Συνεχίζοντας στο κλίμα της προηγούμενης ανάρτησης[Από την έδρα στο εδώλιο], αντιγράφω ένα απόσπασμα από το άρθρο του Τηλέμαχου Σεράση, Η χαμένη τιμή της εγκληματολογίας [στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή-επιμέλεια) 1999, Εικόνες Εγκλήματος, Πλέθρον]
[Ό]πως έδειξε ο Garland (1985c), η εγκληματολογία είναι, ήδη από τη γέννησή της, σύμφυτη με την αντεγκληματική πολιτική[1]. Αυτός άλλωστε είναι και ο "ευγενής στόχος" της: η εξάλειψη της εγκληματικότητας. Ελάχιστοι εγκληματολόγοι - παρά τις κατά καιρούς επικλήσεις της "επιστημονικής καθαρότητας" του κλάδου - τρέφουν ψευδαισθήσεις περί αυτού[2]. Το σύνολο της θετικιστικής παραγωγής (θεωρητικής και ερευνητικής) είτε στόχευε στη διαμόρφωση κάποιας πολιτικής είτε ήταν αποτέλεσμα της εμπλοκής εγκληματολόγων σε τέτοια προγράμματα. Το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της σχέσης είναι ότι οι εγκληματολόγοι αφ' ενός τείνουν να ασχολούνται με ζητήματα τα οποία θα μπορούσαν να έχουν κάποια (άμεση ή έμμεση) εφαρμογή και αφ' ετέρου κατευθύνονται από τους επίσημους φορείς αντεγκληματικής πολιτικής (το κράτος) στη μελέτη θεμάτων που ενδιαφέρουν τους ίδιους. Διαμορφώνεται, έτσι, μία κυρίαρχη (ιδεολογικά και επιστημολογικά) εγκληματολογία στο πλαίσιο της οποίας κινούνται πανεπιστημιακοί, ερευνητές και νέοι επιστήμονες, χωρίς πολλά περιθώρια αμφισβήτησής της. Σε ένα τέτοιο ασφυκτικό πλαίσιο - παρά το βαθμό ευελιξίας που αυτό διαθέτει - "παρεκκλίνουσες" επιστημονικές απόψεις, οι οποίες είτε θέτουν νέα ζητήματα είτε αμφισβητούν το ίδιο το σύστημα, ενσωματώνονται ή εξοστρακίζονται. Στη διαδικασία αυτή σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα πανεπιστήμια τα οποία εκπαιδεύουν τους νέους επιστήμονες με βάση αυτές τις αρχές και τα οποία φροντίζουν, μέσω και της συνεργασίας τους με το κράτος, να εξασφαλίζουν πεδίο δράσης και ακροατήριο[3]. Η Σχολή Εγκληματολογίας του Πανεπιστημίου του Berkeley και η προσωπική περιπέτεια του Anthony Platt αποτελούν δυσάρεστο παράδειγμα (Geis, 1995): Η Σχολή ιδρύθηκε επίσημα το 1950, αλλά προϋπήρχε ήδη από το 1916 όταν ο August Vollmer (αρχηγός της αστυνομίας του Berkeley) και ο Alexander Kidd (καθηγητής νομικής) ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα για εκπαίδευση προσωπικού για το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Πρώτος κοσμήτορας υπήρξε ο Orlando Wilson, πρώην διοικητής της αστυνομίας και καθηγητής διοίκησης της αστυνομίας. το 1960 παραιτήθηκε για να γίνει αστυνομικός διευθυντής στο Σικάγο. Το 1961 τον διαδέχθηκε ο Joseph Lohman, ο οποίος, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές του Πανεπιστημίου του Berkeley, διεύρυνε το πρόγραμμα, προσθέτοντας στα διδασκόμενα αντικείμενα (τα οποία ήσαν κατά βάση τεχνικά στο χώρο της εφαρμογής του νόμου) μια διάσταση κοινωνικών επιστημών. Επιπροσθέτως κατάφερε να προσελκύσει σημαντική χρηματοδότηση τόσο για έρευνα όσο και για μεταπτυχιακές σπουδές στη Σχολή. Ο θάνατός του (1968) συνέπεσε με μια γενικότερη κρίση τόσο στο Πανεπιστήμιο όσο και σε ολόκληρη τη χώρα. Στα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι τη διάλυσή της (1976), η Σχολή εξελίχθηκε σε χώρο συνάντησης προοδευτικών εγκληματολόγων από τις Η.Π.Α., τον Καναδά, αλλά και πολλές χώρες της Ευρώπης. Στο διδακτικό προσωπικό της περιλαμβάνονταν γνωστά ονόματα, όπως οι Sheldon Messinger, Paul Takagi, Jerome Skolnick, Anthony Platt, Barry Krisberg, Herman Schwendinger, ενώ πολλοί από τους προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές της εξελίχθηκαν σε εξέχουσες μορφές της ριζοσπαστικής εγκληματολογίας. Η Σχολή διέκοψε τις (παραδοσιακές) επαφές με την τοπική αστυνομία και τη δικαιοσύνη και στράφηκε προς μία ριζοσπαστική ανάλυση του κοινωνικού και ποινικού συστήματος. Οι μαρξιστικές αναλύσεις κυριαρχούσαν στις παραδόσεις και συζητήσεις, ενώ παράλληλα διδάσκοντες και φοιτητές συμμετείχαν στην κοινωνική και πολιτική δράση της περιόδου. Όλα αυτά έρχονταν σε απόλυτη αντίθεση με την κρατούσα ιδεολογία τόσο στην αμερικανική κοινωνία όσο και στο πανεπιστήμιο με αποτέλεσμα το κλείσιμο της σχολής, σε μια πρωτοφανή επίδειξη ακαδημαϊκού αυταρχισμού. Όσοι από τους διδάσκοντες δεν είχαν μονιμότητα αποπέμφθηκαν και είτε βρήκαν καταφύγιο σε ήσσονος σπουδαιότητας πανεπιστήμια και κολέγια είτε δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν θέση αλλού. Αυτή ήταν η τύχη και του Anthony Platt, του οποίου η μονιμότητα απορρίφθηκε δύο φορές λόγω της πολιτικής του δράσης, αν και ήταν κατά γενική ομολογία ένας από τους λαμπρότερους επιστήμονες του Berkeley. Την πρώτη φορά, παρά το ότι όλες οι εισηγήσεις ήσαν θετικές, η απόρριψη βασίστηκε στη σύλληψη του Platt σε μία διαδήλωση (το 1969). Η κατηγορία ήταν ο βανδαλισμός ενός αυτοκινήτου (είχαν σκάσει τα ελαστικά του), το οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν το δικό του! Η δεύτερη κατηγορία - αντίσταση κατά της αρχής - κατέληξε σε αποζημίωσή του για κακοποίηση από την αστυνομία, απόταξη των υπευθύνων αστυνομικών και δημόσια συγγνώμη από τον αρχηγό της αστυνομίας του Πανεπιστημίου του Berkeley. Αυτή η έκβαση της υπόθεσης, εν τούτοις, ουδόλως επηρέασε την απόφαση της επιτροπής η οποία δεν μπορούσε να ανεχθεί τη σύλληψη ενός μέλους της πανεπιστημιακής κοινότητας[4]. Τρία χρόνια αργότερα, ο πρύτανης ήταν πιο ειλικρινής στην απορριπτική του έκθεση: δεν θα τον πείραζε η αντίστοιχη δράση εκ μέρους ενός καθηγητή μαθηματικών ή φυσικής, ή ακόμη και ψυχολογίας, αλλά τη θεωρούσε απρεπή για έναν καθηγητή εγκληματολογίας[5]! Προφανώς ο Platt δεν είχε προσέξει την προειδοποίηση του Dennis Chapman (1968: 22-23) σε σχέση με το ρόλο των κοινωνικών επιστημών: "Οι κοινωνικές επιστήμες αποτελούν μέρος του συμβολικού συστήματος με βάση το οποίο οι κοινωνίες προσαρμόζονται και υπόκεινται σε έλεγχο… Οι κοινωνικές επιστήμες αποδέχονται το στερεότυπο του εγκληματία ως δεδομένο, διότι η αμφισβήτησή του θα επέφερε βαριές κυρώσεις. Οι κυρώσεις είναι: απομόνωση από το κύριο ρεύμα επαγγελματικής δραστηριότητας, άρνηση πόρων για έρευνα, άρνηση επίσημης υποστήριξης, με τις ανταμοιβές της, τόσο υλικές όσο και κύρους".
Μερικά χρόνια αργότερα ο Noam Chomsky, σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό που εκδίδει - με τους Gregory Shank, Paul Takagi και άλλους - ο Platt (Crime and Social Justice), εξηγούσε γιατί οι διανοούμενοι δεν τολμούν να αναμειχθούν στα πολιτικά ζητήματα: "Υπάρχει μεγάλο προσωπικό κόστος. Πρόκειται για μια πολύ πλούσια κοινωνία και ανταμείβει γενναία όσους συμμορφώνονται με τα προνομιούχα τμήματα. Απ' την άλλη, αν είσαι προδότης της τάξης σου - δεδομένου ότι το κράτος δεν επιστρατεύει βία κατά των προνομιούχων - ξέρεις ότι δεν θα καταλήξεις σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αλλά η ζωή δυσχεραίνεται με πολλούς άλλους τρόπους. Περιθωριοποιείσαι στο σχολείο, σπιλώνεσαι, παραγκωνίζεσαι, και επιβαρύνεται εξαιρετικά ο χρόνος και η ενέργειά σου" (Dieterich, 1985: 105).
[1] Όπως σημειώνουν και οι Taylor, Walton & Young (1973: 10), "Είναι σημαντικό να διαστείλουμε το θετικισμό όπως χρησιμοποιείται στην εγκληματολογία και το θετικισμό στην κοινωνιολογική και ψυχολογική θεωρία συνολικά, τουλάχιστον επειδή ο εγκληματολογικός θετικισμός είναι εμφανώς πλαισιωμένος με μία αντίληψη άμεσης πρακτικής εφαρμογής". [2] Το 1990 η πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρίας Εγκληματολογίας, Joan Petersilia, διευθύντρια του Προγράμματος Ποινικής Δικαιοσύνης του RAND Corporation, στην κεντρική ομιλία της στο ετήσιο συνέδριο εκφράζει την ανησυχία της για την κάποια χαλάρωση της σχέσης αυτής: "Μέρος της δεδηλωμένης αποστολής μας είναι να αποτελούμε ένα φόρουμ για την ανταλλαγή πρακτικών πληροφοριών μεταξύ των ερευνητών και του πεδίου - εκείνων που σχεδιάζουν τις πολιτικές και εκείνων που τις εφαρμόζουν. Κάτι τέτοιο φαίνεται ιδιαίτερα επιτακτικό σε μια εποχή που το έγκλημα αποτελεί σημαντικό μέλημα για το κοινό και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης βρίσκεται κυριολεκτικά σε κρίση. Παλιά η σύνδεση μεταξύ της έρευνας και του συστήματος ήταν ουσιαστικά ενσωματωμένη στο διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές. Αλλά από τότε που οι επιστήμονες αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό του ανθρώπους της πράξης στην αίθουσα διδασκαλίας και στην έρευνα, ο δεσμός εξασθένισε και, μαζί με αυτόν, και εκείνη η μορφή άμεσης επίδρασης". (Petersilia, 1991: 3-4). [3] Για τη διαδικασία "ομοιομορφοποίησης" των εγκληματολόγων και το ρόλο της εκπαίδευσης βλ. Christie (1997). Το ρόλο των πανεπιστημίων στη νομιμοποίηση του κράτους έχει αναλύσει και ο Miliband (1969: 318): "Παντού σήμερα το κράτος παίζει σημαντικό, ακόμα και αποφασιστικό, ρόλο ως προς τον καθορισμό του τρόπου με οποίον τα πανεπιστήμια, τόσο στον τομέα της διδασκαλίας όσο και στον τομέα της έρευνας, πρέπει να παίξουν το δικό τους ρόλο «στην υπηρεσία της κοινότητας»… Με άλλα λόγια, αυτό που υπηρετούν, για να χρησιμοποιήσουμε κυριολεκτικά τον όρο, είναι ένας αλλότριος σκοπός, ο σκοπός του κράτους. Και δεν τον υπηρετούν απλώς. με αυτόν τον τρόπο ταυτίζονται με το κράτος και αποδέχονται τη νομιμότητά του." και παρακάτω (331): "Το ζήτημα του ρόλου των πανεπιστημίων στη διαδικασία νομιμοποίησης συνδέεται από πολλές απόψεις με το γενικότερο ζήτημα του ρόλου των διανοουμένων (οι οποίοι ενδέχεται, φυσικά, να μην είναι πανεπιστημιακοί, όπως και όλοι οι πανεπιστημιακοί δεν είναι διανοούμενοι) στη διαμόρφωση, ως κάτι το διαφορετικό από τη μετάδοση, των ιδεών και των αξιών." [4] Η πρακτική αυτή δεν ήταν καινοφανής: Το 1918 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο William J. Thomas, μία από τις γνωστότερες μορφές της αμερικανικής κοινωνιολογίας, απολύθηκε μετά τη σύλληψή του από το F.B.I., παρ' ότι οι κατηγορίες καταρρίφθηκαν. Ο ίδιος ο Thomas ήταν ένας αντισυμβατικός διανοούμενος, με κοινωνική και πολιτική δράση και προχωρημένες απόψεις που έρχονταν σε σύγκρουση με τις κατεστημένες αντιλήψεις της εποχής του, ενώ και η σύζυγός του ήταν αναμεμιγμένη σε ειρηνιστικές δραστηριότητες. Βλ. σχετικά Coser (1977: 534-535). [5] Αναφέρεται από τον Geis (1995: 285). Ο Miliband (1969: 327), σχολιάζει αυτόν τον ιδεολογικό έλεγχο: "Η τραγωδία των αμερικανικών πανεπιστημίων την εποχή του μακαρθισμού - αλλά και στη συνέχεια - δεν είναι μόνο ότι τα περισσότερα διατάχθηκαν να μην προσλαμβάνουν κομμουνιστές και άλλα «ανατρεπτικά στοιχεία». η μεγαλύτερη ίσως τραγωδία τους είναι ότι δεν είχαν καμία σχεδόν δυσκολία να αποδεχθούν αυτά τα κριτήρια «εθνικής αφοσίωσης». και ότι όσα πανεπιστήμια δεν υπέστησαν τέτοιου είδους περιορισμούς, χρησιμοποίησαν την αυτονομία και την ελευθερία τους ως προς το θέμα του διορισμού καθηγητών με παρόμοιο τρόπο, για να αποκλείσουν, δηλαδή, αυτούς τους ανθρώπους ή να απαλλαγούν από αυτούς αν είχαν ποτέ διορισθεί."
..και του κύκλου τα γυρίσματα
Δίωξη του καθηγητή Κοινωνιολογίας William I. Robinson του Πανεπιστημίου της California στη Santa Barbara, επειδή τοποθετήθηκε δημόσια εναντίον των Ισραηλινών επιθέσεων στην Γάζα.
Παραθέσω το link για όσους θέλουν να υπογράψουν την έκκληση. Το πλήρες κείμενο της Committee to Defend Academic Freedom at UC Santa Barbara υπάρχει στα σχόλια αυτής της ανάρτησης.
http://www.petitiononline.com/cdafsb/petition.html
Dear colleagues
ΑπάντησηΔιαγραφήUCSB has become the latest front in the war against Academic Freedom.Professor William I. Robinson, a Sociology and Global Studies professor at the University of California, Santa Barbara, has beenattacked by the Anti-Defamation League and two of his former students. In January of this year, he forwarded an email condemning the Israeliattacks on Gaza. The email contained an editorial by a Jewish journalist condemning Israel's actions in Gaza as well as juxtaposed images of Nazi atrocities with congruent images of Israeli atrocities against Palestinians. The email was an optional read for students, intended to spark conversation by relating contemporary events to conceptual ideas discussed in class.
One week later, the ADL wrote him a letter charging him with anti-Semitism and sundry violations of the Faculty Code of Conduct (none of which were coherent claims). Another week passed, and the Academic Senate Charges Officer then notified him that two of thestudents in the class to which he circulated the email had filedcomplaints against him.
The complaints are that 1) critique of Israel is evidence of anti-Semitism and 2) the Israeli-Palestinian issue should not bediscussed in a class on Globalization.
This case has already escalated way too far. Throughout the process, the Charges Officer violated several elements of the charges procedure, shirked his responsibilities, and ultimately acted as aco-complainant by fabricating charges that were not raised by thestudents. The charges have reached the Committee on Committees, which is now in the process of convening an ad hoc Charges Committee to assess the complaints against Professor Robinson.
Based on patently absurd and malicious claims, the charges should havebeen dismissed out of hand from the beginning. Further consideration of the charges by the Academic Senate serves only to sanction politically-motivated attacks on academic freedom. The longer this case is pursued, the worse its chilling effect; it will spread fear among those who wish to present controversial and critical subjects. Even though the original complaint is regarding Israel/Palestine, therights at stake extend beyond this specific topic. Academic freedom is a right that enables scholars to express diverse perspectives overcontentious topics, free from the intimidation of political repression campaigns. If the case against Professor Robinson continues to go forward, it will lead down a slippery slope that may expose academics to repression tactics for addressing controversial issues such as stemcell research, evolution, feminism, LGBT rights, etc. It is incumbent upon members of the UCSB campus and the broader academy to roundly oppose this silencing campaign.This is an obvious attack on Professor Robinson's academic freedom, one that ominously recalls similar campaigns against other critics of Israel across the nation. This is part of a broader campaign to automatically vilify and attack any and all critiques of Israel's policies and practices through unfounded use of the term"anti-Semitic." A critique of the Israeli state, its policies, and theleaders responsible is not and should not be considered an affront to Jewish people as a collective, the Jewish religion, or Jewish heritage. In fact, conflating the state of Israel with the Jewish people essentializes the assorted political opinions of a diverse religious group by reducing them to the set of policies espoused by the prevailing regime.
We need your help!
Thank you for your time,
Committee to Defend Academic Freedom at UC Santa Barbara