά υποκείμενα. Ελάχιστοι οδηγοί θα αντιληφθούν τα αιτήματα μιας διαδήλωσης που κινείται στο πεζοδρόμιο ή στη διπλανή λωρίδα κυκλοφορίας. Οι εικόνες της διαδήλωσης θα δημοσιευθούν σε ορισμένα ΜΜΕ με μια συνοπτική ή αναλυτικότερη παρουσίαση των αιτημάτων της και η ισχύς του πολιτικού της μηνύματος θα διαρκέσει μέχρι το μάτι του μέσου αναγνώστη να περάσει στην επόμενη είδηση.

Η πολιτική διαμαρτυρία απονευρώνεται, μετατοπίζεται από το πολιτικό πεδίο στο χώρο του συμβολικού, η συρρίκνωσή της κανονικοποιείται, τα δε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των πολιτών παραβιάζονται προκλητικά χωρίς αυτό να προκαλεί πολιτική κρίση. Ίσως επειδή έχει γίνει πλέον αντιληπτό στο κοινωνικό σύνολο ότι η αστική δημοκρατία πνέει τα λοίσθια και οι μεν αναμένουν παθητικά τις εξελίξεις ενώ οι δε αδυνατούν να προτείνουν καινοτόμα σχέδια διακυβέρνησης.

 

 

 

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

Το μοντέλο της ασφάλειας. Ανασυγκρότηση και μετατοπίσεις του τιμωρητικού μηχανισμού και το ζήτημα της συναίνεσης


https://render.fineartamerica.com/images/rendered/search/poster/8/8/break/images/artworkimages/medium/3/the-blinding-william-russell-nowicki.jpg 

Εισαγωγή

Η υποταγή στους κανόνες επιδιώκεται όχι με έναν λόγο που εξαίρει την αξία του κανόνα και της προσαρμογής σ’ αυτό που επιτάσσει, αλλά με έναν λόγο που δραματοποιεί τη μη προσαρμογή, την απείθεια, το χάος (Δασκαλάκης, 1985: 76, 77) Ένα λόγο δηλαδή που τείνει στην παγίωση της αντίληψης ότι το δίκαιο δεν είναι μόνον καταναγκασμός αλλά, κυρίως, μια προστατευτική δομή που εγγυάται την ασφάλεια και τη συνοχή της κοινωνίας. 

Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί να δει κανείς ότι το δίκαιο έχει δύο όψεις εξίσου ισχυρές: την κατασταλτική, η οποία είναι η επιβολή της συμμόρφωσης στους κανόνες,  και την ιδεολογική, η οποία αποσκοπεί στο να εκμαιεύσει τη συναίνεση του κοινωνικού σώματος απέναντι στην έννομη τάξη, την κοινωνική του νομιμοποίηση με άλλα λόγια. Η ποινή, λοιπόν, δεν είναι ένα μόνον νομικό ή φιλοσοφικό ζήτημα που θεμελιώνεται σε επιχειρήματα αποτελεσματικότητας ή νομιμότητας, αλλά ένας σύνθετος κοινωνικός θεσμός τον οποίο αφ’ ενός μεν επηρεάζουν κοινωνικοί, ιστορικοί και πολιτισμικοί παράγοντες, αφ’ ετέρου δε  δεν απευθύνονται μόνον τους παραβάτες των κανόνων αλλά, μέσα από ένα πλέγμα αποτελεσμάτων και συμβολικών νοημάτων, επενεργούν στο σύνολο του πληθυσμού. Παράλληλα, οι ποινικές πρακτικές δεν είναι μια παθητική αντανάκλαση ήδη συγκροτημένων πολιτισμικών μοντέλων, αλλά έχουν μια πολύ πιο ενεργητική λειτουργία, αυτήν της παραγωγής νοημάτων και ορισμών που αφορούν πολύ περισσότερα ζητήματα από το δίπολο έγκλημα/τιμωρία αλλά και την ίδια την εξουσία και τις λειτουργίες που καλείται να επιτελέσει.[1]

Σε περιόδους κρίσης, όπου τόσο η συμμόρφωση στους κανόνες όσο, κυρίως, η εκμαίευση της συναίνεσης είναι προβληματικές, τον κύριο λόγο έχει η καταστολή, ενώ η ιδεολογική λειτουργία δεν αποσκοπεί μόνον στη συναίνεση ως προς την έννομη τάξη όσο και στον φόβο για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η απείθεια. Υπό ορισμένες συνθήκες δε, το σκληρό, το σωματικό, το θεαματικό πρόσωπο της καταστολής, όχι απλώς δεν αποκρύπτεται ως ανάρμοστο αλλά αποκαλύπτεται ακόμα και μέσα από το λόγο ή τη δράση θεσμικών φορέων.

Απονομή της δικαιοσύνης και η σκηνή των αντιφάσεων

Η εφαρμογή του νόμου, δηλαδή το πρακτικό περιεχόμενο του νόμου που αναφαίνεται στην απόφαση, είναι η απόληξη μιας συμβολικής πάλης που παράγεται διαμέσου μιας κρίσης και η οποία εδράζεται σε ένα νομικό, εν προκειμένω δικαστικό, Habitus. Η ερμηνεία, λοιπόν, η οποία είναι συστατικό στοιχείο της δικαστικής απόφασης, είτε ως ερμηνεία του νόμου είτε ως ερμηνεία  του εκάστοτε περιστατικού, δεν αποτελεί ανακάλυψη ενός νοήματος, δεν συνιστά εξεύρεση δικαίου ή αλήθειας μέσω μιας ποινικής αριθμητικής, αλλά δημιουργία και προβολή νοήματος, συγκροτεί έναν νοηματικό χώρο, τον οποίο ο David Garland ορίζει ως ποινική κουλτούρα. Η δικαστική απόφαση, λοιπόν,  οφείλεται μάλλον στις ηθικές και κοινωνικές διαθέσεις των φορέων της παρά στους καθαρούς κανόνες (normes) του δικαίου (Παπακωνσταντίνου, 2009).  Έτσι παράγεται η θεσμική αλήθεια γύρω από το έγκλημα και τον εγκληματία, η οποία επιστρέφει στην κοινωνία με τη μορφή μιας πραγματικής πραγματικότητας καθώς επιβεβαιώνεται καθημερινά μέσα από τις ποινικές πρακτικές [επιλεκτικότητα ποινικού συστήματος, σκοτεινός αριθμός,[2]ανακύκλωση στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης των ίδιων πράξεων και των ίδιων δραστών προερχόμενων από κοινωνικές ομάδες ευάλωτες στον ποινικό στιγματισμό]

Έχουμε, λοιπόν, μια διπλή κίνηση: Η δικαστική απόφαση είναι ένα κείμενο και, ως τέτοιο. παράγει νοήματα τα οποία επικοινωνεί στην κοινωνία.

Η ποινή, ως κοινωνική δράση, επιτελεί την άμεση λειτουργία της ρύθμισης της συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, όμως, απευθύνεται και ρυθμίζει έμμεσα τη σκέψη και τις στάσεις του συνόλου, άρα κατ’ επέκταση και πάλι τη συμπεριφορά, διαμέσου ενός άλλου εργαλείου, του νοήματος. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνο σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (Garland, 1990 /1999: 291). 

Η δίκαιη ποινή

Η ποινική ιδεολογία ακόμα και σήμερα δανείζεται από τον ντυρκαϊμιανό μύθο περί μιας κοινωνικής συνείδησης η οποία ενσωματώνει όλα τα μέλη της κοινωνίας, ειδικότερα κατά τη στιγμή της παραβίασης των κανόνων. Δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η πρόσληψη και ο καθορισμός ορισμένων συμπεριφορών ως εγκληματικών ή κοινωνικά αρνητικών στα πλαίσια της κυρίαρχης κουλτούρας ανταποκρίνονται πολλές φορές σε σημαντικά διαφορετικές αναπαραστάσεις» (Baratta, 1989: 20, 21, «Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης. Για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου», στo Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 3-4)

Αναφέρθηκα προηγουμένως στην ανακύκλωση των ίδιων ομάδων απ’ τις οποίες στρατολογείται ο ποινικός πληθυσμός. Έτσι, τα χαρακτηριστικά των ομάδων που είναι πιο ευάλωτες στον ποινικό στιγματισμό, μεταφράζονται σε εγκληματογόνους παράγοντες, νομιμοποιώντας εκ των υστέρων τα μεγάλα ποσοστά τους στους τιμωρητικούς θεσμούς. Εάν, λοιπόν, κοινωνικά, φυλετικά ή άλλα χαρακτηριστικά καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την είσοδο υποθέσεων στο ποινικό σύστημα και την εξέλιξή τους, θα συμφωνήσουμε με τον Ηλία Δασκαλάκη ο οποίος έγραφε ότι αυτό το οποίο παράγει το ποινικό σύστημα είναι το στίγμα, το στερεότυπο του εγκλήματος και του εγκληματία. 

Λογικό συνακόλουθο των παραπάνω είναι ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι ένας χώρος που διαχειρίζεται [αλλά και παράγει] αναπαραστάσεις και όχι πραγματικότητες, καθώς η πραγματικότητα κάθε παράνομης δράσης εξαντλείται στη στιγμή της τέλεσής της και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η συμβολική ανακατασκευή της μέσα από λόγους και πρακτικές.

Ο Hulsman είχε περιγράψει παραστατικά αυτή τη διαδικασία στο Άστοχες ποινές: «Όπως ακριβώς ένας χάρτης δεν είναι το έδαφος, έτσι και μια προβληματική κατάσταση είναι πάντοτε κατασκευασμένη – και αναγκαστικά αποδυναμωμένη – όταν αντιμετωπίζεται από κάποιο θεσμό, ένα οργανισμό ή ένα πρόσωπο. Έπεται ότι η εγκυρότητα της εν λόγω κατασκευής μπορεί να αμφισβητηθεί κάθε στιγμή». Για να περιγράψει ένα [περίπου] αδιέξοδο της ποινικής διαδικασίας ακόμα και στις πιο «ειρηνικές» κοινωνικές συνθήκες:

Με βάση αυτήν την έρευνα [σημείωση: σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (sentencing)] ανέπτυξα ένα ορθολογικό μοντέλο και επιχείρησα να εξετάσω πώς λειτουργούν στην πράξη οι αρχές του ποινικού συστήματος – που είναι ευρύτατα αποδεκτές από νομικούς και εγκληματολόγους – (αρχή της αναλογικότητας της ποινής με το έγκλημα, επικουρικότητα του ποινικού συστήματος, ακριβής πληροφόρηση γύρω από την προσωπικότητα του κατηγορουμένου κλπ.). Ένας συνεργάτης μου έβαλε αυτό το μοντέλο στον υπολογιστή. Κάθε φορά που θέλαμε να το εφαρμόσουμε σ’ ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, δοκιμάζαμε μια καταπληκτική εμπειρία. Ρωτούσαμε: «σ’ αυτή την περίπτωση … και στην άλλη … ποια είναι η αντίστοιχη ποινή;». Η μηχανή απαντούσε πάντοτε: «καμία ποινή». Ποτέ δεν βρισκόταν συγκεντρωμένες όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται , ώστε το δικαστήριο να μπορέσει να απαγγείλει μια ποινή που, στο πλαίσιο του συστήματος, να θεωρείται δίκαιη![ Hulsman, L & de Celis Bernat, J. 1997: 46]

Επανερχόμενοι, λοιπόν, στο ζήτημα της ερμηνείας ως συστατικού της δικαστικής απόφασης, ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου σημειώνει σχολιάζοντας  το κείμενο του   P Bourdieu  «Η Δύναμη του Δικαίου (1989)

Τα συστήματα εθισμών και έξεων (Habitus) λειτουργώντας αφενός ως συλλογικές αναπαραστάσεις και αφετέρου ως θεμελιωτικά δεδομένα τάξης και κοινωνικών πρακτικών είναι αυτά που επιτρέπουν στο νομικό πεδίο, όπως και σε κάθε πεδίο, να λειτουργήσει δια των υποκειμένων του: να εξάρει και να εφαρμόσει ερμηνείες, να επιτελέσει ιστορικοποιήσεις κανόνων, να παράξει δικαστικές αποφάνσεις. Η σύντομη, έως απλοϊκή, αναφορά στο κείμενο του Bourdieu συνίσταται στη σχέση με το πείραμα του Hulsman. Αυτή η σχέση οργανώνεται γύρω από το εξής σημείο: τα μηχανήματα δεν έχουν Habitus ή εάν είχαν, τότε οι ποινές θα ήταν «εύστοχες». 
Τα μηχανήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκείμενα και επομένως δεν έχουν εκείνο τον εξοπλισμό που θα τους επιτρέψει να κάνουν κρίσεις, δηλαδή να ερμηνεύσουν. Η ερμηνεία, συστατική διαδικασία του νομικού πεδίου-ερμηνεία τόσο των ποινικών κανόνων όσο και η δικαστική ερμηνεία του εκάστοτε περιστατικού-, δεν αποτελεί ανακάλυψη ενός νοήματος, δεν συνιστά εξεύρεση δικαίου ή αλήθειας μέσω μιας ποινικής αριθμητικής, αλλά προβολή νοήματος σε μια ποινική κουλτούρα κατά Garland. Αυτή την προβολή τα μηχανήματα εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να την επιτύχουν.Έτσι, εάν το νομικό πεδίο είναι ο προνομιακός τόπος παραγωγής της ποινικής κουλτούρας τότε κάθε τιμωρία που επιβάλλεται εγγράφεται σε ένα νοηματικό χώρο ο οποίος κοινωνεί νοήματα που οφείλουν να είναι δεμένα με το γεγονός του δικαίου. Νομίζω ότι η «παρούσα» ιστορική συγκυρία επιτάσσει μια συγκεκριμένου τύπου ανάλυση που θα αναδείξει την αδυνατότητα της δίκαιης ποινής. Όχι τόσο για να την καταργήσει αλλά για να καταγράψει την επίφαση του δικαίου της. 

Το τοπίο της οργής – Η αποπολιτικοποίηση της οργής διαμέσου του φόβου

Καθώς τις ημέρες που γράφεται αυτό το κείμενο, το τοπίο της οργής είναι εκρηκτικά παρόν στην ελληνική κοινωνία, θα χρησιμοποιήσω το  δίπολο φόβος/οργή ως παράδειγμα των παραπάνω, αναφερόμενη ειδικότερα στη συμβολή των ποινικών πρακτικών στο επίπεδο της αποπολιτικοποίησης του φόβου, καθώς στην ποινική διαχείριση αυτού του δίπολου μπορούμε ν’ αναζητήσουμε το υπόστρωμα της νομιμοποίησης κατασταλτικών πρακτικών που υπερβαίνουν τις κατηγορίες «έγκλημα» και «εγκληματίας», φέρνοντας στο κέντρο της εικόνας την κατάσταση και το συμβάν.

Η υπόθεση είναι ότι,  στο πλαίσιο αυτών των μετασχηματισμών που συντελούνται στην ελληνική κοινωνία της περιόδου της κρίσης, η οποία διολισθαίνει σ’ αυτό που ορίζει ο Loïc Wacquant (2001) ως ποινικό κράτος, εγγράφονται πρακτικές των εμπλεκόμενων θεσμών και υποκειμένων με άξονα τη μείωση του αισθήματος του φόβου μέσα από την ενίσχυση της καταστολής.  Ο φόβος, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι η οργή. Σ' ένα συνεχές, λοιπόν, όπου η οργή τροφοδοτεί τον φόβο ως προνομιακό του αντικείμενο, τα υποκείμενα της οργής επανορίζονται με όρους «επικίνδυνων ομάδων» που θα πρέπει να υποταχθούν και να παταχθούν, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη πραγμάτων και να επιδιορθωθεί η διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας. Έτσι, η οργή συναρτάται με την «κοινωνική αταξία» με όρους αιτίου - αποτελέσματος και το προνοιακό πρόταγμα επαναπροσδιορίζεται με άξονα την ανάγκη για τον εντοπισμό και τη διαχείριση του ρίσκου.  Το εθνικό συμφέρον αποτελεί κεντρικό ιδεολογικό άξονα αυτού του λόγου, ως μέρος της, κατά τον Hall, «πολιτικής της συναίνεσης», τουτέστιν της καθιέρωσηςσυναινετικών μορφών κυριαρχίας στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας.[3]

Εάν δε αυτό αποτελεί μια «κανονικότητα», μια σταθερή μορφή θεσμοποιημένης πολιτικής στα πλαίσια της αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, ισχύει πολύ περισσότερο σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Όταν δηλαδή οι κοινωνίες αναπαριστώνται ως εάν να βρίσκονται σε κατάσταση υψηλής επικινδυνότητας ενόψει μιας ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης, που δε θα σημαίνει περιστασιακή και διαχειρίσιμη διασάλευση της έννομης τάξης αλλά το χάος που θα καταπιεί κάθε κεκτημένο, έστω και αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει (Κουκουτσάκη, 2013)

Αντλώντας και πάλι από τα γεγονότα της περιόδου κατά την οποία γράφεται αυτό το κείμενο, θα αναφερθώ στα μέτρα έκτακτης ανάγκης (η αστυνομία σε κόκκινο συναγερμό) που πάρθηκαν ενόψει της επετείου από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και ενόσω συνεχίζεται η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού με αίτημα τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας. Ειδικότερα, μέσα από το καλλιεργούμενο κλίμα αναμονής ταραχών, η πραγματική συνθήκη (η πορεία στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) αποσπάστηκε –για μία ακόμα φορά- από τα  σημασιολογικά πλαίσια μιας πορείας μνήμης και ενδύθηκε αρνητικές σημασίες ως συνθήκη κοινωνικής αταξίας ή ανομίας. Ταυτόχρονα,  το υποκείμενο της βίας, σε ένα γενικό επίπεδο, παραπέμπει a priori σε μια ηλικιακή κατηγορία/ δεξαμενή –νεαρά άτομα-, σε μια πολιτική ομάδα -τους αναρχικούς-,  ενώ για την επισήμανση (προσαγωγή ή/και σύλληψη), αρκεί το συμβάν (ταραχές) και δεν απαιτείται η συμμετοχή αλλά η απλή παρουσία κάποιου στο σημείο που γίνονται ταραχές. Η «πολιορκημένη πόλη», κατά το τριήμερο 5-7 Δεκέμβρη, η πόλη σε καραντίνα, εικονογραφεί την μη-κανονικότητα εν ονόματι της κανονικότητας.

Σύγχρονες τάσεις – Το μοντέλο της ασφάλειας

Όπως ήδη αναφέρθηκε, σε περιόδους βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, οι ποινικές πρακτικές παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση κανόνων κοινωνικής πειθαρχίας.  Το μοντέλο, λοιπόν, τόσο στην ποινική όσο και στην κοινωνική σφαίρα, είναι μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης (οι φτωχοί, φτωχότεροι, οι εγκληματίες στις φυλακές), ενώ ο λόγος περί εγκλήματος επικαλύπτει σχεδόν το λόγο περί «κοινού καλού που απειλείται» και η διαχείριση του ρίσκου μεταφράζεται σε διαχείριση του εγκλήματος.

Το μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης που επιβάλλεται είναι ένα μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης. Φτώχεια είναι όχι απλώς ανεργία αλλά η ιδιότητα του παρία και, ως τέτοια, κατέχει προνομιακή θέση στους πίνακες επικινδυνότητας μέσα από ένα λόγο όπου οι φτωχοί θα γίνουν  φτωχότεροι χωρίς προοπτική επανένταξης στο σύνολο όπου θα έχουν κάποια χρησιμότητα, θα παίξουν κάποιο ρόλο [Μπάουμαν, 2002, όπως αναφέρεται στο Παπακωνσταντίνου 2009α)

Έτσι, μέσω του φόβου για το μέλλον, για το έγκλημα, για την κοινωνική αταξία επιχειρείται η εκπειθάρχηση του πληθυσμού, να μην μετατραπεί ο φόβος σε οργή. Δηλαδή, η εκπειθάρχηση της οργής σημαίνει ταυτόχρονα έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς   διαμέσου του φόβου. Σε πρακτικό δε επίπεδο, αυτό επιχειρείται διαμέσου της διοχέτευσής του φόβου σε ομάδες ατόμων οι οποίες υποτίθεται ότι προσωποποιούν την απειλή, διαμέσου της κατασκευής εσωτερικών εχθρών: Ο επικίνδυνος, ο επίφοβος, ο μιαρός γίνεται αντιληπτός ως Σώμα του οποίου θα πρέπει να κατασταλεί όχι απλώς η δράση αλλά η ίδια η ύπαρξη. Αυτό είναι που τον τοποθετεί εκτός της προστασίας του δικαίου και επιτρέπει την αναστολή ή και την ακύρωση των δικαιωμάτων του.

Αυτές οι τάσεις δεν είναι καινούργιες, μετρούν 30 χρόνια ζωής με ναυαρχίδα τις ΗΠΑ και τις πολιτικές μηδενικής ανοχής, οι οποίες έγιναν εισαγόμενο προϊόν και στην Ευρώπη (βλέπε σχετικά, Wacquant, 2001). Οι σημαντικότερες δε αλλαγές τις οποίες διαμορφώνουν στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, συνοψίζονται στο ότι η διαχείριση του εγκλήματος εμφανίζει μια «επιχειρηματική» διάσταση με τη μορφή ισολογισμών «κόστους-αποτελέσματος».[4] Αυτό σημαίνει ότι η  εγκληματικότητα θεωρείται ως φυσική κατάσταση και το ποινικό σύστημα λειτουργεί όχι για να την εξαλείψει αλλά για να τη διαχειριστεί με το μικρότερο δυνατό κόστος.

Η αντίληψη αυτή επιφέρει δυο βασικές μετατοπίσεις στους Λόγους περί εγκλήματος: Πρώτον, επανέρχεται η έννοια της επικινδυνότητας αλλά όχι ως ατομικής ιδιότητας αλλά ως συνθήκης που αφορά ομάδες. Η επικινδυνότητα ως ατομική ιδιότητα, επέτρεπε τη ρητορική περί αναμόρφωσης κι επανακοινωνικοποίησης με παρέμβαση στους παράγοντες που θεωρείτο ότι διευκόλυναν την εκδήλωση εγκληματικής δράσης. Ως συνθήκη ομάδων συναρθρώνεται με έναν λόγο που εγκαταλείπει το στόχο της αναμόρφωσης ως αποτυχημένου και πολυέξοδου μοντέλου και εισηγείται το στόχο της επιλεκτικής εξουδετέρωσης: καμία παρέμβαση στους θεωρούμενους εγκληματογόνους παράγοντες σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο γιατί ούτως ή άλλως δεν επηρεάζει το φαινόμενο το οποίο εξελίσσεται ως φυσικό φαινόμενο, άρα ο έλεγχός του  θα συνίσταται στην εξουδετέρωση όχι παραγόντων αλλά ατόμων που ανήκουν σε ομάδες υψηλής επικινδυνότητας

Έτσι, με ένα πλέγμα στατιστικών μεθόδων ελέγχονται οι παράγοντες που συνδέονται με την εγκληματικότητα όχι για να εξαλειφθούν αλλά για να καταρτιστούν πίνακες επικινδυνότητας ανάλογα με το πόσο εκτεθειμένες είναι κάποιες κατηγορίες ατόμων σ’ αυτές τις συνθήκες [φτώχεια, ανεργία, εγκληματογόνα περιβάλλοντα, χρήση ουσιών]. Ταυτόχρονα αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των ποινικών θεσμών με βάση τα ποσοστά υποτροπής. Συνδυάζοντας, λοιπόν, τα διάφορα στοιχεία, η πελατεία του ποινικού συστήματος ταξινομείται σε κατηγορίες χαμηλής, μέσης και υψηλής επικινδυνότητας. Η ταξινόμηση αυτή καθορίζει  και το είδος της ποινικής μεταχείρισης αλλά και το πειθαρχικό καθεστώς κράτησης. Κατ’ επέκταση,  στόχος της ποινής δεν είναι ούτε η ανταπόδοση ούτε η επανένταξη, αλλά η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου τον οποίο εκπροσωπούν αυτές οι ομάδες, δια μέσου της εξουδετέρωσής τους για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα: Κρατούνται όχι για να βελτιωθούν για να ανασταλεί η δράση τους για όσο διάστημα διαρκεί ο εγκλεισμός και μέχρι τον επόμενο εγκλεισμό. Δηλαδή, η διάρκεια της ποινής δεν ορίζεται ούτε με βάση τη βαρύτητα του αδικήματος ούτε με βάση την εκτίμηση περί της προσωπικότητας του ατόμου αλλά από τον βαθμό επικινδυνότητας της ομάδας στην οποία εντάσσεται. Αυτό λέγεται επιλεκτική εξουδετέρωση και έχει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα τη μείωση των εξω-ιδρυματικών ποινών, οι οποίες θεωρούνται πολυέξοδες αλλά και αναποτελεσματικές, κατ’ επέκταση η φυσική εξουδετέρωση του παραβάτη δια του εγκλεισμού συντηρεί τον ηγεμονικό ρόλο της φυλάκισης μεταξύ των τιμωρητικών πρακτικών.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για ένα επεξεργασμένο μοντέλο ασφάλειας, τουλάχιστον υπό την έννοια της εισαγωγής  νέων ποινικών θεσμών, αλλά μάλλον για ανασήμανση ή μετατοπίσεις ήδη υπαρχόντων.  Για παράδειγμα και σε σχέση με την αστυνομία, θα μπορούσαμε να να μιλήσουμε για τον ad hoc ορισμό των νόμιμων ορίων δράσης της: Νόμος είναι η διαταγή, ο τρόπος που θα οριστεί και θα αξιολογηθεί τη δεδομένη στιγμή το υπό διακινδύνευση αγαθό –η δημόσια τάξη, η ασφάλεια. Ουσιαστικά, λοιπόν, μιλάμε για την κανονικοποίηση τιμωρητικών πρακτικών έκτακτης ανάγκης και την εμφάνιση αυτού που λέει ο Παρασκευόπουλος ποινικό δίκαιο του δράστη και όχι της πράξης. Ελαστικοποιούνται δηλαδή τα όρια της νόμιμης δράσης με σημείο αναφοράς την κατάσταση και το συμβάν, όπως προαναφέρθηκε. Ή, με άλλα λόγια, αναβαθμίζεται ο ρόλος της αστυνομίας χωρίς να απαιτείται λήψη πρόσθετων νομοθετικών μέτρων.

Επιλέγω το παράδειγμα της αστυνομίας αντί του τιμωρητικού εγκλεισμού, όχι μόνον για την οικονομία του κειμένου αλλά κυρίως επειδή η αστυνομία βρίσκεται στο κέντρο των ποινικών πρακτικών και συνάμα στον πυρήνα του κράτους, όχι μόνον ως θεσμός αλλά ως στρατηγική της εξουσίας. Παράλληλα, τα χαρακτηριστικά της αστυνομικής βίας είναι η θεαματικότητα και η σωματικότητα, μια βία θεαματικά σωματική όπου ο καθένας μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπει στον περίκλειστο χώρο της φυλακής, ότι δηλαδή η τιμωρητική βία αφήνει ορατό το σημάδι της στον παραβάτη. Άρα, στους «πολέμους» κατά του εγκλήματος, της τρομοκρατίας κλπ, η εξαίρεση του νόμου ορίζεται ως παράπλευρη απώλεια μιας αναγκαίας και αναπόφευκτης διαδικασίας, εξ ου και σπάνια επισύρει κυρώσεις ή νοείται ως «καθαρή παρανομία».

Εάν, λοιπόν και σύμφωνα με πολλές αναλύσεις, η σφαίρα των ποινικών πρακτικών αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική στην ανάδειξη των κανόνων κοινωνικής πειθαρχίας, τότε μπορούμε να δούμε τις ποινικές πρακτικές ως μορφή διακυβέρνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, «διαγωγή της διαγωγής» (Foucault, 1982:220-221), ενώ οι χρήσεις της «κοινωνίας του φόβου» συμβάλλουν στη συνολική διακυβέρνηση των πληθυσμών, είτε με την έννοια της άμεσης ποινικής διαχείρισης ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τιμίων μέσα από το θέαμα της ποινικής διαχείρισης των πρώτων (Melossi, 2006: 87).

 

Βιβλιογραφία

Baratta, A. (1989), «Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης. Για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου», στo Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 3-4)

Bourdieu,  P.  (1989), «Η Δύναμη του Δικαίου: Στοιχεία για μια Κοινωνιολογία του Νομικού Πεδίου» Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 72, 1989

Feeley, M. & Simon, J. (1992), «The new penology: Notes on the emerging strategy of corrections and its implications», στο Criminology, v. 30, Issue 4

Foucault , M. (1982), «Afterword: The Subject and Power», στο Dreyfus, H.L & P.Rabinow (επιμέλεια), Michel Foucault: Beyond Structuralism and Hermeneutics, Chicago: The University of Chicago Press

Garland, D. (1998) «Frameworks of inquiry in the sociology of punishment», Melossi D. (επιμ.), The Sociology of Punishment: Socio- Structural Perspectives. Aldershot: Ashgate

Garland, D. (2001). The culture of control: Crime and social order in contemporary society, Oxford: Oxford University Press

  Hall, S. (1973) «Deviance, politics and the media», στο Rock, P. & McIntosh, M. (επιμέλεια), Deviance and social control, London: Tavistock

Hulsman, L. & de Celis Bernat, J.. (1997), Άστοχες ποινές. Το ποινικό σύστημα υπό αμφισβήτηση, Εισαγωγή – Μετάφραση Γ. Νικολόπουλου, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη). 

Melossi D. (1999). “H κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία”, στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμέλεια, εισαγωγή),  Εικόνες εγκλήματος Αθήνα: Πλέθρον

Melossi, D. (2006), «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμέλεια, εισαγωγή), Εικόνες Φυλακής Αθήνα: Πατάκης

Wacquant, L. (2001), Οι φυλακές της μιζέριας, μετ. Καίτη Διαμαντάκου, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ

Δασκαλάκης, Η. (1985), Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουλας

Κουκουτσάκη, Α. (2013), «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος. Η Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών», στο Εμμανουηλίδης, Μ., Κουκουτσάκη, Α. Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: Futura

Μπάουμαν Ζ., (2002), Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο

Νικολαϊδης, Α, (2006), «Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995», στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμέλεια, εισαγωγή), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης, σσ. 261-303

Παπακωνσταντίνου, Θ. (2009) Η δύναμη του δικαίου, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/04/blog-post_28.html

Παπακωνσταντίνου, Θ. (2009α), «Από την ηθική της εργασίας στην ηθική της μηδενικής ανοχής. Σύντομη περιδιάβαση», 1/6/2009, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/06/blog-post.html

Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ

 



[1] Βλέπε σχετικά, Garland, D.  1998, Garland, D. 2001

[2] Σκοτεινός αριθμός: Το ποσοστό της άγνωστης εγκληματικότητας, το οποίο κυμαίνεται από 60 έως 80%, με σύνηθες το 80%, εκτός από περιόδους όπου, για διάφορους λόγους, έχουμε υπερδραστηριοποίηση των διωκτικών αρχών οπότε μειώνεται το ποσοστό. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι το ποσοστό αυτό δεν είναι αντιπροσωπευτικό της συνολικής εγκληματικότητας καθώς αφορά τις πιο ανίσχυρες ή «στοχοποιημένες» κοινωνικές ομάδες οι οποίες αποτελούν και τον συνήθη πληθυσμό των φυλακών [συλλαμβάνονται πιο εύκολα, παραπέμπονται σε μεγαλύτερα ποσοστά και έχουν μεγαλύτερα ποσοστά καταδικαστικών αποφάσεων]

[3] Πρόκειται για στρατηγική απόκτησης και διαχείρισης της συγκατάθεσης των πληθυσμών που συγκροτούν το κοινωνικό σώμα, με κεντρικό ιδεολογικό άξονα την ανάδειξη του «εθνικού συμφέροντος» (national interest) ως ισχυρότερου κάθε άλλης μορφής συλλογικού κοινωνικού συμφέροντος. Κατά τον Hall, η τάση καθιέρωσης συναινετικών μορφών κυριαρχίας στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας συναντά τις αντιθέσεις εναλλακτικών μορφών πολιτικής δραστηριότητας, που δεν προωθούν απλώς ανταγωνιστικά συμφέροντα στο πλαίσιο της ταξικής διαμάχης, αλλά τονίζουν τον βαθμό διαφοροποίησης τους από τις θεσμοποιημένες διαδικασίες ως τέτοιες. Οι αντιτιθέμενες αυτές ομάδες ερμηνεύονται με όρους παρέκκλισης, οι οποίοι βαθμιαία συγκροτούν τη βάση της απονομιμοποίησης τους και της συνακόλουθης επιβολής συναινετικών κανόνων και άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Υπό αυτή την έννοια, η πορεία προς την πολιτική της συναίνεσης «τείνει να παράγει σαν απάντηση έναν ιδιαίτερο τύπο αντιθετικού κινήματος: την πολιτική παρέκκλιση» (Hall, 1973: 274, όπως αναφέρεται στο Νικολαϊδης, 2006: 269).

 

[4] Βλέπε ενδεικτικά, Feeley, M. & Simon, J. (1992), Melossi D. (1999).

 

[στην εικόνα έργο του William  Russell Nowicki]