"Εξορκισμό χρησιμοποίησε μια εκκλησία του Κονέκτικατ για να «σώσει» ένα 16χρονο από την ομοφυλοφιλία. Δημόσια κατακραυγή και διαμαρτυρίες έχει προκαλέσει στις ΗΠΑ βίντεο με τη σκηνή του εξορκισμού που ανέβασε στο διαδίκτυο η ίδια η εκκλησία. Το βίντεο δείχνει τον έφηβο να πέφτει κάτω και να συγκλονίζεται από σπασμούς, ενώ πλήθος κληρικών τον περιβάλλει φωνάζοντας «ομοφυλόφιλε δαίμονα, σε προστάζουμε να εξέλθεις τώρα αμέσως! Άφησέ τον, Σατανά!». Ο νεαρός ντυνόταν γυναικεία και είχε ζητήσει ο ίδιος άλλες τρεις φορές εξορκισμό για να αλλάξει σεξουαλικές προτιμήσεις. Αν και ο ανήλικος δείχνει φανερά καταπονημένος στο βίντεο, η υπεύθυνη της τελετής Πατρίσια Μακίνι διέψευσε ότι το παιδί έπεσε θύμα κακοποίησης. Η κ. Μακίνι έχει στο παρελθόν κατηγορηθεί ότι απειλούσε με εξορκισμό τουλάχιστον πέντε μέλη οργάνωσης ομοφυλοφίλων"
[http://www.tvxs.gr/v15164]
"Λένε πως στις αρχές ακόμα του 17ου αιώνα επικρατούσε μια κάποια ειλικρίνεια. Στις κοινωνικές σχέσεις δεν παίζανε το κρυφτούλι. Οι λέξεις ξεστομίζονταν χωρίς υπερβολικούς δισταγμούς και τα πράγματα λέγονταν χωρίς πολλά φτιασίδια. Με το αθέμιτο υπήρχε μια ανεκτική οικειότητα [….] Τούτη την ολόφωτη μέρα την ακολούθησε ένα σύντομο σούρουπο για να καταλήξει στις μονότονες νύχτες της βικτοριανής μπουρουαζίας. Και τότε η σεξουαλικότητα εγκλωβίζεται με περισσή φροντίδα. Μετακομίζει. Την κατάσχει η συζυγική ζευγαρωτή οικογένεια. Και την απορροφάει ολοκληρωτικά στη σοβαρότητα της γεννητικής λειτουργίας. Γύρω από το σεξ όλοι σωπαίνουν. Το ζευγάρι, νόμιμο και παιδοποιητικό, κόβει και ράβει. Επιβάλλεται ως πρότυπο, επιβάλλει τον κανόνα, κατέχει την αλήθεια, κρατάει το δικαίωμα του λόγου φυλάγοντας για τον εαυτό του την αρχή του απόρρητου. Στον κοινωνικό χώρο, καθώς και μέσα στο κάθε σπίτι, ένας και μόνον τόπος αναγνωρίζεται για τη σεξουαλικότητα, τόπος όμως ωφέλιμος και γόνιμος: το δωμάτιο των γονιών. Όλα τα’ άλλα πρέπει πια να σβήσουν. Η ευπρέπεια στους τρόπους αποφεύγει τα κορμιά, η κοσμιότητα στις λέξεις αθωώνει τους διαλογισμούς. Κι ο άγονος, αν επιμένει κι αν κοκορεύεται, κυλάει προς το ανώμαλο: θα του κολλήσει ο ανάλογος χαρακτηρισμός και θα υποστεί τις σχετικές κυρώσεις. ‘Ο, τι δεν ευθυγραμμίζεται με την αναπαραγωγή ή δεν μεταμορφώνεται απ’ αυτή, δεν έχει πια πού να καταφύγει. Δεν έχει ούτε φωνή. Είναι κυνηγημένο, απαρνημένο και συνάμα καταδικασμένο στη σιωπή. Όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά ούτε και πρέπει να υπάρχει και θα το εξαφανίσουν στην παραμικρή εκδήλωσή του με πράξεις ή με λόγια [Μ. Φουκώ, 1982: 11-12 Ιστορία της σεξουαλικότητας. Η δίψα της γνώσης, Αθήνα: Ράππας]
Κάθε φορά που η ύλη του μαθήματος έφτανε στο θέμα της κοινωνικής κατασκευής της ομοφυλοφιλίας και στα συστήματα κοινωνικού ελέγχου που την όριζαν ως αμάρτημα, ως έγκλημα, ως παθολογική κατάσταση..., μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι τα παιδιά αγοούσαν παντελώς ότι η ιστορία της ομοφυλοφιλίας περιλαμβάνει και περιόδους στυγνής καταστολής, θρησκευτικής και λαϊκής. Πρόκειται μάλιστα για μια ιστορία 2.000 χρόνων, καθώς οι πρώτες θεσμοποιημένες απαγορεύσεις της ομοφυλοφιλίας είναι συνάρτηση της θεώρησης της ως αμαρτήματος με βάση τις ιουδαϊκές και χριστιανικές θρησκευτικές αντιλήψεις περί της σεξουαλικής συμπεριφοράς: η ομοφυλοφιλία θεωρήθηκε «αμάρτημα κατά της φύσης» και οι ομοφυλόφιλοι τιμωρούνταν από τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, οι θρησκευτικής προέλευσης καταδίκες της ομοφυλοφιλίας ασκούσαν σοβαρή επίδραση, με αποτέλεσμα το «αμάρτημα κατά της φύσης» να μετατραπεί σε «έγκλημα κατά της φύσης» και ως τέτοιο να περιληφθεί στις λαϊκές νομοθεσίες. Ωστόσο, για μια μεγάλη περίοδο η θεώρηση της ομοφυλοφιλίας ως αμαρτήματος και ως εγκλήματος συνυπήρχαν και οι ομοφυλόφιλοι τιμωρούνταν και από εκκλησιαστικά και από λαϊκά δικαστήρια. Ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος σιωπής όπου οι ομοφυλόφιλοι μοιάζανε σχεδόν ξεχασμένοι. Κατά τον 19ο αιώνα και καθώς συντελείται η μετάβαση από θεοκρατικές σε επιστημονικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αρχίζει να διαμορφώνεται μια βιολογική ερμηνεία της ομοφυλοφιλίας και εμφανίζεται και στη βιβλιογραφία ο όρος ομοφυλοφιλία ο οποίος αντικαθιστά τον όρο σοδομισμός. Ο όρος οφείλεται στον Ούγγρο γιατρό K.M. Μπένκερτ, από τους ηγέτες του πρώτου κινήματατος ομοφυλόφιλων που εμφανίστηκε στη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα και είχε έντονη παρουσία, μέχρι τον μεσοπόλεμο όπου η άνοδος του ναζισμού το εξαφάνισε. Στόχος αυτού του πρώτου κινήματος ήταν η απεγκληματοποίηση της ομοφυλοφιλίας και η προώθηση της ιατρικής της θεώρησης. Ο Μπένκερτ αναφέρει αυτόν τον όρο σ’ ένα κείμενό του με το οποίο απευθύνεται στον τότε Πρώσσο υπουργό της Δικαιοσύνης για να αντιταχθεί στην υιοθέτηση της ποινικής καταστολής για τις «πράξεις ενάντια στη φύση μεταξύ ανδρών», οι οποίες εντάχθηκαν ως έγκλημα στον διαμορφούμενο εκείνη την περίοδο ενιαίο ποινικό κώδικα των κρατών της τότε Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Οι ίδιοι οι ομοφυλόφιλοι, λοιπόν, υπήρξαν πρωτοπόροι ενός κινήματος ιατρικοποίησης της εμπειρίας τους [1]. Σταδιακά παγιώνεται αυτός ο ιατρικός χαρακτηρισμός καθώς η ομοφυλοφιλία αποτελεί πλέον αντικείμενο μελέτης σ’ ένα ιατρικό πλαίσιο. Καταχωρείται ως ασθένεια αποδιδόμενη αρχικά σ' έναν εκ γενετής κληρονομικό εκφυλισμό και οι ομοφυλόφιλοι - ως κατηγορία πλέον - θεωρούνται τα θλιβερά θύματα ενός λάθους της φύσης. Έτσι, μέσα από τον ιατρικό χαρακτηρισμό της, η ομοφυλοφιλία καθίσταται μια απ’ τις κατ’ εξοχήν ιατρικοποιημένες κατηγορίες "παρέκκλισης" και ταξινομείται μεταξύ των σεξουαλικών διαστροφών. Ο ομοφυλόφιλος, με άλλα λόγια, είναι ταυτόχρονα άρρωστος και ανήθικος, η ηθική νόσος συνυπάρχει μαζί με την κληρονομικότητα ή τον βιολογικό εκφυλισμό.
Η ιατρική διάγνωση είναι σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο προφανή στοιχεία: το ένα, σωματικό, των στιγμάτων της διαστροφής […] Το άλλο, ηθικό, μιας τάσης κληρονομικής σχεδόν, που ωθούσε στη διαφθορά και που κινδύνευε να μεταδοθεί και στα υγιή στοιχεία. Απέναντι σ’ αυτή την κατηγορία που τους συγκέντρωνε σε είδος, οι ομοφυλόφιλοι αμύνονταν, είτε με το να κρύβονται, είτε με το να εξομολογούνται [ Φ. Αριές, 1990, ‘Σκέψεις πάνω στην ομοφυλοφιλία’ στο ΔΙΑΒΆΖΩ, τ. 246, σελ. 29]
Είναι, λοιπόν, ιστορικά και πολιτισμικά προσδιορισμένη η εμφάνιση της ομοφυλοφιλίας ως ιδιαίτερης κατηγορίας σεξουαλικής παρέκκλισης και ως αντικειμένου ποινικών ρυθμίσεων: ο όρος ομοφυλοφιλία, που εμφανίζεται στις δυτικές κοινωνίες του 19ου αιώνα, παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη εννοιολόγηση της σεξουαλικότητας, σύμφωνα με την οποία οι άνδρες και οι γυναίκες ταξινομούνται και διαχωρίζονται ως προς την σεξουαλική τους συμπεριφορά σε «ομοφυλόφιλους» και «ετεροφυλόφιλους» με βάση την κατηγορία του σεξουαλικού προσανατολισμού ο οποίος συνδέεται με την επιλογή του φύλου του σεξουαλικού συντρόφου[2]
Η ιατρικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, ωστόσο, δεν εξαφάνισε τις περιόδους καταστολής για τις οποίες υπάρχουν σύγχρονα ιστορικά παραδείγματα με την μορφή της "τελικής λύσης", όπως είναι τα ροζ τρίγωνα και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στη ναζιστική Γερμανία ή ο εκτοπισμός των ομοφυλόφιλων μαζί με τους πολιτικούς αντιπάλους των καθεστώτων της φασιστικής Ιταλίας και της Σταλινικής Ρωσίας. Σ’ αυτές τις περιόδους εξοντώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ομοφυλόφιλοι.Όμως η εξόντωση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων ομοφυλόφιλων, μέσα στα γερμανικά και ρώσικα στρατόπεδα δεν παίρνει κι ούτε θα πάρει ποτέ τις διαστάσεις ενός ιστορικού σκανδάλου και τούτο είναι το πιο σημαντικό. Όσο για τον λόγο, είναι απλός: κανένας άλλος δεν ασχολείται με την ύπαρξη των ομοφυλόφιλων εκτός απ’ αυτούς τους ίδιους [….] Η διαφορά τους είναι πολύ «τεχνητή», ας είναι οριστική, για να δημιουργηθεί πρόβλημα σοβαρό με την εξαφάνισή τους. Δεν υπάρχουν παρά οι ίδιοι για να πιστέψουν στα προβλήματα της ταυτότητάς τους. Συχνά ειπώθηκε ότι η απέχθεια για τον εβραίο, περισσότερο δυνατή απ’ αυτή για τον άραβα ή τον μαύρο, θρέφτηκε από την ανεπαίσθητη διαφορά του με τον Άρειο. Σαν δηλαδή ο ρατσισμός να πολλαπλασιάζεται με συντελεστή τη μεγαλύτερη ομοιότητα του ομιλητή με το αντικείμενο του ρατσισμού του. Ανάλογα κι η αδυναμία μας να θεμελιώσουμε σταθερά την ομοφυλοφιλία στο οργανικό, είναι πιθανά η αιτία του σύγχρονου μίσους για τον ομοφυλόφιλο, που φαίνεται και βιώνεται σαν εκφυλισμένος «όμοιος» κι όχι ως γηγενής μιας άλλης φυλής [Γκυ Όκενγκεμ, 1983: 10-11]΄
Από την δεκαετία του 1950 και σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της δράσης οργανωμένης ομοφυλόφιλης κοινότητας, δημιουργήθηκαν σταδιακά οι προϋποθέσεις να βγει η ομοφυλόφιλη κοινότητα από το περιθώριο, να επεξεργαστεί μια διαφορετική, αποπαθολογικοποιημένη συλλογική ταυτότητα, να προβάλλει και να διεκδικήσει την αντιμετώπιση της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας ως μορφής σεξουαλικής έκφρασης και όχι ως προβλήματος μιας παθολογικής μειοψηφίας. Αυτό που υποδηλώνει και η χρήση όρων όπως gay και lesbian που αντικαθιστούν τους, ιατρικής προέλευσης, όρους ομοφυλόφιλος/η – τους όρους, δηλαδή, οι οποίοι, ιστορικά εμφανίστηκαν και λειτούργησαν σ’ ένα αμυντικό μάλλον παρά σ’ ένα διεκδικητικό πλαίσιο[3]. Οι νέοι όροι υποδεικνύουν συνειδητό ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό, τη σημαντική κατά συνέπεια αλλαγή που συντελείται στο επίπεδο των ορισμών και των ερμηνειών της ομόφυλης σεξουαλικότητας, κυρίως στο πλαίσιο της ίδιας της gay και lesbian κοινότητας.
Η ιστορία της ομοφυλοφιλίας, της οποίας το τελευταίο κεφάλαιο έμοιαζε να είναι η αποπαθολογικοποίηση και η αλλαγή της δημόσιας εικόνας της, δεν είναι γραμική και είναι απείρως πιο σύνθετη από ό, τι συνάγεται από αυτό το σημείωμα [4]. Το περιστατικό, όμως, που μού έδωσε την αφορμή να ανασύρω αυτές τις σημειώσεις, μοιάζει να συνοψίζει κατά κάποιο τρόπο αυτή την πορεία και τις εναλλαγές των συστημάτων κοινωνικού ελέγχου: θεοκρατικές θεωρήσεις και κατασταλτικές πρακτικές που οδήγησαν αυτό το παιδί στο μαρτύριο του εξορκισμού, υπονοούν την νομιμοποίησή τους κι από μια ιατρική θεώρηση που λειτουργεί ως μανδύας της ηθικής καταδίκης. Έτσι συνδυάζουν και τα τρία μοντέλα κοινωνικού ελέγχου, ενώ οι αντιδράσεις που προκάλεσε το γεγονός κρυφοκοιτάζουν ένα αβέβαιο και ασταθές σήμερα που θέτει συνεχώς υπό αμφισβήτηση το θεωρούμενο ως τελευταίο κεφάλαιο μιας άγνωστης ιστορίας, της ιστορίας της ομοφυλόφιλης σεξουαλικότητας που μοιάζει ανοικτή σ' ένα ξαναγράψιμο με την ανάκληση των παλιών όρων ή την επινόηση καινούργιων.
[1] Βλέπε σεχτικά, Γκυ Όκενγκεμ (1983), Ιστορική εικόνα της ομοφυλοφιλίας, Αθήνα: Νεφέλη,[2] Βλέπε το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Κώστα Γιαννακόπουλος, ‘Ανδρική ταυτότητα, σώμα και ομόφυλες σχέσεις. Μια προσέγγιση του φύλου και της σεξουαλικότητας’, στο Σ. Δημητρίου (2001) (επιμ.), Ανθρωπολογία των φύλων, Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλα, όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στις ανθρωπολογικές μελέτες διερεύνησης των σημασιών των σεξουαλικών πρακτικών και τη συνακόλουθη αποδόμηση των κατηγοριών «σεξουαλικότητα» και «σεξουαλικό»
[3] Με άλλα λόγια, ο μονοδιάστατος χαρακτήρας τους αναφερόταν και εξαντλείτο στον προσδιορισμό της σεξουαλικής συμπεριφοράς, δεν αφορούσε τρόπους ζωής ή σκέψης όπως οι όροι gay και lesbian. Όπως υποστηρίζουν δε οι Κόνραντ και Σνάιντερ, υπό μια έννοια πρόκειται για καταπιεστικούς όρους οι οποίοι αναπτύχθηκαν ενόψει της ανάγκης υπεράσπισης μάλλον παρά διεκδίκησης δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων [Conrad P., J.W. Schneider, 1980: 202, Deviance and Medicalization: from Badness to Sickness, St. Luis: The C.V. Mosby Co][4]. Βασίζεται στο σχετικό κεφάλαιο του βιβλίου μου, Χρήση ναρκωτικών, Ομοφυλοφιλία. Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και ιατρικού ελέγχου, Αθήνα: Κριτική, 2002
[εικόνα:
http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/db/Twolovers.jpg/180px-Twolovers.jpg]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου