Ο ποιητής (και ο) κλέφτης*
Έζησα μέχρι το ’68 όπως όλα τα παιδιά. Ώσπου μια μέρα, μαζί με άλλα παιδιά της γειτονιάς, φίλους μου, πήραμε ένα ποδήλατο τελείως αθώα. Αυτό το ποδήλατο στάθηκε σταθμός στη ζωή μου [….] Με οδήγησε ένας αστυνομικός και με παρέδωσε σαν δέμα στο αναμορφωτήριο […] Δυόμισι χρόνια με κράτησαν, τόσο κράτησε η εκπαίδευσή μου στο να πηγαίνω κόντρα σε όλα. Μου είχαν πει ότι θα γινόμουν ένας καλός άνθρωπος. Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ, τι καλός άνθρωπος θα γινόμουν, ενώ δεν είχα τίποτα κακό να διώξω από πάνω μου; Όλες οι μέρες ήταν το ίδιο λες και τις είχαν βγάλει με καρμπόν. Πάντα μέσα μας ο φόβος. Για ένα χρόνο ήμουνα ήσυχος, μόνο το παιγνίδι σκεφτόμουν. Η μητέρα μου ερχόταν και μ’ έβλεπε μέρα παρά μέρα, ώσπου μια μέρα τη ρώτησα γιατί δεν με παίρνει στο σπίτι, πολύ καιρό είχα καθίσει. Τότε εκείνη μου είπε: «πολύ θα το ήθελα, αλλά δεν μπορώ, δεν σ’ αφήνουν»
(από μαρτυρία κρατουμένου, η οποία δημοσιεύεται στο περιοδικό «της φυλακής…», τ. 2: 12-14)
Ο διευθυντής μου έδειξε την ομάδα των προσκόπων που είχε δημιουργήσει για να επιβραβεύσει τα πιο ευάγωγα παιδιά. Είδα μια δωδεκαριά αγοράκια, μπαμπέσικα και βρωμιάρικα, που αφέθηκαν να πέσουν στην παγίδα των καλών προθέσεων. Ανακρούανε γελοία εμβατήρια που δεν είχαν σίγουρα τη δύναμη της έξαρσης που έχουν τα συναισθηματικά ή πρόστυχα απλά μοτίβα που τραγουδούσαν το βράδυ στο υπνωτήριο ή το κελί. Βλέποντας αυτούς τους δώδεκα πιτσιρικάδες, ήταν προφανές ότι κανείς απ’ αυτούς δεν είχε επιλεγεί για να συμμετάσχει σε μια ριψοκίνδυνη αποστολή, έστω και φανταστική: αλλά μέσα στο αναμορφωτήριο εγώ ξέρω ότι υπήρχαν, σε πείσμα των εκπαιδευτικών, ομάδες ή, καλύτερα, συμμορίες των οποίων οι δεσμοί, το συνεκτικό υλικό που τους κρατούσε ενωμένους, ήταν η φιλία, το θάρρος, η κατεργαριά, η θρασύτητα, η αγάπη για την τεμπελιά, μια σκοτεινή και ταυτόχρονα χαρούμενη έκφραση, η αγάπη για την περιπέτεια, ενάντια στους κανόνες του Καλού
(Genet, 1994: 17,18, Il giovane criminale, Viterbo: Stampa Alternativa)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου