Αριστοτέλης Νικολαΐδης
[Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του δεύτερου μέρους του άρθρου:
Νικολαΐδης, Α. (2009, υπό έκδοση) Mέσα μαζικής επικοινωνίας και χουλιγκανισμός: Προς μια θεωρητική (ανα)σύνθεση, στο Δοκιμές, Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών, 15-16]
Οι αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού στα μέσα μαζικής επικοινωνίας αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο ανάλυσης κλασσικών όσο και σύγχρονων μελετών.[i] Σε πρόσφατη ωστόσο βιβλιογραφική επισκόπηση από την Poulton[ii] υποστηρίζεται ότι το ερευνητικό ενδιαφέρον για το εν λόγω ζήτημα δεν έχει εξαντληθεί. Κατά δεύτερο λόγο, η ανάλυση της περίπτωσης του χουλιγκανισμού στη Βρετανία συνιστά ένα ευρύ και γόνιμο πλαίσιο μελέτης.[iii] Μεταξύ των κύριων τάσεων, οι μαρξιστικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του 1970 συνέδεσαν την ερμηνεία του ζητήματος με μορφές αντίδρασης οπαδών/μελών της εργατικής τάξης στις διαδικασίες μετατροπής του ποδοσφαίρου σε επιχείρηση και θέαμα[iv]. Την ίδια περίοδο παρουσιάζεται η θεώρηση του χουλιγκανισμού ως μορφή επιθετικής τελετουργίας (ritual) που διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και ρόλους[v]. Στη δεκαετία του 1980 αναδεικνύεται η μορφολογική (figurational) προσέγγιση, κατά την οποία ο χουλιγκανισμός αποτελεί έκφραση μορφών ανδρικής επιθετικότητας που συναντώνται στα λεγόμενα «σκληρά» τμήματα της εργατικής τάξης.[vi] Στη δεκαετία του 1990 αναπτύσσονται εθνογραφικές μελέτες,[vii] στο πλαίσιο των οποίων θεωρείται ότι οι ανταγωνισμοί μεταξύ των οπαδών αποσκοπούν στην απόκτηση ή την διατήρηση κύρους στο πλαίσιο των δικτύων τους.[viii] Στο πλαίσιο των παραπάνω προσεγγίσεων περιλαμβάνονται αναφορές στη δημοσιογραφική κάλυψη του χουλιγκανισμού,[ix] χωρίς ωστόσο το συγκεκριμένο θέμα να αποτελεί κύριο αναλυτικό τους άξονα και χωρίς κατά κανόνα να συνδέεται με το ευρύτερο πεδίο θεωρίας και έρευνας των μέσων μαζικής επικοινωνίας [...]
Στο κλασσικό άρθρο του Hall[x] υποστηρίζεται ότι ο τύπος έχει ενεργητικό ρόλο στη παραγωγή των κοινωνικά παραδεκτών ορισμών και ερμηνειών του χουλιγκανισμού μέσω των διαδικασιών και των κριτηρίων επιλογής και παρουσίασης των ειδήσεων. Οι δημοσιογραφικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού διακρίνονται από στοιχεία έντασης και εντυπωσιασμού, απλουστεύουν ή/και παρακάμπτουν τα βαθύτερα αίτια της βίας και στιγματίζουν τους φορείς της κατά κύριο λόγο αποδίδοντας τους μη έλλογα χαρακτηριστικά. Υπό αυτό το πρίσμα υποστηρίζεται ότι ο τύπος συνεισφέρει στη δημιουργία δημόσιας ανησυχίας και τη συνακόλουθη ενδυνάμωση του κοινωνικού ελέγχου και συμβάλλει στη διαδικασία ενίσχυσης της παρέκκλισης (deviance amplification spiral).[xi]
Οι δημοσιογραφικές πρακτικές απαξίωσης και στιγματισμού των οπαδών και η συμβολή του τύπου στην καλλιέργια ηθικού πανικού και την υποστήριξη αυστηρότερων μέτρων ελέγχου και τιμωρίας αποτελούν κύριους άξονες της ανάλυσης του Whannel[xii], ο οποίος αναφέρεται στην οπτική του Hall και το ευρύτερο έργο του Κέντρου για τις Σύγχρονές Πολιτισμικές Σπουδές του Πανεπιστημίου του Birmingham. Σύμφωνα με τον Whannel, η κατασκευή της εικόνας του χούλιγκαν ως παρεκκλίνοντος υποκειμένου στα μέσα μαζικής επικοινωνίας οδήγησε στον προσδιορισμό / στιγματισμό (labelling) της υποπολιτισμικής ομάδας των οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων συλλήβδην ως ταραχοποιών. Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός συλλογικού αντικειμένου ελέγχου ανεξάρτητα από την ύπαρξη συγκεκριμένων παραβιάσεων του νόμου.[xiii] Οι μεταγενέστερες αναλύσεις των Hargreaves[xiv] και Poulton[xv] αναφέρονται επίσης στις οπτικές των Hall και Whannel υποστηρίζοντας αντίστοιχες θέσεις. Στη περίπτωση της Poulton, εξετάζονται οι αναπαραστάσεις της συμπεριφοράς άγγλων οπαδών κατά το Παγκόσμιο κύπελλο του 1998 και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Euro 2000 και υποστηρίζεται ότι οι άξονες του δημοσιογραφικού λόγου που επισήμανε ο Hall στα τέλη της δεκαετίας του 70 εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κάλυψη του χουλιγκανισμού.[xvi]
Ο Hall[xvii] υποστηρίζει ότι η περίπτωση του χουλιγκανισμού συνδέεται με τον κύκλο ηθικών πανικών που ανέκυψε στη μεταπολεμική βρετανική κοινωνία με αντικείμενο την κοινωνική συμπεριφορά ή/και επιθετικότητα νέων προερχόμενων κυρίως από την εργατική τάξη. Κατά δεύτερο λόγο, επισημαίνει ότι η κοινωνική αντίδραση στον χουλιγκανισμό αποτέλεσε μέρος της συγκρότησης μιας αυταρχικού τύπου κοινωνικής συναίνεσης την δεκαετία του 1970 με κεντρικό ιδεολογικό άξονα την υποστήριξη του «νόμου και της τάξης».[xviii] Όπως υποστηρίζει ο Hargreaves,[xix] ο χουλιγκανισμός αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα σύνδεσης του αθλητισμού με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα στο περιεχόμενο των μέσων. Η δημοσιογραφική διαχείριση του χουλιγκανισμού αντιστοιχεί πλήρως με τον τρόπο αναπαράστασης της παρέκκλισης, του έγκληματος και της έννομης τάξης με βάση τη συναινετική θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η εικόνα του χούλιγκαν ανήκει στην κατηγορία των «λαϊκών δαιμόνων» (folk devils), όπως οι φορείς επιθέσεων στο δρόμο με σκοπό τη ληστεία (muggers), οι χρήστες ναρκωτικών, οι απεργοί και οι διαδηλωτές[xx]. Κατά συνέπεια, η ανάλυση των δημοσιογραφικών αναπαραστάσεων του χουλιγκανισμού συνδέεται με το ευρύτερο πεδίο μελέτης του ρόλου των μέσων μαζικής επικοινωνίας σε εκστρατείες ηθικών πανικών[xxi] και την απονομιμοποίηση μορφών πολιτικής δραστηριότητας και διαμαρτυρίας.[xxii]
Ως προς το ρόλο και την επιρροή των πηγών στη διαμόρφωση της ειδησεογραφίας, οι Hall et al. υποστηρίζουν ότι φορείς πρωταρχικού προσδιορισμού (primary definers), όπως οι κάτοχοι θεσμικής θέσης και ισχύος ή/και αντιπροσωπευτικού κύρους και οι φορείς ειδικής γνώσης, διαθέτουν μεγαλύτερη και συστηματικά δομημένη πρόσβαση στα μέσα και σε αυτή τη βάση οι οπτικές τους οριοθετούν το ερμηνευτικό πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας. Παρά την ενδεχόμενη ύπαρξη αντιθέσεων και αντιφάσεων μεταξύ διαφορετικών φορέων πρωταρχικού προσδιορισμού ή/και μεταξύ αυτών και των μέσων, η επικρατούσα τάση των τελευταίων είναι να αναπαράγουν τους ιδεολογικά κυρίαρχους ορισμούς.[xxiii] Στην περίπτωση του χουλιγκανισμού, ο Hall[xxiv] υποστηρίζει ότι ο τύπος αποτελεί πηγή εντυπώσεων, ορισμών και ερμηνειών που εμφανίζονται με δύο τρόπους: υπό μορφή ρεπορτάζ ή/και σχολίων των αθλητικών συντακτών και υπό μορφή παράθεσης του λόγου δημόσιων φορέων. Σε αυτή τη βάση ο τύπος μπορεί να αποτελεί φορέα πρωταρχικού προσδιορισμού ή να συνεισφέρει στο δημόσιο ορισμό ενός κοινωνικού προβλήματος μεταφέροντας και αναδεικνύοντας τους ορισμούς επίσημων πηγών.[xxv] Κατά τον Whannel,[xxvi] ο δημοσιογραφικός λόγος για το χουλιγκανισμό βασίζεται σε επίσημες πηγές όπως είναι οι εκπρόσωποι ποδοσφαιρικών ομάδων και αθλητικών διοργανώσεων, αστυνομικοί και δικαστικοί παράγοντες, κυβερνητικοί και πολιτικοί φορείς, καθώς και παραγόντες των μέσων μεταφοράς που έρχονται σε επαφή με οργανωμένους οπαδούς. [xxvii]
Μεταξύ των κύριων χαρακτηριστικών των δημοσιογραφικών αναπαραστάσεων της παρέκκλισης είναι ο στιγματισμός κοινωνικών συμπεριφορών και ομάδων ως μειοψηφικών.[xxviii] Στην περίπτωση του χουλιγκανισμού, οι φορείς της βίας νοηματοδοτούνται ως μια μειοψηφία ταραχοποιών σε αντίστιξη με την πλειοψηφία των «γνήσιων» φιλάθλων.[xxix] Οι ορισμοί των χούλιγκανς ωστόσο συνδέονται επίσης με την γενικότερη ανάπτυξη του ποδοσφαίρου και τη μετατροπή του σε επιχείρηση και μορφή ψυχαγωγίας[xxx], εξέλιξη η οποία οδήγησε σε αντίστοιχη αλλαγή της δημόσιας εικόνας του και τον επαναπροσδιορισμό του κοινού του.
Σύμφωνα με τον Clarke,[xxxi] η βία αποτελεί το πιο ορατό μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους θέασης του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για τη μετάβαση από την πρόσληψη του ποδοσφαίρου ως κοινωνικού γεγονότος, και τη συνακόλουθη παράδοση συλλογικής και συμμετοχικής υποστήριξης των ομάδων από τους οπαδούς τους, στο ιδεατό μοντέλο του παθητικού καταναλωτή του ποδοσφαιρικού θεάματος/προϊόντος, και κατά συνέπεια για τη διάκριση μεταξύ άτυπων και επίσημων νοηματοδοτήσεων του ποδοσφαίρου και του τρόπου παρακολούθησης του. Οι Clarke[xxxii] και Whannel[xxxiii] υποστηρίζουν ότι υπό το πρίσμα των επίσημων ορισμών η άνοδος του χουλιγκανισμού εξισώθηκε με τη μείωση της προσέλευσης σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και θεωρήθηκε πως απομάκρυνε το οικογενειακό κοινό, το οποίο αποτελεί συνώνυμο των καταναλωτών των μεσαίων τάξεων.[xxxiv] Όπως υποστηρίζει ο Whannel, ο δημοσιογραφικός λόγος, βασιζόμενος στις οπτικές επίσημων αθλητικών πηγών, υποστήριξε την ανάγκη αντιμετώπισης των χούλιγκανς και βελτίωσης του ποδοσφαιρικού προϊόντος με σκοπό την προσέλκυση του νέου μοντέλου φιλάθλου/καταναλωτή, και υπό αυτό το πρίσμα συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό του κοινού του ποδοσφαίρου.[xxxv]
Στο πλαίσιο της μελέτης των αναπαραστάσεων της παρέκκλισης υποστηρίζεται ότι το «εθνικό συμφέρον» (national interest) αποτελεί κεντρικό ιδεολογικό άξονα της πολιτικής της συναίνεσης.[xxxvi] Στην περίπτωση του χουλιγκανισμού ωστόσο παρουσιάζεται η ιδιαιτερότητα ο δημοσιογραφικός λόγος να εστιάζει επίσης στη σημασία του διεθνούς κύρους του έθνους-κράτους, το οποίο παρουσιάζεται να πλήττεται από τις εικόνες βίας των οπαδών. Η ανάλυση των Dunning, Murphy & Williams περιλαμβάνει αναφορές σε δημοσιογραφικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού στην Βρετανία ως δυνητική απειλή για το κύρος της χώρας στο εξωτερικό ενόψει της διοργάνωσης του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου του 1966.[xxxvii] Νεότερες μελέτες αναφέρονται σε αναπαραστάσεις του έθνους ως διασυρόμενου και ταπεινωμένου, οι οποίες αποτελούν μέρος της δημοσιογραφικής κάλυψης της βίαιης συμπεριφοράς οπαδών εθνικών ομάδων στο πλαίσιο διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων.[xxxviii] Κατά το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Euro 2000 στο Βέλγιο και την Ολλανδία, ο αγγλικός τύπος κάλυψε τη περίπτωση επεισοδίων άγγλων οπαδών υπό όρους εθνικής ντροπής και κυβερνητικής ευθύνης. Οι εν λόγω αναπαραστάσεις εντάθηκαν περαιτέρω εξαιτίας της προειδοποίησης της UEFA περί ενδεχόμενου αποκλεισμού της εθνικής ομάδας της Αγγλίας και της προτροπής της προς την Βρετανική κυβέρνηση να εμποδίσει τη μετάβαση άγγλων οπαδών στο εξωτερικό. [xxxix]
Υπό αυτό το πρίσμα, η δημοσιογραφική συγκρότηση του έθνους και της εθνικής ταυτότητας με άξονα τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομάδες αποτελεί επίσης πλαίσιο προσδιορισμού και στιγματισμού των βίαιων οπαδών. Με βάση τις αναλύσεις των Anderson και Billig σχετικά με το έθνος και τον εθνικισμό[xl], οι Bishop & Jaworsky εξετάζουν την περίπτωση του αγώνα μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας στο Euro 2000 και υποστηρίζουν ότι ο αγγλικός τύπος κατασκευάζει το έθνος ως ένα ομοιογενές συλλογικό υποκείμενο μέσω των στρατηγικών του διαχωρισμού, που συνιστά μορφή εξωτερικών (international) διάκρισεων μεταξύ των ιδεατών «εμείς» και «αυτοί», της διαμάχης, που εκφράζεται μέσω μιλιταριστικών μορφών λόγου, και της τυποποίησης, που βασίζεται στη χρήση εθνικών στερεοτύπων.[xli] Εντός αυτού του πλαισίου, οι βίαιοι οπαδοί αποτελούν αντικείμενο στρατηγικών ετεροποίησης (othering) στο περιεχόμενο του τύπου, με αποτέλεσμα να προσδιορίζονται ως ευρισκόμενοι εκτός των ορίων της παρουσιαζόμενης ως ενιαίας και ομοιογενούς εθνικής οντότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δημοσιογραφικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού αναπαράγουν και υποστηρίζουν μορφές εσωτερικών (intranational) διακρίσεων της εθνικής συλλογικότητας και συνιστούν επίσης προβολή κανονιστικού λόγου σχετικά με την ιδιότητα μέλους σε αυτήν.[xlii]
[i] Τ. Crabbe, “The public gets what the public wants: England football fans, truth claims and mediated realities”, στο International Review for the Sociology of Sport, 38(4), 2003, R. Giulianotti & G. Armstrong, “Ungentlemanly conduct: Football hooligans, the media and the construction of notoriety”, στο Football Studies, 1(2), 1998, S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, στο R. Ingham & S. Hall, J. Clarke, P. Marsh, J. Donovan, ‘Football hooliganism’: The wider context, Inter-Action Inprint, London, 1978, P. Murphy, E. Dunning & J. Williams, “Soccer crowd disorder and the press: Processes of amplification and de-amplification in historical perspective”, στο Theory, Culture & Society, 5(3), 1988, E. Poulton, “New fans, new flag, new England? Changing news values in the English press coverage of World Cup 2002”, στο Football Studies, 6(1), 2003, E. Poulton, “English media representation of football-related disorder: ‘Brutal, short-hand and simplifying’?”, στο Sport in Society, 8(1), 2005, M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000: How “handbags at 20 paces” was portrayed as a full-scale riot”, στο International Review for the Sociology of Sport, 36(4), 2001, G. Whannel, “Football, crowd behavior and the press”, στο Media, Culture & Society, 1(4), 1979. Βλέπε επίσης σχετική επισκόπηση στο G. Carnibella, A. Fox, K. Fox, J. McCann, J. Marsh & P. Marsh, Football violence in Europe, Social Issues Research Centre, Oxford, 1996, σσ. 36-37, 85-94. Οι παραπάνω εργασίες αναφέρονται στα ειδησεογραφικά μέσα· για τις ευρύτερες πολιτισμικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού βλέπε E. Poulton, “ ‘Lights, camera, aggro!’: Readings of ‘celluloid hooliganism’ ”, στο Sport in Society 9(3), 2006, E. Poulton, “ ‘Fantasy football hooliganism’ in popular media”, στο Media, Culture & Society, 29(1), 2007.
[xii] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π..
[xiii] Ως προς το ζήτημα των υποπολιτισμών, βλέπε την κλασσική ανάλυση των J. Clarke, S. Hall, T. Jefferson & B. Roberts, “Subcultures, cultures and class”, στο S. Hall & T. Jefferson, Resistance through rituals, Routledge, London, 1976, και ως προς τη σημασία του στην περίπτωση του χουλιγκανισμού βλέπε Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism, ό.π., σσ. 157-183, I. Taylor, “Class, violence and sport”, ό.π., σσ. 55-60, I. Taylor, “On the sports violence question”, ό.π., σσ. 166-168.
[xiv] J. Hargreaves, Sport, power and culture: A social and historical analysis of popular sports in Britain, Polity, Cambridge, 1986, σσ. 147-149.
[xvii] S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π., σσ. 34-36.
[xviii] Βλέπε επίσης S. Hall, C. Critcher, T. Jefferson, J. Clarke & B. Roberts, Policing the crisis: Mugging, the state and law and order, Macmillan, London, 1978. Οι Dunning, Murphy & Williams (“Spectator violence at football matches”, ό.π., σσ. 251-252) εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς την ανάλυση του Hall (“The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π.), η θεώρηση τους ωστόσο ότι είναι περισσότερο κατάλληλη ως ερμηνεία της ανάπτυξης δημόσιας ανησυχίας σχετικά με τον χουλιγκανισμό, παρά ως ερμηνεία του χουλιγκανισμού αυτού καθ’ εαυτού, συνιστά έμμεση αναγνώριση της σημασίας της. Κριτική προβάλλεται επίσης από τον Armstrong (Football hooligans, ό.π., σσ. 310-312, βλέπε επίσης G. Armstrong & R. Harris “Football hooligans”, ό.π., σσ. 428-429, 448-449) στην προσέγγιση των Hall et al. (Policing the crisis, ό.π.), η οποία ωστόσο αφορά την εκδοχή της κατά τον ίδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Hall et al. εμφανίζονται κατά εξόφθαλμα ανακριβή τρόπο να πρεσβεύουν την άποψη ότι υφίσταται «συνομωσία» μεταξύ αστυνομίας, μέσων μαζικής επικοινωνίας, κυβέρνησης και καπιταλισμού (G. Armstrong, Football hooligans, ό.π., σ. 311). Για μια εκτενέστερη και περισσότερο θετική επισκόπηση της προσέγγισης του Hall, βλέπε I. Taylor “Class, violence and sport”, ό.π., σσ. 75-86, “On the sports violence question”, ό.π., σσ. 180-188.
[xix] J. Hargreaves, Sport, power and culture, ό.π., σσ. 147-149.
[xx] Βλέπε επίσης B. Yarar, “Hegemonic struggle, the state and popular culture: The case of football in Turkey”, στο European Journal of Cultural Studies, 8(2), σ. 210, όπου υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο των στρατηγικών πειθάρχησης των οπαδών στη Τουρκία τη δεκαετία του 1980, ο τύπος προέβει στο στιγματισμό εκείνων που συνδέονται με τη βία ως «αναρχικών» και επισημαίνεται ότι πρόκειται για όρο που είχε χρησιμοποιηθεί από στρατιωτικούς και βουλευτές ως μορφή στιγματισμού νέων που συμμετείχαν σε πολιτικά κινήματα.
[xxi] S. Cohen, Folk Devils and Moral Panics: The Creation of the Mods and Rockers, Third edition, Martin Robertson, Oxford, 1972/2002, C. Critcher, Moral Panics and the Media, Open University Press, Maidenhead, 2003, C. Critcher (επιμ.), Critical Readings: Moral Panics and the Media, Open University Press, Maidenhead, 2006, D. Garland, “On the concept of the moral panic”, στο Crime, Media, Society, 4(1), 2008, P. Golding & S. Middleton, Images of Welfare, Martin Robertson, Oxford, 1982, S. Hall et al., Policing the crisis, ό.π., J. Young, Jock (1971) The Drug Takers: Τhe Social Meaning of Drug Use, Paladin, London, 1971, J. Young, “The myth of drug takers in the mass media”, στο S. Cohen & J. Young (επιμ.), The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, Constable, London, 1981.
[xxii] Glasgow University Media Group, Bad news, Routledge & Keegan Paul, London, 1976, T. Gitlin, The whole world is watching: Mass media in the making and unmaking of the New Left, University of California Press Berkeley, 1980, R. A. Hackett & Y. Zhao (1994) “Challenging a master narrative: Peace protest and opinion/editorial discourse in the US press during the Gulf War”, Discourse and Society, 54(4), 1994, S. Hall, “Deviance, politics and the media”, στο P. Rock & M. McIntosh (επιμ.), Deviance and social control, London: Tavistock, 1973, J. D. Halloran, P. Elliott & G. Murdock, Demonstrations and communication: A case study, Penguin, Harmondsworth, 1970, D. Morley, “Industrial conflict and the media”, στο S. Cohen & J. Young (επιμ.), The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, Constable, London, 1981, G. Murdock, “Political deviance: The press presentation of a militant mass demonstration”, στο S. Cohen & J. Young (επιμ.), The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, Constable, London, 1981, G. Murdock, “Reporting the riots: Images and impact”, στο J. Benyon (επιμ.), Scarman and after: Essays reflecting on Lord Scarman's report, the riots and their aftermath, Pergamon, Oxford, 1984, C. Murray, K. Parry, P. Robinson & P. Goddard, “Reporting dissent in wartime: British press, the anti-war movement and the 2003 Iraq war, European Journal of Communication, 23(1), 2008. Ως προς τις μελέτες των ηθικών πανικών και των αναπαραστάσεων απεργιών και πολιτικών κινητοποιήσεων, βλέπε επίσης σχετική επισκόπηση στο A. Νικολαΐδης, “Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995”, στο A. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες φυλακής, Πατάκης, Αθήνα, σσ. 268-273.
[xxiii] S. Hall et al., Policing the crisis, ό.π., σσ. 57-66. Ως προς κριτικές αυτής τη θέσης, βλέπε ιδιαίτερα A. Anderson, “Source-Media Relations: the Production of the Environmental Agenda”, στο A. Hansen (επιμ.), The Mass Media and Environmental Issues, Leicester University Press, Leicester, 1993, D. Miller, “Official sources and ‘primary definition’: the case of Northern Ireland”, στο Media, Culture and Society, 15 (3), 1993, P. Schlesinger, “Rethinking the sociology of journalism: Source strategies and the limits of media-centrism”, στο M. Ferguson (επιμ.), Public communication: the new imperatives, Future directions for media research, Sage, London, 1990, και το ευρύτερο αναλυτικό πλαίσιο στο P. Manning, News and News Sources: A Critical Introduction, Sage, London, 2000.
[xxiv] S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π., σ. 16.
[xxv] Βλέπε επίσης E. Poulton, “English media representation of football-related disorder”, ό.π., σ. 31.
[xxvi] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σ. 332.
[xxvii] Βλέπε επίσης J. Hargreaves, Sport, power and culture, ό.π., σ. 148.
[xxviii] Βλέπε ιδιαίτερα S. Hall, “Deviance, politics and the media”, ό.π., D. Morley, “Industrial conflict and the media”, ό.π..
[xxix] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’: Nationalism and the hegemony of homogeneity in the British press reportage of Germany versus England during Euro 2000”, στο Discourse and Society, 14(3), 2003, σσ. 262, 266, J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., σ. 59, S. Inthorn, “The death of the Hun? National identity and German press coverage of the 1998 football World Cup”, στο European Journal of Cultural Studies, 5(1), 2002, σσ. 54-55, I. Taylor, “Soccer consciousness and soccer hooliganism”, ό.π., σ. 163, G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σ. 332.
[xxx] Για τις διαδικασίες αυτής της μετατροπής και τη σημασία τους για την ανάλυση του χουλιγκανισμού, βλέπε J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., I. Taylor, “Football mad”, ό.π., I. Taylor, “Soccer consciousness and soccer hooliganism”, ό.π., I. Taylor, “Class, violence and sport” ό.π., I. Taylor, “On the sports violence question”, ό.π..
[xxxi] J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., σσ. 55-57.
[xxxii] J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., σ. 58.
[xxxiii] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σσ. 338-340.
[xxxiv] Στο πλαίσιο ανάλυσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και του ποδοσφαίρου στη Τουρκία τη δεκαετία του 1980, η Yarar (“Hegemonic struggle, the state and popular culture”, ό.π., σ. 210) αναφέρεται επίσης στη σύνδεση μεταξύ της επιδίωξης απομάκρυνσης των «επικίνδυνων» οπαδών και της μετατροπής του ποδοσφαίρου σε ψυχαγωγική δραστηριότητα των μεσαίων τάξεων.
[xxxv] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σσ. 340-342.
[xxxvi] Βλέπε τις παραδειγματικές μελέτες των S. Hall, “Deviance, politics and the media”, ό.π., και G. Murdock, “Political deviance”, ό.π., και σχετική ανάλυση στο A. Νικολαΐδης, “Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή”, ό.π., σσ. 269-270.
[xxxvii] Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, “Spectator violence at football matches”, ό.π., σσ. 263-264, Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism, ό.π.. σσ. 141, 148-151, 155, P. Murphy, E. Dunning & J. Williams, “Soccer crowd disorder and the press”, ό.π., σσ. 664-667.
[xxxviii] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 257-266, S. Inthorn, “The death of the Hun?”, ό.π., σσ. 54-57, E. Poulton, “English media representation of football-related disorder”, ό.π., σσ. 33-37, M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000”, ό.π., σσ. 412-415. Οι μελέτες των Bishop & Jaworsky και Inthorn έχουν ως κύριο αντικείμενο τις αναπαραστάσεις του έθνους και της εθνικής ταυτότητας στα πλαίσια της κάλυψης ποδοσφαιρικών αγώνων εθνικών ομάδων. Για το ίδιο ζήτημα βλέπε επίσης P. Alabarces, A. Tomlinson & C. Young, “Argentina versus England at the France ’98 World Cup: Narratives of nation and the mythologizing of the popular”, στο Media, Culture & Society, 23(5), 2001, R. Boyle & C. Monteiro, “ ‘A small country with a big ambition’: Representations of Portugal and England in Euro 2004 British and Portuguese newspaper coverage”, στο European Journal of Communication, 20(2), 2005, J. Garland, (2004) “The same old story? Englishness, the tabloid press and the 2002 Football World Cup”, στο Leisure Studies, 23(1), 2004, J. Garland & M. Rowe, “War minus the shooting? Jingoism, the English press and Euro 96”, στο Journal of Sport & Social Issues, 23(1), 1999, J. Maguire, E. Poulton & C. Possamai, “The war of the words? Identity politics in Anglo-German press coverage of Euro 96”, στο European Journal of Communication, 14(1), 1999, E. Poulton, “New fans, new flag, new England?”, ό.π., E. Poulton, “Mediated patriot games: The construction and representation of national identities in the British television production of Euro ’96”, στο International Review for the Sociology of Sport, 39(4), 2004, A. Tudor, “Them and us: Story and stereotype in TV World Cup coverage”, στο European Journal of Communication, 7(3), 1992, S. Wagg, “Playing the past: The media and the England football team”, στο J. Williams & S. Wagg (επιμ.), British football and social change: Getting into Europe, Leicester University Press, Leicester, 1991. Ως προς την ευρύτερη σημασία του αθλητισμού στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, βλέπε J. Hargreaves, Sport, power and culture, ό.π., σσ. 154-160, 216, 219-220. Για την ελληνική περίπτωση, βλέπε R. Tzanelli, “ ‘Impossible is a fact’: Greek nationalism and international recognition in Euro 2004”, στο Media, Culture and Society, 28(4), 2006, Γ. Γκολφινόπουλος, “Έλληνας ποτέ…”: Αλβανοί και ελληνικός τύπος τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2007.
[xxxix] Βλέπε H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 257-261. Στην περίπτωση της Poulton (“English media representation of football-related disorder”, ό.π., σσ. 35-37), το εν λόγω ζήτημα προσεγγίζεται ως περίπτωση ηθικού πανικού. Βλέπε επίσης Τ. Crabbe, “The public gets what the public wants”, ό.π., σσ. 416-417 και M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000”, ό.π..
[xl] Β. Anderson, Imagined communities: Reflections on the origin and spread of nationalism, Verso, London, 1983, Μ. Billig, Banal nationalism, Sage, London, 1995. Ως προς το πεδίο μελέτης του έθνους και του εθνικισμού, η ανάλυση των αναπαραστάσεων του χουλιγκανισμού στον ελληνικό τύπο αναφέρεται επίσης στους E. Gellner, Nations and nationalism, Blackwell, Oxford, 1983, E. J. Hobsbawm, “Ιntroduction: Inventing traditions”, στο E. J. Hobsbawm & T. O. Ranger (επιμ.) The invention of tradition, Cambridge University Press, Cambridge, 1983, E. J. Hobsbawm, “Mass producing traditions: Europe, 1870-1914”, στο E. J. Hobsbawm & T. O. Ranger (επιμ.) The invention of tradition, Cambridge University Press, Cambridge, 1983, E. J. Hobsbawm, Nations and nationalism since 1780: Programme, myth, reality, Second edition, Cambridge University Press, Cambridge, 1990.
[xli] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 250-257.
[xlii] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 261-267.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου