Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

για τη θανατική ποινή...

ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΝΟΗΜΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΙΚΗ ΠΟΙΝΗ ΣΤΙΣ ΗΠΑ*

της Ναταλίας Τσιγαρίδου

Εισαγωγή
Η θανατική ποινή, η «εσχάτη των ποινών» όπως ονομάζεται συχνά, ξεχωρίζει ανάμεσα στις υπόλοιπες τιμωρητικές πρακτικές λόγω των ηθικών και νομικών αντιρρήσεων που εγείρει, αλλά και επειδή η εφαρμογή της είναι μη αναστρέψιμη σε περίπτωση που αποδειχτεί η αθωότητα του κατάδικου μετά θάνατον. Διεθνείς και τοπικές οργανώσεις εργάζονται για την κατάργηση της θανατικής ποινής στις χώρες όπου ισχύει ακόμα, παράλληλα όμως οι υποστηρικτές της επιμένουν στη διατήρησή της. Τα επιχειρήματα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής κυμαίνονται από ζητήματα ηθικής φύσης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέχρι νομικής ορθότητας και αποτελεσματικότητας στον έλεγχο του εγκλήματος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ) είναι σήμερα η μόνη χώρα του δυτικού κόσμου στην οποία ισχύει ακόμα η θανατική ποινή, όχι όμως σε ολόκληρη την επικράτειά της. «Σε δώδεκα πολιτείες και την Περιφέρεια της Κολούμπια η θανατική ποινή δεν περιλαμβάνεται στην πολιτειακή νομοθεσία, ενώ από τις υπόλοιπες 38 πολιτείες στις οποίες ισχύει η θανατική ποινή, οι επτά δεν έχουν προχωρήσει σε θανατικές εκτελέσεις από το 1976» (Hood, αναφέρεται στον Garland, 2002: 482, υποσημείωση 2).
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, στόχος της παρούσας εργασίας είναι να εξετάσει το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου η θανατική ποινή στις ΗΠΑ διατηρείται ως νόμιμη τιμωρητική πρακτική με ένθερμους υποστηρικτές αλλά και αντιπάλους. Στο πρώτο μέρος της εργασίας θα αναφερθούμε στην κοινωνιολογία της ποινής ως θεωρητική προσέγγιση στην οποία εντάσσεται η διερεύνηση της θανατικής ποινής. Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούν στις ΗΠΑ και τη σύνδεσή τους με τη θανατική ποινή. Τέλος, θα αναφερθούμε στον ιδιωτικό χαρακτήρα των εκτελέσεων και τη συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο επαναφοράς τους στη δημόσια σφαίρα.

Κοινωνιολογία της ποινής

Η ανάπτυξη της κοινωνιολογίας της ποινής από τη δεκαετία του 1970 με αφορμή την έκδοση του έργου του Φουκώ Επιτήρηση και τιμωρία (1976) έθεσε στο επίκεντρο της μελέτης των τιμωρητικών συστημάτων την ποινή όχι ως νομικό αλλά ως κοινωνικό φαινόμενο, η μορφή της οποίας επηρεάζει και επηρεάζεται από την ευρύτερη κοινωνική πραγματικότητα. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, αναδύεται ο πολυ-επίπεδος χαρακτήρας της ποινής, εντοπίζονται οι εμφανείς αλλά και οι λανθάνουσες λειτουργίες των τιμωρητικών συστημάτων, ενώ παράλληλα ερμηνεύονται οι διαφορετικές μορφές που λαμβάνει η ποινή σε διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα και χρονικές περιόδους.
Οι κριτικές προσεγγίσεις των τιμωρητικών συστημάτων προσφέρουν ερμηνείες για τη λειτουργία τους πέρα από το στενά ιδωμένο πλαίσιο του ελέγχου του εγκλήματος, ως συστήματα ευρύτερου κοινωνικού ελέγχου που διαμορφώνονται με βάση τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες και ανταποκρίνονται σε γενικότερες κοινωνικές ανάγκες. Οι προσεγγίσεις αυτές ερμηνεύουν κατά συνέπεια τους μετασχηματισμούς και την εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων ως αποτέλεσμα των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών που παρατηρούνται με την πάροδο του χρόνου. Οι λειτουργίες που αποδίδονται στα τιμωρητικά συστήματα εξυπηρετούν κυρίως οικονομικούς και ιδεολογικούς σκοπούς που επιβάλλονται εκ των άνω, δηλαδή από το νομοθέτη που ενεργεί σε σύμπραξη με τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης ή των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων.
Την οικονομική λειτουργία της ποινής τονίζουν κυρίως μαρξιστικές προσεγγίσεις, όπως των Rusche και Kirchheimer (Punishment and social structure, 1968), οι οποίοι θέτουν ως κεντρικό στοιχείο της ανάλυσής τους “τις αλληλοσυνδέσεις μεταξύ των ποινικών θεσμών και των οικονομικών απαιτήσεων των μέσων παραγωγής” (Garland, 1991: 128). Η ιδεολογική λειτουργία της ποινής αναλύεται από τον Φουκώ, ο οποίος «συνδέει τη γέννηση της φυλακής με τη γέννηση αυτού που ορίζει ως πειθαρχική κοινωνία, της οποίας οι θεσμοί εξουσίας προετοιμάζουν άτομα (σώματα) χρήσιμα (με όρους οικονομικής χρησιμότητας) και πειθήνια, υπάκουα (με όρους πολιτικής υπακοής)» (Κουκουτσάκη, 2006: 17, έμφαση στο πρωτότυπο). Η πειθαρχία για τον Φουκώ δεν ασκείται μόνο στους έγκλειστους αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία, με αποτέλεσμα η φυλακή να μετατρέπεται σε μέσο κοινωνικού ελέγχου και άσκησης της εξουσίας. Τέλος, υπάρχουν προσεγγίσεις όπως των Melossi και Pavarini (Carcere e Fabbrica, 1977) οι οποίες συνδυάζουν την οικονομική και ιδεολογική λειτουργία των τιμωρητικών συστημάτων.
Ο Garland εξετάζει τη σχέση ποινής και κουλτούρας και υποστηρίζει ότι «η ποινή θα πρέπει να προσεγγίζεται ως ένα σύνολο πολιτισμικών πρακτικών, οι οποίες υποστηρίζουν ένα σύνθετο σχήμα ρυθμιστικών, εκφραστικών και νοηματοδοτικών αποτελεσμάτων (ό.π.: 34). Ο συνδυασμός των διαφορετικών προσεγγίσεων της ποινής για τον Garland μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά και να προσφέρει το θεωρητικό πλαίσιο για μια πιο ολοκληρωμένη κατανόηση και ερμηνεία της εξέλιξης και λειτουργίας της ποινής (Garland, 1991: 154), ενώ η αξιολόγηση της ποινής στα πλαίσια της κοινωνικής της διάστασης «προσφέρει μία καταλληλότερη εμπειρική βάση για αξιολόγηση των πολιτικών, φιλοσοφικό στοχασμό ή πολιτική κρίση» (ό.π.: 157). Η ανάλυση των πολιτισμικών νοημάτων της ποινής για τον Garland μπορεί να συμβάλει «στην ανάπτυξη ερμηνειών για συγκεκριμένες πρακτικές της ποινής και συγκεκριμένες διαδικασίες ποινικής μεταβολής» (Garland, 2006: 436), σε συνδυασμό με κοινωνικές ή ιστορικές ερμηνείες.

Η θανατική ποινή στις ΗΠΑ

Με βάση τις παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις, είναι σημαντικό να εξετάσουμε το πλαίσιο στο οποίο η θανατική ποινή διατηρείται ως τιμωρητική πρακτική στις ΗΠΑ, καθώς και τις νοηματοδοτήσεις που λαμβάνει.
Οι Jacobs και Carmichael, εκκινώντας από θεωρητικές υποθέσεις και προηγούμενες έρευνες που επιχειρούν να συνδέσουν μία γκάμα από κοινωνικό-πολιτικούς παράγοντες, όπως τη φυλετική διαφοροποίηση ή την πολιτική ιδεολογία, με την ισχύ και το βαθμό εφαρμογής της θανατικής ποινής σε διάφορες πολιτείες των ΗΠΑ, μελετούν συνδυαστικά τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις θανατικές καταδίκες και την παρουσία των παραγόντων αυτών ξεχωριστά σε κάθε πολιτεία, με στόχο να ελέγξουν αν τα ευρήματα των προηγούμενων ερευνών επαληθεύονται από τα δεδομένα που εξετάζουν.
Η έρευνα των Jacobs και Carmichael επιβεβαιώνει ότι παράγοντες όπως η φυλετική διαφοροποίηση και η οικονομική ανισότητα, οι οποίες εκλαμβάνονται ως «απειλή» από τους λευκούς και την κυρίαρχη οικονομική τάξη αντίστοιχα, συνδέονται άμεσα με την ισχύ της θανατικής ποινής (Jacobs & Carmichael, 2002: 126). Το εύρημα αυτό ενισχύει τις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι η ποινή λειτουργεί ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου από τις κυρίαρχες ομάδες. Παράλληλα, οι ερευνητές αυτοί διαπίστωσαν ότι ενώ τα υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας δε συνδέονται με την ισχύ της θανατικής ποινής, στις πολιτείες όπου ισχύει η θανατική ποινή και ταυτόχρονα παρουσιάζονται υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας οι καταδίκες σε θάνατο είναι ένα αρκετά πιθανό ενδεχόμενο (Jacobs & Carmichael, 2004: 269). Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι η απειλή μίας αυστηρής ποινής λειτουργεί αποτρεπτικά στη διάπραξη εγκλημάτων, παρόλο που οι σχετικές έρευνες αποδεικνύουν ότι η ισχύς της θανατικής ποινής δε συμβάλλει στη μείωση της εγκληματικότητας.
Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα των Jacobs και Carmichael είναι η σημασία της ιδεολογίας και ο τρόπος που αυτή επηρεάζει τις πολιτικές αποφάσεις, δεδομένου ότι ο παράγοντας αυτός συνδέεται άμεσα με το αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ερευνητών αυτών, οι συντηρητικές πολιτικές ιδεολογίες και η συμμετοχή σε φονταμενταλιστικές εκκλησίες είναι στοιχεία που συνδέονται με μεγαλύτερο αριθμό θανατικών ποινών (Jacobs & Carmichael, 2002: 128 και 2004: 270). Όπως προκύπτει από το συγκεκριμένο εύρημα, η υποστήριξη της θανατικής ποινής από τους πολίτες αποτρέπει την πολιτική εξουσία από το να προχωρήσει στην κατάργησή της. Σε άλλες χώρες όμως η θανατική ποινή καταργήθηκε, παρόλο που μεγάλο μέρος των πολιτών υποστήριζε την εφαρμογή της, γεγονός που μας φέρνει αντιμέτωπους με μία αντίφαση όσον αφορά τη σχέση της υποστήριξης της θανατικής ποινής από τους πολίτες και τη διατήρηση ή την κατάργησή της από την πολιτεία. Η αντίφαση αυτή υπερβαίνεται αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο λειτουργίας του αμερικανικού πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν επιτρέπει σε μία πολιτική ελίτ να λάβει τη σχετική απόφαση, όπως έγινε για παράδειγμα στην Ευρώπη. Στις ΗΠΑ η κατάργηση της θανατικής ποινής απαιτεί τροποποίηση του συντάγματος, για την επίτευξη της οποίας είναι απαραίτητη η υπερψήφιση από τα 3/4 των πολιτειών. Δεδομένης της λεπτής ισορροπίας και του ανταγωνισμού μεταξύ της εθνικής κυβέρνησης και των πολιτειακών κυβερνήσεων, η δυνατότητα αυτή περιορίζεται σημαντικά (Garland, 2005: 362-363). Ταυτόχρονα, ούτε τα δικαστήρια μένουν ανεπηρέαστα από τις απόψεις των πολιτών και συχνά οι αποφάσεις τους αντανακλούν το λαϊκό αίσθημα σχετικά με την επιβολή της θανατικής ποινής (Garland, 2005: 363).
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι το 1972 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ έκρινε ότι η θανατική ποινή ήταν αντισυνταγματική και η χώρα βρέθηκε πολύ κοντά στην οριστική κατάργησή της. Το 1976 όμως, η θανατική ποινή απέκτησε εκ νέου νομική ισχύ και από τότε οι θανατικές καταδίκες και εκτελέσεις έχουν αυξηθεί σημαντικά (Garland, 2002: 460). Το γεγονός αυτό ωθεί τον Garland να εξετάσει την κοινωνική σημασία της θανατικής ποινής ως ένα φαινόμενο που συνδέεται άμεσα με συνθήκες που διαμορφώθηκαν το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και όχι ως ένα εγγενές χαρακτηριστικό του αμερικανικού πολιτισμού (Garland, 2005: 357). Ο Garland υποστηρίζει ότι τη δεκαετία του 1970 στις ΗΠΑ αναδύθηκε ένας πολιτισμικός σχηματισμός τον οποίο ονομάζει «σύμπλεγμα του εγκλήματος» (crime complex), και ο οποίος αφορά «ζητήματα εγκλήματος, κοινωνικής μεταβολής και κοινωνικής τάξης» (ό.π.). Το σύμπλεγμα του εγκλήματος εμφανίστηκε σε μία περίοδο κατά την οποία υπήρχε διάχυτος φόβος μεταξύ των πολιτών για την εγκληματική βία και την κοινωνική αταξία, ενώ σε εθνικό επίπεδο τα θέματα ‘νόμου και τάξης’ και τιμωρητικών πρακτικών βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης και της πολιτικής (Garland, 2002: 479). Τα φαινόμενα αυτά δημιούργησαν μία πολιτική στάση που ο Garland ονομάζει «συντηρητισμό του φόβου» (ό.π., έμφαση στο πρωτότυπο). Σε αντιδιαστολή με τον «φιλελευθερισμό του φόβου» που εκφράζει το φόβο για την εξουσία του κράτους (Shklar, αναφέρεται στον Garland, ό.π.), ο “συντηρητισμός του φόβου» εκφράζει το «φόβο προς την αταξία, προς τους ανυπότακτους ανθρώπους, προς την απειλή της εγκληματικής βίας και της θυματοποίησης» (ό.π.), και ζητάει από το κράτος να αναλάβει ένα ενεργό ρόλο προστάτη και να γίνει πιο αυστηρό απέναντι στους εγκληματίες. Εν τέλει, η στάση αυτή νομιμοποιεί το κράτος να εφαρμόσει τη θανατική ποινή (ό.π.: 479-480).
Ένας άλλος παράγοντας που ενθαρρύνει τη χρήση της θανατικής ποινής είναι η δημιουργία ενός «πολιτισμού του θύματος» (ό.π.: 465) ο οποίος τροφοδοτείται από τα νοήματα που λαμβάνει η εφαρμογή της. Στο βιβλίο του “When the state kills: capital punishment and the American condition” (2001), ο Austin Sarat επισημαίνει ότι «η παραδοσιακή και πάντοτε κατάφορτη φροντίδα του νόμου να διαχωρίζει την πολιτισμένη ‘ανταπόδοση’ (ψυχρή, αμερόληπτη, ανάλογη, δημόσια, λογική) από την άγρια ‘εκδίκηση’ (θερμή, συναισθηματική, υπερβολική, ιδιωτική, παράλογη) μοιραία υπονομεύεται από αυτό το νέο σεβασμό προς το θύμα» (αναφέρεται στον Garland, ό.π.: 464). Ο Sarat αναφέρεται στην πρώτη δίκη κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε την άδεια να παρουσιαστούν στους ενόρκους δηλώσεις σχετικά με τις επιπτώσεις στο θύμα. Αυτό το δεδικασμένο έδωσε το έναυσμα για τη μετατροπή της θανατικής καταδίκης σε προσωπική υπόθεση για τα θύματα και τις οικογένειές τους. Έτσι, «ο ποινικός νόμος μετατρέπεται σε μία πηγή συμβολικού κεφαλαίου και η προθυμία του κράτους να εκδικηθεί για τα θύματα μετατρέπεται σε ένα διεστραμμένο στοιχείο κοινωνικής θέσης και αποδοχής» (ό.π.: 465), ενώ αυτό με τη σειρά του «ωθεί τους Αμερικανούς να αυτοχαρακτηρίζονται ως θύματα σε ανάγκη παρά ως δημοκρατικοί πολίτες» (ό.π.).
Τέλος, έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε κάποιες από τις νοηματοδοτήσεις που λαμβάνει η θανατική ποινή στα πλαίσια της συζήτησης για τη διατήρηση ή την κατάργησή της. Στα μέσα της δεκαετίες του 1970, η επαναφορά της θανατικής ποινής στηρίχθηκε σε ένα λόγο που αντέτασσε τη δημόσια ασφάλεια στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ‘ηθική κατάρρευση’ (Garland, 2005: 359). Για αυτούς που την υποστηρίζουν και αυτούς που την αντιμάχονται, η θανατική ποινή «όπως όλοι οι θεσμοί και οι κοινωνικές πρακτικές» (ό.π.: 360) έχει διαφορετικά νοήματα που σχετίζονται με «πολιτικές και κοινωνικές αξίες» (ό.π.), ενώ «κάτω από την επιφάνεια της συζήτησης για τις πολιτικές και τις ηθικές διαφωνίες υπάρχουν βαθιές διαφορές ταυτότητας και συμπεριφοράς, στις οποίες ‘η απολυταρχικότητα συγκρούεται με την ισότητα (egalitarianism), η ορθότητα με την ανεκτικότητα [...] η συμπόνια για τα θύματα του εγκλήματος με τη συμπόνια για τα θύματα της κοινωνικής αποστέρησης’» (Kahan, αναφέρεται στον Garland, ό.π.). Όπως όμως σημειώνει ο Garland, η κατάργηση της θανατικής ποινής δε θα εξαρτηθεί από τους ακτιβιστές, αλλά από την πλειονότητα των πολιτών που δεν εμπλέκεται ενεργά στον αγώνα υπέρ ή κατά της θανατικής ποινής. Η γνώμη αυτής της κρίσιμης μάζας διαμορφώνεται και μεταβάλλεται από περιστατικά που προβάλλονται έντονα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ό.π.) και επομένως δεν είναι ουδέτερα αλλά έχουν γνωρίσματα που μπορούν να προκαλέσουν εξίσου την αποστροφή ή την αποδοχή της κοινής γνώμης.

Θανατική ποινή: δημόσια και εντός των τειχών

Το αίτημα των θυμάτων για εκδίκηση μέσω της θανατικής καταδίκης αντηχεί την άποψη του Durkheim για τις συναισθηματικές αντιδράσεις που προκαλεί το έγκλημα και το ρόλο της ποινής στην αποκατάσταση του ηθικού αισθήματος της κοινωνίας. Ένα επιπλέον στοιχείο της θεωρίας του Durkheim στο οποίο μπορούμε να ανατρέξουμε κατά την ανάλυσή μας, αφορά την ποινή ως δημόσια τελετουργία, η οποία απευθύνεται κυρίως στους θεατές παρά στον παραβάτη (Garland, 1991: 123). Παρόλο που οι θανατικές εκτελέσεις στις ΗΠΑ δεν έχουν πλέον δημόσιο χαρακτήρα, η συζήτηση γύρω από τη σκοπιμότητα των δημόσιων εκτελέσεων κάθε άλλο παρά έχει σταματήσει.
Οι θανατικές εκτελέσεις, αλλά και άλλες μορφές ποινών όπως το μαστίγωμα, στο παρελθόν ήταν δημόσια γεγονότα, ενώ ακόμα και σήμερα υπάρχουν χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία και η Κίνα (αν και εκεί όλο και περισσότερες εκτελέσεις γίνονται κεκλεισμένων των θυρών) όπου οι εκτελέσεις των θανατοποινιτών λαμβάνουν χώρα δημόσια. Η στροφή από το δημόσιο στον ιδιωτικό χαρακτήρα της ποινής ερμηνεύεται από τον Norbert Elias σε ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταβολής του χαρακτήρα της ποινής η οποία είναι αποτέλεσμα γενικότερων κοινωνικών αλλαγών. Συγκεκριμένα, ο Elias αναφέρεται σε πολιτισμικές και κοινωνικές δομές τις οποίες ονομάζει «πολιτισμένες ευαισθησίες» (civilized sensibilities), οι οποίες μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου παράλληλα με ευρύτερες μεταβολές στις συμπεριφορές και την κοινωνική οργάνωση, και καθορίζουν εκτός των άλλων το τι είναι αποδεκτό ως ποινή (ό.π.: 142). Αυτή η διαδικασία ‘εκπολιτισμού’ (το σημαντικότερο έργο του Elias τιτλοφορείται The Civilizing Process, 1939) οδηγεί στην απομάκρυνση από τη δημόσια σφαίρα των συμβάντων που μπορεί να τραυματίσουν τις ισχύουσες «πολιτισμένες ευαισθησίες». Έτσι, η βία και ο πόνος περιορίζονται, ενώ εκεί που δε μπορούν να καταργηθούν «εξυγιαίνονται ή μεταμφιέζονται με διαφορετικούς τρόπους, αποτελώντας συχνά το μονοπώλιο εξειδικευμένων ομάδων όπως ο στρατός, η αστυνομία ή το προσωπικό των φυλακών, οι οποίοι συμπεριφέρονται με ένα απρόσωπο, επαγγελματικό τρόπο, αποφεύγοντας έτσι τη συναισθηματική ένταση που μπορεί να προκαλέσει τέτοιου είδους συμπεριφορά» (ό.π.: 146). Ο ρόλος των «πολιτισμένων ευαισθησιών» είναι εμφανής για παράδειγμα στην προσπάθεια των δυτικών κοινωνιών να αποφύγει τη σωματική τιμωρία (ό.π.: 148). Παρόλ’ αυτά, είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι η βία και άλλες μη αποδεκτές συμπεριφορές δεν εξαφανίζονται ως δια μαγείας από την κοινωνία, αλλά μεταφέρονται σε ιδιωτικούς χώρους ή, στην περίπτωση της τιμωρίας, στους ελεγχόμενους και κλειστούς χώρους της φυλακής. Στο πλαίσιο της ανάλυσης του Elias μπορούμε να εντάξουμε και την αντικατάσταση παλαιότερων οδυνηρών μεθόδων εκτέλεσης, όπως ο θάλαμος αερίων, με νέες, όπως η θανατηφόρα ένεση, οι οποίες δίνουν τουλάχιστον την επίφαση της μείωσης του πόνου και της αγωνίας του θανάτου.
Όπως αναφέραμε παραπάνω, η συζήτηση συνεχίζεται γύρω από το ενδεχόμενο της επιστροφής στις δημόσιες εκτελέσεις στις ΗΠΑ. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του McVeigh, η εκτέλεση του οποίου μεταδόθηκε μέσω κλειστού κυκλώματος ώστε να έχουν τη δυνατότητα οι επιζώντες της βομβιστικής του επίθεσης να την παρακολουθήσουν (Garland, 2002: 470-471). Οι επιπτώσεις της επιστροφής στις δημόσιες θανατικές εκτελέσεις διχάζουν τους ερευνητές. Ο Sarat για παράδειγμα υποστηρίζει ότι η επαναφορά των δημόσιων εκτελέσεων θα έκανε πάλι εμφανή τον πολιτικό τους χαρακτήρα, ο οποίος σήμερα αποκρύπτεται πίσω από τη γραφειοκρατία που τις περιβάλλει (ό.π.: 471), κάτι που κατά την άποψή του θα συνέβαλε στη σταδιακή κατάργηση της θανατικής ποινής. Ο Smith υποστηρίζει μια παρόμοια άποψη, θεωρώντας ότι «το υψηλό δράμα, ίσως ακόμα και το μελόδραμα» που εμπεριέχον οι εκτελέσεις θα έστρεφε το κοινό εναντίον τους (Smith, 1996: 256). Από την άλλη μεριά, ο Garland θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παρακινδυνευμένο, εφόσον κατά πάσα πιθανότητα θα εξοικείωνε το κοινό με τη θέα του θανάτου, ο οποίος εξάλλου δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα δραματικός στις εξυγιασμένες συνθήκες της σύγχρονης εκτέλεσης (Garland, 2002: 472).

Συμπέρασμα

Η θανατική ποινή ως τιμωρητικό σύστημα γεννά έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις, είτε από την πλευρά των θυμάτων που ζητούν εκδίκηση και δικαίωση, είτε από την πλευρά των πολέμιών της που τονίζουν την κατάφωρη παραβίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αυτή η ποινή συνεπάγεται. Οι προσπάθειες να περιοριστούν οι αντιδράσεις στη θανατική ποινή μέσω της εφαρμογής λιγότερο οδυνηρών μεθόδων εκτέλεσης ή μέσω νομικών βελτιώσεων που να περιορίζουν τα δικαστικά λάθη και κατ’ επέκταση τις εκτελέσεις αθώων, αλλά και να δίνουν στη θανατική ποινή μία μεγαλύτερη επίφαση νομιμότητας, δε μπορούν να ιδωθούν ως βελτιώσεις, εφόσον η θανάτωση ως τιμωρητική πρακτική παραμένει. Αντίθετα, θεωρούμε ότι τέτοιες κινήσεις αποσπούν την προσοχή από την ουσία του ζητήματος, η οποία δεν είναι άλλη από το ότι «η θανατική ποινή είναι μία ακατάλληλη και μη αποδεκτή απάντηση στο βίαιο έγκλημα».

Βιβλιογραφία

Garland, David, 1991, “Sociological perspectives on punishment”. Crime and Justice, 14: 115-165.

Garland, David, 2002, “The cultural uses of capital punishment”. Punishment Society, 4: 459-487.

Garland, David, 2005, “Capital punishment and the American culture”. Punishment Society, 7: 347-376.

Garland, David, 2006, “Concepts of culture in the sociology of punishment”. Theoretical Criminology, 10: 419-447.

Jacobs, David & Carmichael, Jason T., 2002, “The political sociology of the death penalty: a pooled time-series analysis”. American Sociological Review, 67 (1): 109-131.

Jacobs, David & Carmichael, Jason T., 2004, “Ideology, social threat, and the death sentence: capital sentences across time and space”. Social Forces, 83 (1): 249-278.

Κουκουτσάκη, Αφροδίτη, 2006, Εισαγωγή στο μάθημα: Κοινωνικός έλεγχος: κοινωνιολογικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις των τιμωρητικών συστημάτων, Φάκελος κειμένων, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Smith, Philip, 1996, “Executing executions: aesthetics, identity and the problematic narratives of capital punishment”. Theory and Society, 25 (2): 235-261


1.Το πολιτειακό σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών δίνει τη δυνατότητα σε κάθε μία από τις πολιτείες να αποφασίσει αυτόνομα σχετικά με την κατάργηση ή διατήρηση της θανατικής ποινής.
2.Είναι σημαντικό να σημειώσουμε εδώ ότι η φυλετική διαφοροποίηση στα πλαίσια της παρούσας έρευνας αναδεικνύει ως «απειλητική» ομάδα τους Αφροαμερικανούς, όχι όμως και τα άτομα που προέρχονται από τη Λατινική Αμερική (ο όρος που χρησιμοποιείται στα αγγλικά είναι “Hispanic”). Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τους Jacobs και Carmichael καταδεικνύει ότι οι βαθιά ριζωμένες φυλετικές προκαταλήψεις στην αμερικανική κοινωνία επηρεάζουν εκτός των άλλων και τις τιμωρητικές πρακτικές (Jacobs & Carmichael, 2002: 128), ενώ από την άλλη μεριά οι συγγραφείς διατυπώνουν την υπόθεση ότι η ραγδαία αύξηση των μεταναστών από τη Λατινική Αμερική μπορεί στο μέλλον να τους μετατρέψει σε ομάδα «απειλής» (Jacobs & Carmichael, 2004: 270).
3. Βλ. για παράδειγμα την αρχή της less eligibility (Κουκουτσάκη, 2006: 25).
4. Σύμφωνα με έρευνα των Ηνωμένων Εθνών, «οι έρευνες δεν έχουν καταφέρει να προσφέρουν επιστημονικές αποδείξεις ότι οι εκτελέσεις λειτουργούν περισσότερο αποτρεπτικά σε σχέση με την ισόβια κάθειρξη. Δε θεωρείται πιθανό ότι τέτοιες αποδείξεις θα προκύψουν». Αναφέρεται στην ηλεκτρονική σελίδα της Διεθνούς Γραμματείας της Διεθνούς Αμνηστίας, , τελευταία επίσκεψη 14.1.10.
5. Σχετικά με τις νομικές διαδικασίες και τις πολιτικές αντιδράσεις που προκάλεσαν, βλ. Garland, 2005: 358-359.
6. Στο σημείο αυτό καταθέτουμε τη διαφωνία μας με την άποψη του Garland ότι οι σχετικές βελτιώσεις στην εφαρμογή της θανατικής ποινής είναι καλοδεχούμενες (Garland, 2002: 481).
7. Διεθνής Αμνηστία, , τελευταία επίσκεψη 14.01.10.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου