Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος. Η Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών*

 [η συμβολή μου στο εικονιζόμενο βιβλίο, το οποίο εξαντλήθηκε και δεν θα υπάρξει επανέκδοση]


 

Εισαγωγή

 

Ακροβατώντας εν πολλοίς ανάμεσα στη Χρυσή Αυγή και την αναπαράσταση της, θα πρέπει να διευκρινίσω ευθύς εξ αρχής ότι το παρόν κείμενο δε φιλοδοξεί να δώσει συνολικές ερμηνείες για την παρουσία της Χρυσής Αυγής στην ελληνική πολιτική σκηνή, καθώς το εγχείρημα αφορά καταστάσεις οι οποίες είναι ακόμα εν τω γίγνεσθαι, άρα ρευστές και μεταβαλλόμενες. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα παραμείνω σε ερωτήματα μάλλον, παρά στην παράθεση απαντήσεων τις οποίες δεν έχω.

Ως αφετηρία της προβληματικής μου, προκρίνω τη σύνδεση του αντικειμένου Χρυσή Αυγή με τις συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών, ειδικότερα σε περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, θα αναφερθώ σε διαδικασίες, οι οποίες προετοίμασαν το έδαφος για την εκρηκτική της άνοδο, γεγονός που συσχετίστηκε με τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Με μια συνθήκη, δηλαδή, στην οποία οι ποινικές πρακτικές συνιστούν κρίσιμο πεδίο, όχι τόσο από την άποψη της καταστολής όσο από την άποψη του πολιτισμικού τους περιεχομένου.

Με βάση τα παραπάνω, στην πρώτη ενότητα του κειμένου θα αναφερθώ σε κάποια χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής, τα οποία τη διαφοροποιούν από τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς της ελληνικής πολιτικής σκηνής, συναρτώνται κατ’ επέκταση με το ζήτημα της δυναμικής της ως κοινοβουλευτικού πλέον κόμματος: ειδικότερα και με άξονα τα ζητήματα της νομιμότητας και της νομιμοποίησης, θα διατυπώσω κάποια ερωτήματα τα οποία αφορούν τη σχέση της Χρυσής Αυγής με το υπάρχον πολιτικό σύστημα.

Στην δεύτερη ενότητα, θα γίνει αναφορά στην πολιτισμική ατμόσφαιρα η οποία ευνόησε την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή στο, εν πολλοίς υφιστάμενο, αξιακό περιβάλλον το οποίο λειτούργησε και λειτουργεί ως μηχανισμός θεμιτής παραγωγής βίας απέναντι στον πολιτισμικά κατασκευασμένο Άλλο και με αναφορά στο οποίο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς τη νομιμοποίηση της δράσης και την αύξηση της εκλογικής (και όχι μόνον) επιρροής της Χρυσής Αυγής.

Ειδικότερα, θα συνδέσω το φαινόμενο Χρυσή Αυγή με την παρούσα οικονομική κρίση, υπό το πρίσμα των μεταλλάξεων ή μετατοπίσεων (πραγματικών ή συμβολικών), οι οποίες συντελούνται σε θεσμικό επίπεδο και συνίστανται στην παράλληλη διαδικασία κατακρήμνισης του κοινωνικού κράτους (συνακόλουθα και του προνοιακού ποινικού συστήματος[1]) και ανάδυσης του λεγόμενου ποινικού κράτους. Μια διαδικασία, δηλαδή, όπου ο έλεγχος του εγκλήματος μετεγγράφεται ως προνομιακό αντικείμενο των πολιτικών διαχείρισης του κινδύνου. Σε ό, τι αφορά ειδικότερα την ελληνική περίπτωση, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συντελούμενες αλλαγές στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης δεν αφορούν τόσο την εισαγωγή νέων ποινικών θεσμών όσο τον στρατηγικό μετασχηματισμό και την ανασήμανση του ρόλου των ήδη υπαρχόντων θεσμών.

Παράλληλα, η διαφαινόμενη έκρηξη μιας, ολοένα και ανελαστικότερης, «πολιτικής πυγμής» στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ την ύλη και το αντικείμενο των ποινικών παραβάσεων και τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να προβλέψει κανείς, υποδεικνύει ότι το αντικείμενο της καταστολής διευρύνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να συμπεριλάβει κάθε μορφή «απείθειας». Με τον τρόπο αυτό καθίσταται πλέον προβληματική η λειτουργία ενός σχήματος επίτευξης και συντήρησης ισορροπιών, το οποίο, προκειμένου να λειτουργήσει, θα έπρεπε να περιλαμβάνει και το στοιχείο της «επιβράβευσης» των πειθαρχημένων.[2]

Ένα ζήτημα, λοιπόν, που θα μπορούσε να διευρύνει την ανάλυση είναι το στοιχείο του φόβου και της διαχείρισής του, διαμέσου της διοχέτευσής του σε υποκείμενα/σώματα και όχι σε θεσμούς, από τους παραβάτες ή τους μετανάστες/εισβολείς μέχρι τους ανίκανους και επίορκους πολιτικούς ή, με άλλα λόγια, από τους θεσμούς στους διαχειριστές τους, από την ανατροπή στη μεταρρύθμιση εντός της ίδιας δομής εξουσίας.

Τέλος, θα χρησιμοποιήσω την περίπτωση του μεταναστευτικού φαινομένου ως παραδειγματικής κατασκευής ανταγωνιστικών μορφών συμβίωσης, σε ένα περιβάλλον όπου όλο και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα βιώνουν συνθήκες ζωής «στην κόψη του ξυραφιού». Το μεταναστευτικό αποτελεί λοιπόν ένα παράδειγμα που υποστηρίζει την υπόθεση της καταστολής ως προνομιακού αντικειμένου των πολιτικών διαχείρισης του κινδύνου και, κατ’ επέκταση, των υποδοχών που προϋπήρχαν αλλά και αναπαράγονται στον χρόνο, διευκολύνοντας τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στο κοινωνικό πεδίο.

Συνοψίζοντας αυτό το εισαγωγικό τμήμα, θα έλεγα ότι αφετηρία της προβληματικής μου είναι η εκτίμηση ότι, πρώτον, η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, με την έννοια ότι πολλά από τα στοιχεία του λόγου και των πρακτικών της ήταν ήδη παρόντα στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, το κόμμα Χρυσή Αυγή βρήκε έτοιμα μάλλον, παρά δημιούργησε ερείσματα σε ήδη υφιστάμενες κοινωνικές στάσεις οι οποίες εμπεδώνουν αποκλεισμούς και πρακτικές με αυταρχικά και κατασταλτικά χαρακτηριστικά. Δεύτερον, η οικονομική κρίση και η διαχείρισή της στη μνημονιακή εποχή, δε λειτούργησε ως αίτιο αλλά ως καταλύτης που ανέδειξε και διεύρυνε τα ακροατήρια, τα οποία αποδέχονται εύκολα τις στάσεις και τις πρακτικές της Χρυσής Αυγής, όχι αναγκαία ως νόμιμη πάντως ως νομιμοποιημένη απάντηση απέναντι σε οξυμένα προβλήματα.[3]

Στην προοπτική αυτή, ένα σημαντικό ερώτημα αφορά τη σχέση της Χρυσής Αυγής με το πολιτικό σύστημα. Εφόσον το ζήτημα της στρατηγικής της Χρυσής Αυγής παραμένει σκοτεινό, οι απαντήσεις σε σχέση με το πώς διαχειρίζεται το πολιτικό σύστημα τη Χρυσή Αυγή, συνιστούν κατ’ επέκταση ένα ιδιαίτερα δύσβατο πεδίο.

Έτσι, διερευνάται η υπόθεση ότι η βία της Χρυσής Αυγής συντελεί στην κανονικοποίηση της θεσμικής βίας, καθώς πραγματώνει το ωμό πρόσωπο της άμεσης, φυσικής εξόντωσης, συντελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ανασήμανση ως κανονικότητας της βίας την οποία ασκούν οι θεσμοί.

Ταυτόχρονα, όμως, τίθεται και το ερώτημα πόσο ανθεκτικό είναι αυτό το «απείθαρχο» μόρφωμα που μοιάζει να διατηρεί κλειστά τα χαρτιά του. Μήπως οι συνθήκες το καταστήσουν περιττό «συνεργάτη» στη νομιμοποίηση της ενίσχυσης και διεύρυνσης των κατασταλτικών πολιτικών και πρακτικών στο κοινωνικό πεδίο, το καταστήσουν μάλιστα και αποσταθεροποιητικό παράγοντα;

 

1.     Η Χρυσή Αυγή μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης

 

Επιχειρώντας την ανίχνευση κάποιων χαρακτηριστικών του κοινοβουλευτικού πλέον κόμματος της Χρυσής Αυγής, το πρώτο το οποίο θα σημείωνε κανείς είναι ότι πρόκειται για τον μόνο πολιτικό σχηματισμό στην ελληνική Βουλή, στον λόγο και τις πρακτικές του οποίου δεν υπάρχει ούτε υπόνοια κυβερνητικής πρότασης ή και πρόθεσης διακυβέρνησης, με όρους συμμετοχής στο υπάρχον κοινοβουλευτικό σύστημα. Η πολιτική πρόταση δεν είναι η «βελτίωση» ή η αναζήτηση μιας άλλης «ισορροπίας» μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αλλά η καθολική απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται, συνίσταται στο ποιος θα μπορούσε να είναι ο τελικός στόχος της Χρυσής Αυγής, στον βαθμό που δεν ανιχνεύεται κάποια συμβατική ή εναλλακτική στρατηγική πρόταση διακυβέρνησης.

Ένα δεύτερο στοιχείο, είναι ότι πρόκειται για το μόνο κόμμα της ελληνικής Βουλής, το οποίο όχι απλώς δε δημιουργήθηκε στο πλαίσιο ανακατατάξεων ήδη υπαρχόντων κομμάτων ή μετεγγραφών βουλευτών αλλά, αντίθετα, εμφανίζεται ερμητικά κλειστό, άρα μοναδικό. Σε αντίθεση με τον ΛΑΟΣ, για παράδειγμα, ο οποίος θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το πιο κοντινό ιδεολογικά πολιτικό κόμμα,[4] η Χρυσή Αυγή δεν επιδιώκει να είναι πολυσυλλεκτικό κόμμα. Ο λόγος της είναι ανελαστικός και δεν παρουσιάζει ταλαντώσεις, ως εάν η παρουσία της να αναπαράγει ένα ιδιότυπο σχήμα σχέσης κόμματος και εκλογικού σώματος: ο κόσμος κατευθύνεται στο κόμμα χωρίς το κόμμα να εφαρμόζει στρατηγικές διεύρυνσης των ακροατηρίων του διαμορφώνοντας ανάλογα τον πολιτικό του λόγο, ως εάν να πρόκειται για δεδομένα και επίσης αταλάντευτα ακροατήρια.

Στην αναπαράσταση δε αυτής της μοναδικότητας, κατατείνει και η ίδια η παρουσία των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, όπου η επιθετική αμφισβήτηση του υπάρχοντος κοινοβουλευτικού τοπίου και η λεκτική βία της λαϊκής κουλτούρας, συναρθρώνεται με την εικόνα «απλών ανθρώπων», μεροκαματιάρηδων, όπου ακόμα και το κομπιαστό διάβασμα των κειμένων κατά τις παρεμβάσεις τους, επικοινωνεί το μήνυμα ότι είναι παιδιά του λαού που δεν έχουν σχέση με τις απαξιωμένες πλέον ελίτ.

Αλλά, φυσικά, το πιο εμφανές στοιχείο της παρουσίας της Χρυσής Αυγής στο ελληνικό πολιτικό τοπίο είναι η βία. Μια βία καθαρά και απροκάλυπτα σωματική (άρα εμφανής και φαντασμαγορική), την οποία υπαγορεύει το πρόταγμα ότι ο εχθρός είναι καταρχήν και κυρίως σώμα. Η διαφορά είναι ότι, χωρίς η Χρυσή Αυγή να αποποιείται τον χαρακτήρα του «εξολοθρευτή», καθώς η βία –συμβολική ή πραγματική- δε λείπει από τις ποικίλες δράσεις της, με την άνοδο των ποσοστών της και την είσοδό της στη Βουλή, «πολιτικοποιείται» ο εθνικιστικός/ρατσιστικός λόγος της με το να ενδύεται κι έναν προστατευτικό, κοινωνικό μανδύα: Η Χρυσή Αυγή, τσαλαβουτάει στους κρατήρες που άφησε ο βομβαρδισμός του κοινωνικού κράτους, επιχειρώντας να ιδιοποιηθεί τον χώρο της κοινωνικής πρόνοιας ως παρακολούθημα του εθνικιστικού/ρατσιστικού λόγου. Καίριο σημείο του συγκερασμού της καταστολής και της πρόνοιας, στο επίπεδο του λόγου και των πρακτικών αποκλεισμών που προωθεί η Χρυσή Αυγή, αποτελούν οι επιθέσεις σε μικροπωλητές, οι εισβολές μελών της σε χώρους εργασίας για τον εντοπισμό αλλοδαπών εργαζόμενων χωρίς άδεια, οι απειλές εκδίωξης από τους παιδικούς σταθμούς παιδιών μεταναστών κλπ. Δράσεις «από Έλληνες για Έλληνες», με επιτομή το θέατρο της αιμοληψίας/αιμοδοσίας καθαρού ελληνικού αίματος.

Τέλος, έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο η Χρυσή Αυγή διαχειρίζεται την είσοδό της στη Βουλή. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το κοινοβούλιο δε χρησιμοποιείται ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ που θα ξεπλύνει παλιές αμαρτίες, ιδίως μάλιστα τις ναζιστικές καταβολές, αλλά ακριβώς ως θέατρο επιτέλεσης της βίας υπό τον κοινοβουλευτικό μανδύα της νομιμότητας -όχι ασυλίας, αλλά νομιμότητας. Κάτι το οποίο, μαζί βεβαίως με την προβαλλόμενη λαϊκή νομιμοποίηση, επικαλείται συνεχώς η Χρυσή Αυγή ως απάντηση στις επιθέσεις που δέχεται.

Μ’ αυτήν την έννοια, το ερώτημα δεν είναι μόνον εάν και πώς εγγράφεται και λειτουργεί σε ένα φθαρμένο και απονομιμοποιημένο πολιτικό σύστημα η Χρυσή Αυγή, αλλά ποιος είναι ο στόχος αυτής της οργάνωσης-κόμματος, το οποίο, παρά το 7% που κατέλαβε στις εκλογές, παίζει με το ζήτημα της νομιμότητας και την κοινοβουλευτική της παρουσία: αφενός μεν συνεχίζει να λειτουργεί ως αυτόκλητος εργολάβος ασφάλειας και πρόνοιας, κλιμακώνοντας τη δράση της με θεαματικές ενέργειες που τη φέρνουν στο επίκεντρο της προσοχής στο δημόσιο χώρο και, αφετέρου, με τη, σχετικά πρόσφατη, πολιτική μαζικών μηνύσεων για παράδειγμα, απευθύνεται ακριβώς σ’ εκείνους τους θεσμούς που κατά κύριο λόγο απαξιώνει μέσα από τη δράση και τον λόγο της.

Γενικότερα δε, θεωρώ ότι οι όροι νομιμότητα και νομιμοποίηση έχουν κρίσιμη σημασία, κυρίως εάν δούμε την εγγύτητα της δράσης της Χρυσής Αυγής με δράσεις που πραγματώνονται στο πλαίσιο των ίδιων των ποινικών θεσμών, γεγονός που προσδίδει ενός είδους νομιμοποίηση σε ανάλογες πρακτικές και ρητορικές. Πολύ περισσότερο σήμερα που έχει υποχωρήσει σε τέτοιο βαθμό ο προνοιακός χαρακτήρας του ποινικού συστήματος, ώστε οι «ευγενείς» όροι που προσδιόριζαν τον χαρακτήρα του (αναμόρφωση, επανακοινωνικοποίηση κλπ) δεν απαντώνται πλέον στο δημόσιο λόγο ούτε καν ως νομιμοποιητική ιδεολογία που συγκαλύπτει τον χαρακτήρα αποκλεισμού των ποινικών θεσμών.[5]

Για παράδειγμα, το φαντασμαγορικό θέαμα της βίας που ασκούσε η Αστυνομία απέναντι στους μετανάστες, το είχαμε δει πολλές φορές, πριν εισβάλλει η ΧΑ στη σκηνή των πόλεων. Η φυλακή, από την άλλη, είναι γεμάτη μετανάστες και ρομά που τους στέλνουν εκεί τα δικαστήρια.

Κι ακόμα, όταν η Χρυσή Αυγή μίλησε για ευθανασία ψυχικά ασθενών ή ανίατα άρρωστων, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δήλωση αυτή ήταν η ακραία εκδοχή, αυτή της άμεσης φυσικής εξόντωσης, η οποία κανονικοποιεί μια επίσημη πολιτική καταρράκωσης της ανθρώπινης ιδιότητας των ομάδων αυτών μέσα στα δημόσια ιδρύματα, η λειτουργική κατάρρευση των οποίων υπήρξε από τα πρώτα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών διαχείρισής της στο χώρο της υγείας. Και εάν η βία της αστυνομίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή άλλοι χώροι αποθήκευσης μεταναστών προκάλεσαν αντιδράσεις κι έδωσαν τη δυνατότητα στους μετανάστες να ακουστεί η φωνή τους, η πείνα, η εξαθλίωση, οι μηχανικές καθηλώσεις, όλο αυτό το σκοτεινό κομμάτι της βίας σε περίκλειστους χώρους απέναντι σε ανθρώπους που δεν έχουν δύναμη να αντιδράσουν, ήταν και παραμένει, με κάποιες σποραδικές εξαιρέσεις, υπόθεση ανθρώπων χωρίς φωνή.[6]

Αυτά είναι μόνον κάποια από τα πολλά σχετικά παραδείγματα που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, διερωτώμενος εάν η «αταξία» την οποία επιφέρει η εξω-θεσμική βία και ο λόγος της Χρυσής Αυγής δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μέρος ενός συνεχούς καταστολής: το ένα στάδιο, νοούμενο ως «αταξία», συντελεί στη νομιμοποίηση του άλλου, νοούμενου ως αναγκαιότητα, στον βαθμό που εκπορεύεται από θεσμούς επιφορτισμένους με το καθήκον της διατήρησης και διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας σε περιόδους κοινωνικής έντασης και έκπτωσης των δικαιωμάτων.

Με δυο λόγια, εάν αντιστρέψουμε σε κάποιο βαθμό τους όρους, θα μπορούσαμε να δούμε και μια άλλη εκδοχή αυτού του συνεχούς: Όπως ήδη αναφέρθηκε και θα αναπτυχθεί και σε επόμενη ενότητα, πρόταγμα των αλλαγών που συντελούνται στο ποινικό πεδίο δεν είναι μόνον η «αποκατάσταση της τάξης» αλλά, στην παρούσα φάση, κατά κύριο λόγο η νομιμότητα. Η συζήτηση περί νομιμότητας μεταφέρεται αβίαστα στο πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων και προβλημάτων, από τη διερεύνηση και την κάθαρση στο επίπεδο της «αταξίας» πολιτικών και οικονομικών ελίτ μέχρι την «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Επ’ αυτού μάλιστα, παρατηρείται μια σύμπλευση κοινωνικών και πολιτικών φορέων στο επίπεδο της καταδίκης της εξω-θεσμικής βίας της Χρυσής Αυγής: Η δράση της Χρυσής Αυγής καθιστά τον όρο «μηδενική ανοχή» κοινό τόπο,[7] άρα αποπολιτικοποιημένο όρο ή, με άλλα λόγια, η μηδενική ανοχή γίνεται ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για τη νομιμότητα ως σημαντικό διακύβευμα της σημερινής πολιτικής.

 

2. Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος

 

α. Η κουλτούρα του ελέγχου και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών

 

Η ποινή, ως κοινωνική δράση, επιτελεί την άμεση λειτουργία της ρύθμισης της συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, όμως, απευθύνεται και ρυθμίζει έμμεσα τη σκέψη και τις στάσεις του συνόλου, άρα κατ’ επέκταση και πάλι τη συμπεριφορά, διαμέσου ενός άλλου εργαλείου, του νοήματος. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνο σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (Garland, 1990 /1999: 291).

 

Παρακολουθώντας την ανάλυση του Garland, η αφετηριακή υπόθεση συνίσταται στο ότι η σφαίρα των ποινικών πρακτικών συμβάλλει στο να μορφοποιηθεί η συνολική κοινωνική και πολιτισμική ατμόσφαιρα μιας κοινωνίας, πέραν του ότι, την ίδια στιγμή, επηρεάζεται από αυτή. Με άλλα λόγια, οι ποινικές πρακτικές δεν είναι μια παθητική αντανάκλαση ήδη συγκροτημένων πολιτισμικών μοντέλων, αλλά έχουν μια πολύ πιο ενεργητική λειτουργία, αυτήν της παραγωγής νοημάτων και ορισμών που αφορούν πολύ περισσότερα ζητήματα από το δίπολο έγκλημα/τιμωρία (Garland, 1990/ 1999: 251 κ.ε.).

Αναφερόμενοι δε στην πολιτισμική ατμόσφαιρα η οποία παγιώνεται στις σύγχρονες κοινωνίες και η οποία έχει αναλυθεί από διάφορους ερευνητές (David Garland, Dario Melossi κ.α) ως «κουλτούρα του φόβου» ή/και «κουλτούρα του ελέγχου», ένα πρώτο στοιχείο είναι ότι αυτή εκπορεύεται από μια καθολική στροφή στις πολιτικές διαχείρισης των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων:

 

Είναι κοινή μοίρα για αυτά τα τμήματα της «εργατικής τάξης υπό διαμόρφωση», να περιγράφονται συχνά –από τη δυσφορία των «παλιών» εργατικών ζωνών, συνεπικουρούμενη από διάφορες κατηγορίες πολυπραγμόνων, καθώς και «έγκυρων» σχολιαστών, οι οποίοι αναλαμβάνουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυτής της άποψης– ως «κατακάθια», «επικίνδυνη τάξη», υποπρολεταριάτο, underclass σύμφωνα με τον πρόσφατο βορειοαμερικανικό όρο ή, ακριβώς, όχλος. Αυτές οι περιγραφές βασίζονται και σε «πραγματικά» «γεγονότα», καθώς η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης συντελείται γενικά κατά τρόπο μάλλον άναρχο και παράλογο και η μετακίνηση των μελλοντικών εργατών από την περιφέρεια στις πόλεις δεν είναι ούτε αυτόματη, ούτε ανώδυνη, καθόσον προκαλεί φαινόμενα τόσο ένταξης μερικών από τους νεοφερμένους στις αγορές της λεγόμενης «παρανομίας» (οι οποίες, εξάλλου, αποτελούν μέρος της «πραγματικής» αγοράς, για την οποία χρειάζεται επίσης εργατικό δυναμικό, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία για τα ναρκωτικά και την πορνεία), όσο και απόρριψης και εχθρότητας από τα προγενέστερα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και τα εργατικά. Έτσι λοιπόν τα κατακάθια, η επικίνδυνη τάξη, η underclass θα εγκλειστεί (και «καλλιεργηθεί») στο εσωτερικό του συστήματος της φυλακής, το οποίο, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους φιλοξενούμενους που είχε πάντα – πρώην χωρικούς που κατευθύνονται στις πόλεις, αλλά που το χρώμα τους, η ομιλία τους και η θρησκεία τους είναι τώρα διαφορετικά – θα νιώσει να ξαναγεννιέται, αναγνωρίζοντας στους νεοφερμένους τους «αιώνιους φιλοξενούμενούς» του, τη ζωτική λύμφη, θα λέγαμε, με την οποία τρέφεται το σύστημα (Melossi, 2006: 86-7).

 

Στην ανάλυση του Melossi, εάν η σφαίρα των ποινικών πρακτικών αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική στην ανάδειξη των κανόνων κοινωνικής πειθαρχίας, τότε μπορούμε να δούμε τις ποινικές πρακτικές ως μορφή διακυβέρνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, «διαγωγή της διαγωγής» (Foucault, 1982:220-221), ενώ οι χρήσεις της «κοινωνίας του φόβου» συμβάλλουν στη συνολική διακυβέρνηση των πληθυσμών, είτε με την έννοια της άμεσης ποινικής διαχείρισης ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τιμίων μέσα από το θέαμα της ποινικής διαχείρισης των πρώτων (Melossi, 2006: 87).

Υπ’ αυτό το πρίσμα, μπορεί να δει κανείς πώς η κουλτούρα του ελέγχου αναδύεται από τα συντρίμμια του προγενέστερου προνοιακού ποινικού σχήματος, του «αποτυχημένου μοντέλου» όπως χαρακτηρίστηκε, καθώς θεωρήθηκε ότι δεν επαληθεύτηκε η υπόθεση σύμφωνα με την οποία το κράτος θα μείωνε την εγκληματικότητα υπερβαίνοντας το ρόλο του τιμωρού για να αναλάβει τον πιο ενεργητικό ρόλο του αρωγού, που θα έτεινε στη φροντίδα και την αναμόρφωση του παραβάτη. Έτσι, η διαχείριση του εγκλήματος εμφανίζει για πρώτη φορά μια «επιχειρηματική» διάσταση με τη μορφή ισολογισμών «κόστους-αποτελέσματος», συνεπικουρούμενη και από την πλούσια παραγωγή στο χώρο της ακαδημαϊκής Εγκληματολογίας, η οποία κατασκευάζει πίνακες εκτίμησης του ρίσκου και κατηγορίες προσωποποιήσεων της απειλής.

Το μοντέλο, λοιπόν, τόσο στην ποινική όσο και στην κοινωνική σφαίρα, είναι μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης (οι φτωχοί, φτωχότεροι, οι εγκληματίες στις φυλακές), ενώ ο λόγος περί εγκλήματος επικαλύπτει σχεδόν το λόγο περί «κοινού καλού που απειλείται» και η διαχείριση του ρίσκου μεταφράζεται σε διαχείριση του εγκλήματος.

Καθώς δε η εστίαση είναι στο τελικό προϊόν, στον εγκληματία, το έγκλημα εκριζώνεται από τις κοινωνικές του παραμέτρους και γίνεται ατομική υπόθεση. Το θεωρητικό και εργαλειακό οικοδόμημα της μηδενικής ανοχής, σε συμβολικό επίπεδο μετεγγράφει στον δημόσιο λόγο προβλήματα που εντάσσονται στον χώρο της κοινωνικής πρόνοιας σε ζητήματα ασφάλειας αλλά και ατομικής ευθύνης, επικοινωνώντας ένα πλέγμα νοημάτων, όπου συναρθρώνεται η απενοχοποίηση της κοινωνίας, η οποία δεν ευθύνεται για τα δεινά των άλλων, και η ενοχοποίηση της φτώχειας.

 

Η κοινωνική κατηγορία της φτώχειας δεν αναπαριστά πλέον ούτε την εργατική τάξη (η εργατική τάξη φέρνει στον νου την εικόνα της τάξης ανθρώπων που έχουν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο στη ζωή της κοινωνίας), ούτε την κατώτερη τάξη (ο όρος «κατώτερη τάξη» εξεικονίζει μια τάξη ανθρώπων που βρίσκονται στις κατώτερες θέσεις μιας κλίμακας, την οποία όμως μπορούν να σκαρφαλώσουν και να ξεφύγουν από την κατωτερότητα τους), αλλά την «τάξη των παριών». Είναι η εικόνα των ανθρώπων που είναι πέρα από τάξεις και ιεραρχίες, χωρίς τις ευκαιρίες, χωρίς την ανάγκη για επανεισαγωγή στο σύνολο, χωρίς κάποια χρησιμότητα ή ρόλο, πέραν κάθε σωτηρίας. Αποτελούν απλώς «τα απορρίμματα» για την «ευδαίμονα πλειοψηφία» (Μπάουμαν, 2002, όπως αναφέρεται στο Παπακωνσταντίνου, 2009).

 

 

Σ’ αυτό το πλαίσιο αναβαθμίζεται και ο ρόλος του θύματος (συνεχής είναι άλλωστε η επίκληση της ρητορικής περί αγανακτισμένων πολιτών που απειλούν να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους), ενώ αλλάζει και η αναπαράστασή του: ο όρος δεν αναφέρεται μόνον σε κάποιους ατυχείς πολίτες που έπεσαν θύματα εγκληματικών ενεργειών αλλά σε ένα συλλογικό υποκείμενο, καθώς η θυματοποίηση αναπαριστάται ως η εν δυνάμει συνθήκη στην οποία μπορεί να βρεθεί ο καθένας εάν δεν ληφθούν μέτρα κατά του εγκλήματος και εξουδετέρωσης όχι μόνον των εγκληματιών αλλά και των εν δυνάμει εγκληματιών. Και, όπως λέει ο Garland, «ο έλεγχος του εγκλήματος και η ποινική δικαιοσύνη είναι όροι που περιγράφουν ένα σύνθετο σύμπλεγμα πρακτικών και θεσμών που εκτείνονται από την θεσμοθέτηση και εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας μέχρι τη φροντίδα των πολιτών να κλειδώνουν τις πόρτες των σπιτιών τους,[8] από τα προγράμματα κατά της εγκληματικότητας που ενεργοποιούνται στο πλαίσιο της κοινότητας μέχρι τον εγκλεισμό στη φυλακή, περιλαμβάνοντας και όλες τις ενδιάμεσες διαδικασίες» (Garland, 2001:vii). Φαινόμενο, δηλαδή, το οποίο συναρθρώνεται με την ανάδυση μιας καταγγελτικής στάσης απέναντι στην ανεπάρκεια του κράτους να παρέχει ασφάλεια και, κατ’ επέκταση, το αίτημα για αυστηροποίηση του ποινικού μηχανισμού. Το περιβάλλον, δηλαδή, στο οποίο θεωρείται αυτονόητη η υποχώρηση του κράτους δικαίου ενόψει του προτάγματος της ασφάλειας, ακόμα κι αν ο νόμος λειτουργεί ενάντια στο νόμο.

Προφανώς δε, ο λόγος περί νόμου και τάξης κατέχει προνομιακή θέση στο επίπεδο της [προ]εκλογικής αντιπαράθεσης, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε και στην ελληνική περίπτωση: ο φόβος νοηματοδοτείται ως μείζον αντικείμενο πολιτικών παρεμβάσεων.

Το εθνικό συμφέρον αποτελεί κεντρικό ιδεολογικό άξονα αυτού του λόγου, ως μέρος της, κατά τον Hall, «πολιτικής της συναίνεσης», τουτέστιν της καθιέρωσης συναινετικών μορφών κυριαρχίας στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας.[9] Εάν δε αυτό αποτελεί μια «κανονικότητα», μια σταθερή μορφή θεσμοποιημένης πολιτικής στα πλαίσια της αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, ισχύει πολύ περισσότερο σε περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Όταν δηλαδή οι κοινωνίες αναπαριστώνται ως εάν να βρίσκονται σε κατάσταση υψηλής επικινδυνότητας ενόψει μιας ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης, που δε θα σημαίνει περιστασιακή και διαχειρίσιμη διασάλευση της έννομης τάξης αλλά το χάος που θα καταπιεί κάθε κεκτημένο, έστω και αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει.

Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούν τα εντυπωσιακά αποτελέσματα μετεκλογικών δημοσκοπήσεων, όπου η βαθιά δυσφορία του κόσμου εμφανίζεται να συνυπάρχει με τη διευρυμένη απροθυμία ν’ αλλάξει μορφή η διαχείριση της κατάστασης –το στοιχείο, δηλαδή, που εμφανίζουν οι υπόλοιπες μετρήσεις, πέραν της πρόθεσης ψήφου.

Στο πλαίσιο αυτών των μετασχηματισμών, λοιπόν, εγγράφονται πρακτικές των εμπλεκόμενων θεσμών και υποκειμένων με άξονα τη μείωση του αισθήματος του φόβου, ενώ συγκροτούνται κοινωνικές τάσεις οι οποίες, εκκινώντας από τον επαναπροσδιορισμό των εννοιών του εγκλήματος και του εγκληματία, διατρέχουν ένα ευρύτατο πολιτισμικό φάσμα που αφορά την ίδια τη νομιμότητα, τις μορφές άσκησης εξουσίας, τις πηγές της αυθεντίας της, την τάξη και την αταξία: ο σκελετός της πολιτισμικής δράσης της ποινής είναι θετικός και παραγωγικός και όχι μόνο κατασταλτικός.

Ο φόβος, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος. Σε κοινωνίες που βρίσκονται σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, η άλλη όψη είναι η οργή.

Σ' ένα συνεχές, λοιπόν, όπου η οργή τροφοδοτεί τον φόβο ως προνομιακό του αντικείμενο, τα υποκείμενα της οργής επανορίζονται με όρους «επικίνδυνων ομάδων» που θα πρέπει να υποταχθούν και να παταχθούν, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη πραγμάτων και να επιδιορθωθεί η διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας. Έτσι, η οργή συναρτάται με την «κοινωνική αταξία» με όρους αιτίου - αποτελέσματος και το προνοιακό πρόταγμα επαναπροσδιορίζεται με άξονα την ανάγκη για τον εντοπισμό και τη διαχείριση του ρίσκου.

Αν λοιπόν δεχτούμε, ακολουθώντας την ανάλυση του Garland, ότι η ποινή δεν είναι μόνο στρατηγικό αλλά και πολιτισμικό ζήτημα, καθώς συγκροτεί ταυτόχρονα μια διαδικασία επιβολής ελέγχου και μια σφαίρα έκφρασης κοινωνικών αξιών και συναισθημάτων, τότε μπορούμε να δούμε πώς, όταν η οργή συναρτάται με την κοινωνική αταξία με όρους αιτίου - αποτελέσματος, συσκοτίζεται η κοινή αφετηρία οργής και φόβου η οποία εδράζεται στην ίδια την βία που χαρακτηρίζει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις.

Κατ’ επέκταση, η εκπειθάρχηση της οργής σημαίνει ταυτόχρονα εκπειθάρχηση του φόβου διαμέσου της διοχέτευσής του στις προσωποποιήσεις της απειλής. Στη «διακυβέρνηση διαμέσου της εγκληματικότητας», σύμφωνα με την ανάλυση του Melossi (Melossi, 2006), στη διακυβέρνηση με άλλα λόγια της ανθρώπινης συμπεριφοράς διαμέσου του φόβου.

Έτσι η οργή εγγράφεται και στην ποινική κουλτούρα με όρους γενικευμένης ανομίας, η οποία θα πρέπει να παταχθεί, να υποταχθεί, να μεταφραστεί με βάση τις έννοιες και τους κανόνες της ποινικής διαδικασίας, να περιοριστεί στους προσδιορισμούς της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος ή του βαθμού υπαιτιότητας του δράστη.

Τυπικό παράδειγμα στην ελληνική περίπτωση, όπου η οργή είχε εγγραφεί στο πεδίο του φόβου με όρους γενικευμένης ανομίας, υπήρξε ο Δεκέμβρης του 2008. Ρητορική η οποία επαναλήφθηκε κι άλλες φορές στα χρόνια που ακολούθησαν και μας εισήγαγαν στην καρδιά της μνημονιακής εποχής, με αφορμή διάφορες κινητοποιήσεις αντίδρασης στις ασκούμενες πολιτικές, καθώς το κράτος μετέφερε την κρίση στον πληθυσμό.[10] Υπ’ αυτό το πρίσμα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για παραδειγματικές κατασκευές μετάθεσης των αιτίων του φόβου από τις δομικές του ρίζες σε κατηγορίες «εσωτερικών εχθρών», των οποίων η δράση απαξιώνεται ως απειλητική για την ομαλή λειτουργία της κοινωνίας. [11]

Ως βασικά χαρακτηριστικά αυτών των κατασκευών, θα ανέφερα, πρώτον, ότι η απειλή υποστασιοποιείται σε συγκεκριμένες δράσεις ή σε μεμονωμένα και διακριτά συμβάντα, μέσα από ένα καλλιεργούμενο κλίμα συνεχούς αναμονής ταραχών στο κοινωνικό πεδίο και τα νοήματα που προσδίδονται στα μέτρα πρόληψης ή καταστολής. Με δυο λόγια, πραγματικές συνθήκες (συλλαλητήρια, συνήθεις κινηματικές διαδικασίες κ.ο.κ) αποσπώνται από τα συνήθη σημασιολογικά πλαίσια και ενδύονται αρνητικές σημασίες ως εν δυνάμει συνθήκες κοινωνικής αταξίας και απειλής κατά της δημόσια τάξης (Κουκουτσάκη, 2012). Δεύτερον, ότι με την συνεχή επίκληση του «μέσου πολίτη» του οποίου διαταράσσεται η κανονικότητα του βίου, αναπαριστάται ως πραγματωμένη μια συναίνεση απέναντι στην υπερβολή, στην αναντιστοιχία των θεσμικών δράσεων απέναντι στην «απειλή», συναίνεση που είναι, κατά κάποιο τρόπο, υπερβολική η τεχνητή, με δυναμική να δημιουργήσει συνθήκες ηθικού πανικού.[12]

Επιχειρώντας, στη συνέχεια, να σκιαγραφήσουμε τις σύγχρονες τάσεις των ποινικών θεσμών, ένα πρώτο στοιχείο που θα πρέπει να αναδείξουμε είναι ο αναπροσανατολισμός τους από τον δράστη στον ύποπτο, όχι γι’ αυτό που έκανε αλλά γι’ αυτό που εικάζεται ότι θα κάνει, και μάλιστα στον ύποπτο ως συλλογικό υποκείμενο. Συνθήκη που συμπληρώνεται και από τη μετεγγραφή στο δημόσιο λόγο προβλημάτων τα οποία εντάσσονται στον χώρο της κοινωνικής πρόνοιας, σε ζητήματα ασφάλειας και μείωσης του ρίσκου. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η δράση των διωκτικών αρχών στο πλαίσιο της ανάδυσης αυτού που ονομάζουμε προληπτικό ποινικό δίκαιο. Οι μαζικές προσαγωγές, οι προληπτικές κρατήσεις υπόπτων, η διαπόμπευση συλληφθέντων κλπ, δεν απαιτούν παρά την πολιτική συναίνεση και ενθάρρυνση ή, με άλλα λόγια, είναι δράσεις που οι νόμοι τις «αθωώνουν» ενόψει της διαφύλαξης του νοούμενου ως μείζονος αγαθού, δηλαδή της δημόσιας τάξης (κάτι διαφορετικό, δηλαδή, από το θεσπίζουν ή επιβάλλουν καθώς ενέχει την παραβίαση κανόνα ή την ad hoc αναστολή της ισχύος του). Έτσι, η θεσμισμένη παρανομία καθίσταται αναγκαίο προαπαιτούμενο για την αποτελεσματικότερη διαφύλαξη του νόμου και της τάξης, καθώς επίσης και η αστυνομική δράση που μπορεί να είναι έκνομη προκειμένου να προστατευθούν οι νόμοι. Αυτή η παραδοξότητα μετατοπίζεται και εντοπίζεται μέσα στο δίκαιο, υπό τη σκέπη του έννομου καθολικού αγαθού «δημόσια τάξη».[13]

Στους πρόσφατα δε [επανα]κηρυχθέντες «πολέμους κατά της τρομοκρατίας», με άλλα λόγια στο εργαλειακό και πολιτισμικό περιεχόμενο του αντι-τρομοκρατικού Λόγου, θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς μια ιδιαίτερα ισχυρή έκφραση του προτάγματος της δημόσιας τάξης, ακόμα και με κόστος την υποχώρηση του κράτους δικαίου σε ό, τι αφορά την ύλη των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του κρατούμενου.

Aς μην παραγνωρίζουμε, λοιπόν, το γεγονός ότι η βία είναι μέρος της ενεργού λειτουργίας της αστυνομίας, υπαρκτή ακόμα και σε περιόδους ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου και, ως τέτοιο, έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήθους αναλύσεων κι ακόμα περισσότερων καταγγελιών. Θα μπορούσαμε να πάρουμε ως παράδειγμα την περίοδο της ευρύτερης δεκαετίας του 1960, μια παρατεταμένη περίοδο θετικών τάσεων στους οικονομικούς δείκτες, όπου η αστυνομική βία ήταν εκρηκτικά παρούσα, γεγονός το οποίο σε μεγάλο βαθμό συνέτεινε και στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου της στον επιστημονικό αλλά και ευρύτερα στον δημόσιο λόγο.[14] Είναι μια «κανονικότητα», με δυο λόγια, η οποία αντλεί νομιμοποίηση από τον ίδιο τον Λόγο των θεσμών. Το να τη θεωρήσουμε, λοιπόν, σημείο των καιρών σημαίνει ότι μετατρέπουμε μια κανονικότητα σε εξαίρεση ή, ακόμα περισσότερο, ότι θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια μη βίαιη αστυνομία (Κουκουτσάκη, 2010).

Ένα παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η απόκρυψη των χαρακτηριστικών ως τυπικό μέρος της εμφάνισης κάποιων ειδικών σωμάτων της αστυνομίας:

 

Και θυμάμαι πάλι μια εικόνα που διέρρηξε βίαια κάτι έλασσον σε σχέση με ό, τι διακυβεύεται ευρύτερα, δηλαδή την γαλήνη μιας καλοκαιριάτικης βραδιάς: καθόμουνα με φίλους στο τραπέζι που μας είχε στρώσει ένας γερο-μάστορας της πέτρας στις παρυφές του χωριού Μαχαιροί, γύρισα το κεφάλι και είδα μια σκοτεινή φιγούρα με καλυμμένο το πρόσωπο, σκαρφαλωμένη σαν κατσίκι στα βράχια, λίγα μόνο μέτρα μακριά από το τραπέζι μας. «Τώρα τον είδες;» Είπε αδιάφορος ο οικοδεσπότης. «Κάθε βράδυ τους βλέπω. Να, δες, έφυγε». Ως εάν να ήταν φυσικό φαινόμενο η απειλητική φιγούρα απέναντι απ’ το τραπέζι μας –ήταν πρόσφατη η εγκατάσταση των σωμάτων των Ειδικών Φρουρών στην Κρήτη και έμοιαζε ήδη να μην ανατρέπεται η τάξη των πραγμάτων μέσα από αυτό που αποκάλυπτε η απόκρυψη του προσώπου των φυλάκων του νόμου, η εμπειρία της πανταχού και κραυγαλέα ορατής παρουσίας εκείνου του α-πρόσωπου σώματος της καταστολής. Ρώτησα πολλές φορές τι είναι αυτό που νομιμοποιεί την απόκρυψη των χαρακτηριστικών εκείνων που δρουν νόμιμα ως φορείς της θεσμικής βίας και η απάντηση ήταν πάντα η ίδια: «αν τους αναγνωρίσουν, κινδυνεύει η ζωή τους». Μια απάντηση που αποκαλύπτει τη νομιμοποίηση της υπερβολής στην άσκηση της θεσμικής βίας, η οποία, αντίθετα, είναι τόσο αναμενόμενη ώστε να παίρνονται μέτρα για τη διατήρηση της ανωνυμίας του φυσικού προσώπου/φορέα της, ακόμα και όταν η δράση του υπερβαίνει εμφανώς τα όρια της νομιμότητας· αλλιώτικα, πώς εξηγείται το γεγονός ότι δεν καλύπτουν όλοι οι υπηρετούντες στα σώματα καταστολής τα πρόσωπά τους κατά τις επιχειρήσεις τους; Είναι το αντικείμενο των επιχειρήσεων το επίφοβο ή το εύρος των επιχειρήσεων και οι ίδιες οι χρησιμοποιούμενες πρακτικές; Διότι εάν, παρόλα αυτά, αναρωτηθούμε από ποιους κινδυνεύει η ζωή τους, το εύρος των δραστηριοτήτων αυτών των ειδικών σωμάτων περιπλέκει την απάντηση, αναδεικνύοντας μάλλον την φυσικοποίηση μιας γκρίζας ζώνης μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας εν ονόματι του «ύψιστου στόχου» καταπολέμησης της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος: Εμφανείς περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας δεν μπορεί να αποδοθούν σε φυσικά πρόσωπα όταν ο δράστης είναι, νομίμως, α-πρόσωπος, όταν η απόκρυψη του προσώπου κατασκευάζει ένα πλάσμα συλλογικού δράστη. 

      Στην αντίπερα όχθη, η «σοδειά» των επιχειρήσεων έχει και πρόσωπο και αδιατήρητη την ανωνυμία, είτε «φερόμενος ως δράστης» είτε ως μέρος του θεάματος «εξάρθρωση εγκληματικής οργάνωσης». Και όσο πιο θεαματική η επιχείρηση, τόσο πιο διάφανη η ταυτότητα της σοδειάς που προσφέρεται αφειδώς προς κατανάλωση: η δράση στην γκρίζα ζώνη είχε αποτέλεσμα, όπως μπορούμε να δούμε όλοι· ταυτότητα κι ακάλυπτο πρόσωπο παραδομένα στα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό το έργο, λοιπόν, είναι διαδραστικό. Οι α-πρόσωποι πρωταγωνιστές του, προκαλούν το κοινό να τους δώσει πρόσωπο, να κατανοήσει τη δράση τους ακόμα κι αν φαίνεται υπερβολική ή παράδοξη· κυρίως τότε, γιατί τι νόημα θα είχε το θέαμα αν δεν ήταν για να δώσει νόημα στα πράγματα; (Κουκουτσάκη, 2009)

 

Άρα εφόσον το ζήτημα είναι μάλλον ποσοτικό, στους «πολέμους» κατά του εγκλήματος, της τρομοκρατίας κλπ, η εξαίρεση του νόμου ορίζεται ως παράπλευρη απώλεια μιας αναγκαίας και αναπόφευκτης διαδικασίας, εξ ου και σπάνια επισύρει κυρώσεις ή νοείται ως «καθαρή παρανομία».

Από την άλλη μεριά, ωστόσο, κάποιες περιπτώσεις «παράπλευρων απωλειών», όπως για παράδειγμα η υπόθεση των συλληφθέντων για τη ληστεία στο Βελβεντό Κοζάνης, είναι υπό πολλές έννοιες ενδιαφέρουσα, εκκινώντας από τα ερωτήματα που θέτει η εκπορευόμενη από τους τιμωρητικούς θεσμούς σπάταλη σωματική, αιματηρή βία, η οποία δεν αποκρύπτεται.

Ένα από τα παράγωγα, λοιπόν, αυτής της εικόνας είναι ότι όχι απλώς εστιάστηκε η συζήτηση στα ματωμένα πρόσωπα των δραστών αλλά ότι σχεδόν εξαντλήθηκε σ’ αυτά. Εδώ, όμως, η «επίθεση» έγινε σε ξένο γήπεδο, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τη δυναμική της, τουτέστιν τη συρρίκνωσή της σε ένα είδος μονομαχίας μεταξύ «επίορκων αστυνομικών» και νεαρών γόνων εύπορων οικογενειών που πήραν τα καλάσνικοφ. Τίποτα πιο εύκολο, δηλαδή, από τα να επανέλθει δριμύτατη στο δημόσιο λόγο η απλουστευτική γενίκευση της «καταδίκης της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται», περίπου σαν το τέλος των παραμυθιών όπου όλοι ζούμε καλά κι άλλοι καλύτερα.

Ωστόσο, ένα από τα ερωτήματα τα οποία τίθενται αφορά αναπόδραστα το συνολικό μήνυμα που κοινοποιεί αυτή η απροκάλυπτη προβολή της θεσμικής βίας, καθώς δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι η ανάρμοστη εικόνα αποκαλύπτει δυσλειτουργίες, α-ταξία του τιμωρητικού μηχανισμού ή, πολύ λιγότερο, δομικά του χαρακτηριστικά: ανεκτή, εάν όχι και επιβεβλημένη, η εκτός ορίων βία για την καταπολέμηση της βίας.[15]

Έτσι, για παράδειγμα, η «πρόχειρη επεξεργασία» των φωτογραφιών των συλληφθέντων και καθώς είναι μάλλον απίθανο να μην υπήρχε τεχνικά η δυνατότητα για καλύτερη επεξεργασία τους, θα μπορούσε να διαβαστεί ακριβώς ως πρόθεση για απόλυτη καθαρότητα της παραποιημένης εικόνας, η οποία αποκαλύπτει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο αυτό το οποίο επιφανειακά συγκαλύπτει, δηλαδή την υλικότητα μιας βίαιης εξουσίας που αφήνει ορατά σημάδια στο σώμα του παραβάτη.

 

β. Η τεχνολογία της μηδενικής ανοχής και η περίπτωση της Ελλάδας

 

Όπως προαναφέρθηκε, ο όρος μηδενική ανοχή επανέρχεται συνεχώς στο δημόσιο λόγο ως ταυτόσημος με τον όρο νομιμότητα –και εδώ τα όρια μεταξύ υποστηρικτικού και καταγγελτικού λόγου δεν είναι πάντα σαφή, καθώς αυτά ορίζονται ad hoc και σε συνάρτηση με τη συνθήκη και το υποκείμενο το οποίο εκφέρει λόγο.[16] Έτσι, πριν αναφερθώ ειδικότερα στην περίπτωση της Ελλάδας, θα σκιαγραφήσω συνοπτικά τις θεωρητικές βάσεις και τα προτάγματα της μηδενικής ανοχής με βάση την πρωταρχική κατασκευή του, από το επιστημονικό επιτελείο του Ινστιτούτου Μανχάταν πριν την εφαρμογή του στις ΗΠΑ, για να γίνει στη συνέχεια εξαγώγιμο προϊόν και σε άλλες χώρες.

Η παραδειγματική ίσως εικόνα της μηδενικής ανοχής είναι αυτή που προκύπτει από τον συσχετισμό δεικτών εγκλεισμού και δεικτών εγκληματικότητας αφενός και δεικτών πληθυσμού που βρίσκονται στις παρυφές ή εκτός της αγοράς εργασία αφετέρου, όπως παρουσιάζεται γλαφυρά στο έργο του Loic Wacquant, Οι φυλακές της μιζέριας. Αναφερόμενος, για παράδειγμα, ο Wacquant στη χώρα/μήτρα των τεχνολογιών μηδενικής ανοχής, τις ΗΠΑ κατά την εικοσαετία 1980-2000, μιλάει για τον «πρωτόγνωρο τετραπλασιασμό του σωφρονιστικού πληθυσμού σε περιόδους που η εγκληματικότητα βρίσκεται σε στασιμότητα αν όχι σε ύφεση» (Wacquant, 2001: 23), ενώ παρόμοιοι συσχετισμοί καταγράφονται και σε ευρωπαϊκές χώρες.[17]

Στο θεωρητικό επίπεδο, με βάση κατά κύριο λόγο την επιστημονική παραγωγή του Ινστιτούτου Μανχάτταν στις ΗΠΑ,[18] προσεγγίζοντας την ύπαρξη του εγκληματία περίπου με όρους φυσικού φαινομένου, ο προσανατολισμός εστιάζει στο ζήτημα της θυματοποίησης του πληθυσμού και, κατ’ επέκταση, στη λήψη μέτρων τα οποία να βασίζονται στην αποτροπή ή την επιλεκτική εξουδετέρωση εν δυνάμει εγκληματιών, έτσι ώστε να μειωθούν οι πιθανότητες θυματοποίησης. Στο επίπεδο δε της θεωρίας της ποινής, αυτό το οποίο ονομάστηκε εκτιμητική ποινολογία (actuarial penology) βασίζεται στην ιδέα του υπολογισμού κόστους / ωφέλειας της ποινικής παρέμβασης: Διάκριση και κατάταξη των ατόμων σε κατηγορίες υψηλής, χαμηλής και μεσαίας επικινδυνότητας στη βάση στατιστικών-αρχειακών προγνωστικών μεθόδων επικινδυνότητας και στρατηγική επιλεκτικής αχρήστευσης, όχι με βάση τη βαρύτητα του εγκλήματος αλλά την ένταξη του δράστη σε μια κατηγορία επικινδυνότητας.[19]

Με δυο λόγια, οι θεωρίες αυτές επαναφέρουν στο προσκήνιο την έννοια της επικινδυνότητας, αναδεικνύοντας για μια ακόμα φορά την απόσταση που χωρίζει τον εγκληματία από τον νομοταγή πληθυσμό και την ανάγκη να ληφθούν μέτρα εξουδετέρωσης του επικίνδυνου εγκληματικού σύμπαντος (Melossi, 2002: 227 κ.ε.). Κατά συνέπεια, στο επίπεδο της επίσημης ρητορικής περί εγκληματικότητας, αναδεικνύεται ως κομβική έννοια αυτή της διασάλευσης της τάξης.

Τις αναπαραστάσεις ανασφάλειας ενισχύει και το ίδιο το γεγονός της υπέρμετρης αύξησης του ποινικού πληθυσμού, καθώς αυτή εκλαμβάνεται ως δείκτης αντίστοιχης αύξησης και της εγκληματικότητας με όρους αυτονόητης σύνδεσης ανάμεσα στα δύο στοιχεία. Έτσι, η αύξηση του ποινικού πληθυσμού όχι απλώς δε λειτουργεί εφησυχαστικά, αλλά, αντίθετα, τροφοδοτεί την εικόνα μιας ανεξέλεγκτης αύξησης της εγκληματικότητας και την συνακόλουθη νομιμοποίησης των κατασταλτικών πρακτικών μέσα από μια κυκλική κίνηση:

 

Ο λόγος περί εγκλήματος και εγκληματία συνυφαίνεται με την σφαίρα της ποινής στην ποσοτική και ποιοτική έκφρασή της. Πρόκειται, δηλαδή, για την ίδια κοινωνική διαδικασία, όπου οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις που παράγει η κοινωνία -και οι εγκληματολόγοι για την κοινωνία- σχετικά με τον εγκληματία, προσανατολίζουν την κοινωνική δράση του τιμωρητικού συστήματος επηρεάζοντας τα ποσοστά εγκλεισμού, τα οποία, με τη σειρά τους, επηρεάζουν την ποιότητα της αναπαράστασης… (Melossi, 1999: 27, 28).

 

Σε πρακτικό επίπεδο και καθώς ο εγκληματίας δε θεωρείται ένας περιστασιακά κακός που μπορεί να «αναμορφωθεί», αλλά κάποιος κοινωνικά επικίνδυνος που πρέπει να εξουδετερωθεί, η βλαπτικότητα των αντικοινωνικών συμπεριφορών αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα νομιμοποίησης της εκτεταμένης άσκησης καταστολής. Η ιδέα είναι ότι η αποκατάσταση της τάξης, η προστασία του πληθυσμού από την εγκληματικότητα και η άμβλυνση του φόβου έναντι του εγκλήματος αποτελεί πολύ πιο σημαντικό διακύβευμα από την προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τις αυθαίρετες μορφές άσκησης της τιμωρητικής εξουσίας. Ο στόχος είναι «καθαρές πόλεις» με την απομάκρυνση των ανθρώπινων απορριμμάτων που απειλούν την ευταξία και προκαλούν ανασφάλεια στον πληθυσμό.

Από αυτή τη ρητορική αντλεί νομιμοποίηση η παλινδρόμηση των ποινικών πρακτικών σε προνεωτερικές μορφές, με κορωνίδα την υποχώρηση της αρχής της αναλογικότητας.[20] Τείνει, κατά συνέπεια, να αναπτυχθεί ένα προληπτικό ποινικό δίκαιο, όπου ο ποινικός έλεγχος αναπροσανατολίζεται από την ποινική δίκη στην αστυνόμευση με αναπόδραστη συνέπεια την ενδυνάμωση του ρόλου της αστυνομίας. Με άλλα λόγια, η ποινική καταστολή τείνει να μην αφορά πλέον τη μειοψηφία των ενόχων με βεβαιωμένες εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά τις πλειοψηφίες των υπόπτων, γεγονός το οποίο συναρθρώνεται με τον επαναπροσδιορισμό των ορίων ανάμεσα στον ύποπτο, τον κατηγορούμενο και τον ένοχο. Ωστόσο, αν η ποινική καταστολή πλήττει ελευθερίες ενόχων με αποδεδειγμένη την ενοχή τους, η αστυνομική πρόληψη πλήττει ελευθερίες του συνόλου, δηλαδή δικαιώματα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, κάτω από ορισμένες συνθήκες (ολοένα και πιο συχνές στο σύγχρονο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης), η αστυνόμευση τείνει να γίνει αυτοσκοπός, ενώ υπερτονίζεται μονομερώς η προληπτική της λειτουργία. Έτσι από τον ύποπτο για την τέλεση μιας αξιόποινης πράξης, το στόχαστρο μετακινείται προς τον ύποπτο γενικά: αυτόν που έχει το προφίλ του υπόπτου, τον συνήθη ύποπτο.[21]

Περνώντας στην ελληνική εκδοχή της «μηδενικής ανοχής»,[22] όσο κι αν τα προτάγματα παραμένουν εν πολλοίς τα ίδια (πχ, η αστυνόμευση ως αυτοσκοπός, «καθαρές πόλεις», χωροταξική κατανομή του φόβου του εγκλήματος κλπ), θα ήταν μάλλον λάθος να μιλήσει κανείς για εφαρμογή του μοντέλου της μηδενικής ανοχής, καθώς υπάρχουν διαφορές τόσο στο επίπεδο της θεωρητικής της θεμελίωσης και της θεωρίας της ποινής όσο και, κυρίως, στο επίπεδο του βασικού συσχετισμού στην ανάλυση του Wacquant ανάμεσα στους δείκτες εγκληματικότητας και τους δείκτες εγκλεισμού: Με όλες τις ιδιαιτερότητες που αφορούν τις, κατά περιόδους, αυξομειώσεις στην παραγωγικότητα του ποινικού συστήματος και την, κατά περιόδους επίσης, εστίαση σε ειδικότερες κατηγορίες αδικημάτων και δραστών, σε γενικές γραμμές κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο Wacquant η αύξηση του ποινικού πληθυσμού στην Ελλάδα ακολουθούσε την αύξηση της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας.

Μια άλλη ιδιαιτερότητα αφορά τους ίδιους τους ποινικούς θεσμούς, υπό την έννοια ότι, με κάποιες εξαιρέσεις,[23] δεν μπορούμε να μιλάμε περί αλλαγής ή εμπλουτισμού της ποινικής νομοθεσίας με βάση τα προτάγματα της μηδενικής ανοχής αλλά μάλλον για αλλαγές -σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο- στη λειτουργία ήδη υπαρχόντων θεσμών, λειτουργία η οποία ανασημαίνεται στο περιβάλλον της οικονομικής και πολιτικής κρίσης.[24] Έτσι, το κρίσιμο σημείο δεν είναι οι νομοθετικές [μετα]ρυθμίσεις αλλά ο τρόπος λειτουργίας του τιμωρητικού μηχανισμού, οι ερμηνείες των υπαρχουσών ρυθμίσεων και τα κοινοποιούμενα νοήματα. Ή, ακόμα περισσότερο, εάν η μηδενική ανοχή (ως δόγμα, ως τεχνολογία ή όπως αλλιώς έχει ονομαστεί) στην περίπτωση των ΗΠΑ έτυχε επεξεργασίας στα ερευνητικά κέντρα για μεγάλο διάστημα πριν εφαρμοστεί, στην Ελλάδα θα ήταν πιο σωστό να μιλήσουμε για συνεχείς και αυξανόμενες μετατοπίσεις των «νόμιμων» ορίων της θεσμικής βίας μάλλον, παρά για την επεξεργασία και τη συνακόλουθη εφαρμογή ενός νέου μοντέλου καταστολής. Αυτή η ad hoc νομιμότητα ή εξαίρεση είναι ένα στοιχείο το οποίο μάλλον δε θα πρέπει να μας διαφεύγει καθώς είναι κρίσιμο σημείο για την κατανόηση της λειτουργίας του τιμωρητικού συστήματος σήμερα στην Ελλάδα. Με δυο λόγια, θα έλεγα ότι μιλάμε για τάσεις μάλλον που συνομιλούν με τα ευρύτερα συμφραζόμενα παρά για σχεδιασμό ή, ακόμα λιγότερο, για εφαρμογή μοντέλων.[25]

Αν συνδέσουμε δε αυτές τις πρακτικές με τη δράση της Χρυσής Αυγής, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την υπόθεση ότι η βία της Χρυσής Αυγής συντελεί στην κανονικοποίηση της θεσμικής βίας, καθώς εμφανίζει το ωμό πρόσωπο της άμεσης, φυσικής εξόντωσης. Με άλλα λόγια, συντελεί στο να αμβλύνεται ή να ανασημαίνεται ως κανονικότητα η βία που ασκείται από θεσμικούς φορείς, καθώς αναπροσδιορίζονται συνεχώς τα όρια μεταξύ σύννομης και παράνομης δράσης με βάση το υπό διακινδύνευση έννομο αγαθό.

Σε κάθε περίπτωση, όσο κι αν απαξίωσα αρχικά την όποια ενασχόληση με την περίφημη θεωρία των δύο άκρων ως ιδεολόγημα ανάξιο περαιτέρω ενασχόλησης, αντιλαμβάνομαι πλέον ότι, σε επίπεδο ρητορικής, μοιάζει να είναι ακριβώς αυτή που διαμορφώνει ένα πλαίσιο κυκλικής εγγύτητας ανάμεσα σε θεσμικές δράσεις και τη δράση της Χρυσής Αυγής. Τουλάχιστον εάν λάβουμε υπόψη ότι η Χρυσή Αυγή, ως περιθωριακή ομάδα του 1%, είχε κατεξοχήν αντι-αριστερή δράση πριν εξειδικευθεί κυριολεκτικά στο χώρο των μεταναστών,[26] ενώ και η επίσημη ρητορική περί τρομοκρατίας στοχεύει στον -αλλά και στοχοποιεί τον- χώρο της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής. Μια εκστρατεία, δηλαδή, της οποίας δε γνωρίζω τη διάρκεια αλλά η εμπειρία διδάσκει ότι θα επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο ως μέρος του επίσημου αντι-τρομοκρατικού λόγου. Ερώτημα παραμένει βέβαια –τουλάχιστον στο χρόνο κατά τον οποίο γράφεται το παρόν κείμενο- η στάση της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή το ενδεχόμενο επιστροφής στον πρωταρχικό της στόχο, την Αριστερά, όπως εμπεριστατωμένα τον περιγράφει ο Δημήτρης Ψαρράς (Ψαρράς, 2012), στο πλαίσιο της (όποιας) στρατηγικής της.

 

3.     Κατασκευάζοντας τον Άλλο – Μετανάστες και οι χρήσεις της κοινωνίας του φόβου

 

Ξεκινώντας αυτή την τελευταία ενότητα, θα έλεγα ότι εάν δεν υπήρχαν οι μετανάστες θα έπρεπε να εφευρεθούν, καθώς στα σύγχρονα συμφραζόμενα είναι το ιδανικό Σώμα που προσφέρεται για την πραγματική ή συμβολική εξόντωσή του. Οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί επιτελούν μια κρίσιμη λειτουργία στη διαχείριση του ρίσκου και στις διαδικασίες μετατόπισης των εστιών της κρίσης, διαμέσου της συλλήβδην εγκληματοποίησής τους, ενώ η τρωτότητα και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την ατομική και κοινωνική τους ζωή, τους καθιστά ιδανικούς να λειτουργήσουν ως αποδιοπομπαίος τράγος ή εσωτερικός εχθρός.[27] Είτε ο προορισμός τους είναι οι ποινικοί θεσμοί, η φυλακή, για να αποτελέσουν τη ζωτική λύμφη που θα αποκαταστήσει το κύρος τους, είτε τα κρατητήρια ή τα στρατόπεδα αποθήκευσης για να πραγματωθεί η «επανακατάκτηση των πόλεων», οι μετανάστες κατεξοχήν νοηματοδοτούνται ως ο επίφοβος Άλλος.

Το στρωμένο τραπέζι, με δυο λόγια, το οποίο βρήκε η ΧΑ.

Αν και η αφετηρία της χρήσης των μεταναστών ως «φοβοσυσσωρευτή» τοποθετείται ήδη στη δεκαετία του ’90, μια σημαντική ποσοτική αλλά κυρίως ποιοτική μεταβολή στο κυνήγι των μεταναστών από θεσμικά όργανα παρατηρήθηκε χονδρικά από την περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι συνεχείς επιχειρήσεις-σκούπα, όχι απλώς δεν απέκρυπταν αλλά αντίθετα πρόβαλαν το φαντασμαγορικό θέαμα μιας υπερβολικής, σπάταλης βίας, το οποίο εκτυλισσόταν σχεδόν καθημερινά στη σκηνή των μεγάλων πόλεων. Αυτό το θέαμα, δηλαδή, που δε σηματοδοτούσε καταστολή εγκληματικότητας αλλά καταστολή της ύπαρξης, ξεπερνούσε κατά πολύ τους διακηρυγμένους στόχους περί νόμου και τάξης, αποτελώντας υπό μία έννοια πρόβα για την «Τελική Λύση» που οραματίζεται η Χρυσή Αυγή.

Ταυτόχρονα, καθώς αυτές οι διαδικασίες μετακίνησης των μεταναστευτικών πληθυσμών από χώρα σε χώρα, σε αντίθεση με τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα του 20ου αιώνα, είναι απροσχεδίαστες και δεν απαντούν σε πραγματικές οικονομικές ανάγκες των χωρών στις οποίες συρρέουν, δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε η εξέλιξη, ούτε η έκτασή τους: Αυτά τα μεγάλα ταξίδια δεν μπορεί να είναι ούτε νόμιμα ούτε ελεγχόμενα (με την έννοια του προγραμματισμού), ενώ ούτε η καταστολή κατά συνέπεια αυτών «περιττών πληθυσμών», όποια μορφή κι αν πάρει, δεν είναι δύσκολο να νομιμοποιηθεί κοινωνικά. Μ’ αυτήν την έννοια, οι μετανάστες -ως αθέλητες και απροσχεδίαστες παράπλευρες απώλειες της οικονομικής ανάπτυξης- εντάσσονται στην κατηγορία του πλεονάζοντος πληθυσμού που δεν είναι «ανακυκλώσιμος», δε θα ξαναχρησιμοποιηθεί στην παραγωγική μηχανή. Προσωποποιούν εκείνα τα τμήματα της παραγωγικής μηχανής που «έπαθαν βλάβη» και θα πρέπει να πεταχτούν: κυριολεκτικά τα απορρίμματα που άδειασαν στην αυλή μας (Bauman, 2005: 69 κε).

Απρόσκλητοι κι ανεπιθύμητοι πληθυσμοί, στοιβαγμένοι σε περίκλειστους χώρους, όπου η χωροθεσία και η δομή τους συγκροτεί την υλική εκδοχή της κοινωνικής καραντίνας και παγιώνει την αντίληψη ότι η μετανάστευση δεν αφορά πρόσωπα, πολύ λιγότερο δεν αφορά πολίτες, αλλά μια επιδημία που εξαπλώνεται απ' τη μια χώρα στην άλλη.

Όπως λέει άλλωστε ο Μπάουμαν (ό.π. σ. 70), «τα αίτια του αποκλεισμού μπορεί να διαφέρουν αλλά, για όλους όσοι τον εισπράττουν, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Αντιμέτωποι με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν τους πόρους για την βιολογική τους επιβίωση (τη στιγμή που τους έχει αφαιρεθεί η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που απαιτείται για να επιβιώσουν κοινωνικά) δεν έχουν κανένα λόγο να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει κανείς εκ προθέσεως και την αθλιότητα κατά παράλειψη».

Ακολούθως περιγράφει το αδιέξοδο που επιβάλλεται στους «υπεράριθμους», μέχρι που καταλήγουν να βιώσουν την «κατωτερότητά» τους ως πραγματική: «Οι υπεράριθμοι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, επειδή διεκδικούν επιδόματα που δεν κέρδισαν οι ίδιοι -αν δεν κατηγορηθούν και για εγκληματικές προθέσεις. Σε περίπτωση που διακηρύξουν ανοιχτά τη δυσαρέσκειά τους και αρνηθούν να τιμήσουν αυτόν τον τρόπο ζωής, ο οποίος μπορεί να ευχαριστεί τους έχοντες αλλά δηλητηριάζει τους μη έχοντες, κάτι τέτοιο θεωρείται αμέσως απόδειξη των όσων “έλεγε ευθύς εξαρχής” η “κοινή γνώμη” (ή, ακριβέστερα, οι εκλεγμένοι ή αυτόκλητοι εκπρόσωποί της), ότι οι υπεράριθμοι δεν αποτελούν απλώς ξένο σώμα, αλλά καρκίνωμα που τρέφεται από τους υγιείς ιστούς της κοινωνίας, ορκισμένους εχθρούς του «τρόπου ζωής» και των “όσων μας αντιπροσωπεύουν”» (ό.π. σ. 71).

 Με δυο λόγια, η αύξηση των μεταναστευτικών πληθυσμών συναρθρώνεται με τη μορφοποίηση πολλαπλών φόβων που παίρνουν είτε τη μορφή του φόβου του εγκλήματος είτε τη, λιγότερο εμφανή, μορφή της κατάληψης ζωτικού (και μειούμενου) χώρου και, ως τέτοιοι, τροφοδοτούν την κουλτούρα του ελέγχου.

Κι εδώ, θα είχα να επισημάνω ένα ακόμα στοιχείο, το οποίο με διάφορους τρόπους είναι παρόν στη ρητορική της Χρυσής Αυγής. Ότι, δηλαδή, στη μνημονιακή εποχή, «εμείς» και οι μετανάστες μοιάζει να συναντιόμαστε ακριβώς στο σημείο στο οποίο συνήθως έμπαινε η διαχωριστική γραμμή: στην ασφυκτική συρρίκνωση του ζωτικού χώρου για τους μεν ως βίωμα και για τους δε ως προοπτική.

Έτσι από τη μια μεριά έχουμε τους μετανάστες να βιώνουν συνθήκες απόλυτης ένδειας και κοινωνικής απαξίωσης και από την άλλη «εμάς» να βλέπουμε στους εξαθλιωμένους μετανάστες το φάντασμα του δικού μας μέλλοντος. Έτσι ακριβώς όπως το βλέπουμε στους νεο-άστεγους, που περιφέρονται ντυμένοι ακόμα όπως εμείς και δεν αντέχουμε να δούμε τον εκφυλισμό της εικόνας τους που μοιάζει ακόμα με τη δική μας. Αλλά εδώ τοποθετείται εν πολλοίς και το συμβολικό κομμάτι της βίας των θεσμών που δεν απευθύνεται στον απείθαρχο αλλά κυρίως στον πειθαρχημένο για να του δείξει ακριβώς το κόστος της ενδεχόμενης απειθαρχίας.

Παράλληλα και καθώς οι έλεγχοι δεν μπορούν να περιοριστούν σε τοπικό επίπεδο, η Ευρώπη καλείται να παίξει τον ρόλο του υπερτοπικού χωροφύλακα[28] με πρόταγμα την ασφάλεια. Έτσι, ο λόγος περί μεταναστών συναρθρώνεται με τους λόγους για μια Ευρώπη φρούριο, που τείνει να αποκαταστήσει μια αίσθηση ασφάλειας ή, σωστότερα, να επιδιορθώσει την διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας, καθώς όλο και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες βλέπουν τις τύχες τους έρμαιο μιας οικονομικής διαδικασίας η οποία δεν προοιωνίζει τίποτα άλλο από την ανασφάλεια.

Η Ευρώπη-φρούριο, λοιπόν, παράλληλα με την Ευρώπη-απειλή της οικονομικής επιβίωσης αλλά και της εθνικής κυριαρχίας, καθίσταται ένα θέμα το οποίο κυριαρχεί και στο λόγο της Χρυσής Αυγής ως διπλή απειλή: οι Ευρωπαίοι αδειάζουν στην αυλή μας «τα σκουπίδια τους», τους μετανάστες, απειλώντας τόσο την οικονομία όσο και την εθνική μας ταυτότητα και κυριαρχία.

Τέλος, μέσα από το παράδειγμα των μεταναστών, θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς τις σχέσεις, σε εργαλειακό ή/και συμβολικό επίπεδο, ανάμεσα και στην «υγειονομική κάθαρση» (επιχειρήσεις σκούπα τόσο για την ανάκτηση των πόλεων όσο και για «καθαρές πόλεις»), η οποία οργανώθηκε και υλοποιήθηκε όχι μόνον από τους τιμωρητικούς θεσμούς αλλά και από το «καθ’ ύλην αρμόδιο» Υπουργείο Υγείας,[29] και την «φυλετική κάθαρση» την οποία πρεσβεύει η Χρυσή Αυγή, με την πραγματικότητα και τις συνεκδοχές του (ξένου) αίματος που χύνεται και του (ελληνικού) αίματος που προσφέρεται.

 

Το ερώτημα

 

Όσο μεταβάλλονται τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά της κρίσης στη μνημονιακή εποχή και αποκαλύπτεται το αδιέξοδο των πολιτικών διαχείρισής της, οι θεσμοί θα συνεχίσουν να δείχνουν τα δόντια για να μη φανεί το κομμένο ποδάρι τους. Κυρίως γιατί δε διαφαίνεται καμιά προοπτική αλλαγής που θα επέτρεπε να λειτουργήσει ένας λόγος του είδους, «ας σφίξουμε λίγο ακόμα το ζωνάρι, θα έρθουν καλύτερες μέρες». Ένας ανάλογος λόγος, αντίθετα, ηχεί ως πρόκληση στα ακροατήρια που βιώνουν τις συνέπειες της κρίσης εξαντλώντας τα όριά τους.

Και εδώ νομίζω ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε μια εκδοχή της σχέσης Χρυσής Αυγής και πολιτικού συστήματος. Σ’ αυτό το περιβάλλον πολιτικής κρίσης, η Χρυσή Αυγή ιδιοποιείται με επιστράτευση βίαιων πρακτικών, χωρίς προσφυγή σε νομιμοποιητικές αναφορές, τόσο το κρίσιμο κομμάτι της καταστολής, την «επανοικειοποίηση» των πόλεων, όσο και, με το ήθος του εθνικιστικού προστατευτισμού, το χώρο της πρόνοιας. Κυρίως, όμως, εμφανίζεται ως ο αυθεντικός εκφραστής της καθολικής απαξίωσης του πολιτικού συστήματος.

Αλλά ποια είναι η δυναμική αυτής της πολιτικής όταν δε διαφαίνεται μια συνολική στρατηγική πρόταση μέρος της οποίας αποτελεί; Και στις ανάγκες ποιών ακροατηρίων απαντά η εκτός θεσμικών ορίων δράση της, όταν η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται να μη συνομιλεί καν με τους θεσμούς;

Νομίζω ότι εδώ τίθεται το θέμα της νομιμοποίησης της έκνομης ή, σε άλλες περιπτώσεις, οριακά νόμιμης δράσης της, καθώς ένα από τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί -τουλάχιστον στις δημοσκοπήσεις-, υποδεικνύει ότι μεγάλο ποσοστό του ακροατηρίου της Χρυσής Αυγής προέρχεται από στρώματα που βρίσκονται πλέον στις παρυφές ή εκτός της αγοράς εργασίας, αντιμέτωπα με την προοπτική της οριστικής απώλειας του ζωτικού τους χώρου.

Και, υπ’ αυτή την έννοια, η Χρυσή Αυγή απορροφά ενδεχομένως ένα γενικευμένο κλίμα οργής που απαιτεί την τιμωρία των υπεύθυνων/σωμάτων. Διότι ένα στοιχείο που θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει την υπάρχουσα πολιτισμική ατμόσφαιρα είναι η μεγάλη επιτυχία των ποινικών πρακτικών στο επίπεδο της αποπολιτικοποίησης του φόβου, διαμέσου της προσωποποίησης του εχθρού: ο εχθρός, ακόμα κι αν στο στόχαστρο είναι οι θεσμοί, είναι, πριν και πέρα από οτιδήποτε άλλο, Σώμα, ακριβώς όπως οι ποινικοί θεσμοί τιμωρούν σώματα. Κι αναρωτιέμαι εάν αυτό δεν είναι ένα κυρίαρχο στοιχείο στον τρόπο με τον οποίο εκφράζεται η οργή, οργή στο επίπεδο σωμάτων, στην φαντασίωση ή στην πραγματικότητα της πάλης μεταξύ σωμάτων.

Ένα ζήτημα, λοιπόν, το οποίο συναρθρώνεται με τα παραπάνω και θα πρέπει ίσως να τεθεί επί τάπητος, αφορά αυτή την ίδια τη νοηματοδότηση του «εχθρού», όχι τόσο από την Χρυσή Αυγή που τον δείχνει με το δάκτυλο και το στειλιάρι, όσο από τα -συνεχώς διευρυνόμενα- ακροατήρια της, από τους ψηφοφόρους ή τους οπαδούς της. Θα μπορούσα να πω, δανειζόμενη από τον Νικόλα Σεβαστάκη (2012), ότι η ελληνική κοινωνία «κολυμπάει, άνετα, στο γενικευμένο τιμωρητικό σύνδρομο το οποίο εκτρέφεται από την ατομική δυσθυμία και την κοινωνική ατροφία».

Ωστόσο, κατά τη δική μου εκτίμηση, το φαινόμενο Χρυσή Αυγή είναι ακόμα σκοτεινό ως προς την προοπτική του. Άρα μήπως τελικά αυτή η πολιτική χωρίς ορατό στόχο την καθιστά ευάλωτη στις εξελίξεις, οι οποίες είναι εξίσου απρόβλεπτες με την πορεία της; Με δυο λόγια, πόσο ανθεκτικό είναι το μόρφωμα Χρυσή Αυγή ως μέρος ενός σχήματος άσκησης εξουσίας και παραγωγής νομιμότητας, όταν οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες; Συνεπώς, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε ότι εξίσου απρόβλεπτο είναι και το οπλοστάσιο του κράτους, εάν οι συνθήκες καταστήσουν περιττό ή και επίφοβο αυτό το μάλλον «απείθαρχο» τμήμα του συνεχούς μεταξύ παράνομων, νόμιμων και νομιμοποιημένων πρακτικών ενίσχυσης και επέκτασης της κυριαρχικότητας του κράτους με άξονα τη βία.

 

Επίμετρο

 

Εδώ και αρκετό διάστημα έχει εισβάλλει στο δημόσιο χώρο το ζήτημα της «στρατολόγησης μαθητών» από την Χρυσή Αυγή στα σχολεία. Αν και θα ήταν ίσως υπερβολικό να μιλήσω για επικείμενο «ηθικό πανικό»,[30] φοβάμαι ότι είναι όμως η περίπτωση του θεωρήματος του Thomas,[31] σύμφωνα με το οποίο όταν ορίζεις μια κατάσταση ως πραγματική, γίνεται πραγματική ως προς τα αποτελέσματά της. Με άλλα λόγια, εάν παρατηρήσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιευμάτων θα διαπιστώσει ότι αφενός μεν κυριαρχεί ο πιο ανελαστικός αιτιοκρατικός λόγος που στριμώχνει τους μαθητές σε κατηγορίες υψηλής επικινδυνότητας «να γίνουν ναζιστές» και, αφετέρου, διατυπώνονται προτάσεις για την «πρόληψη του φαινομένου», οι οποίες θυμίζουν τις παλιές, καλές εκστρατείες για την πρόληψη της χρήσης ναρκωτικών.[32]

Έτσι, το εφηβικό φλερτ με τον τσαμπουκά της Χρυσής Αυγής ωθείται στο να εξελιχθεί σε ειδύλλιο στο βαθμό που αγνοούνται οι δικοί του όροι και επιβάλλονται ερμηνείες. Ταυτόχρονα, το κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό… περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται αυτό το φλερτ –στην έκταση στην οποία υπάρχει και, κυρίως, ως μέρος της αυξανόμενης επιρροής της Χρυσής Αυγής στον γενικό πληθυσμό- καθίσταται μια παρένθεση, καθώς επιστρατεύεται η πιο λαμπρή εγκληματολογική παράδοση, η οποία δομήθηκε γύρω από τους άξονες της εξατομίκευσης και της διαφοροποίησης,[33] για να καταστήσει το υποκείμενο-μαθητή στόχο και αντικείμενο «πρακτικών εξομάλυνσης» απέναντι σε μια αυθαιρέτως προσδιορισμένη «ιδιώνυμη ανωμαλία».

Αναφέρομαι στο ζήτημα αυτό καθώς το θεωρώ εμβληματικό ενός ήθους απέναντι στην Χρυσή Αυγή, το οποίο κυοφορεί τον κίνδυνο να τη βάλουμε στο παιγνίδι ως γοητευτικό αντίπαλο, παρέχοντάς της έτσι στρατηγικό πλεονέκτημα που θα το αξιοποιήσει ως τέτοιο, ενισχύοντας το «αντι-συστημικό» προσωπείο της και φερόμενη ως «διωκόμενη πολιτική δύναμη».

Από την άλλη μεριά, είναι ίσως ένα παράδειγμα το οποίο συνομιλεί με την ακροτελεύτια παράγραφο του κλασικού έργου του Stan Cohen για τους ηθικούς πανικούς και τους λαϊκούς δαίμονες (Cohen, 1980), στην οποία λέει: «Όσο οι κοινωνίες μας εγκλωβίζουν τμήματα του κοινωνικού σώματος -τους νέους σε αυτήν την περίπτωση– σε μονοδιάστατα ή και αδιέξοδα μονοπάτια ανέλιξης και πρόσβασης στα αγαθά που η ίδια υπόσχεται, καταδικάζοντας εκ των υστερών τις προτεινόμενες λύσεις και πρακτικές που αυτά τα κοινωνικά τμήματα επιλέγουν, τότε το μέλλον μάς επιφυλάσσει νέους ηθικούς πανικούς».

 

Βιβλιογραφία

 

Bauman, Z. (2005), Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας, μετ. Μάρκος Καρασαρίνης, επιμ. Παντελής Ε. Λέκκας, Αθήνα: Κατάρτι

Body, R. & J. Crotty, (1975) "Class Conflict and Macro-Policy: the Political Business Cycle", στο The Review of Radical Political Economics 7:1 -19

 Cheliotis, K.L. & S. Xenakis, (2010), “Whats neoliberalism got to do with it? Towards a political economy of punishment in Greece, στο Criminology and Criminal Justice 10(4)

Cohen, S. (1980), Folk devils and moral panics: the creation of the mods and rockers, Oxford: Martin Robertson

Cohen, S. (2001), States of denial: Knowing About Atrocities and Suffering, Cambridge, UK:Polity Press

Foucault , M. (1982), «Afterword: The Subject and Power», στο Dreyfus, H.L & P.Rabinow (επιμέλεια), Michel Foucault: Beyond Structuralism and Hermeneutics, Chicago: The University of Chicago Press, σσ 208-226

Garland, D. (1985), Punishment and welfare: A history of penal strategies, Aldershot: Gower

Garland, D. (1985α), «The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century», στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2: 109-37)

 Garland, D. (1990/1999)., Punishment and modern society, Chicago: University of Chicago Press. Ιταλική έκδοση: Pena e societa moderna, Milano: il Saggiatore

Garland, D. (2001), The culture of control. Crime and social order in contemporary society, Oxford: Oxford University Press

Garland, D. (2008), «On the concept of moral panic», στο Crime Media Culture, 2008 (4: 9-30)

Hall, S. (1973) «Deviance, politics and the media», στο Rock, P. & McIntosh, M. (επιμέλεια), Deviance and social control, London: Tavistock, 261-305

Hall, S. C., Critcher, T., Jefferson, J., Clarke & Roberts, B. (1978) Policing the crisis: Mugging, the state and law and order, London: Macmillan

Melossi, D. (1999) «Κοινωνική θεωρία και εναλλασσόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια) Εικόνες εγκλήματος, Αθήνα: ΠΛΕΘΡΟΝ, σσ. 21-59

Melossi, D. (2002), Stato, controllo sociale, devianza, Milano: Bruno Mondadori

Melossi, D. (2006), «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής Αθήνα: Πατάκης, σσ. 63-91

Murdock, G. (1973/1981), «Political deviance: The press presentation of a militant mass demonstration», στο Cohen, S. & Young, J. (επιμέλεια) The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, London: Constable, σσ. 206-225

Wacquant, L. (2001), Οι φυλακές της μιζέριας, μετ. Καίτη Διαμαντάκου, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ

Welch, M. (2007) "Fare L'impensabile. Genealogia della tortura moderna" ("Doing the Unthinkable: A Genealogy of Modern Torture"). Studi Sulla Questione Criminale (Faculty of Law, University of Bologna, Italy), II (n.3: 41-64)

Βερναρδάκης, Χ. (2011), «Η πολυσυλλεκτικότητα και οι αντιφάσεις της ακροδεξιάς σε συνθήκες πολιτικής κρίσης» (συνέντευξη στους Ζωή Σαββοπούλου και τον Παύλο Χατζόπουλο τον Νοέμβριο του 2011), http://www.re-public.gr/?p=4531

Κουκουτσάκη, Α. (2009) «Σ' αυτό το έργο θεατές...» http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/10/blog-post.html

Κουκουτσάκη, Α. (2010), «Η αστυνομική βία είναι μέρος του ρόλου του κατασταλτικού μηχανισμού», Η ΑΥΓΗ, 12/12/2010

Κουκουτσάκη, Α. (2012), «Νεολαία και “ηθικοί πανικοί”. Η κατασκευή του Δεκέμβρη ως επετειακού γεγονότος», στο Πιτσελά, Α. (επιμέλεια), Ο δρόμος προς τη δικαιοσύνη, Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, σσ. 47-60

Λίγκας, K. (2010), «Η πολιτισμική προσέγγιση του κοινωνικού ελέγχου στο έργο του David Garland «The culture of control: Crime and social order in contemporary society »,

http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2010/01/blog-post_2176.html

Μπάουμαν Ζ., (2002), Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο

Νικολαϊδης, Α, (2006), «Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης, σσ. 261-303

Νικολόπουλος, Γ. (2002), Κράτος, ποινική εξουσία και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μια εγκληματολογική προσέγγιση, Αθήνα: Κριτική

Παπακωνσταντίνου, Θ. (2008), Τι είναι η δημόσια τάξη στο ελληνικό δίκαιο, Διπλωματική εργασία στο ΜΠΣ του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Παπακωνσταντίνου, Θ. (2009), «Από την ηθική της εργασίας στην ηθική της μηδενικής ανοχής. Σύντομη περιδιάβαση», 1/6/2009, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/06/blog-post.html

Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ

 Παρασκευόπουλος, Ν. (2006), «Η συγκρουσιακή ποινή (εικόνες, θεωρίες, πράγματα)» στο Κουκουτσάκη, Α. Εικόνες φυλακής, Αθήνα: Πατάκης, σσ. 39-62

Σεβαστάκης, Ν. (2012) Η ορατή ακροδεξιά, στο REDNotebook, 30/8/2012

Χωλ, Σ., Τ. Κράιτσερ, Τ. Τζέφερσον, Τ. Κλαρκ & Μ. Ρόμπερτς (1989), «Η αστυνόμευση της κρίσης – Η εξισορρόπηση των εκδοχών: η εκμετάλλευση του Χάντσγουόρθ», ελληνική μετάφραση του "Balancing accounts. Cashing in on Handsworth», στο Κομνηνού, Μ & Χ. Λυριτζής (εισαγωγή, επιμέλεια) Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης, 273-323

Τζαννετάκη, Τ., (2006), Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής. Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson, Αθήνα: Σάκκουλας

Ψαρράς, Δ. (2012), Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, Αθήνα: ΠΟΛΙΣ

 

 

 

 



* Επεξεργασμένη μορφή της ομότιτλης εισήγησης την οποία παρουσίασα στη διημερίδα που οργάνωσε το Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης με θέμα: «Αντικείμενο: Χρυσή Αυγή», 7, 8 Δεκέμβρη 2012, στο κοινωνικό κέντρο Μικρόπολις.

[1] Σύμφωνα με την επίσημη θεωρητική της θεμελίωση, ο όρος αναφέρεται στην αναμορφωτική κι επανακοινωνικοποιητική λειτουργία που αποδίδεται στην ποινή. Στο πλαίσιο αυτό αποδίδεται στο κράτος ένας ρόλος περισσότερο ενεργός από αυτόν του τιμωρού, δηλαδή ο ρόλος του αρωγού που θα συνδράμει τον παραβάτη των κανόνων στην ομαλή κοινωνική του επανένταξη. Για το προνοιακό σχήμα της ποινικής δικαιοσύνης, βλ. Garland, (1985).

[2] Η πρόσφατη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις. Ενδεικτικά, η προσφυγή σε μεθόδους όπως η επιστράτευση, η οποία τείνει ν’ αποτελέσει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στην διευθέτηση των συγκρούσεων στο εργασιακό και το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί παράδειγμα μιας πιθανής εξέλιξης όπου το σύστημα δε θα επιδιώκει καν ισορροπίες ενσωματώνοντας μέρος έστω αυτού το οποίο εναντιώνεται στις επίσημες πολιτικές.

[3] Παρενθετικά σημειώνω την αντοχή που έμοιαζε να έχει η εικόνα της Χρυσής Αυγής ως «γραφικής συμμορίας», ακόμα και όταν άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα ποσοστά της, τόσο ώστε να αποκτήσει εκπροσώπηση στον Δήμο Αθηναίων. Ή, σωστότερα, πόσο λίγο μοιάζει να έχει εγγραφεί ως συνθήκη ή ως πρόβλημα στο δημόσιο χώρο η δράση της στα χρόνια που δεν εμφάνιζε δυναμική κόμματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ιδιαίτερα χρήσιμο από αυτή την άποψη είναι το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, ένα ντοκουμέντο για τη δράση της πολλά χρόνια πριν μπει στο κέντρο του δημόσιου λόγου.

[4] Λέει ο Χριστόφορος Βερναρδάκης για τον ΛΑΟΣ σε μια παλιότερη συνέντευξή του (Νοέμβριος 2011): «Η στρατηγική του είναι η μετατόπιση θέσεων και η εναλλαγή των ρόλων, οι οποίοι, ανάλογα με τη συγκυρία, είναι διαφορετικοί και συχνά αντιφατικοί, πράγμα που εξηγεί και την πολυσυλλεκτικότητά του» (http://www.re-public.gr/?p=4531).

 

[5] Η υλική εκδοχή αυτής της πολιτικής είναι οι φυλακές-αποθήκες, όπου το μέγεθος του ποινικού πληθυσμού υπερβαίνει κατά πολύ τη χωρητικότητα και τις δομές των ιδρυμάτων φύλαξης –κατ’ επίφαση, σωφρονιστικών καταστημάτων.

[6] Για μια κατάσταση άρνησης (state of denial) θα μπορούσαμε να μιλήσουμε, η οποία εκλογικεύει και δίνει επιχειρήματα στη μη δράση, είτε ως άρνηση του γεγονότος και των συνεπειών του είτε ως άρνηση της γνώσης του γεγονότος (για το θέμα της άρνησης απέναντι σε ζητήματα οδύνης και φρικαλεότητας, βλ. το έργο του Stanley Cohen, States of Denial, 2001, στο οποίο με μια σύνθετη μεθοδολογία πραγματεύεται ζητήματα όπως ο πόλεμος και οι γενοκτονίες).

[7] Αντλώ ένα παράδειγμα από την συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στο BBC στις 14/02/2013, όπως αναφέρεται στο: http://www.left.gr/article.php?id=24232: «Θα εφαρμόσουμε το νόμο. Θα είμαστε άτεγκτοι στην εφαρμογή του νόμου και θα έχουμε μηδενική ανοχή απέναντι στη Χρυσή Αυγή που είναι μια συμμορία, η οποία δρα με παραβατικότητα. Όταν κάποιοι σκοτώνουν συμπολίτες μας, ανεξάρτητα από το αν έχουν το ίδιο χρώμα με εμάς ή διαφορετικό χρώμα, αυτό είναι μια παράνομη πράξη και πρέπει να συλλαμβάνονται. Θα είμαστε άτεγκτοι απέναντι σ’ αυτό. Όπως επίσης και θα εξαρθρώσουμε τους θύλακες της Χρυσής Αυγής μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Δεν θα ανεχθούμε παραβατικότητα από κανέναν και από καμία ομάδα. Και απέναντι στις ομάδες εκείνες που χρησιμοποιούν τη βία και μπορεί να ισχυρίζονται ότι ανήκουν στον αναρχικό χώρο, που εγώ δεν το πιστεύω αυτό, γιατί θεωρώ ότι η άσκηση βίας είναι η πιο εξουσιαστική πράξη που μπορεί να κάνει κανείς, δεν μπορεί να συμβαδίζει με έναν αντεξουσιαστή να ασκεί βία. Κι αυτοί θα υποστούν τις συνέπειες του νόμου».

[8] Ή να οπλοφορούν για ν’ αντιμετωπίσουν τους «εισβολείς», ως κοινωνικά ανεκτή αντίδραση, θα συμπλήρωνα με βάση και την πρόσφατη ελληνική εμπειρία.

[9] Πρόκειται για στρατηγική απόκτησης και διαχείρισης της συγκατάθεσης των πληθυσμών που συγκροτούν το κοινωνικό σώμα, με κεντρικό ιδεολογικό άξονα την ανάδειξη του «εθνικού συμφέροντος» (national interest) ως ισχυρότερου κάθε άλλης μορφής συλλογικού κοινωνικού συμφέροντος. Κατά τον Hall, η τάση καθιέρωσης συναινετικών μορφών κυριαρχίας στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας συναντά τις αντιθέσεις εναλλακτικών μορφών πολιτικής δραστηριότητας, που δεν προωθούν απλώς ανταγωνιστικά συμφέροντα στο πλαίσιο της ταξικής διαμάχης, αλλά τονίζουν τον βαθμό διαφοροποίησης τους από τις θεσμοποιημένες διαδικασίες ως τέτοιες. Οι αντιτιθέμενες αυτές ομάδες ερμηνεύονται με όρους παρέκκλισης, οι οποίοι βαθμιαία συγκροτούν τη βάση της απονομιμοποίησης τους και της συνακόλουθης επιβολής συναινετικών κανόνων και άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Υπό αυτή την έννοια, η πορεία προς την πολιτική της συναίνεσης «τείνει να παράγει σαν απάντηση έναν ιδιαίτερο τύπο αντιθετικού κινήματος: την πολιτική παρέκκλιση» (Hall, 1973: 274, όπως αναφέρεται στο Νικολαϊδης, 2006: 269).

 

[10] Βλ. σχετικά, Εμμανουηλίδης, στον παρόντα τόμο, «Παρέκβαση 2. Μετατοπίσεις της Πλατείας».

[11] Πρακτικές οι οποίες μεταθέτουν την εστίαση από το λόγο των αντιτιθέμενων ομάδων στις μορφές της δράσης τους, οι οποίες, δεδομένης της παραδοχής πως το εκλογικό / αντιπροσωπευτικό σύστημα δύναται να επιλύει ειρηνικά τις κοινωνικές διαφωνίες, προβάλουν ως δυνητικά βίαιες (Murdock, 1973/1981: 206-207, όπως αναφέρεται στο Νικολαϊδης 2006: 270).

[12] «Όταν η επίσημη αντίδραση σε ένα άτομο, ομάδα ατόμων ή σειρά γεγονότων είναι εντελώς αναντίστοιχη με την πραγματική απειλή, όταν οι “ειδικοί” με την μορφή αξιωματούχων της αστυνομίας, του δικαστικού σώματος, των πολιτικών και των εκδοτών αντιλαμβάνονται την απειλή με πανομοιότυπο τρόπο και εμφανίζονται να μιλούν “με μια φωνή” για δείκτες, διαγνώσεις, προγνώσεις και λύσεις, όταν στις αναπαραστάσεις των ΜΜΕ καθολικά υπογραμμίζεται μια “ξαφνική και δραματική” αύξηση (σε αριθμούς ή γεγονότα) και “καινοτομία” πέραν αυτού το οποίο θα υποστήριζε μια νηφάλια, ρεαλιστική εκτίμηση, τότε πιστεύουμε ότι ταιριάζει να μιλήσουμε για ηθικό πανικό» (Hall, S. C., Critcher, T., Jefferson, J., Clarke & B. Roberts, 1978:16) Βλ. σχετικά και Garland (2008).

[13] Γράφει ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου στον Πρόλογό της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας μελέτης του, Τι είναι η δημόσια τάξη στο ελληνικό δίκαιο (2008), «Στις 9 Φεβρουαρίου του 1983, η Ένωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου οργάνωσε στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών μια δημόσια συζήτηση με θέμα τα “ζητήματα που προκύπτουν αναφορικά με τη θέση των αστυνομικών οργάνων και την προσωπική ελευθερία του ατόμου”. Μια από τις εισηγήσεις που παρουσιάστηκαν ήταν και αυτή του τότε υπαρχηγού της αστυνομίας Π. Ραφτόπουλου. Ο κ. Ραφτόπουλος επεσήμανε μια σειρά “κενών” του Συντάγματος και των νόμων, που κατά τη γνώμη του δυσχέραιναν το έργο των σωμάτων ασφαλείας και ταυτόχρονα τα εξανάγκαζαν να δρουν χωρίς νομοθετική κάλυψη, θίγοντας το κύρος τους. Επιπλέον, διατύπωσε την ευχή να αναθεωρηθούν μερικές συνταγματικές διατάξεις, ώστε ορισμένες “γενικά αποδεκτές” πρακτικές των αστυνομικών οργάνων, που σήμερα είναι παράνομες, να νομιμοποιηθούν. Όμως, το ακόμα πιο εντυπωσιακό, εκτός από την απροκάλυπτη παραδοχή ότι η αστυνομία παρανομεί, είναι η «αποκάλυψη» του υπαρχηγού ότι με εντολή όλων των κυβερνήσεων μετά το 1974, οι αστυνομικές αρχές προβαίνουν συστηματικά σε προληπτικές κρατήσεις ατόμων που κρίνονται επικίνδυνα για τη διατάραξη της τάξης, με την ευκαιρία επισκέψεων ξένων ηγετών στη χώρα μας […] Το πρόβλημα (και πρόκειται για δικαιικό πρόβλημα με πολιτικούς όρους) είναι ότι 25 χρόνια μετά οι εισηγήσεις–ευχές του τέως υπαρχηγού της αστυνομίας είναι εκπληρωμένες. Η αστυνομία δεν παρανομεί πλέον, οι νόμοι την καλύπτουν. Σήμερα η διασφάλιση και η υπεράσπιση της δημόσιας τάξης ως ο βασικός συγκροτητικός σκοπός των σωμάτων ασφαλείας μπορεί να επιτυγχάνεται χωρίς πολλά νομικά εμπόδια. Η πραγματικότητα όμως είναι, αν αναλογιστούμε την εισήγηση του τέως υπαρχηγού, ότι η αστυνομία δεν είχε ποτέ εμπόδια. Αυτό που της έλειπε δεν ήταν τόσο ένα νομικό έρεισμα, αλλά κυρίως η πολιτικοκοινωνική συναίνεση και “αθώωση” των πρακτικών της με νομικούς όρους. Όροι οι οποίοι κυρώνουν. Το πρόβλημα των σωμάτων ασφαλείας ήταν θέμα κύρους, μιας συμβολικής πιστοποίησης που κατασκευάστηκε και κατασκευάζεται μέσα στο νομικό πεδίο».

[14] Ενδεικτικό παράδειγμα, οι «συναντήσεις» αστυνομίας και διαδηλωτών στα γεγονότα του Μάη του 1968 σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Ανάμεσα στα πολλά γεγονότα, αναφέρω την περίπτωση της εκ παρατάξεως συγκρούσεως της αστυνομίας με τους φοιτητές στην κατάληψη του πανεπιστημίου του Berkeley στις 15 Μάη του 1968, όπου η αστυνομία πυροβολεί εναντίον του άοπλου πλήθους με αποτέλεσμα πάνω από 100 τραυματισμένους διαδηλωτές, καθώς επίσης και μια σειρά γεγονότων που ακολούθησαν τα δύο επόμενα χρόνια, με τραυματίες και νεκρούς διαδηλωτές από τα πυρά της Αστυνομίας. Έτσι, τα οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά συμφραζόμενα εκείνης της περιόδου, άνοιξαν το δρόμο σε τάσεις προβληματοποίησης των συστημάτων κοινωνικού ελέγχου μάλλον παρά του παρεκκλίνοντα. Με τα λόγια του Melossi (Melossi, 1999:41): «Εκείνη η περίοδος δεν ήταν μόνο περίοδος μίας γενικευμένης αναταραχής στη Bόρεια Aμερική και την Eυρώπη, μίας χωρίς προηγούμενο ισχύος της εργατικής τάξης (Boddy & Crotty, 1975), μίας νέας προοδευτικότητας και πειραματισμού σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, αλλά, επίσης, μίας γενικευμένης, συστηματικής, σκληρής κριτικής των παραδοσιακών τρόπων επιβολής ποινών και ειδικότερα της φυλακής».

[15] Όπως η –ατυχέστατη καθόσον αποκαλυπτική της ανάρμοστης εικόνας- απάντηση του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη σε ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ: «Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ή οποιοσδήποτε άλλος διαθέτει στοιχεία στη διάθεσή του για βασανισμούς συλληφθέντων και όχι για τραυματισμούς τρομοκρατών κατά τη συμπλοκή και την αντίστασή τους - ενέργεια για την οποία μεταξύ άλλων βαρυτάτων αδικημάτων επίσης κατηγορούνται - όφειλε ήδη να τα έχει καταθέσει στη Δικαιοσύνη αντί να εκδίδει ανακοινώσεις, ώστε να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες. Οι οποίοι τρομοκράτες, σημειωτέον, έφεραν βαρύτατο οπλισμό και κρατούσαν όμηρο πολίτη» [http://www.theinsider.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=24233%3Asalos-me-tin-feromeni-xrisi-bias-kata-ton-syllifthenton&catid=3%3Asociety&Itemid=41#.UQ7L2iYlC2Y.facebook].

[16] Μηδενική ανοχή στη διαφθορά με αφορμή, για παράδειγμα, την περίφημη λίστα Λαγκάρντ, όπου η παραβίαση αρχών του δικαίου, όπως η αθωότητα του υπόπτου μέχρι την απόδειξη της ενοχής του, υποχωρούν με πρόταγμα την ανάγκη για διαφάνεια.

[17] «Από τη Νέα Υόρκη το δόγμα της “μηδενικής ανοχής”, αυτό το εργαλείο της αστυνομικής και δικαστικής διαχείρισης της φτώχειας που ενοχλεί –που κτυπάει στο μάτι, προκαλεί ταραχές και μπελάδες στο δημόσιο χώρο και, συνεπώς, τρέφει ένα διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας ή απλώς έμμονης ενόχλησης και απρέπειας- διαδόθηκε σ’ ολόκληρο τον πλανήτη με αστραπιαία ταχύτητα. Και μαζί μ’ αυτήν διαδόθηκε και η στρατιωτική ρητορική του “πολέμου” ενάντια στο έγκλημα και της “ανάκτησης” του δημόσιου χώρου, ρητορική που εξομοιώνει τους (πραγματικούς ή φανταστικούς) παραβάτες –άστεγους, ζητιάνους και άλλους περιθωριακούς- με ξένους επιδρομείς –πράγμα που διευκολύνει τον, πάντοτε καρποφόρο εκλογικά, συνδυασμό με το ζήτημα της μετανάστευσης» (Wacquant, 2001:37).

[18] «Το Ινστιτούτο Μανχάτταν, [που] καθιερώθηκε ως το πρώτο “εργοτάξιο ιδεών” της νέας –συσπειρωμένης με άξονα το τρίπτυχο: ελεύθερη αγορά/ατομική ευθύνη/πατριαρχικές αξίες- αμερικάνικης Δεξιάς…» (Wacquant, 2001: 29).

[19] Για τα θέματα αυτά, από την ελληνική βιβλιογραφία βλ. Τζαννετάκη, (2006).

[20] Από την υποχώρηση της αρχής της αναλογικότητας απορρέει και το επιφανειακά παράδοξο φαινόμενο να μη συμβαδίζουν οι δείκτες εγκλεισμού με τους δείκτες εγκληματικότητας, καθώς πέρα από τη διεύρυνση της ποινικής καταστολής έτσι ώστε να συμπεριλάβει και πράξεις ήσσονος σημασίας ή κατηγορίες ατόμων η παρουσία των οποίων στους δημόσιους χώρους θεωρείται ότι προκαλεί φόβο ή ενόχληση (επαιτεία, αλητεία, άστεγοι κλπ), οι αυστηρότερες ποινές που επιβάλλονται διατηρούν τον ποινικό πληθυσμό σε υψηλά επίπεδα.

[21] Από την ελληνική βιβλιογραφία, βλ. Παρασκευόπουλος (2003, 2006).

[22] Βλ. σχετικά, Cheliotis & Xenakis, (2010).

[23] Ενδεικτικά, αντι-τρομοκρατικός, «κουκουλονόμος».

[24] Εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε μια παρατήρηση για τον κατασταλτικό χαρακτήρα άλλων νομοθετημάτων, αυτών που αφορούν εργασιακά θέματα και σχέσεις (βλ. σχετικά, Εμμανουηλίδης στον παρόντα τόμο, κεφ 3, το τμήμα: Ο νόμος 4093/12), κατ’ επέκταση για τη «συμμόρφωση» στην οποία ωθούν με όρους αναγκαιότητας των οικονομικών όρων.

[25] Με εξαίρεση όμως την περίπτωση των μεταναστευτικών πολιτικών, των οποίων είναι ακριβώς ο σχεδιασμός αυτός ο οποίος εντάσσει συλλήβδην τους μεταναστευτικούς πληθυσμούς στον χώρο της ποινικής καταστολής, σε πραγματικό ή συμβολικό επίπεδο.

[26] Για την παρουσία της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα, βλ. ιδιαίτερα, Ψαρράς, (2012).

[27] Βλ. σχετικά, Bauman, (2005).

[28] Βλ. σχετικά, Νικολόπουλος (2002).

[29] Αναφέρομαι στη σύλληψη, διαπόμπευση και φυλάκιση οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών τον Απρίλιο του 2012 και, κυρίως, στην επιχειρηματολογία θεσμικών φορέων περί της ανάγκης προστασίας της υγείας του πληθυσμού ως λόγο για τη δημοσιοποίηση φωτογραφιών τους. Ειδικότερα, στη συνάντηση ιατρικού και ποινικού «υγειονομικού» λόγου όπως αποτυπώνεται στη δήλωση, μέσω facebook, του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, την οποία επικαλείται και ο υπουργός υγείας Ανδρέας Λοβέρδος: «Η δημοσίευση είναι νομιμότατη και ας κόπτονται οι Φαρισαίοι. Η φωτογραφία εξυπηρετεί την άμεση αναγνώριση, καθώς προφανώς και οι πελάτες δεν θυμούνται ονόματα, ούτε οι ιερόδουλες συστήνονται». Ο κ. Χρυσοχοϊδης χαρακτηρίζει ως υπερβολικές τις αντιδράσεις «για την καταπάτηση των δικαιωμάτων των γυναικών αυτών, διότι αγνοούν ότι εδώ υπάρχει σύγκρουση δύο δικαιωμάτων. Από τη μια πλευρά, του δικαιώματος στην προσωπικότητα της ιερόδουλης και από την άλλη πλευρά του υπέρτερου δικαιώματος στην προστασία της δημόσιας υγείας». Στην ίδια ανάρτηση επισημαίνει ακόμα: «Τι μετράει περισσότερο επομένως στη ζυγαριά στάθμισης των συμφερόντων και των δικαιωμάτων από την πλευρά της οργανωμένης Πολιτείας; Το δικαίωμα στην υπόληψη και την προστασία των προσωπικών δεδομένων ή το δικαίωμα στη διάσωση της ζωής έστω και ενός ανθρώπου, που μπορεί να έχει μολυνθεί εν αγνοία του από τη νόσο; Ποιά είναι η ευθύνη ενός ανήλικου που πηγαίνει για την πρώτη του “εμπειρία” με ένα από αυτά τα κορίτσια; Τι θα πούμε στην οικογένειά του; Ότι φταίει και πρέπει να πληρώσει γι' αυτό;» (όπως αναφέρεται στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας ΤΟ ΒΗΜΑ της 2/5/12).

[30] Βλ. τον κλασικό ορισμό του Stan Cohen: «Μια κατάσταση, ένα επεισόδιο, ένα άτομο ή ομάδα ατόμων προσδιορίζονται ως απειλές για το κοινωνικό αξιακό πλαίσιο. Κάποιες φορές το αντικείμενο του πανικού είναι νέο· κάποιες άλλες απλά προϋπάρχει κι εμφανίζεται ξαφνικά με μια συγκεκριμένη, διακριτή μορφή· Τα ΜΜΕ προσδίδουν μια στερεοτυπική φύση στις οντότητες αυτές, ενώ στο έργο της ηθικής οχύρωσης της κοινωνίας συντελούν εκδότες, πολιτικοί, αλλά και άλλοι “ορθά” σκεπτόμενοι άνθρωποι, όπως πάσης φύσεως κοινωνικά αναγνωρισμένοι ειδικοί, προτείνοντας διάγνωση και λύση στο πρόβλημα (η εμφάνιση του πανικού). Μερικές φορές έχει πιο σοβαρές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και μπορεί να προκαλέσει μεταβολές στο νομικό σύστημα και την κοινωνική πολιτική, ή ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται μια κοινωνία τον εαυτό της» Cohen, (1980).

[31] William Isaac Thomas (1863-1947), σημαντικός αμερικανός κοινωνιολόγος της Σχολής του Σικάγο.

[32] Μεταξύ πολλών παραδειγμάτων αναφέρω ενδεικτικά το άρθρο «Πώς η Χρυσή Αυγή στρατολογεί μαθητές στα ελληνικά σχολεία», 23/2/2013, http://www.tanea.gr/news/greece/article/5002747/xrysh-aygh-kai-ratsistikh-bia-eisballoyn-sta-ellhnika-sxoleia/.

[33] «Έχω ήδη αναφερθεί στην εγκληματολογία ως ένα πεδίο μελέτης και γνώσης το οποίο προέρχεται από το ερώτημα “τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας;”. Αυτό το ερώτημα, το οποίο διαμορφώνει τη βάση της εγκληματολογίας, προϋποθέτει ήδη μια σειρά χειρισμών οι οποίοι θα επιτρέψουν σ’ αυτό το πρόβλημα να τεθεί με ένα τρόπο που να παράγει νόημα. Ως εκ τούτου, αποδέχεται δύο θέσεις, αυτήν της εξατομίκευσης, η οποία προσδιορίζει το άτομο ως κατάλληλο αντικείμενο και μονάδα ανάλυσης, και αυτήν της διαφοροποίησης, η οποία υποστηρίζει την υπόθεση περί της ύπαρξης μιας ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς» (Garland, 1985α: 122).