ένας αγαπημένος
μου φίλος, που θα τον ονομάσω Αντώνη, με παρότρυνε να γράψω αυτό το βιβλίο - σ'
άλλες θάλασσες βαθιές ταξίδευα τότε κι έλεγα πως ότι γράφω δεν μπορεί παρά να
είναι σε θέματα Εγκληματολογίας. Έτσι, όταν ξεκίνησα ήταν σαν ένα ταξίδι που
τον τελικό του προορισμό τον διαπραγματευόμουνα σε κάθε ενδιάμεσο σταθμό. Κάθε
φορά, λοιπόν, που τελείωνα ένα κεφάλαιο το έστελνα στον Αντώνη για να το
συζητήσουμε, ώσπου, σιγά-σιγά, κατάλαβα ότι αυτό που έγραφα γινόταν μια αφήγηση
που θα μπορούσε να έχει αναγνώστες.
ευχαριστώ γι'
αυτό τον πρώτο αναγνώστη του βιβλίου μου, τον πρώτο μου συνταξιδιώτη, χωρίς
αυτόν τούτη τη σπάνια εμπειρία δεν θα την είχα ζήσει ποτέ.
οι χώροι που
περιγράφω είναι χώροι που αναδύθηκαν από μνήμες παλιών καλοκαιριών στην Κρήτη.
Ευχαριστώ τον Βασίλη Ανανιάδη, γιατί με βοηθούσε να δίνω στις μνήμες μου
υπόσταση κι ονόματα χώρων πραγματικών, χώρων που τους διαβήκαμε μαζί στα
καλοκαίρια της κοινής μας ζωής.
κι η θάλασσα.
Απλά, σχεδόν απρογραμμάτιστα, κυριαρχούσε απ' την αρχή στις αφηγήσεις. Κι είναι
γι' αυτό οι σημαντικές γυναίκες της ζωής μου, η μητέρα μου και η αδελφή μου που
έφυγαν πέρυσι το καλοκαίρι. Μα είναι κυρίως η κόρη μου, που τ' όνομα της
κλείνει μνήμες νερού, εικόνες βροχής και θάλασσας, είναι η Νεφέλη μου που της
αφιερώνω αυτό το βιβλίο.
α.κ.
σεπτέμβρης 2000
Μετά έφυγα και χαθήκαμε…
Ξύπνησα
από έναν εφιάλτη. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει, τον είχαμε στην αυλή, κόσμος,
γεμάτη η αυλή, το σπίτι. Κι αυτός έδινε οδηγίες απ' το φέρετρο, "Αντιγόνη
παιδί μου, φέρε καμιά καρέκλα και τακτοποίησε λίγο μέσα. Έρχεται κόσμος, κηδεία
έχουμε".
Τρεις
παρά δέκα, ρολόι έχω στο κεφάλι μου. Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι και κρύωνα,
κοιμήθηκα ξεσκέπαστη, είχα ξεχάσει κι ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα. "Κοίτα μη
χαλάσεις τη σειρά", είπα. "Ηλίθια", συμπλήρωσα ανοίγοντας τον
υπολογιστή. "Δεν μ' αρέσει καθόλου αυτό το χούι να μιλάω μαζί σου το πρωί
κι έχεις και τα χάλια σου", πηγαίνοντας στην κουζίνα να κάνω τον καφέ.
Κίνηση
πρώτη. Ελέγχουμε το e-mail να δούμε αν έγραψε ο Αλέξανδρος. Δεν υπάρχουν
νέα μηνύματα. Δεν έγραψε ούτε σήμερα, όγδοη μέρα που δεν γράφει. Χύθηκε μια
σταγόνα καφές καθώς ακούμπησα το φλιτζάνι στο τραπέζι. Τον σκούπισα με την
παλάμη, πρέπει να ξαναδώ το θέμα για τη στήλη μου στο περιοδικό. Γυναικείες
φυλακές - Η γυναίκα κρατούμενη, χθες το τέλειωσα. Το διάβασα και πάλι δεν μου
άρεσε, αν δεν βρω μια μαρτυρία να την εντάξω, το κείμενο θα συνεχίσει να είναι
επίπεδο και κοινότοπο. Αργότερα θα κάνω πάλι μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία, μπορεί
σήμερα να είμαι τυχερή και να βρω το βιβλίο που ψάχνω, Σοφίας Αργυρίου-Κυρίτση,
"Γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού", εξαντλημένο
Τώρα
τελευταία, σχεδόν απ' όταν γύρισα απ' τα Χανιά, η φυλακή είναι συχνά στους
εφιάλτες μου. Δεν είμαι εγώ η κρατούμενη, είναι η Ματούλα και είναι μικρή-μικρή
με τα κοτσιδάκια της. "Βγάλε με από 'δω Αντιγόνη", μου λέει.
"Πάρε με στο χωριό μου, πήγαινε με πάλι στη θάλασσα". Ξυπνάω κάθε
φορά μούσκεμα στον ιδρώτα, μια πέτρα να μου πλακώνει το στήθος.
Πλησιάζει
τέσσερις η ώρα όταν ανοίγω πια το αρχείο με τον πολλά υποσχόμενο τίτλο "το
βιβλίο για τη Ματούλα". Το βιβλίο μου. Χθες είχα σκεφτεί ένα τίτλο. Ή
μήπως τον ονειρεύτηκα; Είχα αρχίσει πάντως να γράφω για τη θάλασσα. Τη Ματούλα
την είχα αφήσει στη βεράντα του σπιτιού της. Πρωί.
Η θάλασσα
"Την είχε πλύνει τη μάνα της, την είχε ντύσει και πήγε να την
ταΐσει, σαν το μωρό ήτανε πια, στο κρεβάτι την ταΐζανε. Ήταν ανήσυχη, μα η
Ματούλα δεν καταλάβαινε τι ήθελε, τι της ζητούσε. Η μάνα της δεν μιλούσε πια
σχεδόν καθόλου.
"Τι θες μάνα;" Της είπε, και τότε αυτή προσπάθησε να
κατέβει απ' το κρεβάτι. Τη συγκράτησε η Ματούλα κι αυτή άρχισε να κλαίει,
φωναχτά, σαν τα μωρά. Άφησε κι η Ματούλα το κουπάκι με το γάλα στο τραπεζάκι,
δίπλα απ' το κρεβάτι, και βγήκε στη βεράντα. Η θάλασσα ήταν ήρεμη σα λίμνη,
έλαμπε κάτω απ' τον ήλιο, δεν είχε αρχίσει ακόμα η ζέστη. Άκουγε τη μάνα της
από μέσα, το κλάμα της είχε γίνει πια κραυγές, άναρθρες κραυγές.
"Αχ μάνα μου", έλεγε η Ματούλα σα να μπορούσε εκείνη να
την ακούσει. "Δεν τ' αντέχω πια να φωνάζεις όλη μέρα, το μυαλό μου φεύγει,
πεταρίζει, μου πετρώνουν την καρδιά οι τοίχοι του σπιτιού. Να φύγω, να πάω να
ποτίσω τα βασιλικά μου, να βρέξω τις αυλές, να λύσω το σκύλο, τι φταίει κι
αυτός ο κακομοίρης όλη μέρα δεμένος".
Κι έπειτα φώναξε στον πατέρα της.
"Πατέρα! Δώσε της λίγο νερό κι ένα κουλουράκι. Εκεί τά 'χω,
στο τραπεζάκι".
Εκείνη ήταν η τελευταία μέρα της μάνας της Ματούλας, της κυρα
Λένης. Tο άλλο πρωί τη βρήκανε άψυχη στο κρεβάτι. Η αδελφή της η Βαγγελιώ τη
βρήκε κι έβαλε τις φωνές, έτρεξε κι η Ματούλα".
Είναι λάθος, όμως, ν' αρχίζω το
κεφάλαιο απ' το θάνατο της κυρα Λένης, θα συνεχίσω να μπερδεύομαι, να χάνομαι
μέσα στις δικές μου ιστορίες.
Θυμήθηκα πάλι τ' όνειρο μου. Δεν μου
φαινόταν παράξενο που μίλαγε ο πατέρας μου απ' το φέρετρο, αλλά το γιασεμί. Από
τη μια στιγμή στην άλλη ξεράθηκε το γιασεμί που ανέβαινε κι αγκάλιαζε το
μπαλκόνι της μητέρας μου, κάηκε, κάρβουνο έγινε ο κορμός του. Κι έτσι όπως
έγραφα, μου ήρθε στο μυαλό το γιασεμί της κυρα Λένης. Κάπου πρέπει να γράψω και
για το γιασεμί, ότι το σπίτι τους δηλαδή μύριζε γιασεμί το καλοκαίρι. Η κυρα
Λένη πέρναγε στη βελόνα τα κλειστά λουλουδάκια και μας έφτιαχνε μπουκετάκια να
τα κρεμάμε απ' τα κουμπιά μας. Ανοίγανε μετά τα γιασεμιά και μοσχοβόλαγαν τα
ρούχα μας.
Τα όνειρα μου είναι μπερδεμένα, μα
όταν γράφω στο βιβλίο μου δεν καταφέρνω να ξεκολλήσω από εικόνες θανάτου. Της
Ματούλας, του παιδιού της, της μητέρας της, της δικής μου της μητέρας, του δικού μου του παιδιού. Κι η
θάλασσα, παντού η θάλασσα. Από την πρώτη στιγμή που κάθισα μπροστά στον υπολογιστή
να κάνω τη ζωή της Ματούλας βιβλίο, από μια τέτοια εικόνα ξεκίνησα, μια εικόνα
θανάτου και θάλασσας. Τόσο έντονη, σα νά 'ταν εικόνα της δικής μου της ζωής, σα
να τη γεννούσε η δικιά μου ιστορία. Μα τη Ματούλα έβλεπα. Να μπαίνει στη
θάλασσα, με τα ξανθά της μαλλιά ν' ανεμίζουν, τα μάτια της στεγνά, αφανισμένα
απ' την οδύνη και το αίμα να τρέχει στα γυμνά της πόδια. Να προχωράει, να
κυλάει στο νερό, να ξαπλώνει ακουμπώντας τους αγκώνες στην άμμο, να γλιστράει,
να την πηγαίνει δώθε εκείθε η θάλασσα, και να αφήνει το παιδί της στα κύματα.
Μετά θυμήθηκα πως μια τέτοια εικόνα την είχα δει σε μια παλιά ταινία. Ούτε
θυμάμαι ποια ταινία ήταν, του Μαυρίκιου νομίζω, η Κατερίνα Χέλμη έπαιζε. Έτσι,
αυτή η σκηνή δεν θα μπει στο βιβλίο, η Ματούλα, δηλαδή, να γεννάει το παιδί της
στο νερό, να της το παίρνει η θάλασσα.
"Η Ματούλα γέννησε το παιδί της νεκρό. Στο σπίτι, σ'
ένα κρεβάτι ματωμένο, ένα καράβι με κόκκινα, κατακόκκινα πανιά και η θάλασσα να
το καλεί από τ' ανοιχτό παράθυρο. Της το πήρε μια γειτόνισσα απ' τα πονεμένα
της σπλάχνα, τα ουρλιαχτά της έσκιζαν σαν το μαχαίρι την πηχτή μεσημεριάτικη
ζέστη. Μετά ήρθε το νοσοκομειακό".
Έτσι άρχισα το βιβλίο, υπάρχουν ακόμα αυτές οι φράσεις στο αρχείο, έχω
γράψει και Κεφάλαιο πρώτο. Κι όλο
εκεί γυρίζω. Στη σκηνή που πιο πολύ απ' όλες φοβάμαι να διηγηθώ και θέλησα γι'
αυτό να την ξορκίσω, να την ξεφορτωθώ από την πρώτη κιόλας σελίδα. Μα δεν τα
καταφέρνω και πάντα την αφήνω μισή. Και τ' άλλα, αυτά που δεν γράφτηκαν, σα να
τα βλέπω στην οθόνη του υπολογιστή και είναι σα ν' ακούω την ίδια ώρα και την
κραυγή της, "Χριστέ μου …μάνα μου… λυπήσου με" . Μετά έρχεται το
νοσοκομειακό. Χωρίς σειρήνα. Αύγουστος του 98, περίοδος διακοπών και η Ματούλα
ήταν μόνο 20 χρονών.
Τότε
στην κηδεία της το ένοιωσα για πρώτη φορά. Ήταν σα να την έδιωχναν ακόμα και
νεκρή απ' το χωριό της. Κι από 'κει, κι απ' το νεκροταφείο, σα να την έδιωχναν.
Η Θεία δίκη, λέγανε. Εδώ πληρώνονται όλα. Ψιθυριστά, με νοήματα και με τα
βλέμματα. Κι ας έκαναν το σταυρό τους, συχωρεμένο νά 'ναι το κακορίζικο. Και είπα
πως πρέπει εγώ να πιάσω απ' την αρχή την ιστορία, να τη γράψω, να την κάνω
βιβλίο, μη μείνει αδικημένη η Ματούλα. Η αγάπη μπορεί νά 'χει πολλά χρώματα,
μου έγραφε κάποτε σ' ένα γράμμα της. Μπορεί νά 'ναι μαύρη, κατάμαυρη και πάλι
νά 'ναι αγάπη. Το βιβλίο της Ματούλας θέλω νά 'χει τα δικά της χρώματα, τα
πολλά της χρώματα, σαν της θάλασσας. Έτσι της υποσχέθηκα, έτσι υποσχέθηκα και
στις δυο μας. Αλλά μονάχα εγώ την άκουσα την υπόσχεση, η Ματούλα στο μεταξύ
είχε φύγει, είχε ξαναγυρίσει στη μάνα της ενόσω εμείς της κάναμε την κηδεία.
Δε
γράφονται, όμως, έτσι τα βιβλία, πόσος καιρός είναι τώρα που με βασανίζει αυτή
η αρχή. Κάθομαι με τις ώρες κάθε φορά και κοιτάζω την ίδια σελίδα και μετά πάω
στα επόμενα κεφάλαια, μα μπλέκω πάλι με εικόνες θανάτου.
Όπου νά 'ναι ξημερώνει. Πότε τα κάπνισα τόσα
τσιγάρα;
Μη
με κοιτάς με τα σκοτεινιασμένα μάτια σου Ματούλα απ' την οθόνη του υπολογιστή.
Μη φοβάσαι, δεν θα σ' εγκαταλείψω αυτή τη φορά. Στο υποσχέθηκα. Πως ν' αρχίσω
το βιβλίο σου μόνο ψάχνω, αυτό είναι όλο. Και τώρα κουράστηκα πάλι. Κι εσύ, το
ξέρω, αν με βρεις μπόσικη, θα με τραβήξεις μαζί σου σαν τη Σειρήνα.
Η θάλασσα
"Η Ματούλα γεννήθηκε δυο μέρες πριν απ' τα
Χριστούγεννα του '78. Η θάλασσα λυσσομανούσε, καράβια δεν φεύγανε κι ο πατέρας
της ήταν στην Αθήνα για δουλειές. Η μάνα της ήταν μόνη, από τις φωνές της
τρέξανε και ειδοποιήσανε το Νικηφόρο τον ταξιτζή, ίσα που προλάβανε να την πάνε
στο νοσοκομείο, αλαφιασμένη απ' τους πόνους, το παιδί κατέβαινε στραβά. Ο
πατέρας της την είδε παραμονή Χριστουγέννων. Γέλαγε κι έκλαιγε μαζί,
"κοπελιά μου δεν μ' άφησε η θάλασσα νά 'ρθω να σε υποδεχτώ, σαν τον άγγελο
είσαι".
Πλάι στη θάλασσα μεγάλωσε, όλη της η ζωή πλάι στη θάλασσα. Κι
ονειρευόταν να φύγει, να σπουδάσει. Με 19,6 τ' απολυτήριο και διάβαζε ό,τι της
έπεφτε στα χέρια εκεί στο μπακάλικο του πατέρα της, Mini market, λίγο απ' όλα
για τους περαστικούς τουρίστες και για τους χωριανούς που κοίταζαν καχύποπτα
την καινούργια φωτεινή πινακίδα με τα ξένα γράμματα, πράσινα φανταχτερά, κι
αγόραζαν χύμα γιατί δεν τους εμπιστεύονταν αυτούς τους αλήτες με τις
συσκευασίες, όλο και κάτι θά 'κλεβαν στο ζύγι.
Ο έρωτας θα μπορούσε να μπει αλλιώς στη ζωή της. Ήρθε όμως κι
αυτός απ' τη θάλασσα. Έτυχε να γίνει έτσι.
Αν δεν την είχε πάρει, λοιπόν, εκείνη τη νύχτα ο ύπνος στην παραλία
ή αν είχε ξυπνήσει λίγο πιο νωρίς κι είχε πάει να ξαναβρεί τους φίλους της.
Μα δεν τους ήθελε τους φίλους της εκείνο το βράδυ, πίστευε πως δεν
είχε πια τίποτα να πει μαζί τους.
Γύριζε νυσταγμένη στο σπίτι, δεύτερος όροφος, πάνω απ' το Mini
Market, η φωτεινή ταμπέλα την τύφλωνε τα βράδια.
Εκείνος, καθόταν εκεί, δίπλα στο ψυγείο με τα παγωτά ΕΒΓΑ, μ' ένα
κακοπαθημένο μηχανάκι και προσπαθούσε ν' ανάψει το τσιγάρο του.
"Κάπου σε ξέρω εσένα", της είπε. "Ταξιδεύαμε κάποτε
μαζί;"
Χαμογελούσε.
"Δεν ανάβει αυτό", της είπε μετά και της έδειξε τον
αναπτήρα.
"Περίμενε, θα σου βρω αναπτήρα".
Και πήγε ν' ανοίξει τα ρολά του μαγαζιού.
"Είναι καινούργια, ο πατέρας μου τά 'βαλε". Kαι μετά,
"συγγνώμη, αλλά δεν έχω το κλειδί".
Τίποτα άλλο δεν κατάφερε να πει κι αυτός την κοίταζε χαμογελώντας
ακόμη.
"Θα ξυπνάγαμε όλη τη γειτονιά απ' το θόρυβο. Εκεί πιο κάτω
έχει ένα περίπτερο, πάμε μαζί;"
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και η Ματούλα πήγε μαζί του μέχρι το
περίπτερο.
Μικρός πού 'ναι ο κόσμος. Πριν σταματήσει ο Αργύρης έξω από την πόρτα
της ν' ανάψει ένα τσιγάρο, σ' όλο το νησί ταξίδευε. Και στα όνειρα της, από
τότε που τη βοήθησε να κατεβάσει τη βαλίτσα της απ' τη σκάλα του πλοίου.
Τέλειωναν τότε οι διακοπές του Πάσχα και γυρίζανε με το σχολείο στα Χανιά απ'
την πενταήμερη. Όλη η τάξη στο κατάστρωμα και τότε τον είδε η Ματούλα. Μόνο
του, πιο μακριά από τους μαθητές, ακουμπισμένο στην κουπαστή, να καπνίζει και
να κοιτάει τη θάλασσα. Τον κοίταζε κι εκείνη. Κι όταν γύρισε κι αυτός και της
χαμογέλασε, εκείνη ντράπηκε και κατέβασε τα μάτια".
Με συγκινεί αυτή η
σύμπτωση. Μ' αρέσει κι αυτή η σκηνή της πρώτης τους συνάντησης, εκεί κάτω απ'
τη φωτεινή ταμπέλα. Είναι όμορφοι κι δυο κι ανυποψίαστοι. Σχεδόν τους βλέπω.
Αμήχανους, χαρούμενους που έτυχε να ξαναβρεθούν, να πηγαίνουν προς το περίπτερο
και να μη ξέρουν τι να πουν, πως να το εξηγήσουν που ξαναβρεθήκανε και
πηγαίνανε μεσάνυχτα στο περίπτερο, δυο παιδιά, η Ματούλα κι ο Αργύρης, κάτω απ'
τα 20 ήτανε κι οι δυο.
Δεν με βοηθάει όμως κι
αυτό, δεν γράφονται ούτε έτσι τα βιβλία, τα συναισθήματα πρέπει να υπηρετούνε
την πλοκή κι όχι τ' ανάποδο. Τα γεγονότα. Πρέπει να μπούνε σε μια τάξη όλα τα
γεγονότα. Κι ας μην τα λέω γεγονότα, άψυχο ακούγεται όσο πονάει ακόμα η
ανάμνηση τους, όσο μπερδεύονται μεσ' τη δική μου τη ζωή. Να μπούνε, όμως, σε
μια τάξη. Ο θάνατος της μάνας της. Ο έρωτας. Κι ένα παιδί που δεν πρόλαβε να
γεννηθεί. Που την ένωσε και πάλι με τη μάνα της. Η αρχή και το τέλος του
ταξιδιού της.
Ήταν κατακαλόκαιρο, 23
Αυγούστου. Εγώ ήμουνα διακοπές. Να ήταν γι' αυτό που σκέφτηκα τότε τον
Αλέξανδρο; Που σκέφτηκα να τον βρω, να του το πω αμέσως μόλις το έμαθα ότι
πέθανε η Ματούλα. Μ' έναν περίεργο τρόπο, την ίδια τη στιγμή που το έμαθα,
συνδέθηκαν στο μυαλό μου ο Αλέξανδρος, ο έρωτας, ο θάνατος, το καλοκαίρι κι
εκείνη που ήταν τόσο νέα.
Του τηλεφώνησα απ' τα
Χανιά, εκεί δεν είχα e-mail. Το δεύτερο τηλεφώνημα, με τον Αλέξανδρο στο
τηλέφωνο δεν μιλούσαμε συχνά.
"Η μικρή, η
ξαδελφούλα μου, η Ματούλα", του είπα. "Σου είχα γράψει γι' αυτήν.
Νομίζω την ήξερες κιόλας. Πέθανε. Σήμερα".
"Πως έγινε;
Λυπάμαι".
"Χωρίς
σχόλια".
"Εντάξει. Χωρίς
σχόλια. Ξέρεις κι εγώ δεν είμαι πολύ καλά. Κάποιες αλλαγές. Σημαντικές. Αλλά
δεν ήμουν έτοιμος να τις αντιμετωπίσω".
Τότε του είπα πως είχα κάνει λάθος
που του τηλεφώνησα και πως δεν θα του τηλεφωνούσα πια παρά μόνον όταν θα
ένοιωθα ακατανίκητη την επιθυμία ν' ακούσω το γέλιο του. Σιγανό, βραχνό σαν του
παιδιού που μόλις σταμάτησε να κλαίει.
"Αχ Αντιγόνη, γιατί δεν
καταλαβαίνεις; Ο καθένας μας έχει τη ζωή του, τα προβλήματα του. Κάποιες
στιγμές είναι δύσκολες, θες να μιλάς μόνο μ' αυτούς που έχεις μοιραστεί μια
συνενοχή. Γιατί δεν απαντάς;"
"Όταν αποφασίσεις ν' ανοίξεις
την πόρτα και στους μη συνένοχους, ειδοποίησε με. Γεια".
"Μην κλείνεις. Περίμενε. Πότε
γυρνάς στην Αθήνα; Θα βρεις γράμμα μου στο e-mail σου, μην το ξεχάσεις
εκεί".
Κι έτσι τέλειωσε εκείνος ο Αύγουστος
του '98. Η Ματούλα δεν ήταν πια εκεί κι εγώ αποφάσισα να γράψω το βιβλίο. Όπως
έφευγα με το καράβι, ήταν σαν κάτι μελό ταινίες. Έβλεπα τη Ματούλα να τρέχει
σαν αγριοκάτσικο στην παραλία με τα βράχια, στην παραλία της, να με φωνάζει και
να γελάει μ' εκείνο το γάργαρο γέλιο της, "έλα από 'δω Αντιγόνη, μη
φοβάσαι…". Τι να ταίριαζε άραγε για μουσική υπόκρουση, τι βάζουν σ' αυτές
τις περιπτώσεις; Τότε, όμως, εγώ φόραγα μαύρα γυαλιά κι ας ήταν νύχτα. Και
τρέχανε τα μάτια μου ποτάμι. Σ' ολόκληρο σχεδόν το ταξίδι.
Αποθήκευση και για μια ακόμα φορά
έλεγχος στο e-mail. Τα ίδια 132 μηνύματα.
Διάλειμμα.
Ψυχραιμία, υπάρχουν όλες οι
προϋποθέσεις για να μου πάει στραβά η μέρα. Δεν ήμουνα εγώ για τέτοια, δίκιο
είχε η Ρουμπίνη όταν μου έλεγε πως παίζω με τη φωτιά, δεν είναι αστείο αυτές οι
σχέσεις μέσω e-mail. Και για μια ακόμα φορά φαίνεται πως προέβλεψε σωστά. Σιγά
μην παίζω με την φωτιά, της απαντούσα όμως εγώ. Ολόκληρη γυναίκα! Επειδή
ανταλλάσσω κανένα e-mail με έναν πιτσιρικά
Κάπως έτσι τον είδα την πρώτη φορά,
τότε, το καλοκαίρι του '97, αρχές καλοκαιριού. Ο πιτσιρικάς έλεγα, ούτε που θα
τον πρόσεχα αν δεν ερχόταν να πέσει επάνω μου και να με λούσει με τον καφέ του.
Γυρίζαμε τότε μια ταινία της Ρουμπίνης. Όσες ταινίες κι αν γυρίσει, νομίζω ότι
αυτή θα τη λέμε πάντα έτσι, η ταινία, με ταυ κεφαλαίο. Δεν ήταν τίποτα
σπουδαίο, σ' ένα χαζοσενάριο που είχα γράψει εγώ βασιζόταν, τσαλαβουτήματα,
πειραματισμοί, λίγο από Τέλος εποχής, λίγο απ' τη Μεγάλη Ανατριχίλα, μια
νεανική παρέα σε μια επαρχιακή πόλη στη δεκαετία του '70. Χωρίς σπουδαίες
προδιαγραφές ξεκίνησε η ταινία, με μια ανέλπιστη χρηματοδότηση κι οι πιο πολλοί
ηθοποιοί μας ήταν ερασιτέχνες, παραθεριστές. Κι απρόσμενα πήγε καλά. Το ατού
μας, βέβαια, ήταν ο Κώστας, γνωστός από ένα δυο σήριαλ στην τηλεόραση, αυτός θα
ήταν ο κράχτης. Ήταν, όμως, και μια άλλη ιστορία. Αυτή που κάνει την ταινία να
γράφεται με ταυ κεφαλαίο. Μια ερωτική ιστορία. Πρωταγωνιστής και σκηνοθέτης. Η
Ρουμπίνη έπεσε στην αγκαλιά του Κώστα από την πρώτη μέρα, σαν ώριμο φρούτο.
Ούτε τα προσχήματα δεν κράταγαν κι όλο το συνεργείο έτρεμε για την ώρα που θα
ερχόταν η γυναίκα του για διακοπές της στα Χανιά, εκεί που γυρίζαμε την ταινία.
Ευτυχώς, μια πιο δελεαστική πρόταση για διακοπές στην Ίμπιζα την κράτησε μακριά
και τα γυρίσματα τελείωσαν χωρίς απρόοπτα.
Τον Αλέξανδρο τον έβλεπα όταν
πήγαινα στα γυρίσματα, χαιρετιόμαστε, αλλά τίποτα ιδιαίτερο, ούτε νόστιμο δεν
τον έβρισκα, αν και τώρα θα τον έλεγα ακόμα και όμορφο. Μια μέρα, σ' ένα διάλειμμα
του γυρίσματος, ερχόταν να μου φέρει ένα μπουκάλι νερό που του είχε δώσει η
Ρουμπίνη. Εγώ δεν τον είδα να πλησιάζει και ξαφνικά έγινα μούσκεμα, είχε
σκοντάψει και χύθηκε επάνω μου ο καφές που κρατούσε. Τά ‘χασε. “Ωχ, συγγνώμη”,
μου είπε κατακόκκινος. Μου φάνηκε πολύ συμπαθητικός μέσ' την αμηχανία του,
είναι και πανύψηλος σαν εμένα, "ψηλός κι αδέξιος", του είπα και όπως
με κοίταξε μισοπειραγμένος, συμπλήρωσα, "κι εγώ το ίδιο είμαι, όπου πάω
κρύβουν τα εύθραυστα αντικείμενα". Δεν πιστεύω να μείναμε μαζί πάνω από
μια ώρα. Ήταν φλύαρος κι αμήχανος κι αυτό με διασκέδαζε, με χαλάρωνε, είχα και
την αίγλη της μεγαλύτερης και της σεναριογράφου της ταινίας. Εγώ εκείνη τη μέρα
είχα έρθει σκαστή απ' τη δουλειά μου κι έφυγα το ίδιο βράδυ με το καράβι.
Τον
είχα ξεχάσει εντελώς όταν φέτος τον Ιούνιο έλαβα ένα e-mail στο περιοδικό που
δουλεύω. Ο Αλέξανδρος σπουδάζει Αρχιτεκτονική στη Ρώμη, από τη Ρώμη ήταν το
e-mail. Μικρός που είναι ο κόσμος, μου έγραφε λοιπόν. Πήρε τυχαία το περιοδικό
και είδε τη φωτογραφία μου, έτσι με ξαναβρήκε. Ήταν χαριτωμένο κι ανάλαφρο το
γράμμα του. Σχολίασε τη στήλη μου, "βάλε κάτι πιο πρωτότυπο από το Οι γυναίκες μεταξύ μας". Σχολίασε το χτένισμα μου, "σου πάνε πιο
πολύ τα μαλλιά μακριά, μην τα ξανακόψεις". Μου έφτιαξε το κέφι με δυο λόγια.
Του απάντησα κι αρχίσαμε ν' αλληλογραφούμε. Σιγά-σιγά η αλληλογραφία έγινε
καθημερινή, πολλές φορές δυο και τρία e-mail την ημέρα. Σαν παιγνίδι. Τη μέρα
που έφευγα για διακοπές, τα e-mail του αποχαιρετισμού πήγαιναν κι έρχονταν με
ιλιγγιώδη ταχύτητα, το τελευταίο το διάβασα με το σακ βουαγιάζ στο χέρι. Μετά,
όσο ήμουνα διακοπές, χαθήκαμε. Αλλά εγώ, δεν ξέρω πως έγινε, αντί να τον ξεχάσω
ανακάλυψα ότι μου είχε γίνει απαραίτητος. Μετά το θάνατο της Ματούλας του
έγραφα κάθε μέρα, μια και δυο φορές, πιεστικά. Κι αυτός σχεδόν δεν απαντούσε.
Αν γίνεται κανείς να ερωτευτεί ηλεκτρονικά, τότε φαίνεται πως έγινε και τον
ερωτεύτηκα. "Εγώ για σένα θα πάθω έρωτα", όπως έλεγε η Ρουμπίνη, ή
επειδή "ο έρωτας έρχεται συχνά μετά το πένθος", όπως ταξινομεί την
υπόθεση ο Ηλίας, ψυχίατρος-θετός μπαμπάς μου-αληθινός φίλος και πατέρας της
Ρουμπίνης. Και "την πάτησες Αντιγόνη", όπως λέω εγώ, γιατί κάθε μέρα,
στις 3 το πρωί που ξυπνάω πια, η πρώτη μου κίνηση είναι να δω μήπως έχω
απάντηση σε κάποιο απ' τα e-mail που του έστειλα. Κι έχασε τη ξεγνοιασιά του το
παιγνίδι, έγινε σχεδόν βασανιστικό, σα να φοβάμαι ακόμα μια απώλεια, ακόμα μια
εγκατάλειψη και να θέλω αυτή τη φορά να την προλάβω.
Ας
μη μου γράψει λοιπόν και σήμερα. Να δούμε που θα το πάει κι αυτός. Εγώ μάλλον
θα του γράψω πάλι το βράδυ, ό,τι μου καπνίσει του γράφω, ίσα για να συντηρήσω
όσο μπορώ την επικοινωνία. Πρέπει να μας κάνω κι εμάς θέμα για τη στήλη μου.
"Ερωτικές ιστορίες μέσω modem", θα είναι και πρωτότυπο θέμα. Μήπως,
όμως, να το ψάξω, έτσι κι αλλιώς. Τι λένε οι κοινωνιολόγοι, τι λένε οι
ψυχολόγοι, τι λέμε κι εμείς οι γυναίκες για ν' αρέσει και στον διευθυντή μου.
Κάπου διάβασα ότι τα ζευγάρια του διαδικτύου είναι ένα φαινόμενο που έχει πάρει
διαστάσεις. Θα μας βάλουν χέρι οι επιστήμονες και θα μας κάνουν κατηγορίες,
"Άτομα με δύσκολη κοινωνικότητα" θα είμαστε ή κάτι τέτοιο. Να πω κι
εγώ τη γνώμη μου πριν γίνω κατηγορία και τη λένε οι άλλοι για μένα.
Τι
λέω, Χριστέ μου!
Τα
μάτια μου με καίνε. Κακό σημάδι, θ' αρχίσει πάλι ο πονοκέφαλος. Όταν θα βγει ο
ήλιος το κεφάλι μου θά 'ναι όλο ένας πόνος. Ένας πόνος να τον κουβαλάω στα
βιβλιοπωλεία. Μα έχουμε καιρό, δεν βγήκε ακόμα ο ήλιος.
Η μάνα
"Ξύπναγε πάντα πολύ πρωί η Ματούλα. Από μικρή. Πολλές
φορές έφτανε στο σχολειό κι ήτανε μόνη, κανείς δεν είχε έρθει ακόμα. Της άρεσε
να ξυπνάει πρωί, να βγαίνει στη μπροστινή βεράντα και να κοιτάει τον ήλιο ν'
ανατέλλει. Ό, τι καιρό κι αν έκανε. Κι έπειτα ο βήχας του πατέρα της. Κι η φωνή
του, "έλα μωρέ παιδάκι μου να δεις τι θέλει αυτή η γυναίκα, όλο το βράδυ
βόγκαγε, δεν αφήνει πια κανένα να ησυχάσει".
Αυτή η γυναίκα, η μάνα της, μικρούλα σαν παιδί, είχε εξαντληθεί, είχε
μείνει μια σταλιά τα τελευταία χρόνια, μόνο δυο μάτια πελώρια να κοιτάζουν
γύρω-γύρω και να μη στέκονται πουθενά. Στην αρχή μίλαγε. Αργότερα, άρχισε να
βγαίνει λαχανιαστή η φωνή της, μισές οι φράσεις, "η μάνα μου, ο αδελφός
μου, που…" Κι έπειτα σε κοίταζε να δει τι θα της πεις. "Πεθάνανε μάνα
μου χρόνια τώρα", της έλεγε η Ματούλα, μα δεν ήξερε κι αν εκείνη την
καταλάβαινε. Κι έλεγε από μέσα της, να σ' έπαιρνε κι εσένα ο Θεός μάνα μου να
μη βασανίζεσαι πια. Μετά, λίγο πριν πεθάνει, δεν μίλαγε πια καθόλου, μισές οι
λέξεις, συλλαβές σκόρπιες.
Η κυρα Λένη ήταν όμορφη
γυναίκα πριν αρρωστήσει. Μικρόσωμη, αλλά δυναμική. Τη φοβότανε η Ματούλα,
νόμιζε πως θα γινόταν πάντα το δικό της. "Ένα καλό παιδί, να κάνεις
οικογένεια, να πάρεις το δρόμο του Θεού", της έλεγε απ' όταν ήταν ακόμα
μικρή. Κι έκλαιγε η Ματούλα απ' τα νεύρα της, φοβότανε πως έτσι θα γινόταν
τελικά, πως δεν θα έφευγε, εκεί θα έμενε για πάντα, στο χωριό, μ' ένα καλό
παιδί να κάνει οικογένεια.
Η κυρα Λένη έφυγε μια μέρα απ' το μαγαζί και τους τη φέρανε αργά
το βράδυ κάτι συγγενείς. Καθότανε στην παραλία και κοίταζε τη θάλασσα. Όταν της
φώναξαν τι κάνει εκεί τέτοια ώρα, γύρισε και τους είπε "εδώ με έφερνε μικρό
η μάνα μου και κολύμπαγα. Κάθε που πηγαίναμε στα Χανιά μ' έφερνε δω και μ'
έβλεπε ο Στρατής μας να μην πνιγώ". "Έλα θεια Λένη. Δεν είναι εδώ τα
Χανιά", της είπανε. "Έλα να σε πάμε στο σπίτι, στον άντρα σου".
Η Ματούλα τότε τέλειωνε την τρίτη Γυμνασίου.
Τη χάσανε κι άλλες φορές την κυρα Λένη κι άλλοτε πάλι καθόταν ώρες
στο σπίτι και δεν έκανε τίποτα. "Γιατί μάνα δεν μαγείρεψες;" Τη
ρώταγε η Ματούλα. "Δεν είχαμε τίποτα να μαγειρέψω", έλεγε εκείνη.
"Σας περίμενα να φέρετε να σας μαγειρέψω". Σιγά σιγά αρχίσανε να μην
την αφήνουνε πια μόνη. Την κατεβάζανε στο μαγαζί για να την προσέχει πάντα
κάποιος. Μια μέρα γλίστρησε σε κάτι νερά κι έπεσε. Έσπασε το πόδι της, στη
λεκάνη. Της κάνανε εγχείρηση και μετά ο Μανούσος ο άντρας της την έδενε στην
καρέκλα για να μην ξανασηκωθεί και πέσει πάλι. Όλη την ώρα φώναζε κι έδινε
κατάρες. Δεν γνώριζε πια κανένα. Τους είπε κι ο γιατρός ο Ορφανουδάκης, ο νονός
της Ματούλας, ότι δεν θα γινόταν πια καλά, όσο περνούσαν τα χρόνια θα
χειροτέρευε και μετά θα πέθαινε.
Όταν η Ματούλα τέλειωνε το Λύκειο, η κυρα Λένη ήταν κατάκοιτη, δεν
σηκωνόταν πια. Κι ήταν τόσο μικροσκοπική που τρόμαζες, νόμιζες που ήταν κιόλας
φευγάτη. Ο Μανούσος, απ' την άλλη, όλα αυτά χρόνια έδειχνε να μην καταλαβαίνει,
δεν μίλαγε ποτέ γι' αυτήν σα νά 'χε πεθάνει κιόλας. Μόνο που έλεγε ακόμα στη
Ματούλα να διαβάζει, να μπει στο πανεπιστήμιο, να γλυτώσει. Καθόταν κι εκείνη
δίπλα στη μάνα της και διάβαζε τα μαθήματα της. Την κοίταζε κι η κυρα Λένη μ'
ένα χαμόγελο σαν του μωρού και κάθε τόσο άνοιγε τα χέρια να την αγκαλιάσει.
Άλλες φορές πάλι έκλαιγε και φώναζε τη μάνα της και τον αδελφό της το Στρατή.
Μια μέρα έσκισε το νυχτικό της γιατί είχε πεθάνει, λέει, η μάνα της κι έπρεπε
να βάλει μαύρα. Δεν άντεχε η Ματούλα να τη βλέπει μα δεν ήθελε και να φεύγει.
Της μίλαγε κάθε τόσο, τη ρώταγε, της έλεγε ιστορίες. Κι εκείνη άκουγε κι έκανε
"ναι" με το κεφάλι. Μα όταν την έπιαναν τη Ματούλα τα κλάματα,
αναστατωνότανε κι εκείνη και φώναζε.
Απ' όταν αρρώστησε η κυρα Λένη, κρεμάστηκε πάνω απ' τη Ματούλα ο
πατέρας της. Κι εκείνη ένοιωθε να πνίγεται και να φοβάται ακόμα πιο πολύ. Τι θά
'τανε τώρα πια η ζωή της; Ήθελε να τη σχεδιάσει τη ζωή της η Ματούλα, ήτανε
νέα, ήθελε να ονειρευτεί, να χαράξει, να διαλέξει δρόμους. Από παλιά ήθελε να
σπουδάσει κινηματογράφο, δεν έχανε ταινία στα Χανιά, κάθε Σαββατοκύριακο
έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε., όλους τους κινηματογράφους γύριζε. Και δυο
και τρεις φορές είχε τύχει να δει ταινίες που της άρεσαν. Και διάβαζε ό,τι της
έπεφτε στα χέρια για τον κινηματρογράφο, πιο παλιά της έστελνε βιβλία και η
νονά της απ' την Αθήνα. Μα όταν το είπε στον πατέρα της, εκείνος απάντησε,
"καλλιά να σε δω νεκρή. Στα χωράφια θα δουλεύεις και στο μαγαζί αν δεν
σπουδάσεις στο Πανεπιστήμιο. Νά 'χεις τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί και μια
σκεπή να βάνεις το κεφάλι από κάτω". Για τον πατέρα της δεν υπήρχαν
σπουδές για τον κινηματογράφο, δεν το πίστευε πως σπουδάζεις στο Πανεπιστήμιο.
Εκείνο το καλοκαίρι του '97, πριν να πεθάνει η μάνα της, γυρίζανε
μια ταινία στα Χανιά και ήρθε και στο χωριό το συνεργείο για λίγες μέρες. Όλο
στα πόδια τους τριγύρναγε η Ματούλα εκείνες τις μέρες, βοήθαγε κιόλας
κάπου-κάπου. Δεν τ' άρεσε του πατέρα της, μα και τι να της πει; Ερχόταν κι οι
ηθοποιοί στο μαγαζί και ψωνίζανε, αφήνανε λεφτά, κι έπειτα τους έβλεπε κιόλας,
καλά παιδιά ήτανε.
Δεν έδωσε λοιπόν εκείνη τη χρονιά εξετάσεις η Ματούλα. Ήταν κι η
μάνα της, ήταν και που δεν ήξερε τι να κάνει. Για τον πατέρα της, σπουδές ήταν
μονάχα η Νομική, να τη στείλει μετά στα Χανιά, στον αδελφό του να την πάρει στο
γραφείο του και να σωθεί. Έτσι έλεγε, να σωθεί η Ματούλα Απ' τη δική του τη
μοίρα. Και τη δικιά της τη ζωή ήθελε να τη σχεδιάσει σε κάθε λεπτομέρεια.
Νοικοκυρεμένα πράγματα, χωρίς κινδύνους, χωρίς εξάρσεις, όλα στο μέτρο, στο
πρόγραμμα και προπαντός να μην εκτίθεται".
Μου είχε στείλει η Ματούλα ένα γράμμα, τότε ακόμα
μου έγραφε συχνά, τά 'χω κρατήσει όλα της τα γράμματα. Αρχές χειμώνα του '95
ήταν κι ήμουνα κι εγώ σαν τη χαμένη εκείνη την περίοδο, ήταν η εποχή των
μεγάλων αποφάσεων και για μένα. Είχα πάει και για λίγες μέρες τον Οκτώβρη στα Χανιά, στο
χωριό δεν πήγα μα ήρθε η Ματούλα και με βρήκε, χρόνια είχα να τη δω.
Άνοιξα την πόρτα, την είδα να μου χαμογελάει αμήχανη στο πλατύσκαλο.
"Ματούλα μου", της είπα και δεν ήθελα να την αφήσω απ' την αγκαλιά
μου.
Ήταν, λοιπόν, εκείνη τη χρονιά που κάψανε τη
σημαία στο Πολυτεχνείο. Η Ματούλα πήγαινε τότε στη δευτέρα Λυκείου. Τους βάλανε
μια έκθεση, μου έγραφε, για τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Κι εκείνη έγραψε στην
έκθεση, πως γίνεται νά 'ναι τόσοι πολλοί οι εγκληματίες μέσα στο Πολυτεχνείο που
να μην τους χωράνε οι αίθουσες των Δικαστηρίων; Τη διαβάσανε στην τάξη, η
Ματούλα έγραφε πάντα τις πιο καλές εκθέσεις. Όταν τό 'μαθε ο πατέρας της,
γύρευε και πως του το μεταφέρανε, τη μάλωσε. "Θα το φας το κεφάλι
σου", της είπε. "Τι δουλειά έχεις εσύ να γράφεις γι' αυτούς τους
αναρχικούς;" Κι έπειτα πήγε και βρήκε και τον καθηγητή της. "Μην την
ξεσυνερίζεσαι", του είπε κι αυτουνού. "Μικρή είναι και επιπόλαιη, μα
τα μυαλά της τά 'χει στο κεφάλι".
Είχε θυμώσει
πολύ η Ματούλα με τον πατέρα της. Όχι που τη μάλωσε, αλλά που πήγε και βρήκε
τον καθηγητή και τη ρεζίλεψε. Αυτό μου έγραφε. Μου έγραφε όμως κι άλλα. Εκείνες
τις μέρες είχε διαβάσει ένα άρθρο στην εφημερίδα. Κυρία, κρατήστε με απ' το
χέρι, ήταν ο τίτλος. Μια δημοσιογράφος που ήταν στο Πολυτεχνείο και τη συλλάβανε,
αυτή το έγραψε και της έκανε εντύπωση της Ματούλας αυτό το άρθρο. Ο τίτλος
κυρίως.
“Ένοιωθα”, μου
έγραφε, “σα νά ‘θελα να το πω κι εγώ, δεν ξέρω καν σε ποιόν, μα έβγαινε από
μέσα μου σαν προσευχή, όπως λέμε, Χριστέ μου δώσε μου υπομονή. Αν γίνω ποτέ
σκηνοθέτης, αυτός θα είναι ο τίτλος της πρώτης μου ταινίας: Κυρία κρατήστε με
απ' το χέρι”.
Με
τόση θάλασσα Ματούλα ανάμεσα σ' εσένα και τους δρόμους του Πολυτεχνείου. Αυτό
σκεφτόμουνα τότε, διαβάζοντας το γράμμα της, τότε ακόμα ήταν νωρίς και δεν ήξερα
τι άλλο να σκεφτώ, είχα και πρόσφατη την ανάμνηση της συνάντησης μας. Εκείνη τη
μέρα, όμως, έτυχε κι εγώ να βρίσκομαι κοντά στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Με
τη Ρουμπίνη ήμουνα, να τη ρωτήσω αν το θυμάται, να της μιλήσω κιόλας, χθες όλη
μέρα δεν μιλήσαμε.
Θα
κοιμάται τώρα, είναι πρωί ακόμα. Δεν πειράζει, ας την ξυπνήσω, η Ρουμπίνη τον
έχει εύκολο τον ύπνο.
"Έλα,
εγώ είμαι, απάντησε! Έλα Ρουμπίνη, δεν μπορώ να μιλάω με τον τηλεφωνητή
σου".
Άκουσα
τη φωνή της νυσταγμένη.
"Έλα,
τι έπαθες πρωί-πρωί;"
"Θυμάσαι
τότε στο Πολυτεχνείο που μ' έτρεχες να κινηματογραφήσεις τα γεγονότα;"
Σιγή.
Τώρα θα με βρίσει, σκέφτηκα. Η Ρουμπίνη, όμως, έβαλε τα γέλια, άκουσα το
νυσταγμένο γέλιο της και μετά ένα χασμουρητό.
"Τι
ρεζίλι κι εκείνο! Σαν τους λαγούς φύγαμε. Που το θυμήθηκες τώρα;"
"Έτσι.
Το θυμήθηκα. Τι θα κάνεις το βράδυ;"
"Σήμερα
ο δικός μου έχει άδεια μετά δημοσίων θεαμάτων από τη σύζυγο. Και μην τολμήσεις
να με πάρεις στο κινητό! Μέχρι τις 10 ό,τι θέλεις, μετά ξέχνα με".
"Καλά,
θα πάρω τον Ηλία".
"Τον
πατέρα μου; Μην τον πάρεις όμως τώρα, θα σε σκοτώσει. Μετά τις 9 το πρωί. Είναι
και στη δύσκολη ηλικία. Άντε, κλείσε τώρα πριν ξενυστάξω".
Εντάξει,
είναι νωρίς. Γυρίζω πάλι στο αρχείο μου. Πάγωσε όμως κι εκεί η εικόνα, σα να
βουβάθηκε η Ματούλα, σα να μου τά 'πε όλα για σήμερα και νά 'θελε πια να
ξαποστάσει.
Ανοίγω
πάλι το e-mail και τώρα υπάρχει μήνυμα. Δεν μένει παρά να μου γράφει ότι η
επιμονή ανταμείβεται, μετά από τόσα δικά μου e-mail αποφάσισε να μου απαντήσει.
From:
stazionetermini@libera.it
To: anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Date: Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 1998 08.13
Γεια σου Αντιγόνη. Άργησα πάλι να σου γράψω
γιατί, όπως σου είπα, απ' όταν γύρισα στη Ρώμη όλα μου πάνε ανάποδα. Τώρα θα
χρειαστεί ν' αλλάξω και σπίτι κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μείνω και στη μάνα
μου για λίγες μέρες. Τη δουλειά μου στην ελληνική ταβέρνα μάλλον την έχασα κι
αυτό σημαίνει ότι θα με χαρτζιλικώνει η μάνα μου μέχρι να βρω καινούργια.
Τελικά, μόνο το ποδήλατο μου βρήκα όπως το άφησα. Και το πανεπιστήμιο, αλλά
αυτό δεν με πολυενδιαφέρει, επτά χρόνια παριστάνω το φοιτητή, βαρέθηκα. Διαβάζω
όμως πολύ. Και τώρα που μάλλον θα έχω ελεύθερα τα βράδια μου θα δω και καμιά
ταινία, μου είχε λείψει το σινεμά όλο τον περυσινό χειμώνα.
Κατά τ' άλλα τι να πω; Ναι, κουβαλάω μαζί
μου μια εικόνα σου. Με ρώτησες πριν λίγες μέρες αν θυμάμαι τι χρώμα έχουν τα
μάτια σου. Νομίζω πως θυμάμαι. Και το χρώμα των μαλλιών σου. Έχω και τη
φωτογραφία σου στο περιοδικό. Δεν σου μοιάζει και πολύ, μα, έτσι κι αλλιώς,
προτιμώ να μην τη βλέπω, να μη σε βλέπω, να σε φαντάζομαι, να σε σκέφτομαι σα
μια αντανάκλαση στο νερό που αλλάζει, παίρνει άλλες φόρμες, δεν κατασταλάζει,
ξαφνιάζει. Σε σκέφτομαι καθισμένη μπροστά στον υπολογιστή να γράφεις το βιβλίο
σου (γιατί δεν μου λες το θέμα;), να σταματάς, ν' ανάβεις τσιγάρο και να κοιτάς
για λίγο απ' το παράθυρο πριν γράψεις την επόμενη φράση, την επόμενη εικόνα.
Δεν μου τό 'χεις πει, αλλά εγώ έτσι σε φαντάζομαι, μπροστά στο παράθυρο, να
γράφεις και μετά να κοιτάς την ανατολή, λίγο πριν πέσεις για τον "δεύτερο
πρωινό ύπνο", το σύμπτωμα όπως τον λες. Γράφε μου σε παρακαλώ. Μη μου
θυμώνεις που δεν απαντώ, ανάμεσα σ' ανηφοριές, κατηφοριές κρατάω πάντα ένα
γράμμα σου μαζί μου. Γεια. Περιμένω, Αλέξανδρος
Μ' ένα ποδήλατο σ' ανηφοριές,
κατηφοριές. Αυτό έπρεπε να είναι το θέμα. Όχι που βαρέθηκε να το σκεφτεί. Τι
έχω πάθει; Όλα τα κάνω τίτλους. Ευρηματικότατη. Άκου αντανάκλαση στο νερό, πως
του κατέβηκε;
Αν
δεν τα καταφέρω να κάνω κάτι αμέσως τώρα, δεν θα το αποφύγω, θα ξαναπέσω να
κοιμηθώ, ο δεύτερος πρωινός ύπνος, το σύμπτωμα, ούτε που θυμόμουνα ότι του το
είχα γράψει. Κι ο Ηλίας στο τηλέφωνο δεν απαντάει. Νά 'φυγε ή να κοιμάται
ακόμα; Θα δοκιμάσω αργότερα, αν και δεν μ' αρέσει που τον χρησιμοποιώ συνέχεια
σα σανίδα σωτηρίας. Τι περιμένω να μου πει τώρα; Να με κανακέψει; Να μου πει,
δεν πειράζει που θα το σκάσεις πάλι απ' τη δουλειά για να κλειστείς στο δωμάτιο
σου και να γράφεις; Κι όμως, με το που το αποφάσισα να μη βγω, να μείνω σπίτι,
να ψάξω αύριο για το βιβλίο, κόπηκε μαχαίρι ο πονοκέφαλος. Με χαλαρώνει, όμως,
ο Ηλίας, ανέχεται υπομονετικά τις σιωπές μου. Μαζί του θα μπορούσα να πάω στην
άκρη του κόσμου και να τον ξεχάσω για πάντα τον πονοκέφαλο, να τον ξεχάσω και
χωρίς να έχω ανάγκη από τα μαγικά χάπια που κατά καιρούς μου δίνει. "Δεν
είμαι για χόρταση", μου λέει. "Να βγαίνεις με ανθρώπους της ηλικίας
σου, αυτό είναι το σωστό". Κανείς δεν είναι σαν κι εσένα, τον κοιτάζω και
δεν χρειάζεται καν να του το πω. Αλλά αυτός εκεί, επιμένει, "δεν είμαι για
χόρταση Αντιγόνη".
Δεν
είμαι για χόρταση Αντιγόνη. Σε λίγο θα το πει κι ο Αλέξανδρος. Αν, δηλαδή, δεν
το έχει ήδη πει κι απλώς εγώ δεν τ' άκουσα.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
Μ' ένα ποδήλατο σ' ανηφοριές, κατηφοριές
Date:
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 10.03
Νόμιζα πως έπεσες στον Τίβερη. Αναρωτιέμαι
μερικές φορές αν όλα αυτά τα προβλήματα δεν είναι κατασκευασμένα. Μετά το
"ειδύλλιο" του καλοκαιριού με τα καθημερινά γράμματα, κάθε φορά που
μου γράφεις είναι για να μου απαριθμείς προβλήματα ή, ακόμα χειρότερα, για να
υπαινίσσεσαι προβλήματα που εγώ θα πρέπει να κατανοήσω. Ξαναδιαβάζω την
αλληλογραφία μας του πρώτου καιρού, δύο και τρία e-mail να διασταυρώνονται κάθε
μέρα και σκέφτομαι αν έχει νόημα τώρα πια να συνεχίσουμε. Σε νοιάζομαι. Ανησυχώ
που όλα σου πάνε στραβά, όπως λες. Θέλω πραγματικά να βοηθήσω - είναι δύσκολο
να το πω, μα εννοώ πως είμαι κοντά σου. Τι περιμένεις όμως να κάνω;
"Αγαπητό μου Ταλαιπωρημένο Modem. Διάβασα με προσοχή τα γράμματα σου και
θέλω να σε διαβεβαιώσω ότι κανένα από τα προβλήματα σου δεν είναι
ανεπίλυτο". Κάπως έτσι; Ή, μάλλον "Η ζωή έχει και ανηφοριές και
κατηφοριές και δυο πόρτες έχει η ζωή…". Ποτέ μου δεν τη χώνεψα αυτή τη
στήλη στο περιοδικό, ούτε αυτήν που τη γράφει - μια νεροπλυμμένη ξανθιά όλο
πόζα κι απ' το μαλλί ούτε τρίχα δεν ξεφεύγει. Εντέλει, θα μου πεις τι θες από
μένα; Να μη θυμώνω που δεν γράφεις συχνά. Σύμφωνοι. Όταν, όμως γράφεις, θα
μπορούσες τουλάχιστον ν' αναφέρεσαι, με κάποιο, μ' οποιονδήποτε τρόπο, και σ'
αυτά που σου γράφω εγώ; Για να βλέπω, δηλαδή, ότι τα διαβάζεις. Μοιάζει σαν τα
γράμματα μας να πηγαίνουν παράλληλα, να μη διασταυρώνονται. Δεν έχω τα κέφια
μου σήμερα. Ίσως σου ξαναγράψω το βράδυ. Φιλιά, Αντιγόνη
Υ.Γ.
Θυμάσαι τον Σεπτέμβρη που χάθηκα για λίγες μέρες και τα γράμματα σου ξαναβρήκαν
τους παλιούς, καλούς ρυθμούς, ένα τουλάχιστον τη μέρα; Έτσι, παρεμπιπτόντως στο
λέω, είχα ένα ατύχημα με τ' αυτοκίνητο, παρά τρίχα τη γλύτωσα. Α.
Εντάξει,
του ανακοίνωσα και το ατύχημα που μέχρι τώρα το είχα λογοκρίνει. Λοιπόν, μικρέ
μου, την άλλη φορά μπορεί να μην τη γλυτώσω, να τό 'χεις υπόψη σου κι αυτό αν
κάποτε αργήσω πάλι να σου γράψω. Και να ρωτήσω οπωσδήποτε τον Ηλία αυτό που
έκανα πως το λένε. Να ακριβολογούμε. Να χρησιμοποιούμε επιστημονική ορολογία
για τις βλακείες μας Τι τους έχουμε τους φίλους τους ψυχίατρους αν δεν μας λένε
τη σωστή ορολογία για τα συμπτώματα μας;
***
Κυρία
κρατήστε με απ' το χέρι. Δεν λέει να φύγει απ' το μυαλό μου αυτή η φράση. Όταν
τη έφερναν τη Ματούλα, μικρή, στο σπίτι μας στα Χανιά, πάντα την πήγαινα στη
θάλασσα. Χειμώνα, καλοκαίρι, σα να της έλειπε ο αέρας αν την έκλεινες στο
σπίτι. Με τα σφιχτοπλεγμένα της κοτσιδάκια, το χέρι της μέσα στο δικό μου,
"να κάτσουμε λίγο ακόμη" κι ας είχε κοκκινίσει η μύτη και τ' αυτιά
της απ' το κρύο, κι ας είχε μουσκέψει απ' τη ζέστη μέσα στα καλά της ρούχα.
Εκείνης της άρεσε στην παραλία με τα βράχια, κοντά στου Μπόλαρη. Τη μάγευαν
εκείνα τα βράχια, ποιος ξέρει τι έβλεπε σαν τραβιότανε το κύμα που δεν τό
'βλεπα εγώ. Κι ήθελε να πηδήξει απ' το τοιχάκι και να τα φτάσει κι ίδρωνε το
χεράκι της μέσα στο δικό μου απ' την προσπάθεια να μου ξεφύγει. Κι εγώ
σκεφτόμουνα κάθε φορά, Χριστέ μου, από που θα την αρπάξω, θα την προλάβω απ' το
κοτσίδι; "Ματούλα θα τσακιστείς, θα πνιγείς", της έλεγα, αλλά εκείνη
ούτε που με κοίταζε. Κι όμως, σα στοίχημα ή σαν υπόσχεση, κάθε φορά έτσι
τέλειωνε η βόλτα μας, στην παραλία με τα βράχια, κοντά στου Μπόλαρη. Και μετά,
σαν ανακουφισμένες, τρώγαμε, ανάλογα με το χαρτζιλίκι μου, καραμέλες ή
σοκολάτες και γυρίζαμε στο σπίτι.
Μετά
εγώ έφυγα, σ' άλλους δρόμους με πήγαινε η δικιά μου ιστορία. Η Ματούλα ήτανε
τότε 9 χρονών, λίγο πριν φύγω τα είχε κλείσει. Ο πατέρας μου, θυμάμαι, της είχε
πάρει δώρο μια φωτογραφική μηχανή, μικρή σαν παιγνίδι. Ήταν η πρώτη φορά απ'
όταν γεννήθηκε η Ματούλα που δεν πήγα κι εγώ μαζί για να της δώσουμε το δώρο
της. Εγώ είχα πιει τότε το αμίλητο νερό, δεν έβγαινα απ' το σπίτι, ώρες
περνούσα στο παράθυρο να κοιτάζω έξω το δρόμο. Την παραμονή που θά 'φευγα, ήρθε
η κυρα Λένη με τη Ματούλα στο σπίτι. Η Ματούλα κρατούσε τη μηχανή της και δεν
την άφησε ούτε για να βγάλει το παλτό της. Με κοίταζε μ' εκείνα τα ματάκια της
τα λαμπερά, μα δεν μου ζήταγε και να την πάω βόλτα, το έβλεπε κι αυτή πως κάτι
είχε αλλάξει. Την πήρα τότε κι εγώ απ' το χέρι και κάναμε την πιο μεγάλη βόλτα.
Η Ματούλα έβγαζε συνέχεια φωτογραφίες. Όχι ανθρώπους αλλά τη θάλασσα, τα
βράχια, μια βάρκα, σ' όλη τη βόλτα έβγαζε φωτογραφίες. "Μετά θα φύγεις και
ποιος θα με φέρνει εμένα εδώ;" Μου έλεγε. Μπροστά στο Φάρο, στο παλιό
λιμάνι με έβγαλε κι εμένα μια φωτογραφία. Φυσούσε αέρας κι ανεμίζανε τα μαλλιά
μου και η Ματούλα ήθελε να ποζάρω με τα χέρια ανοιχτά, τεντωμένα, σα νά 'ταν να
πετάξω, σαν τα φτερά ήθελε να τα κάνω τα χέρια μου. Μου την έστειλε πολύ
αργότερα αυτή τη φωτογραφία. Σ' ένα γράμμα. "Μου λείπεις", έγραφε με
τα στρογγυλά, παιδικά της γράμματα. "Κοιτάω τη φωτογραφία σου. Σα να πετάς
είσαι μ' αυτά τα μαλλιά και με τ' ανοιγμένα σου χέρια. Στη στέλνω για να τη
δεις, να δεις ότι μπορείς να πετάξεις και νά 'ρθεις να σε δω. Έφυγες και
χαθήκαμε".
"Μετά
έφυγα και χαθήκαμε".
Είδα
στον υπολογιστή γραμμένη αυτή τη φράση, χωρίς σχεδόν να την έχω σκεφτεί, ούτε
να έχω σχεδιάσει τι θα γράψω μετά. Δεν ταίριαζε κιόλας τέτοια φράση. Ποιος
έφυγε, με ποιόν χαθήκαμε; Συχνά γίνεται αυτό, να γράφω και να μπερδεύω τα
πρόσωπα του βιβλίου μ' εμένα και τη Ματούλα. Σα να της μιλάω στ' αλήθεια, σα να
τρέχει το χέρι μου πιο γρήγορα απ' τη σκέψη μου.
Όταν
πρωτοήρθα στην Αθήνα, το Γενάρη του '88, ο Ηλίας με περίμενε στο λιμάνι. Μόνος.
Η Άννα είχε επίδειξη στη Θεσσαλονίκη κι έλειπε και η Ρουμπίνη κοιμόταν, είχε
ξενυχτήσει το βράδυ. Η Ρουμπίνη ήταν η μικρή. Δυο χρόνια πιο μικρή από μένα,
αλλά πάντα την έβρισκα μπροστά μου, πάντα έκανε τα πράγματα πιο γρήγορα από
μένα, ανάμεσα σ' εμάς τις δυο εγώ έμοιαζα η μικρή κι ας ήμουνα διπλή στο ύψος.
Ήταν κι εκείνο το βλέμμα μου το αμήχανο και λίγο σα φοβισμένο που έκανε και την
Άννα να θέλει να μ' αγκαλιάσει, με το δικό της όμως μητρικό τρόπο, ζητώντας μου
να την αφήσω να με φροντίσει όπως ποτέ της δεν την άφησε η κόρη της. "Η
Άννα θέλει να μας κάνει κατ' εικόνα και ομοίωση της", έλεγε η Ρουμπίνη.
Όταν,
λοιπόν, πρωτοήρθα στην Αθήνα, το ήξερα πως θα με περιμένει ο Ηλίας στο λιμάνι.
Κατέβαινα, όμως, τη σκάλα του καραβιού και σκεφτόμουνα, αν δεν τον βρω τον Ηλία
τι θα κάνω; Σαν κάτι παλιές ελληνικές ταινίες. Δεν θά 'βρισκα τον Ηλία αλλά θά
'πεφτα τυχαία πάνω στο παλικάρι. Όμορφο κι αποφασιστικό, θά 'παιρνε τη ζωή μου
στα χέρια του, η μητέρα του δεν θα με ήθελε, αλλά στο τέλος θα ξεπερνούσαμε όλα
τα εμπόδια. The end.
Πρώτα
ένοιωσα τη βαλίτσα να φεύγει απ' το χέρι μου και μετά τον είδα.
"Καλά
που είσαι ψηλή και ξεχωρίζεις. Που μ' έψαχνες; Κόντευες να βγεις απ' το
λιμάνι".
Όταν
μου είπε ο πατέρας μου να πάω στην Αθήνα, πως θά 'ναι καλύτερα έτσι, νόμιζα πως
μ' έδιωχνε. Ήμουνα χίλια κομμάτια τότε ακόμα και σκέφτηκα πως δεν με ήθελε έτσι
κοντά του, τι να με κάνει; Μάζεψα τότε κι εγώ όλο μου το κουράγιο και του είπα
πως ναι, θα πήγαινα στην Αθήνα, αλλά θα πήγαινα μόνη μου, δεν τον ήθελα να με
συνοδέψει. Του είχα θυμώσει πολύ, χρόνια ήταν που του είχα θυμώσει. Μ'
απόδιωχνε κι εκείνη η σιωπή του, ένα κλειστό δωμάτιο ήταν απ' όταν πέθανε η
μητέρα μου, σπάνια πια μιλούσαμε, σα να μην είχα ούτε πατέρα. Δεν ξέρω όμως κι
αν θα τ' αποφάσιζα να φύγω αν δεν ήταν ο Ηλίας. Ούτε η Ρουμπίνη που ήταν η μόνη
φίλη που ήξερα. Ο Ηλίας που, μ' ένα παράξενο τρόπο, μου θύμιζε τη μητέρα μου,
που ήταν το ίδιο όμορφος και κεφάτος. Μαζί του ένοιωθα πάντα καλά, από μικρή,
"είναι δικός μου φίλος", έλεγα στη μητέρα μου, "όχι δικός σου.
Εμένα αγαπάει πιο πολύ".
Αλλά
και που θα με περίμενε ο Ηλίας, με φόβο έφευγα εκείνο το χειμώνα απ' τα Χανιά,
απ' το σπίτι μου. Πραγματικά, δεν πρόλαβε να βγει το καράβι απ' το λιμάνι και
τό 'χα μετανιώσει. Δεν βγήκα καθόλου στο κατάστρωμα, διπλώθηκα στην κουκέτα μου
κι έκανα πως κοιμόμουνα. Μια κοπέλα με τα δυο της παιδιά και τη μάνα της ήταν
στην καμπίνα μαζί μου. Μπαινόβγαινε κι ο σύζυγος κάθε τόσο, να δει αν έχουν
βολευτεί. "Να πάρω μαζί μου τον μικρό;" Τους έλεγε. Και πήγαινε κι
ερχότανε κι ήταν το μάτι του επάνω μου, να τραβηχτεί λίγο το σκέπασμα, να δει
πιο πάνω απ' τη γυμνή μου γάμπα που έβγαινε έξω απ' την κουβέρτα. Αργά το βράδυ
ησυχάσανε κι εγώ έκλαιγα σιγανά με το μαξιλάρι πάνω απ' το κεφάλι μου. Μετά
κοιμήθηκα γιατί δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, είχαμε μπει πια στο λιμάνι όταν
ξύπνησα.
Ένοιωσα,
ακόμα το θυμάμαι, βαθιά ανακούφιση όταν είδα τον Ηλία στο λιμάνι. Πραγματικά
είχα απομακρυνθεί απ' το καράβι όταν συναντηθήκαμε, καλά που με είδε.
"Ηλία!
Ευτυχώς που ήρθες".
"Είπα να μην έρθω, αλλά μετά ποιος τον
άκουγε τον πατέρα σου! Σκύψε λίγο να σε φιλήσω Κοκκινοσκουφίτσα. Κι άλλο
ψήλωσες; Ψηλή και άμυαλη που νόμιζες ότι θα σε παράταγα μόνη στο λιμάνι".
Ποτέ
δεν με παράτησε ο Ηλίας, του τό 'πα μια μέρα. Του είπα, ο πατέρας μου με
παράτησε, καλά που έχω κι εσένα.
"Πότε
σε παράτησε Αντιγόνη;"
Ήταν
μια φορά που είχαμε πάει στο ιατρείο του. Είχε αλλάξει ταπετσαρίες στις
πολυθρόνες και πήγαμε να κρεμάσουμε και τις καινούργιες κουρτίνες. "Η
Αντιγόνη που είναι ψηλή θά 'ρθει να σε βοηθήσει", του είπε η Άννα. Η
Ρουμπίνη ήταν στη Σχολή της.
"Λοιπόν;
Πότε σε παράτησε;"
Είχε καθίσει στο γραφείο του, κάθισα κι εγώ
στην πολυθρόνα απέναντι του και ξαφνικά ένοιωσα πως η κουβέντα γινόταν πολύ
σοβαρή. Πήρα βαθιά ανάσα, πάλι νόμιζα πως δεν θα μπορούσα να μιλήσω, κατέβασα
το κεφάλι, μου σκέπασαν τα μαλλιά το πρόσωπο.
"Από
τότε που πέθανε η μαμά μου".
"Τι
ήταν αυτό που ήθελες να κάνει για σένα και δενν τό 'κανε;"
"Να
με συγχωρήσει".
Ακόμα
θυμάμαι πόσο με ξάφνιασε αυτό που είπα. Σα να μην τό 'πα εγώ κι όμως να τ'
άκουσα, το έβλεπα, πλανιόταν στην ατμόσφαιρα και μού 'κλεβε τον αέρα, σα νά
'ταν όνειρο κακό και νά 'πρεπε να ξυπνήσω.
"Τι
να σου συγχωρήσει;"
Σηκώθηκα από την πολυθρόνα.
"Δεν
ήθελα να πω αυτό. Τι να μου συγχωρήσει; Να μ' αγαπάει ήθελα και να μη φεύγει.
Έλα να τελειώνουμε με τις κουρτίνες, βαρέθηκα".
Με
κοίταξε για λίγο ακόμα Με κοίταζε, θυμάμαι, μ' ένα καινούργιο, έντονο βλέμμα και
μετά σηκώθηκε απρόθυμα κι αυτός, σα νά 'πρεπε να πάρει μια δύσκολη απόφαση.
"Έχουν
τσακίσει τα νεύρα σου", μου έλεγε μια μέρα η Ρουμπίνη. "Προσπάθησε να
κρατήσεις μια απόσταση γιατί αλλιώτικα η Ματούλα σου θα στοιχειώνει και θα σε
σέρνει μαζί της. Πως θα γράψεις την ιστορία της; Γιατί δεν δοκιμάζεις να της
αλλάξεις όνομα μήπως και ξεκολλήσεις και καταφέρεις να φτιάξεις την ηρωίδα του
βιβλίου σου; Βιβλίο γράφεις, δεν γράφεις ημερολόγιο".
Άφησε
με πια κι εσύ, ήθελα να της πω. Όλα τα ξέρεις, για όλα έχεις γνώμη. Το βιβλίο
είναι δικό μου, κι έπειτα δεν είναι μόνο η Ματούλα, ένα μπέρδεμα είναι όλα, ένα
ταξίδι και στη δική μου τη ζωή κατέληξε να είναι αυτό το βιβλίο. Μετά, όμως,
δεν θα ήξερα πως να συνεχίσω, δεν ξέρω τι θα πει κι αυτό που λέω, ένα ταξίδι στη
δική μου τη ζωή. Θα με κοιτούσε, λοιπόν, η Ρουμπίνη μ' εκείνο το εξεταστικό της
βλέμμα και θα περίμενε τι θα της πω, αυτή δεν είναι σαν τον Ηλία, δεν τις
ανέχεται τις σιωπές μου. Έτσι, προτιμώ να μην της απαντάω, σα να το δέχομαι πως
έχει δίκιο, πως έτσι είναι. Το βλέπω, όμως, κι εγώ. Σαν κάθομαι μπροστά στον
υπολογιστή δεν είναι για να γράψω μα σα να στήνω διάλογους με τη Ματούλα, σα νά
'ταν να τα συμφωνήσουμε, ν' αλλάξουμε τα γεγονότα, να ξαναγράψουμε την ιστορία
μας κι έπειτα, όπως παλιά, να κάτσουμε στην παραλία με τα βράχια και να γελάμε.
Σα νά 'ταν όνειρο κακό αυτά που ζήσαμε, αυτά που προσπαθώ να γράψω. Μα η
Ματούλα έχει πεθάνει, το λέω φωναχτά για να το χωρέσει το μυαλό μου πως τώρα
πια αυτός ο θάνατος είναι ένα γεγονός αμετάκλητο. Κι έτσι περνάνε οι μέρες,
γράφω, σβήνω, κοιτάω με τις ώρες το ανοικτό αρχείο, μακάρι να μη μου ζήταγε
κανείς πια να βγω έξω απ' το σπίτι, νοιώθω πάλι ξένη στους δρόμους αυτής της
πόλης και θέλω να κρύβομαι όπου βρω, συνήθως στις σελίδες του βιβλίου μου.
Υπερβάλεις Αντιγόνη, λέω στον εαυτό μου κάθε που ανοίγω το παράθυρο κι έχει
χαράξει. Μα νοιώθω ύστερα εκείνον τον κόμπο να μου κλείνει το λαιμό και είναι
σα να θέλω να κλάψω.
Όταν
ήρθα στην Αθήνα η Ρουμπίνη προσπαθούσε να με βάλει στις παρέες της. Θαρρώ πως
κι εκείνη δεν είχε ποτέ άλλη φίλη, παρέες είχε μόνο, πολλά άτομα. Της έλεγα
τότε, πως μπορείς να διαχέεσαι έτσι, σε τόσους ανθρώπους; Κι εγώ, όταν
βγαίναμε, ήμουνα σχεδόν πάντα κολλημένη επάνω της, λίγες φορές χαλάρωνα και
διασκέδαζα, ειδικά τον πρώτο καιρό δεν ήθελα καν να βγαίνω μαζί της, χίλιες
φορές προτιμούσα τον Ηλία κι ας μη μιλάγαμε. Φουρόγατα μ' έλεγε τότε η
Ρουμπίνη. Είχε σκάσει στα γέλια μ' αυτή τη λέξη όταν την πρωτοάκουσε. Είμαστε
μικρές, στο σπίτι μου στα Χανιά και με τραβούσε να βγούμε στον κήπο να δούμε μια
μυρμηγκοφωλιά. Με τράβαγε στις σκάλες να κατέβω γρήγορα κι εκεί, στη βάση της
σκάλας, ήταν η γιαγιά μου. "Που πάνε τα κορίτσια μας έτσι βιαστικά;"
Μα η Ρουμπίνη δεν είχε όρεξη για κουβέντες, περάσαμε τρέχοντας από δίπλα της
χωρίς να της απαντήσουμε. "Μωρέ Άννα φουρέψανε αυτές", είπε έκπληκτη
η γιαγιά μου στη μαμά της Ρουμπίνης που έμπαινε εκείνη την ώρα στο σπίτι.
"Κοίτα τις πως τρέχουν και δεν χαιρετάνε. Σα φουρόγατες". Φουρόγατα
μ' έλεγε κι η Ρουμπίνη, όταν βγαίναμε με τις παρέες της κι εμένα μ' έπιανε το
ανθρωποφοβικό μου. Συχνά σκέφτομαι
πως αυτό το φθινόπωρο είμαι πάλι όπως όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα. Δεν ξέρω καν
αν την αγάπησα ποτέ αυτήν την πόλη, σαν εξορία την ένοιωθα στην αρχή. Μετά
παντρεύτηκα κι έγινε η Αθήνα η πόλη που θα ζούσα με τον άντρα μου αν και στο
βάθος του μυαλού μου υπήρχε πάντα η εικόνα μιας επιστροφής, που όμως δεν είχε
τίποτα να κάνει με τα βιαστικά ταξίδια μου στα Χανιά μέσα σ' αυτά τα δέκα
χρόνια.
Πάλι δεν ξέρω
πως να συνεχίσω. Έρχονται οι αναμνήσεις σαν την παλίρροια, μετά φεύγουν και
μένω εγώ εξοντωμένη να κοιτάω τη σελίδα του βιβλίου μου που λίγο πριν πάλευα να
γράψω. Μετά έφυγα και χαθήκαμε. Σα νά 'χε, όμως, ένα νόημα εκείνη η φράση πού
'γραψα έτσι, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω. Σα νά 'τανε για να μου πει πως πάλι
ήμουνα έτοιμη να φύγω κι ότι, αν δεν πρόσεχα, πάλι θα χανόμαστε. Με τη Ματούλα;
Με την Αντιγόνη;
Κι εκεί
τέλειωσε η μέρα. Έκλεισα και τον υπολογιστή κι ας ήταν νωρίς ακόμα. Το βράδυ
πήγα σινεμά. Μόνη.
***
Ξύπνησα
πάλι αξημέρωτα με μια υποψία πονοκέφαλου και το ενδιαφέρον μου στραμμένο
αποκλειστικά στις γάτες που μαζεύονται στην αυλή της διπλανής μονοκατοικίας.
Σήμερα, όμως, αν δεν πάω στη δουλειά μου, τίποτα δεν με σώζει. Το έγραψα τελικά
κείμενο για τις γυναικείες φυλακές, μέχρι το επόμενο τεύχος έχουμε καιρό. Βγήκε
καλό αυτό το κείμενο. Το βιβλίο της Κυρίτση δεν το βρήκα, κατασκεύασα λοιπόν
εγώ μια μαρτυρία. Ένα κορίτσι, είκοσι χρονών από ένα χωριό της Κρήτης. Που είχε
μεγαλώσει πλάι στη θάλασσα και του πετρώναν την καρδιά οι τοίχοι του κελιού
του. Μπορεί να ήταν κι η Ματούλα, της έμοιαζε πάντως. Ήταν, όμως, εκτός
κλίματος το κείμενο μου, το είδα, δεν πολυάρεσε. Τώρα τελευταία όλο και πιο
συχνά μου συμβαίνει να ξεφεύγω τόσο πολύ απ' το συνηθισμένο στυλ, ν' αλλάζω
θέματα και γλώσσα σα να τα γράφει άλλη αυτά τα κείμενα. Όταν άρχισα να παλεύω
με το βιβλίο της Ματούλας, σκεφτόμουνα πως αυτό κι αν είναι σχιζοφρένεια, τα
κείμενα που γράφω για το περιοδικό και τα κεφάλαια του βιβλίου μου πόσες
Αντιγόνες τα γράφουν;
Ανοίγω
τον υπολογιστή αν και το ξέρω πως σήμερα δεν θα μπορέσω να γράψω, θα πρέπει να
φύγω νωρίς, δεν σηκώνει άλλο σκασιαρχείο. Εκκρεμεί και μια μήνυση, είναι μέρες
τώρα που μας απειλούν και δεν ήταν και πολύ έξυπνο εκ μέρους μου να
ξαναπροκαλέσω τόσο σύντομα με το άρθρο μου για τις γυναικείες φυλακές.
Πάει
να χαράξει. Όλα λάθος τα κάνεις αυτό το φθινόπωρο Αντιγόνη, έχεις χάσει εντελώς
την ψυχραιμία σου. "Εκούσιος
εγκλεισμός", μου λέει ο Ηλίας. "Κοίτα να αντιδράσεις όσο το βλέπεις
κι εσύ ότι υπάρχει πρόβλημα". Μα απ' όταν γύρισα τον Αύγουστο απ' την
Κρήτη, δεν έχω διάθεση να βλέπω κανένα, μόνον αυτόν και τη Ρουμπίνη. Κι έπειτα
νομίζω πως έχω γίνει παρανοϊκή, είναι κάμποσες μέρες τώρα που νοιώθω πως κι
αυτοί κάτι μου κρύβουν, ο Ηλίας είναι εξαφανισμένος, όλο δουλειές, λέει έχει,
και με τη Ρουμπίνη δεν βγάζεις άκρη.
Ανοίγω για τρίτη φορά το e-mail μέσα στο
πρωινό. Υπάρχει απάντηση. Σχετικά σύντομα αν λάβει κανείς υπόψη του τους
συνήθεις ρυθμούς του Αλέξανδρου. Μάλλον είχε αποτελέσματα το σύμπτωμα. Όποια κι
αν είναι η επιστημονική ορολογία του, προκάλεσε πάντως απάντηση.
From:
stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Date:
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 1998 08.10
Γεια σου Αντιγόνη. Αν ήθελες να με σοκάρεις
το πέτυχες. Τώρα τι πρέπει να κάνουμε; Να βάλουμε κάτω τις αναποδιές, να τις
συγκρίνουμε και να βρούμε ποιος ήταν πιο δυστυχισμένος αυτή την περίοδο; Σ'
ορκίζομαι πως έχω νοσταλγήσει κι εγώ το "ειδύλλιο" του καλοκαιριού.
Δεν με ανησυχεί, όμως, η τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα. Υπάρχει πάντα μια
αβεβαιότητα σ' αυτού του είδους τις σχέσεις, δεν μπορείς ποτέ να τις
προγραμματίσεις, να τις βάλεις σε καλούπια, να προδιαγράψεις το μέλλον τους.
Κρατάνε όσο μας προσφέρει χαρά η επικοινωνία μεταξύ μας. Δεν μπορώ, όμως, να
σου γράφω με το Εγχειρίδιο του καλού επιστολογράφου, ανοικτό στη κατάλληλη κάθε
φορά σελίδα. Δεν έχω τέτοιο εγχειρίδιο. Έτσι μ' αρέσει να επικοινωνώ μαζί σου.
Περιμένοντας την έκπληξη, τον κεραυνό και μετά πάλι το ουράνιο τόξο. Με δυο
λόγια τη λαχτάρα να σου γράψω και να διαβάσω τα γράμματα σου. Είναι φορές που
με πνίγει αυτή η λαχτάρα. Κι άλλες πάλι που γίνεται μικρή, σαν μια φλογίτσα κι
αρκεί μια πνοή για να τη σβήσει. Τι να κάνω τότε; Να γεμίζω το γράμμα με αέρα
κοπανιστό; Είναι αλήθεια όταν σου λέω πως τα γράμματα σου τα διαβάζω αχόρταγα.
Το πρώτο πράγμα που κάνω γυρνώντας στο σπίτι είναι να δω αν μου έγραψες. Μα κι
όταν δεν μου γράφεις, ξέρω πως θά 'χεις τους λόγους σου. Δεν ήταν γι' αυτό που
σού 'γραφα κάθε μέρα τον Σεπτέμβρη. Ήταν γιατί ένοιωθα πως άλλαζε όλος ο κόσμος
γύρω μου, δεν ήθελα να γυρίσω στην Ιταλία και, ξαφνικά, ένοιωθα να μου λείπεις
πολύ. Όμως κάποια πράγματα δεν θέλω να τα λέω, άμα τα επιδεικνύεις χάνουν την
αξία τους. Μόνο που δεν μ' αρέσει να μ' ενοχοποιείς για πράγματα που δεν μου
ανήκουν. Τι να σου πω; Αν ήσουν εδώ, θα ήταν διαφορετικά, θα σ' αγκάλιαζα απ'
τους ώμους και θα σού 'λεγα, έλα μην κάνεις έτσι, μην το κάνεις πιο βαρύ απ'
ό,τι είναι. Με το e-mail όμως τι να κάνω; Τι να σου γράψω;
Ξέρεις τι σκέφτομαι; Ότι κάνουμε σαν ένα
ζευγάρι ερωτευμένων. Όλο παρεξηγήσεις, εξηγήσεις, παράπονα. Μην αργήσεις να μου
γράψεις, φιλιά, Αλέξανδρος.
Το διάβασα, το τύπωσα κι έκλεισα το
e-mail. "Καλά αρχίζει η μέρα", σκεφτόμουνα φεύγοντας για το
περιοδικό. Ήταν πολύ πρωί και πήγα με τα πόδια.
H
Ρουμπίνη είναι μισοκοιμισμένη στον καναπέ. Εγώ δεν το κατάπινα εκείνο το
e-mail, ήμουνα στη δουλειά μου και όλο το έβγαζα απ' την τσάντα μου να το
ξαναδιαβάσω. Με είχε θυμώσει τόσο, που εγώ η υποτονική και συγκρατημένη στα
προσωπικά μου δεν άντεχα, ήθελα με κάποιον να μιλήσω. Με τον Ηλία δεν τολμούσα
να το συζητήσω κι άρχισα να ψάχνω όλη τη μέρα τη Ρουμπίνη. Πολυάσχολη κι αυτή,
ήρθε σήμερα και με ξύπνησε στις 2 το πρωί, στρώθηκε χαμογελώντας στον καναπέ
και σε δυο λεπτά την είχε πάρει ο ύπνος.
"Ξύπνα
παιδάκι μου! Δεν έχεις σπίτι να κοιμηθείς; Ξύπνα και διάβασε αυτό το e-mail,
θέλω να κουβεντιάσουμε".
Η
Ρουμπίνη ανακάθισε, "φέρε μου μια κουβέρτα", μου είπε, πήρε το
τσαλακωμένο χαρτί με το e-mail του Αλέξανδρου κι άρχισε να το διαβάζει.
"Δίκιο
έχει, γιατί νευριάζεις;" Σχολίασε αδιάφορα και χασμουρήθηκε, έτοιμη να την
πάρει πάλι ο ύπνος.
"Δίκιο
έχει; Για την αυτοπεποίθηση του που τσακίζει κόκαλα ή για τη χυλόπιτα; Άντε
πέσε κοιμήσου μη νευριάσω και μ' εσένα. Που κάθομαι και σου μιλάω".
"Εντάξει.
Ξύπνα με στις 9 με ένα φρέσκο καφέ. Σε είδα ότι πίνεις απ' το χθεσινό".
"Όπως
διατάξετε. Γιατί όμως έτσι πρωί;"
"Με
δουλεύεις; Σήμερα δεν είναι να πάω στη Σουβάλα να δω το μέρος που θα γυρίσουμε
τις βουκολικές σκηνές που λες κι εσύ; Μην κάνεις φασαρία. Κοιμάμαι".
Καλό
σουρωτήρι είμαι κι εγώ, τι δουλειά είχα τώρα να της δείξω το e-mail σα να
επρόκειτο για κάτι τρομερό; Όσο το σκέφτομαι. Εντελώς γελοία η αντίδραση μου,
δίκιο είχε να με προσγειώσει. Πρέπει να το πω κι αυτό στον Ηλία, πως χάνω τον
έλεγχο με το παραμικρό, μυθοποιώ τα γεγονότα, τους δίνω μεγάλη σημασία. Κι
έπειτα θυμώνω, κάνω βλακείες, αν ήταν ξύπνια τώρα η Ρουμπίνη μπορεί να
τσακωνόμαστε. Κοίτα την όμως πως κοιμάται. Σα λυπημένη, σφίγγει τις γροθιές της
κι έχει μαζεμένα τα φρύδια της. Στα κομμάτια, αφού την αγαπάω. Υπάρχει άραγε
τρόπος να γίνω λίγο πιο παχύδερμο;
Ανοίγω
πάλι το αρχείο και του αλλάζω όνομα μήπως και ξεμπλοκάρω. Η θάλασσα θα λέγεται πια κι έπειτα βλέπουμε πάλι. Αλλάζω και
κεφάλαιο. Μετά έφυγα και χαθήκαμε.
Όχι , δεν θά 'ναι αυτός ο τίτλος του άλλου κεφαλαίου, θα μπερδευτούν κι οι
αναγνώστες, ποιος έφυγε, ποιοι χαθήκανε;
Κυρία κρατήστε με απ' το χέρι
"Πριν αρρωστήσει η μάνα της νευρίαζε μαζί της η
Ματούλα. Όλο απαιτήσεις ήτανε και την κούραζε που δεν την άφηνε στιγμή απ' τα
μάτια της. Δηλαδή, έτσι νόμιζε. Όταν την είχαν όμως άρρωστη, κατάλαβε κι η
Ματούλα πως τόσα χρόνια αυτή δεν της ζητούσε τ' αδύνατα, της ζητούσε τα εύκολα,
αυτά που, έτσι κι αλλιώς, θα τα μάθαινε και θα τά 'κανε. Μα ήθελε να τα μάθει
και να τα κάνει καλά. Τη μεγάλωσε με λίγα χάδια, χωρίς καλοπιάσματα. Ήτανε
όμορφο κοριτσάκι η Ματούλα, αλλά ποτέ δεν της τό 'πε η κυρα Λένη, το παράπονο
της ήταν.
Που τη βρήκε τόση σοφία,
αναρωτιότανε μετά η Ματούλα. Αγράμματη γυναίκα απ' το χωριό ήτανε. Γιατί έπειτα
κατάλαβε ότι η κυρα Λένη προσπαθούσε να κρατήσει κόντρα στον πατέρα της, έπνιγε
την τρυφεράδα της γιατί τό 'βλεπε πως έπρεπε νά 'ναι αυτή που θά 'δειχνε ένα
σχήμα στο παιδί της, ένα μέγεθος, κάποια όρια για να μη χαθεί. Με τις υπερβολές
της, με τις προσβολές και τις απαγορεύσεις της, την έβαζε, να παλεύει γι' αυτό
που ήθελε, να δοκιμάζει αν το μπορεί, αν το αξίζει.
Σα να χάθηκε η Ματούλα όταν
αρρώστησε η μάνα της, σα να ψήλωσε το ταβάνι πάνω απ' το κεφάλι της. Τόσα
χρόνια ο πατέρας της, ίσως γιατί την κάνανε σε μεγάλη ηλικία, ίσως γιατί
κόντεψε να πεθάνει στη γέννα, την έβλεπε σαν νά 'τανε φτιαγμένη από υλικό πολύτιμο
και εύθραυστο. Τη φρόντιζε, να μην της λείπει τίποτα και καμάρωνε για κείνη,
καμάρωνε υπερβολικά και δεν τό κρυβε. Όταν την πήγαινε στα Χανιά, στο σπίτι του
νονού της του γιατρού, "ξέρεις τι μυαλό έχει αυτή;" Του έλεγε.
"Θα την κάνω δικηγορίνα να πάρει το γραφείο του αδερφού μου του Βασίλη που
είναι άκληρος. Ο Θεός του την έστειλε". Κι η Ματούλα ακόμα ούτε σχολείο
δεν πήγαινε, δεν ήξερε ακόμη τι θα πει δικηγορίνα μα άκουγε πως ο Θεός την είχε
στείλει για όλους, και για το θείο της το Βασίλη".
Θα πρέπει να τέλειωνε τη δευτέρα Δημοτικού η
Ματούλα. Διάβαζα, θυμάμαι, στο δωμάτιο μου όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε σα
σίφουνας και πίσω της η κυρα Λένη να της φωνάζει, "μην ενοχλείς τη νονά
σου Ματούλα. Διαβάζει". Πήδηξε στην αγκαλιά μου όμως εκείνη και κρατούσε
στο χέρι της σφικτά ένα χαρτί.
"Κοίτα! Έγραψα ένα βιβλίο για
σένα", μου είπε και μου έδωσε το χαρτί. "Η νωνά μου", έγραφε
επάνω ανορθόγραφα κι από κάτω είχε μια ζωγραφιά. Με είχε ζωγραφίσει πανύψηλη,
με κίτρινα μαλλιά, μ' ένα μακρύ φουστάνι και κάτι να κρατάω στο χέρι μου. Μετά
κατάλαβα πως θά 'ταν μαγικό ραβδί γιατί η νονά της ήταν μια νεράιδα. Τι ανόητη
νονά!
"Έτσι γράφεται το νονά",
της είπα και της διόρθωσα μετά όλα τα ορθογραφικά λάθη. Πήρε η Ματούλα πίσω το
χαρτί, το κοίταξε λίγο, μετά το τσαλάκωσε στις παλάμες της και μου είπε.
"Δεν πειράζει. Θα γράψω άλλο
βιβλίο. Αυτό χάλασε".
Η Ρουμπίνη είχε ξυπνήσει και δεν την
άκουσα. Κατά τη συνήθεια της, ήρθε πίσω απ' την πλάτη μου και διάβαζε αυτά που
έγραφα.
"Πάλι τα χάλια σου έχεις. Είσαι
σίγουρη ότι σε διευκολύνει που γράφεις αυτό το βιβλίο; Εγώ νομίζω ότι σε
αλυσοδένει η ιστορία που αφηγείσαι. Σαν ψυχοθεραπεία που δεν πέτυχε
μοιάζει".
Ξαφνιάστηκα και γύρισα έξαλλη που με
διέκοψε.
"Θα μου κάνεις τη χάρη να
σταματήσεις τα σχόλια; Να στο ξαναπώ ότι το βιβλίο είναι δικό μου;"
"Εντάξει. Όπως θες. Στο λέω γιατί νομίζω πως
έχεις στήσει μια παγίδα στον εαυτό σου και πας να πέσεις με τα μούτρα μέσα Αυτό
το κοριτσάκι πέθανε, μα εσύ ζεις και πρέπει να φέρεις βόλτα τη ζωή σου. Δεν
μπορεί να συνεχίζεις να τη μεταθέτεις στον επίλογο του βιβλίου σου. Έλα, έκανα
φρέσκο καφέ".
Με τη Ρουμπίνη σπάνια θυμώνω. Από
μικρές έτσι είχαμε μοιράσει τους ρόλους. Κι όταν καμιά φορά τα καταφέρω να της
θυμώσω, εκείνη δεν απαντάει, με καλοπιάνει.
Ξαφνικά ένοιωσα το σπίτι να με
πνίγει. Μετά από τόσες μέρες ήθελα να φύγω, να πάω όμως μακριά.
"Θά
'ρθω μαζί σου στη Σουβάλα. Τι ώρα έχει καράβι;"
"Τι
καράβι; Για που καράβι;"
"Για
την Αίγινα. Στη Σουβάλα δεν είπες ότι θα πας;"
"Στη Σουβάλα Παρνασσίδας, ανόητη! Τι
βουκολικές σκηνές θα γυρίσω στην Αίγινα; Και να μην ήξερες το σενάριο! Εσύ τις
είπες βουκολικές αυτές τις σκηνές. Έλα, ετοιμάσου να πάμε. Είδες τον
πρωταγωνιστή; Ένας καινούργιος είναι. Κούκλος! Καλά ντε! Μην αγριεύεις! Το δις
εξαμαρτείν…Α! Μα δεν είσαι στα καλά σου. Τι είπα τώρα παιδάκι μου; Άντε ντύσου
και τέλειωνε. Κι αν θες, θα μιλάμε και για το βιβλίο σου στο δρόμο. Τι με
κοιτάζεις έτσι μ' ένα μάτι βαμμένο;"
Σχεδόν
δεν άκουγα τι μου έλεγε, κοίταζα στον καθρέφτη και έβλεπα ότι δεν ήθελα πια να
φύγω, μεγάλος κόπος μου φαινόταν τώρα να ετοιμαστώ, να φύγω, να πάω μακριά.
"Δε
θέλω νά 'ρθω. Μετάνιωσα. Θα πέσω να κοιμηθώ και μετά θα πάω στο
περιοδικό…"
"Και
μετά θα γράψεις το σημερινό σου e-mail μήπως και ανησυχήσει το παιδί ή μήπως
και ξεχαστείς εσύ και δεν τον βρίσεις γι' αυτά που σού 'γραψε, και μετά θα
ξαναπιάσεις το βιβλίο, και μετά θα κοιμηθείς πάλι για να ξυπνήσεις στις 3, θα
δεις αν σού 'γραψε και άντε πάλι απ' την αρχή, αρκεί να αποφεύγεις να ζεις. Άσε
με ήσυχη. Δεν ασχολούμαι πια μαζί σου, μεγάλη γυναίκα είσαι".
"Τι
κάνεις το βράδυ;"
"Δεν
ξέρω. Περιμένω τηλεφώνημα. Αν τον αφήσει ο εισαγγελέας…"
"Ποιος εισαγγελέας;"
"Η γυναίκα του. Ποιος εισαγγελέας; Του
Αρείου Πάγου; Σαν εισαγγελείς πέσανε όλοι επάνω μας. Κουράστηκα κι εγώ, τι
θαρρείς, μόνο εσύ είσαι κολλημένη;"
"Το
ξέρω, με συγχωρείς. Άντε φύγε τώρα να μην αργήσεις, έτοιμες είμαστε να
μουλιάσουμε στη συγκίνηση πρωί-πρωί".
Τι θαρρείς; Ήθελα να της πω κι εγώ. Δεν το
ξέρω πως δεν θα αναστήσω κανένα με το
βιβλίο μου; Ούτε τους ανθρώπους ούτε εκείνη την εποχή που ήμασταν όλοι τόσο
ανυποψίαστοι; Μα έτσι το παλεύω. Κι αν μου βγει, μου βγήκε, αν δεν μου βγει,
βλέπουμε πάλι. Δεν της είπα τίποτα, όμως. Την κοίταζα αμίλητη να μαζεύει τα
πράγματα της. Στην πόρτα κοντοστάθηκε σα να δίστασε, κάτι πήγε να πει μα δεν
την άφησα.
"Άντε,
δίνε του τώρα. Νυστάζω", της είπα μόνο.
Με
το που άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω της, άνοιξα πράγματι το e-mail.
Ταυτόχρονα της έλεγα, μ' εκνευρίζει που μαντεύεις τη σκέψη μου Ρουμπίνη, είναι
σα να σκηνοθετείς τη ζωή μου κι όταν ακόμα είσαι απούσα, είναι σα νά 'μαι
διάφανη. Εκείνη, όμως, είχε ήδη φύγει.
Όταν
ζούσε η μητέρα μου, τη ζήλευα πολύ τη Ρουμπίνη. Τότε ήταν χαδιάρα, δεν ήταν σαν
αγριοκάτσικο. Κι ήταν όμορφο κοριτσάκι, μικροκαμωμένο με καστανοκόκκινες
μπούκλες, η μαμά μου την αγαπούσε πολύ κι εγώ ζήλευα. Δεν άντεχα, θυμάμαι, να
τη βλέπω να κάθεται στην αγκαλιά της, έμοιαζαν σα φωτογραφία οι δυο τους, εγώ
πάντα από κάπου περίσσευα όταν με έπαιρνε αγκαλιά η μαμά. Και η Ρουμπίνη, σα να
τό 'κανε επίτηδες, όλο στην αγκαλιά της πήγαινε. Θύμωνα κι εγώ και χωνόμουνα
κάτω απ' το τραπέζι. Καθόμουνα εκεί και δεν έβγαινα ό,τι κι αν μου τάζανε. Μετά
μου έμεινε συνήθεια, κάθε φορά που θύμωνα κάτω απ' το τραπέζι έμπαινα. Κι απ'
όταν άρχισα πια να το κάνω συστηματικά, η μαμά μου δεν άφηνε κανένα να με
πλησιάσει, να με μαλώσει, να μου τάξει, να προσπαθήσει να με βγάλει. "Δεν
τα καταλαβαίνω αυτά τα καμώματα", έλεγε η γιαγιά μου η Αριάδνη. Κι η
μητέρα μου απαντούσε δυνατά για ν' ακούω κι εγώ, "ας την αφήσουμε λίγο
ακόμα, κάτι σκέφτεται η Αντιγόνη εκεί κάτω. Όταν το σκεφτεί, θα βγει κι αν
θέλει θα μας το πει κι εμάς".
Πως
θα μ' άρεσε να καθρεφτίζομαι στα μάτια της μητέρας μου όταν μεγάλωνα και δεν
μπορούσα πια να μπαίνω κάτω απ' τα τραπέζια, δεν ήξερα όμως και που να κρύβω το
μακρόστενο κορμί μου, όλο γωνίες, χωρίς καμιά καμπύλη. "Έλα 'δω Αντιγόνη.
Έλα να σε χτενίσω να σε κάνω κούκλα", μου έλεγε όταν ζούσε. Και μ' έπαιρνε
αγκαλιά, με κοίταζε κι ήταν σα να με μεταμόρφωνε. Κι ας περίσσευε πάντα κάτι,
εγώ βόλευα τις γωνίες μου στην αγκαλιά της κι ήμουνα ευτυχισμένη που θα μου
χτένιζε τα μαλλιά, τα άχαρα ίσια μαύρα μαλλιά μου.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε
Date:
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 1998 10.08
"Έχω ένα εφιάλτη και φταίει ο
Πεισίστρατος. Η ομίχλη πέφτει από ένα άγνωστο ουρανό και όλα τα πρόσωπα είναι
βουτηγμένα στην ομίχλη - βέβαια η ομίχλη είναι το πιο συνηθισμένο στοιχείο
στους εφιάλτες" (είναι από τον Πεισίστρατο του Χειμωνά).
Όπως φαίνεται για σένα είναι όλα καθαρά και
τακτοποιημένα. Τότε γράφουμε, τότε δεν γράφουμε, τότε μας γράφουν κι αυτό
νοιώθουμε. Μπράβο! Σε ζηλεύω. Έστω κι αν κινδυνεύω να παίξω το ρόλο της
παρεξηγημένης γκόμενας σ' αυτό το υποθετικό ζευγάρι των ερωτευμένων το οποίο
σου θυμίζουμε, θά 'θελα να μπορώ να διαπραγματευτώ κι εγώ τους όρους του
παιγνιδιού. Κάποτε. Προς το παρόν σου παραχωρώ ευχαρίστως το ρόλο του
καπετάνιου, του πιλότου, του καου μπόι, του Λούκι Λουκ.
Τα νέα μου; Δανείζομαι και πάλι από τον
Χειμωνά: "οι άλλοι (εφιάλτες) είναι μια ήρεμη σειρά από εικόνες ασήμαντες,
καθημερινές - βλέπεις πρόσωπα γνωστά, φιλικά που σε κοιτάζουν με χαμόγελο ή σου
δίνουν το χέρι. Όμως πίσω από τις μακάριες αυτές σκηνές αισθάνεσαι με μια
αφύσικη καθαρότητα να στέκεται μια απίστευτη συμφορά που από στιγμή σε στιγμή
την περιμένεις να φανεί, ναρθεί απότομα σαν βροντή ή σαν γκρέμισμα
τοίχου".
Περιμένοντας, παίρνω με απόλυτη συνέπεια
και πειθαρχία τα χάπια που μου έδωσε ο γιατρός (ξέρεις, αυτός για τους
τρελούς), άσπρα, κόκκινα, κίτρινα, μπλε, γιατί ο θάνατος είναι κάτι παραπάνω
από μια αναποδιά απ' αυτές που μπορεί να συμβούν κάθε μέρα στον καθένα. Κι εγώ
η ίδια, λίγο καιρό πριν, ήρθα πολύ κοντά στο θάνατο για να τον υποτιμώ έτσι.
Αντιγόνη
Υ.Γ.
Έτσι, από περιέργεια ρωτάω, τη Ματούλα τη θυμάσαι καθόλου. Ερχόταν και βοήθαγε
τότε στα γυρίσματα της ταινίας, σίγουρα θα την είχες δει. Α.
Εύγε! Τι κατάλαβες τώρα; Και σα να
μη φτάνει αυτό το ρεζίλι, το βράδυ θα του ξαναγράψεις να ζητήσεις συγγνώμη για
τον τόνο σου. Και τα χάπια τι τά 'θελες; Άντε τώρα να τα μπαλώσεις,
"απειλούμενο συναίσθημα το λένε χρυσό μου. Και δεν είναι επικίνδυνο, δεν
τριγυρνάς με το τσεκούρι τα βράδια να σκοτώνεις ανύποπτους περαστικούς".
Δε
θέλω πια να κοιμηθώ και σκέφτομαι, πόσον καιρό έχω να νοιώσω χαρούμενη,
ευχαριστημένη για κάτι που έκανα ή που μου συνέβη.
Το
τηλέφωνο. Ποιος διάολος είναι πάλι;
"Αντιγόνη!
Αν είσαι σπίτι απάντησε, η Άννα είμαι".
"
Έλα Άννα. Τι γίνεται; Θα σ' έπαιρνα κι εγώ. Η κόρη σου κοιμήθηκε εδώ απόψε αλλά
έφυγε πριν λίγο για τη Σουβάλα. Της Παρνασσίδας,
όχι της Αίγινας. Στο λέω για να προλάβω την ερώτηση τι πάει να κάνει
στην Αίγινα".
"Τα
ξέρω αυτά. Για σένα πήρα. Δεν έρχεσαι το μεσημεράκι απ' το μαγαζί να με πάρεις
να πάμε για φαγητό; Όπου θέλεις. Μέχρι Ανάβυσσο, Σούνιο σε πάω".
"Πως
έτσι; Τι σου πρόλαβε πάλι το καμάρι σου; Αν στα είπε σωστά, μάλλον ο άντρας σου
θα πρέπει να με πάει στο Σούνιο κι ακόμα παραπέρα. Αυτό που χρειάζομαι τώρα
είναι ένα φίλο-μπαμπά-επαγγελματία ψυχίατρο και μπόλικο ύπνο. Δεν κοιμάμαι
σχεδόν καθόλου όσο κι αν το παλεύω και μένω ατέλειωτες ώρες στο κρεβάτι".
"Πέρνα
τότε το βράδυ από το σπίτι άμα θες. Θα είμαστε όλοι μαζί, όπως παλιά. Θα
περάσουμε καλά. Θα ηρεμήσεις και μετά θα μπορέσεις να κοιμηθείς. Αυτόν τον
καιρό έχεις κλειστεί πάρα πολύ μέσα. Μου φαίνεται πως θα πρέπει να σε αναλάβω
πάλι εγώ, όπως όταν ήσουνα μικρή".
Οι
συνταγές της Άννας, απλές συνταγές για εύκολη ζωή τις λέει η Ρουμπίνη. Όταν
είχα πρωτοέρθει στην Αθήνα, 20 χρονών κι έμοιαζα δωδεκάχρονη με υπερφυσική
ανάπτυξη, η Άννα ανέλαβε να με μεταμορφώσει, να με βάλει στον κόσμο, όπως
έλεγε. Με πήρε για λίγο καιρό και στο ατελιέ της, μα τό 'βλεπε πως όταν ήμουνα
ανάμεσα στον κόσμο έψαχνα να βρω μέρος να κρυφτώ. Δεν πρόλαβε ν' απογοητευτεί,
γιατί παντρεύτηκα μετά κι είπε πως θ' αναλάμβανε ο άντρας μου να ολοκληρώσει το
έργο της μεταμόρφωσης μου.
"Ωραία,
θα έρθω. Ευχαριστώ…"
"Άντε
γλυκιά μου, κοιμήσου τώρα νά 'σαι ξεκούραστη το βράδυ".
Κοίταζα
στον καθρέφτη. Κατάχλομη, με μαύρους κύκλους στα μάτια και τα μαλλιά μου
πεσμένα στο πρόσωπο. Ήταν μικρή η Ματούλα και την είχα πάει να δει τη Φαντασία
του Ντίσνεϋ. Όταν βγήκαμε απ' το σινεμά φυσούσε δυνατός αέρας, σου έκοβε την
ανάσα. Η Ματούλα με κοίταζε και γελούσε. "Σαν ξωτικό είσαι", μου
έλεγε. "Σα να βγήκες από κείνο το μαγεμένο βουνό". Και δεν μ' άφηνε
να μαζέψω τα μαλλιά μου που τα τύλιγε ο αέρας γύρω απ' το κεφάλι μου και μετά
τα τράβαγε πάλι πίσω να μου τα ξεριζώσει. Ακόμα τον θυμάμαι εκείνο τον αέρα.
"Δεν
νυστάζω πια. Θα πάω να κόψω τα μαλλιά μου. Μην είμαι σαν το ξωτικό όταν φυσάει
ο αέρας".
"Μην
είσαι σαν τι; Δεν άκουσα, κάποιος μπήκε στο γραφείο".
"Τίποτα.
Λέω, θα πάω να φτιάξω λίγο τα μαλλιά μου να είμαι περιποιημένη. Σ' αφήνω τώρα
για να προλάβω".
Όσο
τη σκέφτομαι αυτή την αναπάντεχη πρόσκληση, τόσο βεβαιώνομαι ότι κάτι
συμβαίνει. Και μάλλον θα πρέπει να είναι ότι έρχεται όπου νά 'ναι ο Στάθης, ο
άντρας μου, απ' το Λονδίνο. Η Άννα έπρεπε να γίνει κι αυτή σκηνοθέτης, είναι
πάντα έτοιμη να σκηνοθετήσει ανθρώπινες ιστορίες, να μπερδευτεί όμως και μέσα
στην πλοκή τους, να τα κάνει μούσκεμα και να κοιτάζει μετά απορημένη το
αποτέλεσμα.
Τον
Στάθη τον γνώρισα στο σπίτι τους, όταν είχα πρωτοέρθει απ' τα Χανιά και με
φιλοξένησαν μέχρι να βολευτώ. Δεν πρόλαβα. Βολεύτηκα σ' ένα γάμο μ' ένα σχεδόν
άγνωστο άντρα που ανέλαβε με τη σειρά του τη φροντίδα μου και μου βρήκε και τη
δουλειά στο περιοδικό. Ο Πυγμαλίωνας μου, όπως τον έλεγε η Άννα "που
μετέτρεψε το φοβισμένο ασχημόπαπο σ' αυτόν τον υπέροχο κύκνο", ήταν φίλος
του Ηλία και γνωστός δημοσιογράφος. Παντρευτήκαμε λίγους μήνες μετά τη γνωριμία
μας. Έγιναν όλα πολύ γρήγορα, σα να μην έπρεπε να μείνει κενός χρόνος, μετά τον
πατέρα μου ήταν ο Ηλίας και μετά τον Ηλία ήταν ο Στάθης που παρέλαβε τη
σκυτάλη-Αντιγόνη. Το Στάθη, αν και δεν ένοιωσα ποτέ ερωτευμένη με πάθος μαζί
του, τον αγαπούσα πάντως και μου φαινόταν φυσικό, αυτονόητο να ζω μαζί του. Και
τότε δεν πέρναγε καθόλου απ' το μυαλό μου ότι απλώς άλλαζαν οι ρόλοι, πατέρας,
φίλος, σύζυγος, οι άντρες της Αντιγόνης.
Ο
Στάθης λοιπόν επιστρέφει στην Αθήνα και μάλλον δεν θα αποφύγουμε πια τις
οριστικές αποφάσεις. Τρία χρόνια τώρα λείπει στο Λονδίνο και ήταν ο γάμος μας,
σχεδόν απ' όταν έφυγε, σε μια κατάσταση εκκρεμότητας. Δεν τ' αποφασίζαμε να
χωρίσουμε χωρίς όμως και να σημαίνει κάτι συγκεκριμένο αυτή η παράταση χρόνου.
Σα να μην ξέραμε τι θα κάνουμε, μα δεν τ' αποφασίζαμε κιόλας.
Αναρωτιέμαι
αν ξέρει ο Ηλίας για την παράσταση που έχει σκηνοθετήσει απόψε η Άννα στο έργο
"Ο χωρισμός της Αντιγόνης", με υπότιτλο "Μόνο τα σκατά δεν
τελειώνουν ποτέ. Τα όμορφα πράγματα πάντα". Η Άννα πάντα θεωρούσε ότι ο
γάμος μου ήταν ό,τι πιο όμορφο συνέβη στη ζωή μου και δεν μπορούσε να καταλάβει
πως εξελίχτηκαν έτσι τα πράγματα. Για την Άννα τα γεγονότα έχουν δυο χρώματα,
άσπρο και μαύρο.
Όσο
το ξανασκέφτομαι, τόσο θα προτιμούσα να το αποφύγω το αποψινό. Όλοι μαζί όπως
παλιά. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά. Κι εγώ βαριέμαι αφόρητα να παριστάνω την
"να η Αντιγόνη μας! Κούκλα είσαι", κάτω από το ανήσυχο βλέμμα,
"πως θα αντιδράσει άραγε;" Και να μαντεύω πως θα πρέπει να αντιδράσω
σύμφωνα με το ρόλο που ερμηνεύω. Δεν το θέλω τώρα αυτό το πρόβλημα, δεν τον
θέλω αυτόν τον ρόλο, τώρα γράφω το βιβλίο μου, έχω και τον Αλέξανδρο, τον πήρα
κι αυτόν απ' τα μούτρα.
Πολύ
ωραία, Αντιγόνη! Γιατί δεν βρίσκεις κάτι πιο πρωτότυπο αν θες σώνει και καλά να
δικαιολογηθείς που ήδη έχεις ανοίξει το e-mail;
Εντάξει.
Όχι υπερβολές, δυο λεξούλες μόνο, να τις στείλω μάλιστα τώρα για να λάβει και
τα δυο γράμματα μαζί.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
τρικυμίες…
Date:
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 1998 12.02
Όπως αθόρυβα τελειώνει η κάθε μέρα
ένα κομμάτι της αγάπης μεταμορφώνεται σε
πάγο
ένα κομμάτι του κορμιού μεταμορφώνεται σε
θάνατο
(είναι του Πατρίκιου, από τη Θάλασσα της
Επαγγελίας)
Το παράκανα στο προηγούμενο γράμμα μου,
έτσι; Θέλω απλώς να σου πω ότι φταίει η εποχή: απολύτως άθλια. Σε φιλώ,
Αντιγόνη
***
Η
Άννα δεν μαγειρεύει σχεδόν ποτέ, βολεύονται με έτοιμο φαγητό. Όμως ακόμα και το
οικογενειακό τραπέζι είναι στρωμένο σα να πρόκειται για επίσημο γεύμα. Ποτέ δεν
λείπουν, ας πούμε, τα λουλούδια. "Κάτι τέτοιες λεπτομέρειες ομορφαίνουν τη
ζωή μας", λέει η Ρουμπίνη, "και μας κάνουν να ξεχνάμε το σασπένς:
υπάρχει ή δεν υπάρχει φαγητό σήμερα;"
"Το
ξέρεις ότι η Αντιγόνη μας γράφει ένα βιβλίο;"
Κοντεύαμε
να τελειώσουμε το φαγητό, η συζήτηση μέχρι τότε ήταν ανάλαφρη, το θέμα του
Στάθη δεν είχε τεθεί, αλλά η Άννα, ως φαίνεται, είχε άλλα στο νου της για την
πρώτη πράξη.
"Συγκεντρώσου
Άννα. Είναι δυνατόν να μην το ξέρω;" Απάντησε ο Ηλίας, ενώ η Ρουμπίνη δεν
σήκωσε καν τα μάτια απ' το πιάτο της.
Δεν
θέλω, δεν θέλω καθόλου να είμαι η πρωταγωνίστρια αυτής της πράξης που παίζεται
γύρω από το τραπέζι και δεν μπορώ ούτε το ύψος μου να κρύψω, εξέχω απ' όλους
ένα κεφάλι. Η Άννα, όμως, συνεχίζει απτόητη, το θέμα πρέπει να τελειώσει στο
τραπέζι, στο καθιστικό θα παιχτεί η πράξη "έρχεται ο Στάθης! Τι λέτε γι'
αυτό;".
"Είναι
η ιστορία αυτής της μικρούλας, της βαφτισιμιάς της απ' το χωριό, που σκοτώθηκε
το καλοκαίρι. Την είχες γνωρίσει εσύ Ηλία;"
Ξαφνικά
ένοιωσα πεντακάθαρα τη δροσιά της θαλασσινής αύρας να μου χαϊδεύει το ξαναμμένο
πρόσωπο. Ήταν πριν τρία χρόνια, το καλοκαίρι του '95, την περίοδο των μεγάλων
αποφάσεων. Ο Στάθης θα έφευγε σε λίγο για το Λονδίνο, μόνιμη εγκατάσταση, τον
έστελναν απ' τη δουλειά του, κι εγώ έπρεπε ν' αποφασίσω τι θα κάνω. Είχαμε πάει
με τον Ηλία μέχρι το Σούνιο. Τρώγαμε σ' ένα από τα ταβερνάκια του ορμίσκου που
είναι κάτω από τον ναό, ήταν Κυριακή και η παραλία ήταν γεμάτη από οικογένειες
κατασκηνωτών από τις γύρω κατασκηνώσεις. Ο Ηλίας είχε γυρίσει λίγες ημέρες πριν
από τα Χανιά. Είχε πάει μόνος του να δει τον πατέρα μου που δεν εννοούσε να
έρθει στην Αθήνα, το τελευταίο του ταξίδι ήταν όταν παντρεύτηκα, τότε ήρθε για
μια μέρα μόνο.
Οι
τρεις τους γνωριζόταν από παλιά, ήταν φίλοι απ' το Πανεπιστήμιο, ο πατέρας ήταν
λίγο πιο μεγάλος, ο Ηλίας και η μητέρα ήταν συμφοιτητές και λίγο ερωτευμένοι
πριν μπει στην παρέα ο σοβαρός, αυστηρός Μάνος Ορφανουδάκης, νεολαία Λαμπράκη,
δαφνοστεφανωμένος συνδικαλιστής του φοιτητικού κινήματος στην Ιατρική Αθηνών.
Με
τον Ηλία μιλάμε συχνά για τη μητέρα, κάποτε μάλιστα έλεγα πως ο Ηλίας τη
γνώριζε καλύτερα απ' τον άντρα της. Ο Ηλίας πίστευε πως η μητέρα θα μπορούσε να
κάνει σταδιοδρομία στο πανεπιστήμιο, είχε λαμπερό μυαλό και πείσμα, δεν άφηνε
τίποτα στη μέση, ό,τι και να της στοίχιζε. Πίστευε ότι θα γινόταν κι αυτή
ψυχίατρος, είναι λίγο σκοτεινή αυτή η ιστορία, ένας επικείμενος χωρισμός με τον
πατέρα μου και μετά η απόφαση να γίνει γυναικολόγος και να τον ακολουθήσει στα
Χανιά.
Εκείνο
το καλοκαίρι του '95, ο πατέρας μου τον είχε πάει στο χωριό για να δει κι αυτός
την μητέρα της Ματούλας, ήθελε τη γνώμη του για την κατάσταση της, τον
εμπιστευόταν πολύ τον Ηλία. Ο Ηλίας είχε καιρό να δει τη Ματούλα και τού 'κανε
μεγάλη εντύπωση. "Διψασμένα, λαίμαργα μάτια", μου είπε κι ήταν ίσως η
πρώτη φορά που ένοιωσα τόσο έντονα τις τύψεις μου που δεν ασχολήθηκα πια μαζί
της απ' όταν έφυγα απ' τα Χανιά.
Ο
πατέρας, η Ματούλα, η άρρωστη μητέρα της, η θάλασσα, η ζωή μου στα Χανιά, μ'
έπνιγε η νοσταλγία να γυρίσω πίσω. Μ' έναν εντελώς παράλογο και παιδικό τρόπο
καταλόγισα στο Στάθη την ευθύνη που έμεινα τόσα χρόνια στην Αθήνα, μια πόλη που
δεν ένοιωσα ποτέ δική μου. Δεν θα μ' έπαιρνε, λοιπόν, ακόμα πιο μακριά.
Ο
Ηλίας με κοίταζε σκεφτικός.
"Μα
δεν το ξεκίνησες ποτέ το ταξίδι του Οδυσσέα", μου είπε.
Η
θάλασσα αστραποβολούσε κάτω απ' τον καυτό ήλιο. Την κοίταζα και, χωρίς να μπορώ
να καταλάβω γιατί, το ένοιωθα πως ήταν αλήθεια, πως ήθελε ένα κόπο, μια
προετοιμασία αυτό το ταξίδι του Οδυσσέα και ότι πράγματι ποτέ δεν το είχα
αποφασίσει απ' όταν έφυγα σα διωγμένη απ' τα Χανιά, είκοσι χρονών κορίτσι. Σα
νά 'ταν αυτή η πιο μεγάλη από τις αποφάσεις μου και να μού 'λειπε ακόμα ένας
όρος αναγκαίος για να την πάρω, ένας όρος που δεν είχε να κάνει ούτε με το
Στάθη, ούτε με το γάμο μου.
"Μη
με κοιτάς σαν ψυχίατρος", του είπα και θυμάμαι πως ένοιωθα εντελώς
εξαντλημένη, σα να με είχαν εγκαταλείψει ξαφνικά οι δυνάμεις μου και αν κάποιος
δεν με έσωζε, να έπρεπε να μείνω σ' αυτή την παραλία για πάντα, μέχρι να γίνω
απολίθωμα που θα τό 'βρισκαν οι επόμενες γενιές,
"Ναι,
την είχα γνωρίσει τη Ματούλα", άρχισε να λέει ο Ηλίας, μα η Ρουμπίνη τον
έκοψε απότομα.
"Δεν
είναι σωστό να την βάζετε να μιλάει για το βιβλίο της πριν σχεδόν καλά-καλά
αποφασίσει τι θα είναι. Δεν είναι θέματα αυτά για κοζερί…"
"Ρουμπίνη,
πουλάκι μου, έχεις τα νεύρα σου. Η Αντιγόνη δεν είναι καμιά ξένη, εγώ χαίρομαι
πολύ που γράφει αυτό το βιβλίο".
Τα
μάτια της Άννας γαλάζια, τεράστια, σαν τά 'βλεπες έμοιαζε αστεία η αυστηρότητα
της φωνής της. Ένοιωσα και πάλι αμήχανα.
"Έχει
δίκιο η Άννα. Υπερβάλεις λίγο κι έπειτα δεν με ρώτησε για το βιβλίο, για τη
Ματούλα ρώτησε, αν την είχε γνωρίσει ο Ηλίας".
"Το
ζήτημα δεν είναι εκεί", είπε η Ρουμπίνη. "Το ζήτημα είναι ότι και η
Άννα την έχει γνωρίσει τη Ματούλα. Αν δεν χαιρόταν για πιο πολλά πράγματα απ'
όσα χρειάζεται, θα το θυμόταν".
"Ναι!
Τη γνώρισα! Μωρό στα βαφτίσια της".
"Τουλάχιστον
άλλες δυο φορές ακόμα την είχες δει. Θες να στις θυμίσω;"
Ο
Ηλίας έσπρωξε το πιάτο του, εγώ θα ήθελα να γίνω τόση δα μικρή για να χωθώ κάτω
απ' το τραπέζι, μια κουβέντα ακόμα να λέγαμε για τη Ματούλα και νομίζω ότι θα
έβαζα τα κλάματα. Ο Ηλίας με κοίταξε μ' εκείνο το βλέμμα του ψυχίατρου-φίλου-θετού
μπαμπά και είπε:
"Αν
συνεχίζαμε καθισμένοι πιο αναπαυτικά στους καναπέδες;"
"Εγώ
πρέπει να ετοιμαστώ για να φύγω", είπε η Ρουμπίνη κι εγώ την ακολούθησα
στο δωμάτιο της ανακουφισμένη.
"Τι
συμβαίνει; Γιατί τα έβαλες με την Άννα;"
"Γιατί
δεν την αντέχω πια. Ανακατεύεται παντού κι έπειτα σε κοιτάζει μ' εκείνα τα
αθώα, γαλάζια ματάκια της…"
"Αν
εξαιρέσεις τα αθώα, γαλάζια ματάκια κι εσύ έτσι είσαι, τα ίδια κάνεις.. Η
ιδανική σκηνοθέτης! Σκηνοθετείς ό,τι βρεθεί μπροστά σου! Έλα τώρα να βάλεις ένα
χεράκι γιατί προβλέπω ότι η ώρα του καφέ είναι το σκηνικό για την βασική πράξη.
Μη με κοιτάζεις έτσι απορημένα. Το ξέρεις ότι έρχεται ο Στάθης με την αγγλίδα
του. Οριστικά. Έτσι είπε η Άννα. Αν το έγραφε, αυτό το οριστικά θα ήταν με
έντονα γράμματα. Κι εγώ δεν θέλω καθόλου να συζητήσω απόψε για το επικείμενο
διαζύγιο, τα σχέδια μου για το μέλλον, ξέρεις, όλα αυτά".
Η
Ρουμπίνη στεκόταν κάμποση ώρα με το φόρεμα στα χέρια της. Ήταν ολόκληρη μια
εκκρεμότητα αλλά δεν έμοιαζε να την απασχολεί το ντύσιμο της.
"Ξέρεις
τι μου είπε μόλις γύρισα απ' τη Σουβάλα;"
"Ποιος;"
"Η Άννα, φυσικά. Μου έχωσε ένα περιοδικό
στα μούτρα και μου είπε, διάβασε! Έχουμε και γεννητούρια! Να σας ζήσει!"
"Δεν
καταλαβαίνω".
"Ούτε εγώ. Και κυρίως δεν ήθελα να το
καταλάβω έτσι. Μια συνέντευξη του Κώστα ήταν. Κι η είδηση ότι θα γίνει πατέρας,
ότι η γυναίκα του περιμένει παιδί. Έμεινες άναυδη; Εγώ να δεις! Πάμε τώρα μαζί
μια βόλτα. Όπως παλιά, να τρέχουμε άσκοπα με τ' αυτοκίνητο στους δρόμους, με το
ραδιόφωνο στη διαπασών και να μας κάνουν καμάκι οι γκόμενοι της παραλίας. Πως
στο έγραφε ο δικός σου; Αύριο είναι μια άλλη μέρα κι εγώ σε σκέφτομαι;"
"Καλημέρα, ξεκίνα, σήμερα είναι μια
καινούργια μέρα κι εγώ σε σκέφτομαι. Έτσι μου έγραφε. Πάμε λοιπόν να τρέξουμε
στην παραλιακή".
From: anti.o@firkasnet.gr
To: stazionetermini@libera.it
Subject:
σαν τη θάλασσα…
Date:
Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 1998 05.03
Γεια σου Αλέξανδρε. Είναι το τρίτο e-mail
που σου στέλνω, αλλά είναι ήδη μια καινούργια μέρα, σου γράφω χαράματα όπως θα
δεις, όλο το βράδυ τριγυρίζαμε με τη Ρουμπίνη στις παραλίες.
Μη μου γράψεις καλύτερα για τη Ματούλα. Το
ξέρω πως δεν τη θυμάσαι, αλλά δεν θέλω και να μου το πεις. Θα σου γράψω,
λοιπόν, εγώ πως τη γνώρισα.
Η Ματούλα γεννήθηκε την πρώτη φορά που
νοσηλεύτηκε η μητέρα μου στο νοσοκομείο, τότε που διαγνώστηκε ο καρκίνος. Ήταν
κοντά στα Χριστούγεννα του 1978 κι εγώ, 10 χρονών, σ' ένα νοσοκομείο να βλέπω
για πρώτη φορά στη ζωή μου τη μητέρα μου τόσο άρρωστη. Ίσως νά 'ταν κι η φορά
που απομυθοποίησα τον μάγο-γιατρό-πατέρα μου. "Κάνε κάτι", του έλεγα
σιγανά, να μη μ' ακούσει η μητέρα. "Γιατί την αφήνεις να πονάει;" .
Εκείνη, όσο μ' έβλεπε ταραγμένη, προσπαθούσε να μου χαμογελάει, το θυμάμαι
γιατί θυμάμαι πως ήταν το χαμόγελο της αυτό που μ' έκανε να θέλω να κλάψω.
Μια μέρα, ανήμερα Χριστούγεννα νομίζω, μου
πρότεινε να πάω να δω ένα νεογέννητο μωρό. "Πήγαινε τη Μάνο", είπε
στον πατέρα μου. "Πήγαινε τη να δείτε το μωρό της Ελένης, να δεις πως
είναι κι αυτή που δεν μπόρεσα να την ξεγεννήσω". Απλά, συνηθισμένα λόγια μα
είχε τέτοια ένταση η φωνή της που πιάστηκα απ' τα κάγκελα του κρεβατιού, είναι
σα να με βλέπω τώρα, σα να την ακούω.
Περίμενα, όμως, να δω ένα μωρό σαν το
Χριστό. Αλλιώτικα τι νόημα είχε να γεννηθεί Χριστούγεννα; Όταν το είδα,
απογοητεύτηκα τρομερά, σχεδόν θύμωσα σαν κάποιος να με είχε κοροϊδέψει. Μικρό
σαν τις κούκλες μου, κατακόκκινο, όλο έκλαιγε, σα φωνακλούδικο, παραμορφωμένο
μαϊμουδάκι ήταν, καθόλου δεν άξιζε την προσοχή μου. Μάλιστα ανησύχησα όταν μου
είπε η κυρά Λένη, "είδες τι όμορφο μωρουδάκι; Θα ΄ρχεσαι στο χωριό να
παίζετε;" Σκέφτηκα, έχει γούστο να με πάνε στο χωριό όσο είναι άρρωστη η
μαμά και να παίζω μ' αυτό το τερατάκι.
Μετά, δεν ξέρω πως έγινε, αλλά και τις
επόμενες μέρες πήγαινα και την έβλεπα. Δεν την άγγιζα, την κοίταζα από μακριά,
εξακολουθούσε να μου προκαλεί απέχθεια αλλά και περιέργεια. Ήθελα να τη βλέπω,
έμενα λίγο με τη μητέρα μου και μετά πήγαινα στο μωρό. Αυτό δεν κράτησε πολύ,
γιατί μετά έφυγαν για το χωριό κι εγώ την ξέχασα την Ματούλα. Την ξέχασα για
καιρό. Σήμερα κουβαλάω όλη μέρα μαζί μου εκείνη την εικόνα της, σαν
παραμορφωμένη κούκλα με λίγο χνούδι στο φαλακρό της κεφαλάκι.
Όταν άρχισα να σου γράφω, ήταν κυρίως για
τη θάλασσα που ήθελα να σου μιλήσω. Έτσι, όπως την έβλεπα σήμερα από τ' ανοιχτό
παράθυρο, τρέχοντας με τ' αυτοκίνητο της Ρουμπίνης όλη τη νύχτα. Όμως, έτσι κι
αλλιώς, κι η Ματούλα στη θάλασσα γύρισε. Μα αυτά θα στα πω άλλη φορά. Αρκεί να
μου γράφεις. Τον βαρέθηκα αυτόν το μονόλογο μπροστά στον υπολογιστή. Περιμένω.
Αντιγόνη
Να
δεις που οι φωτογραφίες απ' τα βαφτίσια της Ματούλας θα είναι στο άλμπουμ με
τις τελευταίες παιδικές μου φωτογραφίες. Εκεί σα να τις θυμάμαι, να
περισσεύουν, ήταν ήδη γεμάτο και κάποιος τις έβαλε πρόχειρα ανάμεσα στις
σελίδες του. Προορίζονταν φαίνεται για το επόμενο άλμπουμ, αυτό της εφηβείας
μου, η μητέρα ήταν πολύ τακτική σ' αυτά. Στο μεταξύ, όμως, πέθανε και όλες οι
επόμενες φωτογραφίες είναι σκόρπιες ανάμεσα σε φακέλους φωτογραφείων, σε
συρτάρια ή σε κουτιά παπουτσιών, η θέση που προτιμούσε ο πατέρας μου, γιατί τις
έριχνε μέσα όπως-όπως και μετά ξέχναγε τα κουτιά σε κανένα ράφι.
Ο
πατέρας της Ματούλας κι ο δικός μου ήταν μακρινά ξαδέλφια. Δεν είχαν ιδιαίτερα
θερμές σχέσεις κι εγώ, όταν το έβλεπα, κύριε Μανούσο τον έλεγα, δεν μου ερχόταν
να τον πω θείο κι εκείνος μού 'λεγε "θείος σου είμαι παιδάκι μου, όχι
κύριος". Τον καημένο! Γελάγαμε με τη μαμά για εκείνο το "όχι
κύριος", αλλά η μαμά τον αγαπούσε και της άρεσε να κάθονται να
κουβεντιάζουν, να της λέει ο Μανούσος ιστορίες. "Είμαι παθιασμένος
συλλέκτης ανθρώπων", έλεγε, για τη μαμά δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην
έχει ενδιαφέρον.
Ήταν
προχωρημένο καλοκαίρι του '79. Θά 'χε μπει ο Αύγουστος, έκανε πολύ ζέστη εκείνη
την ημέρα. Τον πατέρα της Ματούλας τον είδα απ' τον κήπο, να πλησιάζει στο
σπίτι με το απαραίτητο καλάθι με τα δώρα, φασολάκια, ντομάτες, σταφύλια και τα
καλαμπόκια για μένα, όλα σκεπασμένα με μια καρό πετσέτα. Ο πατέρας έλειπε και η
μητέρα τον δέχτηκε στο σαλόνι. Ήταν απόβραδο, οι κουρτίνες τραβηγμένες και δεν
είχαμε ακόμα ανάψει τα φώτα, η μητέρα δεν ήθελε πολλά φώτα, ήταν πια πολύ
αδύνατη και καταβεβλημένη.
Όταν
βαρέθηκα να τριγυρνάω στον κήπο, μπήκα κι εγώ στο σαλόνι κι ήμουν μπροστά όταν
της ζήτησε να βαφτίσει το μωρό.
"Να
του δώσουμε τ' όνομα του συχωρεμένου του αδελφού σου ξαδέλφη. Σταματίνα να το
πούμε. Θά 'ναι μεγάλη τιμή για μας να το βαφτίσετε εσύ κι ο ξάδελφος, έτσι μού
'πε η κυρά να σας πω. Τα είχατε συζητήσει, λέει κιόλας".
Ο
πατέρας θύμωσε όταν τ' άκουσε το βράδυ. Δεν του άρεσαν γενικά οι κουμπαριές,
τις απέφευγε όσο μπορούσε, αλλά δεν καταλάβαινε κιόλας γιατί ζητήσανε απ' τη
μαμά κι όχι απ' τον ίδιο να βαφτίσει το μωρό.
"Παραείσαι
ευαίσθητος", του είπε η μαμά. "Τι φαντάζεσαι; Πως θέλανε να δώσουν
μια τελευταία χαρά στην άρρωστη; Εμείς με την Ελένη το συζητούσαμε απ' όταν
έγκυος και εγώ την παρακολουθούσα. Γιατρός της δεν ήμουνα; Δώσαμε, λοιπόν, λόγο
κι η κουμπαριά δεν χαλάει. Κι έπειτα, θέλω να το βαφτίσω αυτό το μωρό. Θα το
πούμε Σταματίνα για τον αδελφό μου. Ματίνα. Ματούλα. Δεν είναι άσχημο
όνομα".
Σα
να μην είχε αλλού ρίζες η μαμά κι ήρθε και ρίζωσε στην Κρήτη. Τους γονείς της
τους έχασε πολύ μικρή, πεθάνανε κι οι δυο σ' αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο
αδελφός της τη μεγάλωσε, τον λάτρευε η μαμά, άλλους συγγενείς δεν είχαν.
"Καλά που είχα και το Σταμάτη όταν γνωρίστηκα με τον πατέρα σου", μου
έλεγε. "Αλλιώτικα θα πίστευε ότι με βρήκαν μέσα στα λάχανα". Και μού
'λεγε ένα σωρό ιστορίες για κείνο το θείο το Σταμάτη που δεν γνώρισα, που ήταν
αεροπόρος στην πολεμική αεροπορία. Έπεσε τ' αεροπλάνο του και σκοτώθηκε όταν η
μητέρα ήταν έγκυος σ' εμένα. Δεν θέλησε όμως να μου δώσει τ' όνομα του αφού
ήμουνα κορίτσι. Μ' έβγαλε Αντιγόνη γιατί της άρεσε τ' όνομα. Kαι την τραγωδία
της Αντιγόνης την έμπλεκε μαζί με τα πρώτα μου παραμύθια, τόσο συχνά που την
άκουγα ήταν σα να μου όριζε τη μοίρα κι όταν ήμουνα μικρή έσπαγα το κεφάλι μου
να βρω ποιο θείο νόμο έπρεπε να εφαρμόσω εγώ, αν και δεν μου άρεσε καθόλου να
με κλείσουν ζωντανή σ' ένα τάφο.
Το
μωρό δεν το είχα ξαναδεί κι εκείνο ήταν το πρώτο καλοκαίρι που δεν είχαμε πάει
καθόλου στο χωριό. Δεν ήθελα κι εγώ να φεύγω πολύ απ' το σπίτι, ν' αφήνω τη
μητέρα μου. Καθόμουνα πολλές ώρες κοντά της, ακόμα κι όταν εκείνη κοιμότανε
πολλές φορές ξάπλωνα κι εγώ δίπλα της στο κρεβάτι. Φίλους δεν είχα πολλούς, μια
φίλη είχα τη Γιάννα, μα εκείνη τον πιο πολύ καιρό έλειπε. Τριγύρναγα, λοιπόν,
μόνη μου στην αυλή, στην παραλία, μ' έπαιρνε κι η γιαγιά μαζί της σε καμιά
επίσκεψη, δεν μου άρεσε, μετά όμως πηγαίναμε πάντα στον Κήπο και με κέρναγε
παγωτό. "Μόνο με παγωτά τρέφεται αυτό το παιδί", έλεγε η γιαγιά μου
και πράγματι νομίζω πως δεν έβαλα τίποτα άλλο στο στόμα μου εκείνο το
καλοκαίρι.
Το
μωρό της κυρα Λένης ήταν να βαφτιστεί τον Οκτώβρη, μόνο που λίγες μέρες πριν τη
βάφτιση η μητέρα ξαναμπήκε στο νοσοκομείο κι όλοι ξέραμε πια πως η ζωή της ήταν
λίγη. Ο πατέρας δεν ήθελε ούτε ν' ακούσει για βαφτίσια κι έτσι το μωρό
αποφασίστηκε να το βαφτίσω εγώ. Ήθελα να το βαφτίσω Έλενα, σαν τη μητέρα, αλλά
εκείνη δεν δέχτηκε, μου είπε ότι δεν ήταν σωστό να δώσουμε στο μωρό το ίδιο
όνομα με τη μάνα του. Μου έδωσε, όμως, ένα φόρεμα της, πολύχρωμο, μεταξωτό,
είχα ψηλώσει πολύ εκείνο το καλοκαίρι και μου ερχόταν ίσα-ίσα, "ωραία μου
δεσποινίς" με είπε ο Ηλίας, είχαν έρθει και οι τρεις για τα βαφτίσια.
Ο Αι Νικόλας στα βράχια
Η βάφτιση
"Ήταν σ' εκείνο το μικρό εκκλησάκι κάτω από το σπίτι
τους, στην παραλία με τα βράχια. Ένα παλιό εκκλησάκι, σχεδόν ερειπωμένο, ο Αι
Νικόλας. Χρόνια αλειτούργητο, έμοιαζε παντέρημο εκεί, πάνω από τα βράχια, σ'
αυτή την παραλία που δεν πήγαινε κόσμος ούτε το κατακαλόκαιρο. Εκεί τη
βαφτίσανε τη Ματούλα, δεν τη βαφτίσανε στην μεγάλη εκκλησία του χωριού, στον
Άγιο Φανούριο.
Η νονά της δεν την είχε ξαναδεί από εκείνες τις πρώτες μέρες της
γέννησης της. Ήταν μικρή κι αυτή, στα 11. Δεν ήξερε πόσο μπορεί ν' αλλάξουν τα
μωρά, πιο πιθανό της φαινόταν να είχαν αλλάξει εκείνο το μαϊμουδάκι και να
πήραν ένα κανονικό μωρό, ήταν πολύ όμορφη η Ματούλα με τα γαλάζια μάτια και τα
ροζ μάγουλα της. Φύσαγε δυνατός αέρας εκείνη τη μέρα, ακούγονταν τα κύματα να
σπάνε στα βράχια και η νονά της τη λυπότανε, γυμνό μωράκι να κλαίει σπαρακτικά
στα χέρια του παπά. Όταν τελειώσανε, ντύσανε το μωρό με το άσπρο φουστανάκι και
το καπέλο του, έριξαν και το παλτό στους ώμους του γιατί έκλαιγε ακόμα και δεν
ήθελε να το φορέσει και την πήρε η νονά της αγκαλιά, για να τους διαβάσει ο
παπάς τις ευχές. Φοβόταν που την κρατούσε, της έμοιαζε εύθραυστη πολύ κι ας
ήταν εύρωστο μωρό. Δεν ήξερε, όμως, πως να την κρατήσει, πως να τη βολέψει στην
αγκαλιά της, παιδί ήταν κι αυτή, με κούκλες έπαιζε ακόμα. Και τότε η Ματούλα,
αποκαμωμένη από το κλάμα, έγειρε το κεφαλάκι της στον ώμο της νονάς της κι αποκοιμήθηκε".
Κοιτάζω τη φωτογραφία μας. Απ'
όταν τη βρήκα, την πήρα απ' το άλμπουμ, την έβαλα στο πορτοφόλι μου και κάθε
τόσο τη βγάζω για τη δω. Η Ματούλα που κοιμάται με το κεφαλάκι ακουμπισμένο
στον ώμο μου κι εγώ που κοιτάζω θυμωμένη τον φακό μην και μου την ξυπνήσουν με
το φλας.
Την πήρα απ' το πορτοφόλι και τη
στερέωσα πλάι στον υπολογιστή για τη βλέπω όπως γράφω. Μικρές κι ανυποψίαστες
που είμαστε κι οι δυο. Νομίζω, όμως, πως τότε ήταν που την αγάπησα, τότε την
ένοιωσα δική μου. Δεν ήταν κούκλα, ένα μωρό ήταν, που έγειρε μ' εμπιστοσύνη
στην αγκαλιά μου και κοιμήθηκε κι εγώ φύλαγα τον ύπνο του μην του τον ταράξουν
Η
βάφτιση
"Όμως καλά έγινε και τη βαφτίσανε στον Αι Νικόλα τη Ματούλα,
αυτή δεν θα μπορούσε να βαφτιστεί αλλού. Είχε πάντα μια σχέση παράξενη μ' αυτό
το εκκλησάκι. Όχι με τη θρησκεία, αν και η μάνα της η κυρά Λένη ήταν πολύ
θρήσκα και την έστελνε από πολύ μικρή στο κατηχητικό, πριν ακόμα πάει στο
σχολείο. Ήταν τότε ο παπα-Στυλιανός, μακρινός συγγενής της κυρα Λένης κι η
Ματούλα όλο στα πόδια του τριγύρναγε. Είχε δει στην τηλεόραση μια ταινία, τις
10 Εντολές με τον Τσάρλτον Ήστον κι έλεγε ότι ο παπα-Στυλιανός ήταν ίδιος ο
Μωϋσής".
Αυτό
το εκκλησάκι είναι και της δικής μου της ζωής κομμάτι, εκεί γνώρισα κι εγώ τον
πρώτο μου έρωτα. Ήταν το Πάσχα του '84 και με είχε πάει στο χωριό ο πατέρας μου
να μείνω για τις διακοπές. Η Ματούλα μεγάλωνε κι εγώ δεν τη χόρταινα, κάθε φορά
που χωρίζαμε δεν έβλεπα την ώρα να την ξαναδώ, τόσο πολύ την αγαπούσα.
Μεγάλη
Δευτέρα απόγευμα φτάσαμε κι η Ματούλα δεν κρατιότανε απ' την ανυπομονησία.
Ήθελε να μου δείξει τον Αι Νικόλα που τον είχαν κάνει ολοκαίνουργιο, μέχρι και
λίγα λουλούδια είχαν φυτέψει στην αυλή.
"Να
δεις το νυχτολούλουδο", μού 'λεγε. "Απ' τη δική μας ρίζα είναι, η
μάνα μου το φύτεψε. Και το γιασεμί, μα αυτό δεν έπιασε ακόμα".
Η
κυρα Λένη μου είχε στύψει μια πορτοκαλάδα και την έπινα, μα η Ματούλα μετρούσε
τις γουλιές μου. "Έλα, τέλειωνε", μου λέγανε τα ματάκια της κι έτρεχε
η γλώσσα της ροδάνι, να προλάβει, να μου τις πει όλες τις πληροφορίες.
"Ο
παπα-Στυλιανός την έχτισε. Και τα αγόρια του, τα ξαδέλφια μου. Όλη μέρα
δούλευαν, πολύ καιρό. Και μετά πήγαν και βοήθησαν όλοι οι χωριανοί. Μέχρι κι οι
γυναίκες βοήθησαν για νά 'ναι έτοιμη η εκκλησία και να λειτουργηθεί το
Πάσχα".
Σκοτώθηκε
με τη μάνα της μέχρι να κάτσει να τη χτενίσει, να της πλέξει τις κοτσίδες.
Έπειτα κατηφορίσαμε για την παραλία, να δούμε τον Αι Νικόλα. Ήταν νωρίς και η
λειτουργία δεν είχε αρχίσει ακόμα.
"Να!
Αυτά είναι τα ξαδέλφια μου".
Κι
έφυγε σα βολίδα για την αυλή της εκκλησίας. Όταν έφτασα κι εγώ και την είδα να
κάθεται στην αγκαλιά ενός αγοριού, βλαστήμησα το πείσμα μου που δεν θέλησα να
ντυθώ λίγο πιο καλά, να περιποιηθώ λίγο τον εαυτό μου. Εκείνα τα χρόνια
σκεφτόμουνα ότι ποτέ δεν θα γίνω όμορφη σαν τη μάνα μου, την ωραία Ελένη που
έλεγε κι η γιαγιά μου. Ψηλή, άχαρη, σαν κρεμάστρα ένοιωθα με τα φουστάνια και
το τζιν δεν το έβγαζα από πάνω μου.
"Αυτός
είναι ο Στέφανος", μου είπε. "Κι ο άλλος, αυτός που μπήκε τώρα στην
εκκλησία, είναι ο Ανδρέας".
Βλέποντας
τους, ένοιωσα σα να με βάλανε τιμωρία. Να βλέπω απ' το παράθυρο το δρόμο, να
θέλω να βγω, να τρέξω, να παίξω και να μη μ' αφήνουν. Δεν είχα όμως και πολλά
περιθώρια, πλησίασα προσπαθώντας να χαμηλώσω, να μικρύνω το μπόι μου και μάζευα
αμήχανα τα μαλλιά μου.
"Έλα
Αντιγόνη", μου είπε ο Στέφανος. "Κάθισε".
Και τραβήχτηκε
λίγο για να μου κάνει θέση στο πεζουλάκι. Μα εγώ περίμενα πως θα μου πει
"Γεια!" Ή "τι κάνεις;" Κι έτσι απάντησα σαν τη χαζή,
"γεια. Καλά"..
Χαμογέλασε.
Ένα καλό χαμόγελο που μ' έκανε να νοιώσω άνετα, να μη ντρέπομαι για τη βλακεία
μου.
Εκείνος
ο Στέφανος, ο πρώτος μου έρωτας, ήταν ένα καλό χαμόγελο. Έτσι τον θυμάμαι
ακόμα. Κι ας μην το ξαναείδα μετά το τέλος των διακοπών εκείνου του Πάσχα.
Ονειρευόμουνα όμως για μήνες εκείνο το μοναδικό, δειλό φιλί μας τη μέρα που
αποχαιρετιστήκαμε.
Ο
έρωτας
"Όταν ήταν μικρή η Ματούλα, όλο στην παραλία με τα βράχια
τριγύρναγε, δεν πήγαινε σχεδόν ποτέ στην άλλη, την καλή την παραλία. Πολλές
φορές τράβαγε και το Στέφανο μαζί της, κι ας ήταν μεγάλος, την αγαπούσε πολύ τη
Ματούλα, δεν της χάλαγε χατίρι. Εκείνος ο Στέφανος ήταν ο πρώτος της έρωτας, ο
παιδικός. Εκείνη, μάλιστα, του είχε πει πως θα τον παντρευτεί. Μια μέρα που της
εξηγούσε γιατί γίνονται ροζ τα σύννεφα την ώρα που δύει ο ήλιος. Είχε μόλις
βγει απ' το μπάνιο κι έκοβε τα νύχια του καθισμένος στο πεζουλάκι της ταράτσας
του σπιτιού του. Του είπε τότε η Ματούλα πως θα τον παντρευτεί, αλλιώς θα πέσει
στη θάλασσα να πνιγεί.
Λίγους μήνες μετά πέθανε ξαφνικά ο παπα-Στυλιανός κι η παπαδιά
πήρε τα παιδιά της και πήγαν στο Ηράκλειο, στο χωριό που ζούσε η οικογένεια
της. Κανείς δεν τους ξανάδε, μαθεύτηκε όμως πως ο Στέφανος μπήκε στη Θεολογική
στην Αθήνα, έγινε καθηγητής και παντρεύτηκε μια χωριανή τους. Κι η Ματούλα δεν
έπεσε στη θάλασσα να πνιγεί.
Ο άλλος ο έρωτας, όμως, για τη Ματούλα ήρθε απ' τη θάλασσα. Είχε
τελειώσει το Λύκειο εκείνο το καλοκαίρι του '97. Ήταν τη μέρα που τέλειωσαν οι
εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και κανονίσανε ένα πάρτι στη θάλασσα, στη μεγάλη
παραλία, πριν σκορπίσουν και χωριστούνε. Όλοι οι συμμαθητές ήτανε, απ' το χωριό
που ήταν το σχολειό τους και από τα γύρω χωριά. Πήγε κι η Ματούλα, αλλά
βαρέθηκε γρήγορα. Τη στεναχωρούσε κιόλας που εκείνη δεν είχε δώσει εξετάσεις,
δεν θά 'χε να περιμένει αποτελέσματα, δεν θά 'φευγε κι απ' το χωριό όλο το καλοκαίρι,
που να πάει, που ν' αφήσει τη μάνα της. Έτσι, νωρίς-νωρίς, έφυγε απ' την παρέα,
πήγε προς το λιμανάκι και σκεφτότανε, να, έτσι θα μείνω κι εγώ, σαν αυτό το
λιμανάκι, θά 'ρχονται οι βάρκες και θα φεύγουν κι αυτό εκεί, πάντα ίδιο,
ακούνητο. Και της ήρθε μια λύπη που την πήραν τα κλάματα. Κάθισε πιο 'κει, στην
αμμουδιά και φαίνεται απ' το κλάμα, απ' την κούραση, έγειρε και την πήρε ο
ύπνος. Όταν ξύπνησε ήταν πια αργά κι έφυγε τρέχοντας για το σπίτι της. Εκεί,
έξω από την είσοδο του μαγαζιού, τον είδε. Πάλευε ν' ανάψει ένα τσιγάρο μα ο
αναπτήρας του δεν δούλευε. Πήγανε μαζί μέχρι το περίπτερο, ο Γιάννης ο
ξενύχτης, έτσι τον λέγανε στο χωριό, μόνο βράδυ τ' άνοιγε το περίπτερο κάθε
καλοκαίρι.
Δεν της φαινόταν καθόλου περίεργο της Ματούλας να τριγυρνάει νυχτιάτικα
μ' ένα παιδί που το μόνο που ήξερε γι' αυτόν ήταν πως τον λένε Αργύρη και πως
έκανε τον γύρο του νησιού με το μηχανάκι του. Αντίθετα, ένοιωσε πάλι πως, στο
τέλος-τέλος, ήταν καλοκαίρι, μια γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά.
Τη ρώτησε μετά ο Αργύρης αν έχει Αλβανούς το χωριό μην του κλέψουν
τα πράγματα απ' το μηχανάκι, τό 'χε αφήσει εκεί, έξω απ' το σπίτι της. Του είπε
η Ματούλα πως έχει ξένους το χωριό, μα αυτοί τους ξέρουν τους χωριανούς και δεν
κλέβουν. Κρύωσε, όμως, μ' αυτή του την ερώτηση. Γύρισε, τότε, ο Αργύρης και της
χαμογέλασε και σκέφτηκε κι αυτή πως έτσι θά 'ναι αυτός ο ταξιδιώτης, ένα
γενναιόδωρο βήμα εμπρός, τρία φοβισμένα βήματα πίσω.
Φτάσανε στο περίπτερο, πήρε μια μπύρα ο Αργύρης γι' αυτόν, η
Ματούλα δεν ήθελε μπύρα και της πήρε ένα παγωτό. Ήταν κουρασμένος, της είπε,
για να συνεχίσει το ταξίδι και ήθελε να κοιμηθεί στο χωριό, αλλά στη μεγάλη
παραλία είχε κόσμο. Ήξερε εκείνη κανένα μέρος ήσυχο; Πήραν τα πράγματα του και
τον πήγε η Ματούλα στην παραλία με τα βράχια, στο εκκλησάκι του Αι Νικόλα.
"Εδώ δεν θα σ' ενοχλήσει κανείς", του είπε.
Κατεβήκανε χαμηλά στα βράχια, καθίσανε και βούτηξαν τα πόδια τους
στη θάλασσα. Της είπε ο Αργύρης πως είναι φοιτητής στο Ρέθυμνο, πρώτο χρόνο, μα
θα δοκίμαζε να πάρει μεταγραφή για την Αθήνα. Είχε, λέει, πιθανότητες, γιατί ο
πατέρας του ήταν ανάπηρος κι ο αδελφός του σπούδαζε στην Πάτρα. Στο μεταξύ
αποφάσισε να κάνει το γύρο της Κρήτης για να τη γνωρίσει πριν φύγει, σίγουρο τό
'χε πως θά 'φευγε.
Ένοιωθε και πάλι λίγο άβολα η Ματούλα. Αταίριαστο της έμοιαζε να
μιλάνε όλο γι' αυτόν και τα σχέδια του. Την κοίταζε, όμως, ο Αργύρης με τα
θαλασσιά του μάτια και χαμογέλαγε κουνώντας τα πόδια του στο νερό. Όχι,
σκέφτηκε τότε η Ματούλα, δεν μου ζήταγε τίποτα, μού 'λεγε απλώς, σαν παιδί ή
σαν ταξιδιώτης, πως θα ήθελε νά 'ναι το ταξίδι του. Μα ένοιωσε και πάλι να την
πνίγει η δική της η μοίρα, ποιο θά 'ναι το δικό της το ταξίδι, ποιος θά 'ναι η
επόμενος δικός της σταθμός;
Σηκώθηκε όρθια.
"Μην ανησυχείς", του είπε. "Όλα θα σου πάνε καλά.
Εγώ, όμως, πρέπει να φύγω τώρα".
Ο Αργύρης της έπιασε το χέρι, σα νά 'θελε να κρατηθεί για να
σηκωθεί κι αυτός. Και την άλλη στιγμή βρέθηκε η Ματούλα στην αγκαλιά του.
Χάσανε για λίγο την ισορροπία τους και γέλασαν αμήχανα. Δεν φοβήθηκε τότε η
Ματούλα, δεν ένοιωσε πως γινόταν κάτι άπρεπο. Ήξερε μόνο, με μια απίστευτη
καθαρότητα, ότι η επόμενη κίνηση της θά 'χε την ακρίβεια της μοίρας, τίποτα
μετά απ' αυτό δεν θά 'ταν ίδιο, όλα θά 'χαν πάρει ένα δρόμο που τίποτα δεν θα
μπορούσε πια να τον αλλάξει. Κι ήθελε τότε να πετάξει σαν τον γλάρο στον
ουρανό, κι ύστερα να βουτήξει στο νερό, κι έπειτα πάλι ψηλά να χαράζει
διαδρομές για κείνη και γι' αυτόν τον ταξιδιώτη που τα χείλια του χάιδευαν
διστακτικά το πρόσωπο της, τα χέρια του σεργιάνιζαν αμήχανα το κορμί της.
"Πάμε από 'κει, πίσω απ' το εκκλησάκι", του είπε.
"Είναι πιο ήσυχα. Εκεί μπορείς μετά και να κοιμηθείς".
Όταν έφυγε η Ματούλα ξημέρωνε πια. Τον άφησε να κοιμάται, πίστευε
πως δεν θα τον ξαναδεί κι είπε, ευχαριστώ Θεέ μου που ήταν έτσι η πρώτη μου
φορά. Όσες φορές κι αν ξαναβρέθηκε στην αγκαλιά του, καμιά δεν ήταν σαν εκείνη
την πρώτη.
Όταν γύρισε στο σπίτι, ο πατέρας της δεν την άκουσε ή κι αν την
άκουσε δεν της μίλησε. Δεν είχε πια ύπνο η Ματούλα και βγήκε στη βεράντα. Εκεί
καθόταν και σκεφτότανε πόσο μεγάλη ήταν αυτή η νύχτα, η πιο μεγάλη νύχτα του
καλοκαιριού. Σε λίγο, μεσ' την ησυχία, άκουσε τη μάνα της να κλαίει σιγανά.
"Μάνα μου… Στρατή μου αδελφέ μου…" Έλεγε. Καιρό είχε να μιλήσει, να
πει έτσι, λέξεις ολόκληρες. Ξαφνιάστηκε η Ματούλα, σηκώθηκε και μπήκε στο
δωμάτιο της, την είχανε πια να κοιμάται μόνη της. Δεν είχε φέξει ακόμα, μόνο το
καντηλάκι πάνω απ' το κρεβάτι της φώτιζε, ήταν και σκοτεινό εκείνο το δωμάτιο.
Την είδε να τραντάζει τα κάγκελα που της είχαν βάλει στο κρεβάτι για να μην
πέφτει. Επίμονα, ρυθμικά, χωρίς θυμό, σα μοιρολόι ή σα νανούρισμα. "Μάνα
μου…" γκλιν, "Στρατή μου…" γκλαν.
Έβγαλε η Ματούλα τα κάγκελα κι έσκυψε και την πήρε αγκαλιά, ήταν
πια ελαφριά σα μωρό. Έριξε τα χέρια της η κυρα Λένη στο λαιμό της κόρης της και
δυνάμωσε το κλάμα.
"Σώπα μάνα", της είπε η Ματούλα. "Σώπα μη μας
ακούσουν".
Κρατώντας της σαν το παιδί στην αγκαλιά της, κατέβηκε προσεκτικά
τις σκάλες, βγήκε στην πίσω αυλή, ο σκύλος γάβγισε λίγο, μα μετά τις γνώρισε κι
ησύχασε. Δεν πήγανε απ' τη μεριά της εκκλησίας, πήγανε απ' τα βράχια. Ακούμπησε
η Ματούλα μαλακά τη μάνα της στην άμμο και τη βοήθησε να κάνει λίγα βήματα. Την
κοίταζε κι η κυρα Λένη μ' εκείνα τα παιδικά της μάτια και πάλευε να κινήσει τ'
αγκυλωμένα πόδια της. Καθίσανε σ' ένα βραχάκι και η Ματούλα την αγκάλιασε, να
νοιώθει τη ζεστασιά της μάνας της μα να τη στηρίζει κιόλας να μην πέσει.
"Μάνα, θέλω να φύγω" της έλεγε. "Θα πεθάνω άμα δεν φύγω, δεν
ήμουνα εγώ για τα εύκολα και τα νοικοκυρεμένα, πως θα τ' αντέξω σ' όλη τη ζωή
μου;" Την κοίταζε στα μάτια η κυρα Λένη όσο της μίλαγε. Της χαμογέλαγε μ'
εκείνο το χαμόγελο της σαν του μωρού κι έκανε "ναι" με το κεφάλι.
Κάτι προσπαθούσε να της πει κάπου-κάπου, μα βγαίνανε σκόρπιες οι συλλαβές.
"Τι είναι μάνα; Τι θες να μου πεις;" Της έλεγε η Ματούλα και της
χάιδευε απαλά τις πλάτες, μόνο κόκαλα έπιανε κάτω απ' το άσπρο νυχτικό
Ίσως ο Αργύρης να κοιμόταν λίγα μέτρα πιο 'κει, ίσως και νά 'χε
κιόλας φύγει, αυτές οι δυο καθόταν εκεί και κοιτούσαν τη θάλασσα. Όταν γυρίσανε
στο σπίτι είχε ξημερώσει για καλά, ο πατέρας της είχε ήδη φύγει. Τη βόλεψε η
Ματούλα τη μάνα της στο κρεβάτι κι έπειτα έπεσε κι αυτή να κοιμηθεί. Όλο εκείνο
το καλοκαίρι του '97, το τελευταίο καλοκαίρι της κυρα Λένης, την πήγαινε συχνά
η Ματούλα στη θάλασσα. Πριν ξημερώσει. Μόνες, οι δυο τους. Κανείς δεν τό 'ξερε.
Κι αν τό 'ξερε κανείς δεν της τό 'πε"..
Σκέφτομαι…Αν
κάποτε περνούσα απ' το χωριό της Ματούλας. Τυχαία, χωρίς να το γνωρίζω, μικρό
χωριό είναι, δεν τό 'χουν οι τουριστικοί οδηγοί. Και τύχαινε να μπερδευτώ. Ή
για κάποιο άλλο λόγο να κατεβώ στην παραλία με τα βράχια - παράξενο θά 'ταν
γιατί κανείς δεν πάει προς τα εκεί. Θα σταματούσα άραγε να κοιτάξω τον Αι
Νικόλα, να μπω στην αυλή του, να καθίσω στο πεζουλάκι, να μυρίσω το γιασεμί; Θα
πήγαινα μετά να βρω ένα μονοπάτι μεσ' τα βράχια, αυτό που έπαιρνε η Ματούλα, να
μπω κι εγώ από 'κει στη θάλασσα;
From:
stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Re: η ζωή μας σα θάλασσα
Date:
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 1998 02.35
Γεια σου Αντιγόνη. Φυσικά και τη θυμάμαι τη
Ματούλα, δεν υπάρχει λόγος να υποθέτεις και να θυμώνεις. Ερχόταν κάθε μέρα στο
γυρίσματα της ταινίας εκείνες τις 3-4 μέρες που μείναμε στο χωριό της. Κι όταν
δεν είχαμε γύρισμα το βράδυ, πηγαίναμε στο μαγαζί τους και καθόμαστε μέχρι
αργά. Πως, λοιπόν, να μην την θυμάμαι; Δεν σας είχα συνδέσει, όμως, αν κι εκείνη
μίλαγε συνέχεια για τη νονά της, την Αντιγόνη. Αλλά εμείς οι δυο είχαμε
συναντηθεί τόσο λίγο, που για μένα σχεδόν δεν είχες ταυτότητα, ήσουνα ακόμα η
κοπέλα της παραλίας. Μάλιστα δεν είχα καταλάβει ότι είσαστε τόσο στενά δεμένες.
Αντίθετα, νόμιζα ότι είχατε χρόνια να συναντηθείτε, έτσι τουλάχιστον έλεγε η
Ματούλα που ρωτούσε αν θα ξανάρθεις για τα γυρίσματα.
Ήταν γλυκό κορίτσι, με χιούμορ. Θυμάμαι,
της λέγαμε ότι με τόσο όμορφα μάτια και μαλλιά θά 'πρεπε να τη βάλει η Ρουμπίνη
σε καμιά σκηνή. Κι εκείνη απαντούσε, "ναι, αλλά μόνο πορτραίτο, γιατί,
έτσι όπως είμαι γερή κατασκευή, δεν θα χωράω ολόκληρη στο πλάνο". Ήταν
ψηλό κορίτσι και γεροδεμένο, αλλά δεν είχα ξαναδεί γυναίκα τόσο συμφιλιωμένη με
το σώμα της, έμοιαζε να γλιστράει στο χώρο, οι κινήσεις της ήταν σχεδόν
χορευτικές. Λυπήθηκα στ' αλήθεια που πέθανε, μη μου το καταλογίζεις κι αυτό.
Απλώς είχα τα δικά μου προβλήματα εκείνη την εποχή, μου προκαλούν κι αμηχανία
αυτές οι καταστάσεις, έμοιαζες κι εσύ να είσαι χάλια, δεν ήξερα τι να σου πω.
Γιατί κάθε φορά θα πρέπει να βρίσκουμε λόγους να παρεξηγιόμαστε;
Άρχισα να διαβάζω ένα καταπληκτικό βιβλίο.
Είναι παλιό, του Οκτάβιο Πας, δεν ξέρω αν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά,
"Ο λαβύρινθος της μοναξιάς" λέγεται. Διάβασε το αν σου τύχει, κατά
ένα ανεξήγητο τρόπο μοιάζει να περνάς κι εσύ τώρα τη φάση της ενηλικίωσης σου,
κάποια κομμάτια θά 'ναι σα να μιλάνε για σένα. Πάω να ξαπλώσω και να συνεχίσω
το διάβασμα. Σε φιλώ και περιμένω να μου γράψεις ότι ξανάρχισες να πετάς
ανάλαφρη, όπως τότε που σε γνώρισα. Αλέξανδρος.
Αντί να με ηρεμήσει, με θύμωσε πολύ
αυτό το γράμμα. Μου φάνηκε σα να υπονοούσε πως είμαι υπερβολική στο πένθος μου
για τη Ματούλα και να μου καταλόγιζε ευθύνες που είχαμε χρόνια να συναντηθούμε
κι εκείνη με αναζητούσε. Κι έπειτα πότε πέταγα ανάλαφρη και δεν τό 'ξερα;
Δεν
φταίει όμως αυτός. Εγώ τον έβαλα στη ζωή μου, στις αναμνήσεις μου, σα νά 'ναι ο
πρώτος αναγνώστης του βιβλίου που δεν έχω ακόμα γράψει. Κι έπειτα θυμώνω κιόλας
μαζί του που δείχνει ανίκανος να παρακολουθήσει τη συνέχεια, να γίνει συμμέτοχος
σε ιστορίες που δεν ξέρει και που δεν του ανήκουν. Έπαιξα με τη φωτιά, μα όχι
όπως το εννοούσε η Ρουμπίνη. Γιατί δεν την κόβω πια αυτή την ιστορία αφού το
βλέπω ότι πήγε στραβά, ότι δεν τραβάει άλλο;
Να
πάρω και τον Ηλία αργότερα για να του πω ότι δεν τ' αντέχω πια αυτό το πρωινό
ξύπνημα, κάθε μέρα στις 3 το πρωί. Να μάθω νέα και για το Στάθη. Πέρα από την
ηλεκτρονική, είναι και οι πραγματικές σχέσεις που πρέπει να τις φέρω κι αυτές
βόλτα. Το Στάθη ούτε στο τηλέφωνο δεν τολμάω να τον πάρω, ούτε στα τηλεφωνήματα
του δεν απαντώ, είναι καιρός τώρα που τη φωνή του την ακούω μόνο στον
τηλεφωνητή μου. Σε λίγες μέρες όμως, θα πρέπει να τον δω, όπου και να κρυφτώ,
αυτό δεν το γλυτώνω. Και είναι ακόμα πιο πολλές οι φορές που νομίζω πως θέλω
στ' αλήθεια να κρυφτώ μεσ' τις σελίδες του βιβλίου μου.
Το ταξίδι
"Η νονά της Ματούλας της έφερνε κάθε χρόνο την καινούργια της
τσάντα. Λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία. Εκείνη τη χρονιά την τσάντα την έφερε ο
νονός της, η κόρη του είχε φύγει πια, ήτανε στην Αθήνα. Δεν ερχόταν συχνά ο
νονός της Ματούλας στο χωριό. Εκείνη τη φορά όμως ήρθε για να της φέρει την
τσάντα και μια τεράστια κασετίνα με κάθε τύπου στυλό και μολύβια. Σκεφτότανε
μετά η Ματούλα, ποιος να τα διάλεξε, ποιος να σκέφτηκε νά 'ναι τόσα πολλά και
διαφορετικά μεταξύ τους, τόσο που να μαγεύουν ένα παιδί. Νά 'σκυψε ο ίδιος πάνω
από έναν πάγκο χαρτοπωλείου και να έλεγε, "αυτό. Και δυο από τα άλλα, τα
μπλε. Κι αυτούς τους μαρκαδόρους. Σ' όλα τα χρώματα", μέχρι που γέμισε η
κασετίνα;
Ο νονός της της φαινόταν απόμακρος, την εντυπωσίαζε κι έτσι ψηλός
κι αδύνατος που ήταν. Άργησε πολύ να τον πλησιάσει. Όταν ήταν μικρή έλεγε πως ο
νονός της είναι ο Μάνος Κατράκης, γι' αυτό τον λένε Μάνο κι όχι Μανόλη. Και πως
όταν δεν παίζει στο σινεμά είναι μπαμπάς της νονάς της και γιατρός στα Χανιά.
Όταν έφτασε εκείνη τη μέρα στο χωριό, η Ματούλα έπαιζε κουτσό στο
πεζοδρόμιο έξω απ' το μαγαζί. Τότε ακόμη ο πατέρας της ούτε που το σκεφτόταν να
της ζητήσει να τους βοηθήσει, ούτε για μια ώρα δεν την άφηνε στο μαγαζί.
"Το παιδί έχει διαβάσματα", έλεγε, κι ας ήτανε εκείνη όλη μέρα μεσ'
τους δρόμους. Έτσι, άκουσε αμέσως τ' αυτοκίνητο του, δεν μπερδεύεται κι ο
θόρυβος, ένα παλιό, κίτρινο φόλκσβάγκεν ήταν. "Δεν
έχει λεφτά ο νονός να πάρει καινούργιο αυτοκίνητο;" Έλεγε στη μάνα της, κι
αυτή την απειλούσε ότι θα την ξεμαλλιάσει αν τον ρώταγε. Κοίταγε, όμως, η
Ματούλα πάντα με μεγάλο ενδιαφέρον πως κατάφερνε να ξεδιπλώσει ο νονός της και
να βγει από ένα τόσο μικρό αυτοκίνητο. Έτσι και τότε. Κρατούσε και τη σακούλα
με την τσάντα της, είχε απομείνει και τον κοίταζε μέχρι που την ξάφνιασε η φωνή
της μάνας της.
"Καλώς τον κουμπάρο. Φίλησε το χέρι του νονού σου
Ματούλα!" Και την έσπρωξε προς το μέρος του.
Εκείνος χαμογέλαγε πάντα αμήχανος και προλάβαινε να την αγκαλιάσει
πριν εκτελέσει την εντολή της μάνας της. "Δεν πειράζει, δεν
πειράζει", έλεγε.
Με τον ξάδελφο του το Μανούσο, δεν είχανε ακόμα πολλά-πολλά. Ίσα
τα τυπικά που λέγανε, σα νά 'τανε κι οι δυο αμήχανοι. Μια παλιά ιστορία υπήρχε
απ' τη χούντα κι έκτοτε έκαναν χρόνια να μιλήσουν, όταν έμεινε έγκυος η κυρα
Λένη ξαναβρεθήκανε. Με την κυρα Λένη, όμως είχε άλλη σχέση. Μιλούσαν με τις
ώρες κι ήταν ο μόνος που τη φώναζε Ελένη κι όχι Λένη ή Λενιώ.
Καθίσανε στην πίσω αυλή, "έλα να τα πούμε πριν έρθει ο
Μανούσος", της είπε. Κι εκείνη έλυσε την ποδιά κι ούτε καφέ δεν τού 'ψησε.
Ήθελε κι η Ματούλα ν' ακούσει τι θα λέγανε πριν έρθει ο πατέρας της, μα η κυρα
Λένη την έδιωξε, "πήγαινε να δεις την τσάντα σου, να βάλεις μέσα και τα
βιβλία", της είπε. Κι ο νονός της χαμογελούσε μ' εκείνο το απόμακρο χαμόγελο
του.
"Τι μαθαίνεις απ' την κοπελιά στην Αθήνα;"
Μόνο αυτό πρόλαβε ν' ακούσει ανεβαίνοντας τις σκάλες. Όταν έφυγε ο
νονός της, έτρεξε στη μάνα της.
"Τι κάνει η νονά μου; Ακόμα θά 'ναι στην Αθήνα;"
Η κυρα Λένη έστρωνε τραπέζι εκείνη την ώρα, μόλις που είχε έρθει
κι ο άντρας της απ' το χωράφι και πλενόταν.
"Εσύ να σιωπάς", της είπε. "Καλά είναι η νονά σου,
γιατί να μην είναι καλά;"
"Δεν σου είπα πως δεν είναι καλά", άρχισε να λέει η
Ματούλα, μα εκείνη την ώρα μπήκε ο πατέρας της στην κουζίνα.
"Μόνο του άφησες το μαγαζί βρε αθεόφοβη γυναίκα τόσες
ώρες;"
"Σώπα τώρα κι εσύ. Στην πίσω αυλή καθόμουνα με τον κουμπάρο,
τον ξάδελφο σου. Αν έμπαινε κανείς θα τον έβλεπα".
"Εμένα μου λες! Θα τον έβλεπες απ' την πίσω αυλή. Και τι
ήθελε ο ξάδερφος μου; Πως και μας καταδέχτηκε;"
"Να μη μιλάς έτσι μπροστά στο παιδί! Την τσάντα του μας
έφερε. Την έστειλε η νονά του απ' την Αθήνα".
Ψέματα ήταν. Τις είχε δει η Ματούλα τις ταμπελίτσες και τη
σακούλα, απ' τα Χανιά ήταν αγορασμένα. Μα δεν μίλησε μήπως και συνεχίζανε τη
συζήτηση για τη νονά της, τη μπέρδευε αυτό το μυστήριο, σα νά 'ταν άρρωστη ή νά
'χε πάθει κάτι κακό και δεν έπρεπε να μιλάνε για κείνη. Δεν είπαν, όμως, τίποτα
άλλο. Η κυρά Λένη ήταν ολιγόλογη, δεν έβγαζες άκρη μαζί της. Τον πατέρα της
έπρεπε να ρωτήσει η Ματούλα, τι έγινε η νονά της, γιατί έφυγε, γιατί δεν
μιλάγανε πια για κείνη.
Κατέβηκε το βράδυ, την ώρα που ο πατέρας της έκλεινε το μαγαζί.
"Μπαμπά γιατί έφυγε η νονά μου;"
"Πήγε στην Αθήνα. Σ' ένα φίλο του ξαδέλφου μου που έχει κι
αυτός μια κόρη. Τους ξέρω, καλοί άνθρωποι είναι".
"Δεν ρωτάω αυτό. Ρωτάω γιατί έφυγε; Τι έγινε και έφυγε;"
"Τίποτα δεν έγινε. Στεναχωρημένη ήτανε, λέει. Τα νεύρα της
την πειράξανε, ε, τα έχουν αυτά τα νέα κορίτσια. Μετά παντρεύονται και
φτιάχνουν".
Διάλειμμα.
Όταν
ήμουνα μικρή ήθελα να ζωγραφίσω μια πεταλούδα πάνω στο κίτρινο φόλκσβάγκεν. Αν
ήταν τ' αυτοκίνητο της μαμάς, εκείνη θα με άφηνε, θα με βοηθούσε κιόλας. Όμως η
μαμά είχε το δικό της αυτοκίνητο, ένα μπορντό ντε σεβώ που δεν του ταίριαζαν οι
πεταλούδες. Το κίτρινο φόλκσβάγκεν του μπαμπά συμπλήρωνε για χρόνια την εικόνα
του. Το έχει ακόμα αυτό τ' αυτοκίνητο, μεσ' το γκαράζ το έχει και στέκεται, δεν
το πούλησε ούτε όταν αγόρασε άλλο. Το κίτρινο φόλκσβάγκεν ήταν το πρώτο τους
αυτοκίνητο, μ' αυτό έκαναν το γαμήλιο ταξίδι. Στην Ιταλία, στη Ρώμη. Έμεναν στο
σπίτι ενός φίλου τους φοιτητή, στην Πιάτσα Μπολόνια. Εκεί τους βρήκε η
δικτατορία του ’67 και το ταξίδι του μέλιτος κράτησε μήνες, φοβόταν να γυρίσουν
πίσω λόγω του πατέρα.
***
"Αντιγόνη,
εγώ είμαι, ο πατέρας σου".
Το
έμαθε κι αυτό ο πατέρας μου. Πως τώρα πια, όταν θέλει να μιλήσει με την κόρη
του, θα πρέπει πρώτα να πει στον τηλεφωνητή ποιος είναι.
"Έλα
μπαμπά! Δούλευα και δεν σήκωνα το τηλέφωνο, είχα βάλει τον τηλεφωνητή…"
"Μήπως
θέλεις να τα πούμε άλλη ώρα;"
"Όχι!
Αντίθετα, δεν μπορούσες να βρεις καλύτερη ώρα. Σε σκεφτόμουνα…"
"Μου
τηλεφώνησε η Άννα. Φαίνεται ότι έρχεται ο Στάθης απ' το Λονδίνο. Αυτές τις
μέρες έρχεται, απ' ό,τι κατάλαβα".
"Η
Άννα είναι η γνωστή ανακατωσούρα. Το ξέρω πως έρχεται ο Στάθης. Έρχεται με τη
φίλη του κι αν η Άννα δεν είναι πάλι σε παραλήρημα, φαίνεται ότι πρόκειται να
γίνει πατέρας, η φίλη του είναι έγκυος".
"Μήπως
θέλεις νά 'ρθω στην Αθήνα;"
Μ'
έπνιξε ένα κύμα νοσταλγίας. Για κάτι απροσδιόριστο μα αναμφίβολα χαμένο, σα να
γινόταν πάλι τα πράγματα σε λάθος χρόνο.
"Γιατί
βρε μπαμπά; Γιατί το κάνουμε ολόκληρο δράμα; Θα κανονίσουμε το διαζύγιο, ούτε
οι πρώτοι είμαστε, ούτε οι τελευταίοι που χωρίζουν".
Δεν
αναγνώρισα κι εγώ η ίδια τη φωνή μου, σα να μη μίλησα εγώ.
"Δεν
σ' έχω ξανακούσει έτσι αποφασιστική…"
Περισσότερο
το ένοιωσα παρά το άκουσα τ' αμήχανο γέλιο του. Και δεν ξέρω γιατί, θυμήθηκα
ξαφνικά τη μέρα που κατάφερα να κολυμπήσω μόνη μου. Καθόταν στην παραλία,
όρθιος και με κοίταζε χαμογελώντας. Κι όταν άρχισα να φωνάζω "μπαμπά, δες,
κολυμπάω" και τότε βούλιαξα και ξαναβγήκα βήχοντας απ' το νερό που είχα
πιει, "πρόσεχε", μου είπε μόνο, με το ίδιο πάντα χαμόγελο, χωρίς να
κουνηθεί απ' τη θέση του.
"Αν
καταφέρω να πάρω καμιά μέρα άδεια απ' το περιοδικό, λέω νά 'ρθω εγώ στα Χανιά…
Θέλω να σε δω, όλα αυτά τα χρόνια βλεπόμαστε τόσο λίγο".
Μου
έχεις λείψει, πήγα να του πω, αλλά δεν τό 'πα τελικά. Δεν ήξερα κι αν ήταν στ'
αλήθεια αυτό που ήθελα να του πω. Τώρα το γέλιο του το άκουσα καθαρά. Σιγανό.
Και μετά ένας βήχας, σαν κάτι να του γαργάλισε το λαιμό.
"Κι
εγώ θέλω να σε δω".
"Μπαμπά,
τι μου είχες πει ότι σου είπε η Ματούλα όταν ήρθε να κάνει τις εξετάσεις για να
δει αν είναι έγκυος; Φοβάμαι νονέ. Το νοιώθω πως κάτι με τραβάει και δεν μπορώ
ν' αντισταθώ, έτσι σου είπε;"
"Ναι.
Νομίζω έτσι μου είχε πει. Ήταν και προχωρημένη η εγκυμοσύνη, θα πρέπει να τό
'χε καταλάβει κι από μόνη της. Αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί το καημένο το
κορίτσι".
"Πιστεύω
να τα καταφέρω να έρθω για τα Χριστούγεννα".
"Νά
'ρθεις κυρά μου. Όποτε θέλεις. Θα σε περιμένω".
Κι
εγώ θα σε περιμένω. Αλλά δεν του τό 'πα ούτε αυτό, θά 'ταν παράλογο. Και γύρισα
πάλι στο βιβλίο μου. Αυτές τις μέρες συμβαίνει σχεδόν πάντα. Μπροστά στο
ανοιχτό αρχείο με το βιβλίο της Ματούλας κι ενώ προσπαθώ να βρω την επόμενη
φράση, με κατακλύζουν μνήμες, εικόνες απ' τη δική μου τη ζωή, σα νά 'ταν εκεί
μέσα κρυμμένες, στην ιστορία της Ματούλας κι εγώ, σιγά-σιγά, να τις βγάζω στο
φως. Και τον πατέρα μου. Σα να τον ανακαλύπτω μέσα απ' τις διηγήσεις μου κι
έπειτα σα να ξαφνιάζομαι που ο νονός της Ματούλας είναι ο πατέρας ο δικός μου.
Το πετρωμένο καράβι
"Λίγες βδομάδες πριν πεθάνει
η κυρα Λένη, έπιασε ο Μανούσος και της έφτιαξε μια αυτοσχέδια πολυθρόνα με
ροδάκια. Ήταν από κείνες τις πλαστικές, μια σε χρώμα έντονο φούξια της βάλανε
γιατί της άρεσε κι από πριν, εκεί έμενε το μάτι της. Και φτιάξανε στο
ποδηλατάδικο ένα σύστημα με ροδάκια. Δυο σίδερα χιαστί ήταν που τα κάρφωσαν στα
πόδια της πολυθρόνας κι έβαλαν τα ροδάκια. Η κυρα Λένη ήταν πια ελαφριά σαν
πούπουλο κι όταν την καθίζανε στην πολυθρόνα έπρεπε να βάζουνε κι ένα στήριγμα
μπροστά για να μην πέφτει, όπως στα παιδικά καθισματάκια. Ήταν πια σαν τα μωρά,
δεν μπορούσε να στερεωθεί μόνη της, έγερνε και γινόταν ένα κουβάρι. Την έβγαζε
η Ματούλα κάθε μέρα στη βεράντα με την πολυθρόνα της. Στην πίσω βεράντα την
έβγαζε, σ' αυτήν που έβλεπε στην παραλία με τα βράχια και το εκκλησάκι του Αι
Νικόλα.
Είχε ένα βράχο μεγάλο. Εκεί που η θάλασσα βαθαίνει πολύ, στην
είσοδο περίπου του κόλπου Η κυρα Λένη έλεγε ότι ήταν πετρωμένο καράβι πειρατών.
Είχαν πάει, λέει, να λεηλατήσουν τον Αι Νικόλα, αυτό το εκκλησάκι είναι πολύ
παλιό. Κι ο Αι Νικόλας τους τιμώρησε και πέτρωσε το καράβι τους. Ήταν και
κάποιος που δεν το πίστευε και μπήκε με τ' άλογο του στη θάλασσα να κολυμπήσουν
μαζί μέχρι το βράχο για να δει σημάδια απ' το θαύμα. Και πνίγηκαν. Κι αυτός και
τ' άλογο.
Την έλεγε ακόμα αυτή την ιστορία, η τελευταία ιστορία που τους
έλεγε ήταν ενώ είχε ήδη αρχίσει η αρρώστια της, Κι όταν τη ρώταγε κανείς, τι
ήθελε κι αυτός να μπει στη θάλασσα με τ' άλογο του, εκείνη τού 'λεγε,
"έτσι ήθελε να πάει. Γούστο του θα γίνεις;" Κι ο Μανούσος την κορόιδευε ακόμη, πάντα την κορόιδευε όταν έλεγε
αυτή την ιστορία. "Δεν τα λες καλά κυρά Λένη", της έλεγε. "Τύφλα
στο μεθύσι ήταν το ξαδερφάκι σου, όλη μέρα έπινε τσικουδιές και μετά ήθελε,
λέει, να κολυμπήσει τ' άλογο και τό 'βαλε στη θάλασσα. Μπροστά ήμουνα όταν τό
'λεγε. Κι άφησε τη γυναίκα του λεχώνα και το μωρό στη ρώγα. Αμαρτία μεγάλη.
Αυτή ήταν η αμαρτία, όχι που δεν πίστευε στο θαύμα του Αι Νικόλα". Μα η
κυρα Λένη δεν θύμωνε, ήταν πια σα να μην άκουγε. "Εγώ θα σου πω τι
έγινε", έλεγε. Κι άρχιζε την ιστορία απ' την αρχή, απ' τους πειρατές.
Δεν έλεγε τώρα πια ιστορίες για το πετρωμένο καράβι, μα κάθε που
τη βγάζανε στην πίσω βεράντα, κάρφωνε τα μάτια της στο βράχο και τ' άφηνε
ακίνητα κι αυτά να τον κοιτάνε. Όλη την ώρα που έμενε στη βεράντα, μέχρι που
γύρναγε ο ήλιος και την έβαζαν πάλι στο δωμάτιο της.
Εκείνο το καλοκαίρι ο
Μανούσος δεν δούλευε πολύ στα χωράφια. Είχε βρει κάτι Αλβανούς, δεν είχε και
πολλές δουλειές, μετά την αρρώστια της γυναίκας του είχε καταπέσει, δεν τον
ενδιέφεραν πια τα χωράφια. Καθόταν, λοιπόν, αυτός στο μαγαζί κι η Ματούλα έμενε
ώρες πολλές επάνω, στο σπίτι. Διάβασε πολλά βιβλία εκείνο το καλοκαίρι.
Σκεφτότανε, εγώ δεν θα μπορέσω να σπουδάσω, να δεις που είχε δίκιο η μάνα μου
κι εγώ της θύμωνα, ένα καλό παιδί, να κάνω οικογένεια, να πάρω το δρόμο του
Θεού.
Τον Αργύρη τον θυμόταν κάπου-κάπου, μα σα νά 'ταν όνειρο, σα να
τον είχε δει στον ύπνο της. Κι ούτε περίμενε πως θα ξαναγυρίσει. Μα τέλειωνε πια
ο Αύγουστος και τη Ματούλα δεν τη χωρούσε ο τόπος. Με το που έπεφτε ο ήλιος κι
ερχόταν κι η θεια της η Βαγγελιώ να βλέπει τη μάνα της, έπαιρνε τους δρόμους
και γύρναγε αργά τη νύχτα στο σπίτι. Είχε αγοράσει ένα ποδήλατο εκείνο το
χρόνο, τριγύρναγε λοιπόν μέχρι τα γύρω χωριά με το ποδήλατο της. Ανησυχούσε ο
πατέρας της και πήγαινε να τη ρίξει στο φιλότιμο, "θα νομίζουν πως
ετροζάθηκες παιδί μου. Τ' όνομα θα σου βγάλουν στα χωριά". Μα τό 'νοιωθε
κι αυτός πως ήτανε σαν την πνιγμένη, πως θά 'σκαγε αν της έλειπε ο αέρας.
Μπορεί και νά 'χε μετανιώσει που την αποπήρε έτσι όταν του είπε ότι ήθελε να
σπουδάσει κινηματογράφο. Μόνο που τότε νοιώθανε κι οι δυο πως τη ζωή τους δεν
την ορίζανε, δεν ήταν για να κάνουν σχέδια. Κι ο Μανούσος νόμιζε πως θα πέθαινε
αν τού 'φευγε τότε η κόρη του. Αφήνανε, λοιπόν, τις μέρες να περνούν, να φύγει
το καλοκαίρι και μετά θα βλέπανε".
Ακόμα προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν αναζήτησα
τότε τη Ματούλα, παρόλο που βρέθηκα δυο τρεις φορές στα Χανιά για τα γυρίσματα
της ταινίας. Πάντα ήμουνα υπερβολική μαζί της, υπερβολική στην εγγύτητα,
υπερβολική στην απομάκρυνση, σα διχασμένη στην υπερβολή μου. Όταν είμαστε
μικρές, αυτό δεν το καταλάβαινα. Μακάρι νά 'μουνα πιο ισορροπημένη απέναντι της
κι ας την αγαπούσα λιγότερο. Και τον πατέρα μου τον είδα πολύ λίγο εκείνο το
καλοκαίρι, στα Χανιά σχεδόν δεν έμεινα καθόλου, περαστική ήμουνα κι από 'κει.
Τη Ματούλα, όμως, τη σκεφτόμουνα πολύ. Μια απροσδιόριστη συνενοχή ένοιωθα πως
μ' έδενε μαζί της, μα ταυτόχρονα μ' εμπόδιζε να πάω να τη βρω, να πάω να ενώσω
τα κομμάτια της ζωής μου. Δεν μπορούσα, όμως, τότε να μαντέψω πως τέλειωνε και
το δικό της το ταξίδι. Νόμιζα πως είχαμε ακόμα χρόνο, σκεφτόμουνα πως κάποια
μέρα θα καθίσουμε πάλι μαζί στην παραλία με τα βράχια και τότε θα μπορέσω να
της πω, δεν σ' εγκατέλειψα ποτέ Ματούλα. Μόνο που έγινε μετά μακρύς ο δρόμος
για νά 'ρθω να σε βρω κι εμένα μου έλειπε τότε η δύναμη. Κι ας σ' αγαπούσα
τόσο, πως θα μπορούσα να μη σ' αγαπώ;
"Η
μαμά μου ήταν αλλιώτικη απ' όλες τις μαμάδες", έλεγα στη γιαγιά μου την
Αριάδνη. Για καιρό μετά το θάνατο της μητέρας μου δεν μπορούσα να κοιμηθώ μόνη
μου, με πήρε λοιπόν η γιαγιά μου στο δικό της δωμάτιο. Στο κάτω πάτωμα ήταν,
ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο με μπαλκονόπορτα που έβγαζε κατ' ευθείαν στο πίσω μέρος
της αυλής. Τα βράδια, όταν δεν έκανε πολύ κρύο, βγαίναμε στην αυλή, ξαπλώναμε
στις πολυθρόνες που είχαμε εκεί, κι άκουγα τη γιαγιά μου να μου λέει ιστορίες
μέχρι να νυστάξω. Όταν κρυώναμε, μπαίναμε μέσα, καθόμαστε δίπλα στη
μπαλκονόπορτα και συνέχιζε η γιαγιά μου τις ιστορίες, το ήξερε πως ήθελα άπλα,
ανοιχτό ορίζοντα για να τρέχει η φαντασία μου κι ας ήταν σκοτάδι.
"Νάνι
του Ρήγα το παιδί, του βασιλιά τ' εγγόνι…". Πως το θυμήθηκα τώρα; Η μαμά
μου με νανούριζε με τραγούδια του Χατζηδάκι κι ένα της Τζόαν Μπαέζ, δες που δεν
καταφέρνω να το θυμηθώ. "Κανείς δεν μπορεί να είναι σαν τη μαμά σου.
Κοιμήσου τώρα, εγώ θα σου πω ένα άλλο τραγουδάκι…" Μου έλεγε η γιαγιά μου.
"Μαμά, γιατί μπαίνεις με τα ρούχα στη
θάλασσα; Με το όμορφο άσπρο φουστάνι σου;"
"Έλα κι εσύ
Αντιγόνη. Είναι όμορφα. Έλα να κολυμπήσουμε μαζί".
"Δεν μπορώ μαμά.
Τι είναι αυτό που έχει επάνω η θάλασσα; Σαν κρούστα είναι. Δεν μ' αφήνει να μπω
στο νερό. Έλα να με πάρεις. Πως μπήκες εσύ; Μαμά θέλω να κολυμπήσω κι εγώ αλλά
δεν μπορώ, δεν μ' αφήνει αυτό το πράγμα, έλα να με πάρεις, μαμά, έλα να με
πάρεις, μην πηγαίνεις στα βαθιά, πως θα σε φτάσω…"
Πόσον
καιρό είχα να ονειρευτώ τη μητέρα μου. Αυτός ο δεύτερος πρωινός ύπνος όλο
εκπλήξεις κρύβει. Τι παράξενο και μ' αυτό τον εφιάλτη, να μη μπορώ να μπω στη
θάλασσα στα όνειρα μου, ούτε μια φορά. Να λαχταράω και να μη μπορώ να μπω. Τη
τελευταία φορά, χάθηκε η θάλασσα κι έγινε μια τσιμεντένια στέρνα με μια πιθαμή
νερό στον πάτο. Ήταν τότε με το τρακάρισμα, στο νοσοκομείο ήμουνα ακόμα.
Όχι
μικρέ, γαλάζιε φοιτητή μου. Δεν πετάω ανάλαφρη. Βαρίδια με τραβάνε προς τα κάτω
και δεν ξέρω τι είναι.
From:anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
… κάτι με τραβάει …
Date:
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 1998 12.18
Γεια σου Αλέξανδρε. Όλο εκπλήξεις είσαι.
Δεν λέω για τη Ματούλα αλλά για μένα. Που πέταγα ανάλαφρη. Πότε; Όταν ήμουνα η
"κοπέλα της παραλίας" ή κατά την περίοδο του θερινού ειδυλλίου; Τέλος
εποχής, φίλε μου. Ξεπούλημα. Απίστευτες ευκαιρίες. Τ' αφεντικό τρελάθηκε και τα
χαρίζει όλα. Βαρίδια έχω στα πόδια που δεν μ' αφήνουν να πετάξω. Λέω να φύγω σε
λίγο καιρό, να πάω στα Χανιά, στον πατέρα μου. Μεσ' τις αποσκευές μου θα
κουβαλάω κι εσένα. Για καλό μου ή για κακό μου, θα σεργιανάς μαζί μου στις
παιδικές μου γειτονιές, θ' ακούς το κύμα να σπάει στα βράχια, θα ξεπροβάλεις
από παντού κι απ' τις σελίδες του βιβλίου μου. Λοιπόν,
μην το παλεύουμε άλλο μέσα από φιοριτούρες και γιρλάντες από λέξεις. Το βιβλίο
του Οττάβιο Πας τό 'χω διαβάσει, ίσως περνάω στ' αλήθεια μια φάση ενηλικίωσης,
αλλά σ' αυτή τη φάση νοιώθω τρελά ερωτευμένη μαζί σου. Άναυδος; Εντάξει. Αλλά
τουλάχιστον μη μου γράφεις βλακείες. Και κυρίως μην ξανακάνεις reply to author.
Για κανένα λόγο. Δεν είναι κόπος να γράψεις τη διεύθυνση μου. Αυτά. Αντιγόνη.
Το
είχα ήδη μετανιώσει καθώς έβλεπα στον υπολογιστή τη μπάρα που έδειχνε πως το
e-mail έφευγε, πήγαινε στον προορισμό του, απίστευτο μου φαινόταν αυτό που
έκανα. Όμως έγινε, δεν πρόλαβα να το διορθώσω, θα πρέπει λοιπόν να τους κόψω
αυτούς τους ενδιάμεσους ύπνους, με κάνουν να χάνω κάθε έλεγχο όταν ξυπνάω.
Κοιτούσα
ακόμα σαν ηλίθια τον υπολογιστή όταν χτύπησε το τηλέφωνο.
"Αντιγόνη!
Ψάχνω για την ατζέντα μου. Σ' εσένα την άφησα;"
"Μεταβίβαση
σκέψης, θα σ' έπαιρνα κι εγώ τώρα. Ρουμπίνη, μπορώ να έρθω για λίγο στο
στούντιο;"
Κάποιος
της μίλησε.
"Έλα,
συγγνώμη, δεν άκουσα τι μου είπες".
Είχα,
όμως, αλλάξει κιόλας γνώμη, δεν ήθελα πια να βγω απ' το σπίτι. Δεν άντεχα και
να περιμένω τόση ώρα, μέχρι να πάω στο στούντιο.
"Είπα
ότι δεν είναι εδώ η ατζέντα σου. Πες μου, έχεις δουλειά αυτή τη στιγμή;
Βιάζεσαι;"
"Όχι
ιδιαίτερα. Γιατί;"
"Ήθελα
να σου πω κάτι. Ξέρεις τι έκανα μόλις τώρα; Έγραψα στον Αλέξανδρο ότι είμαι
ερωτευμένη μαζί του…"
"Με
δουλεύεις;"
"Όχι,
καθόλου. Τι να κάνω;"
"Τίποτα
να μην κάνεις". Την άκουσα να γελάει. "Απίθανη είσαι! Κοίτα τώρα μην
του ξαναγράψεις για να του πεις ότι δεν το εννοούσες! Ικανή σ' έχω. Στο
τέλος-τέλος καλά έκανες. Να ταρακουνηθεί λίγο κι αυτός ο ανόητος. Ν'
αντιδράσει. Μη μας παριστάνει τον αδιάφορο…"
Ρουμπίνη
δεν γυρίζουμε ταινία, δεν είναι αυτό το θέμα, ήθελα της πω. Εγώ είμαι το πρόβλημα,
που μοιάζει να μην ξέρω τι μου γίνεται. Δεν πρόλαβα, όμως, να πω τίποτα,
κάποιος της μίλησε πάλι.
"Πρέπει
να κλείσω τώρα. Θα περάσω το βράδυ να σε πάρω να βγούμε. Κάνε κάτι για να
ηρεμήσεις και ξέχασε το προς το παρόν. Θα τα πούμε το βράδυ… Λες ότι δεν άφησα
εκεί την ατζέντα μου. Τι να την έχω κάνει;"
Λέξη
δεν πρόλαβα να πω κι ας είχα θυμώσει που με αντιμετώπιζε πάλι σαν παιδί ή σαν
άρρωστη. Τι σε φοβίζει λοιπόν; Θα με ρωτούσε ο Ηλίας αν έλεγα σ' αυτόν για το
e-mail στον Αλέξανδρο. Δεν ξέρω στ' αλήθεια τι με φόβισε. Ίσως που ένοιωσα
αφάνταστα εκτεθειμένη, σα να περπατούσα γυμνή στο δρόμο. Ίσως, ακόμα, που δεν
ήξερα τι εννοούσα, τι θα πει είμαι ερωτευμένη μαζί του; Κι έπειτα, τι εξελίξεις
δρομολογούνται και φταίω εγώ γι' αυτό, εγώ που λίγο πριν έλεγα πως πρέπει να τη
διακόψω αυτήν την ιστορία;
Γέμισα
την μπανιέρα ζεστό νερό και βούλιαξα μέσα με τα μάτια κλειστά.
"Από
έρωτα παντρεύτηκες καλό μου;" Με είχε ρωτήσει κάποτε η κυρα Λένη, ακόμα
θυμάμαι πόσο με είχε ξαφνιάσει η ερώτηση της.
"
Ναι", της απάντησα αν και χωρίς να ξέρω αν ήταν αλήθεια, από έρωτα
παντρεύτηκα, ήταν έρωτας αυτό που ένοιωθα τότε για τον Στάθη, είναι έρωτας αυτό
που νοιώθω τώρα για τον Αλέξανδρο; Κι έπειτα λέω πως μου φταίει η Ρουμπίνη που
δεν με παίρνει στα σοβαρά…
Κάποτε
μου είχε πει ο Ηλίας για τους γονείς μου, ότι δεν είχε ξαναδεί πιο ερωτευμένους
ανθρώπους.
"Σα
να κεραυνοβολήθηκαν όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά".
"Κι
ο πατέρας μου;" Θυμάμαι ότι τον είχα ρωτήσει, μου φαινόταν απίστευτο να
σκέφτομαι τον σοβαρό, αυστηρό πατέρα μου κεραυνοβολημένο από έρωτα.
"Κυρίως
αυτός. Για μήνες ήταν σα μαγεμένος".
Κοιτούσαμε
τις φωτογραφίες απ' το γάμο τους. Στην Αθήνα είχαν παντρευτεί, ο πατέρας μου με
πουλόβερ και η μητέρα μου με ένα άσπρο πουκάμισο και μια φαρδιά χρωματιστή
φούστα, όταν ήμουνα μικρή έλεγα ότι με κορόιδευαν, πως δεν ήταν απ' το γάμο
τους οι φωτογραφίες που έβλεπα.
"Ήταν
πράγματι μαγευτική η μαμά μου, δες την πως χαμογελάει. Εσένα κοιτάζει; Είσαστε
πολύ δεμένοι εσείς οι δυο…Ηλία εσύ ερωτεύτηκες ποτέ τόσο πολύ; Να νοιώθεις
μαγεμένος από μια γυναίκα;"
Ο
Ηλίας παντρεύτηκε λίγους μήνες μετά το γάμο των γονιών μου, η Άννα ήταν παιδική
του φίλη, κανείς δεν το περίμενε ότι θα παντρευόταν και δεν θα 'φευγε για
μεταπτυχιακά όπως προγραμμάτιζε, πάντα σκεφτόμουνα ότι δεν μπορεί να ήταν η
Άννα ο μεγάλος έρωτας της ζωής του.
"Ναι",
μου απάντησε, καθώς κοιτάζαμε τις φωτογραφίες των γονιών μου. Κι ακόμα θυμάμαι
τα μάτια του, δεν τα είχα ξαναδεί έτσι. "Κάποτε ήμουνα κι εγώ ερωτευμένος.
Πολύ. Τόσο που νόμιζα ότι δεν θα το άντεχα…Ναι, ήμουνα πολύ δεμένος με τη
μητέρα σου, η Έλενα ήταν η πιο σημαντική σχέση στη ζωή μου, μαζί της έμαθα ν'
αγαπώ τη μουσική, όταν πέθανε έκανα χρόνια να ξανακούσω μουσική…" Και τα
μάτια του είχαν γίνει ακόμα πιο λυπημένα, ήθελα να μπορούσα να χαθώ, να τον
αφήσω μόνο με τις αναμνήσεις του ή να τα ζωγραφίσω αυτά τα μάτια.
Βγήκα
από το νερό με τις σαπουνάδες, χτυπούσε πάλι το τηλέφωνο, είχα ξεχάσει να το
πάρω μαζί μου στο μπάνιο.
"Αντιγόνη,
η Ρουμπίνη είμαι. Χίλια συγγνώμη, δεν γίνεται για το βράδυ, έχω κάτι άλλο να
κάνω, το είχα ξεχάσει. Πως είσαι; Θες να πεταχτώ τώρα για λίγο;"
Το
τελευταίο πράγμα που θα ήθελα θα ήταν να πεταχτεί λίγο τώρα, βιαστική, γεμάτη
άγχος απ' τη δουλειά της, για να μου δώσει κι άλλες οδηγίες, "μπράβο! Ένα
αφρόλουτρο ήταν ό.τι σου χρειαζόταν! Καλά πας!"
"Μια
χαρά είμαι. Μη σε νοιάζει για το βράδυ, κι εγώ το είχα ξεχάσει ότι δεν μπορώ.
Το βράδυ θα έρθω σπίτι σας, κάτι με θέλει ο Ηλίας".
Έβαλα
ένα δίσκο των R.E.M. στο c.d., δυνάμωσα την ένταση και ξαναγύρισα στο νερό. Μην
τα φοβάσαι τα αισθήματα σου Αντιγόνη, σκεφτόμουνα. Όπως και να το λένε, δεν θα
σε σκοτώσει αυτό που νοιώθεις τώρα για τον Αλέξανδρο και σε κάνει να θες ν'
ακούσεις τη μουσική που του αρέσει.
Το μπαλκόνι με τα γιασεμιά
Να
ρωτήσω τον Ηλία ποιο είναι αυτό το κομμάτι, είναι σπαρακτικός ο ήχος της
κιθάρας. Θέλω να του το πω, αλλά δείχνει πολύ απορροφημένος απ' αυτό που
διαβάζει. Είμαστε μόνοι στο σπίτι, η Άννα είναι σε μια δεξίωση και η Ρουμπίνη
έφυγε πριν μια ώρα προς άγνωστη κατεύθυνση. Δεν μιλάμε εδώ και πολλή ώρα, το συνηθίζουμε
αυτό με τον Ηλία, απ' όλη την οικογένεια αυτός είναι ο μόνος που σέβεται τη
δυσκολία μου να μιλάω πολύ.
Με
κάνει να ονειρεύομαι αυτό το κομμάτι. Ότι είμαι μικρή, στο σπίτι μου στα Χανιά,
τότε που ζούσαμε όλοι μαζί, τότε που ζούσε η μητέρα μου και η γιαγιά Αριάδνη.
Όταν
πέθανε η γιαγιά μου, νόμισα πως θά 'μενα πια ολομόναχη. Mετά το θάνατο της
μητέρας μου, o πατέρας μου κλείστηκε, διπλοκλειδώθηκε στον εαυτό του. Κι εγώ,
ήμουνα κι από πριν λιγομίλητη, έμοιαζε να έχασα πια εντελώς τη φωνή μου, θαρρώ
πως τότε μόνο με τη γιαγιά μου μιλούσα.
Στην κηδεία της μαμάς μου δεν κάθισα με τον
πατέρα μου και τη γιαγιά, δεν ήθελα να πάω εκεί κοντά, να καθίσω στις καρέκλες
πλάι στο φέρετρο. Να τελειώσει η κηδεία, σκεφτόμουνα, και μετά θα πάω να κάνω
μια μεγάλη βόλτα.
Η
μητέρα μου είχε πεθάνει το προηγούμενο βράδυ. Στο σπίτι ήταν η γιαγιά κι η κυρά
Λένη, που είχε έρθει για μια μέρα απ' το χωριό. Εκείνο το απόγευμα, πριν
πεθάνει, θυμάμαι πως είμαστε όλοι στο δωμάτιο της από νωρίς. Η μητέρα είχε την
περισσότερη ώρα τα μάτια της κλειστά κι εμείς δεν μιλούσαμε μην την ξυπνήσουμε.
Καθόμαστε θυμάμαι και την κοιτάγαμε. Εγώ όρθια δίπλα στην καρέκλα της γιαγιάς
κι εκείνη με το ένα χέρι αγκάλιαζε τη μέση μου και με το άλλο σκούπιζε τα μάτια
της μ' ένα μαντηλάκι. Δεν είχε σταματήσει όλη την ώρα να κλαίει, μα ήταν
αθόρυβο το κλάμα της, έπρεπε να τη δεις καλά για να το καταλάβεις ότι κλαίει.
Μετά, η μαμά άνοιξε τα μάτια της και μας κοίταξε όπως κοιτάει κανείς όταν
ξυπνάει από όνειρο βαθύ κι είναι σα να προσπαθεί ν' αναγνωρίσει τον χώρο και τα
πρόσωπα. Προσπάθησε να χαμογελάσει, ξανάκλεισε τα μάτια κι έγειρε το κεφάλι
προς τη μεριά της μπαλκονόπορτας. Εγώ, όπως την κοιτούσα έτσι γερμένη,
σκεφτόμουνα, θυμάμαι, κάτι παράλογο. Το γιασεμί που είχε φυτέψει. Ευτυχώς,
έλεγα, που μεγάλωσε, σκαρφάλωσε στο μπαλκόνι και τυλίχτηκε στα κάγκελα κι έτσι
μπορεί πια να το βλέπει η μαμά κι απ' το κρεβάτι της. Το γιασεμί ήταν το
αγαπημένο της λουλούδι, σαν τα μάτια της το πρόσεχε.
Μετά,
δεν θυμάμαι καλά τι έγινε. Σα να μπαίναμε και να βγαίναμε απ' το δωμάτιο.
Θυμάμαι τη γιαγιά να βγαίνει, ακόμα ακούω το θόρυβο που έκανε η πόρτα, της
ξέφυγε απ' το χέρι και κτύπησε δυνατά, με ξάφνιασε και τινάχτηκα. Και την κυρά
Λένη τη θυμάμαι να μαζεύει τα παπούτσια και τη ζακέτα της να πάει δίπλα να
ντυθεί, αλλά αυτό μπορεί και να το φαντάστηκα. Πάντως κι η κυρά Λένη βγήκε απ'
το δωμάτιο. Θυμάμαι πως έμεινα εγώ μόνο και πως δεν έβγαινε φωνή από το στόμα
μου όπως έβλεπα τη μαμά μου να είναι αδύνατη σα σκελετός κι ο πόνος να έχει
χαρακώσει το πρόσωπο της. Πόσες φορές είχα θυμώσει με τον μπαμπά, "τι
γιατρός είσαι", του έλεγα, "που την αφήνεις και πονάει;" Τις
τελευταίες μέρες, όταν την πήραμε απ' το νοσοκομείο, κάτι θα πρέπει να της
έδιναν γιατί κοιμόταν πολλές ώρες.
Όταν
μείναμε μόνες, εκείνη μου έγνεψε να πάω κοντά της, αυτό το θυμάμαι. Κάθισα στο
κρεβάτι, προσεκτικά μην την αγγίξω και πονέσει, νόμιζα τότε ότι και μόνο η
αναπνοή μου θα μπορούσε να την κάνει να πονέσει. Άπλωσε το χέρι της κι έπιασε
το δικό μου. Κι εγώ το κοίταζα το χέρι της μητέρας μου, αδύνατο, διάφανο,
τρυπημένο απ' τις βελόνες για τον ορό, εκείνο το κρυμμένο αίμα ανάμεσα στα
σωληνάκια και τα τσιρότα, σα γαλάζια φύκια ήταν οι λίγες φλέβες που είχαν
απομείνει ακόμα γερές. Μου χαμογέλασε κουρασμένα, θα πρέπει να πόναγε πάλι
πολύ, αλλά θυμάμαι τι λέγαμε.
"Αντιγόνη"
μου είπε, "σου έχω πει ποτέ πόσο χάρηκα που ήσουνα κορίτσι;"
"Ναι
μαμά, μου το λέγατε. Κι ο μπαμπάς με ήθελε κορίτσι".
Προσπαθούσα
να μην κλάψω, μα έτρεχαν τα μάτια μου από μόνα τους και ρούφαγα τις μύξες μου.
"Έλα
κοντά μου, δώσε μου ένα μαντηλάκι να σε σκουπίσω. Αυτό ήθελα να σου πω. Ότι
είσαι πολύ τυχερό κοριτσάκι, σε κάναμε γιατί σε θέλαμε, έγινες όπως σε θέλαμε
και σ' αγαπάμε κι οι δυο πολύ".
Σκούπισα
πάλι τη μύτη, με το χέρι μου αυτή τη φορά.
"Ναι!
Μια ψηλοκαμήλα έγινα. Κι ούτε ένα βραβείο δεν έχω πάρει…"
Η
μητέρα χαμογέλασε. Απ' όταν αρρώστησε πολύ, αυτό το χαμόγελο της μου φέρνει
πάντα δάκρυα, μετά βγαίνω έξω και κλαίω.
"Είσαι
σπουδαίο κορίτσι Αντιγόνη μου". Θυμάμαι πως κοβόταν συνέχεια η φωνή της κι
έπειτα προσπαθούσε να πάρει βαθιές ανάσες πριν συνεχίσει να μου μιλάει.
"Αν σε ξαναγεννούσα, δεν θά 'θελα ούτε μια τρίχα απ' τα μαλλιά σου νά 'ναι
διαφορετική. Έλα, μην κλαις κοριτσάκι μου, έλα αγκάλιασε με.. Τώρα τα δύσκολα
μπορεί να τελειώσουν, να μην πονάω άλλο".
"Γιατί;
Τι θα γίνει τώρα;"
"Είσαι
δυνατό κοριτσάκι Αντιγόνη…Ό,τι κι αν γίνει, εσύ θα είσαι δυνατή και θα με
βοηθήσεις κι εμένα να είμαι δυνατή".
Σαν
τι να γίνει; Σαν τι χειρότερο μπορεί να γίνει απ' το να βλέπω τη μαμά μου να
πονάει; Πως να τη βοηθήσω κιόλας να είναι κι εκείνη δυνατή; Εγώ είμαι μικρή, τι
μπορώ να κάνω;
Πετάχτηκα
όρθια.
"Όχι
μαμά! Δεν θέλω να γίνει τίποτα άλλο. Δεν είμαι δυνατή μαμά, είμαι μικρή".
Χωρίς
να το καταλάβω βρέθηκα, θυμάμαι, μπροστά στη μπαλκονόπορτα γιατί κτύπησα με τον
αγκώνα μου το τζάμι και γύρισα να δω αν το έσπασα, τρόμαξα και με το θόρυβο.
Φώναξα δυνατά, φαίνεται, γιατί μπήκε τρέχοντας η κυρά Λένη.
"Έλα
κυρά μου, έλα καλό μου, πάμε ν' αφήσουμε και τη μαμά να κοιμηθεί".
Με
κοιτούσε η μητέρα μου μ' ένα γνωστό βλέμμα που είχα καιρό να το δω στα μάτια
τη. Με κοιτούσε ανήσυχη.
"Ένα
λεπτό άφησε μας Ελένη". Κοβόταν πάλι η φωνή της, έκανε προσπάθεια να
συνεχίσει "Ένα λεπτό…".
Έφυγε
διστακτικά η κυρα Λένη, θυμάμαι κοιτούσε ανήσυχα απ' την πόρτα.
"Έλα
κοντά μου Αντιγόνη γιατί κουράστηκα και δεν μπορώ να μιλάω δυνατά. Άργησε ο
μπαμπάς κι εγώ πρέπει να πάρω τα φάρμακα μου, πονάω πολύ".
Στάθηκα
όρθια αυτή τη φορά κοντά στο κρεβάτι. Σα να τη βλέπω τώρα αυτή τη σκηνή, σα να
τη ζω πάλι. Τα φάρμακα της τα έδινε πάντα ο μπαμπάς και σκέφτηκα πως ο μπαμπάς
δεν είχε αργήσει καθόλου εκείνη τη μέρα να γυρίσει, αντίθετα ήταν πολύ νωρίς
ακόμα. Θα πονούσε, όμως, φαίνεται. Δεν θά 'χε άλλη υπομονή. Μα έπειτα δεν
θυμάμαι πια τι είπαμε. Θα μου είπε, φαντάζομαι, να πάω φέρω κάτι, ίσως τα
φάρμακα της απ' το γραφείο του μπαμπά για να μην πονάει. Γιατί μετά βγήκα κι
εγώ απ' το δωμάτιο και κόντεψα να πέσω επάνω στην κυρα Λένη που καθόταν ακόμα
έξω απ' την πόρτα. Δεν της μίλησα και πήγα τρέχοντας στο γραφείο του μπαμπά κι
έπειτα ξαναγύρισα πίσω τρέχοντας. Αυτή τη φορά δεν ήταν κανείς να με
σταματήσει, ούτε η γιαγιά, ούτε η κυρά Λένη.
Μετά
δεν θυμάμαι τι άλλο έγινε, μόνο τα χέρια της μητέρας μου στο πρόσωπο μου. Ήτανε
κρύα τα χέρια της, αλλά το χάδι τους το νοιώθω ακόμα να μου καίει τα μάγουλα.
Μου σκούπισε με τους αντίχειρες τα δάκρυα. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια, αδάκρυτα
ήταν τα δικά της.
"Σ'
ευχαριστώ καρδιά μου, παιδί μου", μου είπε. Και μετά, "σ' αγαπάω
πολύ. Εσένα. Πιο πολύ απ' όλους". Ναι, έτσι μου είπε. Μετά έκλεισε πάλι τα
μάτια και γύρισε το κεφάλι κατά την μπαλκονόπορτα. "Άντε να παίξεις τώρα.
Πήγαινε και σινεμά αν θέλεις, έτσι δεν έλεγες; Μη μπει, όμως, κανείς εδώ. Θέλω
να κοιμηθώ. Μόνο ο μπαμπάς όταν έρθει…Όταν έρθει ο μπαμπάς να του πεις ότι τον
θέλω".
Δεν
είχα πια όρεξη να πάω σινεμά με τη φίλη μου τη Γιάννα και τη μαμά της όπως
έλεγα, ήθελα να μείνω μόνη στο δωμάτιο μου. Είδα την κυρα Λένη να στέκεται πάλι
στο διάδρομο και της είπα να μη μπει κανείς στο δωμάτιο εκτός απ' τον μπαμπά
μου. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τότε σκέφτηκα πως κρυφάκουγε. Μ' ενοχλούσε κι όπως με
κοίταζε και έκλαιγε, μου φάνηκε ότι πήγε να μ' αγκαλιάσει κιόλας κι έφυγα
τρέχοντας για το δωμάτιο μου. Μετά από ώρα άκουσα τον μπαμπά να έρχεται και την
κυρά Λένη να του λέει να πάει να δει τη μαμά. Δεν είχα όρεξη να κατέβω, άκουγα
και τη γιαγιά που είχε βγει απ' το δωμάτιο της αλλά εγώ δεν είχα όρεξη να δω
κανένα. Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, μα όταν άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο πατέρας
μου ήξερα πως όλα είχαν τελειώσει, πως θα μου έλεγε ότι η μαμά είχε πεθάνει.
"Αντιγόνη…" Μου είπε κι εγώ δεν απάντησα αλλά βγήκα στη βεράντα Ήρθε
κι αυτός, μείναμε πολλή ώρα, μιλούσαμε, ούτε θυμάμαι τι λέγαμε μόνοι μας εκεί
στη βεράντα. Θυμάμαι μόνο πως μου φαινόταν περίεργο να μη θέλω να κλάψω, μου
φαινόταν περίεργο να νοιώθω αυτή τη γαλήνη.
Τη
μητέρα μου δεν θέλησα να τη δω νεκρή, δεν μπήκα στο δωμάτιο που πέθανε, δεν
ήθελα να ξαναμπώ σ' εκείνο το δωμάτιο.
Είχα
ξεχάσει σχεδόν την παρουσία του Ηλία όση ώρα μιλούσα. Καθόμουνα στο πάτωμα,
δίπλα στο σβηστό τζάκι, κι ακουμπούσα την πλάτη μου στον τοίχο. Ξαφνικά ένοιωσα
ότι κρύωνα έτσι όπως ακουμπούσα στον τοίχο με το λεπτό μπλε πουκάμισο μου.
"Η μαμά εκείνο το βράδυ φορούσε ένα μεταξωτό μπλε νυχτικό",
συμπλήρωσα και σηκώθηκα όρθια. Ο Ηλίας είχε αφήσει το βιβλίο και με κοίταζε,
ποιος ξέρει πόση ώρα καθόταν και με κοίταζε. Αναρωτήθηκα κι εγώ, μίλαγα στ'
αλήθεια τόση ώρα ή τα σκεφτόμουνα όλα αυτά; Κι ακόμα, έτσι έγιναν στ' αλήθεια ή
τα συμπλήρωσε, τα ξανάπλασε η φαντασία μου;
"Ηλία,
πρέπει να τελειώσω οπωσδήποτε το βιβλίο μου", του είπα καθώς με βοηθούσε
να βάλω το πανωφόρι μου κι άνοιγε την πόρτα για να βγούμε.
***
Ξύπνησα
πολύ αργά, αλλά ξεκούραστη, με καλή διάθεση και δεν το πίστευα. Θαύμα έγινε;
Άνοιξα το παράθυρο και θυμήθηκα ότι το προηγούμενο βράδυ δεν είχα ελέγξει το
e-mail. Τη διάβασα χωρίς ανάσα την απάντηση του Αλέξανδρου, ούτε μια μέρα δεν
καθυστέρησε.
From:
stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Κι εγώ! Πολύ!
Date:
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 1998 23.02
Γεια σου Αντιγόνη. Σ' όλα τα γράμματα που
σου έχω γράψει μέχρι τώρα, έτσι άρχιζα, "γεια σου Αντιγόνη".
Στερεότυπα, χωρίς να ρισκάρω πρωτότυπες εισαγωγές που θα μπορούσαν να με
εκθέσουν. Δεν έχω συνειδητοποιήσει ακόμα ότι μπορώ πια ν' αλλάξω την αρχή του
γράμματος.
Σήμερα ένοιωσα λίγο άσχημα και γύρισα νωρίς
στο σπίτι. Μα τι σου λέω τώρα; Θέλω να πω ότι το γράμμα σου το διάβασα πιο
νωρίς απ' ό,τι συνήθως. Το τύπωσα και τό 'χω δίπλα μου τώρα που σου γράφω. Για
να πιστέψω πως δεν την ονειρεύτηκα αυτή τη φράση, πως την έγραψες στ' αλήθεια,
έστω κι αν τα κατάφερες πάλι να με "αδειάσεις" με την έξοδο που
έκανες εκεί που δεν σε περίμενα - έπαιζα ποδόσφαιρο το πρωί!
Είθισται να παίρνει ο άντρας την
πρωτοβουλία - έτσι μου έλεγε ο πατέρας μου!…Η μάνα μου, βέβαια, είναι
φεμινίστρια! Την μοναδική φορά που το επιχείρησα (τότε που σου έγραψα ότι οι
παρεξηγήσεις μας θυμίζουν καβγαδάκια ερωτευμένων), με πήρες απ' τα μούτρα και
μου φάνηκε πως με ειρωνεύτηκες κιόλας. Και μαζεύτηκα. Για να πω την αλήθεια, το
πάλευα και με τον εαυτό μου, μου φαινόταν παράλογο να σ' έχω ερωτευτεί.
Ξέρεις τι έγινε; Όταν πρωταρχίσαμε να
αλληλογραφούμε εγώ ήμουνα με μια κοπέλα. Χρόνια δεσμός, έμοιαζε να είναι πολύ
σοβαρός (με σκοπό το γάμο, που λένε). Στην αρχή, διασκέδαζα να φλερτάρω μαζί
σου γιατί ήταν εντελώς "ακίνδυνο"- αν μπορώ να εκφραστώ έτσι. Κάπου
εκεί, ξέσπασε μια κρίση με την κοπελιά μου, βγήκαν στα φόρα πράγματα που δεν τα
περίμενα και που δεν ήμουν προετοιμασμένος να τα αντιμετωπίσω. Όταν μου
τηλεφώνησες απ' τα Χανιά και μου είπες για τη Ματούλα, μόλις που είχαμε
χωρίσει. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία τώρα αυτό. Θέλω, απλώς, να σου πω, ότι
ήμουνα τόσο μπερδεμένος που δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω και τα αισθήματα μου για
σένα αν και το έβλεπα ότι μου γινόσουν απαραίτητη. Μόνο που κι εσύ φαινόσουνα
χάλια, το έβλεπα πως κάτι μου ζήταγες, δεν καταλάβαινα τι ήταν μα δεν πίστευα
ποτέ ότι θα μπορούσες κι εσύ να μ' ερωτευτείς. Γι 'αυτό κρατούσα κι αυτή τη
στάση αν και έτρεμα μην κουραστείς και σταματήσεις να μου γράφεις. Κάθε φορά
που μέσα απ' τα γράμματα σου άφηνες να εννοηθεί κάτι τέτοιο, ήθελα να σου πω,
μη φεύγεις, σ' έχω ανάγκη. Κυριαρχούσε, όμως, ένας καθολικός πεσιμισμός που μ'
έκανε να φέρομαι σαν εξυπνάκιας μ' όλη τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση που
διαθέτει ένας τέτοιος τύπος.
Μα τι κάθομαι και σου λέω τώρα; Το θέμα
είναι ότι είμαστε δυο ερωτευμένοι πίσω από δυο οθόνες υπολογιστή (καλά το
έθεσα;…). Άσε με λίγο να το χωνέψω, μου φαίνεται απίστευτο. Σε φιλώ,
Αλέξανδρος.
Έμένα να δεις αν μου φαινόταν
απίστευτο! Όπως όταν ήμουνα μικρή κι έφτιαχνα ιστορίες με το μυαλό μου, με μια
τέτοια ιστορία έμοιαζε, που είχαν ζωντανέψει, όμως οι ήρωες. Αλλά δεν μ'
ένοιαζε πια, το γράμμα του Αλέξανδρου σα νά 'χε μπει ασπίδα ανάμεσα σ' εμένα
και την πραγματικότητα. Ώρες καθόμουνα στον καναπέ, έβλεπα έξω απ' το παράθυρο
κι ένοιωθα ήρεμη κι ανάλαφρη, πρώτη φορά μετά από τόσον καιρό. Ήτανε κι όμορφη
μέρα, κι είπα να πάω στο περιοδικό με τα πόδια. Το γράμμα το κρατούσα στην
τσέπη του σακακιού μου και κάθε τόσο το έβγαζα και το διάβαζα, απ' έξω το είχα
μάθει, κάποιες τελείες μου ξέφευγαν, εγώ τις προτάσεις τις κάνω πιο μεγάλες.
Και ξαφνικά, μετά από τόσους μήνες μου φάνηκε ότι, για πρώτη φορά, τον έβλεπα
πάλι καθαρά τον Αλέξανδρο, ότι ξεθόλωσε η εικόνα του. Τότε, στην παραλία,
κάποια στιγμή είχε αρχίσει να σκάβει στην άμμο να βρει νερό. Ήταν, λέει, η
αγαπημένη του απασχόληση όταν πήγαινε παιδί με τη μητέρα του στη θάλασσα.
"Ώρες
έσκαβα λάκκους, η μάνα μου νόμιζε πως ήμουνα καθυστερημένο".
Βρήκε
νερό κι έφτιαχνε απορροφημένος τα τοιχώματα του πηγαδιού. Τού 'πεσε ένα
τσουλούφι στα μάτια και, για να μη λερωθεί, τίναξε το κεφάλι και το φύσηξε,
"πφφ", να το διώξει. Έβαλα τα γέλια.
"Σαν
κάτι λαϊκές γκόμενες φύσηξα το μαλλί, ε;" Και συνέχισε να φτιάχνει το
πηγαδάκι του. Μετά, ξέπλυνε τα χέρια του στη θάλασσα και ξανακάθισε δίπλα μου
χαμογελώντας. "Να, έρχεται η Ρουμπίνη", μου είπε.
Γύρισα
και την είδα να μου γνέφει από μακριά. Θα με πήγαινε στο λιμάνι με τ'
αυτοκίνητο κι έπρεπε να φύγουμε.
"Τώρα εγώ θα φύγω…" Σηκώθηκε,
ξανασκούπισε τα χέρια του στο μαγιό του, τράβηξε το τσουλούφι που το είχε
ξαναφέρει ο αέρας στα μάτια του κι έμεινε ν' αναρωτιέται αν θα με χαιρετούσε με
χειραψία. Τού 'δωσα εγώ το χέρι.
"Λοιπόν
γεια. Χάρηκα, περάσαμε ωραία, καιρό είχα να γελάσω έτσι".
"Εντάξει…
Γεια... Θα τα πούμε".
Φεύγοντας
γύρισα και τον ξανακοίταξα. Καθόταν στην ίδια θέση μα είχα κόντρα τον ήλιο που
έδυε και δεν έβλεπα το πρόσωπο του. Του κούνησα το χέρι κι έφυγα τρέχοντας, η
Ρουμπίνη έμοιαζε έξαλλη που την καθυστερούσα. Μέχρι να φτάσουμε στο λιμάνι τον
είχα ξεχάσει, είχαμε και κάποια προβλήματα με το σενάριο να λύσουμε, πέρναγε κι
η ώρα.
"Πως
είπαμε τον λένε τον πιτσιρικά; Αλέξανδρο; Συμπαθητικό παιδί".
Και
λίγο μετά την χαιρετούσα απ' το
κατάστρωμα του πλοίου, πιο πολύ τη δική της έγνοια είχα, μου φάνηκε πολύ μόνη
εκεί στο λιμάνι, δίπλα στην ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου της. Δεν μ' άρεσε κι
αυτή η ιστορία του ξαφνικού έρωτα με τον Κώστα, θά 'θελα να μείνω κι άλλο μα το
καράβι έκανε ήδη τις μανούβρες για τον απόπλου.
"Βρε,
το Αντιγονάκι! Ερωτευμένη είσαι και δεν βλέπεις μπροστά σου;"
Το
κακό συναπάντημα, φτου στον κόρφο μου, πάνω σ' εσένα έπρεπε να πέσω μπαίνοντας
σήμερα στο γραφείο; Είχα καθυστερήσει κιόλας.
"Όχι,
καθόλου. Αφηρημένη μόνο. Τι γίνεται Μαρίνα; Τι λέει τ' αφεντικό;"
"Για σένα; Τα καλύτερα! Κάνε μια βόλτα
μετά που σε θέλει να στα πει και στην ίδια".
Όχι
που θα τη γλύτωνα! Και ξαφνικά μ' έπιασε ένα νευρικό γέλιο καθώς
συνειδητοποίησα πως έσπευσα να πω στη γκαντέμα ότι δεν είμαι ερωτευμένη για να
μη με γρουσουζέψει! Άντε να γίνω και προληπτική, οι βλαβερές συνέπειες του
έρωτα μέσω διαδικτύου.
Το
γραφείο μου, ταπετσαρισμένο από σημειώματα. Παραγγελίες, τηλέφωνα, ποιος με
ζήτησε, που να πάω. Όχι, κανείς δεν θα μου χάλαγε το κέφι, σκέφτηκα. Μήνες είχα
να νοιώσω έτσι, τόσο χαρούμενη.
Νάτο
όμως το κακό συναπάντημα! Αυτό που φοβόμουνα. Πάνω-πάνω στα χαρτιά μου το fax
απ' τον οίκο ευγηρίας "Η γαλήνια θάλασσα". Η μήνυση που εκκρεμούσε.
Τους συκοφάντησα, λέει, κι αν δεν επανορθώσω θα χρησιμοποιήσουν παν νόμιμο
μέσο. Γι' αυτό θα με θέλει κι ο άλλος στο γραφείο του.
"Έκανες
τίποτα στα μαλλιά σου; Αλλιώτικη φαίνεσαι σήμερα. Ωχ, συγγνώμη! Σε
τρόμαξα;"
Ο
Δημήτρης, του καλλιτεχνικού, χρυσό παιδί, αλλά τα δικά μου τα νεύρα είναι πάνω
απ' το δέρμα, ξαφνιάζομαι με το παραμικρό.
"Κοίτα
τι μου στείλανε. Οι αλήτες!"
"Το
ξέρω. Σπάσανε τα τηλέφωνα όλη μέρα. Σ' έπαιρνα κι εγώ αλλά είχες συνέχεια τον
τηλεφωνητή. Στό 'χω πει βρε Αντιγόνη. Εδώ δεν κάνουμε κοινωνικό ρεπορτάζ.
Στρογγυλεμένα πράγματα, ροζ. Κατά το δυνατόν, πασπαλισμένα με ζαχαρίτσα. Όλοι
νά 'ναι ευχαριστημένοι. Δεν ξέρω τι σε πιάνει μερικές φορές. Σα νά 'ρχεσαι από
άλλο πλανήτη".
"Μα
δεν σου είχα πει τι είναι αυτή η ιστορία;"
"Πως,
βέβαια. Με τη μητέρα αυτής της κυρίας απ' το λογιστήριο δεν είναι; Που την
άφησαν πεθαμένη μια νύχτα στο δωμάτιο χωρίς να την πάρουν είδηση και μετά της
παρίσταναν ότι πέθανε λίγο πριν την ειδοποιήσουν;"
"Μα
είναι πράγματα αυτά;"
"Βέβαια
και δεν είναι. Αλλά το δικό σου το θέμα ήταν οι πολλαπλοί ρόλοι της γυναίκας
και το συναισθηματικό κόστος τους. Τι ανάγκη είχες να το κάνεις γκραν γκινιόλ;
Ας έγραφες μόνο ότι αναγκάζονται να στέλνουν τους γονείς τους σε οίκους
ευγηρίας. Τι κάνεις τώρα; Μ' ακούς;"
"Ναι,
ναι. Σ' ακούω. Κάτι σκεφτόμουνα. Μου γυρνάς λίγο το τηλέφωνο;"
"Τι
θα κάνεις; Μην κάνεις τίποτα μέχρι να συνεννοηθείς με τον από πάνω!"
Μπα,
τη Ρουμπίνη ήθελα να πάρω, αλλά άσε καλύτερα, έχει κι αυτή τα χάλια της και θα
με ρίξει κι εμένα. Αν και τι να με ρίξει δηλαδή, που ήδη ρημάχτηκε η μέρα μου.
Τώρα το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω σπίτι και να χωθώ κάτω από τα σκεπάσματα.
Με το γράμμα του Αλέξανδρου στο μαξιλάρι, να ονειρεύομαι ότι δραπετεύω,
σχεδιάζοντας διαδρομές ανάμεσα στις λέξεις.
"Έλα
μωρέ τώρα, μη στεναχωριέσαι. Και τι έγινε δηλαδή; Μήπως αν τα γράψεις θα
σταματήσουν να γίνονται αυτά τα πράγματα; Κι ο άλλος. Τι θαρρείς; Θα σου
πουλήσει λίγο τσαμπουκά, για να μην ξεχνάμε ότι είναι τ' αφεντικό, αλλά το θέμα
το έχει ήδη λύσει. Πάντα έτσι δεν γίνεται; Η πρώτη φορά είναι ή η
τελευταία;"
"Δημήτρη
πόσων χρόνων είσαι;"
"Πόσο
είμαι; 27. Γιατί;"
"Τίποτα.
Έτσι ρώτησα. Πάμε για καφέ στη λιακάδα; Μισή ωρίτσα και μετά ξαναγυρνάμε στη
ζούγκλα. Να δω λίγο ήλιο πριν την παράσταση με τ' αφεντικό. Το ξέρω ότι έτσι θα
γίνει. Και με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς το ίδιο δεν είχε γίνει; Θα του
φτιάξω εγώ τώρα ένα εντελώς ροζ θέμα για τη ζωή των αστέρων του σινεμά. Να
ηρεμήσει λίγο και μετά του πετάω το θέμα με τις υιοθεσίες. Και πάει λέγοντας.
Μόνο που βαρέθηκα. Βαρέθηκα γραμμένο με έντονα γράμματα. Πάμε για καφέ; Μιας
και δεν αποφασίζουμε ν' αλλάξουμε ζωή;"
"Φύγαμε!
Πάμε από 'δω μόνο, μην πέσουμε πάλι πάνω στην Μαρίνα".
Μαρίνα!
Αν θυμάμαι καλά έτσι λένε και τη μητέρα του Αλέξανδρου. Τι περίεργο, πρώτη φορά
έφυγα απ' το σπίτι χωρίς να του απαντήσω πρώτα στο e-mail, σα να μην ήξερα τι
να του πω.
From: anti.o@fιrkasnet,gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
πόσο κρατάει το ξημέρωμα;
Date:
Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 1998 22.00
Άρχισε όμορφα η μέρα με το γράμμα σου.
Θαύμα! Ξέρεις τι θυμήθηκα; Όταν πήγαινα τετάρτη Δημοτικού ήμουνα ερωτευμένη μ'
ένα συμμαθητή μου, Γιώργο Καλαϊτζάκη τον λέγανε, ακόμα θυμάμαι τ' όνομα του.
Ήταν ξανθούλης και μικροσκοπικός κι εγώ τον πέρναγα δυο κεφάλια. Τότε, όμως,
δεν μ' ενοχλούσε το ύψος μου, μ' έκανε να νοιώθω ανώτερη. Μια μέρα ο Γιώργος
ήρθε σπρωχτός απ' τους φίλους του και μου ζήτησε να τα φτιάξουμε. Εγώ του είπα,
ναι. Ο καημενούλης, δεν θα το περίμενε ότι θα δεχτώ κι έμεινε αποχαυνωμένος μη
ξέροντας τι άλλο να πει. Ήταν, όμως, λίγες μέρες πριν τις διακοπές του Πάσχα κι
αυτό του έδωσε τη λύση. "Εντάξει", μου είπε. "Αλλά μην τα
φτιάξουμε ακόμα, να τα φτιάξουμε στη γιορτή μου". "Τότε κι εγώ δεν
θέλω", του απάντησα. Η πρώτη μου απογοήτευση από άντρα!
Εντάξει, αστειεύομαι. Αλλά δεν είμαστε λίγο
σαν τα παιδιά που παίζουν ηλεκτρονικά παιγνίδια; Ξέρεις τι σου προτείνω; Μέχρι
να σπάσει αυτή η αμηχανία - δεν μού 'ρχεται να σου γράψω σ' αγαπώ, μου φαίνεται
ότι θα βάλω τα γέλια - να φτιάξουμε μια "ημερήσια διάταξη". Χαλαρή.
Έτσι, ίσα για να παίρνουμε εμπρός. Τι λες, αρχίζουμε να μιλάμε για τα παιδικά
μας χρόνια; Αρχίζω εγώ. Κεφάλαιο πρώτο: Η σύλληψη της Αντιγόνης. Στην Ιταλία.
Το φαντάζεσαι; Είχαν έρθει για γαμήλιο ταξίδι οι γονείς μου και ξέμειναν γιατί
τους βρήκε εκεί η δικτατορία του '67. Μένανε στη Ρώμη, οδός Λιβόρνο, κοντά στην
Πιάτσα Μπολόνια (αλήθεια, εσύ που μένεις στη Ρώμη;) Η δική μου η σύλληψη, όμως,
έγινε στη Φλωρεντία, η μητέρα ήταν κατηγορηματική σ' αυτό. Το ξέρεις ότι έχω
δυο ονόματα; Αντιγόνη-Φιορέντζα. Όμως έμεινε το Αντιγόνη και το Φιορέντζα
σχεδόν ξεχάστηκε. Κρίμα τον κόπο που έκαναν να βρουν παπά να δεχτεί να με
βαφτίσει μ' αυτά τα ονόματα! Δικτατορία τώρα, τρέχα γύρευε. Στην Αθήνα, λοιπόν,
ήρθαν και με βαφτίσανε. Οι δυο τους, οι γονείς της Ρουμπίνης κι ο νονός μου - ο
νονός μου πέθανε πριν λίγα χρόνια, τον είχαν σακατέψει τότε στα βασανιστήρια.
Ήταν δύσκολη μέρα η σημερινή μα είχα το
γράμμα σου μαζί μου. Το διάβαζα κάθε τόσο. Για σκέψου, μπορούμε πάλι να
χαμογελάμε τώρα που νύχτωσε κι είμαστε πάλι μαζί. Μόνοι. Σε φιλώ κι εγώ,
Αντιγόνη
Το κουδούνι. Η Ρουμπίνη πρέπει νά
'ναι. Λένε πως συνήθως οι γυναίκες αργούν και η Ρουμπίνη είναι η εξαίρεση του
κανόνα.
Μέχρι
να κλείσω την πόρτα είχε στρωθεί μπροστά στον υπολογιστή και διάβαζε το γράμμα
μου μ' ενδιαφέρον.
"Ρουμπίνη!
Μην κάνεις κανένα σχόλιο και μου χαλάσεις τη διάθεση, σε σκότωσα!"
"Όχι
εντάξει, καλό είναι. Γιατί δεν το στέλνεις;"
Είναι
φορές που το θράσος της γίνεται απύθμενο. Τώρα καθόταν πάνω απ' το κεφάλι μου
και συνέχιζε να διαβάζει το τελευταίο μέρος του e-mail.
"Μην
το διαβάζεις! Πήγαινε πιο 'κει! Να το στείλω λες; Αφού του γράφω βλακείες! Τι
χαμογελάς τώρα σα χαζή;"
"Αναρωτιέμαι
αν σ' έχω ξαναδεί έτσι. Αμήχανη και χαρούμενη, να κοκκινίζεις και να λάμπεις
ολόκληρη; Άντε στείλε το να τελειώνουμε!"
"O.K. Κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Τώρα
πάντως είμαι χαρούμενη. Το έστειλα, πάει! Έλα, φύγαμε!".
Είδα
το βλέμμα της και κατάλαβα ότι δεν ήταν έτσι απλό το θέμα, η Ρουμπίνη δεν
ενέκρινε καθόλου το αγαπημένο μου φαρδύ πουλόβερ κι ας το είχα πληρώσει μια
περιουσία.
"Λίγο
ακόμα να κλειστείς στο σπίτι και να σε δω τι άλλο θα βρεις να βάλεις επάνω σου.
Ντύσου λίγο καλά σήμερα. Θά 'χει κόσμο, μην έρθεις σαν κακομοίρα".
Όταν
ζούσα με το Στάθη κάναμε κι εμείς συχνά καλέσματα σε μπαρ. Στα γενέθλια μου
συνήθως, στις18 Ιανουαρίου. Του Στάθη του άρεσε, καλούσε ένα σωρό κόσμο. Θα
πρέπει νά 'μουνα και τότε λίγο αγοραφοβική, όταν άρχιζα να μη γνωρίζω αυτούς
που ερχόταν, κόλλαγα σαν καθυστερημένο δίπλα του, να μπορούσα και να κρυφτώ
πίσω του θα ήμουνα ακόμα πιο ευχαριστημένη.
"Ρουμπίνη,
είσαι σίγουρη ότι πρέπει να πάμε;"
"Για
να σου πω! Διέσχισα όλη την Αθήνα για νά 'ρθω να σε πάρω! Δεν θ' αρχίσεις τώρα
να μου λες βλακείες. Στο κάτω-κάτω, εγώ έχω το πρόβλημα, εγώ θα δω τη μέλλουσα
μητέρα κρεμασμένη στο μπράτσο του Κώστα μ' αυτό το στυλάκι, ξέρετε, αυτός είναι
ο άντρας μου και είναι εντελώς δικός μου, σας διαβεβαιώ. Τέλειωνε!"
"Μην
κάνεις κανένα αστείο και μ' αφήσεις μόνη μου εκεί μέσα! Θα την κοπανήσω, στο
λέω".
Η
Ρουμπίνη οδηγεί πάντα σαν τρελή, είναι θαύμα που δεν έχει σκοτωθεί ακόμα
Σήμερα, επιπλέον, δεν βλέπει και μπροστά της, με συνοδεία από μούντζες και
κορναρίσματα προχωράμε.
"Μην
κοιτάς έτσι ανήσυχη γύρω-γύρω, με εκνευρίζεις. Θες να οδηγήσεις εσύ;"
Αλλάξαμε
γρήγορα θέσεις σ' ένα φανάρι. Δεν πρόλαβε να καθίσει και να κλείσει την πόρτα
κι έβαλε κάτι κλάματα σπαρακτικά. Είχε διπλώσει στο κάθισμα, δεν άντεχα να τη
βλέπω. Με τη Ρουμπίνη γνωριζόμαστε από μικρές κι είναι μετρημένες στα δάκτυλα
οι φορές που την είδα να κλαίει. Και τέτοιο κλάμα μόνο μια φορά θυμάμαι, στη
Θεσσαλονίκη, στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, δεν είχε πάει καλά μια ταινία της στο
φεστιβάλ και κατέρρευσε. Το θυμάμαι κι ανατριχιάζω, δεν ήξερα τι να την κάνω.
Ευτυχώς
είχαμε βγει απ' την κίνηση, μπορούσα να τρέξω λίγο, μέχρι τότε είχα και την
έγνοια ότι μας βλέπανε. Πήγα να της πιάσω το χέρι, έσφιγγε τη γροθιά της, θά
'χαν ασπρίσει σίγουρα οι κλειδώσεις της.
"Κοίτα
μπροστά σου μη σκοτωθούμε", μου είπε και κάθισε κανονικά στο κάθισμα.
"Εντάξει είμαι, μην ανησυχείς, κρίση ήταν και πέρασε. Σταμάτησε μόνο κάπου
να φτιάξω το μακιγιάζ μου. Που σταματάς παιδί μου στη μέση της πλατείας; Μπες
σ' ένα δρομάκι να μην έχει και πολύ φως".
"Ρουμπίνη,
λες να με πειράξει κι εμένα όταν θα δω την αγγλίδα με την κοιλιά να καμαρώνει
στο πλάι του Στάθη; Γιατί εγώ δεν το σκέφτομαι καθόλου;"
"Μάλλον
επίτηδες το κάνεις για να με νευριάσεις. Αποκλείεται να είσαι τόσο ηλίθια, θα
τό 'χα καταλάβει τόσα χρόνια".
Με
κοίταζε θυμωμένη, εγώ δεν κρατήθηκα, χαμογέλασα και τότε αγκαλιαστήκαμε και
ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια.
"Σταμάτα,
θα πασαλειφτώ πάλι, ακόμα δεν τέλειωσα την επιδιόρθωση της πρώτης καταστροφής.
Δεν έχουμε ανάγκη εμείς. Κουκλάρες είμαστε κι άστες αυτές με τις κοιλιές
τους".
"Εμένα
επιπλέον μ' ερωτεύτηκε κι ένα τεκνό, μην ξεχνιόμαστε", είπα κι έβαλα
εμπρός τ' αυτοκίνητο σκουπίζοντας τα μάτια μου. "Τι γέλιο κι αυτό, σε καλό
να μας βγει".
Τελικά
γύρισα σπίτι με ταξί. Το μπαρ ήταν γεμάτο κόσμο, δεν ήξερα σχεδόν κανένα, ούτε
καν αυτόν που γιόρταζε. Ο Κώστας ήρθε μόνος του, δεν είχα άλλο λόγο να μείνω,
τους άφησα κι έφυγα.
Γι'
αστείο το είπα, για να κάνω τη Ρουμπίνη να γελάσει, αλλά η εγκυμοσύνη της
αγγλίδας δεν είναι απλό πράγμα, αυτό σκεφτόμουνα στο μπαρ, μόνη, χωμένη σε μια
γωνιά. Όταν είπα στο Στάθη ότι δεν μπορώ να κάνω παιδιά, πολύ εύκολα μου
απάντησε ότι δεν τον ενδιαφέρει καθόλου. Μα απ' τον πρώτο κιόλας χρόνο του
γάμου μας κατάλαβα πως δεν ήταν αλήθεια, πως ένα παιδί το ήθελε. Όταν, πολύ
αργότερα, μου το πρότεινε, αν και με φόβιζε η ιδέα δέχτηκα να κάνω τις
εξετάσεις. Μέχρι που αρχίσαμε να συζητάμε το θέμα της εξωσωματικής. Τότε,
ξαφνικά, ένοιωσα πως είχα μπει σ' ένα τούνελ χωρίς διέξοδο, πως κατρακύλαγα με
ιλιγγιώδη ταχύτητα στο κενό. Σταμάτησε κάθε συζήτηση. Θα πρέπει να μεσολάβησε
κι ο Ηλίας γιατί ο Στάθης μ' αντιμετώπιζε πάλι για ένα διάστημα σα μωρό ή σαν
άρρωστη.
Γυρνώντας
στο σπίτι με το ταξί, σκεφτόμουνα ότι δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να μάθω αν
τότε το είχε πάρει απόφαση ο Στάθης ή εάν ήθελε απλώς να μου δώσει λίγο χρόνο
και μετά θα ξανάρχιζε πάλι απ' την αρχή ο κύκλος, συζητήσεις, εξετάσεις,
προγραμματισμός για ταξίδια στο εξωτερικό κι άλλες εξετάσεις ακόμα. Γιατί, στο
μεταξύ, βγήκε η ιστορία του Λονδίνου και τα πράγματα πήραν το δρόμο τους. Ίσως,
αν δεν εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα, δεν ξέρω, μπορεί και να γινόταν το παιδί
λόγος διαζυγίου. Μπορεί, όμως, και να υιοθετούσαμε ένα παιδί, ποιος ξέρει;
Ανοίγοντας την πόρτα του σπιτιού μου σκεφτόμουνα πως, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει
νόημα πια να εικάζω τι θα μπορούσε να είχε γίνει. Και μπαίνοντας στο σπίτι
έλεγα ότι δεν είχα αντοχή ούτε το μακιγιάζ μου να βγάλω, πτώμα ένοιωθα, τι μέρα
κι αυτή. Και σωριάστηκα στον καναπέ.
"Αντιγόνη
κοιμόσουνα; Έπαιρνα από νωρίς και δεν απαντούσε κανείς. Ο Αλέξανδρος
είμαι".
Είχα
μείνει άφωνη. Όταν κτύπησε το τηλέφωνο είχα ήδη μισοκοιμηθεί και νόμιζα ότι το
άκουγα στον ύπνο μου.
"Ναι,
έλειπα κι είχα ξεχάσει να βάλω τον τηλεφωνητή. Αλέξανδρε…"
"Τι
παράξενο που μου φαίνεται να ξανακούω τη φωνή σου. Εσύ πως μ' ακούς; Σαν εκείνο
τον συμμαθητή σου;"
"Απλώς
ξαφνιάστηκα, δεν σε περίμενα. Σε πείραξε αυτό που σού 'γραψα;"
"Όχι.
Αντίθετα μ' άρεσε. Γιατί ανάβεις τώρα τσιγάρο;"
"Τσιγάρο;
Α, έτσι, από συνήθεια. Τι κάνεις;" Τον άκουσα να γελάει "Γιατί γελάς,
τι είπα;"
"Τίποτα.
Σκέφτομαι, τώρα θα σε ρωτήσω κι εγώ τι κάνεις και μετά θα πούμε και για τον
καιρό. Τι καιρό κάνει στην Αθήνα;"
"Γιατί;
Σκοπεύεις νά 'ρθεις;"
"Αντιγόνη
μην αστειεύεσαι. Απ' την ώρα που πήρα το γράμμα σου μόνο αυτό σκέφτομαι. Το
ονειρεύομαι, το σχεδιάζω".
"Δεν
είναι λίγο πρόωρο;"
"Κι
εγώ αυτό λέω. Έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να φύγω τώρα. Για τα Χριστούγεννα
σκεφτόμουνα".
"Όχι!
Όχι τα Χριστούγεννα. Δεν θα είμαι εδώ". Φώναξα πιο δυνατά απ' ότι θα
έπρεπε, δεν πρόλαβα να ελέγξω τον τόνο της φωνής μου.
"Τι
έπαθες; Σα να τρόμαξες έκανες".
"Όχι,
δεν τρόμαξα. Είναι μόνο που εκείνη την περίοδο θα έχω να τακτοποιήσω μια
εκκρεμότητα. Σοβαρή. Έρχεται ο πρώην άντρας μου και μάλλον θα πρέπει να βάλουμε
μπρος το διαζύγιο. Και μετά λέω να πάω στα Χανιά, να δω τον πατέρα μου. Είναι
και το βιβλίο… Τι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς;"
"Δεν
ήξερα ότι ήσουνα παντρεμένη. Πρώτη φορά μου το λες".
"Δεν
το σκέφτηκα γιατί με τον άντρα μου ζούμε χρόνια χωριστά. Αυτός ζει στο Λονδίνο.
Πειράζει που δεν στο είχα πει;"
"Όχι.
Αυτό δεν πειράζει καθόλου. Οι τόσες ασχολίες σου πειράζουν, σαν υπεκφυγή
μοιάζουν. Νόμιζα ότι θά 'θελες κι εσύ να με δεις". Έμοιαζε θυμωμένος, ήταν
κοφτός ο τόνος της φωνής του.
"Μη
βγάζεις συμπεράσματα Αλέξανδρε. Φυσικά και θέλω να σε δω. Μόνο που μου
χρειάζεται λίγος χρόνος. Δεν είναι κι ό,τι πιο φυσιολογικό αυτή η ιστορία η
δική μας…" Αργούσε να απαντήσει. Τώρα θα με χαιρετήσει, σκέφτηκα, και θα
κλείσει το τηλέφωνο. "Τι έγινε; Θύμωσες;"
"
Όχι, σκέφτομαι. Θέλεις χρόνο; Εντάξει".
"Θα
μου γράψεις;"
"Τώρα
αμέσως. Αν δεν με πάρει ο ύπνος στο μεταξύ…"
"Καλό
ύπνο, λοιπόν"
"Αντιγόνη…"
"Ναι…"
"Τίποτα.
Καλό ύπνο και σε σένα"
Σα
να το ονειρεύτηκα ήταν αυτό το τηλεφώνημα και το χαλί μπροστά στον καναπέ ήταν
γεμάτο στάχτες. Σηκώθηκα, πήρα τασάκι και χώθηκα στα σκεπάσματα του κρεβατιού
μου ανάβοντας κι άλλο τσιγάρο. Τι νά
'ταν τώρα αυτή η πρόταση; Είναι δυνατόν να το εννοούσε; Οι κουρτίνες μου ήταν
πάλι τραβηγμένες, αν ήταν μέρα θα έβλεπα ένα κομμάτι ουρανού ανάμεσα στις δυο
απέναντι πολυκατοικίες. Προσπάθησα να φανταστώ Χριστούγεννα στην πόλη με τον
Αλέξανδρο. Αυτός είναι από τη Θεσσαλονίκη, εκεί ζούσε με τον πατέρα του. Η
μητέρα του είναι ιταλίδα και τους άφησε όταν ο Αλέξανδρος ήταν μικρός, γύρισε
στη Ρώμη και τώρα διδάσκει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνο το απόγευμα στην
παραλία μου τα είπε όλα αυτά.
Παράταιρα
μου φαίνονται τώρα. Δεν μπορώ να φανταστώ τον Αλέξανδρο μικρό, παιδί στη Θεσσαλονίκη,
με την ιταλίδα μητέρα του. Ούτε στην Αθήνα Χριστούγεννα μπορώ να τον φανταστώ,
παράταιρος μου φαίνεται κι εδώ, φοβάμαι πως δεν θα τον γνωρίσω κιόλας. Μα και
να τον γνωρίσω τι νόημα θά 'χει; Μού 'ρχεται να γελάσω που το σκέφτομαι, αν και
μόνο για γέλια δεν είναι η κατάσταση. Τι να του πω; Πως εγώ είμαι ερωτευμένη με
τον Αλέξανδρο που μου στέλνει e-mail απ' τη Ρώμη ή, έστω, με κείνον που με
χαιρετούσε πλάι απ' τη θάλασσα και δεν ξεχώριζα πια το πρόσωπο του γιατί είχα
κόντρα τον ήλιο που έδυε; Πως να τον δω τώρα στην Αθήνα; Που θα συναντηθούμε,
στο δρόμο, σε μπαρ; Κι έπειτα τι θα πούμε, τι θα κάνουμε; Κι αν πρέπει να
κοιμηθεί στο σπίτι μου; Τι πιο φυσικό, αφού δεν έχει σπίτι στην Αθήνα.
" Ματούλα μη με τραβάς από 'κει. Είναι
σκοτάδι, θα σκοτωθούμε. Μα τι κάνεις, που πας;"
Μ' αφήνει και
προχωράει βιαστικά. Είναι μικρή, μια σταλιά ανθρωπάκι και γυρίζει και με
κοιτάζει. Μοιάζει άσπρη στο φεγγαρόφωτο, χώνεται στις καλαμιές, πάει προς τη
θάλασσα.
"Ματούλα!"
Δεν ακούγεται η φωνή
μου. Χώνομαι κι εγώ στις καλαμιές, τα πόδια μου βουτάνε σε λάσπες. Η θάλασσα.
Άσπρη κι αυτή. Η Ματούλα κάθεται στην άμμο και τρώει κεράσια. Φτύνει τα
κουκούτσια προς το μέρος μου και γελάει, σα ματωμένο είναι το στόμα της. Κι
εκεί, πιο δίπλα, η μητέρα μου, με το λουλουδάτο ινδικό της φουστάνι. Παίρνει τη
Ματούλα και τη βάζει στην κοιλιά της. Έτσι. Σηκώνει το φουστάνι και φαίνεται η
κοιλιά της ανοιχτή. Βάζει μέσα τη
Ματούλα, καθιστή, να γελάει ακόμα με το ματωμένο στοματάκι της. Μετά, κατεβάζει
πάλι το φουστάνι και μου χαμογελάει. Και ξαφνικά βλέπω πως είναι γριά, φαφούτα,
σαν πηγάδι σκοτεινό είναι το στόμα της.
Θέλω να τρέξω μακριά μα τα πόδια μου είναι καρφωμένα στις λάσπες.
Ξύπνησα
απότομα κι ήμουνα παγωμένη, με πήρε ο ύπνος καθιστή και ξεσκεπάστηκα, γλίστρησε
το πάπλωμα. Κοιτάω απ' το παράθυρο, κοντεύει να ξημερώσει.
Άραγε
να μου έγραψε όπως μου είπε ή θα τον πήρε ο ύπνος; Ανοίγω τον υπολογιστή και
νοιώθω να με πνίγει η τρυφερότητα. Τον φαντάζομαι να προσπαθεί να γράψει και να
μην ξέρει τι να μου πει. Δεν καπνίζει κιόλας, τι να έκανε ανάμεσα στη μια φράση
και την άλλη, καθώς θα σκεφτόταν πως να συνεχίσει; Πρέπει να τον ρωτήσω που
είναι ο υπολογιστής του, τι βλέπει όταν σηκώνει το κεφάλι του και θέλει να
σκεφτεί.
Δεν υπάρχουν νέα μηνύματα. Εντάξει. Μου το είχε πει, θα τον πήρε ο ύπνος. Δεν θα
του ξαναθυμώσω αν δεν μου γράφει συχνά. Πως να συντηρηθεί αλλιώς μια τέτοια
επικοινωνία;
From:anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες
Date:
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 1998 06.30
Ναι, είναι του Αναγνωστάκη, καλά το
γνώρισες κι είναι απύθμενο το θράσος μου να το επικαλούμαι!
Έκανα
έναν έλεγχο να δω αν μου έγραψες τελικά. Μετά, και ενώ ετοιμαζόμουνα ν' ανοίξω
το αρχείο με το βιβλίο μου, ξαφνικά άρχισα να σου γράφω. Είναι κι αυτή η ώρα η
υποβλητική, που έχει φωτίσει χωρίς να έχει ακόμα ξημερώσει. Περιμένοντας τον
ήλιο, λοιπόν.
Ο
Αναγνωστάκης ήταν απ' τους αγαπημένους ποιητές της μητέρας μου. Και ο
Αλεξάνδρου και ο Πατρίκιος. Οι γονείς μου διάβαζαν πολύ. Περισσότερο η μητέρα
μου που διάβαζε κυρίως ποίηση. Κάποτε, όταν ήταν πιο νέα, έγραφε κι η ίδια
ποιήματα. Τραγουδούσε κιόλας, έπαιζε και κιθάρα. Έχεις ακούσει τη μουσική του
Χατζηδάκι απ' το Ματωμένο γάμο, του Λόρκα; Όσες φορές κι αν την ακούω θυμάμαι
τη μητέρα μου. Θυμάμαι κι ένα απόγευμα, Άνοιξη ήταν. Καθόμαστε στο μπαλκόνι του
δωματίου που είχε τότε η μητέρα για γραφείο - μετά πέθανε σ' αυτό το δωμάτιο.
Εγώ διάβαζα ένα βιβλίο, Το Παραμύθι χωρίς Όνομα, κι αυτό το θυμάμαι. Κι εκείνη
έπαιζε ένα κομμάτι στην κιθάρα, το Κονσέρτο του Αρανχουέζ. Δεν ξέρω αν σου έχει
τύχει ποτέ, μια μυρωδιά να οδηγεί σε μια σειρά από συνειρμούς. Είχε ένα γιασεμί
σ' αυτό το μπαλκόνι. Κάθε φορά, λοιπόν, που νοιώθω έντονα τη μυρωδιά ενός
γιασεμιού, μου φαίνεται πως ακούω ταυτόχρονα, για λίγα δευτερόλεπτα, το Κονσέρτο
του Αρανχουέζ.
Εσένα δεν σε ρώτησα ποτέ τι διαβάζεις. Εγώ
διαβάζω ό,τι μου τύχει, ανάλογα με τα φεγγάρια μου και με άλλα άντ’ άλλων
σειρά. Οι γονείς μου είχαν μεγάλη βιβλιοθήκη, ήταν σα να ζούσα σε βιβλιοπωλείο,
αλλά διάβαζα πάντα χωρίς σύστημα και κυρίως δεν διάβαζα τα βιβλία που αγόραζαν
για μένα ή αυτά που μου έλεγαν να διαβάσω από τα δικά τους.
Πάλι μακριές διαδρομές με λέξεις κάνω,
έτσι; Είναι που δεν γνωριζόμαστε ακόμα. Μη μου θυμώνεις που ζητάω χρόνο. Σιγά-
σιγά θα καταλάβεις γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά, λίγη υπομονή μόνο. Κι
έπειτα στο τηλέφωνο με ξάφνιασες. Όταν σου γράφω είναι αλλιώς. Κι εγώ
ονειρεύομαι τη συνάντηση μας. Κι είναι τόσο ωραίο αυτό το όνειρο, που θέλω να
κρατήσει πολύ, νά 'χω πολύ χρόνο να το ζω, να το γεύομαι. Γιατί να βιαστούμε;
Θα σού 'γραφα μια "καλημέρα"
μόνον και να που με παρέσυραν οι λέξεις. Καλημέρα, λοιπόν και να με σκέφτεσαι
με αγάπη. Όπως κι εγώ. Αντιγόνη
Αν με ρωτήσει κανείς πως θυμάμαι
τους γονείς μου, τους θυμάμαι να διαβάζουν θα απαντήσω. Το σπίτι μας στα Χανιά
ήταν πολύ μεγάλο κι είχε ο καθένας το δικό του το γραφείο, γεμάτοι βιβλία ήταν
οι τοίχοι. Στο γραφείο του πατέρα μου δεν έμπαινα σχεδόν ποτέ, σοβαρό κι
αυστηρό σαν εκείνον μου φαινόταν. Αντίθετα, αγαπούσα πολύ το γραφείο της
μητέρας μου. Ήταν πιο μικρό, στην κορυφή της σκάλας, μ' ένα δικό του αυτόνομο
μπαλκονάκι και τό 'χε στολίσει όμορφα η μητέρα μου. Είχε κι ένα κρεβάτι με
υφαντό κλινοσκέπασμα, για να ξαπλώνει τα μεσημέρια καμιά φορά. Εκεί, πάνω στο
κρεβάτι καθόμουνα σταυροπόδι και την κοιτούσα που διάβαζε. Όταν της άρεσε κάτι,
γύριζε και το διάβαζε και σ' εμένα κι ας ήμουνα μικρή για το καταλάβω.
"Άκου Αντιγόνη τι λέει εδώ". Δεν μ' ένοιαζε τι έλεγε, αρκεί που την
άκουγα να το διαβάζει. Ρώταγα, μετά, καμιά φορά τη γιαγιά μου.
"Γιαγιά
τι θα πει άθεος;"
"Ποιος
στο είπε παιδάκι μου;" Με ρώταγε κι εκείνη για να κερδίσει χρόνο.
"Η
μαμά μου το διάβασε σ' ένα βιβλίο".
"Κάτι
κακό είναι, δεν είναι αυτά για σένα", μου έλεγε κάθε φορά κι έπειτα την
άκουγα να μουρμουρίζει μόνη της, "ευλογημένο μου κορίτσι! Είναι πράγματα
αυτά να τα διαβάζεις στο παιδί;". Θα
το έλεγε, πιστεύω και στην ίδια τη μαμά. Όχι με θυμό. Με έκπληξη,
"ευλογημένο μου κορίτσι…" Η γιαγιά μου τη λάτρευε τη μητέρα μου, όλοι
έλεγαν, περίεργο για πεθερά ν' αγαπά τόσο τη νύφη της. Και δεν της θύμωσε που
με βγάλανε Αντιγόνη κι όχι Αριάδνη.
Τοπίο με βράχια…
Ξανά
ο πονοκέφαλος κι είναι δύσκολη μέρα σήμερα. Κάτι πρέπει να κάνω με τους
πονοκέφαλους και τις αϋπνίες, με τρομάζει κι αυτή η ανάγκη να κοιμάμαι μέσα στο
πρωινό. Και σήμερα δεν με παίρνει, πρέπει να δώσω πια το κείμενο στο περιοδικό,
τελευταία μέρα είναι.
Το
κεφάλι μου πάει να σπάσει.
"Δημήτρη,
η Αντιγόνη είμαι. Τι άνεμος πνέει εκεί μέσα;"
"Θυελλώδης!
Μη μου πεις ότι σκοπεύεις να μην έρθεις…"
"Δυστυχώς,
αυτό ακριβώς σκοπεύω να σου πω".
"Κάνω ότι δεν το άκουσα. Εγώ δεν ξέρω
τίποτα".
"Τόσο
άσχημα είναι τα πράγματα; Μ' εμένα τά 'χουν;"
"Με
όλους τά 'χουν. Κάτι παίζεται σε επίπεδο διεύθυνσης, δεν έχω καταλάβει, αλλά
δεν το βλέπεις κι εσύ ότι αυτές τις μέρες η ατμόσφαιρα είναι εκρηκτική;"
Τι
να σου πω τώρα βρε Δημήτρη; Ότι το τελευταίο πράγμα που βλέπω αυτές τις μέρες
είναι η ατμόσφαιρα στο περιοδικό;
"Δημήτρη,
θα μου κάνεις μια χάρη; Άνοιξε τον υπολογιστή μου. Είναι ένα αρχείο που το λέω
Educ. Ναι, αυτό για τις γυναίκες εκπαιδευτικούς είναι, το τελευταίο, αυτό που
δούλευα. Στείλτο μου με e-mail, υπολόγιζα νά 'ρθω σήμερα και δεν το πήρα μαζί
μου. Θα το τελειώσω και θα στο στείλω πάλι με e-mail μέχρι τ' απόγευμα. Εσύ
απλώς το δίνεις. Δεν ξέρεις τίποτα, απλώς στο έστειλα με την παράκληση να το
δώσεις. Κι αύριο βλέπουμε πως θα τα μπαλώσω. Πάω να κοιμηθώ, έχω τρομερό
πονοκέφαλο".
Θα
σπάσει το κεφάλι μου, κάποιος το κοπανάει με σφυρί, επίμονα. Σέρνομαι μέχρι την
πόρτα και την ανοίγω έτοιμη να διαολοστείλω αυτόν που με ξύπνησε.
"Η
Ρουμπίνη! Ποιος άλλος θα ερχόταν να με ξυπνήσει πρωί-πρωί;"
"Για
την ακρίβεια είναι τρεις το μεσημέρι και ανησύχησα. Ήξερα ότι θα πας στο
περιοδικό, από 'κει μου είπαν ότι δεν φάνηκες και περιμένουν το κείμενο σου,
στο τηλέφωνο δεν απαντάς, τι ήθελες να κάνω;"
"Αμάν,
το κείμενο! Κάνε καφέ και κάτσε φρόνιμη μέχρι να το τελειώσω και να το στείλω.
Πονοκέφαλο είχα και κοιμήθηκα λίγο παραπάνω, μην ανησυχείς".
"Να
αποτολμήσω μια παρατήρηση; Έχεις προσέξει ότι αυτός ο πονοκέφαλος σε πιάνει
όταν πρόκειται να βγεις απ' το σπίτι με μια ιδιαίτερη προτίμηση στις μέρες που
πρέπει να πας στο περιοδικό;"
"Ναι;
Μάλλον έχεις δίκιο. Κάτι έμαθες από συμπτώματα με μπαμπά ψυχίατρο. Λοιπόν, άσε
την τρελή στην τρέλα της να γράψει το κείμενο και κάνε καφέ μήπως και μου
περάσει ο πονοκέφαλος τώρα που ξέρω ότι μπορώ να μη βγω απ' το σπίτι".
"Αυτό
θα το δούμε. Αλλά μη σε συγχύζω μέχρι να τελειώσεις, γιατί μ' αυτό το
βδομαδιάτικο σασπένς, έρχεται δεν έρχεται το κείμενο της Αντιγόνης, σε βλέπω να
ψάχνεις σύντομα για δουλειά σε άλλο περιοδικό".
Αν
ήταν όπως παλιά με το Στάθη, αυτό θα ακουγόταν μόνον ως αστείο, ποιος θα
τολμούσε να κουνήσει απ' τη θέση της τη γυναίκα του Στάθη; Τότε όμως είχε μια
τάξη η ζωή μου. Και στο περιοδικό πήγαινα ακόμα κι αν δεν είχα συγκεκριμένη
δουλειά να κάνω. Συνεπέστατη, κόντευα να προαχθώ κιόλας και νά 'χω κι άλλες
αρμοδιότητες, αλλά εμένα μου άρεσε η στήλη μου, είχα την ησυχία μου.
Να
δω πόσος καιρός έχει περάσει απ' την τελευταία φορά που έγραψα για τις
χωρισμένες γυναίκες. Τώρα που θα είμαι κι εγώ επισήμως χωρισμένη να γράψω πάλι
κάτι. Έτσι κάτι προσωπικό, βιωματικό, απ' αυτά που αρέσουν, που κάνουν τις
αναγνώστριες να νομίζουν πως πίνουν καφέ μαζί σου και τα λέτε σα φίλες.
Στις
αρχές μου ήταν αδύνατο να γράψω έτσι. Μετά ο Στάθης άρχισε να μαγνητοφωνεί τις
συζητήσεις μας και να τις ακούμε μαζί. Βάζαμε ένα θέμα και το συζητούσαμε.
"Έτσι" μου έλεγε. "Απλά να λες την άποψη σου. Δεν γράφεις
δοκίμιο. Στον απλό κόσμο απευθύνεσαι, μην τον κάνεις να αισθάνεται
ηλίθιος". Κάποτε κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις γι' αυτό τον "απλό
κόσμο". Tι είναι, ποιος τον ορίζει έτσι κι ότι είναι το άλλοθι για να μην
τα δουλεύουμε τα θέματα μας. Μετά άρχισα πια να λέω απλά την άποψη μου χωρίς να
το πολυσκέπτομαι, έβγαινε αυθόρμητα, υιοθέτησα κι εγώ την αργκό του επαγγέλματος,
το στερεότυπο τρόπο να λέμε ορισμένα πράγματα. Και φαίνεται ότι τό 'κανα και
καλά, όλα θέμα πείρας είναι. Αν ήταν εδώ ο Στάθης δεν θα μ' άφηνε να κάνω το
θέμα για τους οίκους ευγηρίας έτσι όπως το έκανα. Ούτε και το άλλο, για τις
γυναικείες φυλακές. Υπάρχει και γι' αυτά τα θέματα μια φόρμουλα, θέμα πείρας κι
αυτή, αλλά εγώ τα πήρα πολύ προσωπικά. Αυτό φάνηκε και ενόχλησε. "Εσύ με
τόση πείρα, πως και την πάτησες έτσι;" Όπως είπε και τ' αφεντικό. Δεν την
πάτησα. Καθόλου δεν την πάτησα και το χάρηκα μάλιστα. Αλλά δεν ήταν η περίπτωση
να του το πω κι έτσι συμφώνησα πως πράγματι, ήταν ολίσθημα.
"Ρουμπίνη,
τώρα το καταλαβαίνω, τον έχω πεθυμήσει πολύ το Στάθη. Σαν παλιό αγαπημένο
αντικείμενο που τό 'χα κρύψει κάπου, τό 'χα ασφαλισμένο και τώρα θέλω να το
ξαναδώ, να το πιάσω, να το γευτώ".
"Αυτό
ήθελα να σου πω. Μάλλον έρχεται την άλλη βδομάδα".
"Σας
τηλεφώνησε; Γιατί δεν τηλεφώνησε και σ' εμένα;"
"Σε
κανένα δεν τηλεφώνησε. Η Άννα το έμαθε. Μικρή-μικρή και τριανταφυλλένια, αλλά
τις πηγές της τις έχει. Και είναι πάντα έγκυρες".
"Είναι
αλήθεια ότι έρχεται οριστικά;"
"Μάλλον
όχι αυτή τη φορά. Αλλά θα έρθει σύντομα για να εγκατασταθεί. Να σου πω τώρα και
ποια είναι η είδηση-βόμβα; Θα ασχοληθεί με τις εκδόσεις. Ακούγεται για
καινούργια εφημερίδα, αλλά θα ξεκινήσει από περιοδικά, μάλλον απ' το περιοδικό
σου. Με κάποιο μεγάλο επιχειρηματία τα βρήκε. Ακούγεται ότι θα κάνει τη
βιτρίνα, δεν ξέρω, εδώ οι πληροφορίες της Άννας γίνονται συγκεχυμένες κι
αρχίζουν οι δικές της εκδοχές. Η Αντιγόνη μας, λέει, θα γίνει διευθύντρια του
περιοδικού. Μόνο μην αφήσει τη λογοτεχνία, γράφει υπέροχα. Της είπες τι
γράφεις, της έδωσες τίποτα να διαβάσει;"
Είχα
σκάσει στα γέλια. Ακόμα και η είδηση ότι ο Στάθης μπορεί να γίνει εκδότης του
περιοδικού που δούλευα μου φάνηκε αστεία εκείνη τη στιγμή.
"Όχι
βέβαια. Πως σου πέρασε απ' το μυαλό ότι της δίνω κείμενα; Γιατί βρε Ρουμπίνη
την υποτιμάς έτσι; Να σ' ακούσει κανείς θα νομίζει ότι είναι καμιά
θεόχαζη".
"Άσε
με κι εσύ! Θα την προτιμούσα θεόχαζη. Έτσι τουλάχιστον θά 'χε το ακαταλόγιστο
γι' αυτά που σκαρώνει. Τέλειωσες; Θέλω να σου πω κάτι πολύ σοβαρό και θέλω να
βγούμε. Δεν το αντέχω το κελί σου, με καταθλίβει".
Τρόμαξα
έτσι όπως την είδα. Τσακισμένο το πρόσωπο της, κατάχλομο. Κι αδύνατη. Σα νά 'χε
χάσει δέκα κιλά αυτές τις μέρες, πως δεν το είχα προσέξει;
"Τελείωσα.
Μια στιγμή να το στείλω. Που θα με τρέχεις πάλι; Στο Διόνυσο;"
Είχε
βρει μια ταβέρνα στο Διόνυσο και η ιδιοκτήτρια της την υιοθέτησε. Ό, τι ώρα της
κάπνιζε πήγαινε και την ταΐζανε, την κανακεύανε. Είχε γυρίσει εκεί κάποιες
σκηνές απ' το πρώτο της σήριαλ, αυτό που τράβηξε το δέκα το καλό, είχε μεγάλη
επιτυχία, κανείς δεν το περίμενε από καινούργια σκηνοθέτη. Κι η κυρα Τατιάνα,
μια γυναίκα περιβόλι, ρώσικης καταγωγής, την αγάπησε μ' όλο το πάθος της
σλάβικης καρδιάς της, της είχε κάνει και διαφήμιση στο μαγαζί.
Στη
διαδρομή δεν μιλήσαμε καθόλου. Ακούγαμε μουσική απ' το ραδιόφωνο, η κάθε μια
χαμένη στις σκέψεις της. Η Ρουμπίνη έφαγε ελάχιστα κι όταν ξεφορτωθήκαμε την
κυρα Τατιάνα, στύλωσε τα μάτια στ' αναμμένο τζάκι κι άναψε τσιγάρο. Η Ρουμπίνη
δεν κάπνιζε πολύ, συνήθως δεν είχε ούτε πακέτο. Τώρα άφησε ένα τσαλακωμένο
μισοάδειο πακέτο Camel μπροστά της και δήλωσε.
"Σε
λίγους μήνες φεύγω. Γυρνάω Αγγλία. Ελπίζω για πάντα".
Κοκάλωσα.
Όχι γι' αυτό που είπε αλλά με το ύφος της. Ήταν σα νά 'λεγε, πάω να πέσω από
'δω κάτω, στο γκρεμό.
"Είναι
καιρός που το παλεύω, αλλά δεν τό 'παιρνα κι απόφαση. Γι' αυτό δεν τό 'χα πει
σε κανένα. Κυρίως σ' εσένα γιατί δεν ήξερα πως θα τό 'παιρνες. Έχω πάντα την
αίσθηση ότι θεωρείς υπερβολική τη σχέση μου με τον Κώστα. Με κοιτάς ανήσυχη σα
να περνάω μια βαριά γρίπη, μα σα να ξέρεις κιόλας πως είναι θέμα χρόνου και θα
μου περάσει".
"Δεν
είναι αλήθεια …"
"Άστα
τώρα αυτά. Δεν είναι ώρα να τα συζητάμε. Τον Κώστα δεν τον χώνεψες ποτέ. Είχες
πάντα την ιδέα ότι με εκμεταλλεύεται, ότι μου πέφτει λίγος, ότι με
αντιμετωπίζει κομπλεξικά. Εσύ δεν τά 'λεγες όλα αυτά;"
"Ναι.
Στην αρχή. Μετά δεν μίλαγα …".
"Αχ
βρε Αντιγόνη με τη θεϊκή σου αφέλεια. Μόνον εσένα σκέφτομαι. Πως θα σ' αφήσω
εδώ μόνη. Και ποιόν θά 'χω κι εγώ να με μαλώνει και να μ' αγαπάει".
"Τι
θα κάνεις στην Αγγλία;"
Συνειδητοποίησα
ότι έκανα προσπάθεια για να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. Μαζέψου Αντιγόνη, δεν
είναι ώρες να πατήσεις τα κλάματα.
"Η
αγγλίδα του δικού σου, του Στάθη, αυτή βοήθησε. Τάμαρ τη λένε την κοπέλα, μην
τη λέμε αγγλίδα. Το ξέρεις ότι διδάσκει στο Λονδίνο, στη Σχολή μου; Πριν καιρό
μου είχε προτείνει ο Στάθης να κοιτάξει να μου βρει έναν τρόπο να γυρίσω για
κάποιο διάστημα στο Λονδίνο. Καμιά υποτροφία, κάτι τέτοιο. Τότε του είχα
απαντήσει αόριστα, ούτε το δέχτηκα, ούτε το απέκλεισα. Τώρα ξέρω ότι δεν έχω
άλλη επιλογή. Πρέπει να φύγω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Εντάξει, για πάντα είναι
μεγάλη κουβέντα, αλλά πρέπει να φύγω. Δεν θέλω να είμαι εδώ όταν θα γεννήσει η
γυναίκα του Κώστα. Πήρα, λοιπόν, τον Στάθη και του είπα να κάνει ό, τι μπορεί.
Πριν μια βδομάδα με ειδοποίησε ότι μπορώ να πάω να διδάξω σκηνοθεσία για κανένα
εξάμηνο και μετά βλέπουμε. Ετοίμασα τα χαρτιά μου και τά 'στειλα. Πρόλαβα και
ρύθμισα και το θέμα του σήριαλ, τους έστειλα τη Χρύσα, δεν είχαμε υπογράψει και
τίποτα, δεν υπήρξε πρόβλημα. Έτσι είμαι έτοιμη".
"Πότε
θα φύγεις;"
"Θα
μου πει ο Στάθης όταν έρθει. Ίσως φύγω μαζί τους. Όχι για να μείνω. Έτσι,
διερευνητικά. Ν' αλλάξω και περιβάλλον Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μου;"
Δεν
απάντησα και η Ρουμπίνη μου ζήτησε ένοχα συγγνώμη. Της χαμογέλασα, δεν ήθελα να
στεναχωριέται και για μένα με το Στάθη.
"Δεν
είναι αυτό που νομίζεις", της είπα. "Αυτό, καλώς ή κακώς, έχει
τελειώσει. Εγώ μάλλον θα τη συνηθίσω την κυρία με τη μεγάλη κοιλιά κι ας με
τρομάζει λίγο τώρα. Είναι που κι εγώ πρέπει να ετοιμαστώ για ένα άλλο ταξίδι,
πιο μεγάλο, πιο απαιτητικό. Τι με κοιτάς έτσι; Σε τρόμαξα; Όχι βρε χαζούλα, δεν
εννοώ αυτό! Έτσι θα σου τό 'λεγα; Αμάν, καμιά εκτίμηση δεν μού 'χεις πια!"
"Είναι
που εδώ και κάμποσο καιρό νομίζω πως ζω σε μια εξωπραγματική πραγματικότητα και
τίποτα δεν μου κάνει εντύπωση πλέον. Τι ταξίδι λες;"
"Το
πιο μακρινό. Το ταξίδι μέσα μου. Νομίζω ότι αυτό είναι τελικά το στοίχημα. Γι'
αυτό το παλεύω το βιβλίο της Ματούλας. Η Ματούλα είναι κομμάτι απ' τη δική μου
τη ζωή, με τη δική μου τη ζωή είναι που παλεύω τελικά".
Το
είπα πια για το ταξίδι. Κι είχα σκύψει το κεφάλι όπως κάνω πάντα όταν μιλάω
πολύ για μένα. Η Ρουμπίνη όμως κατάλαβε, δεν με ρώτησε τι εννοώ. Άπλωσε το χέρι
της κι έσφιξε το δικό μου.
"Ξέρεις
πως είμαστε; Σα δυο δραπέτες που τό 'σκασαν μαζί, πέρασαν ένα σωρό περιπέτειες
στο δρόμο και πάνω που πλησίαζαν στο τέρμα, αποφασίζουν να χωρίσουν, να
συνεχίσει ο καθένας μόνος του".
Έμοιαζε
πολύ συγκινημένη, νοιώθω αμήχανα κάθε φορά που τη βλέπω έτσι, σα να φοβάμαι για
την ένταση της επόμενης κίνησης της. Σήκωσα το κεφάλι και τράβηξα το χέρι μου
για ν' ανάψω τσιγάρο.
"Κάντο
σενάριο αυτό! Δεν θα βάλουμε τώρα τα κλάματα! Σάματις που θα πας; Στην Αλάσκα;
Αν ζοριστώ έρχομαι και σε βρίσκω, θάλασσα έχει κι η Αγγλία, νησί είναι κι αυτή.
Θα πάμε κάποτε μαζί ένα ταξίδι στην Κορνουάλη. Δεν ξέρω πως μου έχει κολλήσει.
Τα τοπία με τα βράχια θα φταίνε. Όταν γεράσουμε, όμως. Όταν θά 'χουν
καταλαγιάσει τα πάθη".
***
Γυρνώντας
στο σπίτι, ένοιωθα ότι μου φταίνε και τα ρούχα μου. Έρχεται ο Στάθης, φεύγει η
Ρουμπίνη. Από αύριο, κάθε πρωί που θα ξυπνάω, θα ξέρω πως η καινούργια μέρα με
φέρνει πιο κοντά σ' αυτές τις αλλαγές που η αναμονή τους και μόνο θρυμματίζει
την ισορροπία μου.
Βρήκα
ένα ακόμα e-mail απ' τον Αλέξανδρο. Μα είναι εντελώς παρανοϊκός κι αυτός; Καλά
που δεν τον έχω μπροστά μου.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
τοπίο με βράχια
Date:
18 Νοεμβρίου 1998 24.45
Αλέξανδρε μην το κάνεις αυτό, μην το
ξανακάνεις. Τρία e-mail μου έχεις στείλει μετά το τηλεφώνημα μας και είναι σα
να προσπαθείς συστηματικά να ξαναχαράξεις διαχωριστικές γραμμές, να πάρεις
αποστάσεις, σα να με φοβάσαι ή να θες να μ' εκδικηθείς για κάτι. Δεν είναι
δυνατό να με βάζεις συνέχεια ν' απολογούμαι, πιάστηκα στον πάγκο του
κατηγορούμενου, βρες μου μια πιο αναπαυτική θέση!…
Ένα παιγνίδι ήτανε κι αυτό που σου πρότεινα
με τις διηγήσεις απ' την παιδική μας ηλικία, δεν πήγα να σε ξαπλώσω στο ντιβάνι
του ψυχαναλυτή, ούτε για μένα ήταν εύκολο αυτό το ταξίδι στο παρελθόν μου, σε
εμπιστεύτηκα όμως.
Να σου ξαναπώ, λοιπόν, μ' ένα παιγνίδι τα
κίνητρα μου: αν ο Αλέξανδρος ήταν τοπίο, θα ήταν ένα τοπίο με βράχια. Κάθομαι
σε μια μεριά και βλέπω μια υπέροχη θέα αλλά από περιορισμένη οπτική γωνία. Πιο
'κει έχει βράχια, δεν μπορώ να πλησιάσω. Το ξέρω όμως ότι η θέα που μου κρύβουν
τα βράχια είναι ακόμα πιο όμορφη. Και ξέρω ακόμη πως δεν είναι απροσπέλαστη,
μόνο που κάποιος πρέπει να μου δείξει το μονοπάτι, μην τσακιστώ στα βράχια.
Είναι
λίγο καλύτερα έτσι;
Σε
φιλώ, Αντιγόνη
Υ.Γ.
Αν, μετά απ' αυτό, αρχίσεις πάλι να αργείς να μου απαντήσεις, δεν θα σου
ξαναγράψω!
Πολύ
ωραία, αυτά ακριβώς ήθελα να του πω. Τό 'στειλα, πάει πια.
Στο
βίντεο έχει μείνει ακόμα η Μπλε ταινία που έβλεπε η Ρουμπίνη. Κάτι μου έλεγε,
με ρωτούσε νομίζω αν είχα προσέξει κάτι. Ούτε θυμάμαι. Να της το πω μονάχα ότι
είναι εδώ, να μην την ψάχνει. Που την σταμάτησε; Στη σκηνή της πισίνας. Ναι,
γι' αυτό με ρωτούσε, κάπου την έχουν καλέσει να μιλήσει για την εικόνα της
γυναίκας μέσα απ' τον κινηματογράφο.
Πως
θα είναι άραγε χωρίς τη Ρουμπίνη; Χωρίς τα σκόρπια πράγματα της, τα 50
τετραγωνικά μου θα μοιάζουν πραγματικά με κελί. Λιτό, μοναστικό, νευρωτικά
τακτοποιημένο.
From:
stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Re τοπίο με βράχια
Date:
Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 1998 01.38
Ελπίζω νά 'χεις ακόμα ανοικτό το e-mail και
να διαβάσεις αμέσως το γράμμα μου. Αν ο Αλέξανδρος, λοιπόν, ήταν ζώο, θα ήταν
κουνέλι (τρομαγμένο). Ή σκαντζόχοιρος. Κι αν ήταν πλεούμενο, θα έβγαινε στη
θάλασσα μόνο με μπουνάτσα γιατί θα φοβόταν μην του σπάσει ο αέρας το κατάρτι
(τουλάχιστον αυτή την περίοδο που προσπαθώ ν' ανασυγκροτήσω μια ισορροπία).
Χτύπησες δυο φλέβες. Ταυτόχρονα. Το άγχος
μου ότι είμαι συνεχώς πειραματόζωο, αντικείμενο παρατήρησης, μελέτης, διάγνωσης
και μεταχείρισης. Και την παιδική μου ηλικία.
Εμείς οι δυο έχουμε κάτι κοινό: στα 10 μας
χρόνια χάσαμε τη μητέρα μας. Εσένα πέθανε, εμένα μ' εγκατέλειψε. Το αποτέλεσμα
ήταν το ίδιο: δύσκολα χρόνια. Εγώ είχα έτσι κι αλλιώς δύσκολο χαρακτήρα, νευρικό,
ευέξαπτο. Δεν τό 'χα σε τίποτα να πιαστώ στα χέρια με τ' άλλα παιδιά αν
θεωρούσα ότι με κορόιδευαν. Τη μάνα μου τη λάτρευα τότε, θα μπορούσα να κάνω
οτιδήποτε προκειμένου να την ευχαριστήσω. Ήταν πολύ νέα και καθόλου έτοιμη να
κάνει οικογένεια. Πέρναγε ώρες στο ατελιέ ζωγραφίζοντας ή μη κάνοντας τίποτα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, πιο πολλές ώρες καθόταν αδρανής παρά ζωγράφιζε. Εμένα
δεν ξέρω πως μ' έβλεπε τότε. Πότε έδειχνε να μ' αγαπάει παράφορα, μου έκανε όλα
τα χατίρια, δεν ξεκόλλαγε από δίπλα μου. Θυμάμαι μια εποχή καθόταν έξω απ' το
σχολείο μου με τις ώρες. Για να με δει λίγο στο διάλειμμα ή περιμένοντας να με
πάρει να φύγουμε. Άλλες φορές πάλι, φερόταν σα να της ήμουνα βάρος ασήκωτο, δεν
άντεχε ούτε την παρουσία μου. Ο πατέρας μου έμοιαζε να μην καταλαβαίνει τίποτα.
Σα να του αρκούσε που μας είχε εκεί, σύζυγο και γιο. Κάπως σαν ένα ντεκόρ στην
οργανωμένη ζωή του: καλή δουλειά κι ας ήταν νέος, λεφτά, οικογένεια, διάδοχο ν'
αφήσει το ιατρείο κλπ. Δεν ξέρω αν είναι αυτός ο λόγος που δεν θέλησα ποτέ να σπουδάσω
γιατρός. Πάντως ο πατέρας μου άρχισε να ενδιαφέρεται για μένα όταν η μητέρα μου
έφυγε και μας άφησε. Τότε πρωτοένοιωσα σαν πειραματόζωο, δεν με άφηνε από τα
μάτια του. Απόγινε κι ο κακός μου χαρακτήρας κι εκμεταλλευόμουνα ό, τι ευκαιρία
μου δημιουργούσε. Θυμάμαι, κάποτε τον ρώτησα αν η μαμά έφυγε επειδή ήμουνα εγώ
άτακτος και δεν με άντεχε. Δεν ξέρω τι κατάλαβε εκείνος, αλλά εγώ κατάλαβα ότι
είχα βρει το μήνα που έτρεφε τους ένδεκα. Ποδήλατο ήθελα; Έβαζα τα κλάματα για
τη μαμά. Κακούς βαθμούς έφερνα; Το ίδιο. Βασανιστής του είχα γίνει. Με τον
πατέρα μου την έχουμε ακόμα αυτήν εκκρεμότητα, άνιση σχέση, αγχωτική. Με τη
μάνα μου τα βρήκαμε κάπως απ' όταν ήρθα στην Ιταλία. Μα τα χρόνια που ζήσαμε
χώρια δεν γεφυρώνονται εύκολα. Το βλέπω ότι την τρώνε οι τύψεις, προσπαθεί να
κερδίσει τον χαμένο χρόνο με παροχές (που εγώ συνήθως αρνιέμαι) ή
παρακολουθώντας με ανήσυχη να δει τι άκρη θα βρω με τη ζωή μου. Μου έγινε κι
εμένα συνήθεια να μη μιλάω, να μην εξηγώ τίποτα, να είμαι σαν το τοπίο με τα
βράχια που λες κι εσύ (επίτηδες έκανα reply to author, μη μου θυμώσεις πάλι!).
Λοιπόν, τα κατάφερες. Με ξάπλωσες στο
ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Ξέρεις πώς νοιώθω; Σαν εκείνο το πλεούμενο που σού
'λεγα κι εσύ είσαι ο γλάρος που του δείχνει το δρόμο. Σε σκέφτομαι, σε
σκέφτομαι συνέχεια. Αλέξανδρος
Το ξέχασα σχεδόν πως του
είχα θυμώσει, μου φάνηκε σα να τον έβλεπα πάλι. Σκυμμένο στον υπολογιστή, να
γράφει γρήγορα για να προλάβει, για νά 'ναι το e-mail μου ακόμη ανοικτό και να
μου πει ότι περαστικός είναι κι αυτός απ' τη Ρώμη, ποιος ξέρει που κατευθύνεται
κι αυτός. Μα εγώ είμαι η λιγότερο κατάλληλη για να του δείξω δρόμους, περαστική
είμαι κι εγώ, πρώτη φορά στη ζωή μου έχω τόσο έντονη την αίσθηση ότι ταξιδεύω.
Όμως, έτσι όπως διάβαζα το γράμμα του, δεν ξέρω πως έγινε και σκέφτηκα ότι
είμαι κάποιος τρίτος, κάποιος που γράφει τη δική μας τη ζωή σε μυθιστόρημα, τη
δική μου και του Αλέξανδρου. Και ότι θά 'πρεπε να κάνω μια παρουσίαση αυτού του
μυθιστορήματος, να το περιγράψω με δυο λέξεις. Άραγε θα διέφεραν πολύ αυτά που
θά 'λεγα για τον καθένα μας αν αφαιρούσα τα επί μέρους και τις λεπτομέρειες;
Δεν
ξέρω, όμως, τι να κάνω. Τα γράμματα του Αλέξανδρου τώρα τελευταία μ' επηρεάζουν
πολύ, με συγκινούν, με θυμώνουν, επιτείνουν το άγχος μου. Νομίζω πως θ' αρχίσω
να παραλογίζομαι, θα γίνει κι αυτή η ιστορία ένα βαρίδι ακόμα να με τραβάει.
Ώρες-ώρες, τον αισθάνομαι σα δίδυμο αδελφό μου, είναι κι αυτή η σύμπτωση σήμερα
με το γλάρο, είναι που νοιώθω κι εγώ σαν τοπίο με βράχια, μόνο που εγώ είμαι
πιο φοβισμένη από 'κείνον για να διεκδικήσω να με ανακαλύψουν, για να σκεφτώ
ότι μου το χρωστάνε.
"Προχώρησε
το βιβλίο σου", μου λέει ο Ηλίας. "Είναι κι αυτό που σε κρατάει σε
υπερένταση, είναι κι αυτό μια εκκρεμότητα". Ούτε με τα καινούργια χάπια
που μου έδωσε κατάφερα να κοιμάμαι το πρωί, αλλά δεν θέλει να μου δώσει κάτι
πιο βαρύ.
Βράδυ
ήταν, είχα πάει να τον πάρω απ' το ιατρείο, θα πηγαίναμε να φάμε μαζί. Είχαμε
φτάσει κοντά στη Βούλα όταν μου είπε, "που σκοπεύεις να με πας; Για φαγητό
δεν βγήκαμε ή κάνω λάθος;" Όταν βγαίνω με τον Ηλία, νομίζω ότι αυτός είναι
ο προορισμός μου, ότι δεν έχω άλλον. Αποδιώχνω τη σκέψη ότι θα πρέπει να πάμε
κάπου, να βρεθούμε ανάμεσα σε κόσμο, να κάνουμε πράγματα συγκεκριμένα.
"Δυστυχώς
έτσι είναι, δεν κάνεις λάθος", του είπα κι έπιασα αριστερή λωρίδα, κάπου
εκεί υπήρχε ένα συμπαθητικό μέρος που πηγαίναμε παλιά με το Στάθη.
"Ξέρεις
τι μου θυμίζει το βιβλίο μου;"
Εγώ
είχα ήδη τελειώσει το φαγητό μου κι είχα ανάψει τσιγάρο. Εκείνος έτρωγε ακόμα,
μου φάνηκε κι ότι δεν άκουσε τι τον ρώτησα.
"Ηλία,
ξέρεις τι σκέφτομαι όταν κάθομαι να γράψω; Θυμάσαι τα γράμματα που σου έστελνα
όταν ζούσα με τον πατέρα μου; Έτσι νοιώθω. Κάθε φορά που τελειώνω ένα κεφάλαιο,
νοιώθω όπως όταν τελείωνα ένα γράμμα για σένα. Ανακούφιση αλλά και μελαγχολία.
Και νοσταλγία, βαθιά νοσταλγία".
Μετά
σκέφτηκα, άραγε να υπάρχουν ακόμα εκείνα τα γράμματα; Απ' όταν ήρθα στην Αθήνα,
ποτέ δεν μου μίλησε γι' αυτά. Ετοιμάστηκα να τον ρωτήσω, αλλά μετάνιωσα. Ο
Ηλίας πήρε ένα τσιγάρο απ' το πακέτο μου. Δεν καπνίζει πια σχεδόν καθόλου, το
έκοψε πριν δυο χρόνια όταν χρειάστηκε να κάνει μια εγχείρηση. Όταν τρώμε, όμως,
έξω, πάντα παίρνει ένα τσιγάρο απ' τα δικά μου, ένα μόνο. Έδειχνε αφηρημένος
καθώς το κάπνιζε.
"Υποθέτω
πως κάπως έτσι είναι ακόμα", μου είπε όταν νόμιζα πια ότι είχε ξεχάσει τι
τον ρώτησα. "Ακόμα είναι σα να γράφεις γράμματα, δεν έχουν χειραφετηθεί οι
ήρωες σου και δεν ξέρω κι αν θα το πετύχεις ποτέ όσο αυτό το βιβλίο λειτουργεί
σαν εμμονή".
"Δεν
ξέρω τι εννοείς, αλλά εγώ θέλω να το γράψω αυτό το βιβλίο. Θέλω μάλιστα και να
το εκδώσω".
"Γράφε
το όπως σ' αρέσει. Δεν είναι σωστό που παρεμβαίνω κι εγώ και το σχολιάζω. Κι
όταν το γράψεις, αναλαμβάνω εγώ τα υπόλοιπα. Εσύ θα το δεις πια στα
βιβλιοπωλεία και δεν θα σε νοιάζει κιόλας. Θα λες, τι σχέση έχω εγώ μ' αυτό το
πράγμα που βλέπω στη βιτρίνα;"
Αυτό
καλό είναι ή κακό; Ήθελα να τον ρωτήσω. Αλλά προτίμησα και πάλι να μη μιλήσω,
για κάποιο λόγο μ' ενοχλούσε αυτή η συζήτηση κι ας την είχα αρχίσει εγώ.
***
Ξύπνησα
πάλι πρωί, χαράματα, δεν άναψε ακόμα το καλοριφέρ, το δωμάτιο είναι παγωμένο,
κι εγώ σκέφτομαι πως πράγματι κάπως έτσι είναι, γράμματα σα να γράφω.
Είναι
όμως ο Αύγουστος που με τραβάει τώρα, μπροστά στο ανοιχτό αρχείο μου με τον
προσωρινό τίτλο Η θάλασσα. Ο
τελευταίος Αύγουστος της κυρα Λένης. Εγώ δεν πρόλαβα, δεν θέλησα να τη δω
άρρωστη. Πριν φύγω για την Αθήνα, το Γενάρη του '88, λίγο μετά τα γενέθλια μου,
είχε έρθει με τη Ματούλα στο σπίτι στα Χανιά και με βοήθαγε να μαζέψω τα
πράγματα μου. "Μη στεναχωριέσαι καλό μου", μου έλεγε. "Θα
γαληνέψει η ψυχή σου και θα γυρίσεις πάλι στο σπίτι σου". Μου έβαλε λίγη λεβάντα, θυμάμαι, στη βαλίτσα
μου και μοσχοβόλαγαν μετά τα ρούχα. Την είδα μια δυο φορές ακόμα από τότε, στις
βιαστικές επιστροφές μου στα Χανιά, της γνώρισα και το Στάθη. Μα κάθε φορά που
τη φέρνω στο νου μου, εκείνη η εικόνα της έρχεται, η παλιά, θα γαληνέψει η ψυχή
σου που μού 'λεγε.
Μέχρι που χάθηκε το φεγγάρι…
"Τέλειωνε πια ο Αύγουστος. Στις 26 ήτανε, την παραμονή της
γιορτής του Αγίου Φανουρίου, γιόρταζε το χωριό. Το βράδυ ο Μανούσος έκλεισε
αργά το μαγαζί, πάντα έτσι κάνανε στις γιορτές ή όταν είχε ξένο κόσμο στο
χωριό. Δεν πούλαγαν τίποτα, κανένας τουρίστας μόνο να πάρει καμιά μπύρα, κανένα
αναψυκτικό. Όμως ο Μανούσος έστηνε ένα τραπεζάκι με μερικές καρέκλες στην
είσοδο του μαγαζιού κι ερχόταν κανένας συγγενής, κανένας ξενοχωρίτης που
βρέθηκε στο χωριό για τη λειτουργία και καθότανε εκεί να τους κεράσει τσικουδιά
και στραγάλια. Φέτος, πιο πολύ από συνήθεια τό 'κανε, δεν είχε και πολλή όρεξη.
Ήταν κι η κυρα Λένη ανήσυχη όλη μέρα, μα του είπε η Ματούλα πως θα την πρόσεχε
εκείνη τη μάνα της, να κάτσει, του είπε, όσο θέλει αυτός κάτω στο μαγαζί.
Όλο τ' απόγευμα τριγύρναγε με το ποδήλατο κατά τη συνήθεια της η
Ματούλα, αλλά γύρισε νωρίς εκείνο το βράδυ για να φύγει κι η θεια της που ήθελε
να πάει στην εκκλησία για την ολονυχτία.. Ανέβηκε κατευθείαν επάνω στο σπίτι, η
θεια της την περίμενε στις σκάλες, τη χαιρέτησε και πήγε να πάρει τον άντρα της
που καθόταν έξω με την παρέα.
Η μάνα της δεν ακουγότανε κι έκατσε λίγο η Ματούλα στη βεράντα να
κοιτάει τη θάλασσα. Όταν μπήκε στο δωμάτιο να την ετοιμάσει για ύπνο, είδε πως
κάποιος - ο Μανούσος ή η Βαγγελιώ; - της είχε δέσει και τα χέρια στα κάγκελα
του κρεβατιού για να μη σηκωθεί και τσακιστεί, όλη μέρα σήμερα προσπαθούσε να
βγει απ' το κρεβάτι κι η Ματούλα την κανάκευε για να την ηρεμήσει. Δάγκωσε τα
χείλια της να τα ματώσει όταν την είδε. Να μην αφήσει να της βγει η φωνή, μάνα
μου βασανισμένη. Δεν την πείραξε, μόνο λίγο νερό προσπάθησε να της δώσει. Δεν
άντεξε όμως το βλέμμα της τ' αγριεμένο κι έφυγε τρέχοντας.
Έφυγε απ' την πίσω αυλή, να μην τη δουν, και τράβηξε κατά το
εκκλησάκι. Την πήρε η μυρωδιά απ' το γιασεμί και το νυχτολούλουδο και τη
ζάλισε. Την έπιασε τότε ένα παράπονο, μάνα μου με τα χέρια σου τα φύτεψες,
έλεγε, τρέχανε τα μάτια της ποτάμι κι έφυγε πάλι και πήγε σκουντουφλώντας μέχρι
την παραλία. Έκατσε πολλές ώρες εκεί, ακουμπισμένη σ' ένα βράχο, η μισή στη
θάλασσα. Όταν σηκώθηκε ήταν πιασμένη. Γύρισε σπίτι κι ανέβηκε κατευθείαν στο
δωμάτιο της μάνας της. Εκείνη είχε αποκοιμηθεί κι ο πατέρας της έλειπε. Το
έκανε συχνά αυτό. Όταν έκλεινε αργά το μαγαζί, δεν ανέβαινε σπίτι, έπεφτε σ'
ένα ραντζάκι εκεί στο πίσω μέρος της αυλής και κοιμόταν.
Πλησίασε το κρεβάτι. "Μάνα", της είπε σιγά μην την
τρομάξει κι άρχισα να της λύνει με προσοχή τα χέρια από τα κάγκελα του
κρεβατιού. Πάλι την τύφλωσαν τα δάκρυα. Απ' τον αγώνα πού 'κανε για να λυθεί η
κυρα Λένη, είχανε μελανιάσει οι καρποί της. "Μάνα", της ξανάπε και
κοίταξε το πανιασμένο πρόσωπο, τα ρουφηγμένα μάγουλα, τα μισάνοιχτα χείλια και
τη μύτη της που έμοιαζε κέρινη. "Μάνα, ξύπνα, θα πάμε στη θάλασσα".
Άνοιξε τα μάτια η κυρα Λένη, είδε την κόρη της στο μισοσκόταδο, μόνο το
καντηλάκι φώτιζε, και της χαμογέλασε μ' κείνο το παιδικό της χαμόγελο. Άπλωσε
τα χέρια να την αγκαλιάσει. Την πήρε πάλι η Ματούλα σαν το μωρό στην αγκαλιά
της, καθόλου δεν την κούρασε εκείνη τη νύχτα, πανάλαφρη ήταν.
Φτάσανε στα βράχια, καθίσανε πάλι και τη στήριξε η Ματούλα από τις
πλάτες με το χέρι της. Κι έπειτα ανέβασε το χέρι και χάιδευε τα μαλλιά της. Και
πως της ήρθε ξαφνικά, θυμήθηκε το Πάσχα, τότε που ήτανε μικρή. Η κυρα Λένη
έκλαιγε κάθε φορά στην περιφορά του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή. "Γιατί
κλαις μάνα;" Τη ρώταγε η Ματούλα. "Γιατί έτσι πρέπει", απαντούσε
η κυρα Λένη. "Συνοδεύουμε το Χριστό στο τελευταίο του ταξίδι και πρέπει να
ψέλνουμε και να κλαίμε". Έψελνε κι η Ματούλα, αλλά να κλάψει δεν μπορούσε.
Θυμήθηκε όμως το χέρι της μάνας της, έτσι στην πλάτη της τό 'χε κι αυτή και της
χάιδευε τα μαλλιά όπως περπατούσαν. Προσεκτικά, μην της χαλάσει τα κοτσίδια και
την ξεχτενίσει μέρα που ήταν.
Το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε τα γκρίζα απαλά μαλλιά της κυρα Λένης,
φρεσκολουσμένη την είχε η Ματούλα. Κάθισαν ώρα εκεί. Αμίλητες. Χαμογελούσε η
κυρα Λένη μ' εκείνο το χαμόγελο σαν του μωρού. Τόσο λίγο μόνο μάνα μου
χρειάζεσαι για να γαληνέψει η ψυχή σου; Σκεφτόταν η Ματούλα κι έτρεχαν τα μάτια
της όπως κοιτούσε τη μάνα της να χαμογελάει. Σε λίγο, όμως, θα ξημέρωνε κι
έπρεπε να γυρίσουνε σπίτι. Τέλειωνε πια το καλοκαίρι, πόσες φορές ακόμα θα την
έφερνε στη θάλασσα; Η κυρα Λένη την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, αυτή επέμενε να κτίσουν
το σπίτι πάνω απ' το μαγαζί, κοντά στον Αι Νικόλα και την παραλία με τα βράχια.
Πρώτα μένανε ψηλά στο χωριό, τη θάλασσα ούτε τη βλέπανε ούτε την ακούγανε. Θα
την ξανάβλεπε άραγε τη θάλασσα;
Την ακούμπησε μαλακά στην άμμο η Ματούλα. Μετά σηκώθηκε κι έβγαλε
το φόρεμα της, της τράβηξε και το δικό της το νυχτικό, την έγδυσε, ολόγυμνη.
Την πήρε πάλι στην αγκαλιά της και μπήκανε στη θάλασσα. Για να μην την τρομάξει
το κρύο, έπαιρνε σιγά-σιγά με τη χούφτα της νερό η Ματούλα και την έβρεχε. Δεν
έμοιαζε όμως ανήσυχη ή τρομαγμένη η κυρα Λένη, ολόγυμνη μέσα στη θάλασσα.
Χαμογελούσε ακόμα κι ήταν σαν το μωρό στην κολυμπήθρα όταν την έπιασε η Ματούλα
απ' τις μασχάλες και την έβαλε ολόκληρη στο νερό, μόνο το κεφάλι της ήταν έξω.
Την αγκάλιαζε με το ένα χέρι και της έβρεχε με το άλλο τα μαλλιά. Μείνανε πολλή
ώρα στη θάλασσα. Μέχρι που χάθηκε το φεγγάρι. Η κυρα Λένη έφυγε μαζί με το
φεγγάρι. Την έσφιξε στην αγκαλιά της η Ματούλα, την ξάπλωσε στα βράχια, τη
φίλησε και της έκλεισε τα μάτια. Έπειτα την έντυσε και την πήγε στο σπίτι.
Ακίνητη. Στην αγκαλιά της. Τη σκούπισε, της άλλαξε το βρεγμένο νυχτικό και την
έβαλε στο κρεβάτι της με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Έβγαλε τα κάγκελα,
πέταξε τα κουρέλια που της είχαν δέσει τα χέρια και πήγε κι εκείνη να κοιμηθεί.
Είχε βγει πια ο ήλιος όταν άκουσε τις φωνές της θειας της. Μπήκε
τρέχοντας στο δωμάτιο και πρώτα είδε το βλέμμα της.
"Σκύλα! Τη σκότωσες! Σκότωσες τη μάνα σου".
"Το γιατρό! Το νονό μου το γιατρό…" Πρόλαβε κι είπε πριν
σωριαστεί λιπόθυμη στο πάτωμα.
Ήτανε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και την κρατούσε ένα ρίγος σα νά
'χε πυρετό, όταν άκουσε τ' αυτοκίνητο του νονού της. Πήγε να σηκωθεί μα δεν την
κρατούσαν τα πόδια της. Φίλησε το χέρι του νονού σου Ματούλα. Μα η κυρα Λένη
είχε περάσει την όχθη κι ήταν μεγάλη πια κι η Ματούλα. Κουλουριάστηκε στο
κρεβάτι κι έκλαιγε φωναχτά, απελπισμένα, την τράνταζαν οι λυγμοί, την
ξεκούφαιναν, έτρεχαν τα μάτια, η μύτη, τα σάλια της.
Στο μεταξύ το σπίτι είχε γεμίσει κόσμο, έτσι γίνεται στα χωριά.
Άκουσε τον νονό της να λέει ν' αδειάσουν το δωμάτιο που ήταν η μάνα της.
"Μανούσο, μόνο εσύ έλα μαζί μου".
Πέρασε η ώρα, περίσσεψε η ζέστη. Μια μύγα ζουζούνιζε γύρω απ' το
χέρι της. Σκέφτηκε τη μάνα της, με δεμένα τα χέρια δεν θα μπορούσε να διώχνει
τις μύγες που θα καθότανε επάνω της. Έπειτα άκουσε βήματα στη σκάλα. Η ανοιχτή
πόρτα γέμισε απ' το ψηλό παράστημα του νονού της.
"Ματούλα, παιδί μου…"
Πρώτη φορά την έλεγε έτσι, παιδί μου. Πήγε να σηκωθεί.
"Όχι παιδί μου, μη σηκώνεσαι. Τώρα θα σου κάνω μια ένεση να
κοιμηθείς. Δεν χρειάζεται να σηκωθείς, τη μητέρα σου τώρα τη φροντίζουν
άλλοι".
Τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια.
"Εννοώ, την έπλυναν,
την ντύνουν…."
"Εγώ την είχα πλύνει νονέ. Της είχα λούσει και τα
μαλλιά".
"Ησύχασε παιδί μου.
Την ετοιμάζουν για το ταξίδι".
Κάθισε πλάι της στο κρεβάτι, πήγε να της χαϊδέψει τα μαλλιά, μα
τράβηξε μετά το χέρι του. Την κοίταζε κι ήταν τα μάτια του δακρυσμένα.
"Άκουσε με καλά Ματούλα. Η πάθηση της Ελένης δεν είχε
γιατρειά. Η ζωή της ήταν μαρτυρική κι από 'δω και πέρα θα ήταν αβάστακτη. Ο
θάνατος είναι σπλαχνικός σ' αυτές τις περιπτώσεις. Κατάλαβες παιδί μου; Εσύ δεν
φταις. Η μάνα σου είχε κουραστεί πια να ζει. Λυτρώθηκε η μάνα σου. Κατάλαβες;
Μην ακούσεις τι θα σου πούνε. Δεν φταις εσύ. Εσύ την αγαπούσες".
Έμεινε μαζί της πολλή ώρα και της μίλαγε. Έκλεισε και την πόρτα
για να μη μπει άλλος. Πριν την ξαναπάρει ο ύπνος κοίταγε τα μάτια του. Τόσα
χρόνια και δεν είχε δει το χρώμα τους πίσω από τα γυαλιά.
Όταν γυρίσανε στο σπίτι, μετά την κηδεία της μάνας της, ήταν πια
αδάκρυτη η Ματούλα. Κι όταν μαζεύτηκαν όλοι έξω, στην αυλή, το χέρι του νονού
της πήγε κι αναζήτησε, σ' αυτόν πήγε κι ακούμπησε κι ας τον ένοιωθε απόμακρο
τόσα χρόνια".
Πέντε φορές το έγραψα μέχρι να καταλάβω πως ήτανε
για μένα αυτός ο θάνατος μια ανοιχτή πληγή, σα να ξανάζησα το πένθος για τη
μάνα τη δική μου. Το έγραφα και μπερδευόταν οι εικόνες στο μυαλό μου, ο θάνατος
της κυρα Λένης, ο θάνατος της μάνας μου, που υπέφεραν, που είχαν κουραστεί να
ζουν. Εικόνες ξεχασμένες της μάνας μου να μπερδεύονται με την εικόνα της κυρα
Λένης, έτσι όπως τη θυμόμουνα εγώ, όμορφη γυναίκα.
Μετά την πέμπτη φορά που τό 'γραψα,
κάθισα και το διάβασα ολόκληρο. Τότε κατάλαβα πως θα το γράψω τελικά αυτό το
βιβλίο, θα το τελειώσω.
Άνοιξα το παράθυρο και ρούφηξα
αχόρταγα τον κρύο αέρα, μεσ' τους καπνούς ήτανε το δωμάτιο απ' τα τσιγάρα.
Αυτή
την εικόνα έχω κι εγώ απ' το θάνατο της μητέρας μου. Το πατέρα μου να κλείνει
με το ανάστημα του την πόρτα και να λέει τ' όνομα μου. "Αντιγόνη…"
Έτσι την είπε και τη Ματούλα, ζαλισμένος ήταν. Μόλις μπήκε στο δωμάτιο της και
την είδε Αντιγόνη την είπε, ο ίδιος μου το διηγήθηκε κάποτε. Ξέρω, λοιπόν, πως
ακριβώς ακούστηκε η φωνή του, κατά ένα παράδοξο τρόπο αντί να την αγριέψει ή να
την πονέσει, που είναι το ίδιο, σα βάλσαμο την ένοιωσε αντίθετα η Ματούλα. Της
μίλαγε ο πατέρας μου να γαληνέψει την ψυχή της, τό 'βλεπε πως ήταν σα θάλασσα
φουρτουνιασμένη, σα νερό ορμητικό που τά 'παιρνε όλα στο διάβα του. Δεν ήταν
μόνο η ένεση που της έκανε. Ήταν κι η μύγα. Που δεν θα ενοχλούσε την κυρά Λένη,
να μη μπορεί να τη διώξει που τα χέρια της θα ήταν δεμένα.
Έμεινε μέχρι αργά ο πατέρας μου μαζί της και
της μίλαγε. Η Ματούλα δεν μπορεί να το ήξερε, ήταν μωρό τότε, ποιος να της τό
'πε πως τη νύχτα που πέθανε η μάνα μου η δική μου - δεν τους είδα, τους ένοιωσα
- πριν έρθει να με βρει ο πατέρας μου κλείστηκε για πολλή ώρα με την κυρά Λένη
στο γραφείο του. Ποιος ξέρει τι είπαν τότε…
***
"Πως
πάει το βιβλίο σου;"
Πίναμε
καφέ με τη Ρουμπίνη. Μεσημεράκι, στον πεζόδρομο της Βαλαωρίτου. Απ' όταν
αποφάσισε να φύγει βλεπόμαστε σχεδόν κάθε μέρα, μια και δυο φορές. Έρχεται και
με παίρνει απ' το περιοδικό, μπαίνει φουριόζα, χαιρετάει, όλοι την ξέρουν εκεί,
ρίχνει μια ματιά στον υπολογιστή πίσω από τις πλάτες μου να δει τι γράφω και
μου λέει, "Φύγαμε" σε τόνο στρατιωτικού παραγγέλματος.
"Προχωράει.
Το βιβλίο πάει μάλλον καλά, τα άλλα μ' απασχολεί πως θα τα φέρω βόλτα. Έρχεται
ο Στάθης κι εγώ είμαι ένα κουβάρι μπερδεμένο. Είναι και η τροπή που έχει πάρει
η ιστορία με τον μικρό, λέω να τη διακόψω πια".
"Δεν
πρόκειται να το κάνεις και το ξέρεις, αλλά ας τ' αφήσουμε αυτό προς το παρόν.
Του είπες ότι γράφεις το βιβλίο;"
"Του
Αλέξανδρου; Κάτι του είπα, αλλά όχι λεπτομέρειες".
"Του
Στάθη λέω αν το είπες".
"Του
Στάθη; Πότε να του το πω; Αστειεύεσαι;"
"Να
του το πεις. Θα χαρεί. Σ΄ έχει έγνοια, μου τό 'λεγε. Μού 'λεγε πως σε σκέφτεται
τώρα που θα φύγω κι εγώ".
"Έτσι
ήταν πάντα με το Στάθη. Θαρρώ ότι μετά το θάνατο της μητέρας μου τα χρόνια που
έζησα μαζί του ήταν τα πιο ήσυχα της ζωής μου. Και να σκεφτεί κανείς πως όταν
παντρευτήκαμε σχεδόν δεν τον γνώριζα. Ποιος το περίμενε ότι θα κράταγε αυτός ο
γάμος;"
"Όντως
δεν κράτησε. Τι κάθεσαι και μου λες τώρα; Τρία χρόνια είσαστε χωρισμένοι".
"Γιατί
γίνεσαι επιθετική; Φυσικά και κράτησε. Ζήσαμε 6 χρόνια μαζί και θα μπορούσαμε
να ζήσουμε για πάντα αν αυτό εξαρτιόταν από μένα…"
"Μου
φαίνεται ότι και τη δική σου τη ζωή τη γράφεις σε βιβλίο. Την ξαναπλάθεις,
ξαναφτιάχνεις τους ήρωες. Θυμάσαι πως έκανες όταν σου είπε ότι θα φεύγατε μαζί
για το Λονδίνο; Μου έλεγες ότι δεν θα συνεχίσει αυτός ν' αποφασίζει για σένα,
ότι δεν είσαι μαριονέτα".
"Ρουμπίνη
τι έχεις πάθει;" Τη διέκοψα. "Δεν σε καταλαβαίνω. Πότε στάθηκες μόνο
σ' αυτά που έλεγα κι αγνόησες αυτό που υπήρχε από κάτω; Το ξέρεις ότι είχα
πάντα δυσκολία να παίρνω αποφάσεις. Με βόλευε ν' αποφασίζει ο Στάθης για μένα κι
ας μην το παραδεχόμουνα. Πολλές φορές νόμιζα ότι ήμουνα εγώ αυτή που αποφάσιζε
κι αυτός απλώς συναινούσε. Μα όταν μου είπε ότι θα πηγαίναμε στο Λονδίνο, δεν
μου έδωσε καθόλου χρόνο, με πίεσε, μου είχε βρει και δουλειά, θυμάσαι;. Και
τότε δεν ξέρω τι έπαθα, σαν πεισματάρικο παιδί έκανα, δεν ήθελα ν' ακούσω
κουβέντα. Μπα, ούτε πείσμα ήταν. Φόβος περισσότερο. Σα να μου στέρησαν το χρόνο
και μ' έπιασε ασφυξία. Το είχα μυθοποιήσει κι εκείνο το ταξίδι, νόμιζα πως θά
'ταν αμετάκλητο, πως θά 'κοβα τις ρίζες με το παρελθόν μου. Αν μού 'δινε λίγο
χρόνο τότε ο Στάθης, υποθέτω πως θά 'χα πάει τελικά μαζί του στο Λονδίνο. Αυτό
το λάθος έκανε, δεν εκτίμησε σωστά τότε την κατάσταση".
Μίλαγα
με πάθος, λαχάνιασα. Η Ρουμπίνη δεν έπαψε να με κοιτάζει όση ώρα μίλαγα.
"Πολύ
ωραίο το σενάριο! Μόνο που εγώ δεν θα το γύρναγα ποτέ ταινία. Έχεις σκεφτεί
μήπως γιατί η ηρωίδα σου δεν αποφάσισε σ' αυτά τα τρία χρόνια να πάει στο
Λονδίνο; Πάλι της έλειπε ο χρόνος; 'Η μήπως σ' αυτό το διάστημα αποφάσισε πως
ήταν καλύτερα να χωρίσει;"
"Δεν
μπορώ να συζητάω μαζί σου σ' αυτόν τον τόνο. Το ξέρεις ότι ποτέ δεν ένοιωσα ότι
είχα χωρίσει. Ακόμα και τώρα που τον λέω ο πρώην μου, αυτό το πρώην μου δεν
έχει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Εντάξει, τώρα θ' αποκτήσει. Αλλά μέχρι τώρα
έλεγα ότι ο γάμος μου είναι σε εκκρεμότητα. Μια εκκρεμότητα που θα μπορούσε να
κλείσει με διάφορους τρόπους, όχι αναγκαία με το χωρισμό. Γι' αυτό σου λέω ότι
είμαι μπερδεμένη…"
"Αντιγόνη
θα με τρελάνεις; Ο άντρας σου ζει με μια άλλη γυναίκα και θα κάνει και παιδί
μαζί της κι εσύ μου λες ότι το ζεις σαν εκκρεμότητα;"
"Κι
όταν ζούσαμε μαζί τά 'χε με μια άλλη…"
"Τό
'ξερες για την Έλλη;"
"Φυσικά
και τό 'ξερα. Τι νομίζατε όλοι σας; Ότι είμαι τόσο ηλίθια;"
"Γιατί
δεν μου το είπες ποτέ ότι τό 'ξερες;"
"Γιατί
δεν θα καταλάβαινες. Όπως δεν καταλαβαίνεις και τώρα. Εσύ έχεις ένα μοντέλο στο
κεφάλι σου για το πως πρέπει να ζει ένα ζευγάρι κι αυτό το μοντέλο δεν έχει
παραλλαγές γι' αυτό σε τρελαίνει κι η ιστορία με τον Κώστα. Και μετά λες για
την Άννα! Δεν μου έπαιρνε τίποτα απ' το Στάθη η Έλλη. Αν δεν ήξερα ότι θα σου
σηκωθεί η τρίχα, θα σου έλεγα ότι θα μπορούσαμε να ζήσουμε και οι τρεις μαζί.
Θυμάσαι; Η Έλλη μπαινόβγαινε στο σπίτι. Και μπαινόβγαινε όχι για το Στάθη, το
Στάθη τον έβλεπε αλλού, όλη μέρα ήταν μαζί στη δουλειά. Ερχόταν και για μένα,
υπήρχε μια σχέση μεταξύ μας γιατί ήταν μια παρουσία που δεν με απειλούσε,
αντίθετα. Την Έλλη σχεδόν την αγαπούσα, μερικές φορές μου θύμιζε τη μάνα μου.
Το ξέρεις ότι της είχα χαρίσει ένα μαντηλάκι της μητέρας μου με κεντημένο το
μονόγραμμα Ε; Να σου θυμίσω και κάτι
ακόμα; Η Έλλη ήταν μεγάλη, ήταν λίγο πιο μικρή απ' το Στάθη. Περίεργο δεν ήταν
το τρίγωνο; Συνήθως γίνεται το αντίθετο".
"Και
να σκεφτείς ότι σε νόμιζα διάφανη. Ότι σε ήξερα σαν ανοιχτό βιβλίο…"
Η
πρώτη φορά στη ζωή μου θα είναι που είπα τόσα πολλά και δεν κατέβασα μετά το
κεφάλι κάτω. Συνέχιζα μάλιστα να την κοιτάζω στα μάτια.
"Φυσικά
και με ήξερες σαν ανοιχτό βιβλίο. Μόνο που με διάβαζες μ' ένα δικό σου τρόπο.
Όλα αυτά στα είχα πει τότε, μόνο που εσύ τα αποκωδικοποιούσες σαν ενδείξεις της
ηλιθιότητας μου κι έλεγες άστην στο σκοτάδι, χαζό παιδί χαρά γεμάτο".
"Τώρα
αισθάνομαι εγώ εντελώς ηλίθια, αλλά εν πάση περιπτώσει το ξέρεις ότι με την
Τάμαρ δεν είναι το ίδιο, έτσι δεν είναι;"
"Φυσικά.
Όπως και ο Στάθης δεν είναι το ίδιο. Είναι πια πρώην, έστω και μ' αυτόν τον
απροσδιόριστο τρόπο, πάντως πρώην".
"Συγγνώμη
που επιμένω, αλλά το καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα τώρα έχουν δρομολογηθεί;
Πάτε για διαζύγιο, δεν πάτε για τρίγωνο. Υπάρχει και το παιδί".
"Αχ
βρε Ρουμπίνη, μια ζωή με υποτιμάς! Είναι που δεν ζητάω πολλά απ' τις σχέσεις
μου, που είμαι ολιγαρκής. Αλλιώτικα θα σε είχα απολύσει. Μια ζωή τη δασκάλα μου
κάνεις. Πάμε τώρα γιατί θα με απολύσουν εμένα απ' τη δουλειά μου…"
Πρώτα
είδα το πρόσωπο της ν' αλλάζει χρώματα και εκφράσεις και μετά πρόσεξα την παρέα
που πλησίαζε.
"Τι
έγινε παιδιά; Και για καφέ σα θίασος πάτε;"
Η
φωνή ακούστηκε από ένα κοντινό τραπέζι. Γύρισα το κεφάλι και είδα μια παρέα
δημοσιογράφων. Ελπίζω να μην άκουγαν και τα δικά μας και γίνουμε σήριαλ στις
καλλιτεχνικές σελίδες.
Το
πρόσωπο της Ρουμπίνης ήταν παγωμένο καθώς ο Κώστας ξέκοψε απ' την παρέα κι
ερχόταν προς το μέρος μας. Άρα δεν είχαν ραντεβού και η Βαλαωρίτου δεν ήταν
τυχαία επιλογή, στέκι θα ήταν κι ήλπιζε να τον δει. Η παρόρμηση μου ήταν να
μαζέψω τα πράγματα μου και να φύγω αλλά με κράτησε το βλέμμα της. Δεν είχε
τίποτα απ' τη συνηθισμένη της αποφασιστικότητα.
"Γεια
σας κορίτσια. Τι γίνεται Αντιγόνη; Καιρό είχα να σε δω. Είμαι και πνιγμένος
βέβαια με τις πρόβες".
Στεκόταν
όρθιος πίσω από την καρέκλα της Ρουμπίνης. Για να την αναγκάζει να γυρίζει το
κεφάλι αν ήθελε να τον δει; Το χέρι του στην πλάτη της, ψηλά, ο αντίχειρας να
της χαϊδεύει το σβέρκο. Δεν άντεξα.
"Κι
αν δεν ήσουνα πνιγμένος δεν νομίζω ότι θα βλεπόμαστε πιο συχνά".
Μετάνιωσα,
μα το είχα ήδη ξεστομίσει και πλανιόταν ακόμα στην ατμόσφαιρα. Κατάφερα να τον
κοιτάξω να δω τις αντιδράσεις του. Είναι, όμως, πράγματι εκπληκτικά όμορφος. Τά
'χασε λίγο, αλλά μετά συνήλθε και τράβηξε μια καρέκλα.
"Να
καθίσω λίγο ή έχετε μυστικά; Εσύ, γιατί δεν φτιάχνεις λίγο τα μαλλιά σου;"
Έφερα
αμήχανα το χέρι στον πρόχειρο κότσο μου, αλλά μετά χαμογέλασα, μου είχε
ανταποδώσει τη φιλοφρόνηση κι είχε τώρα ένα ύφος άτακτου παιδιού. Μετά έπαψε να
ασχολείται μαζί μου και γύρισε στη Ρουμπίνη που είχε μείνει αμίλητη στην ίδια
θέση, ακόμα πιο χλωμή από πριν.
"Τι
κάνει το κορίτσι μου;" Κι έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο στόμα. Μαγνήτη
έχει αυτός ο άνθρωπος; Γύρισαν απ' τα γύρω τραπέζια και τους κοίταζαν, δεν θά
'θελα για κανένα λόγο να είμαι στη θέση της Ρουμπίνης. Δοκίμασα τα πω κάτι.
"Πότε
έχετε πρεμιέρα;" Γύρισαν και με κοίταξαν κι οι δύο σα να είχαν ξεχάσει
εντελώς την παρουσία μου.
"Πρεμιέρα;
Αργεί ακόμα".
Τον
φώναξαν απ' την παρέα του και σηκώθηκε.
"Πάω
λίγο στα παιδιά. Ρουμπίνη, θα σου τηλεφωνήσω".
Δεν
έχει μέτρο αυτός ο άνθρωπος, αυτό είναι, δεν έχει μέτρο. Σαν τα μικρά παιδιά
είναι. Χαριτωμένος κι άτακτος σαν παιδί. Θυμάμαι τότε που γυρίζαμε την ταινία,
ό,τι του κάπνιζε έκανε, ό,τι ώρα ήθελε ερχόταν. Να τους έβλεπε κανείς στις
πρόβες, ούτε που θα πήγαινε το μυαλό του ότι είναι ζευγάρι. Η Ρουμπίνη είναι
πολύ σκληρή στη δουλειά της, δεν χαρίζει κάστανα. Ήλπιζα ότι το ειδύλλιο δεν θα
κράταγε ούτε μέχρι το τέλος της ταινίας, αλλά αποδείχτηκαν σκληρά καρύδια και
οι δυο. Αυτό δεν ήταν ερωτική σχέση, ήταν πόλεμος. Και ως φαίνεται δεν έχει
ακόμα κριθεί η έκβαση του.
"Δεν
φαντάζομαι να πρέπει να μείνουμε κι άλλο να χαζεύουμε το παγώνι σου που
φουντώνει τα φτερά του στο διπλανό τραπέζι".
Δεν
μπορούσα να ελέγξω τον εκνευρισμό μου, αν και το καταλάβαινα ότι ήταν το
χειρότερο που θα μπορούσα να κάνω για τη Ρουμπίνη εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκε
αμίλητη, μάζεψε τα πράγματα της και προχώρησε με μια ακαμψία περίεργη, σα να
ήθελε να ελέγξει το κεφάλι, τα μάτια, το σώμα της και ν' απομακρυνθεί απ' το
τραπέζι του χωρίς να τον κοιτάξει. Την ακολούθησα και κάναμε λίγα βήματα χωρίς
να μιλάμε.
"
Νόμιζα ότι είχατε χωρίσει", της είπα μετά.
"
Έχουμε χωρίσει. Και σε παρακαλώ, μην αρχίσεις πάλι να κάνεις τον εισαγγελέα,
σας βαρέθηκα όλους".
Είχαμε
φτάσει έξω από το κτίριο του περιοδικού. Δεν πάνε να πνιγούνε κι αυτοί! Σε λίγο
καιρό η Ρουμπίνη θά 'ναι μακριά κι εγώ θα θυμάμαι αυτό το λυπημένο πρόσωπο να
σκύβει πάνω απ' την τσάντα να βρει τσιγάρα για να μη φανούν τα δάκρυα.
"Άσε,
μην ανάψεις τσιγάρο στο δρόμο. Πάμε επάνω να πάρουμε τα πράγματα μου, να βρω
και καμιά δικαιολογία και φύγαμε. Σκασιαρχείο! Όλη η υπόλοιπη μέρα δική μας!
Πάμε στο Θυμάρι; Σε τι κατάσταση είναι το σπίτι σας; Το τζάκι το
φτιάξατε;"
Ανεβαίναμε
τρέχοντας τις σκάλες,
"Να
μειώσεις το τσιγάρο", μου είπε. "Δυο ορόφους και λαχάνιασες σαν
παλιάλογο". Η φωνή της είχε βρει πάλι τον κανονικό της τόνο, την κοίταξα
και χαμογελούσε.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
ένα βιβλίο για τον Αλέξανδρο
Date:
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 1998 03.10
Λοιπόν αν έγραφα ένα βιβλίο για σένα ξέρεις
πως θα τό 'λεγα; "Το παιδί με το ποδήλατο". Σήμερα πήγα με την
Ρουμπίνη στο Θυμάρι, στο εξοχικό τους. Ξέρεις που είναι το Θυμάρι; Λίγο μετά
την Ανάβυσσο, στο δρόμο για το Σούνιο. Και ξέρεις τι έπαθα; Όπου έβλεπα
ποδηλάτη στη διαδρομή, σκεφτόμουνα εσένα. Και μετά, όπου κι αν κοιτούσα, ήταν
πάλι σα να σ' έβλεπα, σα να είχαμε περάσει μαζί απ' αυτά τα μέρη ή σα να
ερχόσουνα κι εσύ μαζί μας σήμερα, να έτρεχες δίπλα μας με το ποδήλατο σου κι
εμείς να τρέχαμε μπροστά, αλλά μετά να σε περιμέναμε πάλι πιο κάτω κι έπειτα να
οδηγούσαμε πιασμένοι χέρι-χέρι. Δεν πολυθυμάμαι, μπορείς να με βοηθήσεις; Κάπως
έτσι δεν είναι ο έρωτας; Να τρέχεις, ν' ακούς μουσική δυνατά και να βλέπεις τον
άλλο να ξεπροβάλλει από παντού;
Γράψε μου όσο πιο γρήγορα μπορείς, σε φιλώ,
Αντιγόνη
Το διάβασα πάλι χαμογελώντας πριν
το στείλω κι έπειτα άναψα τσιγάρο κι άνοιξα λίγο το παράθυρο να φεύγει ο
καπνός. Δεν μοιάζει και πολύ για γράμμα που προετοιμάζει το χωρισμό, κάθε άλλο.
Δεν πειράζει όμως, σπανίζουν οι ευκαιρίες να είναι κανείς για κάποιες ώρες
ακίνδυνα ευτυχισμένος.
Η
Ρουμπίνη είναι πάλι στρωμένη στον καναπέ, κουκουλωμένη με μια κουβέρτα. Γιατί
με συγκινεί έτσι όταν κοιμάται; Μοιάζει τόσο ανυπεράσπιστη. Κι αυτές οι
σφιγμένες γροθιές, να ρωτήσω την Άννα αν κοιμόταν έτσι από μωρό.
Γυρίσαμε
αργά απ' το Θυμάρι και δεν θέλησε να πάει σπίτι της, τώρα τελευταία όλο και πιο
συχνά κοιμάται εδώ, νομίζω πως φοβάται μην της τηλεφωνήσει ο Κώστας βράδυ ή μην
την επισκεφθεί απροειδοποίητα. Όταν του είπε να χωρίσουν, αρνιόταν να το
πιστέψει, της έκανε κάθε είδους συναισθηματικό εκβιασμό, μέχρι κι ότι θα
χωρίσει με τη γυναίκα του της είπε. Ό, τι κουράγιο είχε μαζέψει εκείνη τη μέρα
και κατάφερε να μην υποχωρήσει, εξατμίστηκε στις επόμενες. Ο Κώστας έγινε η
σκιά της, δεν την άφηνε σε ησυχία. Ή, ακόμα χειρότερα, πάνω που συνήθιζε ότι
την κυνηγάει, εξαφανιζόταν για να την κάνει να τον κυνηγάει αυτή. Όπως σήμερα
Σκοτώθηκε να πάμε στη Βαλαωρίτου λες και δεν υπήρχε άλλο μέρος να πιούμε καφέ.
Τά 'βαλε και μ' εμένα. Αν είχα κι εγώ τις κακές μου θα είχαμε τσακωθεί σ'
εκείνη τη συζήτηση για το Στάθη. Δεν καταλαβαίνω. Νομίζω ότι με ταυτίζει μαζί
της, γι' αυτό με πίεζε έτσι το πρωί. Να δεις που θα βγάλει ιστορίες και με την
Τάμαρ αν έχει πάρει έτσι ανάποδα το τρίο το δικό μας. Κοίταξε τη, τραβάει την
κουβέρτα μέχρι τη μύτη. Κάνει λίγο κρύο είναι η αλήθεια, να της ρίξω μια
κουβέρτα ακόμα.
"
Τι ώρα είναι;" Χασμουριέται και τεντώνεται σα γάτα.
"4
το πρωί, η καλύτερη ώρα για ύπνο. Σού 'φερα κι άλλη κουβέρτα,
ξανακοιμήσου!"
"Πες
μου γιατί τά 'χασα, αύριο έρχεται ο Στάθης;"
"Δηλαδή
σήμερα. Nαι, σήμερα το βράδυ έρχεται. Θα πας να τον πάρεις;"
"Όχι,
αυτά τα έχει αναλάβει η Άννα. Έχει σκάσει να γνωρίσει και την Τάμαρ".
"Που
θα μείνουν; Θα τους φιλοξενήσετε; Δηλαδή οι γονείς σου".
"Δεν
είσαι καλά! Σε ξενοδοχείο θα μείνουν. Στην αρχή τουλάχιστον. Μετά ίσως πάνε στο
σπίτι σας. Πάντα κατά τις πληροφορίες της Άννας. Γιατί έμεινες έτσι; Σε πείραξε
που θα πάνε στο σπίτι σας;"
Ούτε
όταν έφυγα από 'κείνο το σπίτι, το σπίτι μας, είχα την αίσθηση του αμετάκλητου.
Ήταν, κατά ένα τρόπο, το σπίτι που ζούσα με το Στάθη. Αφού ο Στάθης έφυγε, θα
έφευγα κι εγώ. Ύστερα πάλι βλέπαμε, δικό του ήταν το σπίτι έτσι κι αλλιώς. Λίγα
δικά μου πράγματα πήρα μόνο φεύγοντας και τα υπόλοιπα έμειναν όπως ήταν.
"Εμένα;
Γιατί να με πειράξει; Εγώ έφυγα πριν τρία χρόνια από 'κει, δικό του είναι το
σπίτι".
"Κι
έπειτα μου λες γάμος σε εκκρεμότητα! Άσε, τώρα νυστάζω. Θα προσπαθήσω να σε
καταλάβω αύριο. Βάλε μου ένα ξυπνητήρι για τις 9. Εσύ τι θα κάνεις;"
"Περιπολίες
βρικόλακα προς το παρόν. Μετά μάλλον θα κοιμηθώ κι εγώ. Όταν ξυπνήσω θα σε πάρω
στο κινητό, μην το έχεις
κλεισμένο!"
Είχε
χωθεί πάλι στα σκεπάσματα μέχρι τη μύτη. Ευτυχώς που έχει εύκολο τον ύπνο.
Ακόμη
είναι ανοιχτό το e-mail και υπάρχει και απάντηση.
From: stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
το βιβλίο της Αντιγόνης
Date:
Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 1998 04.13
Άνοιξα το e-mail χωρίς να το πολυπιστεύω
ότι θα βρω γράμμα σου. Για να σου γράψω εγώ και να σου πω ότι θα λείψω για
λίγες μέρες. Και τι με περίμενε; Άλλη μια "έξοδος" σου απρόβλεπτη που
με "άδειασε".
Θά 'θελα να σου γράφω μέχρι να ξημερώσει,
αλλά πρέπει να φύγω. Θα πάμε με κάτι φίλους στο βουνό για σκι και θα
ξεκινήσουμε πολύ πρωί, δηλαδή όπου νά 'ναι. Θα γυρίσουμε σε λίγες μέρες, δεν ξέρω
πότε ακριβώς, πάντως θα σου γράψω αμέσως. Μου υπόσχεσαι ότι θα βρω δέκα δικά
σου e-mail να με περιμένουν; Ότι θα μου έχεις γράψει και το θέμα του βιβλίου
σου;
Ήρθαν να με πάρουν, πρέπει να σ' αφήσω.
Μάλλον, όχι. Θα σε πάρω μαζί μου στο βουνό και θα σε κρατάω σφικτά απ' το χέρι
όταν κατεβαίνουμε τις πλαγιές με τα σκι. Αλέξανδρος".
Όσες
φορές κι αν προσπάθησε ο Στάθης, δεν τα κατάφερε να με πείσει να μάθω σκι, δεν
ξέρω γιατί το φοβόμουνα έτσι. Όμως κι αυτός δεν τα κατάφερνε στη θάλασσα με την
ιστιοσανίδα. Σκάγαμε στα γέλια έτσι όπως έπεφτε συνέχεια και μετά την έσερνε
σαν το σκυλί από πίσω του μέχρι να βγει απ' τη θάλασσα. Εγώ, αντίθετα,
σερφάριζα σαν πρωταθλήτρια. Μ' άρεσε να πηγαίνω μακριά, να χάνομαι.
"Νόμιζα ότι σε πήρε η θάλασσα", μου έλεγε όταν γύρναγα. "Κι εγώ
το ίδιο φοβήθηκα, πως θα με πάρει η θάλασσα. Είδες που γύρισα όμως;" Του
απαντούσα και δεν ήξερα αν τό 'λεγα στ' αστεία για 'κείνον το φόβο.
***
Ο
Στάθης μου τηλεφώνησε το ίδιο το βράδυ που έφτασε στην Αθήνα. Αν υπολόγισα
σωστά την ώρα, μόλις που θα είχε μπει στο ξενοδοχείο. Ή μήπως ήταν στο σπίτι
του Ηλία όταν μου τηλεφώνησε; Ενόσω η Άννα έδειχνε στην Τάμαρ τη θέα απ' το
μπαλκόνι τους;
"Σε
πεθύμησα", μου είπε. "Θέλω να σε δω. Aύριο κιόλας, αν μπορείς".
Και
τώρα, αλλάζω για τρίτη φορά χτένισμα μπροστά στον καθρέφτη, σε λίγο θα το κάνω
με παραγγέλματα, με το ένα, με το δύο, με το τρία: τώρα σινιόν, τώρα ριχτά
στους ώμους, τώρα σινιόν…Κατακυρώθηκε. Αν τα έχω ριχτά στους ώμους θα τα μαδήσω
απ' την αμηχανία μου. Δεν είμαστε καλά Αντιγόνη, ούτε στο πρώτο ραντεβού δεν
έκανες έτσι, δεν σε χωράει ο τόπος.
Τελευταία
ματιά στον καθρέφτη. Ευπρεπής! Και κάτι παραπάνω μπορώ να πω.
Βγήκα
απ' τη ζέστη του σπιτιού και μού 'κοψε την ανάσα το κρύο, όταν ήμουνα μικρή
κοκκίνιζαν τα μάγουλα μου. Λαχτάρησα, όμως, να περπατήσω στο κρύο, αυτό είναι
το καλό όταν μένεις στο κέντρο της πόλης, οι πιο πολλές αποστάσεις είναι μικρές
και μπορείς να τις κάνεις με τα πόδια. Σήμερα δεν έχει κίνηση και είναι κι
ευχάριστο. Στρίβω από δρομάκια, χαζεύω τις βιτρίνες και δεν αποφεύγω τον
πειρασμό να καθρεφτιστώ, περπατάω αργά, να περάσει η ώρα, μη φτάσω πρώτη εγώ.
Όταν ζούσαμε με το Στάθη και συναντιόμαστε έξω, πάντα εγώ έφτανα πιο νωρίς,
συνήθως προλάβαινα να πιω κι ένα ποτό πριν έρθει κι εκείνος.
Έφτασα
κι ήμουνα έτοιμη να κάνω ακόμα ένα γύρο, όταν τον είδα πίσω απ' την τζαμαρία να
κάθεται στο μπαρ και να κουβεντιάζει με κάποιον που δεν τον ήξερα, καινούργια
γνωριμία θα είναι. Ο Στάθης μετά τόσον καιρό. Χαμογελάω ησυχασμένη, σα να μου
έφυγε η ταραχή, όπως και νά 'ναι, είναι πάντα ο Στάθης μου. Δεν με είδε ακόμα,
έχει ρίξει το κεφάλι πίσω και γελάει. Μ' εκείνο το ανοιχτόκαρδο, γενναιόδωρο
γέλιο του. Ξαφνικά δεν βλέπω την ώρα να βρεθώ κοντά του. "Στάθη, είδες; Τα
κατάφερα", να του πω. Με αγάπη, όμως. Και με καμάρι. Όχι σα να του το
χρώσταγα.
Με
είδε να στέκομαι στην είσοδο, μου έγνεψε, κατέβηκε από το σκαμπό και ένα λεπτό
μετά είχα χωθεί στην αγκαλιά του.
"Ακόμα
δεν άλλαξες after shave; Τι έκανες τόσα χρόνια στις Ευρώπες;"
Έτρεμε
λίγο η φωνή μου, μα τι περιμένεις; Τόσον καιρό είχα να τον δω.
"Τραβήξου
λίγο να σε καμαρώσω. Μια κούκλα είσαι. Τι έκανες;"
"Μάγια!
Είδες που τα κατάφερα; "
Δεν
μπόρεσα να κρατηθώ, μου ξέφυγε. Ένοχα θα τον κοίταξα γιατί μ' αγκάλιασε απ'
τους ώμους κι έβαλε πάλι τα γέλια.
"Πάμε
να καθίσουμε", μου είπε και με οδήγησε σ' ένα τραπέζι. Είδα ένα πανωφόρι
σε μια καρέκλα, καθόταν εκεί κι από πριν; Δεν το έβλεπα καλά έτσι όπως ήταν
διπλωμένο, μήπως δεν ήταν δικό του, μήπως ήταν της Τάμαρ, ήταν κι η Τάμαρ μαζί;
Δεν άντεξα.
"Μόνος
σου είσαι;" Τον ρώτησα.
"Φυσικά",
μου απάντησε και με κοίταξε έκπληκτος. "Με ποιόν φαντάστηκες ότι θα
είμαι;"
Στεκόμαστε
ακόμα όρθιοι δίπλα στο τραπέζι. Πήγα να τα μπαλώσω.
"Μήπως
είχες…κάτι. Επαγγελματικό ραντεβού ή κάτι τέτοιο…"
Τράβηξε
μια καρέκλα για να καθίσω.
"Όχι.
Μόνο μ' εσένα είχα ραντεβού. Ήταν δυνατόν να σε συνδυάσω με άλλους;"
Χαλάρωσα
όταν κάθισα. Τον κοίταζα, όμως, και δεν ήξερα πως να προσδιορίσω τα
συναισθήματα που μου προκαλούσε το ότι καθόμαστε έτσι μαζί. Έμοιαζε σα να
φλερτάραμε με κάποιο τρόπο. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και σαν τρόπος συνάντησης,
μόνο όταν είμαστε παντρεμένοι συναντιόμαστε έτσι έξω, σε μπαράκια ή αλλού,
γυρνώντας ο καθένας απ' τη δουλειά του. Ακόμα και στα πρώτα μας ραντεβού,
ερχόταν απ' το σπίτι και μ' έπαιρνε σα να φοβόταν μη χαθώ στους δρόμους. Άργησε
να κτιστεί ανάμεσα μας η οικειότητα και η άνεση που έχει ένα ζευγάρι. Κι
έπειτα, θυμάμαι, το έλεγα πάντα στον Ηλία. "Σήμερα θα βγω με το
Στάθη", του έλεγα σα να ήταν να ζητήσω την άδεια του.
Με
κοίταζε ο Στάθης κι εγώ ήθελα να με βλέπει όμορφη, να έχω καταφέρει να γίνω
όμορφη από μόνη μου, εφόσον δεν γινόταν πια να μου λέει αυτός τι να φορέσω, πως
να χτενίσω τα μαλλιά μου, με τι χρώματα να μακιγιάρω το πρόσωπο μου.
"Ξέρεις
τι θυμήθηκα; Αυτό που σού 'λεγα όταν άρχισα νά 'χω φωνή, να μην είμαι το ψάρι
του πρώτου καιρού της γνωριμίας μας. Ότι το σώμα σου είναι φτιαγμένο για μένα.
Έχει θέση για όλες τις γωνίες μου".
Μου
χάιδευε το χέρι χαμογελώντας. Δεν ήθελα να συγκινηθώ, μα ήταν τρυφερό κι
είχε τόση νοσταλγία το χαμόγελο του.
"Λοιπόν,
τι νέα;" Του είπα προσπαθώντας να κρατήσω σταθερή τη φωνή μου.
"Εσύ
πες μου τι νέα. Μόνο στο τηλέφωνο σε άκουγα, ποτέ δεν θέλησες νά 'ρθεις να με
δεις, όσο κι αν στο ζήταγα".
"Απλώς
είχα βολευτεί σ' αυτή την κατάσταση. Κάπως…σα νά 'χα άντρα ναυτικό".
"Το
ναυτικό τον περιμένεις να γυρίσει, όμως. Εσύ, αν σου έλεγα ότι θα γυρίσω, θα
πάθαινες κρίση πανικού. Θα νόμιζες πως θα ερχόμουν να σε απαγάγω".
Να
με απαγάγει; Ο Στάθης; Τι ανάγκη θά 'χε; Ήταν στιγμές, τον πρώτο χρόνο κυρίως,
που τον περίμενα. Αν τότε το αποφάσιζε να έρθει, αλλά έτσι, μόνος του, χωρίς να
του το ζητήσω εγώ, μπορεί μετά και νά 'φευγα μαζί του. Έτσι κι αλλιώς ήταν
ακόμη μπροστά μου η προοπτική ότι θα ξαναζούσαμε κάποτε μαζί. Όμως αυτά πέρασαν
πια, τι νόημα θα είχε να του το πω;
"Ναι.
Νομίζω πως θα με τρόμαζε ο ερχομός σου…"
"Αυτός
ήταν κι ο λόγος που απέφευγα τον πρώτο καιρό να έρθω. Μετά, δεν μπορούσα πια,
δεν μ' άφηναν οι υποχρεώσεις. Δουλειά. Πολλή δουλειά".
"Τι
να τα λέμε τώρα αυτά;"
"Να
μην τα λέμε;" Γέλασε. "Εντάξει. Έχουμε εξάλλου καιρό μπροστά
μας…Γιατί, όμως, δεν μου είπες τίποτα για το βιβλίο σου; Από την Άννα το έμαθα,
ήταν το πρώτο πράγμα που μου είπε όταν τη ρώτησα που είσαι…"
Ξαφνιάστηκα
πάλι, δεν ήξερα τι να απαντήσω.
"Τι
να σου πω; Είμαι ακόμα στην αρχή…Το παλεύω ακόμα και δεν θέλω να μιλάω γι'
αυτό, δεν έχω και πολλά να πω…"
Δεν
επέμεινε κι ο Στάθης, μου είπε μόνον ότι τη θυμόταν τη Ματούλα.
"Το
θυμάμαι πολύ καλά αυτό το κοριτσάκι. Θυμάσαι πότε μου τη γνώρισες;"
Λίγους
μήνες πριν αρρωστήσει η κυρα Λένη ήταν. Είχαμε πάει στα Χανιά για δυο μέρες,
μια ημερίδα γινόταν κι ο Στάθης ήταν εισηγητής, ούτε που ξέρω πως τ' αποφάσισα
να πάω τότε μαζί του. Στο χωριό πήγαμε το μεσημέρι της δεύτερης μέρας, λίγο
πριν φύγουμε για την Αθήνα. Καθόμαστε στην πίσω αυλή και η κυρα Λένη δεν ήξερε
τι να κάνει για να μας περιποιηθεί. Είχε πάει να φέρει κρύο καρπούζι, όταν
είδαμε τη Ματούλα νά 'ρχεται από την παραλία. Κρατούσε μια βέργα και βίτσιζε
θυμωμένη τον αέρα, πάλι τσακωμένη με τη μάνα της θά 'ταν.
"Αυτή
είναι η Ματούλα; Αυτή η θυμωμένη νεραϊδούλα;" Με ρώτησε ο Στάθης.
Η
Ματούλα με κοίταζε αχόρταγα. "Δεν άλλαξες καθόλου που παντρεύτηκες",
μου είπε. Εμείς οι δυο είχαμε πάει επάνω, στη βεράντα κι αφήσαμε το Στάθη με
την κυρα Λένη στην αυλή.
"Το
ξέρεις πως η μάνα μου βρήκε γαμπρό και για μένα; Να μεγαλώσω, λέει, λίγο ακόμα
και θα με παντρέψει. Μ' ένα γέρο απ' τα Χανιά. 40 χρονών λέει ότι είναι αλλά
εγώ νομίζω πως είναι πιο μεγάλος, έχει φαλάκρα και φοράει γυαλιά. Κακομοίρα!
Δεν το ξέρει πως εγώ δεν θα παντρευτώ. Πως θα φύγω από εδώ μόλις τελειώσω το
σχολείο".
Και
με κοίταζε στα μάτια, σα νά 'ταν να το επιβεβαιώσω κι εγώ αυτό που έλεγε, πως
θα έφευγε, δηλαδή, μόλις θα τέλειωνε το σχολείο.
"Αν
ήταν, όμως, σαν τον δικό σου τον άντρα, μπορεί και να τον παντρευόμουνα κι ας
είναι κι αυτός γέρος", είπε μετά κι έσκασε στα γέλια.
Ένοιωσα
ένα πνιχτό πόνο καθώς τη θυμήθηκα, πόσο όμορφη ήταν εκεί στη βεράντα, ξαπλωμένη
στο πεζούλι όπως συνήθιζε.
"Ναι,
θυμάμαι πότε στη γνώρισα", είπα στο Στάθη. "Της άρεσες πολύ, μου είχε
πει ότι εσένα μπορεί και να σε παντρευόταν…"
Προσπάθησα
να γελάσω, αλλά η εικόνα της Ματούλας δεν έφευγε απ' το μυαλό μου κι ένας
κόμπος μου έκλεινε το λαιμό. Άναψα τσιγάρο κι έτρεμε το χέρι μου.
"Συγγνώμη.
Ο θάνατος της είναι ακόμα πρόσφατος και
το βιβλίο μου δεν με βοηθάει να τον ξεπεράσω…"
"Καταλαβαίνω…. Μακάρι να ήταν αλλιώς τα
πράγματα μεταξύ μας, να μην είχαμε απομακρυνθεί τόσο σ' αυτά τα τρία χρόνια. Να
μου είχες εμπιστευτεί και το βιβλίο σου.
Να μου είχες εμπιστευτεί πιο πολλά… Είναι φορές που νοιώθω αφάνταστα ένοχος που
έφυγα τότε και σ' άφησα…"
"Όχι
Στάθη! Δεν έχεις κανένα λόγο να νοιώθεις ένοχος. Ούτε να απολογείσαι. Ένα
κουβάρι μπερδεμένο ήμουνα τότε, ούτε κι εγώ ήξερα τι ήθελα. Το μόνο που ήθελα
σίγουρα ήταν να μη με πιέζουν να πάρω αποφάσεις. Κι όσο είμαστε χώρια με βόλευε
η κατάσταση, ήταν η λύση στην αναβλητικότητα μου…"
"Και
τώρα;"
"Τώρα
εντάξει. Τα πράγματα ρυθμίστηκαν ερήμην μου".
"Το
λες με πίκρα;"
"Όχι
καθόλου, σ' ορκίζομαι. Πες μου ότι το καταλαβαίνεις;"
"Ναι,
μάλλον. Νομίζω ότι τελικά δεν είσαι τόσο ανυποψίαστη όσο θες να δείχνεις. Ούτε
τόσο άτολμη. Νομίζω ότι κι εσύ την είχες ήδη πάρει την απόφαση. Για να μη σου
πω ότι την πάλευες από τότε που έφυγα για το Λονδίνο και δεν ήρθες μαζί
μου…"
"Όχι,
αυτό δεν είναι αλήθεια. Τουλάχιστον έτσι νομίζω…"
Δεν
ήθελα να μιλήσω παραπάνω. Εξάλλου τι να
πω; Κατέβασα πάλι το κεφάλι. Ας αλλάξει, όμως,
η ατμόσφαιρα, ας αλλάξουμε κουβέντα, δεν μπορώ να βάλω και μια
παρεξήγηση ανάμεσα στους λόγους που φτάσαμε να χωρίζουμε. Σα να το κατάλαβε κι
ο Στάθης πως μ' ενοχλούσε αυτή η συζήτηση, ήταν η δεύτερη φορά που την έκοβα.
Με κοίταξε χαμογελώντας.
"Η
παλιά μικρή μου Αντιγόνη! Μην της μιλάς για αποφάσεις! Τι θα ήθελες, λοιπόν, να
πούμε;"
Ξαφνικά
γαλήνεψα, σα ν' απέκτησα μια αίσθηση
πραγματικότητας που μου έλειπε τόση ώρα, με τον Στάθη ήμουνα που ήταν για
χρόνια το λιμάνι μου. Με κοίταζε κι εκείνος ακόμα, σαν για να βεβαιωθεί πως όλα
πάνε καλά, πως πέρασε η δύσκολη στιγμή.
"Θέλω
να μου πεις αν είσαι ευτυχισμένος".
"Μεγάλη
κουβέντα. Πάντως καλά είμαι".
"Με
την Τάμαρ;"
"Καλά
είμαστε".
"Πολύ
φλύαρος! Πότε λέτε να παντρευτείτε; "
"Δεν
λέμε. Αν μας έρθει να παντρευτούμε, θα παντρευτούμε. Δεν το προγραμματίζουμε
όμως".
"Και
το παιδί;"
"Τι
σχέση έχει το παιδί; Το παιδί είναι δικό μου, θα το αναγνωρίσω και θα το
μεγαλώνουμε μαζί".
"Άλλαξαν
λίγο τα πράγματα ή μου φαίνεται; Αλλιώς σ' ακούω, δεν μίλαγες έτσι τότε που
είμαστε μαζί".
"Τίποτα
απολύτως δεν άλλαξε. Με σένα ήταν αλλιώς, με την Τάμαρ αλλιώς. Αυτό είναι το
μόνο που αλλάζει. Και μερικά άλλα πράγματα, βέβαια. Αλλά θα τα κουβεντιάσουμε
κι αυτά".
Σαν
τη θάλασσα είμαι. Εκεί που γαληνεύει, σηκώνει πάλι κύμα.
"Σαν
απειλή ακούστηκε αυτό", του είπα. "Τι είναι αυτά τα άλλα πράγματα που
θα κουβεντιάσουμε;"
Έπιασε
το πρόσωπό μου μέσα στις παλάμες του και με φίλησε πάλι. Γέλαγε σαν πιο
ξαλαφρωμένος. Θα τη φοβόταν κι αυτός τη συνάντηση μας, θα περιμένει κι αυτός να
βρούμε τους παλιούς, καθησυχαστικούς τρόπους επικοινωνίας.
"Αυτό
το βλέμμα σου! Θυμάσαι τι μου έλεγες; Όταν σου έλεγα, να σου πω κάτι, με
κοιτούσες μ' αυτό το βλέμμα και με ρώταγες, καλό είναι ή κακό;"
Γέλασα
κι εγώ για να μην του πω ότι το κάνω ακόμα, μόνο που το "καλό ή
κακό;" δεν τολμάω πια να το πω φωναχτά και το λέω από μέσα μου.
"Λοιπόν,
δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό, εσύ θα μου πεις. Σκέφτομαι να εγκατασταθώ
οριστικά στην Ελλάδα, να γίνω επιχειρηματίας. Λέμε ν' ανοίξουμε μια εφημερίδα,
είμαστε πέντε που το συζητάμε. Έχει ρίσκο η ιστορία και τη μελετάμε ακόμα,
πάντως ανεξάρτητα απ' αυτό εγώ θα γυρίσω στην Ελλάδα. Όχι άμεσα, αλλά
σύντομα".
"Να
κάνεις τι; Εννοώ γιατί να έρθεις στην Ελλάδα;"
"Αυτό
είναι που ήθελα να σου πω. Πουλιέται το περιοδικό που δουλεύεις, το ρίξανε έξω.
Δεν είχες ακούσει τίποτα;"
"Κάτι
πήρε τ' αυτί μου, αλλά ξέρεις πως είμαι εγώ. Λοιπόν;"
"Να,
γι' αυτό ήρθα. Στήνουμε μια εκδοτική εταιρία και είμαστε ήδη στις
διαπραγματεύσεις για την αγορά του".
"Για
φαντάσου! Κι εγώ που νόμιζα ότι ήρθες για να βγάλουμε το διαζύγιο να μπορέσεις
να παντρευτείς πριν γεννηθεί το παιδί".
"Γι'
αυτό μου ήρθες τόσο αποφασιστική; Είπα κι εγώ…"
"Μη
με δουλεύεις! Δεν είναι αστεία αυτά…."
"Σ'
αγαπάω πολύ για ν' αστειεύομαι με τέτοια θέματα. Στό 'χω αποδείξει νομίζω.
Λοιπόν, στο θέμα μας. Θα σ' ενοχλούσε αν αγοράζαμε εμείς το περιοδικό;"
Έμεινα
άναυδη.
"Εμένα;
Γιατί να μ' ενοχλήσει; Α, τώρα κατάλαβα…"
"Μπράβο!
Σα σκίτσο από κόμικς. Μ' ένα λαμπάκι στο συννεφάκι πάνω απ' το κεφάλι
σου".
Με
παρέσυρε κι εμένα και γελάγαμε για ώρα, δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε. Ένοιωθα
πια πολύ άνετα και, απρόσμενα, την έντονη επιθυμία να κάνω έρωτα μαζί του.
"Να
με πειράζει που θα είσαι τ' αφεντικό μου; Δεν είμαστε καλά. Γιατί δεν πάμε,
όμως σπίτι μου να συζητήσουμε τις λεπτομέρειες; Να δεις και το κελί μου, όπως
το λέει η Ρουμπίνη".
Βγήκαμε
αγκαλιασμένοι απ' το μπαρ κι όπως μας κτύπησε ο κρύος αέρας σφίχτηκα επάνω του
κι έβαλα το δεξί μου χέρι στην τσέπη του και το αριστερό στη δική μου, παλιά
συνήθεια, κρυώνουν πολύ τα χέρια μου.
Άνοιξα
τα μάτια, βολεύτηκα καλύτερα στην αγκαλιά του κι αναστέναξα βαθιά.
"Δεν
ξέρεις πόσο όμορφα αισθάνομαι. Γαλήνια, ήσυχη, σα να γύρισα πάλι στο λιμάνι μου".
"Αντιγόνη…"
"Όχι
Στάθη, δεν εννοώ αυτό. Άλλο ήθελα να σου πω. Ότι από τότε που χωρίσαμε δεν
ξανάκανα έρωτα. Μη με κοιτάς έτσι, αλήθεια σου λέω. Δηλαδή, όχι ακριβώς. Μια
φορά. Μ' ένα τύπο, πιτσιρικά, φίλο της Ρουμπίνης. Μ' έφερε σπίτι μετά από ένα
πάρτι. Αλλά καμιά σχέση. Μεσ' στο άγχος ήμουνα Και μετά δεν έβλεπα την ώρα να
τον ξαποστείλω".
"Δηλαδή
προτιμούσες το γερο-σύζυγο σου;"
Τον
φίλησα στο λακουβάκι του λαιμού. Έγειρε επάνω μου.
"Όχι
ακόμα. Ας μείνουμε λίγο ακόμα έτσι. Μπορεί να με πάρει κι ο ύπνος".
"Λάθος
συναγερμός, λοιπόν. Αντιγόνη, δεν θέλω όμως να είμαι το αρκουδάκι σου".
"Μμμμ…"
"Μην
κάνεις ότι κοιμάσαι…"
"Δεν
είχα αρκουδάκι. Ένα ασπρόμαυρο γατάκι είχα. Και δεν του μοιάζεις καθόλου".
Ανακάθισα
στο κρεβάτι, ακούμπησα στα μαξιλάρια κι άναψα τσιγάρο.
"Καπνίζεις
ακόμα πολύ. Δεν λες να το κόψεις;"
"Στάθη,
δεν είσαι πια ο μπαμπάς μου. Μεγάλωσα".
Ανασηκώθηκε
κι αυτός και μ' αγκάλιασε απ' τους ώμους. Τι αγαλλίαση να κουρνιάζω πάλι στην
αγκαλιά του μετά τον έρωτα. Και να μιλάμε.
"Το
ξέρεις ότι αυτό ήταν πάντα το πρόβλημα μου μαζί σου; Ένα αιμομικτικό σύνδρομο;
Όχι επειδή ήσουνα μικρή, τα είχα και με μικρότερες…"
"Πορνόγερε!
Εγώ για μεγαλύτερες ήξερα…"
"Για
μεγαλύτερες;"
"Εμ
τι θαρρείς; Ότι δεν ήξερα για την Έλλη;"
"Βλέπεις
τι σου λέω; Ούτε που το είχα φανταστεί κι ούτε που είχα την αίσθηση ότι σε
απατούσα με την Έλλη".
"Και
ούτε μ' απατούσες. Μου άρεσε να σας βλέπω μαζί. Και δεν θα κάνω φτηνό χιούμορ
για ερωτικό τρίγωνο…"
"Τόσο
απλά λοιπόν; Ο μπαμπάς, η μαμά και η μικρή κόρη που της άρεσε να τους βλέπει
μαζί;"
Είχε
τραβηχτεί και προσπαθούσε να βρει το βλέμμα μου. Αλλά εγώ σφιγγόμουνα στην
αγκαλιά του, είχα κολλήσει το πρόσωπο μου στο στήθος του.
"Τόσο
απλά. Σ' αγαπούσα πολύ Στάθη. Δεν ξέρω τι άλλο ήταν αυτή η αγάπη, αλλά σίγουρα
ήταν ζεστασιά, γαλήνη, ασφάλεια. Σ' εμπιστευόμουνα, ήξερα ότι εσύ δεν θα μου
έκανες ποτέ κακό".
"Μα
είναι δυνατόν να μη ζήλευες;"
"Εσύ
ήθελες να ζηλέψω; Βλέπεις που δεν απαντάς; Γιατί το ήξερες κι εσύ ότι αυτό που
είχες με την Έλλη δεν είχε σχέση μ' εμάς. Αν τότε, αντί για την Έλλη ήταν η
Τάμαρ, θα είχα πέσει να πνιγώ".
"Ακόμα
το λες αυτό; Θα είχα πέσει να πνιγώ. Από παλιά το έλεγες. Γιατί το λες;"
Στάθη,
πως είναι δυνατόν να τό 'χεις ξεχάσει; Τον κοίταξα, αλλά δεν πρόλαβα να μιλήσω.
Μ' αγκάλιασε πάλι σφικτά. Μου χάιδευε τα μαλλιά και μου φιλούσε το πρόσωπο.
"Πες
μου, θέλεις να μείνω; Η Τάμαρ θα τα καταφέρει".
"Το
βλέπεις ότι εσύ ήθελες πάντα νά 'σαι ο μπαμπάς; Όχι δεν θέλω να μείνεις. Αν μού
'λεγες όταν κάναμε έρωτα ότι μ'αγαπάς, ότι δεν μ' έχεις ξεχάσει και θες να
ξαναδοκιμάσουμε, δεν ξέρω τι θά 'λεγα. Δεν έχω όμως ανάγκη από σύζυγο-μπαμπά.
Μια χαρά τα καταφέρνω…"
Τράβαγα
τη ρόμπα μου να τη φορέσω και προσπαθούσα να σηκωθώ απ' το κρεβάτι. Με τράβηξε
απ' το χέρι.
"Έλα
εδώ βρε χαζό. Μη θυμώνεις. Καλά, εντάξει, μην τραβιέσαι, δεν σε πειράζω".
Άναψε
κι αυτός τσιγάρο, τραβήχτηκε προς τον τοίχο και σκεπάστηκε με το πάπλωμα. Είχε
σοβαρέψει, δεν χαμογελούσε πια αλλά η φωνή του ακούστηκε πολύ τρυφερή, ίσως και
λίγο λυπημένη.
"Το
ξέρω πως δεν μ' έχεις ανάγκη. Τουλάχιστον όχι όπως τότε. Το ξέρω ότι τα
καταφέρνεις μια χαρά. Το κατάλαβα απ' όταν έφυγες απ' το σπίτι μας, ενώ
μπορούσες να μείνεις, κι ήρθες κι έπιασες αυτή την τρύπα. Και τότε κατάλαβα ότι
μπορεί και να σε είχα χάσει. Εσύ το αποφάσισες, όπως σου είπα, όχι εγώ. Εγώ
ήρθα δεύτερος. Και δεν στο λέω για να σου καταλογίσω ευθύνες, κάθε άλλο. Στο
λέω για να δεις ότι δεν χρειάζεται να ξεφωνίζεις, δεν σ' έχω ανάγκη, τα
καταφέρνω. Αρκεί να κοιτάξεις πίσω και να δεις τι έχεις κάνει τόσον καιρό μόνη
σου".
Δεν
ήξερα τι να του πω κι έκλαιγα σιγανά με τη ρόμπα μισοφορεμένη, καθισμένη άβολα
στην άκρη του κρεβατιού. Γύρισα και τον κοίταξα, δεν είναι έτσι, ήθελα να του
πω, αλλά δεν είπα τίποτα και ξαναχώθηκα στην αγκαλιά του κλαίγοντας με λυγμούς
αυτή τη φορά. Μου έβγαλε τη ρόμπα κι άρχισε να με φιλάει τρυφερά, επίμονα,
παντού.
"Αγάπη
μου, αγάπη μου".
Με
μεθούσε ο ήχος της φωνής του, τα γνώριμα χάδια, το γνώριμο κορμί.
"Στάθη
ξέρεις πως νοιώθω; Σα νά 'μαστε σ' ένα κοχύλι, ένα μεγάλο κοχύλι, άσπρο ροζ,
και να λικνιζόμαστε στη μέση της θάλασσας".
Δεν
λικνιζόμαστε όμως στη μέση της θάλασσας αλλά σ' ένα ημίδιπλο κρεβάτι, δεν είχε
χώρο στο δωμάτιο για πιο μεγάλο. Έκανα ότι κοιμόμουνα όταν έφυγε ο Στάθης. Με
φίλησε στον ώμο, με σκέπασε και τράβηξε μαλακά την πόρτα.
Αυτό
ήταν Αντιγόνη. Ήμερα και τρυφερά τέλειωσε η ερωτική ζωή σου με τον Στάθη, τον
πρώην σου. Αύριο θα τον αγαπάς πάλι δίπλα στην Τάμαρ, σαν παλιό, πολύτιμο
αντικείμενο που τό 'χεις κρύψει κάπου, τό 'χεις ασφαλισμένο. Πως το είχε πει
τότε η μητέρα μου, λίγο πριν πεθάνει; Είσαι πολύ τυχερό κοριτσάκι Αντιγόνη!
Το
καλοριφέρ είναι σβηστό, παγωμένο το δωμάτιο. Σε λίγο ξημερώνει. Πάλι καλά,
σήμερα κοιμήθηκα μέχρι τις 6.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
Re: το βιβλίο της Αντιγόνης.
Date:
Γεια σου Αλέξανδρε. Δεν θα σου στείλω 10
e-mail, αλλά μόνο ένα μεγάλο, να το βρεις όταν επιστρέψεις. Για να σου πω αυτό
που μου ζητάς. Θες να σου πω, λοιπόν, το θέμα του βιβλίου μου; Δεν είναι και
πολύ πρωτότυπο. Είναι η ιστορία μιας κοπέλας που μεγαλώνει σε μια επαρχιακή
πόλη, στα Χανιά ας πούμε, που τα ξέρω κιόλας. Η μητέρα της πέθανε όταν ήταν
μικρή κι αυτή μεγάλωσε με τον πατέρα της και τη γιαγιά της. Μετά πέθανε και η
γιαγιά. Ο πατέρας της ήταν ένας σιωπηλός άνθρωπος που ζούσε για τη δουλειά του.
Μάλιστα απ' όταν πέθανε η γυναίκα του κλείστηκε εντελώς στον εαυτό του. Την
κόρη του, Αριάδνη ας την πούμε, την αγαπούσε βέβαια, αλλά με ένα δικό του
τρόπο, σα νά 'τανε εξάρτημα του, αναγκαίο. Χωρίς δική της ζωή δηλαδή, σα να
υπήρχε μόνο για να συγχρονίζεται μαζί του. Η κόρη μεγάλωνε στη σκιά της νεκρής
μητέρας. Εκείνη η μητέρα ήταν σαν τις νεράιδες του παραμυθιού. Σα να είχε έρθει
απ' το πουθενά ή απ' το μαγεμένο δάσος. Δεν είχε γονείς, αδέλφια, κανένα. Μα
ήταν τόσο τέλεια σα να μην υπήρχε άνθρωπος θνητός ικανός να κάνει τέτοιο
πλάσμα. Η μικρή Αριάδνη μεγάλωνε. Ασχημούλα και άχαρη. Μα όταν ήταν μικρή
πίστευε πως μια μέρα θα ξανάρθει η μαμά της η νεράιδα, θα την αγγίξει με το
μαγικό της ραβδί και θα την κάνει πεντάμορφη. Πέρναγαν όμως τα χρόνια και η
Αριάδνη έμενε η ίδια, ασχημούλα και άχαρη. Μέχρι που το πήρε απόφαση ότι η μαμά
της η νεράιδα είχε φύγει για πάντα και δεν μπορούσε πια να βασίζεται σ' αυτήν.
Με τον πατέρα της δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου, σα νά 'ταν απλώς συγχρονισμένη
μαζί του. Εκείνος είχε, λοιπόν, σχέδια γι' αυτήν, ήθελε να τη στείλει να
σπουδάσει. Μα η Αριάδνη ούτε με τα μαθήματα τα πήγαινε σπουδαία. Δεν ήταν χαζή.
Απλώς δεν ήξερε τι ήθελε να κάνει. Ο πατέρας της, όμως, έμοιαζε να μην
καταλαβαίνει, του φαινόταν αυτονόητο ότι θα σπούδαζε. Αφού μπορούσε, τι λόγος
υπήρχε να μην το κάνει; Έτσι, οι χαμηλοί βαθμοί δεν σήμαιναν τίποτα, έφταιγαν
οι καθηγητές που ήταν ανεπαρκείς - έτσι τους έλεγε ο πατέρας της. Της είχε
πάρει λοιπόν άλλους καθηγητές να την προετοιμάζουν για το πανεπιστήμιο. Φίλους
δεν είχε πολλούς, κανένα παιδί απ' το σχολείο της μόνο, τους άλλους που να τους
βρει, όλη η μέρα πέρναγε με το σχολείο και με τα ιδιαίτερα μαθήματα. Μόνο τα
σαββατοκύριακα πήγαινε καμιά βόλτα ή έβγαινε με καμιά παρέα απ' το σχολείο της,
όχι σπουδαία πράγματα και πάντα ένοιωθε να περισσεύει σ' αυτές τις παρέες. Μια
μικρή μόνο φίλη είχε, την Ελενίτσα. Μα η Ελενίτσα έμενε σ' ένα χωριό και δεν
την έβλεπε πολύ συχνά. Την αγαπούσε όμως πάρα πολύ και πολλές φορές φανταζόταν
πως ήταν μαμά της, πως η Ελενίτσα ήταν κόρη της. Έδωσε την πρώτη χρονιά
εξετάσεις στο πανεπιστήμιο και δεν πέτυχε. Δεν πειράζει, είπε ο πατέρας της,
ατυχία ήταν, απέκτησες όμως εμπειρία. Δεν πειράζει είπε και η Αριάδνη και
ξανάρχισε αγόγγυστα τα ιδιαίτερα μαθήματα. Φυσική έκανε μ' ένα καινούργιο καθηγητή,
γιατί ο παλιός είχε παραγεράσει και σταμάτησε τα μαθήματα. Κι αυτός δεν ήταν
νέος, λίγο πιο μικρός απ' τον πατέρα της ήταν. Στην αρχή δεν της άρεσε, την
ενοχλούσε μάλιστα κι η μυρωδιά απ' την αναπνοή του, τσιγάρο και οδοντόκρεμα,
και τραβιόταν μακριά του. Μετά τον συνήθισε, συνήθισε και που κάθε τόσο της
χάιδευε το χέρι ή την αγκάλιαζε. Το βλέμμα του μόνο την ενοχλούσε ακόμα, που
μερικές φορές γινόταν επίμονο και σαν αφηρημένο, σα να σκεφτόταν άλλα την ώρα
που έλυναν τις ασκήσεις. Μετά το συνήθισε κι αυτό. Στο μεταξύ πλησίαζε ο καιρός
για τις εξετάσεις, πύκνωναν τα μαθήματα, είχαν αρχίσει κι οι ζέστες. Μια μέρα ο
καθηγητής της της πρότεινε να πάνε στη θάλασσα, να πάνε βαρκάδα με τη βάρκα
του. Έκανε πολλή ζέστη και δεν το πολυσκέφτηκε. Ο πατέρας της, όταν πήγε να τον
χαιρετήσει, ζήτημα είναι αν άκουσε τι του είπε, κάτι κατάλαβε ότι θα πάει κάπου
με τον καθηγητή της και της απάντησε αφηρημένα να κοιτάξει να μην αργήσει. Η
Αριάδνη ήταν παρθένα, δεν είχε μέχρι τότε σχέσεις με κανέναν άντρα, ένα αθώο,
παιδικό φιλί μονάχα στα 16 της χρόνια. Ήξερε, όμως, τι θα πει να κάνεις έρωτα,
ήξερε τι σήμαινε το βλέμμα του καθηγητή της στα μπούτια της σ' όλη τη διαδρομή
με τ' αυτοκίνητο μέχρι το λιμανάκι που ήταν η βάρκα. Στην αρχή τράβαγε τη
φούστα της προς τα κάτω, αλλά μετά την άφησε, τον άφησε να κοιτάει τα μπούτια
της, τον άφησε και να τη χαϊδέψει κρατώντας με το άλλο χέρι το τιμόνι. Όταν
μπήκαν στη βάρκα, το έβλεπε πως κόντευε να χάσει την υπομονή του, αν μπορούσε
ν' αφήσει τα κουπιά θα της έκανε έρωτα εκεί, πριν βγουν απ' το λιμάνι. Μια
περίεργη επιθυμία, μια πρωτόγνωρη αίσθηση την έκανε κι αυτή ν' ανυπομονεί, να
μη βλέπει κι αυτή την ώρα που θα άραζε η βάρκα κι εκείνος θ' άφηνε τα κουπιά.
Έκαναν έρωτα σε μια ήσυχη παραλία με άσπρη σα ζάχαρη άμμο. Ένας έντονος πόνος τη
στιγμή της διείσδυσης και μετά ήθελε να ξεφύγει απ' τα χέρια του που την
πασπάτευαν βάναυσα, ήθελε να φωνάξει, μα δεν τόλμησε. Σ' όλο το δρόμο της
επιστροφής δεν άλλαξαν κουβέντα. Μετά βρήκε μια αφορμή και ζήτησε απ' τον
πατέρα της να σταματήσουν τα μαθήματα. Εκείνος δεν έφερε αντίρρηση και τη
διάβαζε ο ίδιος μέχρι τη μέρα των εξετάσεων. Πάλι δεν μπήκε στο πανεπιστήμιο
και στο μεταξύ άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πάει καλά, της είχε κοπεί η
περίοδος της. Δεν ήξερε τι να κάνει και πήγε στο χωριό, στη μάνα της Ελενίτσας,
δεν είχε άλλη γυναίκα να πάει. "Έγκυος είσαι κοριτσάκι μου" της είπε
εκείνη. "Να πας να τον βρεις τον παλιάνθρωπο και να το πεις και του πατέρα
σου να σε φροντίσει". Όρκους στο παιδί της την έβαλε να κάνει πως δεν θα
το πει εκείνη στον πατέρα της και γύρισε απελπισμένη στα Χανιά. Τον
"παλιάνθρωπο" δεν ήθελε να τον βρει, ούτε στον πατέρα της το είπε και
περίμενε να γίνει ένα θαύμα. Στο μεταξύ πέρναγε ο καιρός κι η εγκυμοσύνη θ'
άρχιζε να φαίνεται. Στον πατέρα της δεν τόλμησε και πάλι να το πει, προτιμούσε
να πεθάνει παρά ν' αντιμετωπίσει το βλέμμα του. Κι έτσι πήρε τηλέφωνο εκείνον.
Όπως το περίμενε, της πρότεινε να πάνε σ' ένα γιατρό να το ρυθμίσουν.
"Παντρεμένος, οικογενειάρχης άνθρωπος είμαι, τι άλλο μπορούμε να
κάνουμε;". Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν, την κατάσφαξε ο γιατρός που
ρύθμισε το θέμα και μετά απ' το φόβο και την ταπείνωση δεν την ήθελε τη ζωή
της. Μπήκε στη θάλασσα, έτσι ντυμένη, ακόμα δεν είχε σταματήσει η αιμορραγία,
κι άρχισε να προχωράει. Μετά κολύμπαγε, κολύμπαγε, μέχρι που τό 'νοιωσε, δεν θά
'χε δυνάμεις να γυρίσει πίσω. Την βγάλανε με μια βάρκα κι όταν ξανάνοιξε τα
μάτια της ήταν στο νοσοκομείο κι ήταν από πάνω της σκυμμένος ο πατέρας της κι
είχε μια τέτοια λαχτάρα κι αγάπη το βλέμμα του. Κορίτσι μου, κορίτσι μου αγαπημένο,
της είπε και έτρεχαν τα μάτια του, πρώτη φορά τον είδε να κλαίει, ούτε στο
θάνατο της μάνας της δεν είχε κλάψει. Αν του το είχα πει; Σκεφτόταν και την
έτρωγε αυτή η σκέψη. Η προχωρημένη εγκυμοσύνη κι ο ατζαμής γιατρός το είχαν
κάνει βαρύ, ασήκωτο αυτό το "αν", η Αριάδνη δεν θα μπορούσε πια να
κάνει παιδί. Αν το είχε πει στον πατέρα της, τότε, στην αρχή; Όμως το ποτάμι
δεν γυρίζει πίσω κι η Αριάδνη έπρεπε να το πάρει απόφαση, το μόνο της παιδί θά
'ταν η μικρή, η Ελενίτσα. Έμεινε για μήνες αμίλητη, κλεισμένη στο δωμάτιο της.
Ήταν και το σκάνδαλο, μικρή η κοινωνία, γνωστός κι ο πατέρας της, αποφασίστηκε
να φύγει, να πάει στην Αθήνα.
Το διάβασα, λέξη προς λέξη,
προσεκτικά, μετά τό 'σβησα και ξανάρχισα απ' την αρχή.
"Γεια σου Αλέξανδρε. Σίγουρα και είμαι
μαζί σου στο βουνό. Δεν κάνω σκι, αλλά το κρύο είναι το ίδιο, μέχρι ν' ανάψει
το καλοριφέρ θα πρέπει να βάλω σκούφο και κασκόλ. 10 e-mail, λοιπόν. Ελπίζω να
προλάβω. Θέλεις το θέμα του βιβλίου μου; Δεν είναι και τίποτα πρωτότυπο, η
ιστορία μιας κοπέλας είναι. Καλύτερα όμως να το διαβάσεις όταν το τελειώσω, δεν
είμαι καλή στις περιλήψεις, θα το αδικήσω.
Χθες είδα τον άντρα μου. Τον πρώην άντρα
μου, δηλαδή. Πήγαν όλα πολύ καλά, ηρέμησα. Βλέπεις, πολλές φορές κι ο χωρισμός
δεν έχει τον άγριο ρυθμό πολεμικού εμβατηρίου, είναι ήρεμος και τρυφερός σα μια
μπαλάντα - και λίγο μελαγχολικός ίσως. Μπορεί ν' αγοράσει το περιοδικό που
δουλεύω, δεν είναι σίγουρο ακόμη, το μελετάει. Δεν μπορείς να πεις, είμαι
τυχερή γυναίκα!
Φτάνει τόσο μεγάλο το γράμμα; Αυτό το
έκλεψα από ένα βιβλίο, ίσως το ξέρεις, ενός ιταλού δάσκαλου είναι που έχει
ανθολογήσει εκθέσεις μικρών μαθητών του από ένα σχολείο της νότιας Ιταλίας.
Ένας, λοιπόν, πιτσιρικάς τελειώνει έτσι την έκθεση του: "φτάνει τόσο
μεγάλη η έκθεση;" Πες μου ότι φτάνει, γιατί αν γράψω 9 ακόμα e-mail θα
στερέψω και δεν θά 'χω έμπνευση για το βιβλίο μου.
Σε σκέφτομαι κι νοιώθω πάντα ερωτευμένη
μαζί σου. Αντιγόνη
Ο άγγελος με τα χρωματιστά φτερά
Από
όταν ήρθε ο Στάθης δεν ξανάγραψα πια στο βιβλίο μου. Άνοιγα πολλές φορές τ'
αρχείο μα το έκλεινα αμέσως ή έκανα έλεγχο στο e-mail, απ' όταν γύρισε ο
Αλέξανδρος στη Ρώμη περισσότερο γι' αυτό τον άνοιγα τον υπολογιστή. Μου
φαινόταν περίεργο, λίγες μόνον ημέρες πριν θα μου ήταν αδύνατο να κοιμηθώ αν
δεν προσπαθούσα να γράψω στο βιβλίο της Ματούλας κι ας ήταν φορές που πιο πολύ
έσβηνα παρά έγραφα. Φαίνεται, όμως, πως όσο ήταν ο Στάθης στην Αθήνα δεν το
είχα ανάγκη αυτό το ταξίδι στο παρελθόν. Μετά από πολύ καιρό ένοιωθα και πάλι
πως δεν ήθελα να βλέπω απλώς απ' το παράθυρο το χρόνο να κυλάει.
Με
τον Στάθη είχαμε συναντηθεί κι άλλες φορές, μόνοι. Δεν κάναμε έρωτα, δεν
επιδιώξαμε καν την ευκαιρία. Κάποιες στιγμές έπιανα την επιθυμία στο βλέμμα
του, σε μια κίνηση, σ' ένα πιο παρατεταμένο αγκάλιασμα. Δεν ξέρω, όμως, τι
ακριβώς ήταν αυτό στη στάση μου που τον έκανε να καταλάβει ότι η ισορροπία μου
ήταν πολύ εύθραυστη για να τη βάλει σε δοκιμασία. Βόλευα τις γωνίες μου στην
μεγάλη του αγκαλιά, μέναμε αμίλητοι για λίγο, μούλιαζα σε μια θάλασσα
τρυφερότητας και μελαγχολίας, κι ήθελα να την πάρω μαζί μου αυτή την αίσθηση,
μαζί με τη μυρωδιά απ' το after shave του. Και να σκεφτεί κανείς πως όταν
ζούσαμε μαζί με ενοχλούσε αυτή η μυρωδιά, την έβρισκα πολύ έντονη.
"Δεν
σε χόρτασα, θά 'θελα να βρεθούμε κι άλλες φορές", μου έλεγε.
Και
κανονίζαμε καινούργιες συναντήσεις. Μα πάντα τύχαινε κανένα ραντεβού, κάποιο
απρόοπτο και έτσι μέναμε σ' ένα σύντομο τηλεφώνημα συγγνώμης κι ανανέωσης της
υπόσχεσης. Όταν αποχαιρετιστήκαμε, πάντα απ' το τηλέφωνο γιατί μια έκτακτη
υποχρέωση έτυχε κι εκείνη τη φορά κι εγώ δεν ήθελα μετά να πάω στο αεροδρόμιο,
μ' έβαλε να του υποσχεθώ ότι θα πάω στο Λονδίνο, έστω και για σαββατοκύριακο.
"Με
την πρώτη ευκαιρία", μου είπε και βάλαμε τα γέλια. Με την πρώτη ευκαιρία.
Έτσι μου έλεγε πάντα όταν μου ζήταγε κάτι και ήξερε ότι δεν θα το κάνω.
Έτσι
έφυγε ο Στάθης κι εγώ θα πρέπει να επικοινωνήσω με το δικηγόρο για τα χαρτιά
του διαζυγίου. Μου το είπε απλά, στην τελευταία μας συνάντηση, σα να ήταν
επαγγελματικό ραντεβού. Κι εγώ έτσι απλά το άκουσα, ήταν κι αυτή μια
εκκρεμότητα που έπρεπε να ρυθμιστεί.
Απ'
όταν έφυγε , όμως, νοιώθω πως άρχισα και πάλι να ζω σε λάθος χρόνο, να περιμένω
τα Χριστούγεννα που θα πάω στα Χανιά κι όλα να τα μεταθέτω εκεί, ακόμα και τη
λαχτάρα να ξαναπιάσω το βιβλίο της Ματούλας. Περπατάω στους δρόμους της Αθήνας
κι είναι φορές, ειδικά το βράδυ, που πιάνω τον εαυτό μου να χαζεύει τη
χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Πήρα και κάτι φωτάκια να τα βάλω στο σπίτι, μα
έμειναν εκεί στο κουτί, ούτε που το άνοιξα. Όταν γυρίζω, όμως, το βράδυ σπίτι
και κάθομαι στην πολυθρόνα μου κοντά στη μπαλκονόπορτα, γεμίζει το μυαλό μου
εικόνες, να είμαι μικρή και η μητέρα μου να στολίζει το δέντρο, ντυμένη με τα
υπέροχα ινδικά της φορέματα, χρόνια τα φόραγε. Όταν την έβλεπα να στολίζει το
δέντρο, τη φανταζόμουνα με δυο φτερά να φυτρώνουν στους ώμους της, έναν
παράξενο πολύχρωμο άγγελο. Την κοιτούσα μαγεμένη, πόσο γρήγορα κι επιδέξια
έκανε τη δουλειά της, εγώ πάντα κάποια μπάλα θά 'σπαγα. Και πάντα ακούγαμε
χριστουγεννιάτικα τραγούδια όταν στολίζαμε το δέντρο. Κι εγώ από τότε έκλαιγα με
τον Μικρό Τυμπανιστή. Τώρα μου ξυπνάει μνήμες, μα τότε δεν ξέρω τι
φανταζόμουνα, γιατί με συγκινούσε έτσι, γιατί δεν ήθελα να τον ακούω από
παιδικές φωνές, σα νά 'ταν κάποιος κίνδυνος που τα παραμόνευε εκείνα τα άγνωστα
παιδιά-τραγουδιστές.
Ήταν
και τα γενέθλια της Ματούλας κοντά στα Χριστούγεννα, της πηγαίναμε πάντα το
δώρο της την προπαραμονή. Μόνο η Ματούλα έκανε γενέθλια, δεν τα συνηθίζουν αυτά
στα χωριά, της αγοράζαμε και την τούρτα με τα κεράκια κι εκείνη τά 'σβηνε
πολλές φορές, δεν την έφτανε μόνο μια.
Χάζευα
μια μέρα ένα έργο στην τηλεόραση, Χριστούγεννα και μια ευτυχισμένη οικογένεια
περίμενε το τέταρτο μωρό της. Μια σαχλαμάρα αμερικάνικη με τόσο ακατέργαστους
συμβολισμούς που σε εκνεύριζαν. Ήταν ακόμα ανοιχτή η τηλεόραση όταν εγώ άρχισα
πάλι, μετά από τόσες μέρες, να γράφω. Εκείνα τα Χριστούγεννα του '97, τα
τελευταία της ζωής της, η Ματούλα το ήξερε ότι περίμενε και το δικό της το
παιδί.
Ο
άγγελος με τα σπασμένα φτερά
"Τα τελευταία της
Χριστούγεννα, η κυρα Λένη κόντεψε να πεθάνει. Καθόταν η Ματούλα δίπλα στο
κρεβάτι της, έβλεπε το πρόσωπο της, μάσκα νεκρική, και δεν ήξερε τι να
παρακαλέσει το Θεό, να την πάρει ή να τη σώσει. "Της φύλαγε ο Θεός
μέρες", είπε η αδελφή της η Βαγγελιώ όταν συνήλθε η κυρα Λένη εκεί που δεν
την περιμένανε. Κι η Ματούλα της χάιδευε τα χέρια, κοιτούσε το βασανισμένο
πρόσωπο και δεν ήξερε, δεν μπορούσε να πει με σιγουριά, αν ήταν για καλό ή για
κακό της που της φύλαγε ο Θεός μέρες.
Ήρθαν πάλι τα Χριστούγεννα,
βάλανε φωτάκια στη βιτρίνα του μαγαζιού, ήρθαν και τα παιδιά για τα κάλαντα,
καθόταν η Ματούλα στο ταμείο, άνοιγε το συρτάρι και τους έδινε κανένα
κατοστάρικο. Η κυρά Λένη δεν υπήρχε πια. Είναι παράξενο, κατάκοιτη την είχανε,
μα σα να ήταν το καλό πνεύμα του σπιτιού, σα να το φύλαγε από κάθε κακό, σα να
το ευλογούσε. Απ' όταν πέθανε, τίποτα δεν γινόταν πια σωστά, ούτε το καθημερινό
πρόγραμμα. Σα νά 'ταν η αρρώστια της αυτή που τους έβαζε όλους σ' ένα
πρόγραμμα, οι δικές της ανάγκες, ο δικός της χρόνος. Σ' αυτούς τους τέσσερις
μήνες απ' όταν πέθανε, ο Μανούσος έχει γίνει αγνώριστος. "Ε, ώρα μου είναι
τώρα κι εμένα", λέει κι είναι σαν κάτι να ξέρει, για κάτι να ετοιμάζεται.
Όταν αρρώστησε η μάνα της, νόμισε η Ματούλα πως έκανε μια μεγάλη
ανακάλυψη. Δεν την αγαπούσε ο πατέρας, σκέφτηκε. Δεν μπορεί να την αγαπούσε και
να μην τη λυπάται τώρα που είναι άρρωστη. Να κάνει σα να μην υπάρχει και να μην
υποφέρει. Νόμιζε κι αυτή πως έπρεπε να την αγαπάει και για τους δυο και ν'
αγαπάει και τον πατέρα της πιο πολύ, γιατί είχε κι αυτός κρεμαστεί από πάνω
της. Κι έλεγε, που να τη βρω τόση αγάπη για τη μάνα, για τον πατέρα, για μένα.
Μετά, άρχισε να σκέφτεται πως η αγάπη έχει πολλά χρώματα, μπορεί νά 'ναι και
μαύρη, κατάμαυρη και νά 'ναι πάλι αγάπη. Θυμότανε παλιά, όταν αρρώσταινε η μάνα
της, έπεφτε να πεθάνει ο πατέρας της απ' τη στεναχώρια του. Σ' εκείνα τ' απλά,
στα εύκολα. Σ' αυτή την αρρώστια την τελευταία, τον πρώτο καιρό την φρόντιζε,
την κοίταζε στα μάτια να καταλάβει τι έχει, τι της συμβαίνει και φεύγει μακριά
τους. Μετά, ήταν σα να παραιτήθηκε, κάπως σα να της θύμωσε κιόλας. Εγώ σε ήθελα
εδώ, σα να της έλεγε. Μα εσύ, αν θες να φεύγεις, να κλείνεις το στόμα και να μη
μιλάς, να κλείνεις τα μάτια και να μη μας βλέπεις, φύγε, τι να σου πω κι εγώ.
Είναι κι αυτό αγάπη, έλεγε μετά η Ματούλα. Σαν τσακισμένος, σα να
του έκοψαν τα φτερά είναι ο πατέρας της τώρα που τού 'φυγε η κυρα Λένη. Κάθε
μέρα, πρωί πρωί, πάει στο νεκροταφείο, στον τάφο της, κηπάκι τον έχει κάνει,
όλες της τις γλάστρες έχει βάλει γύρω-γύρω. Κι ώρες-ώρες της μιλάει, όταν
νομίζει πως είναι μόνος, "Αχ βρε κυρα Λένη…" Της λέει κι αναστενάζει
από τα φύλλα της καρδιάς του.
Κι η Ματούλα, ανήμερα Χριστούγεννα, κατάλαβε με μια απόλυτη
σιγουριά πως ήτανε έγκυος. Ήταν βραδάκι, καθότανε στο κρεβάτι κι άκουγε τη
θάλασσα, σβησμένο το φως. Έβαλε τα χέρια της στην κοιλιά της, ήταν ζεστή και
μαλακή και τό 'ξερε πως θά 'κανε παιδί το Σεπτέμβρη.
Εκείνη τη μέρα, το πρωί, έτσι όπως άνοιξε το παράθυρο, είδε το
μηχανάκι του Αργύρη παρκαρισμένο απέναντι, κάτω από τη μουριά. Ήταν το σύνθημα
τους, έτσι καταλάβαινε η Ματούλα ότι είχε έρθει ο Αργύρης και την περίμενε στην
παραλία με τα βράχια. Της είχε τηλεφωνήσει αποβραδίς κι εκείνη του είπε,
"όχι ανήμερα Χριστούγεννα, πως θα φύγω απ' το σπίτι;" Μα είχε, λέει,
κάτι πολύ σπουδαίο να της πει, λίγο θα έμενε εξάλλου. "Τότε έλα". Κι
έπειτα σκέφτηκε, τι με νοιάζει; Πένθος έχουμε, μήπως και θά 'χα να ετοιμάσω τα
τραπέζια; Τον πατέρα της μόνο σκέφτηκε, μα είπε μετά πως, τώρα πια, μια μέρα
σαν τις άλλες ήταν κι αυτή.
Τον είδε από μακριά στην παραλία. Φύσαγε δυνατά κι ανέμιζε το χακί
κασκόλ που είχε στο λαιμό του, δεν έβγαζε τα χέρια από τις τσέπες να το μαζέψει
κι αυτό ανέμιζε.
Έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του. Πάρε με από δω, ήθελε να του πει
μα αντί γι' αυτό τον φίλαγε αχόρταγα στα μάτια, στα χείλια, έχωνε λαίμαργα το
πρόσωπο της στο λαιμό του και ρούφαγε τη μυρωδιά του.
"Στάσου! Θα μας δουν, θα μας δει κανείς".
Μα εκείνη δεν τον άφηνε, τύλιξε τα χέρια της στη μέση του, κάτω
απ' το χοντρό πουλόβερ, πάλευε να βγάλει το πουκάμισο απ' το πανταλόνι, ν'
αγγίξει τη σάρκα του.
"Ποιος θα μας δει;" Του είπε. "Ποιος θα μας δει
τέτοια ώρα στην ερημιά;"
Τον ένοιωσε να παγώνει και γύρισε απότομα το κεφάλι. Ανήμερα
Χριστούγεννα κι η κουμπάρα τους η Χρήσταινα είχε πάει ν' ανάψει τα καντήλια του
Αι Νικόλα.
"Την ξέρεις;" Ρώτησε ανήσυχος ο Αργύρης.
"Την ξέρω μα δεν καλοβλέπει, δεν θα μας γνώρισε".
Ο Αργύρης πάντα φοβότανε πολύ. "Εσένα δεν σε ξέρουν",
τού 'λεγε η Ματούλα. "Τι φοβάσαι;" Κι εκείνος έκανε πως το γύρναγε
στ' αστείο και έλεγε, "εσείς οι κρητικοί σκοτώνετε για ψύλλου
πήδημα". Την τάραζε τη Ματούλα εκείνος ο φόβος του, σα να τον μίκραινε στα
μάτια της. Κι ένοιωθε πως είχε βαρίδια στα πόδια του. Πώς να πετάξει μετά
ελεύθερος; Πώς να την πάρει μακριά;
Κάποια Χριστούγεννα παλιά, της είχε φέρει δώρο η νονά της μια
κούκλα-άγγελο με δυο μεγάλα φτερά. Ήταν μικρή η Ματούλα και νόμιζε πως ο
άγγελος με τα φτερά του θα πέταγε στ' αλήθεια. Τον πήρε λοιπόν και τον πέταξε
απ' το μπαλκόνι, να τον δει να φτερουγίζει προς τη θάλασσα. Κι αυτός έπεσε κάτω
στην αυλή κι έσπασε.
"Γιατί έσπασε;" Ρώταγε, μετά, κλαίγοντας τη νονά της.
"Μπορούσε να μην πετάξει άμα δεν ήθελε, εγώ δεν θα τον μάλωνα. Ήταν ανάγκη
όμως να σπάσει;"
Κι εκείνη της έταξε έναν άλλο, ολόιδιο άγγελο, μα δεν της τον πήγε
ποτέ.
Όταν έφυγε η κουμπάρα τους και δεν τους έβλεπε πια, πήρε τον
Αργύρη απ' το χέρι και πήγανε ψηλά στο χωριό, στο παλιό σπίτι των γονιών της,
ένα ερείπιο είχε μείνει που κάποιοι βάζανε μέσα τα πρόβατα τους. Εκεί πηγαίνανε
κάθε φορά. Ανεβαίνανε από μια σαπισμένη σκάλα στον οντά, είχε φέρει η Ματούλα
και μια μπατανία απ' το σπίτι και τη στρώνανε χάμω. Μα ήταν άβολα, ήταν κι η
μυρωδιά των ζώων, κάνανε έρωτα στα βιαστικά, σα νά 'ταν κάτι πού 'πρεπε να
γίνει, και μετά φεύγανε.
Ο Αργύρης είχε ξαναγυρίσει στα τέλη του Σεπτέμβρη, ούτε που τον
περίμενε πια η Ματούλα. Τον είδε μια μέρα να μπαίνει στο μαγαζί και δεν το
πίστευε. Ήταν κι ο πατέρας της εκεί, ο Αργύρης έκανε τον πελάτη κι εκείνη
έστειλε τον πατέρα της στην αποθήκη να του φέρει ελιές παστές, είχε δει από
νωρίς ότι είχε αδειάσει ο ντενεκές που είχανε στο μαγαζί. Πρόλαβε και της είπε
πως θα την περιμένει στην παραλία με τα βράχια, πήρε τις ελιές κι έφυγε.
Στις αρχές έκανε ακόμα ζέστη, όλο και κάποιες ερημιές βρίσκανε
στην παραλία με τα βράχια. Κάνανε έρωτα σα να μην είχαν άλλο να κάνουν, άλλο να
πουν. Λίγο πριν φύγει κάθε φορά ο Αργύρης, σα νά 'χανε τελειώσει μ' όλα τ' άλλα
και νά 'μενε μόνον αυτό, να τελειώσει κι αυτό και να φύγει μετά. Όταν κρύωσε ο
καιρός σκέφτηκε η Ματούλα το παλιό σπίτι των γονιών της. Το είδε ότι δεν του
άρεσε του Αργύρη, αλλά δεν γινόταν κι αλλιώς, στο σπίτι της δεν θα τον έβαζα
ποτέ. Μια δυο φορές που κατάφερε να λείψει για πολλή ώρα, πήγανε στο δικό του
το δωμάτιο, στο Ρέθυμνο. Μα έμενε μ' έναν άλλο και δεν της άρεσε της Ματούλας
που τον έδιωχνε και αυτός, πριν φύγει, την κοίταζε σα να τη στιμάριζε, αν άξιζε
τον κόπο δηλαδή που έφευγε και τους άφηνε το δωμάτιο.
Όταν δεν τον έβλεπε τον Αργύρη δεν τον σκεφτότανε πολύ. Είχε πολλά
να σκεφτεί απ' όταν πέθανε η μάνα της, μα πιο πολύ απ' όλα να σκεφτεί πώς θα
κατάφερνε να φύγει. Ο πατέρας της δεν έβγαλε λέξη όταν του είπε πως θέλει να
δοκιμάσει να δώσει πια εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Αλλά όχι στη Νομική, στη
Φιλοσοφική ήθελε να δώσει, στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Είχε ρωτήσει και τό
'ξερε πως ήταν δύσκολα, μα έλεγε πως τώρα πια τα δύσκολα τα χρώσταγε στον εαυτό
της. Φαίνεται, όμως, πως ο Μανούσος καταλάβαινε πιο πολύ, ήξερε καλύτερα από
κείνη ότι εκεί θα έμενε στο τέλος, είχε ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη κι ήταν
αγύμναστη τόσον καιρό, δεν φτάνανε πια οι καλοί βαθμοί στο Λύκειο. Έναν όρο
μόνο της έβαλε και μετά δεν ξαναμίλησε για τις σπουδές της. Δεν θα την έστελνε
στα Χανιά για φροντιστήριο, τη χρειαζόταν στο χωριό. Δέχτηκε κι αυτή, βρήκε
βιβλία και διάβαζε.
Όταν ήρθε ο Αργύρης τον Σεπτέμβρη, η πρώτη του κουβέντα ήταν πως
περιμένει τη μεταγραφή. Γύρω στα Χριστούγεννα, της είπε, θα το μάθαινε αν θα
τον δέχονταν στη Σχολή της Αθήνας. Μα τα Χριστούγεννα ήταν μακριά, σχεδόν όσο
κι η Αθήνα. Δεν τρόμαξε, λοιπόν κι εκείνη. Ένοιωσε, αντίθετα, πως ήταν αυτή μια
άλλη συνενοχή που θα τους έδενε μαζί, πιο δυνατή απ' τα βιαστικά αγκαλιάσματα
τους. Θα φύγω με τον Αργύρη, σκεφτότανε το βράδυ στο κρεβάτι πριν την πάρει ο
ύπνος. Θα πάω κι εγώ να σπουδάσω. Και της έμοιαζε πως αυτό το όνειρο δεν είχε
παρά ν' απλώσει το χέρι για να τ' αγγίξει. Μα τώρα έφτασαν τα Χριστούγεννα κι ο
Αργύρης θά 'φευγε. Με ποιόν θα το σχεδίαζε πια το ταξίδι η Ματούλα; Όλο το
βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων αυτό σκεφτότανε. Πως θά 'ρθει να της πει,
την πήρα τη μεταγραφή. Και να την αποχαιρετήσει.
Φτάσανε στο παλιό σπιτάκι σχεδόν τρέχοντας, τον τράβαγε απ' το χέρι
να κάνει γρήγορα. Στην είσοδο εκείνος κοντοστάθηκε λαχανιασμένος.
"Στάσου Ματούλα! Περίμενε !"
"Τι να περιμένω; Τι; " Κι έπεσε πάλι επάνω του και τον
φιλούσε.
"Κάνει κρύο, περίμενε".
Είχε βγάλει όλα της τα ρούχα και τά 'χε στρώσει στο βρώμικο πάτωμα,
ούτε στον οντά δεν είχανε ανέβει. Είχε τυλιχτεί γύρω απ' το κορμί του, τον
χάιδευε, τον φίλαγε, ολόγυμνη, να του τραβάει τα ρούχα και να τον χαϊδεύει.
"Στάσου Ματούλα, θέλω να σου μιλήσω…"
Μα τα λόγια του πνίγηκαν στα φιλιά της
Δεν θέλω ν' ακούσω, τού 'λεγε χωρίς να του μιλάει. Τίποτα δεν θέλω
ν' ακούσω. Να νοιώσω μόνο. Όπως τότε, την πρώτη μας φορά, τότε που βούταγα σα
γλάρος στο νερό κι έπειτα πέταγα ψηλά και σού 'δειχνα διαδρομές, δρόμους για να
τους κάνουμε μαζί, όχι για νά 'ρθεις και να μ' αποχαιρετήσεις.
Εκεί στο σπιτάκι, στο βρώμικο πάτωμα, πάνω στα πεταμένα της ρούχα
τό 'ξερε με μια απίστευτη καθαρότητα πως έπιασε παιδί. Κι ας μην ήταν σαν την
πρώτη τους φορά, κι ας κράταγε στην αγκαλιά της τώρα ένα άλλο παιδί,
τρομαγμένο, που ήθελε μόνο να της πει πως θά 'φευγε.
Δεν θέλησε να τον ξαναδεί μετά. Κι ας έπαιρνε εκείνος τηλέφωνο κι
ας ερχόταν με τη μηχανή του κάτω απ' τη μουριά, να της κάνει το σινιάλο. Τον
άφησε να φύγει, δεν είχε τίποτα να περιμένει πια απ' αυτόν. Μα το παιδί της το
ήθελε, από την πρώτη ώρα που τό 'ξερε μέσα της του μίλαγε, το πήγαινε ν'
ακούσει τον ήχο των κυμάτων, να τη νοιώσει τη θάλασσα, να την αγαπάει σα
γεννηθεί.
Μα πέρναγε ο καιρός και το παιδί της σα να βουβαινόταν, σαν κάτι
να της έκρυβε. Πήγε στα Χανιά, στο νονό της το γιατρό. Του είπε πως είχε κάτι
ενοχλήσεις, είχε ανωμαλίες και με την περίοδο της. Έτσι του είπε, μα, "πες
μου νονέ, είναι καλά το παιδί μου;" Τον ρωτούσαν τα μάτια της.
"Είσαι έγκυος Ματούλα παιδί μου. Έχεις κλείσει τον τέταρτο
μήνα. Να κάνουμε και τις εξετάσεις, μα έτσι καταλαβαίνω εγώ. Είναι προχωρημένη
η εγκυμοσύνη σου, δεν ξέρω γιατρό που ν' αναλάβει να στη διακόψει, κι εγώ δεν
θα σ' αφήσω να ρισκάρεις. Τι σκέφτεσαι να κάνεις παιδί μου;"
"Το θέλω το παιδί μου νονέ. Τον πατέρα του δεν τον θέλω, ήταν
λίγος, πολύ λίγος για το παιδί μου. Το θέλω το παιδί μου. Όμως το νοιώθω πως
κάτι με τραβάει. Δεν ξέρω τι είναι, μα για καλό πάντως δεν είναι".
Κάνανε όλες τις εξετάσεις, ο νονός της δεν την άφησε λεπτό μόνη.
Όλα πήγαιναν καλά, της είπε, σε πέντε μήνες θα το είχε το μωρό της. Τι θά 'κανε
όμως; Πως θα τό 'λεγε στον πατέρα της;
"Δεν θα του το πω νονέ".
"Μα σε λίγο η εγκυμοσύνη θα φανεί, δεν θα μπορείς να
κρύβεσαι".
"Ας φανεί. Εγώ θα τ' αρνιέμαι".
Προσπάθησε να της εξηγήσει πως μια εγκυμοσύνη δεν μένει κρυφή. Της
πρότεινε και να την κρατήσει στα Χανιά, θα τα κανόνιζε αυτός με τον ξάδελφο
του. Μα εκείνη έμοιαζε να έχει άλλα στο μυαλό της, άλλα να φοβάται.
Την πίεσε ο νονός της, την πίεσε πολύ. "Μείνε μέχρι να
γεννήσεις, μη σε συζητάνε και στο χωριό και σε στεναχωρούν. Κι έπειτα θα δούμε
τι θα κάνουμε, πως θα το πούμε. Τότε θά 'ναι πιο εύκολο, κάποιο ψέμα θα
βρούμε".
Μα αυτή δεν ήθελε ν' ακούσει κουβέντα, μόλις τελείωσε με τις
εξετάσεις, το ίδιο κιόλας βράδυ γύρισε στο χωριό. Κι άρχισε πάλι να μιλάει με
το παιδί της, στη μήτρα της άρχιζε και τέλειωνε ο κόσμος, έξω απ' αυτήν δεν
είχε άλλο".
Χωρίς
ανάσα τό 'γραψα, σα να το μάζευε η καρδιά μου όλες αυτές τις μέρες, μα να το
μάζευε τόσο σιγανά που δεν το καταλάβαινα ούτε εγώ η ίδια. Και ξαφνικά ένοιωσα
να με πνίγει η λαχτάρα να γυρίσω στα Χανιά.
***
"Μπαμπά,
παραμονή θα φύγω, τώρα έκλεισα τα εισιτήρια, θα πάω σε λίγο να τα πάρω".
"Γιατί
δεν μένεις Χριστούγεννα στην Αθήνα, με τους φίλους σου και νά 'ρθεις μετά;
Παραμονή διασκεδάζει ο κόσμος, δεν μπαίνει στο καράβι να ταξιδεύει".
"Ναι!
Είναι αλήθεια, θα μου λείψει πολύ η διασκέδαση της παραμονής! Ρεβεγιόν στου
Ηλία και της Άννας και θα λείπει κι ο Στάθης, μόνο η γυναίκα του θά 'ναι".
"Ποια
γυναίκα του; Πότε ξαναπαντρεύτηκε;"
"Όχι
η γυναίκα του, η φίλη του, πώς να την πω; Λοιπόν, σ' αρέσει δεν σ' αρέσει,
εμείς οι δυο θα κάνουμε Χριστούγεννα μαζί. Φεύγω τώρα για να προλάβω".
Σήμερα
θα γνώριζα την Τάμαρ. Θα πηγαίναμε με την Άννα για φαγητό σ' ένα ιταλικό
εστιατόριο της παραλίας, στην Τάμαρ άρεσαν τα ιταλικά φαγητά. Η Άννα είχε
σκηνοθετήσει πάλι τέλεια τη συνάντηση. Ο Στάθης ήταν μακριά, έτσι που και σε
δύσκολη θέση να μη μας φέρει, νυν και τέως, και σα μοντέρνοι άνθρωποι να
φερθούμε. Ξετρελάθηκε η Άννα με την Τάμαρ, την κάλεσε να μείνει στην Αθήνα, στο
σπίτι τους τώρα που έφυγε ο Στάθης, να μείνει όσο θέλει.
Δεν
θα το φανταζόμουνα ποτέ, αλλά την Τάμαρ ήθελα πια πολύ να τη γνωρίσω. Δεν τη
φοβόμουνα, δεν ένοιωθα να με απειλεί η σχέση της με το Στάθη, η εγκυμοσύνη της.
Πιο πολύ μ' ενοχλούσε η ιδέα της παρουσίας της Άννας, δεν θα μας άφηνε να
γνωριστούμε, να μιλήσουμε όπως θα θέλαμε. Εγώ, όταν χαιρετηθήκαμε με το Στάθη,
το ένοιωσα πως όλα είχαν γίνει καλά, τίποτα αιχμηρό δεν είχε μείνει, τίποτα που
να πονάει, καμιά αμφιβολία να μας βασανίζει. Δεν μου στερούσε τίποτα η Τάμαρ κι
ένοιωθα σα να με αφορά κι εμένα το παιδί που περίμεναν, θα πάρει άραγε τα μάτια
του πατέρα του;
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
ο άγγελος με τα χρωματιστά φτερά
Date:
Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 1998 20.05
Χθες είδα ένα χρυσόψαρο στον ύπνο μου που
πέταγε. Εντελώς σουρεαλιστικό. Είναι που φτάνουν τα Χριστούγεννα κι ο ερχομός
τους με ρίχνει πάντα σε βαθιά κατάθλιψη. Αυτές τις μέρες σκέφτομαι πολύ τη
μητέρα μου, τα παιδικά μου Χριστούγεννα. Θυμάμαι το χριστουγεννιάτικο δέντρο,
στολισμένο, στη σάλα. Πως μου ήρθε αυτή η λέξη, χρόνια είχα να την ακούσω. Έτσι
έλεγε η γιαγιά μου το καλό δωμάτιο, αυτό που είχαμε για τους ξένους. Εμένα δεν
μ' άφηνε να μπω, ήταν πάντα καθαρό και μύριζε παρκετίνη. Εκεί βάζαμε το δέντρο,
έτσι το ήθελε η γιαγιά, κι η μητέρα μου δεν της χάλαγε ποτέ χατίρι. Της κάναμε
όμως πονηριές. Το βράδυ όταν μαζευόταν όλοι στην τραπεζαρία, η μητέρα έλεγε πως
θα με πάει για ύπνο. ΄Έλεγα σ' όλους καληνύχτα και φεύγαμε μαζί. Ο πατέρας
κρυφογέλαγε πίσω απ' τα γυαλιά του, αλλά η γιαγιά με σταύρωνε, Ιησούς Χριστός
νικά κι όλα τα κακά σκορπά, και μου έδινε την ευχή της. Πηγαίναμε στη σάλα,
έμπαινα εγώ μέσα μ' όλες τις προφυλάξεις, η μαμά τό 'κανε να μοιάζει με μεγάλη
περιπέτεια, έκλεινε την πόρτα και φώναζε "καληνύχτα Αντιγόνη", σα να
με χαιρετούσε στο δωμάτιο μου. Και τότε εγώ η αμίλητη, έπιανα να λέω φωναχτά
του κόσμου τα παραμύθια, τα πιο πολλά δικά μου, εμένα δεν μου είχαν πει πολλά
παραμύθια όταν ήμουνα μικρή. Κι όταν βαριόμουνα, ανέβαινα σιγά-σιγά στο δωμάτιο
μου, πάντα με προφυλάξεις, αν κι η γιαγιά κοιμόταν πια και δεν υπήρχε περίπτωση
να μ' ακούσει.
Σήμερα γνώρισα τη μέλλουσα γυναίκα του
πρώην άντρα μου. Εντελώς Χολιγουντιανό ακούγεται, όμως έτσι έγινε. Είναι
έγκυος. Η πιο έγκυος γυναίκα που έχω δει στη ζωή μου. Όχι, δεν είναι σα
φουσκωμένο μπαλόνι, ίσα-ίσα που είναι πολύ λεπτή. Μα η εγκυμοσύνη της ήταν σα
ν' ακτινοβολούσε, σου γένναγε την επιθυμία να την αγγίξεις, να τη χαϊδέψεις.
Παραλογίζομαι; Δεν ξέρω, μπορεί. Θέλω να πω πως ήταν σαν ένας πίνακας, η
αναπαράσταση της τέλειας εγκυμοσύνης, με τα ξανθά μαλλιά, τα γαλάζια μάτια της
και το χρωματιστό φουστάνι της, στενό, έτσι που να πετάγεται μπροστά μια
αισιόδοξη πολύχρωμη κοιλιά. Δεν ξέρω πως να στο περιγράψω, αλλά μου άρεσε πολύ.
Τάμαρ τη λένε αλλά ξέχασα να τη ρωτήσω από που προέρχεται τ' όνομα της.
Αρκετά όμως για σήμερα. Πολύ γενναιόδωρη
υπήρξα απέναντι σε κάποιον που έχει να μου γράψει δυο μέρες! Σε φιλώ, Αντιγόνη
Κτύπησε
το τηλέφωνο και, όπως ήμουνα αφηρημένη μπροστά στον υπολογιστή, τινάχτηκα
επάνω. Κάτι πρέπει να κάνω με τα νεύρα μου, ρεζίλι γίνομαι μ' αυτές τις
αντιδράσεις.
"Η
Ρουμπίνη είμαι. Πως και δεν είχες τηλεφωνητή;"
"Λες
και δεν τό 'ξερα ποιος θά 'ναι! Έχω τηλεφωνητή αλλά κι επιθυμία να επικοινωνήσω
με τον κόσμο".
"Μπράβο,
αυτό ήθελα κι εγώ. Έρχομαι να σε πάρω. Να μου πεις και πως πήγε κι η συνάντηση
με την Τάμαρ".
Με
το Στάθη είχαν συμφωνήσει να πάει όποτε θέλει στο Λονδίνο, αν και το Τμήμα της
θα άρχιζε το φθινόπωρο. Τώρα δεν ξέρει τι να κάνει, να περιμένει μέχρι το
φθινόπωρο δεν γίνεται, να πάει χωρίς λόγο στο Λονδίνο δεν της αρέσει, κάθεται
εδώ και τρώγεται με τα ρούχα της.
"Αντιγόνη,
κάτι δεν πάει καλά μ' εμάς τις δυο. Τσακωνόμαστε συνέχεια".
"Εγώ
δεν τσακώνομαι…"
"
Εντάξει, τσακώνομαι μόνη μου, τρελή είμαι".
Αυτές
τις μέρες, όπου κι αν καθόμαστε, είχα πάντα την αίσθηση ότι μας κοίταζαν απ' τα
γύρω τραπέζια κι έφταιγε η ένταση στη φωνή της γι' αυτό. Η Ρουμπίνη δεν είναι
όμορφη, αλλά αν τη δεις, θα γυρίσεις το κεφάλι να την ξανακοιτάξεις. Νομίζω ότι
είναι τα μάτια της αυτό που σε ξαφνιάζει. Μεγάλα, μαύρα και μ' ένα βλέμμα
έντονο, σχεδόν επιθετικό. Σε κοιτάει κατάματα, σ' ακολουθεί με το βλέμμα. Αν
δεν γνωριζόμαστε από μικρές, αυτό το βλέμμα δεν θα το άντεχα, δεν σ' αφήνει να
πάρεις ανάσα. Τώρα την κοιτάζω και βλέπω ένα πρόσωπο έτοιμο να εκραγεί σε χίλια
κομμάτια, με πιάνει άγχος να την κοιτάζω, λέω να, τώρα θα γίνει η έκρηξη, αρκεί
μια κίνηση τόση δα, ένα χαμόγελο παραπάνω, ένα σμίξιμο των φρυδιών ή λίγο
μεγαλύτερη ένταση στη φωνή.
"Σου
μιλάω! Τι με κοιτάζεις έτσι;"
"Νομίζω
ότι δεν μπορώ να το κάνω…"
"Τι
πράγμα;"
"Να
ταυτιστώ μαζί σου, να πιστέψω πως σε αδίκησε η γυναίκα του Κώστα που περιμένει
το παιδί του".
Με
κοίταξε αγριεμένη.
"Δεν
με αδίκησε, λες, που μ' έχει κάνει ρεζίλι; Που δεν μπορώ να πατήσω στα στέκια
μου; Που έχω την εντύπωση πως όλοι λένε, να η φουκαριάρα η Ρουμπίνη;"
"Δεν
εννοώ αυτό. Ότι δεν σε αδίκησε που έμεινε έγκυος εννοώ. Εγώ δεν μπορώ να της
θυμώσω γι' αυτό, μη με βάζεις σ' αυτόν το ρόλο".
Είχα
σκύψει το κεφάλι και περίμενα πως το λιγότερο που θα κάνει θα είναι να σηκωθεί
να φύγει χωρίς να με χαιρετήσει. Με ξάφνιαζε που δεν μίλαγε, δεν αντιδρούσε και
σήκωσα το κεφάλι. Με κοίταγε μ' εκείνο το βλέμμα της Ρουμπίνης-εντομολόγου,
ένοιωθα πιασμένη σε παγίδα, σα να την είχα προδώσει κι αποκαλύφτηκα.
"Τι
σχέση έχεις εσύ;" Η φωνή της
ακούστηκε λίγο βραχνή, ξερόβηξε να την καθαρίσει κι έσκυψε προς το μέρος μου.
"Τι σχέση έχεις εσύ μ' όλα αυτά; "
"Συγκινήθηκα
όταν είδα την Τάμαρ. Δεν το περίμενα, πως θα με συγκινούσε έτσι η εγκυμοσύνη
της. Αλλά όταν την είδα, μου φάνηκε σαν άγγελος με πολύχρωμα φτερά, ήθελα να
την αγκαλιάσω…"
"Το
ταμπού της μητρότητας; Μα τι μου λες τώρα; Αυτή, αν η εγκυμοσύνη της δεν
ταίριαζε με τα χειμωνιάτικα ρούχα της, θα το είχε ρίξει το παιδί. Μη με κοιτάς
έτσι, για τη γυναίκα του Κώστα λέω".
"Δεν
τον εκτιμάς, όμως, καθόλου αν μιλάς έτσι για τη γυναίκα του. Πως μπορείς να
είσαι ερωτευμένη μαζί του και να μην τον εκτιμάς καθόλου;"
"Μα
τι σχέση έχει ο Κώστας;"
"Τώρα
παραλογίζεσαι. Αν δεν έχει σχέση ο Κώστας, ποιος έχει; Τα έχεις μπερδέψει όλα
μέσα σου, γι' αυτό παράτησες και το σήριαλ, δεν ήταν που θά 'φευγες για το
Λονδίνο, το ήξερες ότι δεν θά 'φευγες αμέσως".
"Άστα
αυτά να τα λέει ο Ηλίας, που τα έχει σπουδάσει κιόλας. Τον Κώστα τον ξέρω. Δεν
είναι Ηλίας, δεν είναι Στάθης, αλλά μαζί του ένοιωθα αλλιώτικα. Πιο ζωντανή,
πιο νέα, βριζόμασταν σα χαμίνια και κάναμε έρωτα σα νά 'ταν η κάθε φορά η πρώτη
και η τελευταία στη ζωή μας. Εσύ τον βλέπεις σαν καρικατούρα και τον υποτιμάς.
Κι εγώ σου λέω ότι δεν έπαιζε το ρόλο του ωραίου μαζί μου. Είχαμε σχέση. Τη ζούσαμε
κι οι δυο αυτή τη σχέση σαν κάτι μοναδικό".
"Αυτό
προσπαθώ να σου πω κι εγώ. Ήταν μια σχέση μοναδική. Τι πιο φυσικό, λοιπόν, από
τα μείνει η γυναίκα του έγκυος; Τον παρέσυρε στο κρεβάτι; Του έστησε παγίδα;
Ξέχασα τ' αντισυλληπτικά μου χρυσέ μου. Ποιος φτιάχνει τώρα καρικατούρες;"
Πήρε
επιτέλους τα μάτια της από πάνω μου. Κοίταζε έξω απ' τη τζαμαρία καπνίζοντας.
"Φοβάμαι
ότι αν συνεχίσει αυτή η κατάσταση θα επηρεάσει και τη δουλειά μου. Μου λείπει η
έμπνευση, η συνολική εικόνα, πλάνο- πλάνο τα βλέπω τα πράγματα".
Κινήθηκα
αμήχανα στην καρέκλα μου. Τη Ρουμπίνη την έχω συνηθίσει αλλιώς, μ' απορυθμίζει
αυτή η εικόνα της απογοήτευσης, δεν ξέρω πως να συμπεριφερθώ.
"Εντάξει,
μπόρα είναι θα περάσει". Της είπα, έτσι, για να πω κάτι. Κι αυτό το βλέμμα της δεν το αντέχω.
Λυπημένο, παραιτημένο.
"Τι
απ' όλα θα περάσει; Καλά. Κάπως έτσι θα γίνει στο τέλος. Θα με φιλοξενήσεις κι
απόψε στο κελί σου; Να μιλήσουμε και για τον άγγελο σου με τα πολύχρωμα φτερά.
Δεν είχες κάποτε, πριν χρόνια, ένα κουκλάκι τέτοιο; Θυμάμαι ότι ήθελα να στο
κοπανήσω στο κεφάλι, δεν μ' άφηνες να τ' αγγίξω".
"Ακόμα
το έχω. Το έφερα μαζί μου όταν ήρθα στην Αθήνα. Πάμε. Θα στο δείξω, αλλά πάλι
δεν θα σ' αφήσω να τ' αγγίξεις. Το έχω τάξει αλλού, χριστουγεννιάτικο
δώρο".
***
Χάζευα
απ' το φινιστρίνι της καμπίνας του καραβιού και κρατούσα ακόμα το εισιτήριο στα
χέρια μου. Έσκυψα λίγο και πήρε το μάτι μου ένα στυλό, χωμένο σε μια εσοχή
ανάμεσα στο φινιστρίνι και το κρεβάτι. Κάποιος έλυνε, φαίνεται, σταυρόλεξο στο
προηγούμενο ταξίδι και ξέχασε το στυλό του. Το πήρα κι έγραψα με μεγάλα
γράμματα πάνω στο εισιτήριο: το καράβι του γυρισμού. Το φύλαξα μετά στην τσάντα
μου, Χριστούγεννα στα Χανιά, παράξενο που μου φαίνεται μετά από τόσα χρόνια.
Όταν
ήμουνα μικρή, ζούσε ακόμα κι η μητέρα μου, ταξιδεύαμε συχνά κι εγώ τη λάτρευα
την επιστροφή στην Κρήτη με καράβι. Τότε τα καράβια έφταναν πιο αργά στο λιμάνι
της Σούδας και με την ανατολή του ήλιου έβλεπες τα βουνά να διαγράφονται στο
βάθος. Ήταν τόση η χαρά μου που ήθελα να κρατήσει πολύ αυτός γυρισμός, ν'
αργήσει να μπει το πλοίο στο λιμάνι, να βλέπω πολλή ώρα τα βουνά και το νησάκι
της Σούδας. Βγαίναμε με τη μητέρα μου στο κατάστρωμα, με ξύπναγε αν κοιμόμουν
ακόμα και βγαίναμε. Ο πατέρας πήγαινε για καφέ στο μπαρ του πλοίου. "Πως
αντέχεις βρε Μάνο με τόσο κόσμο;" Του έλεγε η μητέρα. Ήταν και πιο μικρά
τα πλοία τότε, δεν είχαν πολλά μπαρ κι ο πατέρας δεν πήγαινε ποτέ στο μπαρ της
πρώτης θέσης, θύμωνε που θα έπρεπε να δείξει το εισιτήριο του για να τον
αφήσουν να μπει. Φτάσαμε! Γύρισα! Ήθελα να φωνάξω. Όπου κι αν είχαμε πάει, όσο
καλά κι αν είχα περάσει, ο γυρισμός μου φαινόταν πάντα σπουδαίος, σα δώρο που
το είχα κερδίσει αν και χωρίς να ξέρω τι είχα κάνει και το κέρδισα.
Τώρα
δεν προλαβαίνεις να δεις τίποτα, όταν αράζει το πλοίο είναι ακόμα σκοτάδι. Στην
καμπίνα ήμουνα μόνη αλλά δεν μπόρεσα να
κοιμηθώ, διάβαζα όλη νύχτα. Αναρωτιέμαι αν θα με περιμένει ο πατέρας μου στο
λιμάνι. Μην έρχεσαι, του είπα. Νύχτα θά 'ναι ακόμη, τι να κάνεις μεσ' το κρύο;
Θυμάμαι
το '95, τη χρονιά που έφυγε ο Στάθης. Σα ζαλισμένη ήμουνα, μόλις που είχα φύγει
κι απ' το σπίτι μας και είχα νοικιάσει αυτό που μένω τώρα. Έτρεχα και τότε πίσω
απ' τον Ηλία γιατί δεν ήθελα κανένα άλλο να βλέπω, κανέναν που να με ρωτάει, τι
θα κάνω, τι σχέδια έχω. Τότε κι η Ρουμπίνη με είχε πιέσει πολύ κι η Άννα ήταν
αφόρητη, δεν ήξερα που να της κρυφτώ. Αρχές Οκτώβρη ήτανε, γλυκός ο καιρός και
ξαφνικά, χωρίς να το ξανασκεφτώ, χωρίς να τό 'χω σχεδιάσει, πήρα το καράβι και
πήγα στα Χανιά. Στον πατέρα μου τηλεφώνησα απ' τον Πειραιά, αύριο έρχομαι, του
είπα, για μια-δυο μέρες. Όταν έφτασα, βγήκα στο κατάστρωμα και είχε δέσει πια
το πλοίο. Ήταν νεκρή εποχή, δεν είχε κόσμο, θα κατέβαινα με την ησυχία μου. Και
τότε τον είδα, μια σιλουέτα ψηλόλιγνη, παράμερα απ' την είσοδο του πλοίου,
έμοιαζε ολομόναχος σ' ένα λιμάνι γεμάτο κόσμο και φασαρία. Δεν ξέρω αν είχα
νοιώσει άλλη φορά τέτοια λαχτάρα να βρεθώ στην αγκαλιά του. Στριμώχτηκα στην
έξοδο με τους λιγοστούς επιβάτες και κατέβηκα τις σκάλες σαν την τρελή. Μόνο
λίγο πριν βγω βράδυνα το βήμα και βγήκα σα να τον είδα μόλις εκείνη τη στιγμή.
Ποτέ δεν του είπα πόσο χάρηκα που τον βρήκα να με περιμένει, ν' ανυπομονεί κι
αυτός να με δει. Φοβάμαι πως θα πεθάνει και δεν θα έχω προλάβει να του πω πόσο
μου λείπει η αγκαλιά του, ακριβή σαν το χαμόγελο του.
Σ'
αυτό το τωρινό ταξίδι δεν βγήκα στο κατάστρωμα όταν έδεσε το πλοίο, δεν κοίταξα
καν στην αποβάθρα, πήγα κατ' ευθείαν στο γκαράζ να πάρω τ' αυτοκίνητο μου.
Βγαίνοντας με τ' αυτοκίνητο έριξα μια ματιά μήπως και ήρθε τελικά ο πατέρας
μου. Δεν τον είδα και πάρκαρα κάπου πρόχειρα για να ξανακοιτάξω, δυο τρεις
φορές γύρισα μέχρι την έξοδο του πλοίου. Όχι, δεν είχε έρθει. Μια τελευταία
ματιά πριν ξαναμπώ στ' αυτοκίνητο και πήρα το δρόμο για τα Χανιά, ούτε πέντε
λεπτά δεν έκανα, χαράματα Χριστουγέννων, άδειος ο δρόμος. Πλησιάζοντας στο
σπίτι δεν έκοψα ταχύτητα αλλά συνέχισα μέχρι την παραλία. Πήγα στα βράχια, δυο
βήματα είναι απ' το σπίτι μου, τότε δεν το είχα σκεφτεί.
Είχε
πια ξημερώσει όταν αποφάσισα να φύγω απ' την παραλία, δεν το κατάλαβα πως
πέρασε η ώρα, ο πατέρας μου θ' ανησυχούσε. Αύριο θα πάω στο χωριό, σκέφτηκα.
Στο νεκροταφείο. Αύριο θα σου φέρω ένα μπουκέτο λουλούδια Ματούλα. Θα κόψω και
λίγα απ' τα βασιλικά της μάνας σου να μοσχοβολάει το χέρι μου. Από τις γλάστρες
που έβαλε ο μπάρμπα Μανούσος γύρω απ' τον τάφο της. Θα πάω μια μέρα να τον δω
κι αυτόν τον κακομοίρη. Στο Γηροκομείο μού 'πε ο πατέρας ότι τον έχουν πάει,
στον κόσμο του ζει και σας μιλάει, "δεν μας τα λες καλά κυρά Λένη. Σού 'πα
πως το παιδί θα μεγαλώσει και θα σπουδάσει Νομικά".
Καθόμουνα
κάμποση ώρα έξω από το σπίτι με τα κλειδιά στο χέρι. Είχε φως στο γραφείο του
πατέρα, ίσα που φαινόταν πίσω απ' τα κλειστά πατζούρια. Εκεί θα με περίμενε, με
την μπλε, καρό ρόμπα του, πάνω απ' τα γόνατα του έφτανε, που να βρεις μέγεθος
για τέτοιο ύψος; Πάντα του άρεσε να φοράει ρόμπα στο σπίτι. Και τότε που ήταν
πολύ πιο νέος. "Σα συνταξιούχος είσαι", τού 'λεγε η μητέρα.
"Βάλε ένα φούτερ, μια φόρμα, που βγαίνεις έτσι στον κήπο, σε βλέπει κι ο
κόσμος που περνάει".
Σκέφτηκα
πως θά ήταν η μητέρα αν προλάβαινε να γεράσει. Ήταν από τους ανθρώπους που δεν
μπορείς να τους φανταστείς γέρους. Κι όταν αρρώστησε κι έλιωνε, σαν κούκλα ήταν
κέρινη, με μακριά καστανά μαλλιά. Μια κούκλα που δεν είχαν προλάβει να τη
βάψουν, να της βάλουν τα στολίδια της, ν' αναδείξουν την ομορφιά της. Σα κούκλα
μισοτελειωμένη ήταν, έτσι έφυγε. Δεν τό 'χα σκεφτεί εγώ αυτό, η γιαγιά μου το
είπε, "σαν κούκλα ήταν το κορίτσι μας", έλεγε κι έκλαιγε. "Σα
μισοτελειωμένη κούκλα με τα μακριά της τα μαλλιά". Κι έπειτα μου έλεγε
ιστορίες για τη μάνα μου, σα να την είχαμε ακόμα εκεί, ανάμεσα μας. "Κι
εσύ θα γίνεις, σαν τη μαμά σου, σαν τον άγγελο θα γίνεις κι εσύ". Τόσα χρόνια είναι που έχει πεθάνει η
γιαγιά μου κι είναι σα να τη βλέπω ακόμα να μου ανοίγει την πόρτα όταν γυρνούσα
στο σπίτι. "Άργησες παιδάκι μου", μου έλεγε πάντα κι έπειτα γέλαγε.
Δεν ήταν, δηλαδή, πως είχα αργήσει, μα πως της είχα λείψει. Κι έπειτα μου έλεγε
πως της έλειψα και με μια μαντινάδα, ένα σωρό μαντινάδες ήξερε. Ήταν
μικροσκοπική η γιαγιά μου, κοντούλα σαν τη μητέρα μου. Μόνο που η μητέρα μου ήταν
αεικίνητη, δεν σταματούσε λεπτό, όλα να τα κάνει, όλα να τα προλάβει, κι εγώ
ένοιωθα πως όσο και να τρέχω θα έμενα πάντα χιλιόμετρα πίσω της. Περίμενα,
λοιπόν, να σταματήσει, να γυρίσει, να μ'
απλώσει το χέρι και να μου πει. "Έλα Αντιγόνη, δεν φεύγω, εδώ είμαι και σε
περιμένω. Είδες που τα κατάφερες; Είσαι σπουδαίο κορίτσι Αντιγόνη". Η
γιαγιά μου, απ' την άλλη, ήτανε ροζ και τρυφερή, μια φιλόξενη, καθησυχαστική
αγκαλιά. Απ' όταν πέθανε η μητέρα τίποτα δεν άφησε να μας λείψει κι ας είμαστε
αχόρταγοι κι οι δυο σε ανάγκες. Σαν αποτέλεσμα του πένθους μας βέβαια.
Η
γιαγιά μου δεν έτρεχε ποτέ, ποτέ δεν βιαζόταν, νόμιζες ότι τη μέρα της την
πέρναγε χωρίς καθόλου να κοπιάσει. Όμως το σπίτι λειτουργούσε σα ρολόι κι εμείς
ξέραμε πάντα που θα τη βρούμε, στον κήπο, στην κουζίνα της, στην πολυθρόνα της
να πλέκει κάτι. Τότε η κουζίνα ήταν τ' αγαπημένο μου δωμάτιο, πολλές φορές
κατέβαζα και τα βιβλία μου και διάβαζα εκεί. Τη θυμάμαι να ετοιμάζει το φαγητό,
να τυλίγει ντολμαδάκια, ν' ανοίγει φύλλο για πίτα και να μου μιλάει, να μου
διηγείται ιστορίες μ' εκείνη την ήσυχη, σιγανή φωνή της. Εγώ τον παππού μου δεν
τον είχα γνωρίσει, σκοτώθηκε στο αντάρτικο, το μάθανε τη μέρα των γενεθλίων του
πατέρα μου, έκλεινε τότε τα δέκα χρόνια του. Από μεγάλη χανιώτικη οικογένεια
ήταν, ντόρος πολύς έγινε όταν βγήκε ο παππού μου στο αντάρτικο. Μου τά 'λεγε
σαν παραμύθι η γιαγιά μου. Ποτέ δεν έκλαψε, ποτέ δεν ύψωσε τη φωνή να
καταραστεί αυτούς που την αφήσανε χήρα μ' ανήλικο παιδί. Σα μια υπόκρουση ήταν
η φωνή της στη φαντασία μου που αρμένιζε. Και τα χέρια της θυμάμαι. Μιλούσε μα
ποτέ τα χέρια της δεν έμεναν ακίνητα, μετά που μεγάλωσα, έλεγα πως η γιαγιά μου
ήταν σαν "αυτές τις ογλήγορες που ξέρανε το νόμο της μικρής χελώνας",
που λέει ο Ρίτσος στις Μονεμβασιώτισσες.
Η
γιαγιά μου πέθανε το καλοκαίρι του '84. Έμφραγμα, δεν την προλάβαμε, καθόλου
δεν βασανίστηκε, γεμιστά σκόπευε να κάνει εκείνη τη μέρα, είχε μαζέψει
αποβραδίς και τα κληματόφυλλα, έβαζε πάντα πολλούς ντολμάδες στα γεμιστά.
Κοίταζα, θυμάμαι, τον πατέρα μου τη μέρα της κηδείας της. Κατακαλόκαιρο, με το
μαύρο του κοστούμι, να προσπαθεί να δέσει τη γραβάτα του.
"Τι
με κοιτάς;" Μου είπε μισοχαμογελώντας. "Ορφανός είμαι κι εγώ κι ας
είμαι μεγάλος".
Μού
'κανε εντύπωση εκείνο το "ορφανός". Όταν πέθανε η μητέρα, αυτή η λέξη
δεν ακούστηκε ποτέ για μένα, ήτανε λέξη απαγορευμένη, θα τού 'βγαζε τα μάτια η
γιαγιά αυτουνού που θα την έλεγε, μη νοιώσει την ορφάνια το παιδί, αυτή ήταν η
έγνοια της. Στην εκκλησία καθόμουνα δίπλα στον πατέρα μου. Δεν είχα ακόμα
συνηθίσει στην ιδέα ότι πέθανε και η γιαγιά μου, κι ήταν σα να μας έβλεπα στο
σινεμά, εμάς τους δυο, πανύψηλους, μαυροντυμένους και τη μικρή γιαγιά κάπου να
κάθεται, εκεί ανάμεσα στον κόσμο, να πλέκει και να μου μιλάει, "που λες
Αντιγόνη", έτσι άρχιζε πάντα τις ιστορίες της. Σκέφτομαι τώρα πως, αν και
μου μιλούσαν συνεχώς και η μητέρα και η γιαγιά μου, εγώ είμαι απ' τα παιδιά που
δεν μεγάλωσαν με παραμύθια. Ό,τι παραμύθια έχω ακούσει στη ζωή μου ήταν αυτά
που μου έλεγε ο Ηλίας όταν ήμουνα μικρή.
Άκουσα
ξαφνικά τη φωνή του πατέρα μου και τινάχτηκα. Είχα ξεχαστεί εκεί στην είσοδο με
τα πράγματα ακουμπισμένα στο πλατύσκαλο.
"Πόσο
θα κάθεσαι ακόμα στην πόρτα; Αφού έχεις κλειδιά". Χαμογελούσε και μ'
αγκάλιασε σφιχτά. Και πάλι γέμισε σκέψεις το μυαλό μου, γιατί δεν το επιδίωξα
τόσα χρόνια αυτό το σφιχταγκάλιασμα, το καλώς όρισες του πατέρα μου; Γιατί
φοβόμουνα να έρθω πάλι σπίτι μου και πέρναγα σαν επισκέπτης για μια δυο μέρες;
Ποτέ δεν είπε κουβέντα ο πατέρας μου που έμενα σε ξενοδοχεία κι εγώ το νόμιζα
φυσικό, πως έτσι το σκεφτόταν κι ο ίδιος.
Μπήκαμε
μέσα και πήγαμε κατ' ευθείαν στην κουζίνα. Ήταν ζεστά και μου είχε έτοιμο καφέ
και μαρμελάδα κίτρο που μ' αρέσει. Η κυρά Ελισάβετ τη φτιάχνει, μια μακρινή μας
συγγένισσα που πέθανε ο άντρας της πριν έξι χρόνια, έμεινε παντέρημη κι ο
πατέρας την πήρε σπίτι να τον βοηθάει και νά 'χει κι αυτή ένα εισόδημα. Αυτό το
μεγαλόπρεπο όνομα το φέρει μια μικροκαμωμένη, ραχιτική γυναικούλα.
"Παράωρη ήμουνα παιδάκι μου γι' αυτό δεν έπιανα και παιδιά. Μια φορά
έπιασα παιδί, μα τό 'χασα κι αυτό πριν βγω απ' τον τρίτο μήνα". Όταν την είχα πρωτοδεί, ζούσε ακόμα ο
άντρας της κι εγώ ήμουνα αρκετά μικρή για να μπορώ να γίνομαι αδιάκριτη χωρίς
να με παρεξηγούν, τότε τη ρώτησα γιατί δεν έχει παιδιά. Κάθε φορά που τη βλέπω
από τότε θυμάμαι αυτό το παράωρη ήμουνα παιδάκι μου. Όλη της η ύπαρξη, ο τρόπος
που στέκεται, που περπατάει, είναι σα να σου λέει, παράωρη είμαι παιδάκι μου,
τι μπορώ να κάνω; Δεν μ' αρέσει η κυρά Ελισάβετ, δεν μ' αρέσει που με πιέζει να
τη λυπάμαι. Με τον πατέρα όμως τα βρήκαν κι εμένα δεν μου πέφτει λόγος.
"Η
Ελισάβετ σου έφτιαξε το δωμάτιο. Άντε να ξεκουραστείς και τα λέμε μετά. Θα κάνω
κι εγώ μια βόλτα απ' το νοσοκομείο, έχω κάτι άρρωστους που μ' ανησυχούν, να δω
λίγο πως πάνε".
Απ'
όταν πέθανε η μητέρα έτσι τον θυμάμαι, να μην ξέρει από γιορτές κι αργίες, να
έχει πάντα κάτι αρρώστους που τον ανησυχούν. Αν τού 'λεγα μη φύγει, πως δεν
θέλω να μείνω μόνη στο σπίτι με την κυρά Ελισάβετ πρώτη μέρα που ήρθα, θα με
κοίταζε ξαφνιασμένος και δεν θά 'φευγε, αλλά και πάλι δεν θά 'χα μετά τι να του
πω.
Άνοιξα
την μπαλκονόπορτα, δεν έκανε κρύο. Βγήκα και τράβηξα μια καρέκλα απ' το δωμάτιο
να καθίσω. Κάποτε είχε όλο μονοκατοικίες εδώ σαν τη δική μας, απ' το μπαλκόνι
μου έβλεπα τον κήπο της διπλανής αυλής. Τώρα όλη σχεδόν η σειρά έγινε
πολυκατοικίες, είναι κι ακριβή η περιοχή αυτή, κοντά στη θάλασσα, χρυσάφι θα τα
πουλάνε τα διαμερίσματα.
Τακτοποίησα
τα πράγματα μου κι είπα να βγω μια βόλτα, μ' άρεσε έτσι πρωί που ήταν έρημη η
πόλη. Την κυρα Ελισάβετ την άκουγα στην κουζίνα, άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα.
Δεν πρόλαβα να στρίψω και είδα τον πατέρα μου που γύριζε απ' το νοσοκομείο, δυο
βήματα είναι από το σπίτι, με τα πόδια πηγαινοέρχεται.
"Θες
να περπατήσουμε μαζί;" Του είπα "Είναι ωραία τώρα που δεν έχει
κόσμο".
Δεν
το πίστευα πως θα δεχτεί. Κάναμε λίγα βήματα και νόμισα πως θα ζητούσε να
γυρίσει πίσω.
"Πάμε
προς το Κουμ Καπί; Κάθε φορά που έρχομαι στα Χανιά θέλω να την κάνω αυτή τη
βόλτα και δεν τα καταφέρνω. Είναι που έμενα και λίγο"...
"Έχω
κι εγώ καιρό να πάω". Γέλασε σιγανά. "Κι είναι δυο βήματα απ' το σπίτι".
Βγήκαμε
στη θάλασσα και κατηφορίσαμε κατά τον προμαχώνα, προς την παραλία του Κουμ
Καπί.
"Τι
είναι αυτοί;" Ρώτησα τον πατέρα μου βλέποντας μια ομάδα ανθρώπων να
κάθονται γύρω από ένα τραπεζάκι, κολλημένο στην εσοχή ενός τοίχου. Κάτι
παίζανε, μα δεν έβλεπα καλά.
"Αιγύπτιοι
αλιεργάτες θά 'ναι, εδώ είναι τα στέκια τους. Δεν τους είχες προλάβει;"
Δεν
θυμόμουνα. Όλα αλλιώτικα μου φαίνονταν, θά 'φταιγε η μέρα και η ώρα που τά
'κανε να μοιάζουν έτσι. Ο πατέρας μου κοντοστάθηκε κι ακούμπησε σ' ένα παγκάκι.
Κοιτούσε τη θάλασσα.
"Όταν
ήταν άρρωστη η μητέρα σου και πήγαινα αξημέρωτα στο νοσοκομείο, πάντα περνούσα
απ' εδώ, καθόμουν λίγο και κοίταζα τη θάλασσα και μετά πήγαινα να τη δω. Το
ήξερα πως δεν ήταν ακόμα η ώρα της, είχε πολύ να βασανιστεί ακόμα, αλλά κάθε
πρωί νόμιζα πως θά 'ναι το τελευταίο, πως θα πήγαινα στο νοσοκομείο και δεν θα
την έβρισκα στο δωμάτιο, κατέληξε λίγο πριν, θα μου λέγανε. Κατέληξε! Λέξη κι
αυτή".
Κρατούσα
την ανάσα μου να μην τελειώσει αυτή η στιγμή. Πρώτη φορά μιλούσε για το θάνατο
της μάνας μου κι ήταν σαν κάτι νά 'κρυβαν τα λόγια του, κάτι επίφοβο μα και
λυτρωτικό, κάτι που το περίμενα σ' όλη μου τη ζωή. Μα ο πατέρας μου γύρισε, μου
χαμογέλασε και πήρε πάλι να περπατάει.
"Είναι
κι η μέρα σήμερα", είπε. "Δεν ξέρω αν θα βρούμε κανένα μαγαζί ανοιχτό
να μπούμε να πιούμε καφέ".
"Δεν
πειράζει μπαμπά, μ' αρέσει που περπατάμε, χρόνια έχουμε να το κάνουμε, απ' όταν
ήμουνα μικρή".
Ξαφνικά
σταμάτησα να μιλάω. Τι σήμαινε όταν ήμουνα μικρή; Πόσα χρόνια έμεινα μικρή και
πώς μεγάλωσα; Ήρθαν σαν κύμα ορμητικό οι αναμνήσεις να με πνίξουν, πιάστηκα απ'
το μπράτσο του, τον έπιασα αγκαζέ.
"Μ'
αρέσει να περπατάω μαζί σου", του είπα επιτέλους. "Μου έλειψες
πολύ".
Δεν
τον έβλεπα, μα τό 'νοιωσα πως χαμογέλασε. Είχαμε φτάσει στον προμαχώνα και
στρίβαμε για το παλιό λιμάνι.
"Κοίτα!
Μπαρ κάνανε εκεί πάνω. Δεν το είχα προσέξει. Καινούργιο να είναι;" Ρώτησε
και το κοιτούσε έκπληκτος
"
Η Πύλη της Άμμου. Ναι, εγώ είχα φύγει, αλλά εδώ γυρίσανε κάτι σκηνές απ' την
ταινία της Ρουμπίνης. Άρα το '97 υπήρχε".
Προχωρούσαμε
προς το παλιό λιμάνι, εδώ είχε λίγη κίνηση.
"Ξέρεις
πόσα χρόνια έχω νά 'ρθω από δω; Ούτε που θυμάμαι! Όλα αλλάξανε. Εδώ κάπου ήταν
η ταβέρνα που ερχόμαστε με τη μητέρα σου, θυμάσαι;"
Μέσα
Δεκέμβρη του '78 ήταν. Είχαν έρθει κάτι φίλες της απ' την Αθήνα κι ήθελε να τις
φέρει στο λιμάνι για φαγητό. Θυμάμαι που ήθελα να πάω κι εγώ μα δεν με πήρε.
Ούτε τον πατέρα ήθελε, γυναικοπαρέα, έλεγε, θα είμαστε. Την κοίταζα να
ντύνεται. Με μάγευαν τα ρούχα της, μακάρι να μπορούσα να φοράω κι εγώ τέτοια, σκεφτόμουνα.
Ντύθηκε και στάθηκε κοντά στον καθρέφτη να βάλει κολόνια. L' Air du Temps,
πάντα αυτή φορούσε, αυτό ήταν το άρωμα της μαμάς. Είδε ότι την κοίταζα
καθισμένη σταυροπόδι στο κρεβάτι και ήρθε να μου βάλει μια σταγόνα κολόνια πίσω
απ' τ' αυτί. "Όχι, εδώ βάλε μου", της είπα κι έτεινα το χέρι μου,
ήθελα να μυρίζει το χέρι μου την κολόνια της.
Αργά
το βράδυ χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν χτύπησε διαφορετικά, πως θα μπορούσε; Δεν
είχα κοιμηθεί ακόμα, ο πατέρας διάβαζε εφημερίδα και η γιαγιά έπλεκε με ανοιχτή
την τηλεόραση. Σα να μας βλέπω είναι τώρα, σα νά 'χει παγώσει εκείνη η εικόνα.
Απάντησε ο πατέρας στο τηλέφωνο. Μας είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν βλέπαμε
το πρόσωπο του.
"Απ'
το νοσοκομείο ήταν. Η Έλενα φαίνεται πως είχε μια αδιαθεσία. Πάω να δω. Μην ανησυχείτε,
δεν θά 'ναι τίποτα σοβαρό".
"Ο
Χριστός στο παιδί μας!" Φώναξε η γιαγιά μου και της έπεσε το πλεκτό απ' τα
χέρια. "Δεν ήταν καλά από χθες το παιδάκι μου και τού 'λεγα εγώ να κάτσει
να ξεκουραστεί. Μα ήταν, βλέπεις και οι φίλες. Η καλή ώρα τις έφερε κι
αυτές;"
Σκούπισε τη μύτη με το μαντηλάκι της. Κάτι
λεπτομέρειες που σου μένουν στο μυαλό. Άσπρο ήταν το μαντηλάκι με δαντελίτσες.
Απ' αυτά τα παλιομοδίτικα, προίκα ολόκληρη είχε, η γιαγιά δεν χρησιμοποιούσε
ποτέ χαρτομάντιλα. Και πάνω στο άσπρο μαντηλάκι ήταν κολλημένο λίγο κόκκινο
μαλλί, απ' αυτό που έπλεκε ένα κόκκινο πουλόβερ για τη μαμά. Αν με ρωτήσεις
τώρα, νομίζω πως μέχρι και τι βλέπαμε στην τηλεόραση θα μπορούσα να πω. Κι ο
πατέρας φογούσε τη ρόμπα του. Την έβγαλε βιαστικά και πήγε να φύγει με το
πουλόβερ.
"Ντύσου
παιδάκι μου, θα παγώσεις!" Του φώναξε η γιαγιά κι αυτός κοντοστάθηκε σα να
μην κατάλαβε τι του είπε.
Έτσι,
σε μια στιγμή, ενώ μιλάς για τα δώρα κάτω απ' το χριστουγεννιάτικο δέντρο, ένα
τηλεφώνημα κι έχει αλλάξει όλη η ζωή σου. Κι εσύ ακόμα είσαι ανυποψίαστος.
"Αυτό
εδώ πρέπει νά 'ναι", είπα κοιτάζοντας μια κάπως παλιά ψαροταβέρνα.
"Μ' έφερνε η μαμά και μεσημέρια πολλές φορές και τρώγαμε. Όταν δεν
γύρναγες εσύ στο σπίτι. Και θύμωνε η γιαγιά. Δεν έχουμε φαγητό μαγειρεμένο; Μας
έλεγε. Αλλά, θυμάσαι; Η μαμά της κράταγε πάντα μια μερίδα φαγητό να δοκιμάσει.
Κι εκείνη πάντα κάτι εύρισκε να πει, πότε πως λείπει το αλάτι, πότε πως είναι
παραμαγειρεμένο. Η καημένη η γιαγιά, θυμάσαι; Κανένα δεν άφηνε να μπει στην
κουζίνα της".
Είχαμε
φτάσει πια στ' αρσενάλια κι ο πατέρας κοντοστάθηκε πάλι.
"Τι
έχουν κάνει εδώ; Αποθήκες είναι;"
"Κι
αυτό απ' την ταινία το θυμάμαι. Πολιτιστικό κέντρο έχουν κάνει, εκεί απ' το
πλάι είναι η είσοδος. Δυο ξένοι στην πόλη τους καταντήσαμε να είμαστε
μπαμπά".
Θά
'χουν περάσει τα χρόνια, το παλιό λιμάνι θά 'χει αλλάξει πάλι όψη κι εγώ, κάθε
που θα βρίσκομαι εδώ, θα θυμάμαι αυτό το χριστουγεννιάτικο πρωί που περπατούσα
με τον πατέρα μου, πιασμένοι αγκαζέ και που μιλούσαμε κι ανασκαλεύαμε τις
αναμνήσεις μας.
Βράδυ
Χριστουγέννων, με πλάκωνε η μελαγχολία. Ήθελα να βγω πάλι, να ξαναβρώ τους
νυχτιάτικους τόνους της πόλης, να σεργιανίσω τους δρόμους της. Μα σα νά 'ταν
πια αργά, σα να μην ήξερα που θα με βγάλουν τα βήματα μου. Ακούγαμε μουσική.
Πιο κει η κυρα Ελισάβετ έβλεπε στην τηλεόραση τα γιορταστικά προγράμματα, μα
είχε χαμηλά την ένταση, τό 'ξερε πως τον πατέρα τον κουράζει η τηλεόραση, δεν
θέλει να τη βλέπει.
"Τι
κάνει λοιπόν η Αθήνα;"
Με
ξάφνιασε η φωνή του, ήμουνα πάλι αφηρημένη.
"Καλά…φαντάζομαι".
Με
κοίταζε χαμογελώντας και δεν επέμεινε. Δεν του είπα, λοιπόν, κι εγώ αυτό που
ανακάλυψα απ' όταν άρχισα να γράφω το βιβλίο μου. Ότι, δηλαδή, απ' την Αθήνα
δεν έχω εικόνες. Αν θα έπρεπε να διηγηθώ τη ζωή μου στην Αθήνα, δεν θα είχε
εικόνες η διήγηση. Θα είχε πρόσωπα, συναισθήματα αλλά δεν θα είχε εικόνες από
χώρους.
"Αύριο
λέω να πάω στο χωριό. Θά 'ρθεις; "
Δεν
μ' άκουσε. Σα να ταξίδευε κι αυτός με τα μάτια του κλειστά.
"Λοιπόν;
Θά 'ρθεις; Θα πάμε μαζί; " Του ξανά 'πα χωρίς να υψώσω καθόλου τη φωνή μου
μην τον ξαφνιάσω. Πέρασαν λίγα λεπτά πριν απαντήσει.
"Πήγαινε
καλύτερα μόνη σου. Καλύτερα θα τα καταφέρεις αν πας μόνη σου. Όταν θα πας,
όμως, στο Μανούσο, θά 'ρθω κι εγώ μαζί σου".
Ναι,
καλύτερα θα τα καταφέρω μόνη μου. Δικό μου είναι αυτό το ταξίδι. Στο Μανούσο,
όμως, θα πάμε μαζί.
***
Ψιλόβρεχε
όταν ξεκίνησα. Πάντα μ' άρεσε αυτός ο καιρός, όταν ζούσα εδώ μ' άρεσε να
περπατάω στη βροχή, μα ξαφνικά ένοιωθα σα σημαδούρα μ' αυτό το ύψος, πως όλοι
θα με κοίταζαν. Πόσα πράγματα στερήθηκα γιατί όλοι θα με κοίταζαν.
Μ'
αρέσει να τρέχω στην Εθνική, μου φαίνεται παράξενο να είμαι στα Χανιά και να
τρέχω με τ' αυτοκίνητο μου στην Εθνική. Μια δυο φορές τό 'χω κάνει μέχρι τώρα,
συνήθως άλλος οδηγούσε. Θυμάμαι τη Ρουμπίνη. "Που να τους πάρει ο διάολος
το κεφάλι στους πατριώτες σου! Θα ξεχάσω να οδηγώ εδώ πέρα, σα να πηγαίνω σε
μάχη είναι όταν βγαίνω στην Εθνική". Ο πατέρας μου, αντίθετα, ήταν πάντα
ήρεμος κι υποχωρητικός. Η μητέρα μου, πάλι, οδηγούσε πολύ νευρικά, δεν ήθελα να
μπαίνω στ' αυτοκίνητο της γιατί με ζάλιζε. Και γινόταν θηρίο όταν μας
προσπερνούσαν στις στροφές. "Μα τον είδες τον ηλίθιο;" Έλεγε στον
πατέρα μου. "Ε, άστον", της απαντούσε αυτός. "Για να τρέχει
κάποιο λόγο θά 'χει".
Νάτη
η πινακίδα, δεν την έχασα όπως φοβόμουνα, τόσα χρόνια είχα να έρθω. Αφήνω την
Εθνική και με παίρνει η μυρωδιά απ' το βρεγμένο χώμα, όλα γυρνάνε στο νερό, κι
οι δρόμοι και οι μνήμες τους.
Μπαίνω
με μικρή ταχύτητα στο χωριό. Έχει δυναμώσει η βροχή κι είναι λίγοι άνθρωποι στο
δρόμο. Πάω σιγά γιατί ξέρω πως γίνεται, θα γυρίσουν, θα με κοιτάξουν,
"ποια είναι τούτη δω; Η κόρη του γιατρού είναι;" Και μετά θα πάνε
στην άκρη. Η Ρουμπίνη γινόταν έξαλλη. "Θα τον πατήσω τον παππού τον
τρίκυκλο με τα δεκανίκια" έλεγε, "κι ας τον πληρώσω μετά για
αθλητή".
Το
Mini Market τό 'χε πάρει τώρα η αδελφή της κυρά Λένης κι ο άντρας της. Δεν είχε
απομείνει άλλος κανείς, μόνον εκείνος ο δικηγόρος στα Χανιά, ο αδελφός του
Μανούσου. Ολόιδιο είχε μείνει το μαγαζί, λίγο πιο παραμελημένο ίσως. Το σπίτι
από πάνω είναι κατάκλειστο, ποιος έμεινε πια για να τ' ανοίγει;. Να πότιζαν
άραγε τις γλάστρες της Ματούλας;
Καθώς
προσπερνούσα, άκουσα το γαύγισμα του σκύλου, δεμένος ήταν ακόμα στη λεμονιά του
κήπου κι είχε γεράσει πια πολύ, εγώ κουτάβι τον θυμόμουνα. Πήγα να σταματήσω,
να του φωνάξω απ' το τοιχάκι, να τον χαιρετήσω. Μα είδα τη θεία της Ματούλας να
προβάλλει απ' το μαγαζί και συνέχισα το δρόμο, έστριψα για το νεκροταφείο.
Δίπλα-δίπλα
τις είχαν. Η κυρα Λένη στον οικογενειακό τάφο και η Ματούλα δίπλα, στου θείου
της τον τάφο φιλοξενούμενη, δεν μπορούσαν ν' ανοίξουν ακόμα τον οικογενειακό να
τη βάλουν μαζί με τη μάνα της.
Έβρεχε
δυνατά, ένοιωθα το νερό να μπαίνει μέσα απ' τα ρούχα μου.
"Κακορίζικο
κι αυτό. Χαρά δεν είδε στη ζωή του".
"Άτυχο
αλήθεια. Αλλά εδώ πληρώνονται όλα. Έτσι δεν λένε;"
"Σώπα
κι είναι αμαρτία να τα λες τούτα να. Ο Θεός μόνο ξέρει κι αυτός συγχωρεί. Ν'
αναπάψει την ψυχούλα του του άτυχου".
Δεν
είχα αφήσει ν' ανοίξουν το φέρετρο μέσα στην εκκλησία. Δεν ήθελα να την
κοιτάνε, ήθελα να την προστατέψω, να την πάρω μακριά, όσο μπορούσα. Πάτησα κάτι
φωνές που τρόμαξαν, παπάς κι εκκλησίασμα. Με κοίταξε ανήσυχος ο πατέρας μου,
ποιος ξέρει τι διάβασε στα μάτια μου, "αφήστε το καλύτερα κλειστό",
είπε. Κι αφού το είπε ο γιατρός δεν μίλησε πια κανείς.
Σ'
όλη τη λειτουργία είχα το χέρι μου στο κεφάλι της. Εκεί που θά 'ταν το κεφάλι
της, αν κι εγώ έλεγα τότε ότι την πήρε τελικά η θάλασσα να την κάνει αφρό και
κύματα. Μου τράβηξε το χέρι ο πατέρας όταν ήταν πια για να την πάρουν. Μ'
αγκάλιασε και βγήκαμε απ' την εκκλησία. Δάκρυ δεν έτρεχε απ' τα μάτια μου κι
είχα σπασμούς σ' όλο μου το κορμί. Την ίδια μέρα έφυγα για την Αθήνα κι άρχισα
να γράφω το βιβλίο της.
Δεν
είχε βάζο ο τάφος της Ματούλας, άφτιαχτος ήταν, προσωρινά την είχαν εκεί. Ένα
σταυρό είχε μόνο, από μάρμαρο, με τ' όνομα της, Σταματίνα Γεωργουδάκη. Ετών 20.
Κι ένα καντηλάκι σβηστό, χωρίς λάδι. Μοίρασα τα λουλούδια στα δυο. Έβαλα τα
μισά στο τάφο της κυρα Λένης, μαζί με τα ψεύτικα κόκκινα γαρύφαλλα που ήταν στο
βάζο της. Έκοψα κι ένα φυλλαράκι βασιλικό απ' τη γλάστρα και το 'βαλα στην
τσέπη μου. Άφησα τα υπόλοιπα λουλούδια στον τάφο της Ματούλας, εκεί, δίπλα στο
καντηλάκι. Κι έφυγα. Πήγα στην παραλία με τα βράχια. Με τα πόδια. Τ' αυτοκίνητο
τ' άφησα στο δρόμο, μακριά απ' το σπίτι, μην τύχει και με δει κανείς όταν πάω
να το πάρω. Η βροχή είχε κόψει, μια ψιλή ψιλή ψιχάλα έπεφτε, σαν πέπλο, σαν
ομίχλη κι αρμένιζαν σύννεφα βαριά στον ουρανό, όπου νά 'ταν θα ξανάρχιζε η
μπόρα. Τα ρούχα μου ήταν μούσκεμα, ανατρίχιαζα να τα νοιώθω στο κορμί μου.
"Στεγνή κλωστή δεν έχεις πάνω σου", μού 'λεγε η γιαγιά όταν γύριζα
λίγο βρεγμένη στο σπίτι. "Πες της κι εσύ Έλενα παιδί μου. Πάλι τα λαιμά
της θα την πιάσουν και δεν κάνει, είναι στην ανάπτυξη". Αυτή ήταν η
ιατρική της γιαγιάς, όταν είσαι στην ανάπτυξη δεν πρέπει να σε πιάνουν τα λαιμά
σου. Μα εγώ τη διέψευσα τη θεωρία, δυο μέτρα έγινα κι ας έπινα τότε πιο πολλή
αντιβίωση από γάλα.
Ανέβηκα
σ' ένα βράχο που έμπαινε μέσα στη θάλασσα. Γλιστρούσαν τα πόδια μου, άντε να
βρεθώ μέσα στο νερό χειμωνιάτικα, θέμα στις εφημερίδες θα με κάνουν. Όταν
έφτασα αρκετά κοντά, έβγαλα από την τσέπη του μπουφάν μου τον άγγελο με τα
χρωματιστά φτερά. Τον κοίταξα λίγο, τίναξα το χέρι μου και τον έριξα στη
θάλασσα. Τον είδα να διαγράφει μια τροχιά στον αέρα και να χάνεται στα κύματα.
Αυτό ήταν, πέταξε ο άγγελος σου Ματούλα. Αν δεν τον πάρει η θάλασσα μακριά, το
καλοκαίρι θα τον βρουν τα παιδιά. Αυτά με τα φαρδιά παντελονάκια, που δεν πάνε
στην παραλία με τον κόσμο, έρχονται εδώ και παίζουνε στα βράχια και ψάχνουν για
κοχύλια.
Το πρώτο μέρος του ταξιδιού
Πρώτο
πρωινό στην Αθήνα κι εγώ δεν ξέρω τι να κάνω. Μου λείπουν οι βόλτες στη βροχή,
η θάλασσα, η μυρωδιά της γης, οι ελαιώνες. Γκρίνιαζε, όμως, ο κόσμος. Μ’ αυτή
τη βροχή δεν τέλειωνε το μάζεμα, έμεναν οι ελιές στα δέντρα ή απλωμένες στους
μουσαμάδες.
Τριγύρναγα
στα χωριά με τ’ αυτοκίνητο, έμπαινα στα καφενεία, έπινα καφέ ελληνικό μέτριο,
άντεχα θαρρετά τα περίεργα βλέμματα και χαμογελούσα μάλιστα φιλικά. Σήκωνα
καμιά φορά και το ποτήρι μου με το νερό να κάνω “στην υγειά σας” από μακριά.
Έτυχε να με κεράσουν κιόλας, “από που είσαι κοπελιά, τίνος είσαι;”
Αυτές
οι βόλτες μου θύμιζαν τη μητέρα μου. Έτσι έκανε κι αυτή, έπιανε φιλίες με τον
κόσμο στα καφενεία. Ο πατέρας μου πήγαινε συχνά στα γύρω χωριά, να δει πως πάει
κάποιος άρρωστος που είχε νοσηλευτεί στο νοσοκομείο κι έτσι τον είχε γνωρίσει.
Μέχρι να δει ο πατέρας τον άρρωστο, μπαίναμε με τη μαμά στο καφενείο του χωριού
και τον περιμέναμε. Κόλλαγα τότε εγώ επάνω της, ούτε σε καρέκλα δεν καθόμουνα.
"Από που είσαι κοπελιά; Τίνος είσαι;" Λέγανε και σ' εκείνη, μικρό
κορίτσι έμοιαζε μ' εκείνο το κάτασπρο δέρμα σαν της Χιονάτης και τα μακριά
καστανά της μαλλιά. "Η γυναίκα του γιατρού του Ορφανουδάκη είμαι". Κι
έφτανε αυτή η σύσταση για να γίνει η γνωριμία και ν' αρχίσουν μετά τις
συζητήσεις. Σιγά-σιγά, ξεθάρρευα κι εγώ, τράβαγα μια καρέκλα και καθόμουνα
δίπλα της. "Η κόρη μου η Αντιγόνη", έλεγε η μαμά και μ' αγκάλιαζε
γιατί ήξερε πως ήθελα να φαίνομαι μικρή, να χάνομαι στην αγκαλιά της. "Τι
κάνατε τόση ώρα στο καφενείο;" Ρώταγε ο πατέρας όταν φεύγαμε.
"Συλλέγαμε βιογραφίες, έτσι Αντιγόνη; Μια μέρα θα τις γράψουμε
βιβλίο".
Έμπαινα
κι εγώ τώρα στα καφενεία.
"Τίνος
είσαι κοπελιά;"
"Αντιγόνη
Ορφανουδάκη με λένε".
Κι
όταν έλεγα τ' όνομα μου με ρωτούσαν αν είμαι η κόρη του γιατρού, δεν ήταν και
συνηθισμένο το επίθετο μας σ' αυτά τα μέρη για να το μπερδέψουν. Τον πατέρα μου
τον ξέρανε πολλοί, “άγιος άνθρωπος, τον πονάει τον άρρωστο.” Μου λέγανε και
ιστορίες, Αι Γιώργη μου τον είπε ένας παππούς, “ανάστησε παιδάκι μου την κυρά
μου που ήτανε πεθαμένη, ξύλο”.
Κι
έτσι γνώριζα τον πατέρα μου, μετέωρη ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ζωή μου,
Αι Γιώργης πίσω απ’ το αυστηρό, σοβαρό του βλέμμα, τη σιωπή του που σημάδεψε
τους δρόμους της εφηβείας μου. Τη μητέρα μου, αν και την έχασα νωρίς, ποτέ δεν
σκέφτηκα ότι δεν τη γνώριζα, ότι δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω. Όμως τον πατέρα
μου, γύρναγα μετά στο σπίτι και τον κοίταζα. Ποιος είσαι; Ήθελα να του πω.
Γιατί δεν σε γνώρισα τόσα χρόνια; Σαν ένα δωμάτιο είσαι κλειστό, γιατί δεν
θέλησα ποτέ να το ανοίξω;
Κάτι
πλανιόταν ανάμεσα μας, το ήξερα, το έβλεπα και τώρα, σ' αυτό μου το ταξίδι. Το
ένοιωθα κυρίως στον τρόπο που χαμογελούσαμε αμήχανα, όταν μετά από κάποια
έντονη σιωπή τύχαινε να διασταυρωθούν τα βλέμματα μας. Μ' άρεσε, όμως, που
καθόμαστε ώρες μαζί. Έτσι, χωρίς να μιλάμε, διαβάζοντας ή χαμένος ο καθένας
στις σκέψεις του. Ένοιωθα τότε πως ήταν φλύαρες εκείνες οι σιωπές μας. Για
πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
το ταξίδι
Date:
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 1999 08.20
Αρμένιζαν μεσ’ την ψιλή βροχή τα Χανιά. Όπως
σου είπα και στο τηλέφωνο δεν μού 'κανε καρδιά να φύγω. Με τον πατέρα μου
μίλησα όσο δεν είχαμε μιλήσει σ’ όλα μας τα χρόνια. Κάναμε βόλτες μακρινές,
κινήσαμε και το παλιό φόλκσβάγκεν. Μας άφησε στο δρόμο, βέβαια, μα το
διασκεδάσαμε. Ξέρεις τι παράξενο μου φάνηκε να γελάω με τον πατέρα μου μπροστά
σε μια ζημιά; Νοιώθω παράξενα που πλησιάσαμε τόσο ο ένας τον άλλο, κι όμως, το
ξέρω πως έχουμε δρόμο πολύ ακόμα να κάνουμε, πως είναι κάτι άλλο αυτό που δεν
μας αφήνει ν’ αντέξουμε για πολύ ο ένας το βλέμμα του άλλου, κάτι απροσδιόριστο
ακόμα.
Έχει και μια γυναίκα που τον βοηθάει, την
κυρα Ελισάβετ. Έχεις σκεφτεί πως αλλάζουν οι μυρωδιές του σπιτιού ανάλογα με
τους ενοίκους του; Το σπίτι του πατέρα μου μύριζε βιβλία και τον καπνό της
πίπας του. Τώρα μυρίζει βανίλια, σπίτι με άρωμα βανίλιας. Κάθε μέρα έκανε
κρέμες βανίλια η κυρα Ελισάβετ. Δεν ξέρω γιατί. Κανείς δεν τις έτρωγε κι αυτή
τις πέταγε το βράδυ και την άλλη μέρα έκανε καινούργιες. “Να σου φέρω μια
κρεμούλα φρέσκια; Τώρα την έκανα, ακόμα δεν κρύωσε.” Την έβλεπα και μου ερχόταν
να της πω “όχι” πριν ακόμα μου μιλήσει, έτσι κι αλλιώς τό 'ξερα, κρεμούλα θα
μου πρόσφερε. Μα τη λυπόμουνα κιόλας κι αυτή η καινούργια μυρωδιά του σπιτιού
μου άρεσε, μου θύμιζε τη γιαγιά μου.
Γράψε μου τι έκανες όλες αυτές τις μέρες.
Δεν είναι ημερήσια διάταξη, αλλά μην αρχίσεις πάλι ν’ αγνοείς αυτά που σου
γράφω, τις ερωτήσεις που σου κάνω. Θα βραχυκυκλώσουν πάλι τα καλώδια και θα
τσακωθούμε! Να με σκέφτεσαι! Αντιγόνη
Υ.Γ.
Με ρώτησες στο τηλέφωνο για το βιβλίο. Μια χαρά πάει, έφερα κι άλλο υλικό απ’
το ταξίδι, βάρυναν οι αποσκευές μου. Α.
"Η
Αντιγόνη είμαι. Δεν σε ξυπνάω ελπίζω".
"Βέβαια
και με ξυπνάς! Πότε ήρθες; Τι κάνει ο φίλος μου ο Μάνος;"
"Τώρα το
πρωί ήρθα. Καλά είναι ο Μάνος. Αλλά τι του είπες, μπορείς να μου πεις; Ότι πεινάτε;
Μου γέμισε το πορτ μπαγκάζ πράγματα να σας φέρω. Τι ώρα κλείνεις το ιατρείο;
Λέω να περάσω το βράδυ".
"Να
περάσεις, θέλω κι εγώ να σε δω κάπου ήσυχα, έχουμε καιρό να τα πούμε. Στις 9
έχω το τελευταίο ραντεβού. Αλλά για πες μου, ως τι θα περάσεις; Ως φίλη, ως
κόρη φίλου ή ως ασθενής;" Γέλαγε και μετά τον έπιασε βήχας.
"Κάτι
ξέχασες: ως φίλη κόρης. Πάντως, βασικά ως αχθοφόρος θα περάσω, να σου φέρω τα
πράγματα να μη χαλάσουν στ’ αυτοκίνητο, και μετά βλέπουμε".
Άνοιξα,
λοιπόν, πάλι τ' αρχείο μου με το βιβλίο της Ματούλας, μου έλειψε τόσες μέρες.
Την τελευταία φορά που έγραφα, την είχα αφήσει στα Χανιά, να έχει τελειώσει με
τις εξετάσεις και να φεύγει για το χωριό. Δεν ήταν μακριά το χωριό απ' τα
Χανιά, μα όταν ήμουνα μικρή, ατέλειωτη μου φαινόταν αυτή η απόσταση.
Ζαλιζόμουνα κιόλας στ' αυτοκίνητο κι ο πατέρας οδηγούσε αργά. Και ήθελα να πάω
μια φορά με το λεωφορείο στο χωριό, τους ζήλευα τους επιβάτες που ήταν πολλοί
και κοιτούσαν απ' τα παράθυρα. Μια μέρα, η μητέρα μου αποφάσισε να με στείλει
στο χωριό με την κυρα Λένη που είχε έρθει για δουλειές στα Χανιά. Θα έμενα εκεί
ως το βράδυ και θα ερχόταν μετά εκείνη με τ' αυτοκίνητο της για να με πάρει.
"Μη ζαλιστεί στο λεωφορείο το παιδί Έλενα", της είπε η γιαγιά μου.
"Δώσε του καμιά σακούλα να κρατάει μην κάνει εμετό και λερωθεί".
Ακόμα θυμάμαι το άγχος μου μη ζαλιστώ και βγάλω εμπρός στον κόσμο τη σακούλα να
κάνω εμετό. Η κυρα Λένη με είχε βάλει στη θέση δίπλα στο παράθυρο και σ' όλη τη
διαδρομή είχε το χέρι της στους ώμους μου, να μου κρατάει το κεφάλι σταθερό.
Στο γυρισμό, όμως, έκανα εμετό και μου έβρεχε μετά η μαμά το μέτωπο με νερό,
πάντα είχε νερό στ' αυτοκίνητο.
Η Ματούλα,
γυρνώντας απ' τα Χανιά δεν είχε κανένα να της κρατάει το κεφάλι σταθερό.
Ακούμπαγε μόνο το μέτωπο στο τζάμι κι είχε το χέρι στην κοιλιά της, πάνω απ' το
ζακετάκι της.
Το όνειρο
"Γύρισε
στο χωριό κι έπεσε κατ' ευθείαν στο κρεβάτι. Τη ρώταγε ο πατέρας της τι ήταν
αυτή η αρρώστια, μα εκείνη του έλεγε πως δεν είναι τίποτα, πως θα περάσει.
"Μα τι
ήτανε παιδάκι μου; Τι σε πείραξε;" Επέμενε εκείνος κι ήταν τα μάτια του
σκιασμένα απ' την έγνοια. Όταν την είδε ένα πρωί να κάνει εμετό, "κάτι θα
σε πείραξε" της είπε. Και τις άλλες φορές, πως κάτι θα την είχε πειράξει
της έλεγε.
"Τίποτα
σοβαρό πατέρα Είναι που κουράζομαι αυτόν τον καιρό, έτσι είπε ο νονός. Θα
περάσει".
Άπλωσε το
ροζιασμένο χέρι του να της χαϊδέψει τα μαλλιά, όπως όταν ήτανε κοριτσάκι. Μα σα
να ντράπηκε μετά και το τράβηξε πάλι. Τον κοίταγε η Ματούλα, τα λυπημένα μάτια
του, τα κιτρινισμένα απ' το τσιγάρο μουστάκια του. Νά 'ταν αλλιώς τα πράγματα
πατέρα μου, σκεφτόταν. Να σού 'λεγα πως έχω παιδί και να ξαστέρωνε η όψη σου
που θ' ανασταίναμε την κυρα Λένη. Ελένη θα τη βγάλω την κόρη μου, μα αλλιώς το
φανταζόμασταν. Είδες πατέρα μου, δύσκολο μου φαινόταν ν' αποφασίσω ποιόν απ'
τους δυο σας ν' ακούσω, σε ποιανού σας τα μάτια να καθρεφτιστώ. Και τώρα η μάνα
έφυγε κι εσένα μαχαίρι κοφτερό θα σου καρφώσω στην καρδιά. Μα δεν μπορώ να
κλάψω για κανένα σας, δικός μου είναι πια ο δρόμος, δικιά μου είναι η μοίρα που
με τραβάει.
Την κοίταγε κι
ο Μανούσος, κάτι λέγανε και τα δικά του μάτια, μα ήταν θολά απ' τα δάκρυα και
δεν μπορούσε η Ματούλα να το διαβάσει.
"Πέσε
τώρα να κοιμηθείς παιδάκι μου. Να ξεκουραστείς. Μην κάθεσαι πάλι να διαβάζεις.
Κι αύριο μέρα είναι. Κι έπειτα…" Δεν τέλειωσε τη φράση του. Γύρισε και
πήγαινε προς την πόρτα "Κοιμήσου τώρα παιδάκι μου", ξανάπε κι έφυγε
σκυφτός. Σηκώθηκε, όμως, η Ματούλα και τράβηξε τις κουρτίνες, να βλέπει τον
ουρανό ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Σιγά σιγά θα πρέπει να μην κατεβαίνω στο
μαγαζί, σκεφτότανε. Απ' όταν πέθανε η μάνα της μπαίνουν και την κοιτάνε με μάτι
αχόρταγο. Σα να μην τη γνωρίζανε, σαν τώρα να την ανακαλύπτουν και να μη θέλουν
να χάσουν καμιά της λεπτομέρεια, έτσι είναι, έτσι έκανε να λένε μετά. Δεν τό
'χε προσέξει μέχρι που μια μέρα τ' άκουσε καθαρά.
"Πέθανε η
μάνα σου και ξεκουράστηκες κι εσύ παιδάκι μου".
"Γιατί το
λες αυτό κουμπάρα Ευανθία;" Ρώτησε ο Μανούσος. "Ποιος βαρυγκώμησε
όταν ζούσε κι ήταν άρρωστη η Ελένη;"
"Όχι
κουμπάρε. Μα να, λέω τώρα το κορίτσι είναι ελεύθερο. Να παντρευτεί κι αυτό, να
κάνει οικογένεια...."
"Να μην
τα λες αυτά. Δεν είναι σωστά πράγματα".
Η Ματούλα
έκανε αμίλητη στο μεταξύ το λογαριασμό στο τραπεζάκι με το ταμείο. Δεν γύρισε
να την κοιτάξει την κουμπάρα τους, σα να μην είχε ακούσει τι της είπε.
"Συμπάθα
με παιδί μου", της είπε εκείνη παίρνοντας τα ρέστα. Κι επειδή η Ματούλα
συνέχισε να μη μιλάει, "δεν τό 'πα για κακό", είπε με ταπεινή φωνή.
"Θεός φυλάξει". Μα κι απ' τα μάτια της δεν την άφησε. Κι όταν έσκυψε
να πάρει το χαρτάκι με το λογαριασμό που της είχε πέσει για να το δώσει κι αυτό
στην κουμπάρα, έγειρε κι εκείνη να τη δει, τι κάνει σκυμμένη εκεί κάτω.
"Αυτή, να
μη ξαναπατήσει εδώ μέσα", είπε ο Μανούσος όταν έφυγε η κουμπάρα τους η
Ευανθία.
"Πως να
μην ξαναπατήσει πατέρα; Τι θα της λέω αν έρχεται;"
Κουβέντα άλλη
δεν είπανε, σα νά 'ταν αυτό το πρόβλημα, να μη ξαναπατήσει η Ευανθία.
Σε λίγο θ'
αρχίσει να φαίνεται η κοιλιά της Ματούλας. Θ' αργήσει ακόμα γιατί ήτανε πάντα
γεροδεμένη, στην αρχή θα μοιάζει σα να πάχυνε. Όμως σιγά-σιγά θα πρέπει ν'
αρχίσει να μην εμφανίζεται πολύ, έτσι σκεφτόταν ξαπλωμένη ένα βράδυ στο κρεβάτι
της, κοιτώντας έξω απ' τ' ανοιχτό παράθυρο. Μετά, όμως, όπως την έπαιρνε ο
ύπνος, έλεγε πως, στο τέλος τέλος, τι τη νοιάζει; Σε λίγο, σκέφτηκε, θ' αρχίσω
να την ακούω την κόρη μου να κυματίζει στην κοιλιά μου κι ας μας κοιτάνε όσο
θέλουν. Να μας χωρίσουνε δεν θα μπορούν, τι άλλο να μας κάνουν; Ο πατέρας της
μόνο τι θα πει. Μα μέχρι τότε κάτι θά 'χει σκεφτεί και γι' αυτό.
Εκείνο το
βράδυ ήρθε η μάνα της και την ονείρεψε. Συχνά την έβλεπε στον ύπνο της η
Ματούλα αυτόν τον καιρό, μπερδεμένα όνειρα έβλεπε, ανεξήγητα. Είχε πάει, λέει,
στη θάλασσα να κολυμπήσει. Έκανε ζέστη κι ήτανε γυμνή. Κρατούσε με τα χέρια την
κοιλιά της, ήταν βαριά και την κούραζε. Καιγότανε τα πόδια της στην άμμο, ο
ήλιος την τύφλωνε μα η θάλασσα όλο μάκραινε, δεν την έφτανε για να μπει μέσα,
να δροσιστεί. Και τότε είδε τη μάνα της να τη φωνάζει.
"Τι
κάνεις μάνα με τα ρούχα στη θάλασσα;" Φόραγε το φουστάνι της το καλό η
κυρα Λένη και την ποδιά της κουζίνας. Σηκώθηκε και περπατούσε πάνω στη θάλασσα
σαν τον Χριστό. Στα χέρια της κράταγε ένα μωρό, γυμνό αυτό.
"Έλα να
πάρεις την κόρη σου", της είπε.
"Η κόρη
μου είναι στην κοιλιά μου μάνα".
"Δεν
βλέπεις παιδάκι μου την κόρη σου; Αυτή εδώ είναι". Και σήκωσε ψηλά το γυμνό μωρουδάκι.
"Τότε τι
έχω στην κοιλιά μου μάνα;"
"Τη
Ματούλα έχεις. Δεν τη βλέπεις;"
Κι ήταν
διάφανη η κοιλιά της κι ήτανε εκείνη μέσα, με κλειστά τα μάτια και σταυρωμένα
τα χέρια, σαν πεθαμένη.
Ξύπνησε και
δεν μπορούσε να ξανακοιμηθεί. Έβαλε τα παπούτσια της και βγήκε, σιγά-σιγά, στις
μύτες, στην αυλή. Είχε γλυκάνει πια ο καιρός μα τη νύχτα έκανε ακόμα κρύο.
Σκεφτότανε το όνειρο, γιατί δεν μπήκε τελικά στη θάλασσα; Αν έμπαινε στη
θάλασσα θα τό 'παιρνε στα χέρια της εκείνο το γυμνό μωρό. Πως λαχταρούσε να το
αγκαλιάσει.
Προχώρησε
προσεκτικά, ήταν αφέγγαρη η νύχτα. Κατέβηκε στην παραλία, κάθισε σ' ένα βράχο,
έβγαλε τα παπούτσια και βούτηξε τα πόδια της στο νερό. Ανατρίχιασε απ' το κρύο.
Ήταν πολύ σκοτάδι κι η θάλασσα κυμάτιζε μαύρη, απειλητική, δεν την ξαναθυμόταν
έτσι. Έτσι είναι η θάλασσα Ματούλα, είπε στον εαυτό της. Σε τάραξε το όνειρο
και τη βλέπεις αλλαγμένη. Σηκώθηκε, στερεώθηκε στο βράχο κι έβγαλε το νυχτικό
της. Χάιδεψε την κοιλιά της, ήταν ζεστή, ζωντανή, μόλις-μόλις που φούσκωνε.
Κατέβηκε προσεκτικά και μπήκε στη θάλασσα. Να κολυμπήσει, να ξεδιαλύνει τ'
όνειρο.
Τότε που πήγε
στα Χανιά για να τη δει ο νονός της, του τό 'πε για την κουμπάρα τους την
Ευανθία. Την κοίταξε αυτός πίσω απ' τα γυαλιά του και σα να θάμπωσαν της
φάνηκε, γιατί τα έβγαλε μετά και τα σκούπιζε.
"Μη
δίνεις σημασία, μην τα σκέφτεσαι αυτά παιδί μου. Δουλειά δεν έχει ο κόσμος και
λέει", της είπε. "Εσύ τη μάνα σου την αγαπούσες. Στο είπα και τότε.
Λίγα παιδιά την αγάπησαν τόσο τη μάνα τους. Αυτό να σκέφτεσαι εσύ. Και το παιδί
σου, την Ελενίτσα, που μεγαλώνει στην κοιλιά σου. Και τι θα κάνεις με τον
πατέρα σου. Όλα τ' άλλα δεν έχουν σημασία, μη βαραίνεις άδικα την καρδιά
σου".
Κι εκείνη ήθελε να πιάσει το χέρι του να το
φιλήσει. Όχι γιατί το ζήταγε τότε η μάνα της, αλλά για να του πει ευχαριστώ που
έλεγε "το παιδί σου, η Ελενίτσα" γι' αυτό που είχε μέσα της, που τού
'δωσε υπόσταση παιδιού δικού της κι εγγονής της κυρα Λένης. Και που ήθελε να
τις προστατέψει και τις δυο.
Φαίνεται πως
το κατάλαβε ο νονός της, γιατί το τράβηξε το χέρι του. Σηκώθηκε, όμως, και ήρθε
και την αγκάλιασε. Αμήχανα, αλλά την αγκάλιασε.
"Μη
στεναχωριέσαι παιδί μου", της είπε. "Όλα θα σιάξουν".
Και λύθηκαν τα
τεντωμένα νεύρα της κι έγειρε η Ματούλα στην αγκαλιά που της άνοιξαν κι έκλαψε
όσο δεν είχε κλάψει στη ζωή της".
Αν τό 'χα κάνει
κι εγώ; Να κλάψω στην αγκαλιά που αμήχανα θα μου άνοιγε ο πατέρας μου; Στην
ηλικία της Ματούλας ήμουνα τότε. Μα έκλεισα μετά τον υπολογιστή κι έφυγα να πάω
στον Ηλία, περάσανε τόσα χρόνια από τότε και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω.
***
Δεν βρήκα
κίνηση κι έφτασα στο ιατρείο του Ηλία στις 10 ακριβώς. Μα εκείνος καθυστέρησε
με τον τελευταίο ασθενή του, πάνω από πάνω από μισή ώρα περίμενα να τελειώσουν,
όλα τα περιοδικά του φυλλομέτρησα.
Όταν άνοιξε
επιτέλους η πόρτα, ο Ηλίας μου χαμογέλασε και μού 'κλεισε το μάτι καθώς
συνόδευε τον ασθενή του μέχρι την έξοδο. "Λοιπόν καληνύχτα", του
είπε. "Θα τα πούμε πάλι σ' ένα μήνα". Kι έκλεισε πίσω του την πόρτα
αναστενάζοντας βαθιά.
"Πτώμα
είμαι", είπε γυρνώντας σ' εμένα. "Εσένα μια χαρά σε βλέπω για άνθρωπο
που θαλασσοδερνόταν όλη νύχτα".
Σηκώθηκα κι
εγώ απ' τον καναπέ και μπήκα μαζί του στο γραφείο.
"Άσε με
να μαντέψω τι ήταν ο πελάτης σου. Συνταξιούχος γυμνασιάρχης, φιλόλογος
μάλλον".
"Ιατρικό
απόρρητο αλλά κοντά έπεσες. Έπρεπε να σε πάρω βοηθό μου".
"Ο
μπαμπάς ήθελε να σπουδάσω ιατρική, θυμάσαι;"
"Πως δεν
θυμάμαι. Ομηρικούς καυγάδες κάναμε. Άσε το παιδί ν' αποφασίσει μόνο του τι
θέλει, του έλεγα".
"Κι
αυτός τι απαντούσε;"
Μάζευε
εκείνη την ώρα τα χαρτιά του απ' το γραφείο κι έψαχνε τα κλειδιά του. Πάντα η
ίδια κίνηση, χτύπαγε με τις παλάμες τις τσέπες του αν και το ήξερε ότι τα
κλειδιά δεν ήταν εκεί. Σήκωσε το κεφάλι και μου χαμογέλασε πονηρά, συνωμοτικά.
"Το
παιδί είναι παιδί ακόμα, δεν ξέρει! Έτσι απαντούσε. Αυτό δεν είναι που
περίμενες ν' ακούσεις; Κι ότι εγώ του έλεγα, τι στα κομμάτια την έκανες τη
θητεία σου στην αριστερά; Μόνο τη δογματίλα κράτησες; Αυτό ήθελες ν' ακούσεις
κόκκινη σκουφίτσα; Ακόμα αυτό θες ν' ακούς;"
"Ξέρεις
Ηλία, πραγματικά όμως νομίζω πως έτσι την έζησα εκείνη την ιστορία της
εγκυμοσύνης. Με τη δομή του μύθου, με τους καλούς και τους κακούς. Παράκουσα,
με πήρε ο λύκος".
"Εγώ
τι ήμουνα; Η γιαγιά ή ο κυνηγός;"
"Γιατί
με έλεγες Κοκκινοσκουφίτσα;"
"Εγώ
σ' έλεγα από μικρή έτσι. Γιατί σου άρεσε αυτό το παραμύθι. Κάποτε ήσουνα κοντή,
όσο κι αν δεν μπορείς να το πιστέψεις. Ένα μικρό, αδύνατο ανθρωπάκι. Σε κράταγα
στην αγκαλιά μου κι εσύ μου έλεγες, Ηλία πες μου για την κόκκινη σκουφίτσα.
Τώρα τι σκάρωσες εσύ μέσα στο κεφάλι όταν μεγάλωσες και την κόκκινη σκουφίτσα
άρχισες να τη λες Κοκκινοσκουφίτσα, εγώ δεν μπορώ να το ξέρω. Εγώ, πάντως γι'
αυτό σε λέω έτσι".
Οδηγούσα
αργά, είχε αρχίσει η κίνηση. Πηγαίναμε στο σπίτι τους στο Χαλάνδρι, ν' αφήσουμε
τα πράγματα που είχα φέρει από την Κρήτη.
"Λοιπόν,
τι κάνει ο πατέρας σου;"
"Καλά
είναι. Καλά τον βρήκα. Πάντα με τη ρόμπα του. Θυμάμαι όταν ήμουνα μικρή, του
είχε πάρει η γιαγιά μια φρικτή ρόμπα σε χρώμα βυσσινί. Βάτες είχε, χοντρό
ύφασμα ήταν, δεν θυμάμαι. Αλλά έτσι ψηλός που είναι, τον έβλεπα σαν πύργο μ'
αυτή τη ρόμπα. Σα βυσσινί πύργο".
Είχε
γυρίσει το κεφάλι και με κοίταζε χαμογελώντας.
"Τι
έγινε; Τι είπα πάλι;" Tον ρώτησα.
"Τίποτα.
Σε βλέπω καλά και χαίρομαι. Το θείο σου το Μανούσο τον είδες;"
"Τον
κακομοίρη. Ναι. Μαζί με τον πατέρα πήγαμε μια μέρα. Εμένα δε με γνώρισε, ο
πατέρας πάει συχνά και τον βλέπει αλλά κι αυτόν δεν τον γνωρίζει πάντα. Ηλία τι
είχε συμβεί και δεν μιλάγανε κάποια εποχή;"
"Βγάζεις
άκρη μ' εσάς τους κρητικούς; Κάτι ιστορίες με τη χούντα είχαν βγει στα φόρα,
κάπου είχε μπλέξει ο Μανούσος κι είχε καρφώσει ανθρώπους για να ξεμπλέξει. Μετά
ο πατέρας σου το κατάλαβε πως δεν μπορούσε να του κρατάει κακία, έτσι ήταν
πάντα ο Μανούσος, αξιολύπητος, αδύνατος χαρακτήρας. Αν τον ρωτούσες τότε, θα
σού 'λεγε, εγώ τους κάρφωσα; Και θα το εννοούσε. Αν κάτι τον ενοχλεί, το
φτιάχνει αλλιώς με το μυαλό του για να το ζει όπως αυτός αντέχει να το ζήσει.
Αλλά πάνε τώρα αυτά, ο Μανούσος ταξιδεύει πια οριστικά στο δικό του κόσμο. Κι ο
πατέρας σου περιμένει την κόρη του. Τελειώνει το βιβλίο;"
"Μερικές
φορές δεν ξέρω αν σε αντιπαθώ ή αν σε φοβάμαι. Είναι σα να μπαίνεις μέσα στο
μυαλό μου και να με κατασκοπεύεις. Ναι, τελειώνει το βιβλίο. Κι αποκλείεται να
στο είπε κανείς γιατί κανένας δεν το ξέρει ακόμα, αλλά, ναι, θα πάω στα Χανιά.
Να ξαναδώ τον πατέρα μου και να τελειώσω το βιβλίο".
Οδηγούσα
σιωπηλή και σκεφτόμουνα το σπίτι μου στα Χανιά
"Ηλία
όταν πηγαίνεις στα Χανιά, που κοιμάσαι;"
Με
κοίταξε ξαφνιασμένος.
"Που
κοιμάμαι; Στο δικό σου δωμάτιο για νά 'μαι κοντά στον πατέρα σου. Γιατί;"
"Εκείνο
το δωμάτιο... Εκεί που πέθανε η μητέρα λέω. Είναι πάντα κλειστό; Εγώ έτσι το
βλέπω, πάντα κλειστό".
Δεν
τον έβλεπα, κοιτούσα μπροστά μου. Άργησε ν' απαντήσει, σα να σκεφτότανε τι θα
πει. Ήμουνα έτοιμη να τον ξαναρωτήσω, είχαμε σταματήσει και σ' ένα φανάρι.
"Γιατί
δεν ρωτάς τον πατέρα σου; Ή μάλλον γιατί δεν το ανοίγεις μόνη σου;"
Με
κοίταζε κι εγώ τράβηξα τα μάτια μου, είχε ανάψει και το πράσινο.
"Το
είχα σκεφτεί μια δυο φορές. Μετά, δεν ξέρω τι με κράτησε".
"Όταν
θα ξαναπάς, να το ανοίξεις".
Σαν
εντολή ακούστηκε η φωνή του. Τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου. Είχε
γυρίσει κάπως λοξά και το ήξερα πως κι αυτός με κοιτούσε ακόμα. Ξαφνικά ένοιωσα
άσχημα, μια αίσθηση απροσδιόριστης δυσφορίας.
"Ντρέπομαι
που το λέω, αλλά όλα αυτά τα χρόνια που το σκέφτομαι κλειστό μου φαίνεται ότι
παραλογίζομαι. Σαν κάτι ταινίες τρόμου, το μυστικό του κλειστού δωματίου. Σα να
μην πρέπει να τ' ανοίξω, σα νά 'ναι το μυστικό του τόσο τρομερό που να μη
μπορέσω να το αντέξω. Τι θα κάνεις τώρα; Θα μου δώσεις κι άλλα χάπια;"
Γύρισα
χαμογελώντας να τον κοιτάξω κι εγώ και νάτην η στραβοτιμονιά, λίγο ακόμα και θα
έπεφτα στον μπροστινό μου, τόση ώρα και δεν τό έβλεπα το φανάρι. Ο Ηλίας δεν
φορούσε ζώνη και, έτσι όπως ήταν χαλαρός, έφυγε μπροστά και κόντεψε να κτυπήσει
το κεφάλι του στο παρμπρίζ.
"Όχι.
Κι αυτά που σου δίνω είναι αρκετά αν αποφασίσεις να με σκοτώσεις. Μην
απογοητεύεσαι όμως, έχει κι άλλο φανάρι πιο κάτω. Πάντως πέρα από αστεία, θα
πρέπει να το δούμε κι αυτό. Νομίζω ότι δεν χρειάζεσαι πια αυτά τα χάπια που
παίρνεις τώρα. Θα σου δώσω κάτι άλλα, πιο ελαφρά, μέχρι να τα κόψουμε
εντελώς".
"Ουφ!
Τι ανακούφιση. Έλεγα πως μ' αυτό που σου είπα θα περνάγαμε στο στάδιο του
ζουρλομανδύα".
Πάλι
είχε γυρίσει λοξά και με κοιτούσε.
"Τι
με κοιτάς πάλι;" Του είπα. "Άσε, καλύτερα είναι να μη μιλάω".
"Και
δεν έχεις μπει ποτέ σ' αυτό το δωμάτιο; Απ' όταν πέθανε η Έλενα εννοώ".
Είπε σα να μη με είχε ακούσει.
"Τι
σου λέω τόση ώρα; Μερικές φορές σκέφτομαι ότι το κλείνουν μόνον όταν είμαι εγώ
στο σπίτι. Αλλά, με το που το βλέπω κλειστό δεν θέλω καν να σκεφτώ το
ενδεχόμενο να το ανοίξω ή να ρωτήσω αν μένει πάντα έτσι κλειστό, δηλαδή κι όταν
δεν είμαι εγώ εκεί. Παράλογο, έτσι; Γιατί να το κλείνουν μόνον όταν πηγαίνω
εγώ; Προφανώς, για κάποιο λόγο ο πατέρας αποφάσισε να το κλείσει κι αυτό είναι
όλο".
"Ή
αποφάσισε να περιμένει να τ' ανοίξει όταν θά 'ρθει η ώρα".
"Όταν
θά 'ρθει η ώρα;"
"Ναι.
Όταν του το ζητήσεις εσύ".
"Ηλία
τι μου λες; Παραλογίζεσαι εσύ τώρα;"
"Όχι. Απλώς συνεχίζω το σενάριο της
ταινίας τρόμου. Πρόσεχε! Μηχανάκι μπροστά. Θα σε μαλώσω, σου ξέφυγε κι αυτός.
Κοίτα τουλάχιστον να πετύχεις τον επόμενο, τον βλέπεις; Εκεί κοντά στον γυάλινο
πύργο είναι".
***
Είναι
μέρες τώρα που νοιώθω πως το βιβλίο μου τελειώνει, δεν έχω άλλο πια να πω, να
γράψω, μόνο το τέλος έχει μείνει. Μα η Ματούλα τριγυρνάει συνέχεια στο μυαλό
μου, παντού τη βλέπω, όπου κι αν πάω, πάλι μαζί μου τριγυρνάει, σαν κάτι να μου
ζητάει ακόμα πριν να γράψω τον επίλογο του βιβλίου της.
Παραιτήθηκα
κι απ' τη δουλειά μου, σήμερα είναι η πρώτη μέρα που δεν θα πάω στο περιοδικό,
τώρα όχι σα σκασιαρχείο αλλά επειδή δεν θα δουλεύω πια εκεί. Χθες την έδωσα την
παραίτηση, το περιμένανε μετά τους τελευταίους καυγάδες, αλλά και πάλι ένοιωσα
πως τους ξάφνιασα. Κι εγώ η ίδια δεν ξέρω τι ήταν πρώτο, η απόφαση ν' αφήσω
αυτή τη δουλειά ή οι καυγάδες. Είμαι κι άμαθη να παίρνω αποφάσεις, μετά δεν
μπορώ να βάλω τα γεγονότα σε τάξη.
Θαρρώ
πως την παραίτηση άρχισα να τη σκέφτομαι απ' όταν ήρθε ο Στάθης. Στην αρχή μου
φάνηκε διασκεδαστικό να δουλεύω στο περιοδικό του. Μα όσο το σκεφτόμουνα κάτι
δεν μου πήγαινε καλά, κάπως σαν παγίδα μου φαινόταν μα και πάλι συμπέρασμα δεν
έβγαζα. Πάντως σίγουρα δεν θα μ' άρεσε να είμαι πάλι προστευόμενη του Στάθη. Κι
έπειτα, τη σχέση μου μαζί του την ήθελα να μείνει όπως την αφήσαμε εκείνη τη
μέρα που αποχαιρετιστήκαμε απ' το τηλέφωνο. Ν' αποφασίσουμε εμείς πως και πότε
θα ξαναβρεθούμε. Μια σχέση επαγγελματική, όμως, έχει κανόνες, σου βάζει όρια.
Κι εμείς είχαμε μόλις οριοθετήσει τη συναισθηματική μας σχέση και ούτε κι αυτό
ήταν ακόμη σίγουρο. Από την άλλη, όμως, το σκεφτόμουνα πως μπορεί και να υπερβάλλω,
να ήταν πάλι παρορμητική κίνηση η παραίτηση μου. Πάντως, δεν ξέρω αν θα το είχα
αποφασίσει αν δεν μεσολαβούσε ο καυγάς για το θέμα που ετοίμαζα για το επόμενο
τεύχος. Η ευθανασία ήτανε κι είχα κάνει πολύ καλή δουλειά, με συνεντεύξεις,
στοιχεία, έβγαινε ένα πολύ καλό κείμενο, λίγο αιχμηρό βέβαια. Και ξαναρχίσαμε
τα ίδια, πως το έκανα έτσι εγώ με την πείρα που έχω, και ότι δεν είναι τέτοια
θέματα για το περιοδικό γιατί δεν μπορούμε να διχάζουμε τις αναγνώστριες, κι
άλλα πολλά. Και ξαφνικά δεν άντεξα. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πως ξέσπασα
έτσι. Είπα πως αν δεν μπει ακριβώς όπως το έχω, θα παραιτηθώ απ' το περιοδικό,
ανάγκη δεν τους έχω. Δεν με πιστέψανε. Πως θα μπορούσαν άλλωστε; Τόσα χρόνια με
ξέρανε, ούτε γραφείο δεν αποφάσιζα ν' αλλάξω. Χθες, όμως, που το είπα στο
Στάθη, μπράβο κορίτσι μου, μου απάντησε. Άρα σωστά έκανα, μην το ψάχνουμε
παραπάνω.
Και
στα Χανιά δεν τό 'χα αποφασίσει να πάω τότε που το είπα στον Ηλία, ούτε που
ξέρω πως μου ήρθε και του το είπα. Μια ζωή δεν έπαιρνα αποφάσεις και τώρα δεν
τις προλαβαίνω. Σαν κάτι να με τραβάει, που έλεγε τότε κι η Ματούλα.
Το χρώμα του καλοκαιριού
"Είχε μπει πια το καλοκαίρι. Απ' όταν άκουσε την κόρη της η
Ματούλα μια μέρα στην κοιλιά της, ένα χτύπο, σχεδόν ανεπαίσθητο, άλλο δεν είχε
στη ζωή της απ' το να την περιμένει. Όταν ξυπνούσε το πρωί, καλημέρα της έλεγε
κι αυτή σάλευε για να πει στη μάνα της πως ήταν εκεί κι ήταν καλά. Έτσι
ξεκίναγε η μέρα. Έκανε πρώτα τις δουλειές του σπιτιού, λίγες ήταν πια κι αυτές,
δυο δωμάτια είχανε ανοιχτά, του πατέρα της και το δικό της, κι έπειτα κατέβαινε
στο μαγαζί. Μόλις έπεφτε λίγο ο ήλιος έπαιρνε το δρόμο για το νεκροταφείο, κάθε
απόγευμα πήγαινε, ήταν όμορφα εκεί πάνω, ημέρωνε ο νους σου, όλος ο κάμπος απ'
τη μια κι η θάλασσα απ' την άλλη. Στην αρχή καθότανε με τις ώρες. Μετά άρχισε
να στεναχωριέται. Χωρίς λόγο, μα να, ένα βάρος της πλάκωνε την καρδιά έτσι όπως
κοίταζε απ' τη μια τον κάμπο κι απ' την άλλη τη θάλασσα. Σα να στενεύανε
ξαφνικά οι ορίζοντες, σα να κλείνανε, να την πνίξουν. Πήγαινε, λοιπόν, άναβε το
καντηλάκι της κυρα Λένης, έριχνε λίγο νερό στις γλάστρες της κι έφευγε γρήγορα,
χωρίς να κάθεται πια και ν' αγναντεύει.
Μια μέρα, εκεί που θυμιάτιζε, ήρθε ο παπάς στο μνήμα. Καινούργιος
ήταν, δυο τρεις μήνες που είχε έρθει, μόνο στα εννιάμηνα της μάνας της τον είχε
δει, μήνες είχε να πάει και στην εκκλησία.
"Σταματίνα παιδί μου, για σένα ήρθα. Μου είπαν πως εδώ θα σε
βρω μόνη σου". Σταματίνα την έλεγε. Και τότε, στα εννιάμηνα της μάνας της,
όταν τη γνώρισε.
"Μόνη να με 'βρεις παπά μου; Και γιατί;" Τον ρώτησε
έκπληκτη.
Τράβηξε εκείνος προς την εκκλησία. Το είχε δει πως μαζευτήκανε
δυο-τρεις γυναίκες στους γύρω τάφους κι έκαναν πως θυμιάτιζαν. Τι να κάνει κι η
Ματούλα, τον ακολούθησε. Καθίσανε στο παγκάκι έξω απ' την εκκλησία, δίπλα της
ήταν το σκοινί της καμπάνας, το κοίταζε η Ματούλα σα νά 'ταν το πιο ενδιαφέρον
πράγμα στον κόσμο και περίμενε να της μιλήσει ο παπάς.
"Βάρος μεγάλο έχεις στην ψυχή σου Σταματίνα. Έτσι μου είπανε.
Μου είπανε πως πέρασες πολλά. Θέλω παιδί μου να 'ρθεις να σ' εξομολογήσω".
Νά 'ταν που επέμενε μ' εκείνο το Σταματίνα; Νά 'ταν που του
είπανε; Ποιος του είπε, τι του είπε; Πετάχτηκε επάνω, ούτε που το κατάλαβε για
πότε σηκώθηκε .
"Ελαφριά σαν το πουλί είναι η ψυχή μου παπά μου. Δεν ξέρω τι
σου είπανε, εγώ κανένα δεν ενοχλώ. Περιμένω την κόρη μου σε λίγους μήνες κι άμα
έχω τίποτα να εξομολογηθώ, θά 'ρθω να μ' εξομολογήσεις".
Πήρε μετά κλαίγοντας το δρόμο του γυρισμού. Σκούπιζε με το χέρι
της τα μάτια και τη μύτη, πρώτη φορά το πήρε έτσι βαριά. Είναι καιρός που ούτε
τα βλέμματα την πειράζανε πια, ούτε τα μισόλογα, ούτε οι υπερβολικές ευγένειες
στο μαγαζί. Αλλού δεν πήγαινε, δεν μίλαγε πια με κανένα. Καμιά φορά με κανένα
φίλο απ' το σχολείο, αλλά κι αυτοί που μίλαγε από παλιά είχαν χαθεί, είχαν
σκορπίσει. Οι άλλοι, έτσι κι αλλιώς, παράξενη την ανεβάζανε, ακατάδεχτη την
κατεβάζανε, πολλές κουβέντες μαζί τους δεν είχε. Κι από το σπίτι δεν έβγαινε
πια πολύ. Το βράδυ μόνο που έκανε βόλτες στην παραλία να ξεμουδιάσει και ν'
ανασάνουνε θαλασσινό αέρα κι αυτή κι η κόρη της.
Όταν πια έφτασε στο σπίτι και πήγε να μπει απ' την πίσω πόρτα,
είχαν θεριέψει οι λυγμοί και δεν τον είδε τον πατέρα της που είχε βγει στην
αυλή για να ταΐσει το σκύλο. Σχεδόν επάνω του έπεσε, τι να του πει τώρα που
ήταν τα μάτια της φουσκωμένα απ' το κλάμα; Την κοίταξε για λίγο ο Μανούσος
χωρίς να μιλά. Τράβηξε έπειτα μια καρέκλα και σωριάστηκε πάνω της.
"Δεν βαστώ άλλο
Ματούλα παιδί μου. Δεν αντέχω". Τίποτ' άλλο δεν είπε μα είχε τόση απαντοχή
η φωνή του που ήτανε σα νά 'λεγε, τελείωσα εγώ παιδί μου, ό,τι μπορείς κάνε το
τώρα μόνη σου.
Μια ερημιά ένοιωθε να την τυλίγει και τη ζωή της σχεδόν δεν την
ήθελε. Ήταν κι η ώρα, απόβραδο, γλυκό, καλοκαιρινό. Μοσχοβολούσε και το
γιασεμί, τη ζάλιζε η μυρωδιά του.
"Πάμε πατέρα μια βόλτα; Πάμε να περπατήσουμε λίγο;"
Βουρκώσανε τα μάτια του, πήγε να σηκωθεί, μα σα να ζαλίστηκε κι
έπεσε πάλι κάτω, στην καρέκλα.
"Τι είναι πατέρα; Τι έπαθες;"
"Σα να ζαλίστηκα λίγο παιδί μου. Δεν είναι τίποτα, θα
περάσει".
Είχανε βγάλει πια το ραντζάκι, εκεί στην αυλή το είχανε βάλει,
κάτω απ' την κληματαριά. Όταν έκανε ζέστη, κοιμόταν εκεί ο Μανούσος το βράδυ.
Τον βοήθησε τώρα η Ματούλα να πάει να ξαπλώσει.
"Είσαι καλύτερα τώρα; Θες να σου φέρω τίποτα;"
"Καλά είμαι τώρα παιδί μου. Κάθισε κι εσύ εδώ κοντά να μου
κάνεις παρέα".
Μπήκε η Ματούλα στο μαγαζί να πάρει νερό, άφησε αναμμένα τα φώτα,
πήρε το νερό και ξαναβγήκε στην αυλή. Ο πατέρας της ήταν εκεί, όπως τον άφησε.
Είχε κλειστά τα μάτια και δεν μίλαγε.
"Μπαμπά. Έλα, σου έφερα νερό".
"Άσε με λίγο Ματούλα παιδί μου. Να συνέλθω πρώτα και μετά θα
σηκωθώ".
Τον κοίταγε και ξαφνικά ένοιωσε να φεύγει το αίμα απ' την καρδιά
της. Αν τον χάσω κι αυτόν; Σκέφτηκε και ξαναμπήκε τρέχοντας στο μαγαζί και
τηλεφώνησε του νονού της. Τον βρήκε στο σπίτι ευτυχώς. "Έρχομαι", της
είπε αυτός. "Μην τον μετακινήσεις κι έρχομαι".
Μη μου το φυλάς κι αυτό Θεέ μου, μη μου τον πάρεις τον πατέρα μου,
έκλαιγε η Ματούλα. Δεν έφταιξα εγώ, γιατί με τιμωρείς;
Βγήκε πάλι έξω και κοίταζε τα κλειστά του μάτια. Του χάιδεψε τα
μαλλιά, μούσκεμα ήταν το μέτωπο του. Ποτέ του δεν της είπε κουβέντα για την
εγκυμοσύνη της. Τη βλέπει, δεν τη βλέπει την κοιλιά της που μεγαλώνει, δεν
ξέρει να το πει, πάντως σα να μην τη βλέπει κάνει. Μόνο μια μέρα που σήκωνε ένα
τενεκέ λάδι, "άστο αυτό", της είπε "εγώ θα το πάρω". Κι
όταν την κοίταζε, σκιασμένα ήταν τα μάτια του, μα κι από τότε που πέθανε η κυρα
Λένη ποτέ δεν τον είδε να χαμογελάει.
Μπήκε ο νονός της από την πίσω πόρτα και τους βρήκε στην αυλή. Τον
Μανούσο, με τα μάτια ακόμα κλειστά και τη Ματούλα να κάθεται να του κρατάει το
χέρι και να του δροσίζει το μέτωπο με νερό. Είχε σκοτεινιάσει, μόνο το φως απ'
το μαγαζί έφεγγε και μοιάζανε τόσο μόνοι οι δυο τους, παντέρημοι εκεί σ' αυτή
τη μισοσκότεινη αυλή.
Τους κοίταζε η Ματούλα όσο εξέταζε ο νονός της τον πατέρα της. Κι
ήταν το πρόσωπο της όλο μάτια. "Πες μου νονέ πως δεν ορφάνεψα", τού
'λεγαν. Κι ήθελε εκείνος να την πάρει στην αγκαλιά του, μα τού 'φερναν πάντα
αμηχανία αυτά τα πράγματα.
"Σα μικρό εγκεφαλικό μου μοιάζει. Προς το παρόν έχει
συνέλθει, μα θά 'μουνα πιο ήσυχος αν τον έπαιρνα στα Χανιά, να τον βάλω στο
νοσοκομείο να κάνει μερικές εξετάσεις"
"Πουθενά δεν θα πάω", είπε ο πατέρας σου, με τα μάτια
ακόμα κλειστά. "Καλά είμαι εδώ. Θα κοιμηθώ τώρα κι αύριο θά 'μαι
καλύτερα".
"Μη μου το κάνεις αυτό πατέρα. Άκου τι σου λέει ο
νονός", είπε η Ματούλα κι ήταν τα μάτια της ακόμα πιο μεγάλα, ακόμα πιο
πικραμένα.
"Ματούλα, άφησε μας παιδί μου λίγο μόνους".
Δεν ήξερε κι αυτός άλλο τρόπο να της πει να μη φοβάται, ότι αυτός
είναι εκεί και για τους δυο τους, με τα πολλά λόγια δεν τα πήγαινε καλά.
Ανέβηκε η Ματούλα στο σπίτι, βγήκε στη βεράντα και κοίταζε τη
θάλασσα. Τρόμαξε κι η κόρη της και κουνήθηκε απότομα στην κοιλιά της. Έσκυψε κι
αυτή, αγκάλιασε την κοιλιά της κι άρχισε να κουνιέται, μπρος πίσω, μπρος πίσω,
σα σε θρήνο ή σε νανούρισμα.
"Εγώ είμαι Ματούλα, μην τρομάξεις". Είχε ανέβει ο νονός
της από την έξω σκάλα και δεν τον είχε ακούσει.
"Προς το παρόν δεν είναι κάτι το πολύ ανησυχητικό. Έχει
συνέλθει, τον έβαλα και στο κρεβάτι του, κοιμάται πάλι. Αλλά δεν μπορεί να
ξέρει κανείς αν τέλειωσε η ιστορία. Δεν θέλει νά 'ρθει στα Χανιά. Άστον, δεν
πειράζει. Άντε να μου κάνεις τώρα ένα καφέ. Λέω να κάτσω να σου κάνω λίγη
παρέα".
Κι έμεινε εκεί κοντά της και μιλάγανε μέχρι που την πήρε κι εκείνη
ο ύπνος. Και λίγο πριν χαράξει την ξύπνησε η κόρη της, κουνήθηκε πάλι απότομα.
Άνοιξε τα μάτια και της φάνηκε πως τον είδε ακόμα εκεί στη βεράντα το νονό της.
Καθισμένο στην ίδια θέση, να κοιτάει τη θάλασσα. Όνειρο καλό κι ευλογημένο είπε
πως θά 'ναι και άλλαξε πλευρό. Την πήρε πάλι ο ύπνος και χαμογελούσε".
Το ξαναδιάβασα και τ' αποθήκευσα. Είχε
ένα φαρδύ πεζούλι εκείνη η βεράντα, εκεί καθόμαστε πάντα με τη Ματούλα τα
βράδια του καλοκαιριού. "Μη μετράς τ' άστρα", μού 'λεγε. "Θα
γεμίσουν τα χέρια σου μυρμηγκιές". Σ' εκείνη τη βεράντα που είδε η Ματούλα
τον πατέρα μου να κάθεται και να κοιτάει τη θάλασσα, εγώ δεν θα μπορέσω να
ξανανεβώ, ένα κλειστό σπίτι θά 'χω πια να θυμάμαι.
From:
stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Είδα ένα όνειρο
Date:
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 1999 03.10
Χθες σε είδα στον ύπνο μου. Καθόμαστε
στα σκαλάκια της Πιάτσα ντι Σπάνια, κάτω από την Τρινιτά ντει Μόντι. Μιλούσαμε.
Μάλλον εγώ μιλούσα κι εσύ με άκουγες, σα βαριεστημένη, συγκατανεύοντας ή
απαντώντας με μονοσύλλαβα. Εγώ ήθελα κάτι να σου πω, κάτι να σου δώσω να
καταλάβεις και θύμωνα που δεν με πρόσεχες. Είχες και το κεφάλι κατεβασμένο και
τα μαλλιά σου σκέπαζαν το πρόσωπο. Κάποια στιγμή σ' έπιασα απ' τους ώμους και
σε τράνταξα. Και τότε είδα το πρόσωπο σου, δεν ήσουνα η Αντιγόνη, αλλά μια
παλιά Γαλλίδα ηθοποιός, ούτε που ξέρω πως τη θυμήθηκα, Ανουκ Αιμέ νομίζω ότι τη
λένε.
Αντιγόνη,
νοιώθω να είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου, μου φαίνεται παράλογο που δεν
έχουμε ακόμα συναντηθεί. Πόσες φορές στο έχω ζητήσει; Κι εσύ, όλο και κάπου θα
πας να κρυφτείς, πότε στα Χανιά, πότε στο βιβλίο, πότε στη δουλειά σου. Δεν στο
ζητάω πια. Τώρα σου λέω πως θά' ρθω εγώ στην Αθήνα. Μέχρι τον Μάρτη θά 'χω
έρθει. Και θα μείνω πολύ. Γι' αυτό περιμένω τον Μάρτη, γιατί έχω κάτι
υποχρεώσεις ακόμη. Έχεις λοιπόν ακόμα λίγο καιρό να βρεις μια καλή κρυψώνα, μα
σου το λέω, όπου και να κρυφτείς θα σε βρω! Τι έχεις να πεις γι' αυτό; Σ'
αγαπώ, Αλέξανδρος
Τι ώρα είναι; Τώρα θα πρέπει νά
'ναι στο σπίτι του, είναι νωρίς, δεν θα έχει φύγει ακόμα..
"Αλέξανδρε,
η Αντιγόνη είμαι".
"Λες
και δεν θα σε γνώριζα. Αντιγόνη…"
"Αλέξανδρε,
δεν ξέρω που να πάω να κρυφτώ…"
"Μη
φοβάσαι. Δεν θα σε παραβιάσω. Δεν ξέρω πως μού 'ρθε και σού 'γραψα αυτό το
γράμμα. Έλεγα μάλιστα να σου ξαναγράψω, να σε καθησυχάσω. Μα είναι φορές που
θυμώνω μαζί σου, θηρίο γίνομαι. Δεν την καταλαβαίνω αυτή τη στάση σου και δεν
μ' αρέσει, ποτέ δεν μ' άρεσε να κάνω πράγματα που δεν καταλαβαίνω. Γιατί δεν
μιλάς;"
"Τι
να πω;"
"
Ας πούμε, να μου πεις αν έχω δίκιο που θυμώνω".
"Δίκιο
έχεις".
"Έλα
καλή μου, δεν μπορώ να σ' ακούω έτσι. Πες μου τι θέλεις να κάνω;"
"Να μ' αγαπάς. Και να με περιμένεις. Κι
έπειτα, μέχρι τον Μάρτη είναι τόσος καιρός, ποιος ξέρει τι θα μας φέρει…"
"Λοιπόν
κάτι σου συμβαίνει, καλά το υποψιάστηκα απ' όταν σε άκουσα. Αντιγόνη πες μου τι
έχεις;"
"Δεν
είναι τίποτα καινούργιο, ούτε τίποτα ιδιαίτερο. Μια αίσθηση μάλλον. Ότι κάτι θα
γίνει, για κάτι πρέπει να είμαι έτοιμη. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω. Κι έπειτα
παίρνω σπασμωδικές αποφάσεις, παραιτήθηκα κι απ' τη δουλειά μου. Αν δεν βρω
άλλη, θα αναλάβεις εσύ να με συντηρείς; Αν δέχεσαι, έλα κι αύριο".
"Έτσι
μπράβο, γέλα λίγο. Με τρόμαξες και θα ερχόμουνα στ' αλήθεια αύριο, δεν θα
περίμενα να σε ρωτήσω. Και τι θα κάνεις τώρα;"
"Θα
ξαναπάω στα Χανιά, θα ξεκουραστώ, θα τελειώσω το βιβλίο, θα σε σκέφτομαι, θα
σου γράφω, θα σε αγαπάω. Δεν φτάνουν όλα αυτά; Μετά βλέπουμε. Μπορεί να μη μου
φαίνεται αλλά είμαι γνωστή στο χώρο, δεν θ' αργήσω να βρω δουλειά. Μπορεί και
στην τηλεόραση, κάτι μου φαίνεται πως μαγειρεύει η Ρουμπίνη πριν φύγει γι'
Αγγλία. Αλλά μπορεί και νά 'ρθω εγώ στην Ιταλία, ποιος ξέρει;"
"Μην
αστειεύεσαι! Θα έρθω εγώ να σε πάρω".
"Εντάξει.
Όταν έρθεις θα είμαι έτοιμη. Σ' αφήνω τώρα, πρέπει να φύγω. Θα μ' αγαπάς;"
"Και
θα σε περιμένω. Να έρθεις. Όταν θα είσαι έτοιμη".
Μακάρι
να μου τό 'λεγε σήμερα για πρώτη φορά πως είναι ερωτευμένος μαζί μου, μακάρι ν'
άρχιζε τώρα αυτή η ιστορία. Όλα στη ζωή μου γίνονται σε λάθος χρόνο. Βλακείες
Αντιγόνη, μην τα κάνεις πιο τραγικά απ' ό,τι είναι.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
Re: Είδα ένα όνειρο
Date:
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 1999 08.30
Θα
περπατάμε στο Λουνγκοτέβερε, κάτω απ' τα δέντρα, πλάι στα μαγικά, στα βρώμικα
νερά του Τίβερη. Τότε θα σου μιλήσω για τη θάλασσα. Τότε θα σου πω την αλήθεια.
Σ' αγαπώ. Αντιγόνη
Τον
πρώτο καιρό, ο Ηλίας με πίεζε να πάω στην Ιταλία, στη Ρώμη, να βρω τον
Αλέξανδρο. Δεν του είχα πει λεπτομέρειες, μα τον ανησυχούσε φαίνεται ο τρόπος
που αντιδρούσα σ' αυτήν την ιστορία. "Μην τη μυθοποιείς", μου έλεγε.
"Πήγαινε να τη ζήσεις πραγματικά, το χρειάζεσαι αυτό το ταξίδι". Τώρα
τελευταία, όμως, δεν μιλάει πια γι' αυτό. Χθες βράδυ, μάλιστα, ξαφνικά και
χωρίς να έχουμε μιλήσει καθόλου για το βιβλίο μου, γύρισε και μου είπε,
"τελειώνει πια το ταξίδι, έτσι δεν είναι;" Τον κοίταξα έκπληκτη.
"Ποιο ταξίδι τελειώνει;" Τον ρώτησα. "Για το ταξίδι της
Ματούλας, λέω. Και το ταξίδι της Αντιγόνης".
Πόσον
καιρό είχα να κλάψω; Είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι να κλαις. Κι έγειρα χθες
βράδυ στην αγκαλιά του κι έκλαψα αχόρταγα καθώς αυτός μου χάιδευε σιωπηλός τα
μαλλιά.
Και
τώρα ξύπνησα και δεν θέλω να σηκωθώ απ' το κρεβάτι. Χθες, γύρισα αργά και
κοιμήθηκα πάλι με τις κουρτίνες ανοικτές και τώρα το δωμάτιο έχει γεμίσει από
το γκρίζο του συννεφιασμένου ουρανού.
Δεν
φεύγει απ' το μυαλό μου τ' όνειρο που
είδα, αν τό 'λεγα στον Ηλία, δοκίμιο θα έγραφε.
Είμαστε,
λέει, με τη μαμά στο δωμάτιο της. Η μαμά είχε πεθάνει κι έψαχνε να μου βρει
ρούχα να βάλω στην κηδεία της, εγώ δεν είχα καθόλου ρούχα. Μου έδινε ένα φόρεμα
δικό της. Ήταν πολύ κομψό, λέει. Θα μου πήγαινε.
"Μαμά
δεν μπορώ να βάλω τέτοιο φόρεμα, θα με κοροϊδεύουν. Κάνει και ζέστη, αυτό είναι
χειμωνιάτικο".
"Τότε
ξέρω τι θα σου δώσω να φορέσεις. Έλα, το έχω στο άλλο δωμάτιο, εκεί που
πέθανα".
Και
ξαφνικά βρέθηκα μπροστά στην κλειστή πόρτα του δωματίου, η μαμά ήταν μέσα αλλά
εγώ δεν μπορούσα να μπω. Και θα γινόταν η κηδεία κι εγώ δεν είχα ρούχα για να
πάω.
Την
άλλη βδομάδα φεύγω για Χανιά. Αυτή τη φορά δεν θα πω τίποτα στον πατέρα, θ'
ανοίξω την πόρτα με τα κλειδιά μου και θα μπω.
Η μοναξιά
"Μετά από εκείνο το βράδυ, ο Μανούσος δεν είχε άλλες ενοχλήσεις..
Δεν τον άφηνε κι η Ματούλα να δουλεύει και να κουράζεται, έμενε και πολλές ώρες
στο σπίτι να του κάνει παρέα. Είχε βαρύνει πια κι αυτή, είχε μπει πια ο
Αύγουστος κι ήταν στον όγδοο μήνα της. Ο πατέρας της, όμως, ακόμα δεν είχε πει
κουβέντα, σα να μην τό 'ξερε, σα να μην τό 'βλεπε.
Ένα βράδυ, μόλις είχανε αποφάει, καθόταν στην αυλή και
δροσιζότανε. Ο Μανούσος έμοιαζε μισοκοιμισμένος κι ήταν έτοιμη η Ματούλα να του
πει ν' ανέβει να κοιμηθεί στο κρεβάτι του. Και ξαφνικά, μετά από τόσους μήνες,
τη ρωτάει.
"Τι έγινε η θεια σου η Βαγγελιώ; Γιατί δεν έρχεται πια να μας
δει κι αυτή κι ο άντρας της;"
"Τι λες πατέρα;" Τον ρώτησε. "Δεν ξέρεις γιατί δεν
έρχεται πια η θεια η Βαγγελιώ; Απ' όταν πέθανε η μάνα, εσύ δεν της είπες να μην
ξαναπατήσει το πόδι της στο σπίτι;"
"Εγώ της είπα τέτοιο πράγμα; Στην αδελφή της μάνας σου; Στην
κουνιάδα μου;"
Θ' αστειεύεται, σκέφτηκε η Ματούλα. Κι άλλες φορές τό 'χει κάνει,
μα τότε ήτανε μικρή και τό 'κανε για να γελάσουν. Μόνο που τώρα δεν υπήρχε
τίποτα για να γελάσουν. Μέχρι να κλείσει τα μάτια της δεν θα την ξεχάσει η
Ματούλα εκείνη τη σκηνή. Στην κηδεία της μάνας της ήταν, όταν σηκώθηκε να τη
φιλήσει, να τη χαιρετήσει πριν την πάρουνε για να τη θάψουν. Πρώτα ο πατέρας
της, μετά αυτή και παραπίσω η αδελφή της κυρα Λένης, η Βαγγελιώ. Δεν πρόλαβε η
Ματούλα ν' αγγίξει τα χείλια της στο παγωμένο μέτωπο της μάνας της και την
άρπαξε η αδελφή της απ' τη μπλούζα, την τράβηξε, να την ξεσκίσει ήθελε.
"Σκύλα, αντίχριστη που θες να τη φιλήσεις κιόλας".
Πέσανε επάνω της οι συγγενείς και την τραβήξανε έξω. "Ντροπής
πράγματα τέτοιες ώρες", λέγανε. Και βγήκε ο Μανούσος απ' την εκκλησία,
εκεί στο παγκάκι την είχανε τη Βαγγελιώ, "αδελφή μου, άτυχη αδελφή
μου" μαδιότανε και έλεγε. Και της είπε χωρίς να υψώσει τη φωνή του.
"Βαγγελιώ, απ' την κηδεία της αδελφής σου δεν μπορώ να σε
διώξω. Όμως στο σπίτι μου δεν θα ξαναπατήσεις. Ούτε εσύ, ούτε ο άντρας σου που
κάθεται και σε κοιτά και δεν έρχεται να σε μαζέψει".
Τη Ματούλα, να τη σφάζανε εκείνη τη στιγμή, σταλιά αίμα δεν θά
'βγαινε. Την πήρανε δυο φίλες της, από ένα διπλανό χωριό ήτανε κι είχαν έρθει
για την κηδεία,, και τη βρέχανε για να τη συνεφέρουν. Κι όταν την κατεβάζανε
στη γη την κυρα Λένη, "μάνα μου" φώναξε και σωριάστηκε στα χέρια
τους.
Πως γίνεται να τα ξέχασε ο πατέρας της όλα αυτά; Ένοιωσε πάλι την
καρδιά της να παγώνει.
"Νοιώθεις καλά πατέρα; Μήπως θέλεις να σε πάω να
ξαπλώσεις;"
"Καλά είμαι παιδί μου, καλά είμαι. Κάθισε να
κουβεντιάσουμε". Μετά, γύρισε και κοίταξε το σκύλο τους σα να μην τον είχε
ξαναδεί. "Αυτός ο σκύλος τίνος είναι; Που βρέθηκε εδώ;"
Σήκωσε η Ματούλα τα μάτια κατά τον ουρανό. Γιατί Θεέ μου τά 'βαλες
μαζί μας; Τι σου κάναμε; Τι φταίξαμε; Μα δεν βγήκε φωνή απ' το στόμα της.
"Από το δρόμο θά 'ρθε πατέρα", του είπε μόλις ξαναβρήκε
τη φωνή της.. "Άσε, μη νοιάζεσαι εσύ. Θα τον διώξω εγώ μετά".
Χαμογελούσε τώρα ο Μανούσος και το χαμόγελο του ήτανε όπως παλιά,
τότε που ζούσε ακόμη η κυρα Λένη. Έτρεμε η Ματούλα τι άλλο θα πει. Μα εκείνος
δεν ξαναμίλησε. Σε λίγο σηκώθηκε.
"Άντε να πάω να κοιμηθώ κι εγώ. Ταΐσαμε το σκύλο μας Ματούλα;
Αν δεν κοιμηθείς αμέσως, λύσε τον παιδάκι μου να κάνει μια βόλτα να ξεμουδιάσει
κι αυτός. Άντε, καλό ξημέρωμα. Αύριο πάλι με καλό".
Δεν άντεχε ούτε να δει, ούτε ν' ακούσει τίποτα άλλο. Έλυσε το
σκύλο και πήγαν μαζί κατά το εκκλησάκι του Αι Νικόλα. Δεν ήθελε να κατεβεί στην
παραλία, πήγε κι έκατσε στο πεζουλάκι της αυλής. Και να δεις πως γίνεται πολλές
φορές. Σα να χάνεται ο χρόνος, σα νά 'χεις μια μηχανή και να τον αλλάζεις κατά
τα γούστα σου. Καθότανε λοιπόν στο πεζουλάκι κι είχε την κόρη της την Ελενίτσα
να κάθεται δίπλα της. Μετά ήρθε κι η μάνα της.
"Έλα χαρώ το να βοηθήσεις τη γιαγιά να φυτέψει τα
λουλουδάκια".
Κι η κόρη της κατέβηκε. Ήταν μικρούλα κι έπρεπε να γυρίσει με την
πλάτη, να γονατίσει πρώτα επάνω στο πεζουλάκι και μετά να κατεβάσει σιγά-σιγά
τα ποδαράκια της, ένα-ένα.
Κι έπειτα σα να είδε και την ίδια. Μικρή, με τα κοτσιδάκια της
σφικτά πλεγμένα, να τρέχει πίσω από το Στέφανο και τον Αντρέα, "γιατί
αυτό, γιατί εκείνο", να τους ζαλίζει με τις ερωτήσεις της. Νά 'χα τον παπα
Στυλιανό, σκέφτηκε. Τι θα της έλεγε κι εκείνος; Όταν ήταν μικρή, όλο στο σπίτι
τους τριγύρναγε. "Να σου πω", του έλεγε, "θέλω να
εξομολογηθώ". Την έπαιρνε κι αυτός στη μεγάλη αγκαλιά του, την κάθιζε στα
γόνατα του και της έλεγε γελώντας, "για να δούμε τι θέλει να εξομολογηθεί
το κορίτσι μας". "Όχι έτσι", του έλεγε εκείνη. "Στην
εκκλησία θα πάμε, όπως πάνε οι μεγάλοι".
Όλους αυτούς τους μήνες, δεν είχε κανένα να μιλήσει η Ματούλα,
φίλες στενές δεν έκανε ποτέ της".
Η
μοναξιά της Ματούλας. Κι εγώ έτσι τη θυμάμαι ακόμα κι όταν δεν το ήξερα ότι
αυτό το λένε μοναξιά. Ούτε η Ματούλα το ήξερε εξάλλου, άργησε κι αυτή πολύ να
το καταλάβει. Κάθε φορά που πηγαίναμε στο χωριό, ή μόνη της θα έπαιζε ή θα
παράταγε την παρέα της για νά 'ρθει μαζί μου. Εκείνα τα ματάκια της τα λαίμαργα
θυμάμαι, "πες μου, πες μου", να κάθεται με τους μεγάλους ήθελε, όλα
να τα μάθει, όλα να τα προλάβει. Της πήγαινα βιβλία, θυμάμαι, και μου έκανε
εντύπωση η ταχύτητα που τα διάβαζε κι ας ήταν μικρούλα ακόμα. Τα βιβλία τα
διάλεγε ο πατέρας μου και τύχαινε πολλές φορές εγώ να μην τα έχω διαβάσει. Κι
ένοιωθα σα να δίνω εξετάσεις την άλλη φορά που θα πήγαινα να τη δω. Μα εκείνη
ήτανε καλή δασκάλα, σαν καταλάβαινε πως δεν τό 'χα διαβάσει το βιβλίο, έπιανε
να μου το διηγηθεί, να το παριστάνει, ν' αλλάζει τη φωνή της, ν' αλλάζει
ρόλους. Σα νά 'πρεπε όμως να πληρώσει για όλα αυτά. Οι μεγάλοι που τότε την
έκαναν γούστο, τώρα κρυφομιλάνε όταν περνάει. Κι όταν προσπερνάεi, γυρνάνε και
την κοιτάνε. Αχόρταγα. Σα να τη βλέπω είναι τη Ματούλα. Μόνη, εκεί στο εκκλησάκι
ή στην παραλία, πάντα μακριά, από την πίσω μεριά του χωριού, στην μπροστινή πια
δεν τη θέλανε.
Κι
έρχεται έτσι μια στιγμή που το ίδιο πράγμα το βλέπεις από άλλη οπτική γωνία και
μοιάζει εντελώς καινούργιο. Ας πούμε, ποτέ μου μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί τη
μοναξιά του πατέρα μου. Πως ο πατέρας μου ζούσε μόνος σ' ένα τεράστιο σπίτι. Ο
πατέρας πάντα μου φαινόταν αυτάρκης. Αφού μπόρεσε και μ' έδιωξε, έλεγα. Τόσα
χρόνια μεγάλωνα, άλλαζε η ζωή μου, παντρεύτηκα, χώρισα. Κι αυτός πάντα μόνος.
Όμως, ποτέ μου δεν τον σκέφτηκα έτσι, μόνο του, να τριγυρνάει σαν το στοιχειό
από δωμάτιο σε δωμάτιο. Και να του λείπω.
From:
anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject:
νοσταλγία
Date:
Καθώς ετοιμάζομαι για το ταξίδι φτιάχνω ένα
τεράστιο κατάλογο με πράγματα να μην ξεχάσω. Σα νά 'χω να κλείσω λογαριασμούς,
σαν ο προορισμός να είναι πολύ μακρινός για να μπορώ μετά να γυρίσω πίσω και να
ρυθμίσω εκκρεμότητες. Όλα νά 'ναι έτοιμα, όλα ρυθμισμένα πριν φύγω.
Δεν λέω για κάτι συγκεκριμένο, δεν είναι
δουλειές αυτές που πρέπει να ρυθμίσω. Πιο πολύ εσωτερικές εκκρεμότητες είναι.
Δεν ξέρω πως να στο πω, είναι που τελειώνει και το βιβλίο και μ' αφήνει ένα
μεγάλο κενό. Είναι κι ο πατέρας μου. Αλλάζει η εικόνα του, γεμίζω άλλα
συναισθήματα πρωτόγνωρα. Μα δεν κατασταλάζουν κι αυτά, σα νά 'ναι κάτι κρυμμένο
που αποκαλύπτεται για μια στιγμή και πάλι κρύβεται. Σα νά 'ναι η θάλασσα, τα
κύματα που το σκεπάζουν με ορμή κι έπειτα τραβιούνται και μέχρι να προλάβεις να
το δεις τό 'χουν σκεπάσει πάλι. Κοίταζα μια παλιά φωτογραφία του πατέρα μου.
Στο σπίτι στα Χανιά είναι, στο γραφείο του και διαβάζει. Μ' έπνιξε η νοσταλγία
για κείνη την εποχή που κανένα μας δεν τον ένοιωθα μόνο.
Αυτό είναι και δεν μπορώ να σου γράψω
τίποτα άλλο. Αντιγόνη
Το
'σβησα χωρίς καν να το ξαναδιαβάσω. Όχι Αλέξανδρε, δεν μπορώ να σου το γράψω
ούτε αυτό. Τι να μου πεις κι εσύ γι' αυτήν τη μοναξιά;
Περνάει
άραγε στο DNA η μοναξιά; Αν, δηλαδή, την επιδιώκει κανείς τη μοναξιά του και
δεν αναγκάζεται σ' αυτήν; Όπως εγώ τώρα. Κοιτάζω το ψιλόβροχο απ' το παράθυρο
και σκέφτομαι πως τίποτ' άλλο δεν θά 'θελα να κάνω απ' το να κάθομαι εδώ και να
κοιτάζω το ψιλόβροχο απ' το παράθυρο. Να κολυμπάω σ' αυτή τη θάλασσα της
νοσταλγίας και να μη μου κάνει καρδιά να βγω.
Ένα καράβι με κόκκινα πανιά
Νομίζω
πως κι η Ρουμπίνη μου έχει θυμώσει. Τώρα τελευταία έγινα κι εγώ ακόμα πιο
λιγόλογη από πριν. Η Ρουμπίνη είναι σαν το σίφουνα, ζει με ρυθμούς πολεμικού
εμβατηρίου τον έρωτα της, το χωρισμό της, τη σχέση τη δική μας. Με παραλύει
πια, με εξοντώνει κάθε φορά που είμαστε μαζί. Λιγόστεψαν φαίνεται οι αντοχές
μου, δεν ξέρω πως να φερθώ και, κάθε φορά, δεν βλέπω την ώρα να φύγει κι έπειτα
με πνίγουν οι ενοχές.
"Τελείωνε
πια μ' αυτό το βιβλίο σου", μου λέει. "Σαν τη μπάλα του κατάδικου σε
σέρνει απ' το πόδι".
Μα
τώρα δεν θέλω εγώ να το τελειώσω το βιβλίο. Όσο τελειώνει το καλοκαίρι, το
τελευταίο της καλοκαίρι, τη θέλω κοντά μου τη Ματούλα, μετράω μαζί της τις
μέρες μέχρι εκείνη τη Δευτέρα, 23 Αυγούστου του '98.
Η μοναξιά
"Εκείνες
τις τελευταίες βδομάδες πήγαινε συχνά ο νονός της και τους έβλεπε. Δεν ήταν για
την αρρώστια του Μανούσου, δεν έδειχνε ν' ανησυχεί γι' αυτόν, μπορεί ν'
ανησυχούσε μα δεν τό 'δειχνε. Πάντως κι εκείνος δεν είχε άλλη κρίση, μόνο πιο
μελαγχολικός κι αμίλητος ήταν. Μίλαγε όμως με τον ξάδελφο του όταν ερχότανε,
μιλάγανε πολλή ώρα οι δυο τους. Δεν άκουγε η Ματούλα τι λέγανε μα τό 'βλεπε πως
επικοινωνούσαν και μέσα απ' τις σιωπές τους. Τύχαινε να κάθονται αμίλητοι για
ώρα κι έπειτα ο νονός της έσκυβε το ψηλό του σώμα, κάτι έλεγε πάλι στον πατέρα
της και μετά ξανά σιωπή. Τα ξαναβρήκαν φαίνεται. Μετά από τόσα χρόνια, κατάλαβε
ο νονός της πως ο Μανούσος δεν ήταν πια να του κρατάς κακία, δεν είχε τίποτα
πια να του συγχωρήσεις, συχωρεμένος ήτανε, φευγάτος.
Μα εκείνες τις ώρες ένοιωθε η
Ματούλα μια ηρεμία, μια γαλήνη να υφαίνεται απ' τις σιωπές ή από τις λιγοστές
κουβέντες τους. Χάιδευε και την κόρη της στην κοιλιά της, "σώπα εσύ"
της έλεγε, "να δεις που όλα θα σιάξουν τώρα που θαρθείς". Μετά, όμως,
πάλι της πλάκωνε το στήθος εκείνη η πέτρα.
Μια μέρα, ο νονός της της τό 'πε
καθαρά αυτό που φοβόταν η Ματούλα κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. Αυτοί οι
δυο καθότανε έξω στην αυλή κι ο πατέρας της ήταν στο μαγαζί για να μη μένει
μόνο κι έρθει κανένας πελάτης. Έκανε μια ζέστη εκείνη τη μέρα αποπνικτική.
"Να δροσίσει καμιά φορά.
Απόκαμα μ' αυτή τη ζέστη", είπε η Ματούλα κι έκανε αέρα με ένα κομμάτι
χαρτί. Κοίταξε το νονό της, μα αυτός ήταν σα να μην άκουγε, σα να τον έτρωγε
μια σκέψη.
"Ματούλα σου είπε τίποτα ο
Μανούσος για την κατάσταση σου; "
"Όχι νονέ. Είναι σα να μην
υπάρχει η εγκυμοσύνη μου, σα να μην το καταλαβαίνει πως όπου νά 'ναι θα
γεννήσω".
"Θέλω να στο πω από καιρό, μα
δεν ήθελα να σε ταράξω στην κατάσταση σου. Δεν ξέρω αν είναι οργανικό ή
ψυχολογικό, ένας ειδικός θα ξέρει καλύτερα, αν έρθει ο φίλος μου ο Ηλίας, όπως
λέει, θα τον φέρω να πει κι αυτός μια γνώμη. Αυτό που ξέρω εγώ, αυτό που μπορώ
να καταλάβω, είναι ότι ο πατέρας σου πράγματι δεν τη βλέπει την εγκυμοσύνη
σου".
"Πως γίνεται να μην τη βλέπει
νονέ;"
"Κι όταν αρρώστησε η Ελένη, η
μάνα σου, αυτή την εντύπωση είχα. Πως δεν έβλεπε, πως δεν καταλάβαινε. Μα τότε
δεν έδωσα σημασία, ήταν κι από παλιά ο χαρακτήρας του τέτοιος. Έπειτα, όταν
πέθανε η συχωρεμένη, τον είδες πως κατέρρευσε; Σα να μην τό 'ξερε, σα να μην το
περίμενε".
"Νομίζω πως καταλαβαίνω τι θες
να μου πεις. Μα όταν θα γεννηθεί η κόρη μου θα το πάρει κι αυτό απόφαση".
"Δεν ξέρω αν είναι τόσο απλό
Ματούλα. Φοβάμαι τις αντιδράσεις του, δεν ξέρω πως θ' αντιδράσει. Γι' αυτό σου
λέω παιδί μου. Έλα μαζί μου στα Χανιά γι' αυτό το τελευταίο διάστημα. Νά 'μαι
κι εγώ πιο ήσυχος".
"Όχι νονέ, εδώ θα μείνω. Δεν
θέλω, δεν μπορώ να φύγω".
Και γύρισε το βλέμμα της κατά τη
θάλασσα. Κι ήταν το βλέμμα αυτό γυναίκας ώριμης, βασανισμένης κι αποφασισμένης.
Κι αυτή τότε δεν ήταν ούτε 20 χρονών.
"Σε λίγο θα πρέπει νά 'ρθεις να
κάνουμε το τελευταίο υπερηχογράφημα. Να δούμε αν πάνε όλα καλά", είπε ο
νονός της μετά από ώρα.
"Όλα καλά θα πάνε νονέ, το
νοιώθω εγώ. Μα όταν μου πεις ναρθώ, θα έρθω".
"Θα ρωτήσω το γυναικολόγο που
σε βλέπει και θα σου πω".
Δεν πρόλαβε να πάει η Ματούλα στα
Χανιά εκείνη τη φορά, γι' αλλού ήταν αυτής ο δρόμος της. Μα κάθε που έφευγε ο
νονός της κι έβγαινε να τον χαιρετήσει, να δει το αυτοκίνητο του να χάνεται στη
στροφή του δρόμου, περίσσευε πάλι εκείνο το βάρος που ένοιωθε στο στήθος της.
Που θα έμενε πάλι μόνη, θα μένανε πάλι μόνοι με τον πατέρα της.
Τα βράδια πήγαινε στη θάλασσα.
Έβγαζε μόνον τα παπούτσια και δρόσιζε τα πόδια της, τη βάραινε η κοιλιά και
φοβότανε να μπει να κολυμπήσει μην τυχόν και γλιστρήσει στα βράχια. Όσο
περνούσε ο καιρός, "έλα πια", της έλεγε της κόρης της, "έλα να
κολυμπήσουμε μαζί στη θάλασσα. Δεν είναι στενάχωρα εκεί μέσα που κολυμπάς μόνη
σου;"
Εκείνα τα βράδια ερχότανε κι ο
σκύλος της μαζί. Έκανε τη βόλτα του κι έπειτα ερχόταν εκεί στην παραλία,
καθόταν δίπλα της και την κοίταζε στα μάτια. Άπλωνε κι αυτή το χέρι και τον
χάιδευε, "καημένε μου κι εσύ" τού 'λεγε. "Αλυσίδες σε κρατάνε κι
εσένα να μη μπορείς να πας όπου θες".
Μια τέτοια νύχτα, έτσι όπως καθόταν
με το σκύλο και έβλεπε τη θάλασσα, λαχανιασμένος ήταν κι αυτός, μόλις που είχε
τελειώσει τη βόλτα του, άκουσε φωνές δυνατές απ' τη μεριά του Αι Νικόλα.
"Τίνος είναι αυτό το σκυλί; Θα
το σκοτώσω την άλλη φορά που θα το δω".
Γύρισε ξαφνιασμένη και είδε τον
Γιάννη. Γείτονας και μακροσυγγενής ήτανε, την είχε δει κι αυτός και κατέβαινε
αγριεμένος προς την παραλία.
"Τι τρέχει Γιάννη; Δικός μου
είναι ο σκύλος, πρώτη φορά τον βλέπεις;"
"Άκου να σου πω Ματούλα! Σ'
αγαπάω, σ' εκτιμάω, αλλά όταν ξαναδώ λυτό το σκυλί σου θα το σκοτώσω. Δυο κουνέλια
μού 'χει πνίξει μέχρι τώρα".
"Ο σκύλος μου είναι γέρος για
να κυνηγάει κουνέλια. Μα και να τά 'πνιγε ακόμα, για δυο κουνέλια βρε Γιάννη
θες να σκοτώσεις το σκυλί μου κι ήρθες να μου το πεις να με ταράξεις;"
"Δεν σου φταίω εγώ που δεν
έχεις άντρα να πάω να του το πω. Σε ποιόν να το πω; Στο μπάρμπα Μανούσο που τά
'χει πια χαμένα; Ή στη μάνα σου που πάει καλιά της;"
Σα να τη διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα,
όλο της το κορμί τινάχτηκε.
"Πέθανε η μάνα μου Γιάννη. Τι
θα πει πάει καλιά της; Δεν το ξέρεις ότι πέθανε; Δεν ήρθες στην κηδεία της και
την έκλαιγες;"
"Μα γι' αυτό σου λέω κι εγώ.
Ξέρεις εσύ τι σου λέω…"
Κι έφυγε πάλι αγριεμένος χωρίς να σου
πει άλλη κουβέντα. Κουνήθηκε κι η κόρη της μεσ' την κοιλιά της, "όχι
κορίτσι μου", της είπε η Ματούλα. "Κανείς δεν θα μας πειράξει. Εδώ
στη θάλασσα θα ερχόμαστε να παίζουμε. Ν' ακούμε τα κύματα και να μαζεύουμε
κοχύλια".
From: anti.o@firkasnet.gr
To:
stazionetermini@libera.it
Subject: νοσταλγία
Date:
Σάββατο 23 Ιανουαρίου 1999 21.07
Φεύγω Αλέξανδρε, φεύγω για τα Χανιά. Μην
ξαφνιαστείς αν δεν σου γράφω, μη μου ζητήσεις παραπάνω. Φεύγω για να τελειώσω
το βιβλίο μου. Ένα ταξίδι είναι που φτάνει στο τέρμα του και πρέπει να μαζέψω
δυνάμεις, να συγκεντρώσω το μυαλό μου για να μη ρίξω το καράβι στα ύφαλα. Θά
'ταν αλλιώς το ταξίδι αν δεν είχα κι εσένα συνταξιδιώτη. Δεν ξέρω ακόμα να σου
πω πότε και με ποιο τρόπο με βοήθησες, ξέρω όμως πως τό 'κανες έστω και χωρίς
να το καταβαίνεις. Μη φύγεις, περίμενε με.
Αντιγόνη
From:
stazionetermini@libera.it
To:
anti.o@firkasnet.gr
Subject:
Re: νοσταλγία
Date:
Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 01.55
Ήταν για μένα το Θέμα; Η νοσταλγία ήταν το
συναίσθημα που θά 'πρεπε εγώ να νοιώσω; Γι' αυτά που ζήσαμε, για το ταξίδι που
κάναμε μαζί; Ή ήταν δική σου η νοσταλγία, γιατί το ξέρεις πως φεύγεις, πως το
τέλος του ταξιδιού σου θα σε πάρει μακριά μου; Υπάρχει κι άλλη ακόμα εκδοχή;
Δεν θέλω να τη σκέφτομαι, δεν μπορώ να τη μαντέψω. Θα περιμένω, λοιπόν, και
τίποτα άλλο δεν θα σου ζητήσω. Θα περιμένω, μα θέλω να σου πω πως κάθε φορά που
σε σκέφτομαι νοιώθω ένα κόμπο στο λαιμό, ένα ανεπαίσθητο πόνο που δεν μ' αφήνει
να χαμογελάω. Αυτό το συναίσθημα, που θα με συντροφεύει μέχρι να ξαναγυρίσεις,
πως το λένε;
Αλέξανδρος
***
Έχω
την εντύπωση πως κάτι ξεχνάω. Κάτι πολύ σημαντικό για το ταξίδι. Ας είναι. Αυτό
το άγχος της τελευταίας μέρας πάντα μου παίζει άσχημα παιγνίδια. Λοιπόν,
εισιτήρια, λεφτά, κλειδιά. Νάτο! Τα κλειδιά του σπιτιού στα Χανιά ξέχναγα.
"Μπαμπά.
Πως και είσαι σπίτι τέτοια ώρα;"
"Λίγο
κρυωμένος είμαι σήμερα και είπα να μη βγω. Τι κάνεις εσύ παιδί μου;"
Κάτι
σαν ίλιγγος μου έκοψε για λίγο τη μιλιά. Ένας τυφλός φόβος πως κάτι τελειώνει
κι εγώ δεν θα προλάβω. Δευτερόλεπτα κράτησε κι αμέσως συνήλθα. Για μια στιγμή
είπα να του το πω πως πάω αύριο, αλλά μετά κρατήθηκα. Ας τ' αφήσω καλύτερα όπως
τα είχα σχεδιάσει, μην τα χαλάσω.
"Καλά
είμαι μπαμπά. Πολύ καλά. Ξέρεις τι ήθελα από καιρό να σε ρωτήσω; Μου χρειάζεται
για το βιβλίο μου. Πως ακριβώς πέθανε η Ματούλα;"
"Δεν
αφήνεις παιδί μου να τα πούμε άλλη ώρα; Να μιλήσουμε και με το Στέλιο, το γιατρό
που την παρακολουθούσε. Αν πάλι βιάζεσαι…"
"Όχι
πατέρα. Καθόλου δεν βιάζομαι. Μπορώ να περιμένω. Πρόσεξε εσύ! Έκανες και
πυρετό;"
"Ε,
λίγο πράγμα. Μη φοβάσαι, έχω και την Ελισάβετ…"
Έβαλα
τα γέλια.
"Πάλι
καλά που την έχεις. Δεν θα σου λείψουνε τουλάχιστον οι κρεμούλες".
"Αστην
την κακομοίρα κι αυτή. Θαρρώ πως στο σπίτι μας έφαγε γλυκό για πρώτη φορά στη
ζωή της".
Στο
σπίτι μας. Αύριο τέτοια ώρα θα είμαι στο σπίτι μας. Ξαφνικά μ' έπιασε άγχος ότι
δεν θα προλάβω. Θα φεύγει το καράβι κι εγώ δεν θά 'χω τελειώσει.
"Εντάξει
μπαμπά. Θα σε ξαναπάρω αύριο να δω πως πας".
Ξαναγυρνώντας στη θάλασσα
"Εκείνο το καλοκαίρι οι Κυριακές δεν άρεσαν καθόλου στη
Ματούλα. Τις Κυριακές γεμίζει κόσμο το χωριό κι αφήνουνε το μαγαζί μέχρι αργά
ανοιχτό. Η προτελευταία Κυριακή τ' Αυγούστου ήτανε κι είχε η Ματούλα μια
απροσδιόριστη ανησυχία. Να ξημερώσει, έλεγε, να πάρω τηλέφωνο το νονό μου, να
πάω στα Χανιά. Αλλά δεν πέρναγε κι αυτή η ώρα, να κλείσει το μαγαζί και να πάει
να ξαπλώσει, να βολευτεί, να βολευτεί κι η κόρη της, να της μιλήσει, να
κουνηθεί, που λούφαξε όλη τη μέρα.
Μπουκιά φαΐ δεν έβαλε στο στόμα της όλη μέρα. Ήταν κι η ζέστη,
ήταν και που μεγάλωνε εκείνη η ανησυχία, δεν ήταν κάτι το συγκεκριμένο, μα σα
μια δυσφορία διάχυτη, που ξεκινούσε απ' τη μήτρα της και απλωνόταν σ' όλο της
το σώμα.
Όταν πια έκλεισε το μαγαζί, σα να λυτρώθηκε. Έκανε, όμως, ώρα
πολλή να το κλειδώσει, μάζευε τα πράγματα σχολαστικά, έπιασε και να σκουπίσει
λίγο. Μετά, όταν της φάνηκαν όλα εντάξει, ανέβηκε στη βεράντα από την έξω
σκάλα. Είχε αφήσει εκεί μερικές πολυθρόνες απ' την προηγούμενη μέρα. Ήταν το
μνημόσυνο της μάνας της κι ήρθαν κάνα δυο άνθρωποι στο σπίτι μετά την εκκλησία.
Δεν είχε αντοχή να τις μαζέψει κι αυτές, πήρε δυο, τις ένωσε και ξάπλωσε. Εκεί
στη βεράντα ξημερώθηκε, περίμενε να περάσει η ώρα να τηλεφωνήσει στα Χανιά. Δεν
ήξερε γιατί, μα τό 'νοιωθε πως ήρθε η ώρα, πως όπου νά 'ναι θα την πιάνανε οι
πόνοι της γέννας κι ας έλειπε ακόμα ένας μήνας.
Σαν άκουσε το πρωί το βήχα του πατέρα της, είπε, ώρα μου είναι, να
τον φωνάξω να του πω πως θα γεννήσω κι έπειτα να τηλεφωνήσω στο νονό μου.
"Πατέρα! Έλα που σε θέλω", του φώναξε. Βγήκε εκείνος κι
ήταν κατάχλομος, μαύρους κύκλους είχαν τα μάτια του.
"Κακιά νύχτα πέρασα παιδί μου. Νόμισα πως θα πεθάνω
απόψε".
"Εδώ έξω ήμουνα πατέρα. Γιατί δεν με φώναξες;"
"Σ' είδα κι εσένα κουρασμένη. Όλη μέρα χθες δεν σταμάτησες.
Και είπα, άσ' τη να κοιμηθεί και μ' εμένα ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει".
Κι εκεί, πιάστηκε η ψυχή της. Είχε την έγνοια του τόσες μέρες, πως
ήταν άρρωστος κι αυτός. Πως να του το πει τώρα που μπορεί και να της έμενε
ξερός στα χέρια; Κι έτρεξε πάλι να φωνάξει το νονό της. Μα το τηλέφωνο δεν
απαντούσε. Μια συγγένισσα του είχε να πάει στο χωριό της να κανονίσει κάτι
δουλειές κι είχανε ξεκινήσει αξημέρωτα να μην τους πιάσει η ζέστη. Τον άλλο το
γιατρό, το γυναικολόγο; Που τό 'χε το τηλέφωνο του; Την έπιασε ο πρώτος πόνος
και δίπλωσε στα δυο. "Μάνα μου", φώναξε και το μυαλό της θόλωσε.
Άκουσε κι ο πατέρας της τη φωνή και μπήκε τρέχοντας στο μαγαζί.
"Βοήθεια πατέρα, γεννάω", του είπε έτσι όπως ήτανε
διπλωμένη πλάι στο τραπεζάκι με το ταμείο.
"Τι είπες; Τι κάνεις;"
Που τη βρήκε τόση φωνή; Που τη βρήκε τόση δύναμη να την
ταρακουνάει τη Ματούλα και να της φωνάζει;
"Τι κάνεις; Τι είπες ότι κάνεις και δεν ντράπηκες τον πατέρα
σου;"
"Λυπήσου με πατέρα, γεννάω…"
"Θα σε σκοτώσω πρώτα". Ένοιωθε το κεφάλι της να φεύγει
απ' τη θέση του "Στη γη θα σε βάλω… με πέτρες θα σε σκεπάσω"...
Δίπλωνε στα δυο να προστατέψει την κοιλιά της μα εκείνος πάλι τη
σήκωνε. Σαν κούκλα αχυρένια ήτανε στα χέρια του.
"Μάνα μου …το παιδί μου …Χριστέ μου βόηθα με…"
Τα μάτια του να βγουν απ' τις κόγχες τους, τρέχανε σάλια απ' το
στόμα του, τα χέρια του τανάλιες στα μπράτσα της, να την τραντάζει. Θα με
σκοτώσει, έλεγε η Ματούλα, κομμάτια θα με κάνει με τα χέρια του.
"Πατέρα!"
"Μανούσο!"
Ταυτόχρονα ακούστηκαν οι φωνές, η θεια της η Βαγγελιώ που πέρναγε
απ' το δρόμο άκουσε τη φασαρία και μπήκε και τους είδε. Και ξαφνικά κατέρρευσε
ο Μανούσος. Σαν το σακί που άδειασε. Χαλάρωσε το σφίξιμο, έπεσε το κεφάλι του
στο στήθος, δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του, σπασμένη έβγαινε η φωνή του,
πνιγμένη απ' τους λυγμούς.
"Δεν έχεις πατέρα αφορισμένη … θα σε σκοτώσω … κομμάτια θα σε
κάνω να σε πετάξω στα σκυλιά … κι εσένα κι αυτό που λες πως έχεις στην κοιλιά
σου…"
"Τι λες στο παιδί σου Μανούσο;" Φώναξε η Βαγγελιώ.
"Ατύχημα ήταν, δεν την έπνιξε αυτό τη μάνα του. Δεν την πρόσεξε και του
'πεσε στη θάλασσα και πνίγηκε η αδελφή μου. Ατύχημα ήτανε σου λέω".
Μείνανε κι οι δυο άφωνοι να την κοιτάνε. Σα να πάγωσε η σκηνή. Σα
νά 'πηξε κι ο αέρας εκεί μέσα στο μπακάλικο. Και ξαφνικά ο πατέρας της, σα να
ξύπνησε από ύπνο βαθύ, σηκώθηκε πάλι και την άρπαξε απ' τα μαλλιά.
"Κομμάτια θα σε κάνω…" Ξανάρχισε και πάλευε να την
πιάσει απ' το λαιμό.
Με τις φωνές μαζεύτηκε κι η γειτονιά. Η ξαδέλφη της η Γιωργία από
δίπλα, εκείνου του Γιάννη με το σκύλο, και η Χαρίκλεια απ' απέναντι.
"Για το Θεό Μανούσο! Το παιδί σου πας να σκοτώσεις;"
Η θεια της είχε απομείνει ακίνητη, σα να μην είχε καταλάβει τι
άλλο γινόταν. Πήραν η Γιωργία κι η Χαρίκλεια τη Ματούλα πιο μακριά, σπασμοί
τάραζαν το κορμί της κι έπειτα γύρισε πάλι ο πόνος και δίπλωσε στα δυο.
"Καλέ αυτό γεννάει", φώναξε η Χαρίκλεια.
"Τηλεφώνησε Βαγγελιώ στο νοσοκομείο νά 'ρθουν να το πάρουν. Έλα καλό μου,
έλα να πάμε να ξαπλώσεις μέχρι νά 'ρθει ο γιατρός. Το νονό της να πάρουμε,
εκείνος θα τρέξει…"
"Δεν είναι…δεν είναι…σπίτι ο νονός μου… μάνα μου…Χριστέ μου
μη μ' εγκαταλείπεις".
Κι όπως την πήγαιναν στην αυλή να την ξαπλώσουν στο ρατζάκι, τον
είδε τον πατέρα της να βγαίνει σκουντουφλώντας και να τραβάει κατά τη θάλασσα.
Θα πέσει να τσακιστεί, σκέφτηκε. Είναι άρρωστος, θα τού 'ρθει καμιά ζάλη και θα
πέσει να τσακιστεί.
"Πατέρα!…"
Το στήθος της ξέσκισε η φωνή. Ξέφυγε απ' τα χέρια της Χαρίκλειας
και πήρε να τον κυνηγάει. Στην παραλία με τα βράχια πήγαινε, της σπάραζε την
καρδιά το κλάμα του, τον έβλεπε να φτάνει στα βράχια κλαίγοντας και
σκουντουφλώντας.
"Πατέρα!…περίμενε …πατέρα μου"
Καινούργιος πόνος, δίπλωσε στα δυο, γλίστρησε το γυμνό της πόδι
και κατρακύλησε στα βράχια. "Παιδί μου", πρόλαβε να σκεφτεί.
"Λενιώ μου" Και νόμισε πως ήταν θάλασσα αυτό που ένοιωθε να βγαίνει
απ' την κοιλιά της και να μουσκεύει τα πόδια της.
Η Ματούλα γέννησε το παιδί της νεκρό. Στο σπίτι, σ' ένα κρεβάτι
ματωμένο, ένα καράβι με κόκκινα, κατακόκκινα πανιά και η θάλασσα να το καλεί
απ' τ' ανοιχτό παράθυρο. Της το πήρε μια γειτόνισσα απ' τα πονεμένα της
σπλάχνα, τα ουρλιαχτά της έσκιζαν σα μαχαίρι την πηχτή μεσημεριάτικη ζέστη.
Μετά ήρθε το νοσοκομειακό και την πήρε. Χωρίς σειρήνα. Η Ματούλα πέθανε στο
νοσοκομείο λίγες ώρες μετά. Μόνη"
Έτσι
πάλευα ν' αρχίσω το βιβλίο σου Ματούλα. Καιρό το πάλευα, ήταν αυτές οι πρώτες
λέξεις. Κι αυτό που δεν κατάφερνα να συνεχίσω. Να πω πως πέθανες. Μόνη. Σ' ένα
κρεβάτι νοσοκομείου. Πως δεν σε πήρε η θάλασσα όπως μου άρεσε εμένα να
φαντάζομαι. Όταν το έμαθε ο πατέρας μου και πήγε στο νοσοκομείο, ήταν αργά το
βράδυ, σε είχανε πάρει κιόλας απ' το δωμάτιο, μια ετοιμόγεννη, μου είπε, είχανε
βάλει στη θέση σου.
Σα
να πεθαίνεις δεύτερη φορά είναι αυτό το τέλος και ξέρω πως είναι κάτι ακόμα που
μας λείπει πριν να χωρίσουμε. Δεν γίνεται αλλιώς, στην Κρήτη θα σ' αποχαιρετήσω
Ματούλα, εκεί είναι κρυμμένα τα λόγια του αποχαιρετισμού.
Άλλαξα,
όμως, και πάλι το όνομα του αρχείου. Στο
τέλος όλα γυρνάνε στη θάλασσα… Αυτός θα είναι ο τίτλος του βιβλίου σου,
άλλον δεν μπόρεσα να βρω να του ταιριάζει.
***
Πάλι
θά 'χει να λέει η Ρουμπίνη για τα πράγματα που κουβαλάω μαζί μου. Όμως εντάξει,
τέλειωσα κι άσ' την αυτή να λέει για την ανασφάλεια μου.
"Χριστέ
μου! Δεν το πιστεύω".
"Ο
κόσμος λέει καλημέρα πρώτα".
"Που
θα τα πας παιδάκι μου όλα αυτά; Για πόσο καιρό θα λείψεις;"
"Δεν
τη βαρέθηκες πια αυτήν την κουβέντα; Κάθε φορά τα ίδια μου λες. Δεν ξέρω πόσο
θα μείνω, εξαρτάται".
"Καλά,
συγγνώμη, αλλά τις τρεις κούτες τσιγάρα τι τις θέλεις; Δεν έχει τσιγάρα στα
Χανιά;"
"Ρουμπίνη
έχω πεθάνει απ' την πείνα, το ξέρεις πως με αγχώνει το ταξίδι, βάλε ένα χεράκι
να φορτώσουμε τα πράγματα στ' αυτοκίνητο και τέλειωνε… Που την πας παιδί μου
την πολυθρόνα;"
"Α,
δεν θα την πάρεις κι αυτή; Και που θα κάθεσαι στην Κρήτη;"
"Αν
δεν είχα τόσο άγχος μπορεί και να γέλαγα. Δεν ήταν κι άσχημο τ' αστείο".
"Βέβαια,
δίκιο έχεις. Ταξίδι μέχρι την Κρήτη είναι αυτό! Γεμάτο κινδύνους! Μια
επικίνδυνη περιπέτεια μπορώ να σου πω. Έτοιμη; Φύγαμε;"
Καθώς
κλείδωνα την πόρτα ένοιωσα μια ακατανίκητη ανάγκη να ξαναμπώ στο σπίτι.
"Περίμενε",
είπα στη Ρουμπίνη, "κάτι ξέχασα". Τύλιξα με το βλέμμα μου το σπίτι.
Κάθε του γωνιά. Τράβηξα μετά την πόρτα, την κλείδωσα και φύγαμε.
"Δεν
έχεις αυτοκίνητο, έτσι; Με το δικό μου θα πάμε", της είπα καθώς φορτώναμε
τα πράγματα, αλλά αυτή ήταν απασχολημένη να κοιτάει μια σακούλα βιβλιοπωλείου
γεμάτη με παλιές φωτογραφίες.
"Δεν
είσαι στα καλά σου, στο είπα εγώ".
Φτάσαμε
στο σπίτι ταυτόχρονα με την Άννα. Ξεφόρτωνε απ' τ' αυτοκίνητο σακούλες και κουτιά,
έτοιμο φαγητό, μα ήταν ζεστό ακόμα και μύριζε υπέροχα.
"Αχ,
πάλι μας μαγείρεψε η μανούλα μου", είπε η Ρουμπίνη.
"Όταν
παντρευτείς εσύ να μαγειρεύεις. Εγώ έτσι είμαι και σ' όποιον αρέσω. Τι κάνεις
Αντιγόνη κούκλα μου; Τι ήταν πάλι αυτό το ξαφνικό με το καινούργιο ταξίδι;
Προχθές δεν γύρισες;"
Κάθομαι
πάντα σαν την χαζή και τις παρατηρώ αυτές τις δυο. Έτσι θα έκανα κι εγώ αν
ζούσε η μάνα μου; Ποιος ξέρει.
Ο
Ηλίας ήταν στο μπαλκόνι και μας περίμενε.
"Η
κυρά Δήμητρα έστρωσε το τραπέζι πριν φύγει", μας είπε. "Αν είχαμε και
τίποτα για φαγητό θα είμαστε πλήρεις. Αχ, φρόντισε πάλι η γυναίκα μου! Αφού το
ήξερα, γιατί ανησυχούσα;"
Με
χαλάρωσε η ατμόσφαιρα στο τραπέζι. Ήτανε πράγματι σαν τον παλιό, καλό καιρό που
αυτοί ήτανε η άλλη μου οικογένεια. Τους κοίταζα κι ένοιωθα την καρδιά μου να
πλημμυρίζει από αγάπη, ήθελα να τους αγγίξω, να τους σφίξω συνένοχα το χέρι, το
λεπτό περιποιημένο χέρι της Άννας, το αεικίνητο κοκαλιάρικο χέρι της Ρουμπίνης,
το σταθερό και νευρώδες χέρι του Ηλία. Ναι, να τους πω. Μαζί τα περάσαμε όλα
αυτά και είμαι ευτυχισμένη που σας είχα κοντά μου αυτά τα χρόνια.
"Το
καράβι φεύγει αργά, έτσι δεν είναι; Θά 'ρθω μαζί σου στο λιμάνι και θα πάω μετά
στο ιατρείο. Στο μεταξύ, θα πάω να ρίξω ένα υπνάκο. Εσείς τι θα κάνετε
κορίτσια;"
Έτσι
τις έλεγε πάντα, κορίτσια. Η Άννα δεν μοιάζει καθόλου με τη μητέρα μου, ούτε
σαν εμφάνιση, ούτε στον χαρακτήρα. Ώρες-ώρες, όμως, έχει κάτι που είναι γλυκά
κοριτσίστικο, που το θυμάμαι και στη μητέρα μου.
"Εγώ
θα γυρίσω στο ατελιέ. Άργησα κιόλας. Εσύ Ρουμπίνη τι θα κάνεις;"
"Πάντως
στο λιμάνι να κουνάω το μαντίλι δεν θα πάω. Δεν ξέρω τι σας έχει πιάσει όλους
μ' αυτό το ταξίδι…"
Όταν
έφυγε κι η Άννα ξαπλώσαμε με τη Ρουμπίνη στους καναπέδες.
"Θα
μου λείψεις", μου είπε κι ήταν πολύ σοβαρό το πρόσωπο της.
"Κι
ύστερα λες για τους άλλους, τι τους έχει πιάσει μ' αυτό το ταξίδι. Που πάω;
Μισή ώρα είναι τα Χανιά με τ' αεροπλάνο".
"Ξέρεις
τι εννοώ…"
Κι
ήταν ακόμα πιο σοβαρό το πρόσωπο της. Σα να μεγάλωσε σ' αυτές τις μέρες που δεν
βλεπόμαστε. Η έκφραση της έχει αλλάξει, σα νά 'χει γλυκάνει, σα νά 'χασε εκείνο
το ύφος της έφηβης σε μόνιμη διαμάχη με τους άλλους που κατοικούν μαζί της
αυτόν τον κόσμο. Αν η Ρουμπίνη τώρα ήταν συναίσθημα, θα ήταν μελαγχολία,
μελαγχολία είναι αυτές οι γλυκές γραμμές που μαλακώνουν το δροσερό, σα φρούτο
καλοκαιριάτικο, πρόσωπο της. Ήθελα να την αγκαλιάσω και να τη φιλήσω. Αλλά μου
φαινόταν άκαιρο.
"Έχεις
ακόμα υπέροχο δέρμα. Αν το προσέξεις, δεν θα γεράσει ποτέ".
"Έφυγε
για τη Θεσσαλονίκη. Μη με ρωτήσεις ποιος. Ο Κώστας έφυγε για τη Θεσσαλονίκη…"
"Και
οι πρόβες; Το έργο;"
"Αμάν
βρε Αντιγόνη, δεν σε αντέχω! Που ζεις πια; Δεν λέω ότι είναι κοσμοϊστορικό
γεγονός, αλλά, μια και μ' ενδιαφέρει εμένα, δεν έπρεπε να το ξέρεις; Τσακώθηκαν
με το θίασο κι αποχώρησε".
"Και
πότε πρόλαβε να βρει δουλειά στη Θεσσαλονίκη;"
"Αυτό
λέω κι εγώ. Πολύ γρήγορα έγιναν όλα".
"Τι
θες να πεις; Τι υποψιάζεσαι;"
"Δεν
υποψιάζομαι. Το ξέρω. Θα δεις σε ποιο θίασο θα παίξει το καλοκαίρι".
"Ρουμπίνη…"
"Εντάξει,
δεν είναι και προς θάνατο. Σ' αυτές τις περιπτώσεις τη φανέλα με το νούμερο 2
την αλλάζουν σε κάθε ημίχρονο, δεν τό 'ξερα; Ας πρόσεχα. Και πάλι καλά να λέμε.
Εγώ σχεδόν τον έβγαλα τον αγώνα, στην παράταση αντικαταστάθηκα".
"Ρουμπίνη
έλα μαζί μου στην Κρήτη. Σήμερα. Τώρα".
Με
κοίταζε μ' εκείνο το καινούργιο σοβαρό της βλέμμα. Σοβαρό και κάπως σα
λυπημένο.
"Ξέρεις,"
μου είπε. "Δεν είναι κι ότι μ' έχουν τυφλώσει τα δικά μου και δεν βλέπω τι
γίνεται μ' εσένα. Σαν ετοιμόγεννη κάνεις λίγο πριν την πιάσουν οι πόνοι. Τι
είναι αυτό που ψάχνεις; Τι είναι αυτό που περιμένεις;"
Δεν
είχα δώσει σε κανένα να διαβάσει το βιβλίο. Μου φάνηκε παράξενη η μεταφορά που
έκανε η Ρουμπίνη, σα να μην ήταν τυχαία. Μα είμαι ακόμα ευαίσθητη σ' αυτό το
θέμα κι ένοιωσα ξαφνικά τον ήλιο να με πυρπολεί όπως τη Ματούλα, την ώρα που
έτρεχε αλαφιασμένη στην παραλία με τα βράχια. Και την αλμύρα της θάλασσας στα
χείλια. Ας κατάφερνα πια να κλάψω, να
νοιώσω στο στόμα την αλμύρα απ' τα δάκρυα μου…
"Δεν
ξέρω", είπα και πήρα τη γνώριμη στάση μου, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω απ'
το ερευνητικό της βλέμμα και τα μαλλιά μου να μου σκεπάζουν το πρόσωπο.
"Μου
έκανε εντύπωση ο Ηλίας. Μια μέρα, που μιλούσαμε για σένα, μου είπε ότι μοιάζεις
έτοιμη για το σάλτο μορτάλε. Και φυσικά δεν μου εξήγησε τι εννοούσε. Αλλά
βλεπόσαστε συχνά αυτές τις μέρες, έτσι; Από τότε που γύρισες απ' το ταξίδι
εννοώ".
"Ναι,
βλεπόμαστε πολύ συχνά. Όχι όμως στο ιατρείο του αν εννοείς αυτό".
"Εννοώ
πως αν ερχόμουνα στην Κρήτη, θά 'ταν για σένα που θα ερχόμουνα. Αλλά φαίνεται
πως είναι καλύτερα να πας μόνη".
"Ναι,
έτσι φαίνεται. Μα θα σε σκέφτομαι. Θα μιλάμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο,
έτσι;"
"Και
δυο φορές τη μέρα και τη νύχτα αν μας κάνει κέφι. Ξύπνησε ο Ηλίας. Ηλία, κάνε
και για μας καφέ!"
Είχα
βάλει τ' αυτοκίνητο στο γκαράζ του καραβιού κι έβγαινα να χαιρετήσω τον Ηλία.
Κάθε φορά που τον βλέπω από μακριά ξαφνιάζομαι. Τι όμορφος που είναι,
σκέφτομαι. Κρίμα που του έμοιασε τόσο η Ρουμπίνη, αν ήταν αγόρι θα ήταν
κούκλος. Πλησίασε και μ' αγκάλιασε προσπαθώντας ν' αποφύγει τ' αυτοκίνητα που
έμπαιναν στο καράβι.
"Την
είδες αυτή με το κίτρινο Punto το σπορ;" Του είπα. "Σε έτρωγε με τα
μάτια. Αν με πετύχει στο καράβι, θα με ξεμαλλιάσει. Πάντα ήθελα να σε ρωτήσω,
δεν σε ερωτεύονται οι ασθενείς σου;"
"Όλοι.
Γυναίκες και άντρες".
Σε
λίγο έπρεπε να μπω κι εγώ στο καράβι.
"Λοιπόν.
Άντε να πηγαίνω, να φύγεις κι εσύ να πας στο ιατρείο σου".
Μου
κράτησε σφικτά και τα δυο χέρια.
"Ξέρεις
τι θέλω ν' ακούσω;"
"Ξέρω.
Να μ' ακούσεις να γελάω, να είμαι χαρούμενη και ξέγνοιαστη, όλα αυτά".
"Το
αντίθετο. Θέλω να μου πεις πως έκλαψες, πως έκλαψες σπαρακτικά, πως έβγαλες όλα
τα δάκρυα από μέσα σου. Αυτό θέλω να μου πεις. Πως έγινες ένα καράβι με ανοιχτά
πανιά σε μια θάλασσα από δάκρυα".
Το τέλος του ταξιδιού
Αυτή
τη φορά κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Ούτε που το κατάλαβα για πότε φτάσαμε στη
Σούδα, μου κτύπησαν την πόρτα για να ξυπνήσω.
Βγήκα
με τ' αυτοκίνητο στο λιμάνι και ξαφνικά ένοιωσα την επιθυμία να πιω καφέ σ' ένα
απ' τα καφενεία που ξενυχτούσαν περιμένοντας το καράβι. Το λιμάνι της Σούδας
δεν μ' αρέσει. Μοιάζει πολύ ανοικτό, πολύ καθαρό, δεν σ' αφήνει να φανταστείς
κρυφή ζωή, υπόκοσμο. Αυτό είναι. Δεν σ' αφήνει να φανταστείς τίποτα, όλα στα
δείχνει. Ένα λιμάνι όπου βασιλεύει ο νόμος και η τάξη. Θα ξαφνιαστώ πολύ αν
μάθω ότι δεν είναι έτσι.
Μου
έφτιαξε το κέφι ο καφές. Ξημερώνει και μέρα με ήλιο. Θά 'χει ξυπνήσει πια κι ο
πατέρας μου, ώρα μου είναι να πηγαίνω. Σιγοτραγουδάω στο δρόμο, σε καλό μου
τέτοια κέφια.
Βρήκα
και πάρκαρα έξω ακριβώς απ' το σπίτι, στο γκαράζ είναι τα δυο αυτοκίνητα του
πατέρα, δεν έχει άλλο χώρο.
Ξεφόρτωσα
τα πράγματα, βρήκα τα κλειδιά μου στο βάθος της τσάντας μου, άνοιξα όσο πιο
σιγά μπορούσα κι άρχισα να τα μεταφέρω στο σπίτι. Κουβαλούσα την τελευταία
τσάντα, όταν άκουσα τη φωνή του πατέρα μου.
"Ελισάβετ,
εσύ είσαι;"
Και
πρόβαλε στην κορυφή της σκάλας, ντυμένος κιόλας κάτω από τη ρόμπα του. Άλλη
περίεργη συνήθεια κι αυτή, δεν έμενε καθόλου με τις πυτζάμες του, ούτε όταν
ήταν άρρωστος, μόλις σηκωνόταν απ' το κρεβάτι, έβαζε αμέσως τα ρούχα του κι από
πάνω τη ρόμπα.
"Αντιγόνη.
Τι έκπληξη ήταν αυτή; Κάθισε να σε βοηθήσω να φέρεις τα πράγματα".
"Όχι,
άστα, θα τ' ανεβάσουμε μετά. Μόνο αυτή την τσάντα θέλω. Πως είσαι εσύ; Σου
έπεσε ο πυρετός;"
Είχα
φτάσει στην κορυφή της σκάλας, άφησα την τσάντα κάτω και τον αγκάλιασα.
"Ζεστός
είσαι ακόμα", του είπα κι έσκυψα να ξαναπάρω την τσάντα. Την είχα
ακουμπήσει εκεί στην κορυφή της σκάλας, μπροστά στο δωμάτιο που πέθανε η μαμά.
Το πρώτο στη σειρά ενός διαδρόμου που έκανε το σπίτι να μοιάζει με νοσοκομείο.
"Ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας;" Έλεγε η μητέρα μου γελώντας, μα δεν το
τράβαγε πολύ το αστείο γιατί αυτό ήταν το σπίτι του παππού του πατέρα μου,
παλιό χανιώτικο αρχοντικό.
Η
πόρτα. Ήταν μισάνοικτη, αρκούσε να τη σπρώξεις για να μπεις μέσα. Ούτε κλειδιά,
ούτε μυστήρια, όλα στο κεφάλι μου ήταν.
"Μπαμπά,
αυτή η πόρτα ήταν πάντα έτσι ανοικτή; Εννοώ, κι αυτά τα τελευταία χρόνια που
ερχόμουνα πάντα ήταν έτσι; Μισάνοικτη;"
Δεν
είχε πολύ φως στο διάδρομο και δεν έβλεπα την έκφραση του.
"Σ'
αυτό το δωμάτιο δεν έμεινε πια κανείς απ' όταν πέθανε η μητέρα σου", είπε
μόνο.
"Κι
εγώ δεν μπήκα ποτέ, έτσι; Ούτε όταν ζούσε η γιαγιά; Γιατί όμως θυμάμαι ότι
κάποτε βάζαμε με τη γιαγιά λουλούδια στα βάζα;"
"Πάμε
να πιεις ένα καφέ, να καθίσουμε… Όρθιοι θα συζητάμε;"
"Όχι
τώρα. Πες μου πρώτα. Βάζαμε ποτέ με τη γιαγιά λουλούδια στα βάζα;"
Τον
άκουσα ν' αναστενάζει σαν να το πήρε απόφαση ότι θα μιλούσαμε εκεί, όρθιοι,
μπροστά στη μισάνοιχτη πόρτα του δωματίου.
"Απ'
όταν πέθανε η μητέρα σου εσύ δεν θέλησες να ξαναμπείς σ' αυτό το δωμάτιο. Ούτε
νεκρή θέλησες να τη δεις. Η γιαγιά σου τό 'φερνε βαριά. Νόμιζε ότι θα σε
βοηθούσε αν έμπαινες εκεί που πέθανε η μητέρα σου, φανταζόταν ότι θα έπεφτες
μετά στην αγκαλιά μας κλαίγοντας και θα λυτρωνόσουνα. Ήταν παράξενο για μικρό
παιδί να μην κλάψει στο θάνατο της μητέρας του. Μου τό 'λεγε κι
ανησυχούσε".
"Δεν
είχα κλάψει…Ναι, το θυμάμαι"
"Δεν
ξέρω αν σ' έχω δει να κλαις από τότε…"
"Λοιπόν;"
"Τι
λοιπόν;"
"Για
τα λουλούδια έλεγα…"
"Α,
ναι. Μια μέρα, η γιαγιά σου είπε να κόψετε λουλούδια απ' τον κήπο να τα βάλετε
στο βάζο της μητέρας σου. Εσύ δέχτηκες. Κόψατε τα λουλούδια, φτάσατε μπροστά
στην πόρτα κι όπως πήγε η μάνα μου να τη σπρώξει να μπείτε, εσύ πέταξες τα
λουλούδια κάτω κι έφυγες τρέχοντας απ' τη σκάλα".
"Ναι,
σαν κάτι να θυμάμαι. Τριαντάφυλλα ήταν. Τα κρατούσα προσεκτικά μην τρυπηθώ.
Νόμιζα όμως ότι μπήκαμε τελικά και τα βάλαμε στο βάζο. Εκείνο το μπλε βάζο δεν
ήταν; Που το είχε φέρει η μαμά απ' τη Βενετία;"
"Δεν
θυμάμαι. Φαντάζομαι πως θά 'ταν αυτό".
"Αυτό
ήταν. Όταν τη βάλαμε σ' αυτό το δωμάτιο, μου ζήτησε εμένα να της το φέρω απ' το
δωμάτιο σας. Κι ήταν πάντα γεμάτο λουλούδια".
"Έτσι
θά 'ναι. Αν το θυμάσαι…Πάμε τώρα να σου φτιάξω καφέ; Λείπει κι η Ελισάβετ,
σήμερα θα γυρίσει".
Είχα
ήδη σπρώξει την πόρτα κι έμπαινα στο δωμάτιο. Τον άκουσα να έρχεται πίσω μου.
Στο τραπεζάκι, πλάι στη μεγάλη βιβλιοθήκη, ήταν το μπλε βάζο, τ' αγαπημένο της
μαμάς. Άδειο.
"Τι
περίεργο... Πάντα νόμιζα ότι αυτό το δωμάτιο ήταν κλειστό, κλειδωμένο…"
Γύρισα
και τον κοίταξα. Με είχε ακολουθήσει κι ακουμπούσε την πόρτα. Στο μισόφωτο δεν
έβλεπα την έκφραση του. Είχα μια αίσθηση εξωπραγματικού, σαν όλα αυτά να
συνέβαιναν σε άλλο χρόνο. Ήτανε σήμερα που εγώ ήρθα με το καράβι απ' την Αθήνα
κι έπινα καφέ στη Σούδα;
"Παράξενο
δεν είναι; Τόσα χρόνια…να το νομίζω κλειστό … και να μη μπαίνω…. να μη
σκέφτομαι να το ανοίξω και να μπω".
Πλησίασα
την μπαλκονόπορτα και την άνοιξα. Μπήκε φως στο δωμάτιο. Χάιδεψα την παλιά
βελούδινη μπλε κουρτίνα. Το μπλε ήταν το χρώμα της μαμάς, μόνο η γιαγιά δεν
ήθελε να το καταλάβει αυτό και της έπλεκε φωτεινά μπλουζάκια.
Πέρασα
το χέρι μου πάνω απ' το κομοδίνο, ούτε δείγμα σκόνης.
"Πεντακάθαρο
είναι. Το καθαρίζετε κάθε μέρα;"
Ανασήκωσα
το κλινοσκέπασμα. Ένα άσπρο σεντόνι, κεντητό, απ' την προίκα της γιαγιάς, το
θυμάμαι. Κι από πάνω το υφαντό κλινοσκέπασμα, όπως το θυμόμουνα.
"Τα
σεντόνια της μαμάς τι τα κάναμε;"
"Δεν
ξέρω….η γιαγιά σου".
Βγήκα στο μπαλκόνι.
"Εδώ δεν είχαμε την πολυθρόνα της; Κι ένα
τραπεζάκι ψάθινο να βάζει τα περιοδικά και τα βιβλία της. Μπαμπά, που
είσαι;"
Καθόταν
μέσα, πλάι στο κρεβάτι της και με κοίταζε. Μπήκα κι εγώ μέσα. Την μπαλκονόπορτα
την άφησα ανοικτή.
"Μετά
δεν έβγαινε πια. Πονούσε και δεν μπορούσε πια να σηκωθεί. Πονούσε παντού".
"Αντιγόνη…παιδί
μου…μήπως θέλεις να πάμε κάτω;"
"Όχι,
όχι. Γιατί να πάμε κάτω; Πες μου, πότε σταμάτησε να βγαίνει στο μπαλκόνι; Τι
μήνας ήταν; Πόσον καιρό πριν να πεθάνει; Ήμουνα μικρή και δεν θυμάμαι".
"Δεν
θυμάμαι ούτε εγώ…λίγο πριν πεθάνει φαντάζομαι…"
"Ζέστη
έκανε ακόμα. Κι όμως θυμάμαι πως η γιαγιά ήθελε να μου βάλει ένα χειμωνιάτικο
φουστάνι. Όταν πέθανε, λέω. Στην κηδεία. Ένα ζεστό χειμωνιάτικο φουστάνι".
Στα
ράφια της βιβλιοθήκης ήταν ακόμα τα βιβλία της. Τότε, μερικά βιβλία τα είχε στο
κομοδίνο, για να τα παίρνει εύκολα να τα διαβάζει, να μη χρειάζεται να σηκωθεί
απ' το κρεβάτι. Ήταν ένα… Νάτο, τα Ποιήματα Ι, 1948-1954 του Πατρίκιου. Κάθισα
στο κρεβάτι και το άνοιξα. Είχε ακόμα το σελιδοδείκτη στη σελίδα 110.
"Το
θυμάμαι αυτό το βιβλίο. Της το είχες κάνει δώρο εσύ. Το θυμάμαι κι αυτό το
ποίημα….Πρόσωπα…της άρεσε πολύ, μου το διάβαζε, ακόμα εδώ είναι ο
σελιδοδείκτης.
Κάποτε
θ' ανοίξουν τα σχολεία
οι
κρύες μεγάλες αίθουσες
μικρή
Ρηνιώ
"Αντιγόνη…παιδί
μου".
Τον
άκουσα που μου μίλησε, μα δεν ήθελα να διακόψω το ποίημα, αυτοί ήταν οι στίχοι
που αγαπούσε πιο πολύ η μαμά.
αχ
να σου γέμιζα την τσέπη καραμέλες
μικρή
Ρηνιώ
με
τα ξυλοπάπουτσα σου"
Γύρισα
να δω τι έκανε. Καθόταν στην ίδια θέση και με κοίταζε μ' ένα βλέμμα που δεν τό
'χα ξαναδεί. Απελπισμένο και ανήσυχο μαζί.
"Καλά
θυμάμαι; Αυτό το βιβλίο διάβαζε η μαμά πριν πεθάνει;"
Πεθάνει
…η Έλενα έχει πεθάνει…εκείνη τη μέρα…απόγευμα ήταν…μαζί είμαστε. Κι η γιαγιά κι
η κυρα Λένη. Μετά μείναμε μόνες μας. Η μαμά στο κρεβάτι. Τα χέρια της
διάφανα…σπασμένες οι φλέβες…
"Μπαμπά…
Ποτέ δεν μου το είπες… Πως ακριβώς πέθανε; Λίγο πριν πεθάνει θυμάμαι πως
μιλάγαμε. Μετά κάτι μου ζήτησε, δεν θυμάμαι…"
Έλα
κοντά μου Αντιγόνη … είσαι δυνατό παιδί Αντιγόνη…φέρε μου το φάρμακο…είναι στο
γραφείο του μπαμπά σου…στο συρτάρι…
"Ένα
φάρμακο μου ζήτησε, τώρα το θυμήθηκα, ένα φάρμακο απ' το συρτάρι σου". "Όχι Αντιγόνη παιδί μου…"
"Και
είπε να μην με δει η κυρα Λένη. Κανείς να μη με δει, είπε. Να γυρίσω
τρέχοντας…".
"Όχι.
Σε παρακαλώ παιδί μου. Όχι…"
Δεν
καταλάβαινα. Όχι…τι όχι; Τον κοίταξα. Και ξαφνικά ένοιωσα σα να με κτύπησε
κεραυνός, το δωμάτιο να γκρεμίζεται, ν' ανοίγει μια καταπακτή μπροστά στα πόδια
μου κι εγώ να πέφτω μέσα, να χάνομαι…
"Χριστέ
μου! Τι ήταν αυτό το φάρμακο; Τι φάρμακο της έδωσα μπαμπά; Γι' αυτό πέθανε; Τη
σκότωσα; Εγώ τη σκότωσα;"
Πήγα
να σηκωθώ, ν' αρπαχτώ από κάπου, ένοιωθα να στροβιλίζομαι με ιλιγγιώδη ταχύτητα
στο κενό. Με πλησίαζε ο πατέρας μου κι είχε ανοιχτή την αγκαλιά του.
"Όχι παιδί
μου, μη σηκώνεσαι. Τώρα θα σου κάνω μια ένεση να κοιμηθείς. Δεν χρειάζεται να
σηκωθείς, τη μητέρα σου τώρα τη φροντίζουν άλλοι".
Τον κοίταξε με
γουρλωμένα μάτια.
"Εννοώ,
την έπλυναν, την ντύνουν…"
"Εγώ την
είχα πλύνει νονέ. Της είχα λούσει και τα μαλλιά".
"Ησύχασε
παιδί μου. Την ετοιμάζουν για το ταξίδι".
Κάθισε πλάι της
στο κρεβάτι, πήγε να της χαϊδέψει τα μαλλιά, μα τράβηξε μετά το χέρι του. Την
κοίταζε κι ήταν τα μάτια του δακρυσμένα.
"Άκουσε με
καλά Ματούλα. Η πάθηση της Ελένης δεν είχε γιατρειά. Η ζωή της ήταν μαρτυρική
κι από 'δω και πέρα θα ήταν αβάστακτη. Ο θάνατος είναι σπλαχνικός σ' αυτές τις
περιπτώσεις. Κατάλαβες παιδί μου; Εσύ δεν φταις. Η μάνα σου είχε κουραστεί πια
να ζει. Λυτρώθηκε η μάνα σου. Κατάλαβες; Μην ακούσεις τι θα σου πούνε. Δεν
φταις εσύ. Εσύ την αγαπούσες".
Έμεινε μαζί της
πολλή ώρα και της μίλαγε. Έκλεισε και την πόρτα για να μη μπει άλλος. Πριν την
ξαναπάρει ο ύπνος κοίταγε τα μάτια του. Τόσα χρόνια και δεν είχε δει το χρώμα
τους πίσω από τα γυαλιά".
***
Είναι μια γκρίζα θάλασσα φουρτουνιασμένη. Όμως, στο βάθος είναι σα ν'
ανοίγει ο καιρός, φαίνεται ένα γαλάζιο κομμάτι ουρανού. Έπεσε κι ο αέρας.
Περπατάω στην παραλία του Κουμ Καπί και μ' αρέσει να νοιώθω τις σταγόνες του
νερού στο πρόσωπο μου. Η παραλία είναι άδεια. Πλησιάζω την τηλεφωνική καμπίνα.
- Αλέξανδρε…Σου τηλεφωνάω απ' το δρόμο. Ακούς τη θάλασσα;
- Αντιγόνη…Που είσαι; Φοβόμουνα ότι δεν έπρεπε να σε περιμένω πια.
- Με περίμενες ωστόσο;
- Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Ο έρωτας είναι σαν τη γρίπη. Κι εγώ τη
γρίπη την περνάω βαριά κι αργώ ν' αναρρώσω.
- Θες ακόμα να με δεις;
- Αντιγόνη!…
- Έρχομαι. Φεύγω μεθαύριο. Με τ' αεροπλάνο. Κατ' ευθείαν στη Ρώμη. Θα
με περιμένεις;
- Αντιγόνη…Λες αλήθεια; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Τι έγινε; Κανένα
θαύμα;
- Αισθάνομαι περίεργα…είναι στιγμές που αισθάνομαι ευτυχισμένη…πιο
συχνά όμως αισθάνομαι απλώς ελεύθερη. Αλλά είμαι καλά. Και θέλω να σε δω.
- Είπες με αεροπλάνο; Δεν έλεγες ότι ήθελες να έρθεις με καράβι, στο
πιο μακρινό λιμάνι της Ιταλίας;
- Θα πάμε μαζί εκεί. Τώρα βιάζομαι να σε δω.
Ψιχάλα ήτανε,
τώρα σταμάτησε. Μ' αρέσει αυτή η υγρή ατμόσφαιρα, μ' αρέσει αυτή η αναμονή της
βροχής. Κάθομαι σ' ένα παγκάκι, βγάζω το γράμμα απ' την τσέπη μου και το
διαβάζω.
"Γεια σου Ηλία. Σου έστειλα το
βιβλίο, μου είπες πως εσύ θα φρόντιζες για την έκδοση του. Ξέρω πως το έχεις
ήδη διαβάσει κι ας μη μου το λες. Τι κρίμα όμως. Εσύ το ήξερες ήδη το τέλος κι
έτσι δεν σε ξάφνιασε όταν το διάβασες
Κι ο πατέρας μου το διάβασε το βιβλίο.
Το διάβασε σε μια μέρα, χωρίς διακοπή. "Ο Ηλίας θα φροντίσει για την
έκδοση", του είπα. "Λέω να το εκδώσω μπαμπά". Κι εκείνος με
κοίταζε δακρυσμένος. Μετά στο έστειλα.
Ξέρεις τι θυμάμαι; Όταν είμαστε μικρές
και τσακωνόμαστε με τη Ρουμπίνη, της έλεγα "εγώ τον Ηλία τον γνωρίζω δυο
χρόνια παραπάνω από σένα". Ήταν το
πιο ισχυρό μου επιχείρημα, έξαλλη γινόταν που είχα πιο πολλά δικαιώματα επάνω
σου.
Σε ξέρω, λοιπόν, απ' τις 18 Γενάρη του
1968. Ήσουνα κι εσύ έξω από την αίθουσα τοκετών, γι' αυτό το λόγο είχες έρθει
χειμωνιάτικα στα Χανιά. Είχες θυμώσει με τη μαμά που δεν ήρθε στην Αθήνα να με
γεννήσει ενώ το ήξερε πως θά 'χε δύσκολο τοκετό. Ο πατέρας μου είπε ότι την
πρώτη μέρα δεν γύρισες καν να με κοιτάξεις. Μου είχες θυμώσει που τη βασάνισα
μέχρι να γεννηθώ; Αλλάζουμε, λοιπόν, την ημερομηνία, γνωριζόμαστε από τις 19
Γενάρη. Την Έλενα την αγαπούσες ακόμη, νομίζω. Σ' αυτό το δικό σου κλειστό
δωμάτιο δεν έχω μπει, νομίζω όμως πως και για σένα ήταν πολύ βαρύ το πένθος.
Θυμάμαι πόσο μου άρεσε να σ' έχω κοντά μου εκείνες τις πρώτες ημέρες, μετά το
θάνατο της μαμάς. Περπατούσαμε πολύ κι εσύ μου πρόσφερες πάντα το μπράτσο σου,
σα νά 'μουνα μεγάλη. Θυμάμαι ακόμα τι λέγαμε σ' εκείνη τη βόλτα που κάναμε μετά
την κηδεία. Για το σχολειό μου λέγαμε. Πως θα τέλειωνα το Δημοτικό χωρίς ποτέ
να αριστεύσω. Και μού 'λεγες πως όταν γεννήθηκα σκεφτόσαστε πόσα διδακτορικά θα
πάρω, όταν πήγα στο Δημοτικό λέγατε, άντε ένα πτυχίο και να δούμε και γι' αυτό,
όταν θα πάω στο Γυμνάσιο τι θα λέτε; Κι εγώ γέλαγα έτσι όπως τά 'λεγες, στη μεγάλη
βόλτα που κάναμε μετά την κηδεία της μητέρας μου δεν μ' άφησες να κλάψω.
Τι ένοιωθες τότε για μένα; Γιατί το
ήξερες, δεν είναι έτσι; Το ήξερες ότι ήμουνα εγώ που της έδωσα το φάρμακο, που
το έφερα και τη βοήθησα να το βάλει στον ορό. Κανείς άλλος δεν το τόλμησε κι ας
πόναγε η μαμά μου, κι ας πόναγε πολύ, μόνον εγώ, που ήμουνα μικρή και που δεν
ήξερα. Ή μήπως ήξερα κι ήταν γι' αυτό που τόσα χρόνια έβλεπα το δωμάτιο που
πέθανε κλειστό; Τώρα το άνοιξα πια. Την πρώτη κιόλας μέρα που έφτασα στο σπίτι.
"Βοήθησε με", έλεγα μετά στον πατέρα μου. "Δεν μπορώ να το
βαστάξω. Γιατί μου το κάνατε αυτό;" Του έλεγα. Ξέρεις τι ήταν αυτό που πιο
πολύ δεν άντεχα; Η συνενοχή τους. Εκείνο το τυλιγμένο πακετάκι στο συρτάρι με
τα φάρμακα, πρόχειρο, μαζί με τ' άλλα φάρμακα της μαμάς. Σαν οπλισμένο
περίστροφο ήταν που κάποιος θα το χρησιμοποιούσε. Τον εκλιπαρούσε, λέει η
μητέρα μου να το χρησιμοποιήσει εκείνος. Μα αυτός δεν το άντεξε. Και τ' άφηνε
εκεί οπλισμένο μέχρι που το πήρα εγώ και το χρησιμοποίησα άθελα μου. Έκλαιγα για
ώρες στην αγκαλιά του, ένοιωθα σα νά 'χε γίνει μια έκρηξη και με είχε
κομματιάσει. Μετά θυμόμουνα ότι εκείνη μου το είχε ζητήσει, τα τελευταία της
λόγια ήταν. Σ' αγαπάω πολύ, μου είχε πει. Εσένα. Πιο πολύ απ' όλους.
Το πρώτο βράδυ χρειάστηκε ο πατέρας να
μου κάνει μια ένεση να ηρεμήσω, σαν το αγρίμι ήμουνα. Κι έπειτα, πέρναγαν οι
μέρες και προσπαθούσα να ξανακτίσω τη ζωή μου, να ξανακτίσω τις μνήμες μου πάνω
σ' αυτή τη γνώση, στην αποκάλυψη αυτής της γνώσης. Μαζί με τον πατέρα μου. Το
κλειστό δωμάτιο είχε μείνει πια ανοιχτό, βάζαμε και λουλούδια στο μπλε βάζο,
ανοίγαμε και την μπαλκονόπορτα ν' αερίζεται, μετά από τόσα χρόνια τι άλλο ν'
αναζητήσουμε, καμιά δική της μυρωδιά δεν είχε μείνει.
Ωστόσο,
μονάχα χθες το βράδυ το ένοιωσα πως ξαναμπήκα αληθινά στο δωμάτιο. Με τον
πατέρα μου ξαναμπήκαμε, καθίσαμε πολύ, μιλήσαμε κι είπαμε όλα όσα δεν είχαμε
πει αυτά τα χρόνια. Μετά εγώ νύσταξα κι έγειρα λίγο στο κρεβάτι της μαμάς, μου
φάνηκε ότι είχε ακόμα τη γούβα από το σώμα της. Ξύπνησα εκεί σκεπασμένη με το
πάπλωμα μου, ο πατέρας με σκέπασε φαίνεται. Ήταν ξημέρωμα. Άνοιξα την
μπαλκονόπορτα και δεν έφυγα, ξαναγύρισα στο κρεβάτι της. Βρήκα αυτά τα
επιστολόχαρτα στο συρτάρι της και είπα να σου γράψω. Μεθαύριο φεύγω για την
Ιταλία. Δεν θα σταματήσω καθόλου στην Αθήνα, μόνο για ν' αλλάξω αεροπλάνο.
Μέχρι τότε θα τα πούμε απ' το τηλέφωνο. Ήθελα όμως να σου γράψω, όπως τότε που
ζούσα ακόμα στα Χανιά και σού 'γραφα ατέλειωτα γράμματα κι εσύ μ' έπαιρνες μετά
στο τηλέφωνο και μου έλεγες "γράφε μου, ό,τι θέλεις, ό,τι σου περνάει απ'
το μυαλό". Άργησα λίγο να στο γράψω αυτό που περίμενες, πως μπήκα
επιτέλους στο κλειστό δωμάτιο. Μα όλον αυτό τον καιρό εσύ το ήξερες πως κάποτε
θα τα κατάφερνα.
Ξέρεις τι σκέφτομαι; Αν σε είχα
γνωρίσει αλλιώς, αν σε είχα γνωρίσει πιο αργά, θα ήμουνα σίγουρα ερωτευμένη
μαζί σου…
Να με
σκέφτεσαι. Αντιγόνη"
Έκλεισα το φάκελο, πήρα ένα γραμματόσημο απ' το περίπτερο και τό
'στειλα. Μετά συνέχισα να περπατάω μέχρι το παλιό λιμάνι, βρήκα ένα μπαρ και
μπήκα μέσα να πιω κάτι να ζεσταθώ. Κοίταζα έξω απ' τη τζαμαρία και σκεφτόμουνα,
μετά, όταν βραδιάσει, θα πάω στην παραλία με τα βράχια, καθάρισε εντελώς ο
ουρανός, έφυγαν τα σύννεφα
τέλος
Η Ελένη
Κοιτάω
απ' το παράθυρο τον κήπο της διπλανής μονοκατοικίας. Αύριο μεθαύριο θα κόψουν
τη λεμονιά, θα ξεπατώσουν τα λουλούδια, θα φύγουν κι οι γάτες που είχαν κάνει
μαιευτήριο την αποθηκούλα. Σήμερα είδα τις μπουλντόζες. Πάει κι αυτή, σκέφτηκα.
Αν ήταν να μείνω σ' αυτό το σπίτι, θα με στεναχωρούσε να δω μια πολυκατοικία
ακόμα να μου κρύβει το φως. Θα μού 'λειπε κι η λεμονιά, αν άπλωνα τα χέρια μου
θά 'κοβα λεμόνια. Κι ο ανθός της με ζάλιζε, άφηνα τα παράθυρα ανοιχτά να μου
μυρίζει.
Μ'
αρέσει να ξαπλώνω στην πολυθρόνα και να σκέπτομαι. Το καινούργιο σπίτι. δεν
είναι μεγάλο μα είναι δώμα και λούζεται στο φως. Η Ρουμπίνη μου το βρήκε, το
άφησε μια φίλη της ηθοποιός γιατί παντρεύεται.
"Η
τελευταία χάρη που σου κάνω", μου είπε. "Φεύγω και να δω σε ποιον θα
κάνεις τη γατούλα και την απροστάτευτη".
"Αφηρημένη είμαι κορίτσι μου. Και μ'
αρέσει. Και βαριέμαι να κάνω σχέδια, προτιμώ να χουζουρεύω. Δεν είμαι ούτε
γατούλα, ούτε απροστάτευτη. Τουναντίον, που θά 'λεγε και η Άννα. Λίγο τρυφηλή
μόνο. Πειράζει; Μια ζωή όλο γωνίες ήμουνα, άσε με να στρογγυλέψω λίγο…"
Η
Ρουμπίνη φεύγει μεθαύριο. Μου λέει πως θα ξαναγυρίσει σε πέντε μήνες και πως
στο μεταξύ θα μου τηλεφωνάει κάθε μέρα. Προς το παρόν δεν ξεκολλάει από κοντά
μου. Σήμερα προθυμοποιήθηκε να μου κατεβάσει απ' το πατάρι το κουτί με τις
παλιές φωτογραφίες Απίστευτο. Συνήθως εγώ ανέβαινα και στο δικό της το πατάρι,
με έπειθε με το ακλόνητο επιχείρημα ότι έχω πιο μακριά χέρια.
Τις
κοιτάω όπως είμαι ξαπλωμένη στην πολυθρόνα, θέλω να βρω αυτές απ' το ταξίδι
στην Ιταλία με τους γονείς μου. Ήμουνα πολύ μικρή τότε, μα όταν ξαναβρέθηκα με
τον Αλέξανδρο σ' αυτά τα μέρη, συνεχώς μου ερχόταν εικόνες, Ειδικά όταν πήγαμε
στη Βενετία. Με τους γονείς μου είχα πάει με το καράβι, αυτό ήταν το πρώτο που
θυμήθηκα όταν κατεβήκαμε με τον Αλέξανδρο απ' το τραίνο.
"Αυτός
είναι ο σωστός τρόπος για να μπει κανείς τη Βενετία. Έτσι δεν λένε;" Μου
είπε εκείνος. "Από τη θάλασσα. Την άλλη φορά έτσι θα έρθουμε. Απ' την
Ελλάδα. Μετά από ένα μακρύ ταξίδι στη θάλασσα".
Έκανε
κρύο εκείνη την ημέρα και είχαμε παγώσει στο καραβάκι. Κάναμε την πιο μακριά
διαδρομή στο νερό, βγήκαμε στη θάλασσα και μπήκαμε μετά στο κανάλι της
Τζουντέκα. Ερωτευμένη στη Βενετία, σκεφτόμουνα και μου φαινόταν ακόμα παράξενο
να είμαι σφιγμένη στην αγκαλιά του Αλέξανδρου κι εκείνος να με έχει τυλίξει με
το κασκόλ του για να μην κρυώνω. Εγώ που ένοιωθα αμήχανα κάθε φορά που με
αγκάλιαζε ο Στάθης μπροστά σε κόσμο, με τον Αλέξανδρο δεν έφευγα απ' την
αγκαλιά του. Μ' άρεσε να περπατάμε αγκαλιασμένοι, μαζί του δεν ένοιωθα το
κόμπλεξ της ψηλής. Όπως είναι ψηλός κι αυτός ένοιωθα πρώτη φορά στη ζωή μου να
μικραίνω δίπλα του, να γίνομαι μαλακή και στρογγυλή, σφιγμένη στο ψηλό γωνιώδες
σώμα του.
Βρήκα
τη φωτογραφία που γύρευα. Σε μια γέφυρα είμαστε με τη μαμά, δεν αναγνωρίζω σε
ποιο κανάλι, σε κάποιο μικρό πρέπει νά 'ναι. Και τρώμε παγωτό. Μας φώναξε,
φαίνεται, ο μπαμπάς και γυρίσαμε ξαφνιασμένες. Η μαμά με το παγωτό κοντά στο
στόμα κι εγώ μ' ένα ύφος γκρινιάρικο. Με πονούσε το πόδι μου εκείνη την ημέρα
και γκρίνιαζα, ήθελα να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο. Αλλά η μαμά ήταν ευτυχισμένη
σαν παιδί, έτσι φαινόμαστε στη φωτογραφία.
-
Αντιγόνη! Κορίτσι μου αγαπημένο! Επιτέλους σε βρίσκω. Το παράκανες. Πόσο
έμεινες στην Ιταλία; Πάνω από μισό χρόνο.
-
Στάθη! Μη μου πεις ότι είσαι στην Αθήνα;
-
Ναι. Προχθές ήρθα να ψάξω για σπίτι. Θά 'ρθουμε σε δυο μήνες οριστικά. Κι οι
τρεις.
-
Είναι πάντα όμορφος ο Ιωνάς;
-
Είναι πανέμορφος, δεν μου μοιάζει καθόλου.
-
Χαζομπαμπά! Τελικά τον έβγαλες Ιωνά. Δεν το πίστευα ότι θα τό 'κανες. Παραλίγο
νά 'ρθω από τη Ρώμη στο Λονδίνο μόνον για να τον δω.
-
Γιατί δεν ήρθες λοιπόν; Τι περίμενες;
Μ'
έπνιγε η συγκίνηση. Θά 'θελα νά 'μαι κοντά του όταν του το πω, αλλά δεν άντεχα
και να περιμένω. Πήρα μια βαθιά αναπνοή για να μπορέσω να ελέγξω τη φωνή μου,
μην ακουστεί πιο συγκινημένη απ' ό,τι θά 'θελα.
-
Την Ελένη περιμένω. Την κόρη μου. Θά 'ρθει σε λίγους μήνες. Είμαι έγκυος Στάθη.
Κι είμαι σίγουρη ότι έμεινα έγκυος στη Βενετία, δεν μπορεί να έγινε αλλιώς.
Είπε
πέσει πια ο ήλιος, σε λίγο μπορεί να δρόσιζε λίγο, τέλειωσε ο Αύγουστος και δεν
λέει να δροσίσει.. Δεν την αντέχω πια τη ζέστη στην Αθήνα, όταν μετακομίσω και
φύγει κι η Ρουμπίνη, θα πάω στα Χανιά. Και το χειμώνα εκεί θα ξαναγυρίσω για να
γεννήσω την κόρη μου. Έλενα, Λενιώ. Εκεί που γέννησε εμένα η μάνα μου κι η κυρά
Λένη τη Ματούλα. Και τ' άλλα καλοκαίρια θα την πηγαίνω ν' ακούει τη θάλασσα που
σπάει στα βράχια και να γελάει. Θα μεγαλώνει, θα την κρατάω απ' το χέρι και θα
κοιτάμε τη θάλασσα. Άσε με να δω τι έχει εκεί κάτω, να μου λέει και ν'
αστράφτουν τα ματάκια της απ' την ανυπομονησία. Θάλασσα και βράχια έχει Λενιώ
μου. Τίποτ' άλλο. Όταν τραβιέται η θάλασσα φαίνονται τα βράχια. Κι έπειτα πάλι
η θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου