Στις 10 Δεκεμβρίου 2008, όταν ολόκληρη η χώρα συγκλονιζόταν από τις αντιδράσεις της νεολαίας (και όχι μόνο) για το φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και για το χειρισμό του από την πολιτική, δικαστική και αστυνομική εξουσία, η εφημερίδα της Λάρισας Ελευθερία κυκλοφορούσε με τον οξύμωρο πρωτοσέλιδο τίτλο: «Προληπτική Καταστολή!»[1]. Αναφερόταν στις ενέργειες οργανωμένων ομάδων εμπόρων και λαρισαίων δημοτών (πολλοί από τους οποίους έφεραν ξύλα, καδρόνια και λοστούς) που το προηγούμενο βράδυ, αναλαμβάνοντας το ρόλο της αστυνομίας ή συμπληρώνοντάς τον, παρεμπόδισαν μια ομάδα νεαρών να προβεί σε βανδαλισμούς και καταστροφές στο κέντρο της πόλης. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος (η ομάδα των νεαρών τράπηκε σε φυγή, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις συλλήψεων νεαρών από έμπορους και δημότες), η εικόνα εκείνο το βράδυ ήταν ενός όχλου που με τη βία επιβάλλει τη θέλησή του.
Ξαναδιαβάζοντας τον τίτλο του πρωτοσέλιδου, σκέφτηκα ότι κάποιοι συγχέουν επικίνδυνα τις έννοιες της πρόληψης και της καταστολής. Η λέξη «πρόληψη», για φαινόμενα που άπτονται του εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, άρχισε να εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα στο δημόσιο διάλογο της πόλης μερικούς μήνες πριν, λόγω συγκεκριμένης αφορμής. Στις 22 Αυγούστου 2008, πάλι σε πρωτοσέλιδο της ίδιας εφημερίδας, δημοσιεύθηκε το άρθρο με τίτλο «Όμηροι στη γειτονιά τους»[2]. Αναφερόταν σε φαινόμενα μικροπαραβατικότητας και παρενοχλήσεων από ανήλικους αθίγγανους, που έπλητταν το αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων της περιοχής της Νέας Σμύρνης στη Λάρισα (όπου παραδοσιακά κατοικούν πολλοί αθίγγανοι). Οι αφορμές εξαντλούνταν στην ηχορύπανση και στις κόντρες με τα μηχανάκια των νεαρών αθίγγανων (κάνεις δεν τα αντιπαρέβαλε με την ηχορύπανση και τις κόντρες των νεαρών λαρισαίων μεσοαστών), αλλά το συμπέρασμα έκανε λόγο για το φόβο των δημοτών που δεν μπορούν πλέον να κυκλοφορήσουν στη γειτονιά τους. Άλλοι επέρριπταν την ευθύνη στην ελλιπή αστυνόμευση και άλλοι στη δημοτική αρχή της πόλης που δεν έκανε κάτι (να διώξει τους αθίγγανους κατοίκους;). Μετά από μερικές ημέρες οι ευθύνες εναντίον της δημοτικής αρχής έγιναν πιο συγκεκριμένες όταν δυο δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολιτευτικής παράταξης, με επερώτησή τους στο δημοτικό συμβούλιο της Λάρισας, μίλησαν για αποκλειστική ευθύνη του δημάρχου, που δεν είχε προβεί στη σύσταση Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας. Στο κείμενο της επερώτησής τους (που βεβαίως δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην εφημερίδα Ελευθερία) ισχυριζόταν με σαφήνεια ότι αν ο δήμαρχος είχε εφαρμόσει το σχετικό άρθρο του Νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που ορίζει ως δική του αρμοδιότητα τη σύσταση Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας (Ν. 2713/1999, αρ. 16), παρόμοια φαινόμενα μικροπαραβατικότητας θα είχαν αντιμετωπιστεί εδώ και 9 χρόνια. Τον κατηγορούσαν σαφώς για εγκληματική ολιγωρία. Ξαφνικά, τις επόμενες εβδομάδες άρχισαν να εμφανίζονται πολλά άρθρα, γράμματα αναγνωστών και απόψεις επώνυμων λαρισαίων δημοτών για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου Συμβουλίου Πρόληψης, για την ανησυχητικά αυξημένη νεανική εγκληματικότητα ή παραβατικότητα, για τα ναρκωτικά στα σχολεία, για τις συμπλοκές συμμοριών και ομάδων σε πλατείες και πάρκα της πόλης, μέχρι και απόψεις για την κατάντια του εκπαιδευτικού συστήματος και για την έλλειψη σεβασμού των νέων απέναντι στα πρότυπα εξουσίας. Όλοι τόνιζαν ότι η καταστολή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα και ότι πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός για μια οργανωμένη δομή πρόληψης των ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Σε όλες αυτές τις αναφορές στην πρόληψη, οι προτεινόμενες λύσεις αφορούσαν την αύξηση της αστυνόμευσης έξω από σχολεία και δημόσιους χώρους και τη συνεργασία αστυνομικών, εισαγγελικών, εκπαιδευτικών, εκκλησιαστικών, νομικών, ιατρικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων της πόλης.
Η πρόληψη εμφανιζόταν δηλαδή ως αύξηση της αστυνόμευσης, ως αποτροπή. Ως μια συνεργασία φορέων που θα είχε ως στόχο μια ευδιάκριτη κοινωνική κατηγορία, τους νέους, που θα έπρεπε να διδαχθούν και να συμμορφωθούν στην κανονικότητα που αυτοί οι φορείς θα προαποφάσιζαν και θα όριζαν ως πιο προσιτή και ρεαλιστική. Και τότε είχα σκεφτεί ότι κάποιοι συγχέουν επικίνδυνα τις έννοιες της πρόληψης και της καταστολής. Η επιβεβαίωση αυτής της σύγχυσης δεν άργησε να φανεί, και μάλιστα από πιο επίσημα χείλη. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η καθυστερημένη χρηματοδότηση από το Υπουργείο Υγείας των Κέντρων Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ. Σε επερώτησή του στη Βουλή ο λαρισαίος βουλευτής Έκτορας Νασιώκας λέει: «Τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ επί σειρά ετών παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες στις τοπικές κοινωνίες, προσπαθώντας μέσα από τη συμβουλευτική ατόμων, που βρίσκονται αντιμέτωπα με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή των οικογενειών αυτών, να τα κινητοποιήσουν και να αναζητήσουν θεραπεία σε οργανωμένες θεραπευτικές δομές»[3]. Τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ δηλαδή, σύμφωνα με τον βουλευτή, προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες όσων έχουν ήδη σχέση με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Αν είναι όντως έτσι, τότε γιατί υπάρχουν και επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΟΚΑΝΑ; Ο ΟΚΑΝΑ δεν κάνει αυτή τη δουλειά; Η γνώμη μου είναι ότι τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ (αν δεν είναι εντελώς τυχαία η επιλογή της λέξης Πρόληψη στον τίτλο τους) έχουν ένα τεράστιο έργο να φέρουν εις πέρας. Να αλλάξουν τις κοινωνικές συνθήκες που κάνουν ελκυστική τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Προσπαθούν να προλάβουν την εξάρτηση και όχι να την αντιμετωπίσουν. Η εγκυρότητα της γνώμης μου επιβεβαιώθηκε από ανθρώπους που φιλότιμα και απλήρωτα εργάζονται σε αυτές τις δομές. Στα λόγια όμως του κυρίου βουλευτή, για ακόμα μια φορά η πρόληψη με την καταστολή μπερδεύτηκαν επικίνδυνα. Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει από τα τρία παραπάνω παραδείγματα είναι αν αυτές οι συγχύσεις αφορούν «μεμονωμένα περιστατικά» ή αν αποτελούν εκφράσεις μιας περισσότερο σταθερής κατάστασης. Μιας κατάστασης που μπορεί να οριστεί ως αιτία παραγωγής συγχύσεων γύρω από τη διακριτότητα των εννοιών της πρόληψης και της καταστολής. Η σύγχρονη τάση αντεγκληματικής πολιτικής - σε διεθνές επίπεδο - περιγράφεται με τους όρους της κατεύθυνσής της στο αποκεντρωτικό-κοινοτικό μοντέλο που δίνει έμφαση στην πρόληψη των ανεπιθύμητων κοινωνικών συμπεριφορών και καταστάσεων. Ο βασικός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι η διαπιστωμένη αποτυχία του κατασταλτικού μοντέλου για τη μείωση του εγκλήματος και η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες θα πρέπει να εστιάζουν στις αιτίες των προβληματικών καταστάσεων και όχι - μόνον - στις συνέπειές τους. Η ιδέα της συγκρότησης των Το.Σ.Π.Πα στη χώρα μας από τους δήμους και τις κοινότητες είναι σύμφωνη με αυτό τον κοινωνικό και πολιτικό στόχο. Η εμπειρία όμως των περισσότερων προσπαθειών εφαρμογής του προληπτικού μοντέλου μας δείχνει ότι το μόνο πειστικό μέσο για τον έλεγχο του εγκλήματος μέχρι σήμερα είναι - δυστυχώς - η καταστολή[4]. Γιατί συμβαίνει αυτό; Προσανατολίζομαι στο ότι η κύρια αιτία είναι ότι η έννοια της πρόληψης προσπαθεί με αφύσικο τρόπο να προσαρμοστεί στα πλαίσια μιας κοινωνικής οργάνωσης που έχει διαποτιστεί από την αναγκαιότητα της καταστολής, της επιτήρησης και της τιμωρίας. Έχουμε μάθει να μη λύνουμε τα προβλήματά μας, αλλά να τα επισημαίνουμε και μετά να τα κρύβουμε ή να τα μεταθέτουμε στη ευθύνη άλλων. Το γεγονός αυτό αφαιρεί από την έννοια της πρόληψης την όποια αποτελεσματική της ουσία και τη μετατρέπει σε μια άψυχη καρικατούρα του εαυτού της. Οι πιο φιλόπονοι και αυστηροί στοχαστές διέκριναν από νωρίς τα επικίνδυνα στοιχεία μιας τέτοιας αντεγκληματικής πολιτικής στην παρούσα πολιτισμική κατάσταση, παρόλο που η αρχή των αποκεντρωτικών πολιτικών πρόληψης είναι σύμφωνη με το γενικότερο ριζοσπαστικό κλίμα της δεκαετίας του 1970 (θεωρήθηκε ότι μια εξειδικευμένη αντιμετώπιση των μη ανεκτών καταστάσεων αλλά και των αιτίων τους, θα ήταν σύμφωνη με μια πιο δίκαιη κοινωνική συγκρότηση που λαμβάνει υπόψη της τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου). Όμως ο Stanley Cohen γρήγορα κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά. «Όχι μόνο οι παλιές δομές έγιναν πιο ανθεκτικές από ό,τι είχαμε φανταστεί (οι δείκτες εγκλεισμού αυξήθηκαν, οι επαγγελματίες διατηρήσαν την εξουσία τους) αλλά οι «εναλλακτικές» που επικάλυψαν τώρα το παλιό σύστημα έκαναν τα πράγματα στην ουσία χειρότερα: ο εξαναγκαστικός κοινωνικός έλεγχος είναι μεταμφιεσμένος, το δίκτυο του κρατικού ελέγχου διευρύνθηκε, οι στόχοι έγιναν πιο αδιαφανείς από ποτέ» (Cohen Stanley, Anti-Criminology, 1988, σ.17). Η πρόληψη δηλαδή δεν ήρθε να μειώσει την καταστολή αλλά να τη συμπληρώσει και να την ενισχύσει. Όσο για την κοινωνική δικαιοσύνη που συνεπάγεται η τοπικότητα ο Richard Sennett εμφανίζεται περισσότερο πολύπλοκος, αλλά απόλυτα πειστικός: «Ο τοπικισμός και η τοπική αυτονομία όπως πιστεύω έχουν ευρύτατα διαδοθεί λες και η εμπειρία των σχέσεων εξουσίας θα έχει πιο ανθρώπινο νόημα όσο πιο οικεία γίνει η κλίμακα - έστω κι αν οι πραγματικές δομές εξουσίας αναπτύσσονται ολοένα και περισσότερο μέσα σ’ ένα διεθνές σύστημα. Η κοινότητα γίνεται όπλο κατά της κοινωνίας, που η μεγαλύτερη διαστροφή της θεωρείται τώρα πια η απροσωπία της. Ωστόσο μια κοινότητα εξουσίας είναι απλά και μόνο ψευδαίσθηση σε μια κοινωνία όπως αυτή της βιομηχανικής Δύσης, όπου η σταθερότητα επιτεύχθηκε με την προϊούσα επέκταση στη διεθνή κλίμακα των δομών οικονομικού ελέγχου. Κοντολογίς, η πίστη σε άμεσες ανθρώπινες σχέσεις πάνω σε μια οικεία κλίμακα μας δελέασε και δεν μας επέτρεψε να μετατρέψουμε την κατανόηση των εξουσιαστικών πραγματικοτήτων σε οδηγούς για την πολιτική συμπεριφορά μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δυνάμεις της κυριαρχίας και τη αδικίας παραμένουν απρόσβλητες» (Sennett Richard, Η Τυραννία της Οικειότητας, 1999, σ. 427-428). Ούτε πρόληψη λοιπόν, ούτε τοπικότητα, στις απόπειρες για τοπική αντιμετώπιση του εγκλήματος μέσω της πρόληψης. Ενώ όμως αυτές οι παραπάνω απόψεις θα έπρεπε να αποτελέσουν τεκμηριωμένες προειδοποιήσεις προς όλους εκείνους που τείνουν να δεχτούν άκριτα τα καλά της πρόληψης και τα κακά της καταστολής – σαν συνθήματα ποδοσφαιρικών ομάδων περισσότερο παρά σαν πολύπλοκες έννοιες που παραπέμπουν σε τελείως διαφορετικές πολιτικές και στόχους - μετατράπηκαν οι ίδιες σε στοιχεία συνθημάτων στα πλαίσια μιας ιδεολογικής αρένας. Έτσι, βλέπουμε συνεχώς κάποιους να κατηγορούν την ίδια την έννοια της πρόληψης – και όχι τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κατανοητό το νόημα της ή τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται – ως υπεύθυνη για μια κοινωνία ρουφιάνων και καταπάτησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και είναι λογικό, διότι αν ως πρόληψη θεωρηθεί εκείνη η ενέργεια που προσανατολίζεται αποκλειστικά στην εγκληματική συμπεριφορά, προσπαθώντας να σταθεί εμπόδιο ένα βήμα πριν την εκδήλωσή της, τότε το ποινικό σύστημα θα εμπλέκεται στη ζωή μας πριν την ύπαρξη της πράξης. Το τεκμήριο της αθωότητας πάει περίπατο. Αν όμως κάποιος κάνει τον κόπο να σκεφτεί την πρόληψη με μια ευρύτερη έννοια; Εάν πρόληψη σημαίνει κάθε προσπάθεια που προσπαθεί να μειώσει τους κοινωνικούς παράγοντες που παράγουν κοινωνική ένταση και έγκλημα; Αν, για παράδειγμα, ένα Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας αντί να επικεντρώνει μονοδιάστατα στη βίαιη προσαρμογή των νέων στην άρρωστη κανονικότητα των αυθεντιών αυτής της πραγματικότητας, επικέντρωνε στην αγορά εργασίας που παρέχει παράνομες ανασφάλιστες θέσεις εργασίας; Αυτό δεν θα συνιστούσε πρόληψη της παραβατικότητας και αύξηση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών; Τα παραδείγματα αυτής της μεταστροφής είναι πάρα πολλά για να χωρέσουν όλα εδώ – πόσο μάλλον να αναπτυχθούν στην πολυπλοκότητα που τους αρμόζει. Δεν θα έπρεπε όμως να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στις δυνατότητες που έχει η έννοια της πρόληψης να μας βοηθήσει να μεταρρυθμίσουμε τον κόσμο μας, λιγάκι προς το καλύτερο κάθε φορά; Τουλάχιστον να μην διαβάζουμε πρωτοσέλιδα με τίτλους Προληπτική Καταστολή, χωρίς να μας πιάνουν τα γέλια (ή τα νεύρα). Σαφώς αυτό που προτείνεται εδώ δεν είναι ούτε κάτι εύκολο, ούτε κάτι εντυπωσιακό ως προς την εμφανή αποτελεσματικότητά του. Πιστεύω όμως ότι αν δεν υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αναζητούν τις προκλήσεις που έχουν απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας ή αν δεν έχουμε καταλάβει ότι καθετί που μπορεί να μετρηθεί δεν είναι πάντοτε αυτό που έχει πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή μας, τότε την έχουμε βαμμένη. Και μάλιστα άσχημα. [1] http://www.eleftheria.gr/viewarticle.asp?aid=4688&pid=5&CategoryID=5&txt=Προληπτική%20 Καταστολή
Ξαναδιαβάζοντας τον τίτλο του πρωτοσέλιδου, σκέφτηκα ότι κάποιοι συγχέουν επικίνδυνα τις έννοιες της πρόληψης και της καταστολής. Η λέξη «πρόληψη», για φαινόμενα που άπτονται του εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, άρχισε να εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα στο δημόσιο διάλογο της πόλης μερικούς μήνες πριν, λόγω συγκεκριμένης αφορμής. Στις 22 Αυγούστου 2008, πάλι σε πρωτοσέλιδο της ίδιας εφημερίδας, δημοσιεύθηκε το άρθρο με τίτλο «Όμηροι στη γειτονιά τους»[2]. Αναφερόταν σε φαινόμενα μικροπαραβατικότητας και παρενοχλήσεων από ανήλικους αθίγγανους, που έπλητταν το αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων της περιοχής της Νέας Σμύρνης στη Λάρισα (όπου παραδοσιακά κατοικούν πολλοί αθίγγανοι). Οι αφορμές εξαντλούνταν στην ηχορύπανση και στις κόντρες με τα μηχανάκια των νεαρών αθίγγανων (κάνεις δεν τα αντιπαρέβαλε με την ηχορύπανση και τις κόντρες των νεαρών λαρισαίων μεσοαστών), αλλά το συμπέρασμα έκανε λόγο για το φόβο των δημοτών που δεν μπορούν πλέον να κυκλοφορήσουν στη γειτονιά τους. Άλλοι επέρριπταν την ευθύνη στην ελλιπή αστυνόμευση και άλλοι στη δημοτική αρχή της πόλης που δεν έκανε κάτι (να διώξει τους αθίγγανους κατοίκους;). Μετά από μερικές ημέρες οι ευθύνες εναντίον της δημοτικής αρχής έγιναν πιο συγκεκριμένες όταν δυο δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολιτευτικής παράταξης, με επερώτησή τους στο δημοτικό συμβούλιο της Λάρισας, μίλησαν για αποκλειστική ευθύνη του δημάρχου, που δεν είχε προβεί στη σύσταση Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας. Στο κείμενο της επερώτησής τους (που βεβαίως δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην εφημερίδα Ελευθερία) ισχυριζόταν με σαφήνεια ότι αν ο δήμαρχος είχε εφαρμόσει το σχετικό άρθρο του Νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που ορίζει ως δική του αρμοδιότητα τη σύσταση Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας (Ν. 2713/1999, αρ. 16), παρόμοια φαινόμενα μικροπαραβατικότητας θα είχαν αντιμετωπιστεί εδώ και 9 χρόνια. Τον κατηγορούσαν σαφώς για εγκληματική ολιγωρία. Ξαφνικά, τις επόμενες εβδομάδες άρχισαν να εμφανίζονται πολλά άρθρα, γράμματα αναγνωστών και απόψεις επώνυμων λαρισαίων δημοτών για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου Συμβουλίου Πρόληψης, για την ανησυχητικά αυξημένη νεανική εγκληματικότητα ή παραβατικότητα, για τα ναρκωτικά στα σχολεία, για τις συμπλοκές συμμοριών και ομάδων σε πλατείες και πάρκα της πόλης, μέχρι και απόψεις για την κατάντια του εκπαιδευτικού συστήματος και για την έλλειψη σεβασμού των νέων απέναντι στα πρότυπα εξουσίας. Όλοι τόνιζαν ότι η καταστολή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα και ότι πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός για μια οργανωμένη δομή πρόληψης των ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Σε όλες αυτές τις αναφορές στην πρόληψη, οι προτεινόμενες λύσεις αφορούσαν την αύξηση της αστυνόμευσης έξω από σχολεία και δημόσιους χώρους και τη συνεργασία αστυνομικών, εισαγγελικών, εκπαιδευτικών, εκκλησιαστικών, νομικών, ιατρικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων της πόλης.
Η πρόληψη εμφανιζόταν δηλαδή ως αύξηση της αστυνόμευσης, ως αποτροπή. Ως μια συνεργασία φορέων που θα είχε ως στόχο μια ευδιάκριτη κοινωνική κατηγορία, τους νέους, που θα έπρεπε να διδαχθούν και να συμμορφωθούν στην κανονικότητα που αυτοί οι φορείς θα προαποφάσιζαν και θα όριζαν ως πιο προσιτή και ρεαλιστική. Και τότε είχα σκεφτεί ότι κάποιοι συγχέουν επικίνδυνα τις έννοιες της πρόληψης και της καταστολής. Η επιβεβαίωση αυτής της σύγχυσης δεν άργησε να φανεί, και μάλιστα από πιο επίσημα χείλη. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η καθυστερημένη χρηματοδότηση από το Υπουργείο Υγείας των Κέντρων Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ. Σε επερώτησή του στη Βουλή ο λαρισαίος βουλευτής Έκτορας Νασιώκας λέει: «Τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ επί σειρά ετών παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες στις τοπικές κοινωνίες, προσπαθώντας μέσα από τη συμβουλευτική ατόμων, που βρίσκονται αντιμέτωπα με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή των οικογενειών αυτών, να τα κινητοποιήσουν και να αναζητήσουν θεραπεία σε οργανωμένες θεραπευτικές δομές»[3]. Τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ δηλαδή, σύμφωνα με τον βουλευτή, προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες όσων έχουν ήδη σχέση με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Αν είναι όντως έτσι, τότε γιατί υπάρχουν και επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΟΚΑΝΑ; Ο ΟΚΑΝΑ δεν κάνει αυτή τη δουλειά; Η γνώμη μου είναι ότι τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ (αν δεν είναι εντελώς τυχαία η επιλογή της λέξης Πρόληψη στον τίτλο τους) έχουν ένα τεράστιο έργο να φέρουν εις πέρας. Να αλλάξουν τις κοινωνικές συνθήκες που κάνουν ελκυστική τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Προσπαθούν να προλάβουν την εξάρτηση και όχι να την αντιμετωπίσουν. Η εγκυρότητα της γνώμης μου επιβεβαιώθηκε από ανθρώπους που φιλότιμα και απλήρωτα εργάζονται σε αυτές τις δομές. Στα λόγια όμως του κυρίου βουλευτή, για ακόμα μια φορά η πρόληψη με την καταστολή μπερδεύτηκαν επικίνδυνα. Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει από τα τρία παραπάνω παραδείγματα είναι αν αυτές οι συγχύσεις αφορούν «μεμονωμένα περιστατικά» ή αν αποτελούν εκφράσεις μιας περισσότερο σταθερής κατάστασης. Μιας κατάστασης που μπορεί να οριστεί ως αιτία παραγωγής συγχύσεων γύρω από τη διακριτότητα των εννοιών της πρόληψης και της καταστολής. Η σύγχρονη τάση αντεγκληματικής πολιτικής - σε διεθνές επίπεδο - περιγράφεται με τους όρους της κατεύθυνσής της στο αποκεντρωτικό-κοινοτικό μοντέλο που δίνει έμφαση στην πρόληψη των ανεπιθύμητων κοινωνικών συμπεριφορών και καταστάσεων. Ο βασικός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι η διαπιστωμένη αποτυχία του κατασταλτικού μοντέλου για τη μείωση του εγκλήματος και η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες θα πρέπει να εστιάζουν στις αιτίες των προβληματικών καταστάσεων και όχι - μόνον - στις συνέπειές τους. Η ιδέα της συγκρότησης των Το.Σ.Π.Πα στη χώρα μας από τους δήμους και τις κοινότητες είναι σύμφωνη με αυτό τον κοινωνικό και πολιτικό στόχο. Η εμπειρία όμως των περισσότερων προσπαθειών εφαρμογής του προληπτικού μοντέλου μας δείχνει ότι το μόνο πειστικό μέσο για τον έλεγχο του εγκλήματος μέχρι σήμερα είναι - δυστυχώς - η καταστολή[4]. Γιατί συμβαίνει αυτό; Προσανατολίζομαι στο ότι η κύρια αιτία είναι ότι η έννοια της πρόληψης προσπαθεί με αφύσικο τρόπο να προσαρμοστεί στα πλαίσια μιας κοινωνικής οργάνωσης που έχει διαποτιστεί από την αναγκαιότητα της καταστολής, της επιτήρησης και της τιμωρίας. Έχουμε μάθει να μη λύνουμε τα προβλήματά μας, αλλά να τα επισημαίνουμε και μετά να τα κρύβουμε ή να τα μεταθέτουμε στη ευθύνη άλλων. Το γεγονός αυτό αφαιρεί από την έννοια της πρόληψης την όποια αποτελεσματική της ουσία και τη μετατρέπει σε μια άψυχη καρικατούρα του εαυτού της. Οι πιο φιλόπονοι και αυστηροί στοχαστές διέκριναν από νωρίς τα επικίνδυνα στοιχεία μιας τέτοιας αντεγκληματικής πολιτικής στην παρούσα πολιτισμική κατάσταση, παρόλο που η αρχή των αποκεντρωτικών πολιτικών πρόληψης είναι σύμφωνη με το γενικότερο ριζοσπαστικό κλίμα της δεκαετίας του 1970 (θεωρήθηκε ότι μια εξειδικευμένη αντιμετώπιση των μη ανεκτών καταστάσεων αλλά και των αιτίων τους, θα ήταν σύμφωνη με μια πιο δίκαιη κοινωνική συγκρότηση που λαμβάνει υπόψη της τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου). Όμως ο Stanley Cohen γρήγορα κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά. «Όχι μόνο οι παλιές δομές έγιναν πιο ανθεκτικές από ό,τι είχαμε φανταστεί (οι δείκτες εγκλεισμού αυξήθηκαν, οι επαγγελματίες διατηρήσαν την εξουσία τους) αλλά οι «εναλλακτικές» που επικάλυψαν τώρα το παλιό σύστημα έκαναν τα πράγματα στην ουσία χειρότερα: ο εξαναγκαστικός κοινωνικός έλεγχος είναι μεταμφιεσμένος, το δίκτυο του κρατικού ελέγχου διευρύνθηκε, οι στόχοι έγιναν πιο αδιαφανείς από ποτέ» (Cohen Stanley, Anti-Criminology, 1988, σ.17). Η πρόληψη δηλαδή δεν ήρθε να μειώσει την καταστολή αλλά να τη συμπληρώσει και να την ενισχύσει. Όσο για την κοινωνική δικαιοσύνη που συνεπάγεται η τοπικότητα ο Richard Sennett εμφανίζεται περισσότερο πολύπλοκος, αλλά απόλυτα πειστικός: «Ο τοπικισμός και η τοπική αυτονομία όπως πιστεύω έχουν ευρύτατα διαδοθεί λες και η εμπειρία των σχέσεων εξουσίας θα έχει πιο ανθρώπινο νόημα όσο πιο οικεία γίνει η κλίμακα - έστω κι αν οι πραγματικές δομές εξουσίας αναπτύσσονται ολοένα και περισσότερο μέσα σ’ ένα διεθνές σύστημα. Η κοινότητα γίνεται όπλο κατά της κοινωνίας, που η μεγαλύτερη διαστροφή της θεωρείται τώρα πια η απροσωπία της. Ωστόσο μια κοινότητα εξουσίας είναι απλά και μόνο ψευδαίσθηση σε μια κοινωνία όπως αυτή της βιομηχανικής Δύσης, όπου η σταθερότητα επιτεύχθηκε με την προϊούσα επέκταση στη διεθνή κλίμακα των δομών οικονομικού ελέγχου. Κοντολογίς, η πίστη σε άμεσες ανθρώπινες σχέσεις πάνω σε μια οικεία κλίμακα μας δελέασε και δεν μας επέτρεψε να μετατρέψουμε την κατανόηση των εξουσιαστικών πραγματικοτήτων σε οδηγούς για την πολιτική συμπεριφορά μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δυνάμεις της κυριαρχίας και τη αδικίας παραμένουν απρόσβλητες» (Sennett Richard, Η Τυραννία της Οικειότητας, 1999, σ. 427-428). Ούτε πρόληψη λοιπόν, ούτε τοπικότητα, στις απόπειρες για τοπική αντιμετώπιση του εγκλήματος μέσω της πρόληψης. Ενώ όμως αυτές οι παραπάνω απόψεις θα έπρεπε να αποτελέσουν τεκμηριωμένες προειδοποιήσεις προς όλους εκείνους που τείνουν να δεχτούν άκριτα τα καλά της πρόληψης και τα κακά της καταστολής – σαν συνθήματα ποδοσφαιρικών ομάδων περισσότερο παρά σαν πολύπλοκες έννοιες που παραπέμπουν σε τελείως διαφορετικές πολιτικές και στόχους - μετατράπηκαν οι ίδιες σε στοιχεία συνθημάτων στα πλαίσια μιας ιδεολογικής αρένας. Έτσι, βλέπουμε συνεχώς κάποιους να κατηγορούν την ίδια την έννοια της πρόληψης – και όχι τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κατανοητό το νόημα της ή τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται – ως υπεύθυνη για μια κοινωνία ρουφιάνων και καταπάτησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και είναι λογικό, διότι αν ως πρόληψη θεωρηθεί εκείνη η ενέργεια που προσανατολίζεται αποκλειστικά στην εγκληματική συμπεριφορά, προσπαθώντας να σταθεί εμπόδιο ένα βήμα πριν την εκδήλωσή της, τότε το ποινικό σύστημα θα εμπλέκεται στη ζωή μας πριν την ύπαρξη της πράξης. Το τεκμήριο της αθωότητας πάει περίπατο. Αν όμως κάποιος κάνει τον κόπο να σκεφτεί την πρόληψη με μια ευρύτερη έννοια; Εάν πρόληψη σημαίνει κάθε προσπάθεια που προσπαθεί να μειώσει τους κοινωνικούς παράγοντες που παράγουν κοινωνική ένταση και έγκλημα; Αν, για παράδειγμα, ένα Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας αντί να επικεντρώνει μονοδιάστατα στη βίαιη προσαρμογή των νέων στην άρρωστη κανονικότητα των αυθεντιών αυτής της πραγματικότητας, επικέντρωνε στην αγορά εργασίας που παρέχει παράνομες ανασφάλιστες θέσεις εργασίας; Αυτό δεν θα συνιστούσε πρόληψη της παραβατικότητας και αύξηση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών; Τα παραδείγματα αυτής της μεταστροφής είναι πάρα πολλά για να χωρέσουν όλα εδώ – πόσο μάλλον να αναπτυχθούν στην πολυπλοκότητα που τους αρμόζει. Δεν θα έπρεπε όμως να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στις δυνατότητες που έχει η έννοια της πρόληψης να μας βοηθήσει να μεταρρυθμίσουμε τον κόσμο μας, λιγάκι προς το καλύτερο κάθε φορά; Τουλάχιστον να μην διαβάζουμε πρωτοσέλιδα με τίτλους Προληπτική Καταστολή, χωρίς να μας πιάνουν τα γέλια (ή τα νεύρα). Σαφώς αυτό που προτείνεται εδώ δεν είναι ούτε κάτι εύκολο, ούτε κάτι εντυπωσιακό ως προς την εμφανή αποτελεσματικότητά του. Πιστεύω όμως ότι αν δεν υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αναζητούν τις προκλήσεις που έχουν απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας ή αν δεν έχουμε καταλάβει ότι καθετί που μπορεί να μετρηθεί δεν είναι πάντοτε αυτό που έχει πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή μας, τότε την έχουμε βαμμένη. Και μάλιστα άσχημα. [1] http://www.eleftheria.gr/viewarticle.asp?aid=4688&pid=5&CategoryID=5&txt=Προληπτική%20 Καταστολή
[2] http://www.eleftheria.gr/pdf/22-8-08-FILO.pdf
[3] http://www.eleftheria.gr/pdf/03-10-08.pdf, σελίδα 17, Η Κυβέρνηση απαξιώνει τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ.
[4] Δημιουργήθηκαν περισσότερα από 100 Το.Σ.Π.Πα σε διάφορους δήμους της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Όχι μόνο δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν κανένα αποτέλεσμα, αλλά τα περισσότερα από αυτά δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν ούτε στην πρόκληση να λειτουργήσουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου