Τετάρτη 10 Ιουνίου 2009

ειδικά αφιερωμένο σε αποδέκτες εκλεκτούς

Η ΕΚΛΕΚΤΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑ της Ελίνας Ρίζου
Οι φόβοι, κάποτε, ίσως είναι μία εκ των υστέρων γνωριμία –με ποιον έσφιξες το χέρι σου-. Η μέρα έξω ζέσταινε. Έκλεισα την πόρτα κι έβλεπα τις κουβέντες των περαστικών να αχνίζουνε στη χαραμάδα. Έτσι συνήθως βρίσκουμε τα πιο άτυχα λόγια μας, ξαπλωμένα κάτω: μια προσευχή που δεν πρόλαβε ή μια λαχτάρα που κρατήθηκε πολύ. Κι όταν μας ρώτησαν τι χρώμα θέλουμε για τα χρόνια μας, έγινε η πιο μακριά νύχτα της ζωής μας. Ύστερα η πόλη τελείωσε, όλοι κρύφτηκαν, κι εμείς και τα δέντρα κι οι ελπίδες. Φόρεμα ξηλωμένο στη μέση του κήπου και στο δρόμο ο άνεμος είχε τόσο σφυρίξει πριν έρθει η βροχή, που τώρα έστεκε πάνω σου σαν αγάπη. «Να τους προσέχεις», έλεγε πού και πού η ξεχασμένη γιαγιά στην καρέκλα, γιατί πάντα αφήνουμε σε μια καρέκλα κάτι να πεθάνει. Και άντρες και γυναίκες που δεν πλησίασαν ποτέ –όπως ποτέ δεν πλησιάζει το καλοκαίρι. Είχα λύπη που η πόρτα δεν θα άνοιγε ξανά. Μία γάτα χώρεσε, το πάτωμα έτριξε κι αχ πώς καταγράφεις τις ζημιές όταν έχει περάσει τόσος καιρός, ενώ στο χερούλι κρεμασμένο ήταν εκείνο το χρυσό καμπανάκι που θα το χτυπήσουμε όταν αποφασίσουμε να ξεχάσουμε, όπως σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου που καταπίνεις χάπια ή όπως το παιδί που ανακουφίζεται με ένα φιλί στο χτυπημένο κεφάλι. Και ακόμη και τώρα μουρμουρίζω κάποιο τραγούδι που δεν το ήθελα ποτέ στ’ αλήθεια κι έζησα με επικίνδυνες νοσταλγίες όπως πάντα όταν δεν έχει τι να νιώσει κανείς ή μιλούσα με ξένη φωνή για να μη δω το στόμα μου άσπρο και στο σπίτι τριγυρνούσα με ψηλά τακούνια για να ακούω βήματα γιατί πόσο αντέχουμε μόνοι –μάλλον, λοιπόν, δεν βρήκα δύναμη κι όλο περίμενα εξήγηση απ’ τους πεθαμένους. Μέρες που ήρθαν όπως δεν τις μάντεψες ποτέ –και στους φίλους μοίραζα όλα μου τα ρούχα που μου αρέσαν να με φαντάζομαι σε τόπους που δεν πάω και στους άλλους άφηνα καρτούλες με το όνομά μου μήπως με θυμηθούν οι αδικημένοι (εξάλλου ακόμα κρυφακούω την απ’ έξω ζωή). Βαριές αλήθειες που δεν θα χυθούν ούτε στο πιο μεγάλο κλάμα –ένα βράδυ δίπλα στο παράθυρο που μόλις πήγα να σου πω είδαμε ένα καλό φεγγάρι και τότε σκέφτηκα για πρώτη φορά την τύχη και δώσαμε όρκο να πάμε ως το τέλος και οι λέξεις τελειώσαν εκεί. Μάζευα κάτι κίτρινα λουλούδια, θυμάμαι, όταν ήρθε χειμώνας, μια γλάστρα περίμενε πάνω στο τραπέζι να γίνει μητέρα. Ώσπου στο τέλος κοιμάσαι, είναι το αναγκαστικό σου δώρο, μάτια που τόσο ταράχτηκαν από όσους δεν είδαν κι όμως αργά -αργά- τη νύχτα ηρεμούν. Μόνο καμιά φορά που ξημερώνει ξυπνάς με τίναγμα. Τελικά είχα μεγάλη ανάγκη για χαρές και το σπίτι βογκούσε, έτσι μια μέρα έφυγα με την πιο μεγάλη μου φόρα, είδα ό,τι μπόρεσα κι ήρθα, όμως πια δεν θυμόμουν. Και μόνο αυτές οι λάσπες στα πόδια είναι το σίγουρο σημάδι πως περπάτησα στη βροχή, κάπου πήγα, και μόνο γι’ αυτές θα μιλώ και γι’ αυτούς που τις είδαν. Είχα γνωρίσει κάποτε κι έναν πολεμιστή με ένα σημάδι στο λαιμό σαν να ‘ταν φιλημένος. Εκεί που πήγαινε έπεσε κι ύστερα πήγαινε γελώντας.
[μου το έστειλε σήμερα η Ελίνα, δώρο που το μοιράζομαι, ταξίδι στην κατήφεια των καιρών]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου