Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Δικαιώματα και αντιφάσεις

[ασύγγνωστα ελλιπής η προηγούμενη ομότιτλη ανάρτηση, τιμωρήθηκε με αποκαθήλωση και η θέση της δόθηκε στο κάτωθι κείμενο -μήπως και το σώσουμε, δηλαδή, γιατί κι εγώ μπερδεμένη είμαι...] Έγραφα σε προηγούμενη ανάρτηση [Περί εγκληματικότητας και άλλων δεινών...] ότι ο λόγος περί αντεγκληματικής πολιτικής, στον οποίο έχει συρρικνωθεί εντέλει ο λόγος περί εγκληματικότητας στον δημόσιο λόγο, απογυμνωμένος από μια θεωρητική υποστήριξη γύρω από το έγκλημα και την ποινή, συνιστά ένα υπονομευμένο πεδίο, με την έννοια ότι μεταφέρει τη συζήτηση σ' ένα πλαίσιο όπου ηγεμονεύει η ρητορική περί νόμου και τάξης. Πολλά πρόσφατα γεγονότα και κυρίως οι συζητήσεις που προκαλούν, αναδεικνύουν ένα αντίστοιχο πρόβλημα στο χώρο των δικαιωμάτων όπου, όλο και πιο συχνά, ο λόγος διολισθαίνει και εγκλωβίζεται σε απλουστευτικές γενικεύσεις και, κατά συνέπεια, έστω και με άλλους όρους, αναπαράγονται αναπόφευκτα κοινά στερεότυπα. Διάβαζα στις αναρτήσεις του blog μιας κατάληψης [με την οποία η σχέση μου πέρασε από πολλά στάδια για να καταλήξει σε ένα είδος "κατασταλτικής ανοχής", προκειμένου να είμαι ειλικρινής και σε ό,τι αφορά το βιωματικό υπόστρωμα της παρατήρησης] το δελτίο για τον θάνατο της Κατερίνας Γκουλιώνη να έπεται της ανάρτησης: "ο Περίανδρος έπεσε στα μαλακά". Προβοκατόρικο ακούγεται, αλλά η ένσταση αφορά την παράκαμψη της ανάγκης να εκφραστεί το προαπαιτούμενο του καταγγελτικού λόγου για τους τιμωρητικούς θεσμούς, της αξιολόγησης και της εξαίρεσης, τουτέστιν το επιχείρημα ότι επιτρέπονται εκπτώσεις στα δικαιώματα των εγκλείστων με τους όρους μιας άλλης, σωστότερης, ηθικής.
Το διώνυμο έγκλημα /ποινή δίνει καλά παραδείγματα για να σκιαγραφήσει κανείς την συνθήκη -έστω και απλουστευτικά παραδείγματα και δεν διεκδικώ τίποτα περισσότερο απ' αυτό. Καταγγέλλονται [και ορθά] οι επιθέσεις σε μετανάστες με δράστες άτομα προερχόμενα απ' τον χώρο της άκρας δεξιάς και το φυσιολογικά συνακόλουθο αίτημα είναι να συλληφθούν και να τιμωρηθούν οι δράστες αυτών των επιθέσεων. Η τιμωρία θα τους στείλει πιθανότατα στη φυλακή. Και το ερώτημα είναι, οι κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα των κρατούμενων αφορούν και αυτήν την κατηγορία δραστών; Άλλο παράδειγμα, από έναν επίσης ακανθώδη χώρο, τον χώρο της ψυχικής υγείας: στις κινητοποιήσεις του Δεκέμβρη εντάχθηκε έμμεσα και το ζήτημα να απομακρυνθούν από τις δυνάμεις ασφαλείας οι ψυχικά πάσχοντες ή έχοντες άλλες ψυχιατρικής φύσης διαταραχές. Την ίδια ώρα, οργανώσεις και επιστημονικοί φορείς μιλάνε για τον ψυχιατρικό στιγματισμό και την συρρίκνωση των δικαιωμάτων των ψυχιατρικά νοσούντων. Η κυβέρνηση έσπευσε να περάσει από ψυχιατρικό έλεγχο τους υπηρετούντες στις δυνάμεις ασφαλείας και δόθηκαν στη δημοσιότητα κάποια ποσοστά. Μεγάλα ή μικρά δεν έχει σημασία, γιατί το πρόβλημα είναι η εγγύτητα και όχι η απόσταση που αναδεικνύει την αντιφατικότητα μιας ρητορικής η οποία επίσης κατηγοριοποιεί τους έχοντες δικαίωμα να έχουν δικαιώματα, διαμορφώνοντας έτσι ένα σημείο συνάντησης με την επίσημη ρητορική. Με τη διαφορά ότι η επίσημη ρητορική όχι απλώς δεν παρακάμπτει τον σκόπελο αλλά παρέχει και επιχειρήματα για τις προϋποθέσεις και τις συνθήκες στέρησης δικαιωμάτων σε κατηγορίες που "εκ φύσεως" ή "εκ θέσεως" δεν μπορούν να έχουν ίσα δικαιώματα ή δεν νομιμοποιούνται να τα διεκδικήσουν. Γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίστηκαν ταυτόχρονα με τη θεσμοθέτηση μορφών παραβίασής τους ενώ, κοντά δυο αιώνες τώρα, το θετικιστικό ενδιαφέρον για την "ανθρώπινη ιδιαιτερότητα" [του τρελού, του εγκληματία...] λειτουργεί παρέχοντας άλλοθι στις κοινωνικές δομές και την επίφαση αποτελεσματικότητας των θεσμών· παρεμβαίνει έτσι και στη σχέση κράτους /πολίτη και διαμορφώνει τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις φέρνοντας, για παράδειγμα, στο επίκεντρο το ανθρώπινο πρόσωπο και τον ορθολογισμό της κρατικής εξουσίας να οργανώσει "θεραπείες" για τους ψυχικά ή κοινωνικά "νοσούντες" στη βάση του επιστημονικού λόγου περί εγκυρότητας των ταξινομήσεων και των διαχωρισμών· και αν δεν τα καταφέρει, η ευθύνη βαραίνει συνήθως τον νοσούντα που "αντιστάθηκε" στη θεραπεία· και νομιμοποιείται ο κύκλος των αποκλεισμών με την αναπαράσταση μιας κρατικής εξουσίας που έχει τον ενεργητικό ρόλο να θεραπεύει και όχι απλώς να καταστέλλει -στο απυρόβλητο οι κοινωνικές δομές και οι θεσμοί, και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος είτε επιτύχει είτε αποτύχει το θεραπευτικό εγχείρημα. Τηρουμένων των αναλογιών, αν η βία των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, η βία των θεσμών καταστολής και των φορέων τους κ.ο.κ. [υπονοείται, έστω ότι] οφείλεται σε περιστασιακές δυσλειτουργίες προκαλούμενες συνήθως από εκδηλώσεις "ανθρώπινης ιδιαιτερότητας", το επιχείρημα είναι το ίδιο, ούτε καν ανεστραμμένο και, άμεσα ή έμμεσα, απομειώνει το περιεχόμενο της διαμαρτυρίας προβληματοποιώντας το μέσο κι όχι τον σκοπό. Στην προηγούμενη ανάρτηση, περιέγραφα στεγνά ένα quasi-αδιέξοδο, λέγοντας όμως ότι στην πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι κι ότι απαντήσεις υπάρχουν και μπορεί να βρεθούν και να αποτελέσουν αναπόσπαστο μέρος του Λόγου περί δικαιωμάτων, αρκεί να μπει κανείς στον κόπο να τις ψάξει... Όσο κανονιστικό κι αν ακούγεται, πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να προβληματοποιούμε κάπου-κάπου την ίδια μας τη δράση, να μην ομνύουμε στις αντιφάσεις της αλλά, πατώντας σ' αυτές, να ανοίγουμε κι άλλους δρόμους σκέψης, προετοιμάζοντας την ανάδυση νέων αντιφάσεων ενδεχομένως, αλλά το πεδίο είναι έτσι κι αλλιώς αντιφατικά συγκρουσιακό για να απαιτήσει κανείς να φοράμε πάντα κατάσαρκα τα καθαρά, καλά μας επιχειρήματα...

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

"απολύμανση"

"Μετά την προ μηνών επέμβαση της αστυνομίας ένα νέο, περίεργο χαρτί που θυροκολλήθηκε στο κτίριο προειδοποιεί για νέα επέμβαση μετά από εισαγγελική παραγγελία".
Ο λόγος για το το κτίριο του παλιού Εφετείου στην οδό Σωκράτους όπου βρίσκουν καταφύγιο περισσότεροι από 500 οικονομικοί μετανάστες.
Το διάβασα βιαστικά, διαγώνια όπως λέμε, έκλεισα τον κομπιούτορα κι έφυγα τρέχοντας για τις συνήθεις μου ασχολίες. Και το "περίεργο χαρτί που θυροκολλήθηκε", ερχόταν κάθε τόσο στο μυαλό μου, αλλά με την μορφή των χαρτιών που κολλούν στους πίνακες ανακοινώσεων των πολυκατοικιών και ειδοποιούν τους ενοίκους για επικείμενη απολύμανση: συνιστάται να γίνεται δυο φορές το χρόνο για να διασφαλίζονται οι όροι καθαριότητας και υγιεινής. Όπως στις σύγχρονες πόλεις, δηλαδή, που πρέπει να απολυμαίνονται από τους "ανθρώπους-απόβλητα". Μόνο που εκεί η απολύμανση πρέπει να γίνεται πολύ πιο συχνά γιατί οι "άνθρωποι-απόβλητα" πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο στην πόλη.
"Στο κτίριο μπήκε για πρώτη φορά τηλεοπτική κάμερα και κατέγραψε άθλιες εικόνες από τη διαμονή των ανθρώπων αυτών. Μιλήσαμε μαζί τους και μας είπαν πως σε περίπτωση που τους διώξουν δεν έχουν πουθενά να πάνε και θα καταλήξουν άστεγοι περιφερόμενοι στους δρόμους της Αθήνας" [http://www.tvxs.gr/v10545],*
Και από εκεί στο φαράσι της επόμενης "επιχείρησης-σκούπα" -καθημερινό πια φαινόμενο στο κέντρο της Αθήνας-, στον ίδιο ενδιάμεσο σταθμό της ίδιας αδιέξοδης διαδρομής.
Μεταναστευτικοί πληθυσμοί. Σκουπίδια για την χωματερή μιας άναρχης οικονομικής ανάπτυξης που δεν σχεδίασε μεγάλα ταξίδια κι ας παρήγαγε μεγάλες μεταναστεύσεις. "Παράπλευρες απώλειες" της οικονομικής ανάπτυξης που ούτε σχεδιάζει ούτε καθορίζει εκ προοιμίου τη γραμμή που χωρίζει τους καταραμένους από όσους πρόκειται να σωθούν [Bauman, 2005: 69, Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας, Κατάρτι]. Και λέει σε άλλο σημείο του ίδιου έργου του ο Bauman: "Υπάρχει ένα είδος "εκλεκτικής συγγένειας" μεταξύ των μεταναστών (αυτών των ανθρώπινων απορριμάτων απομακρυσμένων περιοχών του κόσμου που αδειάζονται στην "αυλή" μας) και των πιο αβάσταχτων δικών μας οικείων φόβων. Όταν όλες οι θέσεις κι όλα τα μέρη μοιάζουν ασταθή και θεωρούνται αναξιόπιστα, η παρουσία των μεταναστών γυρίζει το μαχαίρι στην πληγή. Οι μετανάστες, ιδιαίτερα οι νεοαφιχθέντες, αποπνέουν την ελαφρά οσμή του κάδου των απορριμάτων, ο οποίος στοιχειώνει με πλήθος φαντάσματα τις νύχτες εκείνων που αποτελούν υποψήφιες απώλειες της αυξανόμενης τρωτότητας" [ό.π. σελ. 94], αποτελώντας για τις κυβερνήσεις τον ιδανικό "αποκλίνοντα Άλλο", συνεχίζει ο Bauman, τον προσεκτικά επιλεγμένο στόχο εναντίον του οποίου "μπορούν να στρέφουν ρητορικές ομοβροντίες και να κάνουν παλληκαρισμούς, ενόσω οι ευγνωμονούντες υπήκοοι τους τις βλέπουν και τις ακουν" [ό.π. σελ. 95]

* Και η έφοδος: ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ Αστυνομικές δυνάμεις έξω από το επίμαχο κτίριο του παλιού Εφετείου http://www.tvxs.gr/v10595
[αυτή είναι μια ευκαιρία να συγχαρώ αλλά και να ευχαριστήσω θερμά τους Παντελή Λέκκα και Μάρκο Καρασαρίνη για την εξαιρετική επιμέλεια και μετάφραση αυτού του έργου του Bauman που μας πρόσφεραν]
Η εικόνα "είμαστε όλοι μετανάστες" είναι από τη δ/ση

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Η Δύναμη του Δικαίου


Από τον Θωμά Παπακωνσταντίνου
[με αφορμή την ανάρτηση "Στον ληστή με το ποδήλατο και το κλουβί με το καναρίνι" της 2 Απρίλη 2009]
Βρήκα το κείμενο-σχόλιο που γράφτηκε με αφορμή τη δίκη του Γ. Βούτση Βογιατζή εξαιρετικό τόσο ως προς τη συνθετική του ικανότητα όσο και ως προς το περιεχόμενό του το οποίο κομίζει νέες προτάσεις (τουλάχιστον στα ελληνικά συμφραζόμενα) για μία κριτική ανάλυση που αφορά στα θέματα της ποινικής κουλτούρας. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτά τα πλαίσια, «προσθέτω» μερικά σχόλια. 
Ο P Bourdieu στο «Η Δύναμη του Δικαίου: Στοιχεία για μια Κοινωνιολογία του Νομικού Πεδίου» (Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τευχ. 72, 1989) περιγράφει αρκετά αναλυτικά όλες εκείνες τις συλλογικές εργασίες εξιδανίκευσης του νομικού πεδίου που είναι προορισμένες να διαβεβαιώνουν, μέσα από τη μαγική αποτελεσματικότητα τους, ότι η απόφαση ενός δικαστή εκφράζει τη voluntas legis και όχι τη θεώρηση του κοινωνικού κόσμου που έχει ο ίδιος και η οποία δομείται τόσο από το είδος του πεδίου που του επιτρέπει να «μιλά», όσο και από τη θέση του μέσα σε αυτό. Η δικαστική κατάσταση λειτουργεί ως ένας θεσμισμένα ουδέτερος χώρος που αποσιωπά το γεγονός ότι εκείνη η εργασία της εκλογίκευσης που επιτρέπει στη δικαστική απόφαση να προαχθεί σε απόφανση, οφείλεται πολύ περισσότερο στις ηθικές και κοινωνικές διαθέσεις των φορέων της παρά στους καθαρούς κανόνες (normes) του δικαίου. Ή, με άλλα λόγια, η εφαρμογή του νόμου, δηλαδή το πρακτικό περιεχόμενο του νόμου που αναφαίνεται στην απόφαση, είναι  και η οποία εδράζεται σε ένα νομικό, εν προκειμένω δικαστικό, Habitus. η απόληξη μιας συμβολικής πάλης που παράγεται διαμέσου μιας κρίσης
Τα συστήματα εθισμών και έξεων (Habitus) λειτουργώντας αφενός ως συλλογικές αναπαραστάσεις και αφετέρου ως θεμελιωτικά δεδομένα τάξης και κοινωνικών πρακτικών είναι αυτά που επιτρέπουν στο νομικό πεδίο, όπως και σε κάθε πεδίο, να λειτουργήσει δια των υποκειμένων του: να εξάρει και να εφαρμόσει ερμηνείες, να επιτελέσει ιστορικοποιήσεις κανόνων, να παράξει δικαστικές αποφάνσεις. Η σύντομη, έως απλοϊκή, αναφορά στο κείμενο του Bourdieu συνίσταται στη σχέση με το πείραμα του Hulsman. Αυτή η σχέση οργανώνεται γύρω από το εξής σημείο: τα μηχανήματα δεν έχουν Habitus ή εάν είχαν, τότε οι ποινές θα ήταν «εύστοχες». 
Τα μηχανήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκείμενα και επομένως δεν έχουν εκείνο τον εξοπλισμό που θα τους επιτρέψει να κάνουν κρίσεις, δηλαδή να ερμηνεύσουν. Η ερμηνεία, συστατική διαδικασία του νομικού πεδίου-ερμηνεία τόσο των ποινικών κανόνων όσο και η δικαστική ερμηνεία του εκάστοτε περιστατικού-, δεν αποτελεί ανακάλυψη ενός νοήματος, δεν συνιστά εξεύρεση δικαίου ή αλήθειας μέσω μιας ποινικής αριθμητικής, αλλά προβολή νοήματος σε μια ποινική κουλτούρα κατά Garland. Αυτή την προβολή τα μηχανήματα εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να την επιτύχουν.Έτσι, εάν το νομικό πεδίο είναι ο προνομιακός τόπος παραγωγής της ποινικής κουλτούρας τότε κάθε τιμωρία που επιβάλλεται εγγράφεται σε ένα νοηματικό χώρο ο οποίος κοινωνεί νοήματα που οφείλουν να είναι δεμένα με το γεγονός του δικαίου. Νομίζω ότι η «παρούσα» ιστορική συγκυρία επιτάσσει μια συγκεκριμένου τύπου ανάλυση που θα αναδείξει την αδυνατότητα της δίκαιης ποινής. Όχι τόσο για να την καταργήσει αλλά για να καταγράψει την επίφαση του δικαίου της.

Δευτέρα 27 Απριλίου 2009

Ακαδημαϊκή καταστολή...

Συνεχίζοντας στο κλίμα της προηγούμενης ανάρτησης[Από την έδρα στο εδώλιο], αντιγράφω ένα απόσπασμα από το άρθρο του Τηλέμαχου Σεράση, Η χαμένη τιμή της εγκληματολογίας [στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή-επιμέλεια) 1999, Εικόνες Εγκλήματος, Πλέθρον]
[Ό]πως έδειξε ο Garland (1985c), η εγκληματολογία είναι, ήδη από τη γέννησή της, σύμφυτη με την αντεγκληματική πολιτική[1]. Αυτός άλλωστε είναι και ο "ευγενής στόχος" της: η εξάλειψη της εγκληματικότητας. Ελάχιστοι εγκληματολόγοι - παρά τις κατά καιρούς επικλήσεις της "επιστημονικής καθαρότητας" του κλάδου - τρέφουν ψευδαισθήσεις περί αυτού[2]. Το σύνολο της θετικιστικής παραγωγής (θεωρητικής και ερευνητικής) είτε στόχευε στη διαμόρφωση κάποιας πολιτικής είτε ήταν αποτέλεσμα της εμπλοκής εγκληματολόγων σε τέτοια προγράμματα. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της σχέσης είναι ότι οι εγκληματολόγοι αφ' ενός τείνουν να ασχολούνται με ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν κάποια (άμεση ή έμμεση) εφαρμογή και αφ' ετέρου κατευθύνονται από τους επίσημους φορείς αντεγκληματικής πολιτικής (το κράτος) στη μελέτη θεμάτων που ενδιαφέρουν τους ίδιους. Διαμορφώνεται, έτσι, μία κυρίαρχη (ιδεολογικά και επιστημολογικά) εγκληματολογία στο πλαίσιο της οποίας κινούνται πανεπιστημιακοί, ερευνητές και νέοι επιστήμονες, χωρίς πολλά περιθώρια αμφισβήτησής της. Σε ένα τέτοιο ασφυκτικό πλαίσιο - παρά το βαθμό ευελιξίας που αυτό διαθέτει - "παρεκκλίνουσες" επιστημονικές απόψεις, οι οποίες είτε θέτουν νέα ζητήματα είτε αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα, ενσωματώνονται ή εξοστρακίζονται. Στη διαδικασία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα πανεπιστήμια τα οποία εκπαιδεύουν τους νέους επιστήμονες με βάση αυτές τις αρχές και τα οποία φροντίζουν, μέσω και της συνεργασίας τους με το κράτος, να εξασφαλίζουν πεδίο δράσης και ακροατήριο[3]. Η Σχολή Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου του Berkeley και η προσωπική περιπέτεια του Anthony Platt αποτελούν δυσάρεστο παράδειγμα (Geis, 1995): Η Σχολή ιδρύθηκε επίσημα το 1950, αλλά προϋπήρχε ήδη από το 1916 όταν ο August Vollmer (αρχηγός της αστυνομίας του Berkeley) και ο Alexander Kidd (καθηγητής νομικής) ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα για εκπαίδευση προσωπικού για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Πρώτος κοσμήτορας υπήρξε ο Orlando Wilson, πρώην διοικητής της αστυνομίας και καθηγητής διοίκησης της αστυνομίας. το 1960 παραιτήθηκε για να γίνει αστυνομικός διευθυντής στο Σικάγο. Το 1961 τον διαδέχθηκε ο Joseph Lohman, ο οποίος, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές του Πανεπιστημίου του Berkeley, διεύρυνε το πρόγραμμα, προσθέτοντας στα διδασκόμενα αντικείμενα (τα οποία ήσαν κατά βάση τεχνικά στο χώρο της εφαρμογής του νόμου) μια διάσταση κοινωνικών επιστημών. Επιπροσθέτως κατάφερε να προσελκύσει σημαντική χρηματοδότηση τόσο για έρευνα όσο και για μεταπτυχιακές σπουδές στη Σχολή. Ο θάνατός του (1968) συνέπεσε με μια γενικότερη κρίση τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και σε ολόκληρη τη χώρα. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη διάλυσή της (1976), η Σχολή εξελίχθηκε σε χώρο συνάντησης προοδευτικών εγκληματολόγων από τις Η.Π.Α., τον Καναδά, αλλά και πολλές χώρες της Ευρώπης. Στο διδακτικό προσωπικό της περιλαμβάνονταν γνωστά ονόματα, όπως οι Sheldon Messinger, Paul Takagi, Jerome Skolnick, Anthony Platt, Barry Krisberg, Herman Schwendinger, ενώ πολλοί από τους προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές της εξελίχθηκαν σε εξέχουσες μορφές της ριζοσπαστικής εγκληματολογίας. Η Σχολή διέκοψε τις (παραδοσιακές) επαφές με την τοπική αστυνομία και τη δικαιοσύνη και στράφηκε προς μία ριζοσπαστική ανάλυση του κοινωνικού και ποινικού συστήματος. Οι μαρξιστικές αναλύσεις κυριαρχούσαν στις παραδόσεις και συζητήσεις, ενώ παράλληλα διδάσκοντες και φοιτητές συμμετείχαν στην κοινωνική και πολιτική δράση της περιόδου. Όλα αυτά έρχονταν σε απόλυτη αντίθεση με την κρατούσα ιδεολογία τόσο στην αμερικανική κοινωνία όσο και στο πανεπιστήμιο με αποτέλεσμα το κλείσιμο της σχολής, σε μια πρωτοφανή επίδειξη ακαδημαϊκού αυταρχισμού. Όσοι από τους διδάσκοντες δεν είχαν μονιμότητα αποπέμφθηκαν και είτε βρήκαν καταφύγιο σε ήσσονος σπουδαιότητας πανεπιστήμια και κολέγια είτε δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν θέση αλλού. Αυτή ήταν η τύχη και του Anthony Platt, του οποίου η μονιμότητα απορρίφθηκε δύο φορές λόγω της πολιτικής του δράσης, αν και ήταν κατά γενική ομολογία ένας από τους λαμπρότερους επιστήμονες του Berkeley. Την πρώτη φορά, παρά το ότι όλες οι εισηγήσεις ήσαν θετικές, η απόρριψη βασίστηκε στη σύλληψη του Platt σε μία διαδήλωση (το 1969). Η κατηγορία ήταν ο βανδαλισμός ενός αυτοκινήτου (είχαν σκάσει τα ελαστικά του), το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν το δικό του! Η δεύτερη κατηγορία - αντίσταση κατά της αρχής - κατέληξε σε αποζημίωσή του για κακοποίηση από την αστυνομία, απόταξη των υπευθύνων αστυνομικών και δημόσια συγγνώμη από τον αρχηγό της αστυνομίας του Πανεπιστημίου του Berkeley. Αυτή η έκβαση της υπόθεσης, εν τούτοις, ουδόλως επηρέασε την απόφαση της επιτροπής η οποία δεν μπορούσε να ανεχθεί τη σύλληψη ενός μέλους της πανεπιστημιακής κοινότητας[4]. Τρία χρόνια αργότερα, ο πρύτανης ήταν πιο ειλικρινής στην απορριπτική του έκθεση: δεν θα τον πείραζε η αντίστοιχη δράση εκ μέρους ενός καθηγητή μαθηματικών ή φυσικής, ή ακόμη και ψυχολογίας, αλλά τη θεωρούσε απρεπή για έναν καθηγητή εγκληματολογίας[5]! Προφανώς ο Platt δεν είχε προσέξει την προειδοποίηση του Dennis Chapman (1968: 22-23) σε σχέση με το ρόλο των κοινωνικών επιστημών: "Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν μέρος του συμβολικού συστήματος με βάση το οποίο οι κοινωνίες προσαρμόζονται και υπόκεινται σε έλεγχο… Οι κοινωνικές επιστήμες αποδέχονται το στερεότυπο του εγκληματία ως δεδομένο, διότι η αμφισβήτησή του θα επέφερε βαριές κυρώσεις. Οι κυρώσεις είναι: απομόνωση από το κύριο ρεύμα επαγγελματικής δραστηριότητας, άρνηση πόρων για έρευνα, άρνηση επίσημης υποστήριξης, με τις ανταμοιβές της, τόσο υλικές όσο και κύρους". Μερικά χρόνια αργότερα ο Noam Chomsky, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό που εκδίδει - με τους Gregory Shank, Paul Takagi και άλλους - ο Platt (Crime and Social Justice), εξηγούσε γιατί οι διανοούμενοι δεν τολμούν να αναμειχθούν στα πολιτικά ζητήματα: "Υπάρχει μεγάλο προσωπικό κόστος. Πρόκειται για μια πολύ πλούσια κοινωνία και ανταμείβει γενναία όσους συμμορφώνονται με τα προνομιούχα τμήματα. Απ' την άλλη, αν είσαι προδότης της τάξης σου - δεδομένου ότι το κράτος δεν επιστρατεύει βία κατά των προνομιούχων - ξέρεις ότι δεν θα καταλήξεις σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά η ζωή δυσχεραίνεται με πολλούς άλλους τρόπους. Περιθωριοποιείσαι στο σχολείο, σπιλώνεσαι, παραγκωνίζεσαι, και επιβαρύνεται εξαιρετικά ο χρόνος και η ενέργειά σου" (Dieterich, 1985: 105).

[1] Όπως σημειώνουν και οι Taylor, Walton & Young (1973: 10), "Είναι σημαντικό να διαστείλουμε το θετικισμό όπως χρησιμοποιείται στην εγκληματολογία και το θετικισμό στην κοινωνιολογική και ψυχολογική θεωρία συνολικά, τουλάχιστον επειδή ο εγκληματολογικός θετικισμός είναι εμφανώς πλαισιωμένος με μία αντίληψη άμεσης πρακτικής εφαρμογής". [2] Το 1990 η πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρίας Εγκληματολογίας, Joan Petersilia, διευθύντρια του Προγράμματος Ποινικής Δικαιοσύνης του RAND Corporation, στην κεντρική ομιλία της στο ετήσιο συνέδριο εκφράζει την ανησυχία της για την κάποια χαλάρωση της σχέσης αυτής: "Μέρος της δεδηλωμένης αποστολής μας είναι να αποτελούμε ένα φόρουμ για την ανταλλαγή πρακτικών πληροφοριών μεταξύ των ερευνητών και του πεδίου - εκείνων που σχεδιάζουν τις πολιτικές και εκείνων που τις εφαρμόζουν. Κάτι τέτοιο φαίνεται ιδιαίτερα επιτακτικό σε μια εποχή που το έγκλημα αποτελεί σημαντικό μέλημα για το κοινό και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης βρίσκεται κυριολεκτικά σε κρίση. Παλιά η σύνδεση μεταξύ της έρευνας και του συστήματος ήταν ουσιαστικά ενσωματωμένη στο διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές. Αλλά από τότε που οι επιστήμονες αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό του ανθρώπους της πράξης στην αίθουσα διδασκαλίας και στην έρευνα, ο δεσμός εξασθένισε και, μαζί με αυτόν, και εκείνη η μορφή άμεσης επίδρασης". (Petersilia, 1991: 3-4). [3] Για τη διαδικασία "ομοιομορφοποίησης" των εγκληματολόγων και το ρόλο της εκπαίδευσης βλ. Christie (1997). Το ρόλο των πανεπιστημίων στη νομιμοποίηση του κράτους έχει αναλύσει και ο Miliband (1969: 318): "Παντού σήμερα το κράτος παίζει σημαντικό, ακόμα και αποφασιστικό, ρόλο ως προς τον καθορισμό του τρόπου με οποίον τα πανεπιστήμια, τόσο στον τομέα της διδασκαλίας όσο και στον τομέα της έρευνας, πρέπει να παίξουν το δικό τους ρόλο «στην υπηρεσία της κοινότητας»… Με άλλα λόγια, αυτό που υπηρετούν, για να χρησιμοποιήσουμε κυριολεκτικά τον όρο, είναι ένας αλλότριος σκοπός, ο σκοπός του κράτους. Και δεν τον υπηρετούν απλώς. με αυτόν τον τρόπο ταυτίζονται με το κράτος και αποδέχονται τη νομιμότητά του." και παρακάτω (331): "Το ζήτημα του ρόλου των πανεπιστημίων στη διαδικασία νομιμοποίησης συνδέεται από πολλές απόψεις με το γενικότερο ζήτημα του ρόλου των διανοουμένων (οι οποίοι ενδέχεται, φυσικά, να μην είναι πανεπιστημιακοί, όπως και όλοι οι πανεπιστημιακοί δεν είναι διανοούμενοι) στη διαμόρφωση, ως κάτι το διαφορετικό από τη μετάδοση, των ιδεών και των αξιών." [4] Η πρακτική αυτή δεν ήταν καινοφανής: Το 1918 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο William J. Thomas, μία από τις γνωστότερες μορφές της αμερικανικής κοινωνιολογίας, απολύθηκε μετά τη σύλληψή του από το F.B.I., παρ' ότι οι κατηγορίες καταρρίφθηκαν. Ο ίδιος ο Thomas ήταν ένας αντισυμβατικός διανοούμενος, με κοινωνική και πολιτική δράση και προχωρημένες απόψεις που έρχονταν σε σύγκρουση με τις κατεστημένες αντιλήψεις της εποχής του, ενώ και η σύζυγός του ήταν αναμεμιγμένη σε ειρηνιστικές δραστηριότητες. Βλ. σχετικά Coser (1977: 534-535). [5] Αναφέρεται από τον Geis (1995: 285). Ο Miliband (1969: 327), σχολιάζει αυτόν τον ιδεολογικό έλεγχο: "Η τραγωδία των αμερικανικών πανεπιστημίων την εποχή του μακαρθισμού - αλλά και στη συνέχεια - δεν είναι μόνο ότι τα περισσότερα διατάχθηκαν να μην προσλαμβάνουν κομμουνιστές και άλλα «ανατρεπτικά στοιχεία». η μεγαλύτερη ίσως τραγωδία τους είναι ότι δεν είχαν καμία σχεδόν δυσκολία να αποδεχθούν αυτά τα κριτήρια «εθνικής αφοσίωσης». και ότι όσα πανεπιστήμια δεν υπέστησαν τέτοιου είδους περιορισμούς, χρησιμοποίησαν την αυτονομία και την ελευθερία τους ως προς το θέμα του διορισμού καθηγητών με παρόμοιο τρόπο, για να αποκλείσουν, δηλαδή, αυτούς τους ανθρώπους ή να απαλλαγούν από αυτούς αν είχαν ποτέ διορισθεί." ..και του κύκλου τα γυρίσματα

Δίωξη του καθηγητή Κοινωνιολογίας William I. Robinson του Πανεπιστημίου της California στη Santa Barbara, επειδή τοποθετήθηκε δημόσια εναντίον των Ισραηλινών επιθέσεων στην Γάζα. Παραθέσω το link για όσους θέλουν να υπογράψουν την έκκληση. Το πλήρες κείμενο της Committee to Defend Academic Freedom at UC Santa Barbara υπάρχει στα σχόλια αυτής της ανάρτησης. http://www.petitiononline.com/cdafsb/petition.html

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Από την έδρα στο εδώλιο

"Από το 2006 η Εισαγγελία Πρωτοδικών Βόλου με αυτεπάγγελτη δίωξη διέταξε προκαταρκτική εξέταση «προς διακρίβωση τέλεσης των αδικημάτων της απάτης και της παράβασης καθήκοντος ή άλλου τινός». Η εξέταση ξεκίνησε από τον Οκτώβριο του 2007 και την προσεχή Τετάρτη 29/4/2009 θα διεξαχθεί στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Βόλου η δίκη σε πρώτο βαθμό. Το χαρτί μάλιστα της κλήσης του κατηγορούμενου αναφέρει ότι «στο Βόλο στις 24/3/2006 με σκοπό να αποκομίσει ο κατηγορούμενος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την παρασιώπηση αληθινών γεγονότων». Αν τώρα το μυαλό σας πηγαίνει σε δημόσιους λειτουργούς που καταχρώνται τεράστια ποσά εις βάρος του Δημοσίου (σκάνδαλα, διαφθορά κ.λπ.), έχετε πέσει έξω. Η Εισαγγελία κυνηγάει από το 2006 τον Τάκη Πολίτη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και μέλος επί μία τετραετία της διοίκησης της ΠΟΣΔΕΠ, διότι «παρασιώπησε» το γεγονός ότι απήργησε επί πενθήμερο, με αποτέλεσμα «να τύχει καταβολής μισθού για τον ως άνω χρόνο, συγκεκριμένα δε ποσού 372,75 ευρώ. Το αδίκημα τούτο τέλεσε με σκοπό να αποφύγει την περικοπή μισθού του με αντίστοιχη ζημία του Παν/μίου Θεσσαλίας που κατέβαλε αχρεωστήτως το εν λόγω χρηματικό ποσό», όπως γράφει το έγγραφο της κλήσης […] Ο κ. Πολίτης ήταν τότε πρόεδρος του Συλλόγου Διδασκόντων που είχε προκηρύξει την απεργία και προφανώς έκρινε ότι δεν όφειλε να κάνει δηλώσεις ούτε σε εισαγγελείς ούτε σε αντιπρυτάνεις". [ios@enet.gr / www.iospress.gr ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ: ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΡΙΜΗΣ, ΑΝΤΑ ΨΑΡΡΑ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ. Πλήρες το δημοσίευμα στο:
Δεν απαιτώ να έχει το ποινικό δικαστήριο την αίσθηση γελοιότητας που αποπνέει μια δίκη των 372,75 ευρώ. Πιστεύω όμως ότι θα σταθεί πάνω από τις λογικές του ακαδημαϊκού δικαστηρίου που δεν έκρινε τον Τάκη Πολίτη για κάτι που έκανε αλλά γι' αυτό που είναι, μαχητικός συνδικαλιστής και με έντονη παρουσία στους κοινωνικούς αγώνες.
Καλή τύχη συνάδελφε! Βλέπεις, είναι που έγινε η ανακατάλυψη της ΠΟΣΔΕΠ και φοβάμαι ότι θα πρέπει να τα λέμε πια μεταξύ μας... Στα σχόλια παραθέτω ανακοίνωση συμπαράστασης της Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών, στην οποία καλεί την ΠΟΣΔΕΠ να επιβεβαιώσει τις ομόφωνες αποφάσεις της για καταγγελία της δίωξης και συμπαράσταση προς τον διωκόμενο συνάδελφο, και ζητά να υλοποιήσει την ομόφωνη δέσμευσή της (10/1/2009) για ηθική και νομική στήριξή του, καθώς και σχετική ανακοίνωση του ΔΣ του συλλόγου ΔΕΠ του Παντείου Παν/μίου Ομολογώ ότι δεν θα ρισκάριζα να στοιχηματίσω έστω και για την απλή υπενθύμιση της παρμένης απόφασης από το νέο προεδρείο της ΠΟΣΔΕΠ...

Η δίκη του Τάκη Πολίτη αναβλήθηκε για τις 11.05.09 Για να προλάβει το νέο προεδρείο της ΠΟΣΔΕΠ να εκπονήσει κείμενο αγωνιστικής συμπαράστασης
Το έχασα το στοίχημα; Έτσι φαίνεται! Πρόλαβαν και βγάλανε το final κείμενο.Το συνοδευτικό του κειμένου [αρχείο: Politis final] που υπογράφει η νέα γραμματέας της ΠΟΣΔΕΠ και προώθησε στη λίστα της Σ ο συνάδελφος Βένιος Αγγελόπουλος, είναι «σας κοινοποιώ μια σύντομη ανακοίνωση του Προεδρείου της Ε.Γ. για τη δίωξη του Τ. Πολίτη»
Στα σχόλια της ανάρτησης, λοιπόν, και η ανακοίνωση του Προεδρείου της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΠΟΣΔΕΠ Μου διέφυγε η ανακοίνωση Γ' Πανελλαδικής Σύσκεψης Πανεπιστημιακών και Ερευνητών του ΣYN για στη συνδικαλιστική δίωξη του Τάκη Πολίτη και ζητώ ειλικρινά συγνώμη γι' αυτό. Την παραθέτω στα σχόλια, καθυστερημένα, αλλά ως καλό κλείσιμο των ανακοινώσεων / σχολίων για την υπόθεση

το τραμ το τελευταίο...


Προχτές Παρασκευή, γύρω στις 2 το μεσημέρι, σταμάτησα ένα ταξί στην οδό Πειραιώς, λίγα τεράγωνα πριν την πλατεία Ομονοίας, κάθησα και είπα τον προορισμό μου για τον οποίο αναπόφευκτα θα έπρεπε να διασχίσουμε το κέντρο της πόλης. Ο οδηγός ήταν έτοιμος να ξεκινήσει όταν έσκυψε στο παράθυρό του ένας νεαρός αλλοδαπός και, εμφανώς ταραγμένος, ρώτησε αν μπορούσε να τον αφήσει κάπου στο κέντρο. Ο οδηγός απάντησε ότι δεν ήταν αυτή η διαδρομή μας. Ο νεαρός παρακάλεσε να τον αφήσουμε έστω λίγο πιο κάτω. "Δεν πάμε από εκεί", απάντησε πάλι ο οδηγός και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει όταν άνοιξα αμίλητη την πόρτα, βγήκα απ' το ταξί κι απομακρύνθηκα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου τι άλλο έγινε. Το μεσημέρι του Σαββάτου, στριμωγμένη σ' ένα ασφυκτικά γεμάτο τραμ, προσπαθώντας να ισορροπήσω ανάμεσα σε μωριαδιακά καρότσια και όγκους από τσάντες με ψώνια, άκουσα μια φωνή, του οδηγού από ό,τι μού είπαν,  να προειδοποιεί τους επιβάτες να προσέχουν τα προσωπικά τους αντικείμενα σε ώρες αιχμής, ειδικά κατά την αποβίβαση, για να μην πέσουν θύμα κλοπής. Η προειδοποίηση δεν ήταν μαγνητοφωνημένη αλλά υποθέτω ότι ο οδηγός εκτελούσε εντολές και δεν την έκανε με δική του πρωτοβουλία. Πάντως είχε άμεσο αποτέλεσμα: στον ελάχιστο χώρο που μπορούσα να εποπτεύω, σημειώθηκε μεγάλη αναταραχή, λες και γινόταν ήδη οι κλοπές. Διαρκούντος του ελέγχου για να επιβεβαιωθεί η ασφαλής φύλαξη των προσωπικών αντικειμένων, ψάχνοντας με τα μάτια τον κλέφτη στο πρόσωπο του συνεπιβάτη, στο πρόσωπο του διπλανού, θάλασσα φουρτουνιασμένη το επιβατικό κοινό, κάποιοι βρεθήκαμε κολλημένοι στις πόρτες του τραμ και κατεβήκαμε με εξαιρετική ευκολία σε στάση που δεν είχαμε προγραμματίσει -ούτε λόγος να καταφέρουμε να ξαναμπούμε!
Κι αναρωτιέμαι πού χάσαμε την μπάλα, πότε μας πήραν το έδαφος κάτω απ' τα πόδια και δεν το καταλάβαμε, γιατί και τις δυο φορές δεν τόλμησα ούτε να ψελλίσω μια διαμαρτυρία; Είναι ο φόβος του φόβου που με παγώνει ή η αβάστακτη μοναξιά κάποιου παλιού επιχειρήματος περί πραγματικότητας κι αναπαράστασης της, που δεν θυμάμαι πια ούτε πού το άκουσα για τελευταία φορά να αρθρώνεται χωρίς να ξεσηκώνει θύελλα διαμαρτυριών [μα αφού το λένε, ψέματα λένε; Ειδήσεις δεν ακους; Σικάγο έχουμε γίνει!];

Σάββατο 25 Απριλίου 2009

θραύσματα

Ένα Σάββατο μεσημέρι, το τελευταίο Σάββατο πριν τα φετεινά Χριστούγεννα, βρέθηκα στο Σύνταγμα με την νεαρή μου φίλη την Μαριάννα, που είχα να την δω σχεδόν από τότε που αποφοίτησε. Εκείνη μου μίλησε για την θραυσματική εικόνα της πόλης, ονοματίζοντας έτσι την αίσθηση που είχα κι εγώ και μπέρδευα τα βήματά μου καθώς κατευθυνόμουνα στο μέρος της συνάντησής μας, διασχίζοντας τόπους του Δεκέμβρη κι αμέσως μετά της χριστουγεννιάτικης ατμόσφαιρας και πάλι απ' την αρχή. Εκείνο το Σάββατο, στην οδό Ερμού, ανάμεσα στον κόσμο που χάζευε τις βιτρίνες, κουβαλούσε σακούλες, κοντοστεκόταν να δει στους performers ποιος ξέρει ποια αναπαράσταση, κάπως έγινε και η εικόνα σαν να έχασε την εστίαση της, μια ασάφεια την συνόδευε στο μήκος της Ερμού, σιγανά βογκητά πόνου που όσο προχώραγε η διαδρομή τα βογκητά γινόταν κραυγές, σώματα να συστρέφονται σε μια αγωνία θανάτου μέχρι που πάγωσε η εικόνα στο ύψος της Καπνικαρέας. Πολλά νεανικά κορμιά πεσμένα στο πλακόστρωτο, ακίνητα, κι όταν γέμιζε ο χώρος τα στοίβαζαν σε μια άκρη ακουμπώντας στο στήθος τους ένα χαρτί που έγραφε "αναπαριστάνουμε αυτό που θέλετε να ξεχάσετε". Μια εξηνταριά ήταν. Σπουδαστές δραματικών σχολών σε μια αναπράσταση θανάτου.
η εναπόθεση της μνήμης σε αυστηρά ελεγχόμενο χώρο
Εκείνα τα παιδιά, όπως και τόσα άλλα που επινοούσαν μορφές έκφρασης του πένθους και της οργής, πλούτισαν τη ζωή τους με την εμπειρία του Δεκέμβρη κι αν θα ήταν υπερβολικό να πω "κι αλλάξανε ζωή" θαρρώ ότι μένει αλώβητο το γεγονός πως ό, τι πήραν κι ό, τι δώσανε τις μέρες του Δεκέμβρη είναι δικό τους, δικός τόπος ή ου-τόπος.
Διάβασα σήμερα [http://www.tvxs.gr/v10288] ότι κατατέθηκε ειδική τροπολογία στην Βουλή, με βάση την οποία η αδελφή του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου θα περάσει χωρίς εξετάσεις σε ΑΕΙ της αρεσκείας της. Δεν ξέρω πώς αντέδρασε η οικογένεια ή τι θα κάνει τελικά αυτό το νεαρό κορίτσι, δεν έχει και πολλή σημασία άλλωστε. Η ηθική της ρύθμισης με απασχολεί, η αναλγησία αυτού που σκέφτηκε να κάνει πολιτική ντρίμπλα, βάζοντας θεσμική βούλα στο πένθος ενός παιδιού με την μορφή ευνοϊκής διάταξης που θα του ανοίξει τις "πόρτες του παραδείσου" για να ζήσει τη νιότη του και τις σπουδές του ως η αδελφή του νεκρού Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου· η θεσμική σφραγίδα στο πένθος, που το δημοσιοποιεί εναποθέτοντάς το σαν στίγμα [Θ όπως θύμα;] στο κορμί του ζωντανού παιδιού, εισβάλλοντας στον ιδιωτικό χώρο της μνήμης και του πένθους που είναι επίφοβος, ως τόπος αδιαπέραστος.
Και πάλι το παιγνίδι με τους θεσμούς, δηλαδή, κι αυτό που παράγουν στο κοινωνικό πεδίο.

(χωρίς λόγια)

άφωνοι!
«Από δω και πέρα η αστυνομία θα αντιδρά. Η ανοχή τέλος» όπως εξηγεί ο κ. Μαρκογιαννάκης

Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Προληπτική Καταστολή!

Στις 10 Δεκεμβρίου 2008, όταν ολόκληρη η χώρα συγκλονιζόταν από τις αντιδράσεις της νεολαίας (και όχι μόνο) για το φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και για το χειρισμό του από την πολιτική, δικαστική και αστυνομική εξουσία, η εφημερίδα της Λάρισας Ελευθερία κυκλοφορούσε με τον οξύμωρο πρωτοσέλιδο τίτλο: «Προληπτική Καταστολή!»[1]. Αναφερόταν στις ενέργειες οργανωμένων ομάδων εμπόρων και λαρισαίων δημοτών (πολλοί από τους οποίους έφεραν ξύλα, καδρόνια και λοστούς) που το προηγούμενο βράδυ, αναλαμβάνοντας το ρόλο της αστυνομίας ή συμπληρώνοντάς τον, παρεμπόδισαν μια ομάδα νεαρών να προβεί σε βανδαλισμούς και καταστροφές στο κέντρο της πόλης. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος (η ομάδα των νεαρών τράπηκε σε φυγή, ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις συλλήψεων νεαρών από έμπορους και δημότες), η εικόνα εκείνο το βράδυ ήταν ενός όχλου που με τη βία επιβάλλει τη θέλησή του. 
Ξαναδιαβάζοντας τον τίτλο του πρωτοσέλιδου, σκέφτηκα ότι κάποιοι συγχέουν επικίνδυνα τις έννοιες της πρόληψης και της καταστολής. Η λέξη «πρόληψη», για φαινόμενα που άπτονται του εγκληματολογικού ενδιαφέροντος, άρχισε να εμφανίζεται με μεγάλη συχνότητα στο δημόσιο διάλογο της πόλης μερικούς μήνες πριν, λόγω συγκεκριμένης αφορμής. Στις 22 Αυγούστου 2008, πάλι σε πρωτοσέλιδο της ίδιας εφημερίδας, δημοσιεύθηκε το άρθρο με τίτλο «Όμηροι στη γειτονιά τους»[2]. Αναφερόταν σε φαινόμενα μικροπαραβατικότητας και παρενοχλήσεων από ανήλικους αθίγγανους, που έπλητταν το αίσθημα ασφάλειας των κατοίκων της περιοχής της Νέας Σμύρνης στη Λάρισα (όπου παραδοσιακά κατοικούν πολλοί αθίγγανοι). Οι αφορμές εξαντλούνταν στην ηχορύπανση και στις κόντρες με τα μηχανάκια των νεαρών αθίγγανων (κάνεις δεν τα αντιπαρέβαλε με την ηχορύπανση και τις κόντρες των νεαρών λαρισαίων μεσοαστών), αλλά το συμπέρασμα έκανε λόγο για το φόβο των δημοτών που δεν μπορούν πλέον να κυκλοφορήσουν στη γειτονιά τους. Άλλοι επέρριπταν την ευθύνη στην ελλιπή αστυνόμευση και άλλοι στη δημοτική αρχή της πόλης που δεν έκανε κάτι (να διώξει τους αθίγγανους κατοίκους;). Μετά από μερικές ημέρες οι ευθύνες εναντίον της δημοτικής αρχής έγιναν πιο συγκεκριμένες όταν δυο δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολιτευτικής παράταξης, με επερώτησή τους στο δημοτικό συμβούλιο της Λάρισας, μίλησαν για αποκλειστική ευθύνη του δημάρχου, που δεν είχε προβεί στη σύσταση Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας. Στο κείμενο της επερώτησής τους (που βεβαίως δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην εφημερίδα Ελευθερία) ισχυριζόταν με σαφήνεια ότι αν ο δήμαρχος είχε εφαρμόσει το σχετικό άρθρο του Νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων που ορίζει ως δική του αρμοδιότητα τη σύσταση Τοπικού Συμβουλίου Πρόληψης της Παραβατικότητας (Ν. 2713/1999, αρ. 16), παρόμοια φαινόμενα μικροπαραβατικότητας θα είχαν αντιμετωπιστεί εδώ και 9 χρόνια. Τον κατηγορούσαν σαφώς για εγκληματική ολιγωρία. Ξαφνικά, τις επόμενες εβδομάδες άρχισαν να εμφανίζονται πολλά άρθρα, γράμματα αναγνωστών και απόψεις επώνυμων λαρισαίων δημοτών για την αναγκαιότητα ενός τέτοιου Συμβουλίου Πρόληψης, για την ανησυχητικά αυξημένη νεανική εγκληματικότητα ή παραβατικότητα, για τα ναρκωτικά στα σχολεία, για τις συμπλοκές συμμοριών και ομάδων σε πλατείες και πάρκα της πόλης, μέχρι και απόψεις για την κατάντια του εκπαιδευτικού συστήματος και για την έλλειψη σεβασμού των νέων απέναντι στα πρότυπα εξουσίας. Όλοι τόνιζαν ότι η καταστολή δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοια φαινόμενα και ότι πρέπει να υπάρξει σχεδιασμός για μια οργανωμένη δομή πρόληψης των ανεπιθύμητων συμπεριφορών. Σε όλες αυτές τις αναφορές στην πρόληψη, οι προτεινόμενες λύσεις αφορούσαν την αύξηση της αστυνόμευσης έξω από σχολεία και δημόσιους χώρους και τη συνεργασία αστυνομικών, εισαγγελικών, εκπαιδευτικών, εκκλησιαστικών, νομικών, ιατρικών, κοινωνικών και πολιτικών φορέων της πόλης. 
Η πρόληψη εμφανιζόταν δηλαδή ως αύξηση της αστυνόμευσης, ως αποτροπή. Ως μια συνεργασία φορέων που θα είχε ως στόχο μια ευδιάκριτη κοινωνική κατηγορία, τους νέους, που θα έπρεπε να διδαχθούν και να συμμορφωθούν στην κανονικότητα που αυτοί οι φορείς θα προαποφάσιζαν και θα όριζαν ως πιο προσιτή και ρεαλιστική. Και τότε είχα σκεφτεί ότι κάποιοι συγχέουν επικίνδυνα τις έννοιες της πρόληψης και της καταστολής. Η επιβεβαίωση αυτής της σύγχυσης δεν άργησε να φανεί, και μάλιστα από πιο επίσημα χείλη. Αφορμή αυτή τη φορά ήταν η καθυστερημένη χρηματοδότηση από το Υπουργείο Υγείας των Κέντρων Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ. Σε επερώτησή του στη Βουλή ο λαρισαίος βουλευτής Έκτορας Νασιώκας λέει: «Τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ επί σειρά ετών παρέχουν δωρεάν υπηρεσίες στις τοπικές κοινωνίες, προσπαθώντας μέσα από τη συμβουλευτική ατόμων, που βρίσκονται αντιμέτωπα με τη χρήση ναρκωτικών ουσιών ή των οικογενειών αυτών, να τα κινητοποιήσουν και να αναζητήσουν θεραπεία σε οργανωμένες θεραπευτικές δομές»[3]. Τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ δηλαδή, σύμφωνα με τον βουλευτή, προσπαθούν να καλύψουν τις ανάγκες όσων έχουν ήδη σχέση με τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Αν είναι όντως έτσι, τότε γιατί υπάρχουν και επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του ΟΚΑΝΑ; Ο ΟΚΑΝΑ δεν κάνει αυτή τη δουλειά; Η γνώμη μου είναι ότι τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ (αν δεν είναι εντελώς τυχαία η επιλογή της λέξης Πρόληψη στον τίτλο τους) έχουν ένα τεράστιο έργο να φέρουν εις πέρας. Να αλλάξουν τις κοινωνικές συνθήκες που κάνουν ελκυστική τη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών. Προσπαθούν να προλάβουν την εξάρτηση και όχι να την αντιμετωπίσουν. Η εγκυρότητα της γνώμης μου επιβεβαιώθηκε από ανθρώπους που φιλότιμα και απλήρωτα εργάζονται σε αυτές τις δομές. Στα λόγια όμως του κυρίου βουλευτή, για ακόμα μια φορά η πρόληψη με την καταστολή μπερδεύτηκαν επικίνδυνα. Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει από τα τρία παραπάνω παραδείγματα είναι αν αυτές οι συγχύσεις αφορούν «μεμονωμένα περιστατικά» ή αν αποτελούν εκφράσεις μιας περισσότερο σταθερής κατάστασης. Μιας κατάστασης που μπορεί να οριστεί ως αιτία παραγωγής συγχύσεων γύρω από τη διακριτότητα των εννοιών της πρόληψης και της καταστολής. Η σύγχρονη τάση αντεγκληματικής πολιτικής - σε διεθνές επίπεδο - περιγράφεται με τους όρους της κατεύθυνσής της στο αποκεντρωτικό-κοινοτικό μοντέλο που δίνει έμφαση στην πρόληψη των ανεπιθύμητων κοινωνικών συμπεριφορών και καταστάσεων. Ο βασικός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι η διαπιστωμένη αποτυχία του κατασταλτικού μοντέλου για τη μείωση του εγκλήματος και η δικαιολογημένη πεποίθηση ότι οι σύγχρονες κοινωνίες θα πρέπει να εστιάζουν στις αιτίες των προβληματικών καταστάσεων και όχι - μόνον - στις συνέπειές τους. Η ιδέα της συγκρότησης των Το.Σ.Π.Πα στη χώρα μας από τους δήμους και τις κοινότητες είναι σύμφωνη με αυτό τον κοινωνικό και πολιτικό στόχο. Η εμπειρία όμως των περισσότερων προσπαθειών εφαρμογής του προληπτικού μοντέλου μας δείχνει ότι το μόνο πειστικό μέσο για τον έλεγχο του εγκλήματος μέχρι σήμερα είναι - δυστυχώς - η καταστολή[4]. Γιατί συμβαίνει αυτό; Προσανατολίζομαι στο ότι η κύρια αιτία είναι ότι η έννοια της πρόληψης προσπαθεί με αφύσικο τρόπο να προσαρμοστεί στα πλαίσια μιας κοινωνικής οργάνωσης που έχει διαποτιστεί από την αναγκαιότητα της καταστολής, της επιτήρησης και της τιμωρίας. Έχουμε μάθει να μη λύνουμε τα προβλήματά μας, αλλά να τα επισημαίνουμε και μετά να τα κρύβουμε ή να τα μεταθέτουμε στη ευθύνη άλλων. Το γεγονός αυτό αφαιρεί από την έννοια της πρόληψης την όποια αποτελεσματική της ουσία και τη μετατρέπει σε μια άψυχη καρικατούρα του εαυτού της. Οι πιο φιλόπονοι και αυστηροί στοχαστές διέκριναν από νωρίς τα επικίνδυνα στοιχεία μιας τέτοιας αντεγκληματικής πολιτικής στην παρούσα πολιτισμική κατάσταση, παρόλο που η αρχή των αποκεντρωτικών πολιτικών πρόληψης είναι σύμφωνη με το γενικότερο ριζοσπαστικό κλίμα της δεκαετίας του 1970 (θεωρήθηκε ότι μια εξειδικευμένη αντιμετώπιση των μη ανεκτών καταστάσεων αλλά και των αιτίων τους, θα ήταν σύμφωνη με μια πιο δίκαιη κοινωνική συγκρότηση που λαμβάνει υπόψη της τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου). Όμως ο Stanley Cohen γρήγορα κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι τόσο απλά. «Όχι μόνο οι παλιές δομές έγιναν πιο ανθεκτικές από ό,τι είχαμε φανταστεί (οι δείκτες εγκλεισμού αυξήθηκαν, οι επαγγελματίες διατηρήσαν την εξουσία τους) αλλά οι «εναλλακτικές» που επικάλυψαν τώρα το παλιό σύστημα έκαναν τα πράγματα στην ουσία χειρότερα: ο εξαναγκαστικός κοινωνικός έλεγχος είναι μεταμφιεσμένος, το δίκτυο του κρατικού ελέγχου διευρύνθηκε, οι στόχοι έγιναν πιο αδιαφανείς από ποτέ» (Cohen Stanley, Anti-Criminology, 1988, σ.17). Η πρόληψη δηλαδή δεν ήρθε να μειώσει την καταστολή αλλά να τη συμπληρώσει και να την ενισχύσει. Όσο για την κοινωνική δικαιοσύνη που συνεπάγεται η τοπικότητα ο Richard Sennett εμφανίζεται περισσότερο πολύπλοκος, αλλά απόλυτα πειστικός: «Ο τοπικισμός και η τοπική αυτονομία όπως πιστεύω έχουν ευρύτατα διαδοθεί λες και η εμπειρία των σχέσεων εξουσίας θα έχει πιο ανθρώπινο νόημα όσο πιο οικεία γίνει η κλίμακα - έστω κι αν οι πραγματικές δομές εξουσίας αναπτύσσονται ολοένα και περισσότερο μέσα σ’ ένα διεθνές σύστημα. Η κοινότητα γίνεται όπλο κατά της κοινωνίας, που η μεγαλύτερη διαστροφή της θεωρείται τώρα πια η απροσωπία της. Ωστόσο μια κοινότητα εξουσίας είναι απλά και μόνο ψευδαίσθηση σε μια κοινωνία όπως αυτή της βιομηχανικής Δύσης, όπου η σταθερότητα επιτεύχθηκε με την προϊούσα επέκταση στη διεθνή κλίμακα των δομών οικονομικού ελέγχου. Κοντολογίς, η πίστη σε άμεσες ανθρώπινες σχέσεις πάνω σε μια οικεία κλίμακα μας δελέασε και δεν μας επέτρεψε να μετατρέψουμε την κατανόηση των εξουσιαστικών πραγματικοτήτων σε οδηγούς για την πολιτική συμπεριφορά μας. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι δυνάμεις της κυριαρχίας και τη αδικίας παραμένουν απρόσβλητες» (Sennett Richard, Η Τυραννία της Οικειότητας, 1999, σ. 427-428). Ούτε πρόληψη λοιπόν, ούτε τοπικότητα, στις απόπειρες για τοπική αντιμετώπιση του εγκλήματος μέσω της πρόληψης. Ενώ όμως αυτές οι παραπάνω απόψεις θα έπρεπε να αποτελέσουν τεκμηριωμένες προειδοποιήσεις προς όλους εκείνους που τείνουν να δεχτούν άκριτα τα καλά της πρόληψης και τα κακά της καταστολής – σαν συνθήματα ποδοσφαιρικών ομάδων περισσότερο παρά σαν πολύπλοκες έννοιες που παραπέμπουν σε τελείως διαφορετικές πολιτικές και στόχους - μετατράπηκαν οι ίδιες σε στοιχεία συνθημάτων στα πλαίσια μιας ιδεολογικής αρένας. Έτσι, βλέπουμε συνεχώς κάποιους να κατηγορούν την ίδια την έννοια της πρόληψης – και όχι τον τρόπο με τον οποίο γίνεται κατανοητό το νόημα της ή τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται – ως υπεύθυνη για μια κοινωνία ρουφιάνων και καταπάτησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Και είναι λογικό, διότι αν ως πρόληψη θεωρηθεί εκείνη η ενέργεια που προσανατολίζεται αποκλειστικά στην εγκληματική συμπεριφορά, προσπαθώντας να σταθεί εμπόδιο ένα βήμα πριν την εκδήλωσή της, τότε το ποινικό σύστημα θα εμπλέκεται στη ζωή μας πριν την ύπαρξη της πράξης. Το τεκμήριο της αθωότητας πάει περίπατο. Αν όμως κάποιος κάνει τον κόπο να σκεφτεί την πρόληψη με μια ευρύτερη έννοια; Εάν πρόληψη σημαίνει κάθε προσπάθεια που προσπαθεί να μειώσει τους κοινωνικούς παράγοντες που παράγουν κοινωνική ένταση και έγκλημα; Αν, για παράδειγμα, ένα Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης της Παραβατικότητας αντί να επικεντρώνει μονοδιάστατα στη βίαιη προσαρμογή των νέων στην άρρωστη κανονικότητα των αυθεντιών αυτής της πραγματικότητας, επικέντρωνε στην αγορά εργασίας που παρέχει παράνομες ανασφάλιστες θέσεις εργασίας; Αυτό δεν θα συνιστούσε πρόληψη της παραβατικότητας και αύξηση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών; Τα παραδείγματα αυτής της μεταστροφής είναι πάρα πολλά για να χωρέσουν όλα εδώ – πόσο μάλλον να αναπτυχθούν στην πολυπλοκότητα που τους αρμόζει. Δεν θα έπρεπε όμως να επιμείνουμε λίγο παραπάνω στις δυνατότητες που έχει η έννοια της πρόληψης να μας βοηθήσει να μεταρρυθμίσουμε τον κόσμο μας, λιγάκι προς το καλύτερο κάθε φορά; Τουλάχιστον να μην διαβάζουμε πρωτοσέλιδα με τίτλους Προληπτική Καταστολή, χωρίς να μας πιάνουν τα γέλια (ή τα νεύρα). Σαφώς αυτό που προτείνεται εδώ δεν είναι ούτε κάτι εύκολο, ούτε κάτι εντυπωσιακό ως προς την εμφανή αποτελεσματικότητά του. Πιστεύω όμως ότι αν δεν υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αναζητούν τις προκλήσεις που έχουν απειροελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας ή αν δεν έχουμε καταλάβει ότι καθετί που μπορεί να μετρηθεί δεν είναι πάντοτε αυτό που έχει πραγματικά αποτελέσματα στη ζωή μας, τότε την έχουμε βαμμένη. Και μάλιστα άσχημα. [1] http://www.eleftheria.gr/viewarticle.asp?aid=4688&pid=5&CategoryID=5&txt=Προληπτική%20 Καταστολή
[2] http://www.eleftheria.gr/pdf/22-8-08-FILO.pdf [3] http://www.eleftheria.gr/pdf/03-10-08.pdf, σελίδα 17, Η Κυβέρνηση απαξιώνει τα Κέντρα Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ. [4] Δημιουργήθηκαν περισσότερα από 100 Το.Σ.Π.Πα σε διάφορους δήμους της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Όχι μόνο δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν κανένα αποτέλεσμα, αλλά τα περισσότερα από αυτά δεν κατόρθωσαν να ανταποκριθούν ούτε στην πρόκληση να λειτουργήσουν

Πέμπτη 23 Απριλίου 2009

νομοσχέδιο κουκούλα

Απέστειλε σήμερα ο Υπουργός Δικαιοσύνης προς κατάθεση στη Βουλή νομοσχέδιο στο οποίο περιλαμβάνεται και η εξαγγελθείσα ποινικοποίηση της κουκούλας. Υπό τις γνωστές πλέον προϋποθέσεις οι οποίες καταφανώς δεν «διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη», όπως προσδιορίζεται ο στόχος της ρύθμισης, αλλά διασφαλίζουν αντίθετα την ολισθηρότητα του εδάφους εφαρμογής της, με ό, τι συνεπάγεται αυτό για την ήδη εύθραυστη κοινωνική ειρήνη. Αυτό ήταν κάτι αναμενόμενο, το ξέραμε, ήταν θέμα χρόνου η κατάθεσή του. Το καινούργιο είναι ότι στο ίδιο νομοσχέδιο περιλαμβάνονται και κάποιες από τις ευεργετικές ρυθμίσεις που είχε υποσχεθεί ο Υπουργός μετά τις κινητοποιήσεις των κρατουμένων κατά τους προηγούμενους μήνες. Ενδεικτικά αναφέρω: α) Η έναρξη λειτουργίας ειδικού θεραπευτικού κατάστημα απεξάρτησης τοξικομανών κρατουμένων στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, β) η ένταξη στο ΕΣΥ των θεραπευτικών καταστημάτων (νοσοκομεία και ψυχιατρεία κρατουμένων) του υπουργείου Δικαιοσύνης, ώστε να αναβαθμισθεί η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των κρατουμένων, γ) η απόλυση από τις φυλακές όσων, λόγω οικονομικής αδυναμίας, αδυνατούν να εξαγοράσουν τη μετατραπείσα σε χρηματική ποινή τους, δ) η μετατροπή για τις κρατούμενες-μητέρες παιδιών μέχρι πέντε ετών -εκτός εάν έχουν καταδικασθεί για την τέλεση ιδιαιτέρως σοβαρών κακουργημάτων- της περιοριστικής της ελευθερίας ποινής σε κοινωφελή εργασία. [1] [πηγή:
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=1007072&lngDtrID=244] Υποδειγματικά ορθολογικό: οι φυλακές είναι υπερκορεσμένες κι έτσι για να ανοίξουν «θέσεις εγκλεισμού» για τους καινούργιους που θα προκύψουν από την εφαρμογή των ρυθμίσεων για την κουκούλα, κάποιοι θα πρέπει να βγουν απ’ αυτές. Όμως η συνθήκη που διαμορφώνεται είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για να την διακωμωδούμε. Κυρίως γιατί, δυστυχώς, ο χειρισμός παραμένει όντως ορθολογικός: η αντίδραση στις ρυθμίσεις για την κουκούλα θα έχουν αντίκτυπο και στις ρυθμίσεις για τους κρατούμενους, στην περίπτωση που το αίτημα θα είναι να αποσυρθεί το ν.σ. στο σύνολό του.
Θα αναρωτηθεί, όμως, κανείς τι νόημα έχουν όλα αυτά, αφού έτσι κι αλλιώς στα "κουκιά" θα αναμετρηθεί η "δημόσια τάξη" με την ανθρωπιά. Και η πολιτική περί δημόσιας τάξης κουκούλα δεν φοράει, δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν έχει ανθρώπινο πρόσωπο...
[1] Προφανώς η νομοθετική παρέμβαση στο σωφρονιστικό σύστημα δεν εξαντλείται στις ευεργετικές ρυθμίσεις. Αναφέρεται, εξάλλου στους στόχους του νομοθετήματος: «Η διττή αποστολή του σωφρονιστικού συστήματος σε κάθε δημοκρατική χώρα είναι αφενός μεν η αυστηρή τήρηση των υφισταμένων προδιαγραφών ασφαλείας, αφετέρου δε η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την κοινωνική επανένταξη των κρατουμένων»
Στο «αφετέρου δε» οι ευεργετικές ρυθμίσεις και στο «αφενός μεν» [μεταξύ άλλων]: στ) παρέχεται η δυνατότητα προσλήψεως, ως διευθυντών των φυλακών, managers ή άλλων στελεχών του δημόσιου τομέα, ζ) πρόβλεψη για την ίδρυση φυλακών βαρυποινιτών, με το διαχωρισμό από τους κοινούς κρατουμένους των ισοβιτών ή των χαρακτηριζόμενων, ως ιδιαίτερα επικίνδυνων εγκληματιών, η) η χρήση ή η κατοχή κινητών τηλεφώνων από τους κρατουμένους αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. Το πλήρες περιεχόμενο του ν.σ. που κατατέθηκε, όπως μεταφέρεται στο tvxs: http://www.tvxs.gr/v10161

http://www.tvxs.gr/v10275

Το "κράτος των Εξαρχείων"...


...ή Ο νόμος δυτικά του Ρίο Πέκος
Όταν στις αφηγήσεις του φόβου, στις οποίες επιδίδονται ανηλεώς εκφωνητές, σχολιαστές και παραθυρόβιοι των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων, αναφέρεται το "κράτος των Εξαρχείων", η νοηματοδότηση είναι εκκωφαντικά σαφής: ένας χώρος εκτός νόμου στον οποίο συντελούνται παράνομες πράξεις και ενδιαιτώνται έπικίνδυνες ομάδες αναρχικών. Μάλιστα τον Νοέμβρη του 2007, ο λόγος περί του κράτους των Εξαρχείων συναρθρώθηκε ρητά με την υπόθεση των Ζωνιανών με όρους ανομίας, «άβατου» και πολιτικής ανοχής [1].
Παράθυρο στα Εξάρχεια. Αντλώντας από την Guye Tuchman, η είδηση είναι ένα παράθυρο στον κόσμο, το οποίο, όπως κάθε παράθυρο, ορίζει και περιορίζει την θέαση των γεγονότων. Αν στα Εξάρχεια, λοιπόν, γίνονται "μάχες" και το παράθυρο συνεχίζει να σου δείχνει τις μολότοφ, ο κακός της ιστορίας είναι αυτός που ρίχνει τις μολότοφ ενώ μέσα από την επανάληψη αποκτά περιεχόμενο και η κατασκευή "κράτος των Εξαρχείων". Κάτι αντίστοιχο με τις διαδηλώσεις, όπου οι ρεπόρτερ, τοποθετημένοι συνήθως και για λόγους ασφάλειας πίσω από τις δυνάμεις καταστολής, παράγουν την εικόνα των επιτιθέμενων διαδηλωτών που τροφοδοτεί τον λόγο περί "κοινωνικής αταξίας" και ανάγκης λήψης μέτρων.
Στις 6 Δεκέμβρη, το παράθυρο έδειξε άλλη εικόνα. Τραγική. Αυτή η εικόνα, όμως, δεν συναρθρώθηκε με τον λόγο περί "κράτους των Εξαρχείων" γιατί τότε ο λόγος θα ήταν περί "κράτους δυτικά του Ρίο Πέκος", όπου όπως ο λουκιλούκειος δικαστής Ρόι Μπιν έκανε του κεφαλιού του όταν κάτι τον ενοχλούσε, έτσι και οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης όταν θυμώνουν... παρεκτρέπονται. Κι όταν κτυπάνε στα κουτουρού, κάποιον θα βρει ο χάρος, όπως και τον βρήκε. Αλλά συμβαίνουν κι αυτά, θα σου πει ο άλλος και αν, υπό το κράτος της ταραχής, του ξεφύγουν και λόγια, θα σου πει επίσης ότι το θύμα ήταν "γνωστό στις Αρχές" και θα καταγραφεί κι αυτό στην ιστορία. Αν, λοιπόν, σ' ένα οριακό γεγονός όπως η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η πολιτική απάντηση δεν πήγε πέρα από την έκφραση οδύνης και ευχολόγια να μην ξανασυμβεί θανατηφόρο "μεμονωμένο περιστατικό", είναι πια θέμα χρόνου: η ανομία απλώς παγιώνεται ως τρόπος τήρησης του νόμου και της τάξης, με κατά βούληση χρήση δακρυγόνων, γκλομπς και περιστρόφων και στην εικόνα ίσα να χωράνε οι μεταγωγές τραυματιών στα νοσοκομεία, παραπλεύρως των προσαγωγών υπόπτων στα αστυνομικά τμήματα.
Τα βαριά τραυματισμένα παιδιά της χθεσινής "μάχης" αφέθηκαν ελεύθερα γιατί δεν προέκυψαν στοιχεία σε βάρος τους. Τόσο μόνο.
Και όταν οι κάτοικοι των Εξαρχείων φοράνε κονκάρδες που γράφουν "Μένω στα Εξάρχεια, πειράζει;", η μόνη απάντηση που μοιάζει να έχουν πάρει από επίσημα χείλη είναι, "Κακό του κεφαλιού σου". Κυριολεκτικά.
[1] Ο Τύπος δεν έμεινε προφανώς πίσω, και το παράδειγμα το αντλώ από έντυπο μέσο: "Μέχρι τώρα γνωρίζαμε ότι στην Ελλάδα οι νόμοι δεν εφαρμόζονται πάντα. Τώρα μάθαμε ότι δεν εφαρμόζονται και παντού. Υπάρχουν περιοχές της ελληνικής επικράτειας όπου η επιβολή του νόμου δεν είναι αυτονόητη. Είτε για λόγους παράδοσης, όπως είναι η ορεινή Κρήτη, είτε για λόγους «επανάστασης», όπως είναι τα Εξάρχεια. Χθες το κράτος δικαίου υπέστη μια διπλή ήττα. Δυο περιοχές της χώρας διεκδίκησαν –και δυστυχώς επέτυχαν– την εξαίρεσή τους. «Επαναστάτες» με βαριοπούλες κατέστρεψαν για πολλοστή φορά ξένη περιουσία στο κέντρο της Αθήνας, διεκδικώντας την απελευθέρωση ενός συλληφθέντα με οπλισμό και κατηγορούμενο για ληστεία τραπέζης. Στα Ζωνιανά Ρεθύμνου έγινε πραγματική μάχη με πυρά και οι διωκτικές αρχές υποχώρησαν ενώπιον της ανομίας" [ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, MONIMEΣ ΣTHΛEΣ, Τίτλος: Υπεράνω του νόμου; 06-11-07] Αναφέρομαι, ωστόσο, στα δελτία ειδήσεων γιατί θεωρώ μεγαλύτερη την ισχύ του τηλεοπτικού μηνύματος να νοηματοδοτεί τα γεγονότα. Καταρχήν το τηλεοπτικό μήνυμα είναι "εφήμερο", τον χρόνο ανάγνωσης το καθορίζει και τον περιορίζει το μέσο. Επιπλέον, βασίζεται στην συνεχή ροή εικόνων που, όπως σημειώνει ο Fiske, σχεδόν σε όλες η δομή και η μορφή τους μας είναι βαθύτατα οικείες, οι κώδικες που χρησιμοποιούνται έχουν στενή συνάφεια με τους κώδικες μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Δίνει, έτσι, την εντύπωση ότι είναι ο φυσικός τρόπος αντίληψης του κόσμου, γεγονός το οποίο ελαχιστοποιεί τις αντιστάσεις του θεατή απέναντι στο κοινοποιούμενο μήνυμα γιατί αποκρύπτει όλες τις διαδικασίες επιλογής κι επεξεργασίας που προηγούνται της μετάδοσής του.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2009

μιλάμε ακόμα περί κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων;...


Το αίνιγμα της φυλακής: Πώς είναι δυνατόν να διατηρείται και να ευημερεί ένας θεσμός, ο οποίος ουδέποτε κατάφερε να επιτελέσει τις λειτουργίες που διατείνεται η θεωρητική του θεμελίωση (έλεγχο του εγκλήματος, αναμόρφωση του εγκληματία), όπως, άλλωστε, παραδέχονται και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του; Ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες των τιμωρητικών συστημάτων καταδεικνύουν ότι η επινόηση της φυλακής δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ανθρωπιστικής ευαισθησίας, ούτε απλά ένα μέσο για τον έλεγχο του εγκλήματος που παρήγαγε η εξέλιξη των αντιλήψεων περί εγκληματία και ποινής. Αναλύοντας διάφορες οπτικές της σχέσης ανάμεσα στη φυλακή και την κοινωνική-πολιτισμική δομή, οι μελέτες αυτές αναφέρονται σε εμφανείς ή λανθάνουσες λειτουργίες του κυρίαρχου τιμωρητικού θεσμού, οι οποίες τείνουν να ερμηνεύσουν το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο γεγονός της μακροβιότητας της φυλακής και της μη επινόησης εναλλακτικών ποινικών μορφών με ανάλογη αντοχή στο χρόνο. Όμως, ο πλούτος αυτός και η πολυπλοκότητα των επιστημονικών στοχασμών και των φιλοσοφικών τους προϋποθέσεων απομειώνεται διαμέσου «αδιαμφισβήτητων» παραδοχών και οριοθετήσεων που παράγει ένας «εργαλειακός» επιστημονικός λόγος, ο οποίος συντελεί στο να αναπαριστάται ως δεδομένο και αυτονόητο ένα ολόκληρο πλέγμα αποφάνσεων περί παρανομίας και ποινής. Στο κοινωνικό πεδίο, ωστόσο, άλλοτε σιωπηρά και άλλοτε ρητά, παράγεται κι ένας άλλος λόγος, κοινωνικός αυτή τη φορά, ο οποίος υποδέχεται και αλληλεπιδρά με τους επιστημονικούς και πολιτικούς λόγους περί φυλακής· ένας λόγος ασυνεχής, ο οποίος επιβεβαιώνει αλλά και αμφισβητεί τον κυρίαρχο, αναδεικνύοντας τη βαθιά κοινωνική και πολιτισμική αντήχηση της φυλακής. Θα υποστηρίζαμε, λοιπόν, ότι αυτός ο αινιγματικός θεσμός περικλείει τους λόγους ύπαρξης και κοινωνικής νομιμοποίησής του εν μέρει στο ίδιο το γεγονός της εγγενούς παθολογίας του. Το επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για ένα θεσμό ριζωμένο στην κοινωνική εμπειρία, όχι απλώς ως τιμωρητικός θεσμός αλλά και υπό ένα άλλο, πιο αφηρημένο πρίσμα, όπου δεσπόζει το ανθρώπινο δράμα: η φυλακή/εγκλεισμός ως η επιτομή των χώρων και μορφών στέρησης της ελευθερίας με όλα τα συγκείμενα αυτής της συνθήκης
[από την Εισαγωγή μου στο Εικόνες Φυλακής]
επίσημη ρητορική και επανακοινωνικοποιητικά αδιέξοδα
Αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Υπουργού Δικαιοσύνης κ. Νικολάου Δένδια
[Στην εφημερίδα «Ελεύθερος» και στον δημοσιογράφο Ανδρέα Κάτσενο http://www.ministryofjustice.gr/modules.php?op=modload&name=News&file=index&catid=&topic=3]
Οι φυλακές μπορούν να αναμορφωθούν ώστε να επιτελέσουν πραγματικά τον σωφρονιστικό τους ρόλο;

"Μόνο αν οι φυλακές επιτελέσουν πραγματικά τον σωφρονιστικό τους ρόλο, με εκπαιδευτικά προγράμματα και προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης και με ουσιαστική μέριμνα για την επανένταξή τους στο κοινωνικό σύνολο, μπορούμε να σταματήσουμε τον φαύλο κύκλο της εγκληματικότητας. Δυστυχώς, οι περισσότεροι κρατούμενοι αποφυλακίζονται για να επιστρέψουν πάλι στις φυλακές, μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Με την λειτουργία της «Επανόδου», του εποπτευόμενου από το Υπουργείο Δικαιοσύνης φορέα, έχει γίνει ήδη το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της ομαλής κοινωνικής επανένταξης. Χρειαζόμαστε ένα άνοιγμα της κοινωνίας προς τους χώρους κράτησης και, αντίστροφα, ένα άνοιγμα των χώρων αυτών προς την κοινωνία" Στην Απογευματινή [Ημερομηνία Αποστολής : 05/03/2009,

Ποιες είναι οι προτεραιότητές σας για το άμεσο μέλλον για τις φυλακές και τους κρατούμενους;
«Είναι τεράστιο πρόβλημα ο υπερπληθυσμός στις φυλακές. Το αντιμετωπίζουμε με 7 νέα καταστήματα που παραδίδονται σύντομα. Δεν είναι όμως το μοναδικό πρόβλημα ο μεγάλος αριθμός των κρατουμένων. Το κατάστημα κράτησης από την πρώτη κιόλας ημέρα του εγκλεισμού θα πρέπει να προετοιμάζει τον κρατούμενο για μια αποφυλάκιση χωρίς επιστροφή. Δεν είναι δυνατόν να αποτελούν ‘‘αποθήκες ανθρώπων’’ οι φυλακές σήμερα, ούτε να απουσιάζει η σωφρονιστική διάσταση. Εχουν γίνει πολλά τα τελευταία χρόνια από τους προκατόχους μου αλλά βλέπετε ότι αρκεί μια ‘‘αχίλλειος πτέρνα’’ για να φέρει τα πάνω κάτω. Τα 10 μέτρα που ήδη ανακοινώσαμε είμαι βέβαιος ότι θα συμβάλουν στην αντιμετώπιση της πρόκλησης που συνιστά σήμερα για την πολιτεία η κατάσταση του σωφρονιστικού μας συστήματος».

Foucault, M. 1992, Επίσκεψη στις φυλακές Attica, Αθήνα: Ελευθεριακή κουλτούρα, σ. 7,8
Την εποχή που φτιάχτηκαν οι φυλακές του Ώγκμπουρν και της Φιλαδέλφειας, και οι οποίες χρησίμευσαν σαν υποδείγματα (με μάλλον μικρές αλλαγές μέχρι και σήμερα) για τις μεγάλες μηχανές εγκλεισμού, υπήρχε η πίστη ότι όντως κάτι παρήγαγαν: “ενάρετους” ανθρώπους. Σήμερα γνωρίζουμε, και η διεύθυνση είναι απόλυτα ενημερωμένη, ότι κάτι τέτοιο δεν παράγεται. Ότι δεν παράγεται απολύτως τίποτα. Ότι είναι απλά ζήτημα επιδέξιας ταχυδακτυλουργίας, ένας ιδιόρρυθμος μηχανισμός κυκλικού αποκλεισμού: η κοινωνία αποκλείει, στέλνοντας στη φυλακή ανθρώπους που ο εγκλεισμός αποσυνθέτει, συντρίβει, εξολοθρεύει φυσικά. Και τότε, μόλις αποσυντεθούν, η φυλακή τους αποκλείει “απελευθερώνοντάς” τους και στέλνοντάς τους πίσω στην κοινωνία. Και εκεί, η ζωή τους στη φυλακή, ο τρόπος που τους μεταχειρίστηκαν, η κατάσταση στην οποία βγήκαν, εξασφαλίζει το ότι η κοινωνία θα τους αποκλείσει ακόμα μια φορά, στέλνοντάς τους πίσω στη φυλακή, η οποία με τη σειρά της …
Foucault, M., Επιτήρηση και Τιμωρία
Αλλά υπήρξαν και εξεγέρσεις ενάντια στις πρότυπες φυλακές, στα ηρεμιστικά, στην απομόνωση, ενάντια στα ιατρικά ή εκπαιδευτικά συστήματα […] Εξεγέρσεις αντιφατικές ενάντια στην εξαθλίωση, αλλά και ενάντια στην άνεση, ενάντια στους φύλακες αλλά και ενάντια στους ψυχίατρους […] Επρόκειτο, όμως, καθαρά για εξεγέρσεις σε επίπεδο σωμάτων, ενάντια στο ίδιο το σώμα της φυλακής. Ήταν η υλική της πραγματικότητα στο μέτρο που λειτουργεί σαν όργανο και σαν φορέας της εξουσίας. Ήταν όλη αυτή η τεχνολογία της εξουσίας πάνω στο σώμα, που η τεχνολογία της "ψυχής" - εκείνη των παιδαγωγών, των ψυχολόγων και των ψυχίατρων - δεν κατορθώνει ούτε να συγκαλύψει, ούτε ν' αντισταθμίσει, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι η ίδια ένα από τα εργαλεία της (Φουκώ, 1976/ 1989:44)

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ροκ και πειθαρχία

Ανδρέας Αλμπάνης

[Το έγραψε ο Ανδρέας με αφορμή την έρευνά του για την ροκ σκηνή στην Ελλάδα στη δεκαετία του '90. Η πρωτοβουλία της ανάρτησης όπως και ο τίτλος της ας καταλογισθούν σ' εμένα]

Ενάντια στο ροκ που είναι σμίξιμο, η πειθαρχία κάνει χρήση της δύναμής της που είναι η ανάλυση. Γύρω από το ροκ άνθι­σε μια ολόκληρη λογοτεχνία που το παρουσιάζει σαν γιορτή: οι νόμοι καταργούνται, αίρονται οι απαγορεύσεις, υπάρχει κάτι σαν φρενίτιδα του χρόνου που περνά, τα σώματα ανακατεύονται ασυγκράτητα, τα άτομα βγάζουν το προσωπείο, παραμερίζουν την καταστατική τους ταυτότητα και τη μορφή που χρησίμευε για να τα αναγνωρίζουν - αφήνουν να φανεί μια ολότελα διαφορετι­κή αλήθεια. Υπήρξε όμως και ένα πολιτικό όνειρο του ροκ που ήταν ακριβώς το αντίστροφο: όχι η ομαδική γιορτή, αλλά οι αυστηρές μοιρασιές· όχι η παραβίαση του νόμου, αλλά η διείσδυ­ση του κανονισμού ως τις λεπτότερες πτυχές της ύπαρξης και με τη μεσολάβηση μιας τέλειας ιεραρχίας που εξασφαλίζει την παντού διεισδύουσα λειτουργία της εξουσίας· όχι τα προσωπεία που βάζει ή που αφαιρεί κανείς, αλλά η απόδοση στον καθένα του «αληθινού» του ονόματος, της «αληθινής» του θέσης, του «αληθινού» του σώματος και της «αληθινής» του δέσμευσης. Το ροκ, ως μορφή ταυτόχρονα πραγματική και φαντασιακή της αταξίας, έχει σαν ιατρικό και πολιτικό αντίστοιχο την πειθαρχία. Πίσω από τα πειθαρχικά συστήματα βλέπει κανείς τον εφιάλτη της «μετάδοσης» του ροκ, των εξεγέρσεων, των εγκλημάτων, της αλητείας, της λιποταξίας, των ανθρώπων που εμφανίζονται και εξαφανίζονται, ζουν και πεθαίνουν μέσα στο χάος. Foucault Michel, Επιτήρηση και Τιμωρία, 2004, σ. 262
Ο Foucault δεν έγραψε ποτέ για το ροκ στο βιβλίο του Επιτήρηση και Τιμωρία. Το παραπάνω απόσπασμα αναφέρεται στην διπλή διάσταση του λοιμού στον ευρωπαϊκό μεσαίωνα, και δείχνει πως μέσα από μια κατηργημένη τάξη αναδύθηκε η πειθαρχική τεχνική που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη κοινωνία. Η μόνη αλλαγή που υπάρχει στο απόσπασμα που παραθέτω εδώ είναι ότι στο κανονικό κείμενο του Foucault υπάρχει η λέξη λοιμός αντί της λέξης ροκ, και η λέξη αρρώστια αντί της λέξης δέσμευση.

Mέσα μαζικής επικοινωνίας και χουλιγκανισμός

Αριστοτέλης Νικολαΐδης [Το παρακάτω κείμενο αποτελεί απόσπασμα του δεύτερου μέρους του άρθρου: Νικολαΐδης, Α. (2009, υπό έκδοση) Mέσα μαζικής επικοινωνίας και χουλιγκανισμός: Προς μια θεωρητική (ανα)σύνθεση, στο Δοκιμές, Επιθεώρηση Κοινωνικών Επιστημών, 15-16] Οι αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού στα μέσα μαζικής επικοινωνίας αποτελούν ιδιαίτερο αντικείμενο ανάλυσης κλασσικών όσο και σύγχρονων μελετών.[i] Σε πρόσφατη ωστόσο βιβλιογραφική επισκόπηση από την Poulton[ii] υποστηρίζεται ότι το ερευνητικό ενδιαφέρον για το εν λόγω ζήτημα δεν έχει εξαντληθεί. Κατά δεύτερο λόγο, η ανάλυση της περίπτωσης του χουλιγκανισμού στη Βρετανία συνιστά ένα ευρύ και γόνιμο πλαίσιο μελέτης.[iii] Μεταξύ των κύριων τάσεων, οι μαρξιστικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του 1970 συνέδεσαν την ερμηνεία του ζητήματος με μορφές αντίδρασης οπαδών/μελών της εργατικής τάξης στις διαδικασίες μετατροπής του ποδοσφαίρου σε επιχείρηση και θέαμα[iv]. Την ίδια περίοδο παρουσιάζεται η θεώρηση του χουλιγκανισμού ως μορφή επιθετικής τελετουργίας (ritual) που διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες και ρόλους[v]. Στη δεκαετία του 1980 αναδεικνύεται η μορφολογική (figurational) προσέγγιση, κατά την οποία ο χουλιγκανισμός αποτελεί έκφραση μορφών ανδρικής επιθετικότητας που συναντώνται στα λεγόμενα «σκληρά» τμήματα της εργατικής τάξης.[vi] Στη δεκαετία του 1990 αναπτύσσονται εθνογραφικές μελέτες,[vii] στο πλαίσιο των οποίων θεωρείται ότι οι ανταγωνισμοί μεταξύ των οπαδών αποσκοπούν στην απόκτηση ή την διατήρηση κύρους στο πλαίσιο των δικτύων τους.[viii] Στο πλαίσιο των παραπάνω προσεγγίσεων περιλαμβάνονται αναφορές στη δημοσιογραφική κάλυψη του χουλιγκανισμού,[ix] χωρίς ωστόσο το συγκεκριμένο θέμα να αποτελεί κύριο αναλυτικό τους άξονα και χωρίς κατά κανόνα να συνδέεται με το ευρύτερο πεδίο θεωρίας και έρευνας των μέσων μαζικής επικοινωνίας [...] Στο κλασσικό άρθρο του Hall[x] υποστηρίζεται ότι ο τύπος έχει ενεργητικό ρόλο στη παραγωγή των κοινωνικά παραδεκτών ορισμών και ερμηνειών του χουλιγκανισμού μέσω των διαδικασιών και των κριτηρίων επιλογής και παρουσίασης των ειδήσεων. Οι δημοσιογραφικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού διακρίνονται από στοιχεία έντασης και εντυπωσιασμού, απλουστεύουν ή/και παρακάμπτουν τα βαθύτερα αίτια της βίας και στιγματίζουν τους φορείς της κατά κύριο λόγο αποδίδοντας τους μη έλλογα χαρακτηριστικά. Υπό αυτό το πρίσμα υποστηρίζεται ότι ο τύπος συνεισφέρει στη δημιουργία δημόσιας ανησυχίας και τη συνακόλουθη ενδυνάμωση του κοινωνικού ελέγχου και συμβάλλει στη διαδικασία ενίσχυσης της παρέκκλισης (deviance amplification spiral).[xi] Οι δημοσιογραφικές πρακτικές απαξίωσης και στιγματισμού των οπαδών και η συμβολή του τύπου στην καλλιέργια ηθικού πανικού και την υποστήριξη αυστηρότερων μέτρων ελέγχου και τιμωρίας αποτελούν κύριους άξονες της ανάλυσης του Whannel[xii], ο οποίος αναφέρεται στην οπτική του Hall και το ευρύτερο έργο του Κέντρου για τις Σύγχρονές Πολιτισμικές Σπουδές του Πανεπιστημίου του Birmingham. Σύμφωνα με τον Whannel, η κατασκευή της εικόνας του χούλιγκαν ως παρεκκλίνοντος υποκειμένου στα μέσα μαζικής επικοινωνίας οδήγησε στον προσδιορισμό / στιγματισμό (labelling) της υποπολιτισμικής ομάδας των οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων συλλήβδην ως ταραχοποιών. Πρόκειται για τη συγκρότηση ενός συλλογικού αντικειμένου ελέγχου ανεξάρτητα από την ύπαρξη συγκεκριμένων παραβιάσεων του νόμου.[xiii] Οι μεταγενέστερες αναλύσεις των Hargreaves[xiv] και Poulton[xv] αναφέρονται επίσης στις οπτικές των Hall και Whannel υποστηρίζοντας αντίστοιχες θέσεις. Στη περίπτωση της Poulton, εξετάζονται οι αναπαραστάσεις της συμπεριφοράς άγγλων οπαδών κατά το Παγκόσμιο κύπελλο του 1998 και το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Euro 2000 και υποστηρίζεται ότι οι άξονες του δημοσιογραφικού λόγου που επισήμανε ο Hall στα τέλη της δεκαετίας του 70 εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη κάλυψη του χουλιγκανισμού.[xvi] Ο Hall[xvii] υποστηρίζει ότι η περίπτωση του χουλιγκανισμού συνδέεται με τον κύκλο ηθικών πανικών που ανέκυψε στη μεταπολεμική βρετανική κοινωνία με αντικείμενο την κοινωνική συμπεριφορά ή/και επιθετικότητα νέων προερχόμενων κυρίως από την εργατική τάξη. Κατά δεύτερο λόγο, επισημαίνει ότι η κοινωνική αντίδραση στον χουλιγκανισμό αποτέλεσε μέρος της συγκρότησης μιας αυταρχικού τύπου κοινωνικής συναίνεσης την δεκαετία του 1970 με κεντρικό ιδεολογικό άξονα την υποστήριξη του «νόμου και της τάξης».[xviii] Όπως υποστηρίζει ο Hargreaves,[xix] ο χουλιγκανισμός αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα σύνδεσης του αθλητισμού με κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα στο περιεχόμενο των μέσων. Η δημοσιογραφική διαχείριση του χουλιγκανισμού αντιστοιχεί πλήρως με τον τρόπο αναπαράστασης της παρέκκλισης, του έγκληματος και της έννομης τάξης με βάση τη συναινετική θεώρηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η εικόνα του χούλιγκαν ανήκει στην κατηγορία των «λαϊκών δαιμόνων» (folk devils), όπως οι φορείς επιθέσεων στο δρόμο με σκοπό τη ληστεία (muggers), οι χρήστες ναρκωτικών, οι απεργοί και οι διαδηλωτές[xx]. Κατά συνέπεια, η ανάλυση των δημοσιογραφικών αναπαραστάσεων του χουλιγκανισμού συνδέεται με το ευρύτερο πεδίο μελέτης του ρόλου των μέσων μαζικής επικοινωνίας σε εκστρατείες ηθικών πανικών[xxi] και την απονομιμοποίηση μορφών πολιτικής δραστηριότητας και διαμαρτυρίας.[xxii] Ως προς το ρόλο και την επιρροή των πηγών στη διαμόρφωση της ειδησεογραφίας, οι Hall et al. υποστηρίζουν ότι φορείς πρωταρχικού προσδιορισμού (primary definers), όπως οι κάτοχοι θεσμικής θέσης και ισχύος ή/και αντιπροσωπευτικού κύρους και οι φορείς ειδικής γνώσης, διαθέτουν μεγαλύτερη και συστηματικά δομημένη πρόσβαση στα μέσα και σε αυτή τη βάση οι οπτικές τους οριοθετούν το ερμηνευτικό πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας. Παρά την ενδεχόμενη ύπαρξη αντιθέσεων και αντιφάσεων μεταξύ διαφορετικών φορέων πρωταρχικού προσδιορισμού ή/και μεταξύ αυτών και των μέσων, η επικρατούσα τάση των τελευταίων είναι να αναπαράγουν τους ιδεολογικά κυρίαρχους ορισμούς.[xxiii] Στην περίπτωση του χουλιγκανισμού, ο Hall[xxiv] υποστηρίζει ότι ο τύπος αποτελεί πηγή εντυπώσεων, ορισμών και ερμηνειών που εμφανίζονται με δύο τρόπους: υπό μορφή ρεπορτάζ ή/και σχολίων των αθλητικών συντακτών και υπό μορφή παράθεσης του λόγου δημόσιων φορέων. Σε αυτή τη βάση ο τύπος μπορεί να αποτελεί φορέα πρωταρχικού προσδιορισμού ή να συνεισφέρει στο δημόσιο ορισμό ενός κοινωνικού προβλήματος μεταφέροντας και αναδεικνύοντας τους ορισμούς επίσημων πηγών.[xxv] Κατά τον Whannel,[xxvi] ο δημοσιογραφικός λόγος για το χουλιγκανισμό βασίζεται σε επίσημες πηγές όπως είναι οι εκπρόσωποι ποδοσφαιρικών ομάδων και αθλητικών διοργανώσεων, αστυνομικοί και δικαστικοί παράγοντες, κυβερνητικοί και πολιτικοί φορείς, καθώς και παραγόντες των μέσων μεταφοράς που έρχονται σε επαφή με οργανωμένους οπαδούς. [xxvii] Μεταξύ των κύριων χαρακτηριστικών των δημοσιογραφικών αναπαραστάσεων της παρέκκλισης είναι ο στιγματισμός κοινωνικών συμπεριφορών και ομάδων ως μειοψηφικών.[xxviii] Στην περίπτωση του χουλιγκανισμού, οι φορείς της βίας νοηματοδοτούνται ως μια μειοψηφία ταραχοποιών σε αντίστιξη με την πλειοψηφία των «γνήσιων» φιλάθλων.[xxix] Οι ορισμοί των χούλιγκανς ωστόσο συνδέονται επίσης με την γενικότερη ανάπτυξη του ποδοσφαίρου και τη μετατροπή του σε επιχείρηση και μορφή ψυχαγωγίας[xxx], εξέλιξη η οποία οδήγησε σε αντίστοιχη αλλαγή της δημόσιας εικόνας του και τον επαναπροσδιορισμό του κοινού του. Σύμφωνα με τον Clarke,[xxxi] η βία αποτελεί το πιο ορατό μέρος ενός ευρύτερου προβλήματος σχετικά με τους διαφορετικούς τρόπους θέασης του ποδοσφαίρου. Πρόκειται για τη μετάβαση από την πρόσληψη του ποδοσφαίρου ως κοινωνικού γεγονότος, και τη συνακόλουθη παράδοση συλλογικής και συμμετοχικής υποστήριξης των ομάδων από τους οπαδούς τους, στο ιδεατό μοντέλο του παθητικού καταναλωτή του ποδοσφαιρικού θεάματος/προϊόντος, και κατά συνέπεια για τη διάκριση μεταξύ άτυπων και επίσημων νοηματοδοτήσεων του ποδοσφαίρου και του τρόπου παρακολούθησης του. Οι Clarke[xxxii] και Whannel[xxxiii] υποστηρίζουν ότι υπό το πρίσμα των επίσημων ορισμών η άνοδος του χουλιγκανισμού εξισώθηκε με τη μείωση της προσέλευσης σε ποδοσφαιρικούς αγώνες και θεωρήθηκε πως απομάκρυνε το οικογενειακό κοινό, το οποίο αποτελεί συνώνυμο των καταναλωτών των μεσαίων τάξεων.[xxxiv] Όπως υποστηρίζει ο Whannel, ο δημοσιογραφικός λόγος, βασιζόμενος στις οπτικές επίσημων αθλητικών πηγών, υποστήριξε την ανάγκη αντιμετώπισης των χούλιγκανς και βελτίωσης του ποδοσφαιρικού προϊόντος με σκοπό την προσέλκυση του νέου μοντέλου φιλάθλου/καταναλωτή, και υπό αυτό το πρίσμα συνέβαλε στον επαναπροσδιορισμό του κοινού του ποδοσφαίρου.[xxxv] Στο πλαίσιο της μελέτης των αναπαραστάσεων της παρέκκλισης υποστηρίζεται ότι το «εθνικό συμφέρον» (national interest) αποτελεί κεντρικό ιδεολογικό άξονα της πολιτικής της συναίνεσης.[xxxvi] Στην περίπτωση του χουλιγκανισμού ωστόσο παρουσιάζεται η ιδιαιτερότητα ο δημοσιογραφικός λόγος να εστιάζει επίσης στη σημασία του διεθνούς κύρους του έθνους-κράτους, το οποίο παρουσιάζεται να πλήττεται από τις εικόνες βίας των οπαδών. Η ανάλυση των Dunning, Murphy & Williams περιλαμβάνει αναφορές σε δημοσιογραφικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού στην Βρετανία ως δυνητική απειλή για το κύρος της χώρας στο εξωτερικό ενόψει της διοργάνωσης του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου του 1966.[xxxvii] Νεότερες μελέτες αναφέρονται σε αναπαραστάσεις του έθνους ως διασυρόμενου και ταπεινωμένου, οι οποίες αποτελούν μέρος της δημοσιογραφικής κάλυψης της βίαιης συμπεριφοράς οπαδών εθνικών ομάδων στο πλαίσιο διεθνών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων.[xxxviii] Κατά το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα Euro 2000 στο Βέλγιο και την Ολλανδία, ο αγγλικός τύπος κάλυψε τη περίπτωση επεισοδίων άγγλων οπαδών υπό όρους εθνικής ντροπής και κυβερνητικής ευθύνης. Οι εν λόγω αναπαραστάσεις εντάθηκαν περαιτέρω εξαιτίας της προειδοποίησης της UEFA περί ενδεχόμενου αποκλεισμού της εθνικής ομάδας της Αγγλίας και της προτροπής της προς την Βρετανική κυβέρνηση να εμποδίσει τη μετάβαση άγγλων οπαδών στο εξωτερικό. [xxxix] Υπό αυτό το πρίσμα, η δημοσιογραφική συγκρότηση του έθνους και της εθνικής ταυτότητας με άξονα τις εθνικές ποδοσφαιρικές ομάδες αποτελεί επίσης πλαίσιο προσδιορισμού και στιγματισμού των βίαιων οπαδών. Με βάση τις αναλύσεις των Anderson και Billig σχετικά με το έθνος και τον εθνικισμό[xl], οι Bishop & Jaworsky εξετάζουν την περίπτωση του αγώνα μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας στο Euro 2000 και υποστηρίζουν ότι ο αγγλικός τύπος κατασκευάζει το έθνος ως ένα ομοιογενές συλλογικό υποκείμενο μέσω των στρατηγικών του διαχωρισμού, που συνιστά μορφή εξωτερικών (international) διάκρισεων μεταξύ των ιδεατών «εμείς» και «αυτοί», της διαμάχης, που εκφράζεται μέσω μιλιταριστικών μορφών λόγου, και της τυποποίησης, που βασίζεται στη χρήση εθνικών στερεοτύπων.[xli] Εντός αυτού του πλαισίου, οι βίαιοι οπαδοί αποτελούν αντικείμενο στρατηγικών ετεροποίησης (othering) στο περιεχόμενο του τύπου, με αποτέλεσμα να προσδιορίζονται ως ευρισκόμενοι εκτός των ορίων της παρουσιαζόμενης ως ενιαίας και ομοιογενούς εθνικής οντότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δημοσιογραφικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού αναπαράγουν και υποστηρίζουν μορφές εσωτερικών (intranational) διακρίσεων της εθνικής συλλογικότητας και συνιστούν επίσης προβολή κανονιστικού λόγου σχετικά με την ιδιότητα μέλους σε αυτήν.[xlii] [i] Τ. Crabbe, “The public gets what the public wants: England football fans, truth claims and mediated realities”, στο International Review for the Sociology of Sport, 38(4), 2003, R. Giulianotti & G. Armstrong, “Ungentlemanly conduct: Football hooligans, the media and the construction of notoriety”, στο Football Studies, 1(2), 1998, S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, στο R. Ingham & S. Hall, J. Clarke, P. Marsh, J. Donovan, ‘Football hooliganism’: The wider context, Inter-Action Inprint, London, 1978, P. Murphy, E. Dunning & J. Williams, “Soccer crowd disorder and the press: Processes of amplification and de-amplification in historical perspective”, στο Theory, Culture & Society, 5(3), 1988, E. Poulton, “New fans, new flag, new England? Changing news values in the English press coverage of World Cup 2002”, στο Football Studies, 6(1), 2003, E. Poulton, “English media representation of football-related disorder: ‘Brutal, short-hand and simplifying’?”, στο Sport in Society, 8(1), 2005, M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000: How “handbags at 20 paces” was portrayed as a full-scale riot”, στο International Review for the Sociology of Sport, 36(4), 2001, G. Whannel, “Football, crowd behavior and the press”, στο Media, Culture & Society, 1(4), 1979. Βλέπε επίσης σχετική επισκόπηση στο G. Carnibella, A. Fox, K. Fox, J. McCann, J. Marsh & P. Marsh, Football violence in Europe, Social Issues Research Centre, Oxford, 1996, σσ. 36-37, 85-94. Οι παραπάνω εργασίες αναφέρονται στα ειδησεογραφικά μέσα· για τις ευρύτερες πολιτισμικές αναπαραστάσεις του χουλιγκανισμού βλέπε E. Poulton, “ ‘Lights, camera, aggro!’: Readings of ‘celluloid hooliganism’ ”, στο Sport in Society 9(3), 2006, E. Poulton, “ ‘Fantasy football hooliganism’ in popular media”, στο Media, Culture & Society, 29(1), 2007.
[ii] E. Poulton, “English media representation of football-related disorder”, ό.π., σσ. 27-28. Βλέπε επίσης E. Poulton, “New fans, new flag, new England?”, ό.π., σ. 19, E. Poulton, “ ‘Fantasy football hooliganism’ in popular media”, ό.π., σσ. 151-152, 154, 162.
[iii] Για την λεπτομερή επισκόπηση του εν λόγω χώρου και των εσωτερικών του διαμαχών, βλέπε G. Armstrong, Football hooligans: Knowing the score, Berg, Oxford, NY, 1998, σσ. 15-18, G. Armstrong & R. Harris, “Football hooligans: Theory and evidence”, στο Sociological Review 39(3), 1991, σσ. 428-431, A. Bairner, “The Leicester school and the study of football hooliganism”, in Sport in Society, 9(4), 2006, G. Carnibella et al., Football, ό.π., σσ. 30-58, E. Dunning, P. Murphy & I. Waddington, “Anthropological versus sociological approaches to the study of soccer hooliganism”, στο Sociological Review 39 (3), 1991, E. Dunning, P. Murphy & I. Waddington, “Towards a sociological understanding of football hooliganism as a world phenomenon”, στο E. Dunning, P. Murphy, I. Waddington & A. E. Astrinakis (επιμ.), Fighting fans: Football hooliganism as a world phenomenon, UCD Press, Dublin, 2002, σσ. 13-15, Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, “Spectator violence at football matches: Towards a sociological explanation”, στο N. Elias & E. Dunning, Quest for excitement: Sport and leisure in the civilizing process, Blackwell, Oxford, 1986, σσ. 251-253, Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism: Αn historical and sociological study, Routledge & Keegan Paul, London, 1988, σσ. 18-31, M. Free & J. Hughson, “Settling accounts with hooligans: Gender blindness in football supporter subculture research”, στο Men and Masculinities, 6(2), 2003, R. Giulianotti & G. Armstrong, “Avenues of contestation: Football hooligans running and ruling urban spaces”, στο Social Anthropology, 10(2), 2002, σσ. 211-212, 219-221, M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000”, ό.π., σσ. 415-417. Για την ελληνική περίπτωση βλέπε A. E. Astrinakis, “Subcultures of hard-core fans in west Attica: An analysis of some central research findings”, στο E. Dunning, P. Murphy, I. Waddington & A. E. Astrinakis (επιμ.) Fighting fans: Football hooliganism as a world phenomenon, UCD Press, Dublin, 2002, A. Αστρινάκης & Μ.–Γ. Λ. Στυλιανούδη, Χέβι μέταλ, ροκαμπίλι και φανατικοί οπαδοί: Νεανικοί πολιτισμοί και υποπολιτισμοί στη δυτική Αττική, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1996, σσ. 367-542, 581-587, N. Κοταρίδης & N. Σιδέρης, Φανατισμός, ύβρεις και βία στα γήπεδα, ανακοίνωση στο διεθνές συνέδριο με θέμα: Η βία στις αθλητικές συναντήσεις, Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών - ΔΕΚΑΒ, Αθήνα, 1997, Ν. Ε. Κουράκης & συνεργάτες, “Έκθεση για τη βία στα ελληνικά γήπεδα: Πορίσματα από επτά ειδικότερες έρευνες και γενικά συμπεράσματα”, στο Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία Δασκαλάκη, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Κοινωνιολογίας – Τομέας Εγκληματολογίας, 1991, Δ. Παπαγεωργίου, Μια «άλλη» Κυριακή: «Τρέλλα» και «αρρώστια» στα ελληνικά γήπεδα, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998.
[iv] J. Clarke, “Football and working class fans: Tradition and change”, στο R. Ingham & S. Hall, J. Clarke, P. Marsh, J. Donovan, ‘Football hooliganism’: The wider context, Inter-Action Inprint, London, 1978, I. Taylor, “ “Football mad”: A speculative sociology of football hooliganism”, στο E. Dunning (επιμ.) The sociology of sport: A selection of readings, Frank Cass, London, 1971, I. Taylor, “Soccer consciousness and soccer hooliganism”, στο S. Cohen (επιμ.) Images of deviance, Penguin, Harmondsworth, Middlesex, 1971, I. Taylor, “Class, violence and sport: The case of soccer hooliganism in Britain”, στο H. Cantelon & R. Gruneau (επιμ.) Sport, culture and the modern state, University of Toronto Press, Toronto, 1982, I. Taylor, “On the sports violence question: Soccer hooliganism revisited”, στο J. Hargreaves (επιμ.), Sport, culture and ideology, Routledge & Kegan Paul, London, 1982.
[v] P. Marsh, Aggro: The illusion of violence, Dent, London, 1979, P. Marsh, E. Rosser & R. Harré, The Rules of disorder, Routledge & Kegan Paul, London, 1978.
[vi] E. Dunning, “Soccer hooliganism as a world social problem”, στο E. Dunning, Sport matters: Sociological studies of sport, violence and civilization, Routledge, London, 1999, E. Dunning, P. Murphy & I. Waddington, “Towards a sociological understanding of football hooliganism as a world phenomenon”, ό.π., Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, “Spectator violence at football matches”, ό.π., Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism, ό.π..
[vii] G. Armstrong, Football hooligans, ό.π., G. Armstrong & R. Harris, “Football hooligans”, ό.π., R. Giulianotti, “Scotland’s tartan army in Italy: The case for the carnivalesque”, στο Sociological Review 39(3), 1991, R. Giulianotti, “Football and the politics of carnival: An ethnographic study of Scottish fans in Sweden”, στο International Review for the Sociology of Sport, 30(2), 1995.
[viii] R. Giulianotti & G. Armstrong, “Avenues of contestation”, ό.π..
[ix] Βλέπε ιδιαίτερα G. Armstrong, Football hooligans, ό.π., σσ. 85-104, 310-312, E. Dunning, “Soccer hooliganism as a world social problem”, ό.π., σσ. 133, 135-137, 144-145, E. Dunning, P. Murphy & I. Waddington, “Towards a sociological understanding of football hooliganism as a world phenomenon”, ό.π., σσ. 4-7, Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, “Spectator violence at football matches”, ό.π., σσ. 262-265, Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism, ό.π., σσ. 8-11, 132-156, Ι. Taylor, “Class, violence and sport”, ό.π., σσ. 49-55, Ι. Taylor, “On the sports violence question”, ό.π., σσ. 160-165.
[x] S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π..
[xi] Βλέπε επίσης P. Murphy, E. Dunning & J. Williams, “Soccer crowd disorder and the press”, ό.π., σσ. 663-668, όπου εξετάζεται ο ενισχυτικός (amplifying) ρόλος του αγγλικού τύπου στην περίοδο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 50. Στην ίδια μελέτη υποστηρίζεται ότι την περίοδο του μεσοπολέμου και της δεκαετίας που ακολούθησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ο ρόλος του τύπου ήταν από-ενισχυτικός (de-amplifying). Βλέπε επίσης R. Giulianotti & G. Armstrong, “Ungentlemanly conduct”, ό.π., σσ. 21-24, 26.
[xii] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π..
[xiii] Ως προς το ζήτημα των υποπολιτισμών, βλέπε την κλασσική ανάλυση των J. Clarke, S. Hall, T. Jefferson & B. Roberts, “Subcultures, cultures and class”, στο S. Hall & T. Jefferson, Resistance through rituals, Routledge, London, 1976, και ως προς τη σημασία του στην περίπτωση του χουλιγκανισμού βλέπε Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism, ό.π., σσ. 157-183, I. Taylor, “Class, violence and sport”, ό.π., σσ. 55-60, I. Taylor, “On the sports violence question”, ό.π., σσ. 166-168.
[xiv] J. Hargreaves, Sport, power and culture: A social and historical analysis of popular sports in Britain, Polity, Cambridge, 1986, σσ. 147-149.
[xv] E. Poulton, “English media representation of football-related disorder”, ό.π..
[xvi] Η Poulton υποστηρίζει κατά δεύτερο λόγο την επικαιρότητα των αναλύσεων των Whannel (“Football, crowd behavior and the press”, ό.π.), και Murphy, Dunning & Williams (“Soccer crowd disorder and the press”, ό.π.). Ως προς την περίπτωση της μεταστροφής της στάσης του αγγλικού τύπου έναντι των οπαδών κατά το Παγκόσμιο Κυπέλλο του 2002, βλέπε T. Crabbe, “The public gets what the public wants”, ό.π., σσ. 419-422 και E. Poulton “New fans, new flag, new England?”, ό.π..
[xvii] S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π., σσ. 34-36.
[xviii] Βλέπε επίσης S. Hall, C. Critcher, T. Jefferson, J. Clarke & B. Roberts, Policing the crisis: Mugging, the state and law and order, Macmillan, London, 1978. Οι Dunning, Murphy & Williams (“Spectator violence at football matches”, ό.π., σσ. 251-252) εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς την ανάλυση του Hall (“The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π.), η θεώρηση τους ωστόσο ότι είναι περισσότερο κατάλληλη ως ερμηνεία της ανάπτυξης δημόσιας ανησυχίας σχετικά με τον χουλιγκανισμό, παρά ως ερμηνεία του χουλιγκανισμού αυτού καθ’ εαυτού, συνιστά έμμεση αναγνώριση της σημασίας της. Κριτική προβάλλεται επίσης από τον Armstrong (Football hooligans, ό.π., σσ. 310-312, βλέπε επίσης G. Armstrong & R. Harris “Football hooligans”, ό.π., σσ. 428-429, 448-449) στην προσέγγιση των Hall et al. (Policing the crisis, ό.π.), η οποία ωστόσο αφορά την εκδοχή της κατά τον ίδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Hall et al. εμφανίζονται κατά εξόφθαλμα ανακριβή τρόπο να πρεσβεύουν την άποψη ότι υφίσταται «συνομωσία» μεταξύ αστυνομίας, μέσων μαζικής επικοινωνίας, κυβέρνησης και καπιταλισμού (G. Armstrong, Football hooligans, ό.π., σ. 311). Για μια εκτενέστερη και περισσότερο θετική επισκόπηση της προσέγγισης του Hall, βλέπε I. Taylor “Class, violence and sport”, ό.π., σσ. 75-86, “On the sports violence question”, ό.π., σσ. 180-188.
[xix] J. Hargreaves, Sport, power and culture, ό.π., σσ. 147-149.
[xx] Βλέπε επίσης B. Yarar, “Hegemonic struggle, the state and popular culture: The case of football in Turkey”, στο European Journal of Cultural Studies, 8(2), σ. 210, όπου υποστηρίζεται ότι στο πλαίσιο των στρατηγικών πειθάρχησης των οπαδών στη Τουρκία τη δεκαετία του 1980, ο τύπος προέβει στο στιγματισμό εκείνων που συνδέονται με τη βία ως «αναρχικών» και επισημαίνεται ότι πρόκειται για όρο που είχε χρησιμοποιηθεί από στρατιωτικούς και βουλευτές ως μορφή στιγματισμού νέων που συμμετείχαν σε πολιτικά κινήματα.
[xxi] S. Cohen, Folk Devils and Moral Panics: The Creation of the Mods and Rockers, Third edition, Martin Robertson, Oxford, 1972/2002, C. Critcher, Moral Panics and the Media, Open University Press, Maidenhead, 2003, C. Critcher (επιμ.), Critical Readings: Moral Panics and the Media, Open University Press, Maidenhead, 2006, D. Garland, “On the concept of the moral panic”, στο Crime, Media, Society, 4(1), 2008, P. Golding & S. Middleton, Images of Welfare, Martin Robertson, Oxford, 1982, S. Hall et al., Policing the crisis, ό.π., J. Young, Jock (1971) The Drug Takers: Τhe Social Meaning of Drug Use, Paladin, London, 1971, J. Young, “The myth of drug takers in the mass media”, στο S. Cohen & J. Young (επιμ.), The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, Constable, London, 1981.
[xxii] Glasgow University Media Group, Bad news, Routledge & Keegan Paul, London, 1976, T. Gitlin, The whole world is watching: Mass media in the making and unmaking of the New Left, University of California Press Berkeley, 1980, R. A. Hackett & Y. Zhao (1994) “Challenging a master narrative: Peace protest and opinion/editorial discourse in the US press during the Gulf War”, Discourse and Society, 54(4), 1994, S. Hall, “Deviance, politics and the media”, στο P. Rock & M. McIntosh (επιμ.), Deviance and social control, London: Tavistock, 1973, J. D. Halloran, P. Elliott & G. Murdock, Demonstrations and communication: A case study, Penguin, Harmondsworth, 1970, D. Morley, “Industrial conflict and the media”, στο S. Cohen & J. Young (επιμ.), The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, Constable, London, 1981, G. Murdock, “Political deviance: The press presentation of a militant mass demonstration”, στο S. Cohen & J. Young (επιμ.), The Manufacture of news: Social problems, deviance and the mass media, Constable, London, 1981, G. Murdock, “Reporting the riots: Images and impact”, στο J. Benyon (επιμ.), Scarman and after: Essays reflecting on Lord Scarman's report, the riots and their aftermath, Pergamon, Oxford, 1984, C. Murray, K. Parry, P. Robinson & P. Goddard, “Reporting dissent in wartime: British press, the anti-war movement and the 2003 Iraq war, European Journal of Communication, 23(1), 2008. Ως προς τις μελέτες των ηθικών πανικών και των αναπαραστάσεων απεργιών και πολιτικών κινητοποιήσεων, βλέπε επίσης σχετική επισκόπηση στο A. Νικολαΐδης, “Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995”, στο A. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες φυλακής, Πατάκης, Αθήνα, σσ. 268-273.
[xxiii] S. Hall et al., Policing the crisis, ό.π., σσ. 57-66. Ως προς κριτικές αυτής τη θέσης, βλέπε ιδιαίτερα A. Anderson, “Source-Media Relations: the Production of the Environmental Agenda”, στο A. Hansen (επιμ.), The Mass Media and Environmental Issues, Leicester University Press, Leicester, 1993, D. Miller, “Official sources and ‘primary definition’: the case of Northern Ireland”, στο Media, Culture and Society, 15 (3), 1993, P. Schlesinger, “Rethinking the sociology of journalism: Source strategies and the limits of media-centrism”, στο M. Ferguson (επιμ.), Public communication: the new imperatives, Future directions for media research, Sage, London, 1990, και το ευρύτερο αναλυτικό πλαίσιο στο P. Manning, News and News Sources: A Critical Introduction, Sage, London, 2000.
[xxiv] S. Hall, “The treatment of ‘football hooliganism’ in the press”, ό.π., σ. 16.
[xxv] Βλέπε επίσης E. Poulton, “English media representation of football-related disorder”, ό.π., σ. 31.
[xxvi] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σ. 332.
[xxvii] Βλέπε επίσης J. Hargreaves, Sport, power and culture, ό.π., σ. 148.
[xxviii] Βλέπε ιδιαίτερα S. Hall, “Deviance, politics and the media”, ό.π., D. Morley, “Industrial conflict and the media”, ό.π..
[xxix] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’: Nationalism and the hegemony of homogeneity in the British press reportage of Germany versus England during Euro 2000”, στο Discourse and Society, 14(3), 2003, σσ. 262, 266, J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., σ. 59, S. Inthorn, “The death of the Hun? National identity and German press coverage of the 1998 football World Cup”, στο European Journal of Cultural Studies, 5(1), 2002, σσ. 54-55, I. Taylor, “Soccer consciousness and soccer hooliganism”, ό.π., σ. 163, G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σ. 332.
[xxx] Για τις διαδικασίες αυτής της μετατροπής και τη σημασία τους για την ανάλυση του χουλιγκανισμού, βλέπε J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., I. Taylor, “Football mad”, ό.π., I. Taylor, “Soccer consciousness and soccer hooliganism”, ό.π., I. Taylor, “Class, violence and sport” ό.π., I. Taylor, “On the sports violence question”, ό.π..
[xxxi] J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., σσ. 55-57.
[xxxii] J. Clarke, “Football and working class fans”, ό.π., σ. 58.
[xxxiii] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σσ. 338-340.
[xxxiv] Στο πλαίσιο ανάλυσης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και του ποδοσφαίρου στη Τουρκία τη δεκαετία του 1980, η Yarar (“Hegemonic struggle, the state and popular culture”, ό.π., σ. 210) αναφέρεται επίσης στη σύνδεση μεταξύ της επιδίωξης απομάκρυνσης των «επικίνδυνων» οπαδών και της μετατροπής του ποδοσφαίρου σε ψυχαγωγική δραστηριότητα των μεσαίων τάξεων.
[xxxv] G. Whannell, “Football, crowd behavior and the press”, ό.π., σσ. 340-342.
[xxxvi] Βλέπε τις παραδειγματικές μελέτες των S. Hall, “Deviance, politics and the media”, ό.π., και G. Murdock, “Political deviance”, ό.π., και σχετική ανάλυση στο A. Νικολαΐδης, “Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή”, ό.π., σσ. 269-270.
[xxxvii] Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, “Spectator violence at football matches”, ό.π., σσ. 263-264, Ε. Dunning, P. Murphy & J. Williams, The roots of football hooliganism, ό.π.. σσ. 141, 148-151, 155, P. Murphy, E. Dunning & J. Williams, “Soccer crowd disorder and the press”, ό.π., σσ. 664-667.
[xxxviii] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 257-266, S. Inthorn, “The death of the Hun?”, ό.π., σσ. 54-57, E. Poulton, “English media representation of football-related disorder”, ό.π., σσ. 33-37, M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000”, ό.π., σσ. 412-415. Οι μελέτες των Bishop & Jaworsky και Inthorn έχουν ως κύριο αντικείμενο τις αναπαραστάσεις του έθνους και της εθνικής ταυτότητας στα πλαίσια της κάλυψης ποδοσφαιρικών αγώνων εθνικών ομάδων. Για το ίδιο ζήτημα βλέπε επίσης P. Alabarces, A. Tomlinson & C. Young, “Argentina versus England at the France ’98 World Cup: Narratives of nation and the mythologizing of the popular”, στο Media, Culture & Society, 23(5), 2001, R. Boyle & C. Monteiro, “ ‘A small country with a big ambition’: Representations of Portugal and England in Euro 2004 British and Portuguese newspaper coverage”, στο European Journal of Communication, 20(2), 2005, J. Garland, (2004) “The same old story? Englishness, the tabloid press and the 2002 Football World Cup”, στο Leisure Studies, 23(1), 2004, J. Garland & M. Rowe, “War minus the shooting? Jingoism, the English press and Euro 96”, στο Journal of Sport & Social Issues, 23(1), 1999, J. Maguire, E. Poulton & C. Possamai, “The war of the words? Identity politics in Anglo-German press coverage of Euro 96”, στο European Journal of Communication, 14(1), 1999, E. Poulton, “New fans, new flag, new England?”, ό.π., E. Poulton, “Mediated patriot games: The construction and representation of national identities in the British television production of Euro ’96”, στο International Review for the Sociology of Sport, 39(4), 2004, A. Tudor, “Them and us: Story and stereotype in TV World Cup coverage”, στο European Journal of Communication, 7(3), 1992, S. Wagg, “Playing the past: The media and the England football team”, στο J. Williams & S. Wagg (επιμ.), British football and social change: Getting into Europe, Leicester University Press, Leicester, 1991. Ως προς την ευρύτερη σημασία του αθλητισμού στη συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας, βλέπε J. Hargreaves, Sport, power and culture, ό.π., σσ. 154-160, 216, 219-220. Για την ελληνική περίπτωση, βλέπε R. Tzanelli, “ ‘Impossible is a fact’: Greek nationalism and international recognition in Euro 2004”, στο Media, Culture and Society, 28(4), 2006, Γ. Γκολφινόπουλος, “Έλληνας ποτέ…”: Αλβανοί και ελληνικός τύπος τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 2004, Ισνάφι, Ιωάννινα, 2007.
[xxxix] Βλέπε H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 257-261. Στην περίπτωση της Poulton (“English media representation of football-related disorder”, ό.π., σσ. 35-37), το εν λόγω ζήτημα προσεγγίζεται ως περίπτωση ηθικού πανικού. Βλέπε επίσης Τ. Crabbe, “The public gets what the public wants”, ό.π., σσ. 416-417 και M. Weed, “Ing-ger-land at Euro 2000”, ό.π..
[xl] Β. Anderson, Imagined communities: Reflections on the origin and spread of nationalism, Verso, London, 1983, Μ. Billig, Banal nationalism, Sage, London, 1995. Ως προς το πεδίο μελέτης του έθνους και του εθνικισμού, η ανάλυση των αναπαραστάσεων του χουλιγκανισμού στον ελληνικό τύπο αναφέρεται επίσης στους E. Gellner, Nations and nationalism, Blackwell, Oxford, 1983, E. J. Hobsbawm, “Ιntroduction: Inventing traditions”, στο E. J. Hobsbawm & T. O. Ranger (επιμ.) The invention of tradition, Cambridge University Press, Cambridge, 1983, E. J. Hobsbawm, “Mass producing traditions: Europe, 1870-1914”, στο E. J. Hobsbawm & T. O. Ranger (επιμ.) The invention of tradition, Cambridge University Press, Cambridge, 1983, E. J. Hobsbawm, Nations and nationalism since 1780: Programme, myth, reality, Second edition, Cambridge University Press, Cambridge, 1990.
[xli] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 250-257.
[xlii] H. Bishop & Α. Jaworsky, “ ‘We beat ’em’ ”, ό.π., σσ. 261-267.