Στις εποχές των καθησυχαστικών βεβαιοτήτων, τότε που ο ανθρωποκεντρικός λόγος που κυριαρχούσε στις διαδηλώσεις, ένας λόγος που εξόρκιζε τους αποκλεισμούς, έμοιαζε να είναι ο αυτονόητα και μοναδικά έγκυρος διεκδικητικός λόγος, δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι ήταν ποτέ δυνατόν να αποκλειστεί μια παιδική χαρά, να κλειδωθεί και να περιφρουρείται γιατί εκεί «μπαίνουν οι μαντιλοφορούσες με τα παιδιά τους. Και αυτοί έχουν αρρώστιες».
Ο λόγος για τον Άγιο Παντελεήμονα και πάλι. "Να γκρεμιστεί η παιδική χαρά στον Αγ. Παντελεήμονα ζητάει τώρα η «επιτροπή κατοίκων». Η ίδια «επιτροπή» μάζευε πριν από λίγο καιρό υπογραφές για να «φύγουν οι λαθρομετανάστες από τον Άγιο Παντελεήμονα». Παρά την απομάκρυνση των Αφγανών μεταναστών από την περιοχή, η «επιτροπή» εμφανίζεται ανικανοποίητη και τώρα ζητά το γκρέμισμα της παιδικής χαράς, για να κατασκευαστεί στη θέση της πάρκο με παγκάκια και σιντριβάνι"
Δεν ξέρω πόσο πιστά αποδίδουν το κλίμα τα δημοσιεύματα, πόση βαρύτητα έχει δηλαδή, ανάμεσα σε όλα τ' άλλα, το γκρέμισμα, η εξαφάνιση της παιδικής χαράς και το σιντριβάνι που θα αντικαταστήσει το χώρο που παίζαν τα παιδάκια. Με βάση αυτά που διαβάζω, όμως, πέρα από το ίδιο το αίτημα, είναι και η εξειδίκευσή του που προκαλεί για σκέψεις. Σιντριβάνι, νερά που τρέχουν και ξεπλένουν ό, τι αφήσαν πίσω τους οι "μολυσμένοι", βωμός στον οποίο θυσιάζονται οι μνήμες γιατί ανάγκη είναι να "μην ξαναγυρίσουν οι Αφγανοί", ανάγκη είναι η αποκάθαρση του χώρου. Και τα παγκάκια γύρω, σαν τις κερκίδες ενός θεάτρου όπου εσαεί θα αναπαριστάται η θριαμβική εξάλειψη των μιαρών: «Έτσι κι αλλιώς, η παιδική χαρά θα παραμείνει για πάντα κλειστή. Θα την περιφρουρούμε για να μην ανοίξει»
Και αναρωτιέμαι αφελώς, πώς είναι δυνατόν άνθρωποι να αφήνουν τις δουλειές του, τα σπίτια τους, τους ανθρώπους τους για να εναλλάσσονται σε βάρδιες φύλαξης μιας παιδικής χαράς; Τι σκέφτονται όταν προγραμματίζουν τις βάρδιες, τι απαντούν στα δικά τους τα παιδιά, που μέχρι χθες μοιράζονταν αυτόν τον χώρο με τα "άλλα" παιδιά; Είναι μια σκηνή που μου έρχεται στο μυαλό, από την γεμάτη παιδιά γειτονιά μου, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι και πάλι. Είχε έρθει κάποτε ένα σκυλί στη γειτονιά, που το φροντίζαμε κάποιοι μεγάλοι, προσφέροντάς του τροφή και νερό, και που είχε γίνει το αγαπημένο παιγνίδι των παιδιών. Το θυμάμαι ακόμα να τρέχει ξεγλωσσισμένο πίσω από ένα ποδήλατο ενόσω οι πιτσιρικάδες το ενθαρρύνανε να μην τα παρατήσει, να συνεχίσει να τρέχει γιατί έτσι ήταν το παιγνίδι και κράταγε ώρες. Κάποτε ο σκύλος έπεσε σε βαρύ παράπτωμα: πήδηξε με λασπωμένα πόδια σ' ένα αυτοκίνητο που έπλενε με περισσή φροντίδα ο κάτοχός του. Ούτε που πρόλαβα να καταλάβω για πότε άλλαξε το τοπίο. Ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου άρπαξε κάτι που μού φάνηκε σαν καδρόνι κι άρχισε να κτυπάει ανηλεώς τον σκύλο. Και πριν χωρέσει ο νους μου την εικόνα, κι ενόσω ο σκύλος είχε καταφέρει να ξεφύγει και προσπαθούσε να απομακρυνθεί, τα παιδιά, οι φίλοι του, άρχισαν νέο παιγνίδι, πετροβολώντας τον. Όταν κατέβηκα πια στο δρόμο, κάποιες μακρινές υλακές θύμιζαν το συμβάν, το αυτοκίνητο γυαλοκοπούσε φρεσκοπλυμένο και τα παιδιά είχαν ξεκινήσει άλλο παιγνίδι. "Ήταν βρώμικος", μου είπαν. "Είχε φάει ένα ποντίκι και βρωμούσε".
Αφελώς αναρωτιέμαι, λοιπόν, τι λένε στα παιδιά τους όταν κινούν από το σπίτι αρματωμένοι για να φυλάξουν την παιδική χαρά, για να ακυρώσουν τις μνήμες των παιγνιδιών, για να εξορκίσουν το ίδιο το παιδικό παιγνίδι, για να μολύνουν την παιδική ηλικία με ένα ήθος μίσους και μνήμες αποκλεισμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου