Στέλλα Πρωτονοταρίου
Πρώην διευθύντρια του 132ου Δημοτικού Σχολείου Αθηνών
Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄80 ως σήμερα η Ελλάδα από χώρα εξαγωγής μεταναστών έχει σταδιακά μετατραπεί σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας σε πολυπολιτισμική, αν και έφερε νέα δεδομένα στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, δεν οδήγησε όπως θα έπρεπε και στην αντίστοιχη μετεξέλιξη του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε αυτό να ανταποκριθεί με επιτυχία στις νέες συνθήκες.
Το υπουργείο Παιδείας απέναντι στη μεγάλη εισροή παιδιών μεταναστών αντέδρασε καθυστερημένα και αποσπασματικά. Τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν με τον νόμο για τη διαπολιτισμική εκπαίδευση (Ν. 2413/1996) ήταν ανεπαρκή και χωρίς διάρκεια, π.χ. οι τάξεις υποδοχής και τα φροντιστηριακά τμήματα υπολειτουργούν ή έχουν καταργηθεί. Επίσης οι προβλέψεις στον ίδιο νόμο για τη μητρική γλώσσα και τον πολιτισμό που μεταφέρουν τα παιδιά από τις πατρίδες τους παρέμειναν σε θεωρητικό επίπεδο και δεν εφαρμόστηκαν ποτέ.
Εκτός από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μετανάστες μαθητές και μαθήτριες στην ελληνική γλώσσα, δυσκολεύονται επίσηςνα προσαρμοστούν στη σχολική ζωή και κουλτούρα. Επιπλέον η ίδια η παρουσία τους αποτελεί πρόκληση για τα ιδεολογικά θεμέλια της ελληνικής εκπαίδευσης, της οποίας ο εθνοκεντρισμός αποτελεί κύριο γνώρισμα. Η άρνηση της διαφορετικότητας και οι υποθέσεις της ομοιογένειας είναι διάχυτες στα σχολικά βιβλία και στη σχολική ζωή με κίνδυνο οι «διαφορετικοί» μαθητές να αναπτύξουν συναισθήματα αποξένωσης και να οδηγηθούν στην περιθωριοποίηση, όπως επισημαίνεται ήδη από το 1997 σε έρευνες των Φραγκουδάκη και Δραγώνα.
Την ένταξη των μεταναστών μαθητών στο εκπαιδευτικό σύστημα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο η ξενοφοβία, η οποία εκδηλώνεται τόσο από μερίδα των εκπαιδευτικών όσο και από έλληνες γονείς, όπως τονίζει αντίστοιχη έρευνα του ελληνικού τμήματος της UΝΙCΕF (2001), καθώς και το αβέβαιο νομικό καθεστώς σχετικά με τη μετανάστευση. Παράλληλα πολλοί μετανάστες και πρόσφυγες γονείς, μη γνωρίζοντας την ελληνική γλώσσα, δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς των παιδιών τους ή με άλλους γονείς. Ετσι απέχουν από σχολικές δραστηριότητες, δεν συμμετέχουν στα συλλογικά όργανα των γονέων και σπανίως διεκδικούν τα δικαιώματα των παιδιών τους στην εκπαίδευση. Οι έλληνες γονείς επίσης, θεωρώντας ότι η ανομοιογένεια που παρατηρείται στις σχολικές τάξεις είναι επιζήμια για τα παιδιά τους, συχνά εκφράζουν την αγωνία τους και εκδηλώνουν ξενοφοβικά συναισθήματα. Τέλος, οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, χωρίς τις κατάλληλες γνώσεις και τα απαραίτητα μεθοδολογικά εργαλεία, δυσκολεύονται να διαχειριστούν με αποτελεσματικότητα την ετερογένεια που υπάρχει στις τάξεις τους.
Οι επιπτώσεις της κατάστασης που περιγράφηκε και αφορά την πλειονότητα των ελληνικών σχολείων είναι πολλές, με σοβαρότερη την αυξημένη μαθητική διαρροή από την υποχρεωτική εκπαίδευση των μεταναστών μαθητών σε σχέση με εκείνη των ελλήνων συμμαθητών τους, όπως αποκαλύπτουν πρόσφατα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Μετάβασης του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
Είναι γεγονός ότι, αν συνεχίσουμε να αντιμετωπίζουμε την πολυπολιτισμικότητα των σχολείων μας ως πρόβλημα και όχι ως ικανή συνθήκη για ουσιαστικότερη και ευρύτερη παιδαγωγική προσέγγιση προς όφελος όλων των παιδιών, Ελλήνων και αλλοδαπών, τα προβλήματα θα πολλαπλασιάζονται, η αναπαραγωγή κοινωνικών ανισοτήτων θα διαιωνίζεται και πολλά παιδιά θα συνεχίσουν να οδηγούνται στον κοινωνικό αποκλεισμό. Για να ανταποκριθεί λοιπόν το σχολείο στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές συνθήκες χρειάζονται ουσιαστικές αλλαγές στη δομή και στο περιεχόμενό του με στόχο τη θετική αντιμετώπιση και την αξιοποίηση της ανομοιογένειας του μαθητικού πληθυσμού. Κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί επιτυχώς μέσω μιας εκπαίδευσης διαπολιτισμικής, η οποία θα προετοιμάζει πολίτες με κριτική σκέψη, εκπαιδευμένους σε κοινωνικές δεξιότητες όπως η επικοινωνία και η συνεργασία, πολίτες ικανούς να συμμετέχουν στις αποφάσεις που τους αφορούν και να διαχειρίζονται με επιτυχία την πολυπολιτισμικότητα γύρω τους. Οι διαπολιτισμικές δράσεις αναπτύσσουν την αυτοεκτίμηση των «διαφορετικών» παιδιών, βοηθούν στην καλλιέργεια ισοτίμων σχέσεων ανάμεσά τους, στην αναγνώριση και στον σεβασμό των δικαιωμάτων τους, ενώ παράλληλα καταπολεμώνται προκαταλήψεις και φαινόμενα επιθετικότητας και παραβατικών συμπεριφορών στο σχολικό πλαίσιο.
Παρά τις αντίθετες επίσημες δηλώσεις, η διαπολιτισμική εκπαίδευση απουσιάζει από το σύγχρονο ελληνικό σχολείο, στο οποίο «προσφέρεται στα παιδιά μειονοτήτων/μεταναστών μια αφομοιωτική δημόσια εκπαίδευση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έκθεση του Ελληνικού Παρατηρητήριου του Ελσίνκι (2002). Θα πρέπει να επισημάνουμε επίσης ότι όχι μόνο για τα παιδιά μεταναστών αλλά και για άλλες ομάδες «διαφορετικών» παιδιών (με σωματικές/νοητικές αναπηρίες, μαθητές Ρομά κ.ά.) δεν έχει ληφθεί στην πράξη κανένα μέτρο ένταξης. Για να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα αρχική προϋπόθεση αποτελεί η διερεύνηση και η καταγραφή των μορφωτικών αναγκών των μαθητών, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις επιστημονικές έρευνες οι οποίες συνδέουν θετικά τη σχολική απόδοση των παιδιών με τη συμμετοχή των γονέων τους στη σχολική πραγματικότητα. Επίσης οι εκπαιδευτικοί θα πρέπει να αποκτήσουν τις απαραίτητες γνώσεις ώστε να καταφέρουν να διαχειριστούν την ανομοιογένεια του μαθητικού πληθυσμού. Και αυτά μπορούν να συμβούν μόνο σε ένα σχολείο με διευρυμένο ρόλο που θα αποτελέσει συνεκτικό κρίκο ανάμεσα σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, «ανοιχτό» στη γειτονιά και στην τοπική κοινωνία. Αν και οι παραπάνω στόχοι μπορεί να φαντάζουν σαν «όραμα», στην πραγματικότητα είναι πλήρως πραγματοποιήσιμοι. Υπάρχει η θεωρητική γνώση, τα δεδομένα πλήθους ερευνών, καθώς και η ανάλογη διεθνής εμπειρία. Εξάλλου υπάρχει και η καταγεγραμμένη εμπειρία του 132ου Δημοτικού Σχολείου της Αθήνας στο οποίο εφαρμόστηκαν προγράμματα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης επί περίπου εννέα έτη με μεγάλη επιτυχία. Οι εκπαιδευτικοί του συγκεκριμένου σχολείου (με 72% παιδιά μεταναστών) ανέπτυξαν δράσεις που λειτουργούσαν ταυτόχρονα και παράλληλα για όλους τους παράγοντες της σχολικής κοινότητας (μαθητές- εκπαιδευτικούς-γονείς- τοπική κοινωνία).
Ενδεικτικά οργανώθηκαν για όλα τα παιδιά εργαστήρια για την προσωπική και κοινωνική τους ανάπτυξη και υγεία, έγιναν μαθήματα μητρικής γλώσσας εκτός ωρολογίου προγράμματος για τους αλλοδαπούς μαθητές, αξιοποιήθηκε η μητρική γλώσσα και το πολιτισμικό τους υπόβαθρο στην εκπαιδευτική διαδικασία, διευρύνθηκε το περιεχόμενο των σχολικών εκδηλώσεων, χρησιμοποιήθηκε στην πρωινή προσευχή κείμενο-προσευχή που να απευθύνεται γενικά στον Θεό και στις πανανθρώπινες αξίες ώστε να συμμετέχουν και τα μη ορθόδοξα παιδιά κτλ. Για τους γονείς οργανώθηκαν συναντήσεις και εργαστήρια με στόχο την ενίσχυση του γονικού τους ρόλου και της σχέσης τους με το σχολείο, πραγματοποιήθηκαν από εθελοντές δασκάλους για πέντε χρόνια μαθήματα ελληνικής γλώσσας για τους μετανάστες γονείς, συνδέθηκαν το σχολείο και οι οικογένειες των παιδιών με δομές και φορείς υγείας για την πρόληψη και την αντιμετώπιση δύσκολων προβλημάτων που προέκυπταν. Τέλος, οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί οργάνωσαν την ενδοσχολική τους επιμόρφωση και εφάρμοσαν στα μαθήματα βιωματικές μορφές μάθησης και συνεργατικές μορφές διδασκαλίας κτλ.
Το έργο του σχολείου υποστηρίχθηκε από την εκπαιδευτική και την επιστημονική κοινότητα, παρουσιάστηκε σε επιστημονικά συνέδρια, ενώ πολλές από τις δράσεις του βραβεύτηκαν στην Ελλάδα και διεθνώς. Παρ΄ όλα αυτά, έπειτα από σχεδόν εννέα χρόνια επιτυχούς λειτουργίας (το 2007) διεκόπη βίαια από τον νέο διευθυντή του σχολείου, «με άνωθεν εντολές», όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε. Ο υφυπουργός Παιδείας νομιμοποίησε τη διακοπή όλων των δράσεων υποστηρίζοντας ότι η διδασκαλία της μητρικής γλώσσας στους μετανάστες μαθητές, τα μαθήματα ελληνικής γλώσσας στους γονείς τους και η αλλαγή της πρωινής προσευχής γίνονταν «καθ΄ υπέρβασιν» όσων προβλέπονται από την ελληνική νομοθεσία.
Η λήψη αποφάσεων και μέτρων για τη δημιουργία του σχολείου που οραματιζόμαστε είναι πλέον επιτακτική. Η πολιτεία έχει υποχρέωση να φροντίσει ώστε οι αρχές της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης να κατευθύνουν τη λειτουργία του σύγχρονου σχολείου. Παράλληλα ολοκληρωμένες και αποτελεσματικές προτάσεις που προέρχονται από επιτυχημένες πρωτοβουλίες εκπαιδευτικών, όπως αυτή του 132ου, οφείλουν να αξιολογούνται, να υποστηρίζονται και να αξιοποιούνται από το ΥΠΕΠΘ, αν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την καταπολέμηση της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού όλων των παιδιών, Ελλήνων και αλλοδαπών. Τα παιδιά το δικαιούνται και εμείς τους το οφείλουμε. *
Πηγή: ΒΗΜΑ Ιδεών, 6/3/2009
http://www.vimaideon.gr//Article.aspx?d=20090306&nid=11828106&sn=%CE%9A%CE%A5%CE%A1%CE%99%CE%9F%20%CE%A4%CE%95%CE%A5%CE%A7%CE%9F%CE%A3&spid=1478
http://www.132grava.net/node/281
Διαβάστε επίσης:
Πρωτονοταρίου, Στέλλα και Πέτρος Χαραβιτσίδης (2006) Για ένα σχολείο που σέβεται τη «διαφορετικότητα»: Θεωρητικές και πρακτικές προσεγγίσεις, Eκπαιδευτική Κοινότητα, Τεύχος 78, Μάιος – Ιούνιος 2006, σσ. 24-33
http://www.132grava.net/sites/default/files/Koinotita_78_May_July_2006.pdf
Πηγή εικόνας: http://www.nws.k12.mn.us/multicultural_education_programs/programs.php
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου