Στο πλαίσιο σχετικής καμπάνιας της, η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ότι:
«Τουλάχιστον μία στις τρεις γυναίκες έχει ξυλοκοπηθεί, έχει εξαναγκαστεί να κάνει σεξ ή έχει κακοποιηθεί με άλλο τρόπο κατά τη διάρκεια της ζωής της. Συνήθως ο δράστης είναι μέλος της οικογένειάς της ή γνωστός της. Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει δηλώσει ότι η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί τη βασική αιτία θανάτου και αναπηρίας για τις γυναίκες ηλικίας 16 έως 44 ετών και ευθύνεται για περισσότερους θανάτους και προβλήματα υγείας απ' ό,τι ο καρκίνος ή τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα».
Επισημαίνεται επίσης ότι:
«Γυναίκες σε όλο τον κόσμο οργανώθηκαν για να φέρουν στο φως τη βία κατά των γυναικών και να την αντικρούσουν. Πέτυχαν δραματικές αλλαγές σε νόμους, σε πολιτικές και σε πρακτικές. Έβγαλαν τις παραβιάσεις από το ημίφως και τις εξέθεσαν στους προβολείς της δημοσιότητας. Απέδειξαν ότι το θέμα της βίας κατά των γυναικών απαιτεί μία απάντηση από τις κυβερνήσεις, τις τοπικές κοινωνίες και τα μεμονωμένα άτομα. Πάνω απ' όλα, αμφισβήτησαν την εικόνα των γυναικών ως παθητικών θυμάτων της βίας».
Η βία κατά των γυναικών παρουσιάζει κατά μεγάλο της μέρος την ιδιαιτερότητα που ονομάζεται σκοτεινός αριθμός εγκληματικότητας και αφορά περιστατικά που δεν καταγράφονται γιατί δεν αναφέρονται. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η Διεθνής Αμνηστία, «αυτού του είδους τα στατιστικά στοιχεία αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου. Η βία κατά των γυναικών συχνά δεν καταγγέλλεται, επειδή οι γυναίκες ντρέπονται ή φοβούνται τη δυσπιστία, την εχθρική αντιμετώπιση ή νέα άσκηση βίας».
Η βία κατά των γυναικών ωστόσο δεν λαμβάνει χώρα στο υπερπέραν – εκδηλώνεται και γίνεται αντιληπτή υπό πλειάδα μορφών στη καθημερινότητα όλων μας, στους χώρους που κατοικούμε, εργαζόμαστε και δραστηριοποιούμαστε. Και σημαντικό μέρος της συνθήκης που της επιτρέπει να υπάρχει είναι η συναινετική σιωπή που την περιβάλλει, η οποία αναπαράγει και ταυτόχρονα αναπαράγεται από έμφυλες διακρίσεις με κύριο άξονα στη προκειμένη περίπτωση τον δυιστικό διαχωρισμό ιδιωτικού/δημόσιου. Αυτό λοιπόν θα έπρεπε να είχε κάνει και η Ιωάννα, να ‘κοιτάξει τη δουλειά της’ - να αγνοήσει αυτό που συνέβαινε στο γειτονικό διαμέρισμα και, στη χειρότερη περίπτωση, ας δυνάμωνε περισσότερο τον ήχο της τηλεόρασης της.
Η Ιωάννα ωστόσο κατήγγειλε το περιστατικό και παρενέβει εκθέτοντας τον εαυτό της στην συνθήκη του. Στη συνέχεια προσήχθει ως μάρτυρας στο αστυνομικό τμήμα, όπου μηνύθηκε από και μήνυσε τον φορέα της βίας. Κρατήθηκε για να περάσει την διαδικασία του αυτόφωρου και κατόπιν αφέθηκε ελεύθερη, αντίστοιχα και ο φορέας της βίας. Η δίκη ορίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου. Κατά το διάστημα της κράτησης της, ο πολιτικός φορέας στον οποίο ανήκει η Ιωάννα την υποστήριξε επίσημα. Η σημασία της περίπτωσης αυτής ωστόσο υπερβαίνει τις συμβατικές πολιτικές οριοθετήσεις.
Η επιλογή παρέμβασης και καταγγελίας ενός τέτοιου περιστατικού χρήζει ευρείας υποστήριξης αυτή καθεαυτή - αφενός γιατί δυστυχώς δεν είναι στοιχειώδης και αυτονόητη, και αφετέρου ακριβώς για να μπορέσει κάποτε αυτού του τύπου η στάση να καταστεί στοιχειώδης και αυτονόητη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου