Αν θα έπρεπε να μιλήσει κανείς σήμερα για την επικρατούσα στον ακαδημαϊκό χώρο Εγκληματολογία, θα ήταν δύσκολο να αποσυνδέσει τη θεωρία, τον τρόπο διδασκαλίας και τα βασικά ερευνητικά της αντικείμενα από το χώρο της λεγόμενης αντεγκληματική πολιτικής -ή, σωστότερα, από τον «πόλεμο κατά του εγκλήματος»:
Η βιομηχανία ελέγχου του εγκλήματος ασκεί ηγεμονική επίδραση στην ακαδημαϊκή εγκληματολογία. Οι «πόλεμοι» κατά του εγκλήματος, των ναρκωτικών, της τρομοκρατίας, και τώρα της «αντικοινωνικής συμπεριφοράς» απαιτούν γεγονότα, αριθμούς, ποσοτικά δεδομένα και πορίσματα […] Απαιτούν «ισχυρά» γεγονότα και «χειροπιαστές» αποδείξεις (Hayward & Young, 2004: 261-262)
Κατά έναν, επιφανειακά, «παράδοξο» δε τρόπο, τις τελευταίες δεκαετίες μοιάζει να κλείνει ένας ιδεολογικός κύκλος, καθώς ο λόγος περί εγκλήματος επιστρέφει στις καταβολές του, τουτέστιν στον ιταλικό Θετικισμό και τις αντιλήψεις περί «ιδιαιτερότητας» του εγκληματία. Αυτό σημαίνει ότι, για μια ακόμα φορά, αποσυνδέεται το έγκλημα από το πλέγμα των κοινωνικών συγκρούσεων και προβλημάτων που βρίσκονται στη βάση της εκδήλωσής του, καθώς υποβαθμίζονται οι διαδικασίες μέσω των οποίων αυτό το «τελικό προϊόν» κατασκευάστηκε κοινωνικά (ανεργία, ρατσισμός, καταναλωτική κουλτούρα, κοινωνικές πρακτικές που υποθάλπουν τη βία κλπ.).
Οι αντιλήψεις αυτές συμβαδίζουν με τον προσδιορισμό μιας «εγκληματικής τάξης» (φτωχοί, άνεργοι, μετανάστες), καθώς η ηθική απαξίωση του εγκληματία περιλαμβάνει και τη συλλογική απαξίωση της ομάδας προέλευσης, δηλαδή κοινωνικά στρώματα τα οποία βρίσκονται εκτός ή στις παρυφές της αγοράς εργασίας και έχουν «δαιμονοποιηθεί» στο πλαίσιο του δημόσιου λόγου για το έγκλημα. (Melossi, 1999: 41 και επ., Melossi, 2006).[1] Ενδεικτικός είναι εδώ ο λόγος περί εγκληματικότητας των οικονομικών μεταναστών –ομάδων που διαβιούν σε συνθήκες κοινωνικοοικονομικής αλλά και νομικής υποτέλειας- ο οποίος τροφοδοτεί τις διάφορες χρήσεις της «κοινωνίας του φόβου» και συντελεί στη νομιμοποίηση της δραματικής αύξησης των ποσοστών εγκλεισμού, της απομάκρυνσης με κάθε τρόπο αυτού που ορίζεται ως επικίνδυνο εγκληματικό σύμπαν.
Είναι κοινή μοίρα γι’ αυτά τα τμήματα της «εργατικής τάξης υπό διαμόρφωση» να περιγράφονται συχνά -από τη δυσφορία των «παλιών» εργατικών ζωνών, συνεπικουρούμενη από διάφορες κατηγορίες πολυπραγμόνων, καθώς και «έγκυρων» σχολιαστών οι οποίοι αναλαμβάνουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυτής της άποψης- ως «κατακάθια», «επικίνδυνη τάξη», υποπρολεταριάτο, underclass […] Έτσι λοιπόν τα κατακάθια, η επικίνδυνη τάξη, η underclass θα εγκλεισθεί (και «καλλιεργηθεί») στο εσωτερικό του συστήματος της φυλακής το οποίο, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους φιλοξενούμενους που είχε πάντα […] θα νιώσει να ξαναγεννιέται, αναγνωρίζοντας στους νεοφερμένους τη ζωτική λύμφη, με την οποία τρέφεται (Melossi, 2006: 86, 87)
Το φαινόμενο αυτό αντανακλάται στην η συνεχώς διευρυνόμενη εφαρμογή πολιτικών «μηδενικής ανοχής», τουτέστιν ποινικών πρακτικών οι οποίες εμφανίζουν σαφέστατα στοιχεία παλινδρόμησης σε προνεωτερικές μορφές. Ο Παρασκευόπυλος, αναφερόμενος στην αποσύνδεση της ποινής από την αρχή της αναλογικότητας, στην ενδυνάμωση του ρόλου της αστυνομίας, στην εστίαση στον ύποπτο και όχι μόνον στον δράστη αξιόποινης πράξης, στις συλλογικές κυρώσεις, στην απροϋπόθετη ποινική παρέμβαση κοκ., υποστηρίζει: «Είναι φανερή εδώ η παλινδρόμηση: ο ποινικός έλεγχος που ξεφεύγει από τα όρια και τις διαδικασίες της δικαιοσύνης και προκαθορίζει εχθρούς, αναπόφευκτα ρέπει προς τις μορφές και τους αυτοματισμούς της προνεωτερικής περιόδου της ποινής» (2006: 53).
Ωστόσο, η ποσοτική και η ποιοτική έκφραση της ποινής είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Όπως υποστηρίζει ο Melossi (1999), πρόκειται για την ίδια κοινωνική διαδικασία, όπου, από μία ποσοτική σκοπιά, η παραγωγικότητα του ποινικού συστήματος αυξάνει σε περιπτώσεις ηθικού πανικού και κρίσεων (όπως οι σύγχρονες «κοινωνίες του φόβου»), όπου τα ποσοστά εγκλεισμού τείνουν να αυξάνονται. Στις ίδιες περιπτώσεις μεταβάλλονται ποιοτικά οι αναπαραστάσεις του παραβάτη του νόμου, δηλαδή οι αναπαραστάσεις που παράγει η κοινωνία - και οι εγκληματολόγοι για την κοινωνία - σχετικά με τον εγκληματία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η μεταβληθείσα αναπαράσταση, προσανατολίζοντας την κοινωνική δράση του τιμωρητικού συστήματος, μπορεί να επηρεάσει τα ποσοστά εγκλεισμού, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν την ποιότητα της αναπαράστασης…
Αυτή τη σύνδεση την συναντάει κανείς πράγματι στους μεγάλους σταθμούς της εξέλιξης της εγκληματολογίας. Ενδεικτικά αναφέρω την εμφάνιση του «αντι-εγκληματολογικού κινήματος» [2] κατά την ευρύτερη δεκαετία του 1960. Στο πλαίσιο του «αντι-εγκληματολογικού κινήματος», όπως θα δούμε αναλυτικά στη συνέχεια, εκφράστηκε μια στάση κατανόησης και συμπάθειας απέναντι στον παρεκκλίνοντα, [3] ενώ σε κάποιες ειδικότερες εκδοχές του επιστημονικού λόγου περί εγκλήματος, ο παραβάτης των κανόνων αναπαρίσταται ως καινοτόμος ή επαναστάτης. Έτσι, όπως προκύπτει από τον επιστημονικό λόγο της περιόδου, τα ΜΜΕ, τη μυθοπλασία και τα άλλα πολιτισμικά προϊόντα, ο εγκληματίας δεν αναπαρίσταται ως ηθικά απεχθές και κοινωνικά επικίνδυνο άτομο το οποίο τροφοδοτεί αναπαραστάσεις φόβου. Ταυτόχρονα, σε ό,τι αφορά τις ποινικές πρακτικές, κατά την ίδια περίοδο ένας ανατρεπτικός λόγος διεκδίκησε την εμπέδωση του στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, καθώς εμφανίστηκαν σε Ευρώπη και ΗΠΑ κινήματα κατά της φυλακής, διατυπώθηκαν σε ευρεία κλίμακα εκκλήσεις για σωφρονιστική μεταρρύθμιση και, σε ό,τι αφορά την ποινική διαχείριση, καταγράφηκε μείωση του ποινικού πληθυσμού σε πολλές δυτικές χώρες. [4]
Η περίοδος αυτή, ωστόσο, δεν διάρκεσε πολύ, καθώς ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 ένα πλέγμα οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών παραγόντων οδήγησε σε ριζικές αλλαγές στο τρόπο με τον οποίο τέθηκε το πρόβλημα της εγκληματικότητας και του κοινωνικού ελέγχου, σε συνάρτηση και με τις αλλαγές των επίσημων αντεγκληματικών πολιτικών οι οποίες εφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ αλλά και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, στο χώρο της μελέτης του εγκλήματος αναβιώνει το θετικιστικό παράδειγμα, ενώ στο επίπεδο των ποινικών πρακτικών υποχωρεί ο στόχος της «σωφρονιστικής μεταχείρισης του εγκληματία» και αναβιώνουν οι τιμωρητικές αντιλήψεις περί ποινής. Παράλληλα, ο Λόγος περί εγκληματικότητας άρχισε να αποτελεί προνομιακό πεδίο για την εφαρμογή συντηρητικών, κατασταλτικών πολιτικών που έτειναν στον έλεγχο όλο και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων.[5]
Από την αναζήτηση των παραγόντων εγκληματογένεσης στην μελέτη των διαδικασιών εγκληματοποίησης
Έχω ήδη αναφερθεί στην εγκληματολογία ως ένα πεδίο μελέτης και γνώσης το οποίο προέρχεται από το ερώτημα «τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας;». Αυτό το ερώτημα, το οποίο διαμορφώνει τη βάση της εγκληματολογίας, προϋποθέτει ήδη μια σειρά χειρισμών οι οποίοι θα επιτρέψουν σ’ αυτό το πρόβλημα να τεθεί με ένα τρόπο που να παράγει νόημα. Ως εκ τούτου, αποδέχεται δύο θέσεις, αυτήν της εξατομίκευσης, η οποία προσδιορίζει το άτομο ως κατάλληλο αντικείμενο και μονάδα ανάλυσης, και αυτήν της διαφοροποίησης, η οποία υποστηρίζει την υπόθεση περί της ύπαρξης μιας ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς» (Garland, 1985: 122)
Η εγκληματολογία ως αυτόνομη επιστήμη γεννιέται στα κοινωνικά και ιστορικά συμφραζόμενα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, με την εμφάνιση της Ιταλικής Θετικής Σχολής.[6] Η καινούργια επιστήμη ανάγει σε κεντρικό αντικείμενό της τον δράστη της εγκληματικής ενέργειας, τον εγκληματία. Όπως προκύπτει και από το παραπάνω παράθεμα, κεντρικές έννοιες στο πλαίσιο της νέας επιστήμης αναδεικνύονται αυτές της εξατομίκευσης και της διαφοροποίησης. Με άλλα λόγια, το άτομο το οποίο εγκληματεί, πρώτον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης και, δεύτερον, διαθέτει κάποια χαρακτηριστικά τα οποία το διαφοροποιούν από τον νομοταγή πληθυσμό. Έτσι το αντικείμενο της θετικιστικής εγκληματολογίας διαμορφώνεται από τα ερωτήματα: «Γιατί εγκληματούν οι άνθρωποι» και «τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας;». Κατά συνέπεια, κεντρικός όρος στο πλαίσιο της παραδοσιακής εγκληματολογίας είναι ο όρος εγκληματογένεση:
Το νέο πρόγραμμα εστίαζε όχι στο έγκλημα (την πράξη), αλλά στον εγκληματία (το δράστη). Δεν προϋπέθετε πλέον τον ορθολογισμό, την ελεύθερη βούληση και την επιλογή, αλλά την αιτιότητα (βιολογική, ψυχική ή κοινωνική). Στο επίκεντρο του εγκληματολογικού εγχειρήματος υπήρχε τώρα η έννοια της αιτιότητας [….] Είτε το επίπεδο ερμηνείας ήταν βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνιολογικό, ή ένας συνδυασμός αυτών (“πολυπαραγοντικές”, όπως εξευγενίστηκαν ορισμένες εκδοχές του) το Ιερό Δισκοπότηρο ήταν μία γενική αιτιολογική θεωρία: Γιατί οι άνθρωποι εγκληματούν; Αυτό το ερώτημα προσέφερε στο αντικείμενο το συλλογικό αυτοπροσδιορισμό του: "η επιστημονική μελέτη των αιτίων του εγκλήματος" (Cohen, S. 1988: 4)
Καθώς, ωστόσο, η εγκληματολογία καθ’ όλη την ιστορία της υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με τον χώρο των ποινικών πρακτικών, ο εγκληματίας πέρα από αντικείμενο γνώσης καθίσταται και αντικείμενο αναμορφωτικής παρέμβασης. Με άλλα λόγια, με βάση τη νέα θεώρηση του εγκληματία ως ιδιαίτερης προσωπικότητας ή ιδιαίτερης κοινωνικής περίπτωσης, στην ποινή αρχίζει να αποδίδεται μια κατά κύριο λόγο αναμορφωτική λειτουργία: βελτιωτική παρέμβαση στην προσωπικότητα του εγκληματία. Κατά συνέπεια στη δομή της ποινικής δικαιοσύνης εισχωρεί ένα σύνολο από κρίσεις, διαπιστώσεις, προγνώσεις, τυπολογίες οι οποίες αφορούν πλέον το πρόσωπο του εγκληματία: το άτομο οδηγείται στο έγκλημα όχι από ελεύθερη βούληση, αλλά επειδή είναι «ιδιαίτερος», τουτέστιν λόγω εκείνων των χαρακτηριστικών του, τα οποία τον τοποθετούν σε μια ιδιαίτερη κατηγορία και τον διαχωρίζουν από τον νομοταγή. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Φουκώ: «δεν δικάζεται μόνον η πράξη αλλά κυρίως ο δράστης, όχι μόνον αυτό που έκανε, αλλά κυρίως αυτό που είναι».
Ο εγκληματολογικός λόγος εξελίχθηκε προφανώς από την εποχή που ο Ιταλός γιατρός Cesare Lombroso παρατηρούσε έκθαμβος το κρανίο του Vilella, ενός χωρικού από την Καλαβρία, ο οποίος καταδικάστηκε ως ληστής πέθανε στην φυλακή, και διατύπωνε την θεωρία του περί του εκ γενετής εγκληματία. Ήδη στο πλαίσιο της κλινικής εγκληματολογίας πολύ σύντομα πλάι στις βιολογικές αναζητήθηκαν και ψυχικές ή ψυχολογικές ερμηνείες της εγκληματικής συμπεριφοράς. Ωστόσο τον κυριότερο σταθμό στην εξέλιξη της θετικιστικής εγκληματολογίας αποτελεί η αμερικάνικη κοινωνιολογική παράδοση (πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του ’60), στο πλαίσιο της οποίας «αποπαθολογικοποιείται» εν πολλοίς η εγκληματική δραστηριότητα καθώς δεν ερμηνεύεται πλέον με όρους παθολογικού/φυσιολογικού. Οι κοινωνιολογικές θεωρίες στη μελέτη της παρέκκλισης και του εγκλήματος είχαν ως βάση ένα μοντέλο πλουραλιστικής κοινωνίας, αποτελούμενης από ετερογενείς ομάδες (από οικονομική, εθνική, φυλετική, θρησκευτική άποψη). Εξέταζαν, συνεπώς, την μη-συμμόρφωση στους κανόνες όχι ως αποτέλεσμα παθολογίας, αλλά ως αποτέλεσμα των προβλημάτων ένταξης στην αμερικάνικη κοινωνία ή ακόμα ως αποτέλεσμα κοινωνικοποίησης στο πλαίσιο διαφορετικών πολιτισμικών συστημάτων. Δεν αμφισβητούσαν, ωστόσο, την ουδετερότητα του κυρίαρχου συστήματος κανόνων, στο βαθμό που δέχονταν ότι, παρά την ύπαρξη αυτών των διαφορετικών και συχνά αλληλοσυγκρουόμενων συστημάτων κανόνων και αξιών, δεν παύει να υπάρχει συναίνεση γύρω από τους κανόνες που ρυθμίζουν αυτή τη σύγκρουση προς το γενικό συμφέρον της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και όχι προς όφελος ορισμένων ομάδων.
Έτσι παρά την μετάθεση του αντικειμένου μελέτης από ατομικούς σε κοινωνικούς παράγοντες, σταθερά παρέμειναν στο πλαίσιο της θετικιστικής εγκληματολογίας τα εξής στοιχεία: πρώτον, το έγκλημα μελετάται ως φαινόμενο το οποίο έχει μια οντολογική υπόσταση και είναι ανεξάρτητο από τον νομικό ορισμό του. Μια προβληματική κατάσταση, δηλαδή, η οποία προϋπάρχει του νομικού χαρακτηρισμού της ως εγκλήματος, έτσι ώστε ο ποινικό νόμος να επικυρώνει απλώς αυτόν τον προβληματικό της χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, δεύτερον, δεν προβληματοποιούνται τα ίδια τα συστήματα κοινωνικού ελέγχου τα οποία ορίζουν και διαχειρίζονται το έγκλημα. Πράγματι, η μετάθεση του αντικειμένου από τους παράγοντες εγκληματογένεσης στις διαδικασίες εγκληματοποίησης σηματοδοτεί την γέννηση των κριτικών προσεγγίσεων στην μελέτη του εγκλήματος και του κοινωνικού ελέγχου: οι κριτικές εγκληματολογικές θεωρίες - η ριζοσπαστική επίθεση στην ακαδημαϊκή εγκληματολογία - γεννιούνται από την εγκατάλειψη των βεβαιοτήτων θετικιστικού παραδείγματος και την ανάδειξη της σχετικότητας των εννοιών παρέκκλιση και έγκλημα.
Οι θεωρίες αυτές εμφανίζονται, όπως προαναφέρθηκε, στην ευρύτερη δεκαετία του ’60. Μια περίοδο, δηλαδή, όπου με τα λόγια του Melossi, αναφερόμαστε σε μια «μη ενοποιημένη και με ταχείς ρυθμούς μεταβαλλόμενη κοινωνία, η οποία αντιλαμβάνεται τον εαυτό της μέσω των στοχαστών της ως μια πλουραλιστική και συγκρουσιακή οντότητα». Στο βαθμό δε που αυτός ο πλουραλισμός και η τάση προς αλλαγές δεν υπερβαίνει κάποια «ανεκτά όρια» έτσι ώστε να γίνει αντιληπτό από τις ομάδες εξουσίας ως απειλή για το κοινωνικό σύστημα και τις ίδιες τις ομάδες εξουσίας, είναι ανεκτή η κοινωνική καινοτομία, ο πειραματισμός σε διάφορους κοινωνικούς θεσμούς και οι μεταβολές στον τρόπο άσκησης κοινωνικού ελέγχου.
Οι κριτικές τάσεις στην εγκληματολογία συγκροτούν μια ριζικά διάφορη κοινωνιολογική προσέγγιση της έννοιας της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και της ιδιαίτερης μορφής της, του εγκλήματος. Σύμφωνα μ' αυτή την προσέγγιση, η παρέκκλιση αποτελεί μια «κοινωνική κατασκευή», απόρροια του ίδιου του χαρακτηρισμού της πράξης ως παρεκκλίνουσας και του ατόμου που την εκδηλώνει ως παρεκκλίνοντος. Έτσι, η έμφαση μετατίθεται στο ζήτημα των κανόνων και αντικείμενο μελέτης καθίσταται όχι το έγκλημα ή ο εγκληματίας, αλλά οι προσδιοριστικοί παράγοντες δημιουργίας των κανόνων που ορίζουν τι είναι έγκλημα και – μέσα από την εφαρμογή τους – ποιος είναι εγκληματίας. Κατά συνέπεια, η έμφαση μετατίθεται από την μελέτη των παραγόντων εγκληματογένεσης στην μελέτη των διαδικασιών εγκληματοποίησης· όχι γιατί εγκληματεί το άτομο, αλλά γιατί κάποια άτομα ή κάποιες ομάδες είναι πιο ευάλωτες στον ποινικό στιγματισμό. Το κέντρο βάρους μετατίθεται, δηλαδή, από την ανάλυση των συμπεριφορών μη-συμμόρφωσης στην μελέτη των μηχανισμών του κοινωνικού ελέγχου, οι οποίοι δημιουργούν και αναπαράγουν τις κατηγορίες «παρέκκλιση» και «έγκλημα». Παράλληλα, και κυρίως στο πλαίσιο που διαμόρφωσε η μαρξιστική τάση της κριτικής εγκληματολογίας, μέσα από την ανάλυση των τιμωρητικών συστημάτων και της εξέλιξής τους, αναζητούνται οι πραγματικές, οι ιστορικά διαπιστωμένες λειτουργίες τους. Δηλαδή οι επίσημα διακηρυγμένοι στόχοι της (έλεγχος του εγκλήματος, επανακοινωνικοποίηση του εγκληματία) μελετώνται ως η νομιμοποιητική ιδεολογία του πραγματικού στόχου που είναι η διατήρηση και η αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων και διαφοροποιήσεων – δηλαδή της συνολικής κοινωνικής δομής.
Μια παρόμοια προσέγγιση θέτει ουσιαστικά υπό αμφισβήτηση το ίδιο το αντικείμενο της Θετικιστικής Εγκληματολογίας, το έγκλημα, δηλαδή, ως οντολογική έννοια (το οποίο, χάνοντας την αυθυπαρξία του, δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί αυτόνομο αντικείμενο μελέτης), ενώ, παράλληλα, υπογραμμίζεται ο προβληματικός χαρακτήρας της έννομης τάξης:
Η εγκληματολογία δεν είναι επιστήμη, ούτε καν ένα σύνολο γνώσεων που αποβλέπει να εξελιχθεί σε επιστήμη. Είναι μάλλον μια διαδικασία / τεχνική επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων που χρησιμοποιεί μερικές από τις μεθόδους και πολύ από το κύρος άλλων επιστημονικών κλάδων. Τα αντικείμενα μελέτης της - και αυτό ισχύει τόσο για τη σημερινή εγκληματολογία όσο και για εκείνη πριν ένα αιώνα - είναι ο "εγκληματίας" και οι μορφές "εγκληματικότητας". Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι ούτε πραγματικές οντότητες ούτε θεωρητικές κατασκευές αλλά κοινωνικά καθορισμένα προβλήματα που απαιτούν κάποια επιστημονική λύση. Ο "εγκληματίας" και η "εγκληματικότητά" του καθίστανται αντικείμενα μελέτης ακριβώς επειδή αποτελούν επιλεγμένους στόχους συγκεκριμένων κοινωνικών πολιτικών. Θεωρητικά, ο εγκληματίας δεν δικαιούται μιας δικής του ιδιαίτερης επιστήμης περισσότερο απ' ό,τι ο νομοταγής (Garland, 1985: 3, όπως αναφέρεται στο Σεράσης, Τ., 1999: 68,69) .
Παράλληλα, καταγγέλλεται ο ιδεολογικός λόγος της Εγκληματολογίας, ο οποίος αποδίδεται στην εγγενή σχέση της επιστήμης του εγκλήματος με την εξουσία: Η εγκληματολογία υπάρχει για να εισηγείται προτάσεις αντεγκληματικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, οι κριτικές αναφέρονται στο γεγονός ότι, μέσα από ένα συνεχές feedback, οι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου τροφοδοτούνται με άτομα ή ομάδες που διαθέτουν συγκεκριμένα ατομικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά και τροφοδοτούν τους εγκληματολόγους με «υλικό» για τη θεωρητική και εμπειρική δουλειά τους. Οι εγκληματολόγοι παράγουν γνώση για την εγκληματικότητα αυτών των επιλεγμένων ομάδων και διατυπώνουν προτάσεις για τον έλεγχό της κ.ο.κ. Έτσι, αυτή η θεσμοποιημένη μορφή γνώσης γύρω από αυτό που ορίζεται ως έγκλημα και εγκληματίας (Εγκληματολογία), παρέχει νομιμοποίηση στις εκάστοτε επιλογές του κατασταλτικού μηχανισμού και την κοινωνική περιθωριοποίηση των ομάδων στις οποίες κατ’ εξοχήν στρέφεται η τιμωρητική βία. Με άλλα λόγια, η εγκληματολογία αποτελεί μέρος «των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους», σύμφωνα με τη γνωστή διάκριση του Αλτουσέρ μεταξύ καταπιεστικών και ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους (Αλτουσέρ, Λ. 1883: 82-87)
Πολιτισμική Εγκληματολογία
Θεωρητικοί άξονες στην μελέτη των νεανικών υπο-πολιτισμικών ομάδων – Η «πολιτική της σημασιοδότησης»
Το επιστημονικό εγχείρημα το οποίο ορίζεται ως Πολιτισμική Εγκληματολογία είναι μια από τις μακροβιότερες τάσεις των κριτικών προσεγγίσεων στην μελέτη του εγκληματικού φαινομένου. Εντάσσεται, με δυο λόγια, στις υπό ευρεία έννοια κριτικές προσεγγίσεις του εγκλήματος και του κοινωνικού ελέγχου και ειδικότερα στο «αποδομητικό» μοντέλο. Έτσι μια σημαντική έννοια η οποία αναδύεται, είναι αυτή του «ορισμού της κατάστασης». Με άλλα λόγια, αντλώντας η πολιτισμική εγκληματολογία επιχειρήματα από τον ευρύτερο χώρο των θεωριών της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας θέτει το ζήτημα ότι το νόημα το οποίο αποδίδεται στα διάφορα γεγονότα και τις καταστάσεις που μας περιβάλλουν δεν είναι δεδομένο, αυτονόητο, αλλά κατασκευάζεται. Έπεται, κατά συνέπεια ότι μπορεί να δοθούν διαφορετικά είδη νοήματος στα ίδια γεγονότα ενώ η αξιοπιστία και η νομιμοποίηση αυτού το οποίο θα καταστεί το κυρίαρχο νόημα συνεπάγεται την περιθωριοποίηση και την απονομιμοποίηση των εναλλακτικών κατασκευών (Χωλ. Στ., 1989: 108).
Οι διαφοροποιήσεις των “παραβατών” από τους “συναινούντες” δεν είναι φυσικά, αλλά κοινωνικά προσδιορισμένες – όπως φαίνεται από τη διαφορετική αντιμετώπιση των καταναλωτών οινοπνευματωδών από τους καπνιστές χασίς. Επιπρόσθετα, ήταν ιστορικά μεταβλητές: οι θεωρητικοί της υποκουλτούρας ήσαν αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται τις μέρες της ποτοαπαγόρευσης και να μπορούν να τις αντιπαραθέτουν με την περίοδο που οι θετικοί ορισμοί της Αμερικανικής αρρενωπότητας φαίνεται ότι απαιτούσαν μια γερή δόση από ποτό και τσιγάρο με φίλτρο. Εκείνο που μετράει ήταν η δύναμη αυτών που έπιναν οινοπνευματώδη να ορίσουν όσους κάπνιζαν χασίς ως παραβάτες [….]Είναι εκείνο που ο Χάουαρντ Μπέκερ, ένας από τους πρώτους ερευνητές που ευαισθητοποιήθηκαν στα ζητήματα της παρέκκλισης, ονόμασε ως “ιεραρχία της αξιοπιστίας” (Χωλ, 1989: 100)
Έτσι, λοιπόν, όταν μιλάμε για κυρίαρχους ορισμούς της κατάστασης, ουσιαστικά μιλάμε για μια ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω από κάποια συγκεκριμένα νοήματα· μυθοποιούνται και αποϊστορικοποιούνται γεγονότα και καταστάσεις (η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, οι υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις), τα οποία στην πραγματικότητα είναι ιστορικά και μεταβατικά, έτσι ώστε κάποιοι συγκεκριμένοι τρόποι οργάνωσης του κόσμου να εμφανίζονται ως φυσικοί και αυτονόητοι. Για το γεγονός, δηλαδή, ότι ορισμένες ιδεολογίες επιβάλλονται διαβρώνοντας τον καθημερινό λόγο με την μορφή της κοινής λογικής, του κοινού νου και άλλες παραμένουν περιθωριακές. [7]
Η ιδεολογία είναι πέρα για πέρα ασυνείδητη […] Πραγματικά η ιδεολογία είναι ένα σύστημα αναπαράστασης, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι αναπαραστάσεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη «συνείδηση» - είναι συχνά εικόνες και καμιά φορά ιδέες, όμως πάνω απ’ όλα, ως δομές επιβάλλονται στην τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων και όχι μέσω της «συνείδησής» τους. Αποτελούν αυτονόητα – ήδη αποδεκτά – ήδη βιωμένα πολιτισμικά αντικείμενα και επιδρούν στους ανθρώπους μέσω μιας διαδικασίας που τους διαφεύγει (Althusser, L. 1969, For Marx, Allen Lane, όπως αναφέρεται στο Hebdidge D., 1981: 25)
Οι εκπαιδευτικές δομές είναι ανάμεσα σ’ αυτές που, κατά τον Αλτουσέρ επιβάλλονται στην τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων και όχι μέσω της «συνείδησής» τους. Ο Hebdidge (1981: 25), προκειμένου να διευκρινίσει αυτό το ζήτημα, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα μια υλική κατασκευή, αυτή των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των σιωπηρών ιδεολογικών παραδοχών τις οποίες ενσωματώνουν στην αρχιτεκτονική τους: η υπερυψωμένη έδρα, οι πάγκοι σε επάλληλες σειρές συνιστούν την αρχιτεκτονική, υλική αναπαράσταση αυτού που εμφανίζεται ως φυσική ροή των πληροφοριών και συντελεί στην αποδοχή της αυθεντίας του καθηγητή, τουτέστιν της σχέσης ιεραρχίας διδάσκοντος, διδασκόμενου. Έτσι, αναπαριστάται ως φυσικό και αυτονόητο ένα ολόκληρο πεδίο αποφάσεων σχετικά με την εκπαιδευτική διαδικασία. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για με την αίθουσα του δικαστηρίου και το πεδίο αποφάσεων σχετικά με το συνιστά απονομή της δικαιοσύνης ή την αρχιτεκτονική δομή της φυλακής και το πεδίο αποφάσεων σχετικά με τη «σωφρονιστική» μεταχείριση του κρατουμένου.
Αυτό το πεδίο αποφάσεων, ωστόσο, γύρω από το είναι εκπαίδευση, δικαιοσύνη, δημοκρατία κλπ. δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα πεδίο διαπραγμάτευσης και αντιπαράθεσης διαφορετικών ορισμών της κατάστασης. Και ως τέτοιο δεν είναι ούτε αυτονόητο, ούτε ουδέτερο. Αυτό θα μας βοηθήσει να το καταλάβουμε η ανάλυση ενός πολύ σημαντικού μελετητή θεμάτων ιδεολογίας και κουλτούρας, του Stuart Hall, η οποία εκκινεί από τη σύζευξη του Αλτουσερικού και Γκραμσιανού λόγου περί ιδεολογίας και ηγεμονίας.[8]
Κατά τον Hall, η εξουσία του να σημασιοδοτείς τα γεγονότα μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο μεταφέρει τη συζήτηση περί ιδεολογίας σ’ αυτό που ονομάζει πολιτική της σημασιοδότησης. Αυτό σημαίνει ότι όταν μιλάμε για κυρίαρχους ορισμούς ή ηγεμονικούς λόγους, μιλάμε για το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας διαμέσου της οποίας κάποια γεγονότα σημασιοδοτούνται επανειλημμένα με συγκεκριμένους τρόπους. Έτσι, το νόημα το οποίο αποδίδεται στα πράγματα μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ ανταγωνιστικών και αλληλοσυγκρουόμενων ορισμών της πραγματικότητας. Αυτό το αντιλαμβανόμαστε κυρίως σε προβληματικές καταστάσεις, όπου διάφορες κοινωνικές ομάδες βρίσκονται σε διαμάχη και κάθε μια απ’ αυτές προσπαθεί να επιβάλλει τους δικούς της ορισμούς για αυτό που θα εκληφθεί ως αλήθεια, ως πραγματικότητα. Για παράδειγμα, μια εργατική απεργία ή κινητοποίηση, μπορεί να χαρακτηρισθεί είτε ως νόμιμο δικαίωμα του εργαζόμενου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του, είτε ως απειλή για την οικονομική ζωή της χώρας, κατά συνέπεια ότι είναι ενάντια στο εθνικό συμφέρον.
Με απλά λόγια, σε κάθε ιστορική συγκυρία υπάρχει ένα κεντρικό σύστημα πρακτικών, νοημάτων, αξιών που αποτελεί το κυρίαρχο σύστημα και το οποίο τείνει στη διατήρηση και αναπαραγωγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων
Ωστόσο δεν πρόκειται για κάτι άκαμπτο και αμετακίνητο που δεν υπόκειται σε συνεχείς μετασχηματισμούς. Όταν λέμε κυρίαρχη ιδεολογία, κυρίαρχη κουλτούρα κλπ. δεν αναφερόμαστε σ’ ένα σύστημα ανελαστικό και ερμητικά κλειστό σε εναλλακτικούς ορισμούς της πραγματικότητας. Αντίθετα, υπάρχει μια συνεχής διαπάλη, μια συνεχής διαπραγμάτευση καθώς στο παιγνίδι υπάρχει τόσο ο στόχος της υπονόμευσης, όσο και ο στόχος της διατήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Χρησιμοποιήσαμε πριν το παράδειγμα των εργατικών κινητοποιήσεων. Εκεί έχουμε σε διαπραγμάτευση ισχυρούς λόγους οι οποίοι απευθύνονται σε μεγάλα ακροατήρια που μπορεί κάλλιστα να διαφωνούν με την επίσημη οικονομική πολιτική. Άρα η κάθε κυβέρνηση για να εξασφαλίσει την ευρύτερη δυνατή συναίνεση στην οικονομική πολιτική που προκρίνει να εφαρμόσει δεν μπορεί να λειτουργήσει μετωπικά με τους απεργούς, έστω κι αν έχει θεσμικά τη δυνατότητα να το κάνει: κήρυξη της απεργίας ως παράνομης και καταχρηστικής. Πριν, λοιπόν, ή και παράλληλα με τους κατασταλτικούς θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κατά κύριο λόγο τους ιδεολογικούς μηχανισμούς απαναδιατύπωσης και επανερμηνείας του γεγονότος (ενάντια στο εθνικό συμφέρον), απονομιμοποίηση των αιτημάτων (η ικανοποίησή τους θα σημαίνει ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής με αποτέλεσμα να αδικηθούν άλλες κοινωνικές ομάδες). Κατά συνέπεια, αυτό που λέμε κυρίαρχο σύστημα, θα πρέπει να κατασκευάζει, να συγκροτεί και να ανασυγκροτεί τον εαυτό του έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει ακόμα κι ό,τι αντιτίθεται σ’ αυτό.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, για είναι μια στατική δομή αλλά μια διαδικασία ενσωμάτωσης, η οποία τείνει στην συλλογή, επαναδιατύπωση και επανερμηνεία – ενσωμάτωση εντέλει - όλων των νοημάτων και αξιών που βρίσκονται εκτός του κεντρικού πυρήνα.
Μιλάμε, λοιπόν, για κυρίαρχο ιδεολογικό λόγο – ή σωστότερα – για ηγεμονικό λόγο, όταν αυτός καταφέρνει να κυριαρχήσει, να βάλει στο περιθώριο όλους τους αντίπαλους ορισμούς και ερμηνείες της πραγματικότητας. Και όχι μόνον. Κυρίως όταν καταφέρει να μην φαίνεται καθόλου ιδεολογικός, αλλά φυσικός, πανανθρώπινος, έξω από ιστορικές συνθήκες και συγκεκριμένες συγκρούσεις ή συμφέροντα τα οποία υπηρετεί. Τότε η πολιτική της σημασιοδότησης εξυπηρετεί την ανάγκη διατήρησης των υπαρχουσών σχέσεων κυριαρχίας και ο ιδεολογικός λόγος καταφέρνει να γίνει ηγεμονικός. Δηλαδή, να εξασφαλίσει και τη συγκατάθεση της καταπιεσμένης πλειοψηφίας απέναντι στην εξουσία η οποία της ασκείται.
Παρότι, λοιπόν, είναι αλήθεια ότι ο ηγεμονικός λόγος κάποιων κυρίαρχων ομάδων είναι εν δυνάμει πάντα ικανός να εδραιώνει τη θέση του, αυτό δεν σημαίνει ότι η ηγεμονία είναι ποτέ δεδομένη. Θα πρέπει, αντίθετα, συνεχώς να κερδίζεται, να αναπαράγεται, να διατηρείται.
Αν, ωστόσο, μιλάμε για ένα πεδίο ιδεολογικής πάλης μεταξύ ανταγωνιστικών και αλληλοσυγκρουόμενων ορισμών της πραγματικότητας, θα πρέπει επίσης να πούμε ότι αυτή η ιδεολογική πάλη δεν διεξάγεται ποτέ με ίσους όρους, διότι οι διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν διαφορετική ικανότητα (βλ. εξουσία) να κάνουν κάποιο νόημα να επικρατήσει. Πολλώ δε μάλλον σε ζητήματα κλειστά σε πολλαπλούς ορισμούς και ερμηνείες όπως το έγκλημα και η ποινή, τα οποία δεν είναι «ανοιχτά» σε πολλαπλούς ορισμούς, έτσι ώστε ένας εναλλακτικός λόγος να είναι σε θέση να αμφισβητήσει την εγκυρότητα του κυρίαρχου και να εδραιώσει τη θέση του στο δημόσιο χώρο (Hall,1988: 355).
Σημαντικό μέρος της ύλης της πολιτισμικής εγκληματολογίας αφορά λοιπόν και τις στρατηγικές αναπαράστασης - με έμφαση στο ρόλο των ΜΜΕ - των συλλογικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται στο πλαίσιο των υποπολιτισμικών ομάδων και τα αποτελέσματα τα οποία παράγονται στο κοινωνικό πεδίο(τεχνητές κρίσεις, δημιουργία «κυμάτων εγκληματικότητας»,[9] «ηθικών πανικών» [10]) με τον ορισμό αυτών των ομάδων ως απειλής για την κοινωνική σταθερότητα και ειρήνη.
Οι καταβολές της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας – Βρετανικές μελέτες για την Νεολαία
Ο όρος Πολιτισμική Εγκληματολογία αναφέρεται συνήθως στην επιστημονική κίνηση η οποία εμφανίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις ΗΠΑ και είχε ως βασικό αντικείμενο μελέτης τις υποκουλτούρες οι οποίες αναπτύσσονται στις κοινωνικά περιθωριοποιημένες ζώνες των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, με έμφαση στις νεανικές υποκουλτούρες. Ωστόσο οι καταβολές αυτού του εγχειρήματος θα πρέπει να αναζητηθούν είκοσι χρόνια νωρίτερα, στην Μεγάλη Βρετανία, και στο πλαίσιο των υποπολιτισμικών μελετών που αναπτύχθηκαν τότε, αρχικά στο LSE και εν συνεχεία –και κυρίως- στο Κέντρο Σύγχρονων Πολιτισμικών Μελετών του Πανεπιστημίου του Birmingham (βλέπε σχετικά, Hayward & Young, 2004: 260 κι επ.).
Η «Νεολαία» παρουσιαζόταν ως μια αναδυόμενη κατηγορία στην μεταπολεμική Βρετανία, μια από τις πιο εμφανείς και αξιοπρόσεκτες εκδηλώσεις της κοινωνικής αλλαγής της περιόδου […] Νοηματοδοτήθηκε από τους ηθικούς φρουρούς της κοινωνίας ως κοινωνικό πρόβλημα –κάτι για το ποίο «οφείλουμε να δραστηριοποιηθούμε» (Clarke, Hall, Jefferson& Roberts, 1976: 9, στο Hall & Jefferson, επιμέλεια)
Η έννοια της υποκουλτούρας δεν ήταν προφανώς άγνωστη μέχρι τότε στην εγκληματολογία. Αντίθετα, η μελέτη των παραγόντων δημιουργίας υποπολιτισμικών ομάδων στο πλαίσιο των οποίων υποθάλπεται και οργανώνεται η εγκληματική συμπεριφορά, αποτέλεσε σημαντικό αντικείμενο της αμερικάνικης κοινωνιολογικής παράδοσης.[11] Η βασική υπόθεση στο πλαίσιο εκείνων των μελετών ήταν ότι η υποκουλτούρα, ειδικότερα η εγκληματική υποκουλτούρα, παρείχε το πλαίσιο για την επίλυση προβλημάτων τα οποία έθετε στα μέλη της η τοποθέτησή τους στην κοινωνική δομή και ειδικότερα οι περιορισμένες ευκαιρίες κοινωνικής καταξίωσης που χαρακτήριζαν τις συνθήκες ζωής των νεαρών της εργατικής τάξης.
Καθώς, όμως, η πολιτισμική εγκληματολογία αναπτύσσεται σε ένα αντι-θετικιστικό πλαίσιο, η υποπολιτισμική δραστηριότητα δεν «προβληματοποιείται» εξ ορισμού και με βάση προκατασκευασμένες θεωρητικές και αναλυτικές κατηγορίες. Δεν μελετώνται, κατά συνέπεια, οι λόγοι δημιουργίας της υποπολιτισμικής ομάδας ως παράγοντες της εγκληματικότητας η οποία υποθάλπεται και οργανώνεται στο πλαίσιό της, αλλά, αντίστροφα, αναδεικνύονται οι διαδικασίες εγκληματοποίησης συλλογικών συμπεριφορών οι οποίες οργανώνονται γύρω από ένα πλέγμα συμβολισμών, ταυτοτήτων, status, αισθητικής (στυλ) που μοιράζονται τα μέλη της ομάδας κλπ. Το ενδιαφέρον, δηλαδή, μετατίθεται από την «πραγματικότητα» της υποπολιτισμικής δραστηριότητας και τους παράγοντες που την προκαλούν, στους ίδιους τους «ορισμούς της κατάστασης» που διαμορφώνονται τόσο στο πλαίσιο αυτού του ίδιου του εναλλακτικού κέντρου ενσωμάτωσης (υποκουλτούρες), όσο και στο πλαίσιο της συμβατικής κοινωνίας.
Το νέο στοιχείο, όμως, το οποίο εισήγαγαν αυτές οι μελέτες της σχέσης εγκλήματος και κουλτούρας είναι η ανάδειξη της υποπολιτισμικής ομάδας ως έκφρασης μορφών απείθειας απέναντι σε αυτό που ορίζεται ως κυρίαρχη κουλτούρα.[12] Κατά συνέπεια η προβληματική η οποία αναπτύσσεται στο πλαίσιο της Π.Ε. περιλαμβάνει αφενός μεν τις ίδιες τις νεανικές υποκουλτούρες. Τουτέστιν μελετώνται ειδικότεροι τρόποι με τους οποίους εκφράζονται οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες κουλτούρες και τις νεανικές υποκουλτούρες που εμφανίζονται σε συγκεκριμένες κάθε φορά συγκυρίες. Άρα και οι νεανικές υποκουλτούρες δεν μελετώνται ως ένα ενιαίο φαινόμενο το επαναλαμβάνεται στο χρόνο, καθώς τα ειδικότερα χαρακτηριστικά και περιεχόμενο τους είναι συνάρτηση των ευρύτερων συμφραζομένων της περιόδου εμφάνισής τους: οι νεανικές υποκουλτούρες σε ιδεολογικό επίπεδο εκφράζουν εξειδικευμένες μορφές πολιτικής ή ιδεολογικής απείθειας σε τρόπους ζωής οι οποίοι προβάλλονται ως δεδομένοι και αυτονόητοι.
Στην προβληματική της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας περιλαμβάνονται αφ’ ετέρου οι αλληλεπιδράσεις οι οποίες αναπτύσσονται ανάμεσα στις νεανικές υποκουλτούρες και σε φορείς και σχηματισμούς της συμβατικής κοινωνίας που εμπλέκονται στις διαδικασίες χαρακτηρισμού και αντιμετώπισης των πρακτικών τους ως κοινωνικά ανεπιθύμητων. Κατά συνέπεια, όχι μόνον το ποινικό σύστημα, αλλά και άλλα συστήματα κοινωνικού ελέγχου, τα ΜΜΕ, διάφορες ομάδες «σταυροφόρων ηθικής» [13]… Οι σχετικές μελέτες εκκινούν από την υπόθεση ότι πολύ συχνά πολιτισμικές και εγκληματικές πρακτικές συναντιόνται, συνυφαίνονται σε μια σύνθετη διαδικασία η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον αυτές καθαυτές τις υποπολιτισμικές πρακτικές, αλλά και τις κατασταλτικές πολιτικές και «ηθικές εκστρατείες» που ενεργοποιούνται απέναντι στην παρουσία τους στην κοινωνική ζωή.
Όπως ήδη αναφέρθηκε αφετηρία της μελέτης των νεανικών υποπολιτισμών αποτέλεσε η έντονη παρουσία στην μεταπολεμική Βρετανία αυτού που ορίστηκε ως «νεανική κουλτούρα» και οι αντιδράσεις τις οποίες προκάλεσε. Στο πλαίσιο των σχετικών μελετών κάθε συγκεκριμένη έκφραση της νεανικής υποκουλτούρας αναπαριστά τη λύση ενός συγκεκριμένου πλέγματος συνθηκών, προβλημάτων, αντιθέσεων που εκδηλώνονται στην ευρύτερη κοινωνία τη δεδομένη στιγμή της εμφάνισής τους.
Οι νεανικές υποκουλτούρες σχηματίζονται στο πεδίο της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Μερικές είναι κανονικά και σταθερά χαρακτηριστικά της «γονεϊκής» ταξικής κουλτούρας: οι φερόμενες ως «εγκληματικές κουλτούρες» των νεαρών της εργατικής τάξης, για παράδειγμα. Αλλά κάποιες υποκουλτούρες εμφανίζονται σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές· καθίστανται ορατές, ταυτοποιούνται και χαρακτηρίζονται (είτε από τους ίδιους είτε από τους άλλους)· επισύρουν την προσοχή και κυριαρχούν στη δημόσια σκηνή για ένα διάστημα· έπειτα ξεθωριάζουν, εξαφανίζονται ή διαχέονται τόσο όσο να χάσουν τη διακριτότητά τους. Αυτές οι τελευταίες μας απασχολούν εδώ. Το ιδιαίτερο ντύσιμο, στυλ, οι κεντρικές δραστηριότητες, το milieux κλπ. των Teddy Boys, των Mod, των Rockers ή των Skinhead διαχωρίζονται, ως διακριτοί σχηματισμοί από τα ευρύτερα πρότυπα της κουλτούρας της εργατικής τάξης συνολικά, αλλά και από τα περισσότερο διαδεδομένα πρότυπα που επιδεικνύουν οι «κανονικοί» νεαροί της εργατικής τάξης (Clarke, Hall, Jefferson& Roberts, 1976: 14, στο Hall & Jefferson).
Από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα είναι η εμφάνιση και επανεμφάνιση των teddy boys στην βρετανική αλλά και στην παγκόσμια σκηνή.[14] Οι teds ήταν νεαροί προερχόμενοι από τα πιο περιθωριοποιημένα στρώματα της εργατικής τάξης και πρωτοεμφανίστηκαν στην Αγγλία στις αρχές της 10ετίας του ’50 με ένα ιδιαίτερο στυλ εμφάνισης δανδή (κομψευόμενου, επιτηδευμένα ντυμένου) και με μια εξαιρετική ευαισθησία σε πραγματικές ή φανταστικές προσβολές που αφορούσαν την πραγματική τους κοινωνική θέση. Το ίδιο το ντύσιμο τους (παντελόνι σωλήνα, γιλέκο με κεντήματα, μακριά μεσάτα σακάκια, γραβάτα – αρχικά προορισμένα από έναν άγγλο ράφτη για νεαρούς της αστικής τάξης) ήταν μια έκφραση της αμφιθυμικής σχέσης τους με την κουλτούρα της τάξης τους και των προσδοκιών τους για κοινωνική άνοδο. Με δυο λόγια, ξόδευαν μεγάλο μέρος του εισοδήματος τους για να αγοράζουν σύμβολα της ανώτερης τάξης, τα οποία όμως οικειοποιούνταν και δεν ανέχονταν κανένα υπαινιγμό επί του δικαιώματος τους να τα χρησιμοποιούν.
Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι teddy boys, παρά τον μικρό σχετικά αριθμό τους, αντιμετωπίστηκαν ως σύμπτωμα μιας επικείμενης κοινωνικής κατάρρευσης. Στις μεταπολεμικές κοινωνίες, παρά τα τεράστια οικονομικά προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε ο κόσμος, υπήρχε ταυτόχρονα η αίσθηση μιας επικείμενης οικονομικής ανοικοδόμησης, στην οποία και η εργατική τάξη θα έπαιζε τον ρόλο της υπακούοντας στην επιταγή-υπόσχεση «σφίξτε το ζωνάρι και θα έρθουν καλύτερες μέρες». Η εμφάνιση, λοιπόν, των teddy boys υπονόμευε το καλλιεργούμενο κλίμα συγκατάθεσης και ο όρος teddy boys φορτίστηκε ως μορφή νεανικής παραβατικότητας. [15]
Τα συμφραζόμενα της δεκαετίας του ’70, όταν επανεμφανίζονται οι teddy boys, χαρακτηρίζονται από μια καλπάζουσα οικονομική κρίση, ανεργία, προβλήματα στέγης. Με δυο λόγια, μακριά από τον μύθο της ανοικοδόμησης, χαρακτηρίζονται από την δημιουργία όλο και διευρυνόμενων στρωμάτων που ζούσαν στις παρυφές ή και εκτός της αγοράς εργασίας. Και προφανώς οι εργατικές κινητοποιήσεις, το κλείσιμο εργοστασίων κλπ., δεν άφηναν κανένα περιθώριο να φαντάζεται κανείς ότι θα μπορούσε να αναβιώσει το μεταπολεμικό κλίμα συναίνεσης, το οποίο περιλάμβανε τότε και την εργατική τάξη. Φάνηκε καθαρά, λοιπόν, ότι η κουλτούρα των teddy boys είχε εξαντληθεί στο πλαίσιο των μεταπολεμικών κοινωνιών ανοχής και όταν επανήλθε έμοιαζε με κακέκτυπο μιας σχεδόν ξεχασμένης ιδεολογικής ατμόσφαιρας: δεν υπήρχε κλίμα ανοχής και συναίνεσης για να το υπονομεύσουν, το περιβάλλον ήταν ούτως ή άλλως συγκρουσιακό. Έτσι, στους κύκλους τουλάχιστον της εργατικής τάξης από τους κόλπους της οποίας παρήχθη, όχι μόνον δεν προκαλούσε αντιδράσεις, αλλά αντίθετα ένα είδος νοσταλγίας για τις βεβαιότητες της δεκαετίας του ’50 ότι το μέλλον θα ήταν καλύτερο.
Αντίθετα, η επίμονη προσήλωση της δεύτερης γενιάς teds στο παραδοσιακό πρότυπο του «κακού» φάνηκε επιδεικτική και αντιδραστική. Με τους ήχους τραγουδιών από καιρό ξεχασμένων, με ρούχα που θα έπρεπε να είναι μουσειακά κομμάτια, οι τελευταίοι αυτοί teds υιοθέτησαν ένα σύστημα σεξουαλικών ηθών (ερωτοτροπίες, φλερτ) κι έναν ψευτοπαλικαρίστικο μαχισμό – αυτόν τον περίεργο συνδυασμό σωβινισμού, μπρύλ-κρήμ και βίαιων εκρήξεων – που συνέχιζε να διατηρείται στην γονεϊκή κουλτούρα σαν το πρότυπο της ανδρική συμπεριφοράς, ένα πρότυπο ανέγγιχτο από τις πυρετώδεις υπερβολές της μεταπολεμικής «κοινωνίας της ανοχής». [….] Γι’ αυτούς τους λόγους, το να φορά κανείς ένα φαρδύ μπουφάν στα 1978, δεν σήμαινε τα ίδια πράγματα, με τον ίδιο τρόπο, όπως στα 1965, παρά το γεγονός ότι και τα δυο είδη teddy boys λάτρευαν τους ίδιους ήρωες (Elvis, Eddie Cachrane, James Dean), χτενίζονταν με τον ίδιο τρόπο και κατείχαν την ίδια σχεδόν ταξική θέση (Hebdidge, 1981: 115, 116)
Το στοιχείο της ιδεολογικής και πολιτικής απείθειας αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο για την μελέτη της νεανικής υποκουλτούρας και στην μετέπειτα περίοδο. Αυτή η άρνηση, η απείθεια μπορεί να ξεκινάει από πολύ μικρά πράγματα (ιδιαίτερο κτένισμα ή ντύσιμο), αλλά καταλήγει στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου στυλ, μιας αισθητικής που έχει σαν στόχο το να περιφρονεί, περιγελάει ή παραμορφώνει τους πάσης φύσεως κανονισμούς της συμβατικής ζωής. Τα αντικείμενα μαζί με τις υπόλοιπες συλλογικές πρακτικές επενδύονται συμβολικά νοήματα, αποκτούν συμβολική αξία και καταλήγουν να γίνουν υποδηλωτικά συλλογικών ταυτοτήτων (skinheads, punks, graffiti writers, οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων κλπ.)[16] Μ’ αυτήν την έννοια, το στυλ των υποπολιτισμικών ομάδων είναι από τα πολύ σημαντικά στοιχεία της παρουσίας τους, τόσο ως στοιχείο αυτοκαθορισμού, όσο και ως στοιχείο ετεροκαθορισμού
Το νόημα, λοιπόν, της υποκουλτούρας είναι πάντοτε αμφισβητήσιμο και το στυλ είναι ο χώρος όπου συγκρούονται με τη μεγαλύτερη ένταση οι αντιτιθέμενοι ορισμοί (Hebdidge, 1981: 13).[17]
Για παράδειγμα, η παραμάνα των πανκ δεν ήταν γι’ αυτούς ένα ασήμαντο, τυχαίο αντικείμενο όπως είναι για τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι ούτε ένα αυτοσχέδιο εργαλείο για άλλες χρήσεις πλην των συμβατικών. Είναι ένα από τα σύμβολα μιας απαγορευμένης (αλλά προκλητικά παρούσας) οντότητας. Το στυλ πανκ είναι η απόλυτη παραβίαση κάθε είδους κώδικα. Δεν είναι μόνον μια αναστάτωση του συμβατικού στυλ ντυσίματος με βάση το σλόγκαν «αν το καπέλο δεν ταιριάζει, φόρα το». Είναι μια «στολή», με σαφέστατο το κατασκευασμένο της περιεχόμενο έτσι ώστε να τονίζεται το ρήγμα μεταξύ των εντός και των εκτός ομάδας – έτσι λειτουργεί ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού αλλά και έκφρασης μιας αντικαταναλωτικής ιδεολογίας που δεν συγχωρεί το να ξοδεύεις λεφτά για ρούχα. Σε κάποιες χώρες, μάλιστα σκληροπυρηνικοί πανκ αναζητούσαν υλικά για τα ρούχα τους στα σκουπίδια (Τουρκοβασίλης, Γ, 1984: 18).
Όπως περιγράφει ο Hebdidge (1981: 142 κ.ε.), αυτό το στυλ ήταν συχνά άμεσα προσβλητικό ή απειλητικό: ρούχα γεμάτα βρισιές, σύμβολα σαδομαζοχιστικής σεξουαλικότητας, στολές ανταρτών κλπ. Άρα το στυλ πανκ – και όχι μόνο - ήταν αυτό που λέει ο Έκο, ένας «σημειωτικός ανταρτοπόλεμος» σε όλα τα επίπεδα: οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτισμικό. Ταυτόχρονα, για τη συμβατική κοινωνία αυτό το συμβολικό αντικείμενο προειδοποιεί για μια επικίνδυνη παρουσία και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις, από το γέλιο μέχρι την οργή:
[…] Μας ενδιαφέρει η υποκουλτούρα –οι εκφραστικές μορφές και οι συνήθειες αυτών των υποτελών ομάδων- που αποβάλλονται, κατηγορούνται ή μυθοποιούνται κατά περίπτωση· που είτε αντιμετωπίζονται ως απειλές στη δημόσια τάξη, είτε σαν άκακοι παλιάτσοι (Ηebdidge, 1981: 12)
Στο επίπεδο του ετεροκαθορισμού, λοιπόν, το στυλ, το περιεχόμενο της υποκουλτούρας, στη διαπραγμάτευσή του με την κυρίαρχη κουλτούρα υπόκειται σε διάφορες διαδικασίες αποδυνάμωσης οι οποίες παίρνουν δυο κυρίως χαρακτηριστικές μορφές: Την εμπορευματική μορφή, όπου το στυλ μετατρέπεται σε αντικείμενο μαζικής παραγωγής και ως τέτοιο γίνεται μόδα ως look, ως μουσική και, τροφοδοτώντας τις αντίστοιχες βιομηχανίες, ενσωματώνεται αποσυνδεδεμένο από την αρχική του χρήση. Όταν φθάνουν, δηλαδή, στην αγορά είναι ήδη φορτωμένα με άλλες σημασίες, δεν έχουν τίποτα το ανατρεπτικό από τη στιγμή που γίνονται αντικείμενα συμβατικής χρήσης. Και την ιδεολογική μορφή, όταν το στυλ επανακαθορίζεται από τις κυρίαρχες ομάδες (αστυνομία, ΜΜΕ, δικαιοσύνη, εκκλησία, διάφορες ομάδες σταυροφόρων ηθικής) ως κοινωνικά προβληματική συμπεριφορά, εγκληματική ή εν δυνάμει εγκληματική (Ηebdidge, 1981: 128 κ.ε.).
Υποπολιτισμικές ομάδες και κριτική εγκληματολογία
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το θέμα της πολιτικής ή ιδεολογικής απείθειας αποτέλεσε ένα από τους κεντρικούς άξονες στην μελέτη των νεολαιίστικων πολιτισμών. Από τα πρωτοπόρα σ’ αυτήν την κατεύθυνση έργα είναι ο συλλογικός τόμος Resistance through Rituals, σε επιμέλεια των Hall και Jefferson (1976):
Αντικείμενο αυτού του τόμου είναι οι Νεανικές Κουλτούρες: σκοπός μας είναι να τις ερμηνεύσουμε ως φαινόμενο και την εμφάνιση τους στην μεταπολεμική περίοδο. Φυσικά έχει ήδη υπάρξει σημαντική διαπραγμάτευση του αντικειμένου, κυρίως από τα ΜΜΕ. Ωστόσο πολλές από αυτές τις έρευνες και αναλύσεις φαίνεται ότι κυρίως έχουν πολλαπλασιάσει τη σύγχυση και επιτείνει τις μυθολογίες που περιβάλλουν το αντικείμενο. Αντιμετωπίζοντάς το αποκλειστικά με τους όρους των θεαματικών του χαρακτηριστικών, αυτές οι έρευνες έχουν καταστεί μέρος του ίδιου του φαινομένου που επιθυμούμε να μελετήσουμε (Clarke, Hall, Jefferson& Roberts, 1976: 9, στο Hall & Jefferson επιμ.)
Στο παραπάνω κείμενο βλέπουμε να αναδύονται και οι δύο άξονες της μελέτης της νεανικής υποκουλτούρας, δηλαδή τόσο το ίδιο το φαινόμενο, όσο και αντιδράσεις που προκαλεί η παρουσία του στην κοινωνική ζωή, οι οποίες καταλήγουν να αποτελούν μέρος του φαινομένου. Με άλλα λόγια, πώς οι παρεκκλίνουσες υποκουλτούρες ήταν ταυτόχρονα δημιούργημα των εμπλεκόμενων κοινωνικών δραστών αλλά και διαμεσολαβημένες από την επίδραση των ΜΜΕ και τις παρεμβάσεις άλλων ισχυρών φορέων και σχηματισμών της συμβατικής κοινωνίας (Hayward & Young, 2004: 261).
Παραδειγματική περίπτωση αυτών των μελετών είναι η έρευνα του S. Cohen (1972), για τους «λαϊκούς σατανάδες» (folk devils) της δεκαετίας του 1960 στη Mεγάλη Βρετανία, τους Mods και Rockers, και την λειτουργία των «ηθικών πανικών» (moral panics).[18] Με μια σύνθετη και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μεθοδολογία, ο Stanley Cohen παρακολουθεί τις διαδικασίες κοινωνικής κατασκευής του μύθου των νεολαιίστικων ομάδων Mods και Rockers, οι οποίες μέσα από την πυροδότηση ηθικού πανικού –κυρίως από τα αγγλικά αλλά και διεθνή ΜΜΕ- και τη λήψη προληπτικών και κατασταλτικών μέτρων σε συγκεκριμένες περιοχές και απέναντι σε άτομα με συγκεκριμένη εμφάνιση και στυλ, αναχθήκανε σε απειλή για την δημόσια τάξη.[19]
Μια σημαντική παράμετρος, η οποία δίνει και το ιδεολογικό στίγμα των βρετανικών υποπολιτισμικών μελετών, είναι η «συνάντησή» τους με το βρετανικό αντι-εγκληματολογικό κίνημα, τις απαρχές της κριτικής εγκληματολογίας στην Αγγλία, όταν εκφράζεται η πρόθεση μιας ομάδας νεαρών μαρξιστών κοινωνιολόγων να επεξεργασθούν μια θεωρία της παρέκκλισης στο πλαίσιο της μαρξιστικής θεωρίας:
Σε μια μικρή γωνιά του πολιτισμικού χάρτη της δεκαετίας του '60, μια ομάδα επιστημόνων από τη Βρετανία, τη Βόρειο Αμερική και ορισμένες άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης συγκεντρώθηκαν γύρω από τα παλιά αντικείμενα του εγκλήματος και της τιμωρίας, της παρέκκλισης και του ελέγχου της. Αυτά που αρχίσαμε να λέμε ήσαν σε μεγάλο βαθμό ενδιαφέροντα και δημιουργικά, μερικές φορές υπερβολικά και ανόητα, πάντοτε αντιπροσωπευτικά της ευρύτερης πνευματικής και πολιτικής κουλτούρας στην οποία ζούσαμε" ( Stanley Cohen, 1988: 11)
Η ομάδα των άγγλων κριτικών εγκληματολόγων (η National Deviance Conference όπως είναι γνωστή) συγκροτείται το 1968 κυρίως ως πόλος συσπείρωσης όσων αντιτίθενται στην κατεστημένη εγκληματολογική γνώση και την ιδεολογική της λειτουργία. Η καταγγελία της ιδεολογικής λειτουργίας της θετικιστικής εγκληματολογίας αποτελεί ίσως το κύριο συνεκτικό υλικό για την επανεπεξεργασία των κοινωνιολογικών θεωριών της παρέκκλισης, οι οποίες αποτελέσανε το πρώτο και το βασικό θεωρητικό σημείο αναφοράς στο έργο τους. Μ' αυτή την έννοια η θεωρία της αλληλεπίδρασης αποτελεί και την αφετηρία από την οποία, σε συνδυασμό και με το πολιτικό υπόβαθρο της ομάδας, αναπτύσσονται περισσότερο πολιτικοποιημένες θέσεις ως απάντηση στο ερώτημα του H. Becker ποιος θέτει τους κανόνες και γιατί.
Στην πρώτη φάση της εξέλιξης της κριτικής εγκληματολογίας στην Αγγλία, τη λεγόμενη σκεπτικιστική, αυτές οι επιρροές είναι πράγματι κυρίαρχες. Ο ίδιος ο όρος σκεπτικιστική υποδηλώνει το περιεχόμενο της προσέγγισης, χρησιμοποιούμενος για να καταδείξει τη σχετικότητα του φαινομένου της παρέκκλισης: Oι βεβαιότητες του ψυχολογικού-ψυχιατρικού μοντέλου καθίστανται απλές πιθανότητες, η παρέκκλιση δεν είναι προβλέψιμο φαινόμενο, καθώς αναλύεται εκ των υστέρων, μελετάται αυτό που "κατασκευάστηκε" ως παρέκκλιση. Ωστόσο, ήδη από τα πρώτα τους έργα αναγνωρίζεται η πρόθεση της ομάδας να κόψει τον ομφάλιο λώρο με τη θεωρία της αλληλεπίδρασης. Αν θεωρήσουμε ότι το στίγμα της περιόδου το δίνει ο συλλογικός τόμος Images of Deviance, έχει ενδιαφέρον το σχόλιο του επιμελητή της έκδοσης, S.Cohen, στην εισαγωγή του έργου:
Ούτε η κοινωνική αντίδραση στην παρέκκλιση, ούτε η διαδικασία μέσα από την οποία γίνεται κανείς παρεκκλίνων μπορούν να αξιολογηθούν διαχωρισμένες από το οικονομικό, το εκπαιδευτικό, το ταξικό σύστημα, από θεσμούς όπως η οικογένεια και η εκπαίδευση, απ' τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται ο ελεύθερος χρόνος, απ' τις μορφές με τις οποίες εκφράζεται η εξουσία, η σύγκρουση, η διαφορετικότητα (Cohen, S., 1971α: 19).
Ο Stanley Cohen επισημαίνει, λοιπόν, ότι η θεωρία της αλληλεπίδρασης έδωσε υπερβολική έμφαση στο ρόλου του "άλλου" κατά τη διαδικασία δημιουργίας και εμπέδωσης της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, ελαχιστοποιώντας το ρόλο των δομικών συνθηκών και αναφέρεται στην ανάγκη μελέτης των παραγόντων που βρίσκονται στη βάση της εκδήλωσης της αρχικής παρέκκλισης, αντικείμενο το οποίο αγνόησε παντελώς η θεωρία της αλληλεπίδρασης.[20] Όπως δε σημειώνει αργότερα ο ίδιος, η νέο-μαρξιστική θεωρία σε συνδυασμό με τον δομισμό και την σημειωτική, φαίνεται να ασκούν ηγεμονική επίδραση τόσο στην κοινωνιολογία της παρέκκλισης, όσο και στις βρετανικές πολιτισμικές σπουδές (Cohen, εισαγωγή της δεύτερης έκδοσης του Folk Devils and Moral Panics, 1980: ii)
Ο ρόλος, λοιπόν, των δομικών συνθηκών τόσο στην εκδήλωση της αρχικής παρέκκλισης, όσο και στους τρόπους με τους οποίους βιώνει το άτομο το status του περιθωριακού (outsider) και η υπεράσπιση του κοινωνικού νοήματος που έχει η παρεκκλίνουσα ή η εγκληματική δράση για τον ίδιο τον δράστη, αποτελούν τους δύο πυλώνες πάνω στους οποίους αρχίζει να δομεί το αντικείμενο της η Νέα Κοινωνική Θεωρία της Παρέκκλισης, όπως ονομάστηκε η κριτική εγκληματολογία στην Αγγλία. Αναπτύσσεται, λοιπόν, μια προσέγγιση η οποία προϋποθέτει ένα βαθμό συνείδησης του ατόμου και, ως εκ τούτου, υποδηλώνει ένα επαναπροσδιορισμό των βασικών θέσεων της θεωρίας της αλληλεπίδρασης (υπέρβαση της Μπεκεριανής θέσης ότι η παρέκκλιση είναι αποτέλεσμα χαρακτηρισμού, στο βαθμό που στην παρεκκλίνουσα δράση αναγνωρίζεται ένα συγκεκριμένο κοινωνικό νόημα).
Στη θεματική της ομάδας κυριαρχεί η μελέτη των συλλογικών μορφών παρέκκλισης σε συνδυασμό με τη μελέτη των παραγόντων που καθορίζουν την ένταση της κοινωνικής αντίδρασης.[21] Οι μορφές, λοιπόν, και η ένταση της κοινωνικής αντίδρασης συναρτώνται προς μια νέα προσέγγιση της παρέκκλισης, η οποία, μέσα από τη μελέτη κυρίως συλλογικών μορφών της, ερμηνεύεται ως προσπάθεια επιβολής εναλλακτικών μοντέλων συμπεριφοράς ή εναλλακτικών μοντέλων ελέγχου από θέση μη-ισχύος.
Στην ανάλυση των επί μέρους θεμάτων προνομιακή θέση κατέχουν οι μηχανισμοί δημιουργίας και αναπαραγωγής των στερεοτύπων και οι διαδικασίες ενίσχυσης της παρέκκλισης (amplification of deviancy) μέσα από την άσκηση κοινωνικού ελέγχου με ειδικότερη αναφορά στον ρόλο των ΜΜΕ. [22]
Να σημειώσουμε επίσης ότι βασικό αντικείμενο μελέτης αποτελούσαν οι μορφές εγκληματικότητας ή παρέκκλισης της εργατικής τάξης, οι οποίες προσεγγίζονταν ως απάντηση στον τρόπο με τον οποίο βιώνουν τα μέλη της εργατικής τάξης τις υλικές συνθήκες ύπαρξης τους. Ο Stanley Cohen μάλιστα διατυπώνει την άποψη ότι στο χώρο της βίαιης νεανικής εγκληματικότητας παρατηρείται μια σημαντική σύγκλιση - τόσο σε επίπεδο συμπεριφοράς, όσο και σε επίπεδο κοινωνικού ελέγχου - ανάμεσα στις παραδοσιακές μορφές της και τις μορφές που έχουν ένα έκδηλο ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο. Καθώς οι δύο αυτές κατηγορίες είναι δύσκολο πλέον να διαχωριστούν κάθετα, ο συγγραφέας επισημαίνει την ανάγκη αντικατάστασης των παραδοσιακών αιτιολογικών προσεγγίσεων με άλλες, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψη τόσο το κοινωνικό πλαίσιο στο εκδηλώνονται τα φαινόμενα νεανικής βίας, όσο και το νόημα που έχουν για τα άτομα τα οποία εμπλέκονται σ' αυτά (S. Cohen, 1971β)
Στο βαθμό, λοιπόν, που αναζητούνται οι προσδιοριστικοί παράγοντες της αρχικής εκδήλωσης των φαινομένων παρέκκλισης ή εγκληματικότητας, τα φαινόμενα αυτά μπορεί να μεταβάλλονται, να ενισχύονται, να προσαρμόζονται με μια προκατασκευασμένη εικόνα τους, αλλά, εν πάση περιπτώσει, προϋπάρχουν της κοινωνικής αντίδρασης με τους δικούς τους όρους, απορρέοντας από συνειδητές επιλογές ατόμων ή ομάδων τις οποίες καθορίζει η τοποθέτηση τους στην κοινωνική δομή.
Αν θα έπρεπε, λοιπόν, να συνοψίσω την προβληματική των απαρχών της μελέτης της σχέσης εγκλήματος και κουλτούρας στην οποία αναφερθήκαμε μέχρι τώρα στο πλαίσιο των βρετανικών μελετών, θα ανέτρεχα στον τίτλο του πολύ σημαντικού έργου Resistance trough rituals (Hall & Jefferson, 1976, 1η έκδοση 1975). Όπως, εξάλλου, γράφει και ο Stanley Cohen:
Όποια κι αν είναι τα αντικείμενα που πρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε, Teddy Boys, Mods and Rockers ή Punks, δύο είναι τα κυρίαρχα θέματα: πρώτον ότι το στυλ –όποιο κι αν είναι- αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή αντίστασης στην υποταγή· δεύτερον, ότι η μορφή που παίρνει αυτή η αντίσταση είναι κατά κάποιο τρόπο συμβολική ή μαγική, με την έννοια ότι δεν αποτελεί μια πραγματική, επιτυχή λύση σε οτιδήποτε συνιστά το πρόβλημα. Η φράση «resistance through ritual» προαγγέλλει αυτά τα δύο θέματα […] Δεν είναι πλέον [η έννοια της αντίστασης] ζήτημα μιας παθητικής προσαρμογής ή εξέγερσης απέναντι σε ματαιωμένες προσδοκίες, αλλά μια συλλογική (και, κάποιες φορές, καλούμαστε να το πιστέψουμε) ιστορικά διαμορφωμένη απάντηση, διαμεσολαβημένη από την ταξική κουλτούρα του καταπιεσμένου (Cohen, 1980: x)
Το πολιτισμικό νόημα του εγκλήματος: Η [νέα] Πολιτισμική Εγκληματολογία
Όπως προαναφέρθηκε, ο όρος «εγκληματολογία» -συνοδευόμενος από οποιονδήποτε επιθετικό προσδιορισμό- δεν εμφανίζεται στο πλαίσιο των βρετανικών μελετών για τις νεανικές υπο-κουλτούρες. Έτσι, η πρώτη αναφορά αυτού του όρου συναντιέται στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις ΗΠΑ και αναφέρεται σε ένα πλήθος μελετών που είχαν ως αντικείμενο τις υπο-κουλτούρες οι οποίες αναπτύσσονται στις κοινωνικά περιθωριοποιημένες ζώνες των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, με ειδικότερη αναφορά στις νεανικές υπο-κουλτούρες. Αναζητιέται, κατά συνέπεια, το κοινό έδαφος μεταξύ κουλτούρας και εγκληματικών πρακτικών --το έγκλημα ως υποπολιτισμική δραστηριότητα ή η υποπολιτισμική δραστηριότητα ως έγκλημα- αφ’ ενός, και κατασταλτικών πολιτικών ή «ηθικών εκστρατειών» που ενεργοποιούνται απέναντι σ’ αυτές τις πρακτικές αφ’ ετέρου.
Ήδη ο προσδιορισμός του εγχειρήματος (πολιτισμική), παραπέμπει σ’ ένα κοινωνικό και διανοητικό περιβάλλον όπου οι πολιτισμικές πρακτικές κατέχουν ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στις διαδικασίες ανάπτυξης ενός παγκόσμιου περιβάλλοντος: τα μέσα παραγωγής, κυκλοφορίας και διάχυσης της κουλτούρας έχουν επεκταθεί εξαιρετικά διαμέσου των νέων τεχνολογιών και της «επανάστασης της πληροφορίας» ενώ, ταυτόχρονα, η «πολιτισμική βιομηχανία» έχει καταστεί διαμεσολαβητικό στοιχείο πλήθους άλλων διαδικασιών (Zanin, 2004:1). Πράγματι, οι αναπαραστικές πρακτικές του υποπολιτισμικού φαινομένου αποτελούν ένα βασικό αντικείμενο της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας, με έμφαση στην ανάλυση του λόγου πολιτισμικών προϊόντων και κυρίως των ΜΜΕ. Οι σχετικές μελέτες, κατά συνέπεια, αναδεικνύουν την «διαμεσολαβημένη φύση» της πραγματικότητας και υποστηρίζεται ότι τα αντικείμενα (υπο-κουλτούρες) δεν μπορεί να μελετηθούν ανεξάρτητα από την αναπαράστασή τους. Επισημαίνεται, λοιπόν, ο κεντρικός ρόλος των ΜΜΕ στην διαμόρφωση των σημείων τομής κουλτούρας και εγκλήματος. Ο ρόλος αυτός δεν εξαντλείται στο τρόπο με τον οποίο αναφέρονται τα ΜΜΕ στα εγκληματικά συμβάντα ή στον τρόπο με τον παρουσιάζουν τις υπο-κουλτούρες:
[…] Πρόκειται μάλλον για το ότι τα εγκληματικά συμβάντα, οι ταυτότητες και τα στυλ ζωντανεύουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαποτισμένο από τα ΜΜΕ και, ως εκ τούτου, εξαρχής υπάρχουν ως μια στιγμή σ’ ένα διαμεσολαβητικό σπιράλ παρουσίασης και αναπαράστασης. Τα ΜΜΕ κατασκευάζουν μάλλον τα εγκληματικά συμβάντα και τις προσλήψεις της εγκληματικότητας, παρά αναφέρονται σ’ αυτά […] Σε κάθε περίπτωση, ως πολιτισμικοί εγκληματολόγοι μελετάμε όχι μόνον εικόνες αλλά εικόνες των εικόνων, έναν απέραντο χώρο διαμεσολαβητικών κατόπτρων (Ferrell & Sanders, 1995β: 14)
Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε σ’ έναν ειδικότερο προσδιορισμό των υποθέσεων και της θεματικής της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας της δεκαετίας του ’90, θα είχε ενδιαφέρον να σταθούμε στην αλλαγή των κοινωνικών συμφραζόμενων τα οποία επηρεάζουν και τον λόγο περί εγκλήματος και παρέκκλισης. Λέει ο Dario Melossi:
Κάθε συγκεκριμένο πολιτισμικό περιβάλλον παράγει μία ορισμένη «γνώση» του εγκληματία, η οποία διαχέεται σε διαφορετικές μορφές του λόγου, από τον επιστημονικό λόγο ως τις εφημερίδες, από τα τηλεοπτικά μέσα ως τις μυθοπλαστικές αφηγήσεις. Oι αναπαραστάσεις αυτού του είδους διαδραματίζουν, μεταξύ άλλων, ένα ρόλο μέσα στην κοινωνία ο οποίος συνίσταται στον προσανατολισμό της δημόσιας ηθικής (Melossi, D., 1999: 24)
Όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά τις τελευταίες δεκαετίες αναβιώνουν οι πιο σκληροπυρηνικές εκδοχές του θετικιστικού παραδείγματος στην εγκληματολογία και η έμφαση δίδεται στις μεθόδους ελέγχου του εγκλήματος. Έτσι, σε αντίθεση με την περίοδο κατά την οποία ανθίζουν οι πολιτισμικές σπουδές και συναντιούνται με τις οι κριτικές τάσεις στην εγκληματολογία, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και μετά ο Λόγος περί εγκληματικότητας άρχισε να αποτελεί προνομιακό πεδίο για την εφαρμογή συντηρητικών, κατασταλτικών πολιτικών που έτειναν στον έλεγχο όλο και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Οι τάσεις αυτές εκφράστηκαν και στον τρόπο με τον οποίο διδάσκεται η εγκληματολογία και σχεδιάζονται οι επιστημονικές έρευνες: «η απόσταση ανάμεσα στον κόσμο εκεί έξω – το χώρο όπου ο Robert Park παραινούσε τους φοιτητές του “να πάνε και να λερώσουν τα χέρια τους στην πραγματική έρευνα”- γίνεται όλο και μεγαλύτερη» (Hayward & Young, 2004: 262), οι ποσοτικές μέθοδοι κυριαρχούν και η τάση είναι να ποσοτικοποιείται και η ποιοτική έρευνα (ό.π.)
Σ’ αυτό περιβάλλον γεννιέται η νέα πολιτισμική εγκληματολογία και «καθίσταται όλο και περισσότερο κατάλληλη ακόμα κι αν την ίδια στιγμή το αντικείμενο κυριαρχείται από το ακριβώς αντίθετό του, ένα θετικιστικό φονταμενταλισμό που τείνει να αποκαταστήσει την ανθρώπινη δράση στο προβλέψιμο, το μετρήσιμο, το γήινο» (Hayward & Young, 2004: 263).
Η πολιτισμική εγκληματολογία δεν εστιάζει στο κοινωνικό υπόστρωμα των δραστών ή στην ανάδειξη δομικών παραγόντων που συναρτώνται με την εγκληματική δραστηριότητα, θεωρώντας αυτές τις προσεγγίσεις ως αναπόφευκτα θετικιστικές.
Η πολιτισμική εγκληματολογία καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η φτώχεια, για παράδειγμα, σε μια κοινωνία της αφθονίας προσλαμβάνεται ως μια πράξη αποκλεισμού –η έσχατη ταπείνωση σε μια καταναλωτική κοινωνία. Πρόκειται για μια έντονη εμπειρία, όχι απλώς υλικής στέρησης αλλά μιας αίσθησης αδικίας και οντολογικής ανασφάλειας […] (Hayward & Young, 2004: 267)
Αναδεικνύεται, κατά συνέπεια, η πολιτισμική διάσταση της εγκληματικής δραστηριότητας: «το έγκλημα δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ανθρώπινη δραστηριότητα, κάτι το ανθρώπινο, πολιτισμικό στη φύση του και παραγόμενο από την κοινωνική τάξη στην οποία ζούμε σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή […] Είναι [το έγκλημα] προϊόν άνισων σχέσεων εξουσίας και εκδηλώνεται ως αντίδραση στις δραστηριότητες άλλων, βρίσκοντας έκφραση στην κουλτούρα της καθημερινής ζωής» (Presdee, 2004: 276). Η έμφαση, λοιπόν, στην βιωμένη εμπειρία της καθημερινής ζωής και το έγκλημα ως «κοινωνική δραστηριότητα» που εδράζεται στην κουλτούρα, αντιπαρατίθεται στις θεωρίες που προσδιορίζουν, οριοθετούν και προβληματοποιούν την κατηγορία «εγκληματική δραστηριότητα», ανάγοντας την σε εξειδικευμένο αντικείμενο μελέτης: «Η θεωρία πρέπει να μάθει από τη ζωή» (Willis, 1978: 182, όπως αναφέρεται στο Presdee, 2004: 277)
Είναι σημαντικό δε να σημειώσουμε ότι, καθώς η πολιτισμική εγκληματολογία εμφανίζεται στην ύστερη νεωτερικότητα, προφανώς επηρεάζεται από τα πολιτισμικά και διανοητικά συμφραζόμενα της περιόδου:
[…] η ύστερη νεωτερικότητα αντιπροσωπεύει μια μετάθεση στο ενσυνείδητο […] σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας κρίσης του είναι σε μια κοινωνία όπου η αυτό-εκπλήρωση, η έκφραση, η αμεσότητα είναι υπέρτατες αξίες, ακόμα κι αν οι δυνατότητές εκπλήρωσής τους είναι σημαντικά περιορισμένες από την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση της εργασίας (την λεγόμενη McDolandization [ελαστικοποιημένη εργασία σύμφωνα με το μοντέλο ΜcDonald]) και την εμπορευματοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Το έγκλημα και η παρανομία σ’ αυτά τα νέα συμφραζόμενα μπορούν να ειδωθούν ως μορφή απόδρασης από τους καταναγκασμούς, άμεση υλοποίηση αναγκών και επιβεβαίωση της ταυτότητας και της ύπαρξης. Μ’ αυτήν την έννοια, η ταυτότητα καθίσταται μέρος της παραβίασης των κανόνων (Hayward & Young, 2004: 267)
Για παράδειγμα η εμπλοκή των ατόμων σε δραστηριότητες υψηλής επικινδυνότητας, συχνά παράνομες (base jumping, αγώνες δρόμου με μοτοσικλέτες…), [23] ερμηνεύεται ως η αναζήτηση έντονων συγκινήσεων, καθώς τα άτομα ωθούν τον εαυτό τους στα άκρα της επικινδυνότητας, αλλά ταυτόχρονα και ως αναζήτηση σιγουριάς: «χάνουν τον έλεγχο προκειμένου να αποκτήσουν τον έλεγχο». Με τους όρους του Ferrell (2001), πρόκειται για «εναλλακτικές πολιτικές του δρόμου» που υιοθετούνται από τις περιθωριακές ομάδες, οι οποίες λειτουργούν ως «ακτιβιστές του δρόμου», με στόχο το αποστειρωμένο αστικό περιβάλλον των αμερικανικών μεγαλουπόλεων τύπου Disneyland: «Σύμφωνα με τον Ferrell, οι καθαροί στόχοι της σύγχρονης αστικής ανανέωσης είναι η επανεπινόηση του νοήματος του πολιτισμικού χώρου και της κοινότητας να αντικαταστήσουν τα σύμβολα της ασφαλούς ομοιογένειας με αυτά της διαφορετικότητας και της αισθητηριακής αταξίας» (Fenwick, 2004: 378).
Αν, λοιπόν, στο πλαίσιο του κυρίαρχου εγκληματολογικού Λόγου, η ντετερμινιστική προσέγγιση[24] εναλλάσσεται με τις θεωρίες ελέγχου,[25] η νέα πολιτισμική εγκληματολογία απορρίπτει τις θεωρίες που αναδεικνύουν εγκληματογόνους παράγοντες μελετώντας την προσωπικότητα ή το κοινωνικό υπόστρωμα του δράστη (φτώχεια, ανεργία, έλλειψη μόρφωσης, υποβαθμισμένο περιβάλλον), όπως επίσης και τις θεωρίες ελέγχου σύμφωνα με τις οποίες ο δράστης αναζητά κενά στο πλέγμα των συστημάτων κοινωνικού ελέγχου για να τα εκμεταλλευτεί επιδιδόμενος σε εγκληματικές δραστηριότητες: για την πολιτισμική εγκληματολογία η ίδια η παραβατική πράξη είναι θελκτική ως απάντηση σ’ ένα καταπιεστικό πλέγμα συνθηκών. Γενικότερα, η νέα πολιτισμική εγκληματολογία επιχειρεί μια νατουραλιστική και βιωματική προσέγγιση, η οποία αντιπαρατίθεται στην ουσιοκρατική προσέγγιση των θετικιστικών θεωριών και των θεωριών της «ορθολογικής επιλογής». Έτσι, οι μελέτες εστιάζουν στην αποκάλυψη των νοημάτων τόσο του εγκλήματος, όσο και των συστημάτων ελέγχου του:
Αδρεναλίνη και η έξαψη, φόβος και αισθησιακή απόλαυση μοιάζει να μην ρέουν απλώς διαμέσου της εμπειρίας της εγκληματικής δραστηριότητας, αλλά διαμέσου των πολλών τριχοειδών αγγείων που συνδέουν το έγκλημα, την θυματοποίηση από το έγκλημα και την ποινική δικαιοσύνη. Και καθώς αυτοί οι φόβοι και οι απολαύσεις κυκλοφορούν, διαμορφώνουν ένα βιωματικό και συγκινησιακό ρεύμα το οποίο φωτίζει τα καθημερινά νοήματα του εγκλήματος και του ελέγχου του (Ferrell & Hamm, 1998: 38)
Η προσέγγιση αυτή αντανακλάται στις μεθοδολογικές επιλογές της νέας πολιτισμικής εγκληματολογίας. Λένε οι επιμελητές του συλλογικού έργου Cultural Criminology (1995)[26] στο τελευταίο μέρος του, το οποίο τιτλοφορείται «Συμπεράσματα και προοπτικές»:
Ως αφετηρία μπορούμε να επικαλεσθούμε τον θεωρητικό του φιλοσοφικού αναρχισμού Paul Feyerabend: “η μόνη αρχή η οποία δεν εμποδίζει την πρόοδο είναι: anything goes”. Με άλλα λόγια, η πολιτισμική εγκληματολογία περισσότερο από το να αναζητά την μεμονωμένη βέλτιστη ερευνητική μέθοδο ή να αξιολογεί μεθόδους, την μία σε αντιπαράθεση με την άλλη, αγκαλιάζει ένα πλήθος μεθοδολογικών δυνατοτήτων (Ferrell, J., C. R. Sanders, 1995: 305)
Το ίδιο το αντικείμενό της πολιτισμικής εγκληματολογίας, βέβαια, αποκλείει τη χρήση μεθοδολογικών δυνατοτήτων, όπως ποσοτικών, στατιστικών μεθόδων οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή αντικειμενικών και συγκρίσιμων στοιχείων:
Επιβάλλοντας [αυτές οι μέθοδοι] εξωτερικές, αυθεντικές κατηγορίες νοημάτων, συστηματικά χάνουν τα νοήματα τα οποία αναπτύσσονται στο εσωτερικό των γεγονότων που επιθυμεί να μελετήσει η πολιτισμική εγκληματολογία […] Αυτές θα μπορούσαν δυνητικά να χρησιμοποιηθούν εάν αναπροσαρμόζονταν στο πλαίσιο της πολιτισμικής εγκληματολογίας. Εάν έρευνες κοινής γνώμης ή στατιστικές αναλύσεις για τους δείκτες εγκληματικότητας και θυματοποίησης επαναπροσδιορίζονταν ως ατελείς ανθρώπινες κατασκευές μάλλον παρά ως μετρήσεις αυτού το οποίο θεωρείται αντικειμενικά πραγματικό, θα μπορούσαν να υπαγορεύσουν υποδείγματα νοημάτων και προσλήψεων του εγκλήματος στο πλαίσιο των διαφόρων ομάδων (Ferrell, J., C. R. Sanders, 1995: 305,306).
Οι έρευνες πεδίου αποτελούν, λοιπόν, την βασική μεθοδολογική επιλογή[27] της νέας πολιτισμικής εγκληματολογίας. Έρευνες στις οποίες συχνά ο ερευνητής είναι μάλλον «συμπαθών συμμετέχων» παρά «συμμετέχων παρατηρητής», έτσι ώστε συχνά να μην διαχωρίζεται σαφώς το υποκείμενο από το αντικείμενο της έρευνας (Fenwick (2004: 379).[28]
Μέσα από αυτές τις έρευνες, αποδίδεται και πάλι ένα πολιτικό περιεχόμενο στην παράνομη δραστηριότητα: «μια μη βίαιη πολιτική αναμέτρηση που εκφράζεται στους δρόμους των σύγχρονων μεγαλουπόλεων του πλανήτη». Το ζήτημα του πολιτικού χαρακτήρα του εγκλήματος είχε τεθεί και στο πλαίσιο της προγενέστερης, μαρξιστικής προέλευσης, κριτικής εγκληματολογίας.[29] Οι όροι, όμως, με τους οποίους τέθηκε τότε αυτό το ζήτημα ήταν αρκετά διαφορετικοί, καθότι το θεωρητικό πλαίσιο της κριτικής εγκληματολογίας διαμορφωνόταν με ρητή αναφορά στην μαρξιστική θεωρία, κατά συνέπεια στην δομική ανάλυση, [30] ενώ οι θεωρητικές αναζητήσεις για τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του εγκλήματος και της λειτουργικής αποστολής των τιμωρητικών συστημάτων επικάλυπταν την εμπειρική έρευνα.
Το ακριβώς αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίζει κανείς για την νέα πολιτισμική εγκληματολογία από την οποία, ούτως ή άλλως, λείπει η θεωρητική στιβαρότητα που χαρακτήριζε και τις βρετανικές υποπολιτισμικές μελέτες. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εθνογραφίες μαζί με την ανάλυση πολιτισμικών προϊόντων (μελέτη των αναπαραστατικών πρακτικών, κυρίως των ΜΜΕ) αποτελούν τους άξονες στους οποίους δομεί το περιεχόμενό της η πολιτισμική εγκληματολογία.[31] Έτσι, για παράδειγμα, ενώ το θέμα της καταστολής και της ανάπτυξης του λεγόμενου «ποινικού κράτους» επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο, η θεωρητική υποστήριξη της "κουλτούρας του ελέγχου" που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες είναι τόσο ισχνή, ώστε να μην λαμβάνονται καν υπόψη οι πολύ σημαντικές μελέτες της κοινωνιολογίας της ποινής στις οποίες αναλύονται αυτές οι διαδικασίες (Fenwick, 2004: 380, αναφερόμενος κυρίως στο έργο του Ferrell).
Αναμφίβολα, ωστόσο, η πολιτισμική εγκληματολογία της δεκαετίας του ’90 συνεχίζει να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική πρόταση για την μελέτη του εγκλήματος –ή αυτού που ορίζεται ως τέτοιο, περιλαμβάνοντας εκφραστικές μορφές αντίδρασης στην καθημερινότητα των μεγαλουπόλεων, οι οποίες, όμως, προσκρούουν σε ποινικές απαγορεύσεις-, η οποία αντιπαρατίθεται στον «θετικιστικό φονταμενταλισμό» που, όπως προαναφέρθηκε, συγκροτεί τον κυρίαρχο εγκληματολογικό λόγο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Becker, Howard, 1963/1973: 14, Outsiders: Studies in the Sociology of Deviance, New York: The Free Press
Clarke, J., S. Hall, T. Jefferson & B. Roberts (1976), “Subcultures, Cultures and Class. A theoretical overview”, στο Hall, S. & T. Jefferson (επιμ.), Resistance through Rituals, London: Routledge
Cloward, R. & L. Ohlin (1960), Delinquency and Opportunity, N.Y.: The Free Press
Cohen, S. (1971β), “Directions for Research on Adolescent Group Violence and Vandalism”, στο British Journal of Criminology, 11, 4
Cohen, A. (1955), Delinquent Boys: The Culture of Gang, N.Y.: The Free Press
Cohen, S & J.Young (1988) (επιμ.), The manufacture of news. Social problems, deviance and the mass media, London: Constable
Cohen, S. (1972/ 1980), Folk Devils and Moral Panics. The creation of the Mods and Rockers, New York: St. Martin’s Press
Cohen, S. (1988), Against Criminology, New Brunswick: Transaction Books
Cohen, S., (1971α), (επιμ.) Images of Deviance, London: Penguin, 1971
Fenwick, M (2004), “New directions in cultural criminology”, στο Theoretical Criminology, vol. 8(3), special issue: 377-385
Ferrell, J. & R. Sanders (1995α), (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press
Ferrell, J. & R. Sanders (1995β), “Culture, Crime and Criminology”, στο Ferrell, J. & R. Sanders (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press
Ferrell, J. & m. Hamm (1998) (επιμέλεια), Ethnography at the Edge. Crime, Deviance and Field research, Boston: Northeastern University Press
Ferrell, J. (1995), “Culture, Crime and Cultural Criminology” στο Journal of Criminal Justice and Popular Culture, 3(2), 25-42
Ferrell, J. (1996) Crimes of Style: Urban Graffiti and the Politics of Criminality, Boston: Northeastern University Press
Ferrell, J. (1998), “Criminological verstehen: Inside the Immediacy of Crime” στο Ferrell, J. & m. Hamm (επιμέλεια), Ethnography at the Edge. Crime, Deviance and Field research, Boston: Northeastern University Press
Ferrell, J. (2001), Tearing Down the Streets: Adventures in Urban Anarchy, New York: Palgrave
Ferrell, J., C. R. Sanders (1995γ), “Toward a Cultural Criminology”, στο Ferrell, J. & R. Sanders (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press
Fishman, M., 1981, “Crime waves as ideology”, στο Cohen, S. & J. Young (επιμ.) The Manufacture of News, Deviance, Social Problems and the Mass Media, Constable, London, σελ. 98-117
Garland, D. (1985), “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2
Hall, S et al. (1988), “The social production of news: mugging in the media”, in Cohen, S & J.Young (επιμ.), The manufacture of news. Social problems, deviance and the mass media, London: Constable
Hall, S. & T. Jefferson (1976) (επιμ.), Resistance through Rituals, London: Routledge
Hayward, K. & J. Young, (2004), “Cultural Criminology. Some notes on the script”, στο Theoretical Criminology, vol. 8(3), special issue: 261-262
Hebdidge D. ( 1981), Υπο-κουλτούρα. Το νόημα του στυλ, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση
Hernnstein, R.J. & C. Murray (1994), The Bell Curve: Intelligence and Class Structure in American Life, New York: The Free Press
Jefferson, T. (1975), “Cultural Responses of the Teds”, στο Hall, S. & T. Jefferson (επιμ.), Resistance through Rituals, London: Routledge
Lyng, S. (1998), “Dangerous Methods: Risk Taking and the Research Process”, στο Ferrell, J. & m. Hamm (επιμέλεια), Ethnography at the Edge. Crime, Deviance and Field research, Boston: Northeastern University Press
Matza, D. (1969), Becoming Deviant, Englewood Cliffs: Prentice-Hall
Melossi, D. (2006), «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, A. (επιμ.), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
Melossi, D., (1999) «Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», στο Α. Κουκουτσάκη, επιμ., Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον
o’ Brien, M. (2005), «What is cultural about cultural criminology?», στο British Journal of Criminology, 26
Presdee, M. (2004), “Cultural Criminology. The long and winding road”, στο Theoretical Criminology, vol. 8(3), special issue: 275-285
Taylor, I., P.Walton & J.Young (1973), The New Criminology. For a Social Theory of Deviance, London: Routledge & Kegan Paul
Wacquant, L. (2001), Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης
Willis, P. (1978) Profane Culture. London: Routledge & Kegan Paul
Young (1971α), The Drugtakers: the Social Meaning of Drug Use, London: Paladin
Young, J. (1971), “The role of the police as amplifiers of deviancy, negotiators of reality and translators of fantasy” στο Cohen Stanley, ( επιμ.), Images of Deviance, London: Penguin
Zanin, S. (2004), Rappresentazione e amplificazione della devianza nel caso dei bambini di Satana [http://www.cesnur.org/2004/BDS/cap1_2.htm]
Αλτουσέρ, Λ. (1883), Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο
Δασκαλάκης (1985), Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουλας
Κουκουτσάκη (2002), Χρήση ναρκωτικών, Ομοφυλοφιλία. Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου, Αθήνα: Κριτική
Κωνσταντινίδου, Χ. (1999), «Κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος. Η εγκληματικότητα των αλβανών μεταναστών στον αθηναϊκό Τύπο», στο Κουκουτσάκη, Α. Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον
Παρασκευόπουλος, Ν. (2006), «Η συγκρουσιακή ποινή (εικόνες, θεωρίες, πράγματα)», στο Κουκουτσάκη, A. (επιμ.), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
Τουρκοβασίλης, Γ, (1984), Τα ροκ ημερολόγια. Ελληνική νεολαία και ροκ εν ρολ, Αθήνα: ΟΔΥΣΣΕΑΣ
[1] Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτών των τάσεων είναι η περίφημη θεωρία αυτοελέγχου (Gottfredson & Hirschi, 1990), σύμφωνα με την οποία όποιος έχει την ικανότητα αυτοελέγχου έχει μικρότερες πιθανότητες να εγκληματήσει και το αντίστροφο. Έτσι, παρέχεται μια σχεδόν λομπροζιανή ερμηνεία στην εγκληματική συμπεριφορά, τουτέστιν ότι τα άτομα με χαμηλό βαθμό αυτοελέγχου θα εγκληματήσουν αναπόφευκτα μόλις βρεθούν μπροστά στην κατάλληλη ευκαιρία (Melossi, 2002: 220 κ.ε.). Ενδεικτική επίσης είναι η περίφημη δημοσίευση του Ινστιτούτου Manhattan με τίτλο: Η καμπύλη της επιτυχίας (Hernnstein & Murray, 1994), η οποία έγινε best seller στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τους συγγραφείς αυτού του έργου, οι φυλετικές και ταξικές ανισότητες που υπάρχουν στην αμερικάνικη κοινωνία, αντανακλούν και αντίστοιχες διαφορές γνωστικής επάρκειας: «Όπως θα περίμενε κανείς, ο δείκτης ευφυΐας καθορίζει επίσης την επιρρέπεια στο έγκλημα και τον εγκλεισμό: γίνεται κάποιος εγκληματίας, όχι επειδή είναι υλικά στερημένος (deprived) μέσα σε μια κοινωνία ανισοτήτων, αλλά επειδή είναι ηθικά και πνευματικά ανεπαρκής (depraved) (Hernnstein & Murray, 1994, όπως αναφέρεται στο Wacquant, 2001: 28).
[3] «Αυτή η στάση [κατανόηση, εκτίμησης, συχνά ηρωοποίησης] παρουσιάζεται με τη μεγαλύτερη ένταση και σαφήνεια ειδικά στο έργο του Matza, Becoming deviant, μια στάση που είναι ταυτόχρονα ηθική, πολιτισμική και πολιτική. Σ’ αυτό το κλασικό έργο αναρχικού λόγου, παρουσιάστηκε εκ νέου ένα παλιό πολεμικό επιχείρημα που έχει τις ρίζες του βαθιά στη σκέψη του Διαφωτισμού: πώς μπορεί ο Λεβιάθαν, τα χέρια του οποίου έχουν χύσει το αίμα χιλιάδων κατά τη διάρκεια του αιώνα που πλησιάζει στο τέλος του, εκατομμυρίων, να τολμά να κρίνει ποιος είναι εγκληματίας και ποιος όχι;» (Melossi, D., 1999: 40)
[6] Συμβατική χρονολογία γέννησής της είναι το 1876, όταν ο Ιταλός γιατρός Τσέζαρε Λομπρόζο, βασικός εκπρόσωπος της Ιταλικής Θετικής Σχολής, εξέδωσε το διάσημο σύγγραμμά του Ο εγκληματίας άνθρωπος (L’ uomo delinquente), στο οποίο διατύπωνε τη θεωρία του περί του εκ γενετής εγκληματία.
[8] Το σχετικό άρθρο υπάρχει στον φάκελο κειμένων
[9] Κατά τον Fishman (Fishman, M., 1981, “Crime waves as ideology”, στο S. Cohen, J. Young, επιμ. The Manufacture of News, Deviance, Social Problems and the Mass Media, Constable, London, σελ. 98-117), «αν ένα θέμα έχει τέτοια δυναμική ώστε να παραμείνει αρκετές ημέρες στα ΜΜΕ, τότε, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτελέσει κύμα εγκληματικότητας. Αυτό σημαίνει ότι για να υπάρξει πρέπει να έχει κάποια βάση στην πραγματικότητα, δηλαδή να υπάρχουν τα σχετικά περιστατικά που θα τροφοδοτούν τα ΜΜΕ αλλιώς φθίνει και χάνεται. Επιπλέον όμως, προκειμένου να κατασκευαστεί ένα κύμα εγκληματικότητας, είναι απαραίτητη η συμμετοχή όλων των ΜΜΕ καθώς επίσης και των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου (κυρίως της αστυνομίας) και διάφορων ειδικών (εγκληματολόγων, ψυχολόγων, ψυχιάτρων κλπ) οι οποίοι λαμβάνουν μέρος στη δημόσια συζήτηση. Εξάλλου, όσο το θέμα υπάρχει ακόμα στην ημερήσια διάταξη, θα συνεχίσουν να αναφέρονται γεγονότα που εντάσσονται σ' αυτήν τη θεματική κατηγορία επιβεβαιώνοντας την "πραγματικότητα" του θέματος. Μ’ αυτήν την έννοια, τα κύματα εγκληματικότητας, σύμφωνα με τον ορισμό του Fishman (1981:100), συνιστούν “media waves”». Αναφέρεται στο Κωνσταντινίδου (1999: 106)
[10] «Μια κατάσταση επεισόδιο, άτομο ή ομάδα έρχεται στο φως της δημοσιότητας για να ορισθεί ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες και συμφέροντα. Οι ηθικές οχυρώσεις ενισχύονται από εκδότες, κληρικούς, πολιτικούς και άλλους ορθά σκεπτόμενους ανθρώπους. Κοινωνικά αποδεκτοί ειδικοί προβαίνουν σε διαγνώσεις και προτείνουν λύσεις … (η εμφάνιση του πανικού) μερικές φορές έχει πιο σοβαρές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και μπορεί να προκαλέσει μεταβολές στο νομικό σύστημα και την κοινωνική πολιτική, ή ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται μια κοινωνία τον εαυτό της» (Cohen, S. 1972/ 1980: 9). Ο όρος οφείλεται στον Stanley Cohen o οποίος στο πολύ σημαντικό έργο του Folk Devils and Moral Panics, αναλύει ένα παρόμοιο φαινόμενο στην Αγγλία της δεκαετίας του ’60. Στοιχεία μιας ελληνικής έρευνας που αφορά τις πολιτικές μειονότητες αναλύονται στο άρθρο της Ρ. Τσαγκαρουσιάνου που περιλαμβάνεται στον παρόντα φάκελο κειμένων.
* Οι νεανικές κουλτούρες στην μεταπολεμική Βρετανία
[12] Αυτή την σημασία έχει το πρόθεμα «υπο» (υπο-κουλτούρα, sub-culture). Κατά συνέπεια δεν υποδηλώνει κάτι κατώτερο, υποδεέστερο, όπως νοηματοδοτείται στην τρέχουσα χρήση του όρου στην ελληνική γλώσσα.
[13] Όρος με τον ο ποίο ο Becker αναφέρεται στις ομάδες ατόμων που χρησιμοποιούν την οικονομική ή κοινωνική ισχύ τους προκειμένου να επιβάλλουν μια κυρίαρχη ηθική, παρεμβαίνοντας και στην ίδια την νομοθετική διαδικασία (πίεση για θέσπιση νέων νόμων ή αυστηρότερη εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας).
[15] Ακόμα και στην Ελλάδα ψηφίστηκε το 1962 ο περίφημος Ν 4.000, ο οποίος «κατασκεύασε» την ελληνική εκδοχή του τεντιμποϊσμού ως συνώνυμου της αλητείας, της νεανικής παραβατικότητας. Ο Ν 4000 προέβλεπε αστυνομικά μέτρα για τους συλλαμβανόμενους, όπως κούρεμα των μαλλιών δημόσια διαπόμπευση.
[16] Βλέπε ειδικότερα Hebdidge (1981: 101 και επ., όπου υπάρχουν και αναφορές στο πολύ σημαντικό έργο της περιόδου Resistance through rituals, 1975, με επιμελητές τους Stuart Hall καιTony Jefferson.
[17] Η ανάλυση του στυλ punk στο ίδιο έργο, είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική της εσωτερικής δομής αλλά και της «δραστηριοποίησης» μιας «θεαματικής υποκουλτούρας», όπως είναι η punk υποκουλτούρα .
[18] Ηθικός πανικός σύμφωνα με την ανάλυση του Cohen είναι: Μια κατάσταση επεισόδιο, άτομο ή ομάδα έρχεται στο φως της δημοσιότητας για να ορισθεί ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες και συμφέροντα. Οι ηθικές οχυρώσεις ενισχύονται από εκδότες, κληρικούς, πολιτικούς και άλλους ορθά σκεπτόμενους ανθρώπους. Κοινωνικά αποδεκτοί ειδικοί προβαίνουν σε διαγνώσεις και προτείνουν λύσεις … (η εμφάνιση του πανικού) μερικές φορές έχει πιο σοβαρές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και μπορεί να προκαλέσει μεταβολές στο νομικό σύστημα και την κοινωνική πολιτική, ή ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται μια κοινωνία τον εαυτό της (Cohen, S. 1972/ 1980: 9).
[19] Παρουσίαση αυτού του έργου, την οποία εκπόνησε ο Κυριάκος Λίγκας στο πλαίσιο του μαθήματος Πολιτισμική Εγκληματολογία (Ιούνιος 2007), περιλαμβάνεται στον φάκελο κειμένων του μαθήματος.
[20] Η βασική θέση του H. Becker, ότι η παρέκκλιση δεν είναι ιδιότητα της συμπεριφοράς, αλλά αποτέλεσμα της εφαρμογής από μέρους των άλλων των κανόνων και των προβλεπόμενων κυρώσεων στον παραβάτη, συνεπάγεται, όπως ήδη αναφέραμε, αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος για τους προσδιοριστικούς παράγοντες της αρχικής παρέκκλισης, στο βαθμό μάλιστα που δεν αποτελεί καν αναγκαία προϋπόθεση της δευτερογενούς παρέκκλισης, δηλαδή της μόνιμης υιοθέτησης του ρόλου του εγκληματία ή του παρεκκλίνοντα. Την παρέκκλιση τη δημιουργούν οι κοινωνικές ομάδες θεσπίζοντας κανόνες και εφαρμόζοντας αυτούς τους κανόνες σε συγκεκριμένα άτομα, τα οποία έτσι χαρακτηρίζονται ως outsiders (H. Becker, 1963/ 1973).
[21] Αναφερόμενος στο θέμα του κοινωνικού ελέγχου της χρήσης ναρκωτικών κατά την περίοδο που η χρήση είχε συνδεθεί με την λεγόμενη «νεανική αντι-κουλτούρα» ο Jock Young (1971a, The Drugtakers: the Social Meaning of Drug Use, London: Paladin ), υποστηρίζει ότι αυτό που κάνει κατανοητή την αντίδραση απέναντι στην χρήση ναρκωτικών δεν είναι ο απείθαρχος ηδονισμός του χρήστη, αλλά η ιδεολογία που συντηρεί αυτή η συμπεριφορά και η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την ηθική της παραγωγικότητας (ethos of productivity). Έτσι μπορεί να ερμηνευθεί και η διεύρυνση των ορίων ανοχής, που είχε αρχίσει ήδη να διαφαίνεται, αν συνδεθεί με το γεγονός ότι η χρήση ελαφρών κυρίως ναρκωτικών έβγαινε πλέον από το στενό πλαίσιο της υπο-πολιτισμικής ομάδας και γινόταν τμήμα της διασκέδασης όλο και περισσότερων νέων εντασσόμενη στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου.
[22] Ο Jock Young στο άρθρο του “The role of the police as amplifiers of deviancy, negotiators of reality and translators of fantasy” (στο Cohen Stanley, 1971, επιμ., Images of Deviance, London: Penguin), εξετάζει τον ρόλο των αστυνομικών ως μις ομάδας η οποία διαμεσολαβεί ανάμεσα στην κοινότητα και τις παρεκκλίνουσες ομάδες και, λόγω της θέσης ισχύος στην οποία βρίσκονται σε σχέση με τους παρεκκλίνοντες, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχουν τη δυνατότητα επαναπροσδιορισμού της πραγματικότητας των ομάδων αυτών, έτσι ώστε να εναρμονισθούν με τη στερεοτυποποιημένη εικόνα τους. Αναπροσαρμοζόμενη, όμως, η ομάδα , γίνεται αντικείμενο εντονότερης καταστολής, με αποτέλεσμα την ανάγκη περαιτέρω αναπροσαρμογής, ως μορφή συσπείρωσης και άμυνας, και ούτω καθεξής μέχρι την ολοκληρωτική ταύτιση με το στερεότυπο.
[24] Επίκληση ατομικών ή κοινωνικών παραγόντων που οδηγούν σχεδόν νομοτελειακά στο έγκλημα
[25] Σύμφωνα με τις οποίες η εγκληματικότητα εκδηλώνεται ως αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης ή της διάρρηξης των δεσμών που συνδέουν το άτομο με την κοινωνία. Οι θεωρίες αυτές προϋποθέτουν ότι το έγκλημα είναι αποτέλεσμα ορθολογικής επιλογής και σχεδιασμού όταν ο κοινωνικός έλεγχος είναι μειωμένος και αυξημένες οι ευκαιρίες για την διάπραξη εγκλήματος.
[26] Έργο το οποίο εξαγγέλλει το εγχείρημα, προσδιορίζοντας συνάμα και το περιεχόμενό του ως ενός ανοικτού δρόμου στη μελέτη του εγκλήματος, της κουλτούρας και των μεταξύ τους σχέσεων: «Οι μελέτες οι οποίες συγκεντρώθηκαν εδώ, αποκάλυψαν μια ποικιλία κοινωνικών συνθηκών στις οποίες συνυφαίνονται πολιτισμικές και εγκληματικές διαδικασίες. Σαν κομμάτια σπασμένου γυαλιού, αυτές οι μελέτες αντανακλούν ένα αξιοσημείωτο φάσμα ουσιαστικών ενδιαφερόντων και αναλυτικών στυλ. Αλλά περισσότερο από να εξαντλεί τις δυνατότητες της πολιτισμικής εγκληματολογίας, αυτή η συλλογή κειμένων υποδεικνύει τον πλούτο των θεμάτων γύρω από την κουλτούρα και το έγκλημα, τα οποία θα πρέπει ακόμα να μελετηθούν» (Ferrell, J., C. R. Sanders, 1995: 308).
[27] Ο, εκ των πρωτοπόρων της νέας πολιτισμικής εγκληματολογίας, Jeff Ferrell, στο άρθρο του “Criminological verstehen: Inside the Immediacy of Crime”, (1998), αναφέρεται αναλυτικά στην μεθοδολογική επιλογή της «εγκληματολογικής κατανόησης (criminological verstehen) και τη δυνατότητα των ερευνητών πεδίου να αναδείξουν τα νοήματα και τη βιωμένη εμπειρία όχι μόνον του εγκλήματος, αλλά και των φορέων του ποινικού συστήματος και των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών: «Υποστηρίζω ότι οι ριψοκίνδυνες δυναμικές της επιτόπιας έρευνας προσφέρουν στους εγκληματολόγους όχι μόνον πρόσβαση σε εγκληματίες ή εγκληματικές ομάδες, αλλά ίσως το ακόμα πιο σημαντικό, την ευκαιρία για να εμβαπτιστούν ως μέρος της κείμενης λογικής και συναισθήματος που καθορίζουν την εγκληματική εμπειρία […] Η έρευνα πεδίου μπορεί να προσφέρει εξίσου σημαντική επίγνωση της εμπειρίας των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών, των φορέων ελέγχου του εγκλήματος και άλλων (Ferrell, 1998: 20)
[28] Όπως αναφέρει ο Fenwick (2004: 379), σχολιάζοντας το έργο του Ferrell, Tearing Down the Streets: Adventures in Urban Anarchy (2001), στο τέλος του βιβλίου χάνει κανείς τον λογαριασμό των περιπτώσεων που ο Ferrell συγκρούεται, μαζί με τα αντικείμενα της έρευνάς του, με τις Αρχές (διάφορες συλλήψεις και τουλάχιστον μια καταδίκη)
[29] Η αναφορά είναι κυρίως στην αρχική φάση της κριτικής εγκληματολογίας στην Αγγλία, την λεγόμενη «ρομαντική», όταν σε κάθε μορφή παρεκκλίνουσας ή εγκληματικής δραστηριότητας αποδόθηκε ένα πολιτικό νόημα «απείθειας», έστω κι αν αυτό δεν ήταν απόλυτα συνειδητό (I.Taylor, P.Walton & J.Young, 1973: 282, The New Criminology. For a Social Theory of Deviance). Οι θέσεις αυτές αναθεωρήθηκαν από τους ίδιους τους βασικούς εκφραστικές τους, ως ρομαντικές και ιδεαλιστικές, στην επόμενη περίοδο ανάπτυξης της κριτικής εγκληματολογίας στην Αγγλία
[30] Οι Taylor, P. Walton & J. Young, προσδιορίζανε ως εξής το εγχείρημα: «Μια ολοκληρωμένη μαρξιστική θεωρία για την παρέκκλιση, θα πρέπει να τείνει στην ερμηνεία των τρόπων με τους οποίους, σε δεδομένες ιστορικές περιόδους που χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερες κοινωνικές σχέσεις και μέσα παραγωγής, οι κατέχοντες την εξουσία τείνουν σε ιδιαίτερους τρόπους ελέγχου της κοινωνίας. Να απαντήσουν, δηλαδή στο ερώτημα το οποίο θέτει αλλά αφήνει αναπάντητο ο Becker, ποιος θέτει τους κανόνες και γιατί […]Μια τέτοια θεωρία θα πρέπει να προϋποθέτει ένα βαθμό συνείδησης του ατόμου, ο οποίος να συνδέεται με την διαφορετική τοποθέτηση των ατόμων στην κοινωνική δομή». Κατά συνέπεια, προτείνεται μια προσέγγιση η οποία θα βασίζεται στη σχέση ανάμεσα: «Αφ’ ενός μεν, στα πορίσματα θεωριών ανοικτών στη θεώρηση του υποκειμενικού κόσμου του ατόμου, όπως η θεωρία της αλληλεπίδρασης και σε θεωρίες της κοινωνικής δομής που εμπεριέχονται στον ορθόδοξο μαρξισμό αφ’ ετέρου. Ένας τέτοιος συνδυασμός θα μας επιτρέψει να απαλλαγούμε τόσο από τον οικονομικό ντετερμινισμό, όσο και από τον σχετικισμό ορισμένων προσεγγίσεων του υποκειμενικού κόσμου του ατόμου και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις διατύπωσης μιας θεωρίας, η οποία θα αναγνώριζε στην παρέκκλιση τις πράξεις ατόμων τα οποία ενεργητικά διαμορφώνουν, αντί να υφίστανται παθητικά, τον εξωτερικό κόσμο» (Taylor, P.Walton & J.Young, 1973: 219 κ.ε.)
[31] Ενδεικτική είναι η οργάνωση του συλλογικού έργου των Ferrell, J. & R. Sanders (1995) (επιμ.), Cultural Criminology: το πρώτο μέρος του βιβλίου (δεύτερο στην παρουσίαση των περιεχομένων, καθώς ως πρώτο μέρος θεωρείται η Εισαγωγή), τιτλοφορείται Media, Representation and Crime (σ. 25-166) και το δεύτερο, Subculture, Style and Crime (σ. 169-294) και ακολουθούν τα συμπεράσματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου