Π. Σ. Μπούκλη
‘Disidentification is meant to be descriptive of the survival strategies the minority subject practices in order to negotiate a phobic majoritarian public sphere that continuously elides or punishes the existence of subjects who do not conform to the phantasm of normative citizenship.’[1]
Hey.. και με την ομοφοβική βία τι γίνεται? Θα έλεγε και ο Eddie Izzard, παρενδυτικός stand-up comedy performer, για να συνδέσει ένα δίχτυ ασύνδετων ενοτήτων.
Πώς μέσα σε ένα δίκτυο ‘ασύνδετης’ ροής γεγονότων βίας, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, θα τολμούσε κανείς να μην μιλήσει για τη βία των Εξαρχείων, εξαφανίσεις ανήλικων-αγγέλων του Δυτικού κόσμου και την εγκληματικότητα των μεταναστών και λοιπών κατοίκων περιθωρίου και ΟΚΑΝΑ γωνία; Και, πολύ περισσότερο, να αρθρώσει Λόγο για εκείνη την άλλη την χαμένη, κάπου σε κριτικές εγκληματολογικές αναζητήσεις, επαφών τρίτου τύπου, ομοφοβική βία... Ψάχνοντας στο διαδίκτυο άρθρα για την «ομοφοβία στην Ελλάδα», έπεσα επάνω σε κείμενο με θέμα τις ομοφοβικές δηλώσεις του βουλευτή του ΛΑ.Ο.Σ. κύριου Γεωργιάδη και βέβαια αναρωτήθηκα μήπως από τα χρόνια που λείπω από τα μήτρια εδάφη, μήπως κάτι έχει αλλάξει και αυτό είναι άλλο ΛΑ.Ο.Σ., απλή συνωνυμία με το ΛΑ.Ο.Σ. που συζητούσε με τον κύριο Ψινάκη, για την υποψηφιότητά του. Μήπως… μήπως τα κόμματα έχουν δύο εαυτούς στα μήτρια εδάφη, κάτι σαν τα κορίτσια του James Bond, διπλοί πράκτορες. Ίσως πάλι με τη Χρυσή Αυγή να συνασπιστεί και ο κύριος Ζαχαράτος, αν και ο κύριος Μιχαλολιάκος το δήλωσε ξεκάθαρα: “Οι χρυσαυγίτες δεν έχουν καμία θέση σε κόμματα τα οποία είναι ανεκτικά, εντός εισαγωγικών, σε ομοφυλόφιλους και σε διαφόρων ειδών παρίες και ανθρώπους, οι οποίοι δεν ταιριάζουν με το εθνικιστικό και ελληνικό ήθος”. Επιχείρημα “ψηλά τα χέρια”: γιατί και το καφέ με το μαύρο δεν ταιριάζουν, όπως και το λευκό με ζαχαρί. Εξάλλου, δίνονται και πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ομιλίας μίσους στην τηλεόρασή μας, την ελληνική, καθημερινά.
Μετά βρήκα πολλούς διαφορετικούς ορισμούς... τι είναι αυτή η ομοφοβία σύντροφοι, ποιος την ξέρει, ποιος την είδε, ποιος την άκουσε; Μήπως δεν έχουμε από δαύτη στην Ελλάδα; Θα μου πεις, για να έχουμε ομοφοβία πρέπει να έχουμε και τα υποκείμενα δικαίου, τα μέλη της LGBΤ κοινότητας· και βέβαια, για να έχουμε τρανς-φοβία, θα πρέπει να έχουμε transsexual και transgender πολιτική κοινότητα, γιατί όταν μιλάμε για δικαιώματα, είναι προφανές νομίζω ότι δεν μιλάμε για το τι κάνουν οι πολίτες στο κρεβάτι των, στο αυτοκίνητό των, στα πάρκα των κοκ... Οπότε μιλάμε για ένα νομικό θεσμικό πλαίσιο, αυτό έχουμε για την ώρα, το κοινωνικό αιμορραγεί και κατά καιρούς έχει χαρακτηριστεί ως “μη έτοιμο”. Γιατί σαφώς είναι έτοιμο για ένα έλλειμμα 6% στην οικονομία, έχουμε την απαιτούμενη κοινωνική ετοιμότητα..., αλλά για την κοινωνία των πολιτών, τις ΜΚΟ, την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι «μη έτοιμο», περάστε σε μια δεκαετία, ή έστω από Δευτέρα. Από την άλλη όμως είμαστε Ευρωπαίοι, ναι ξέρω δε μας αρέσει σύντροφοι, γιατί εμείς λαός που βράζει το αίμα του είμαστε. Όμως υπάρχουν διεθνή όργανα σε ισχύ, τα οποία προβλέπουν κυρώσεις και προστασίες, ρυθμίσεις που όμως δεν έχουν επικυρωθεί και ενσωματωθεί στο νομικό μας πλαίσιο. Και πάλι, επειδή λείπω επαρκές χρονικό διάστημα από τα μήτρια εδάφη, το θέτω και ως ερώτημα, ποιες είναι οι Ελληνικές έρευνες σχετικές με την ομοφοβία; Σαφώς και η αναγνώριση ταυτοτήτων από τον μηχανισμό απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και δη από τον ποινικό νόμο δεν είναι λύση. Δεν είναι παραγωγικό, όχι με όρους ωφελιμιστικούς αλλά με δράσεις, που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας κοινωνίας πολιτών και μάλλον την κοινωνική αναγνώριση και θεμελίωση ταυτοτήτων, παρά την ποινική/κατασταλτική λειτουργία του ποινικού νόμου. Ποιες οι επιλογές για να επέλθει, λοιπόν, μια εξέταση ενός μη ορατού φαινομένου, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα επίσημα στατιστικά στοιχεία της αστυνομίας ή άλλων επίσημων φορέων και ΜΚΟ για την ομοφοβία και από την στιγμή που δεν υπάρχουν υποθέσεις που να βλέπουν τα φώτα της επικαιρότητας και τα φώτα της ανακρίσεως....σχετικές με ομοφοβία, ώστε να κάνουν τα θύματα ομοφοβικής βίας εμφανή στο κοινωνικό σύνολο; Παραφράζοντας το nullum crimen, nulla poena sine lege, με την ομοφοβία ισχύει ότι κανένα έγκλημα χωρίς θύμα, και καμία ‘ποινή’ -πάλι δεν εννοώ κατασταλτικά ούτε καν αποτρεπτικά αλλά ως ένα τρόπο παραγωγής νοημάτων και ταυτοτήτων, παραγωγικά κατά Φουκώ και όχι με ωφελιμιστικούς όρους. Βέβαια παραβάλλοντας υποθέσεις όπως π.χ. η υπόθεση Spices, η εμπειρία λέει ότι συχνά κατα-δικάζεται η ίδια η LGBT κοινότητα/ταυτότητα και όχι το αντίθετο. Η αναγνωρισιμότητα, δε, ταυτοτήτων μέσα από τον ποινικό νόμο, στα πλαίσια της ομοφοβίας έχει πάρει μία μορφή continuum, από το άλεσμα της LGBT ταυτότητας μέσω της τιμωρητικής/σωφρονιστικής/θεραπευτικής μηχανής. Εξάλλου κατά το παρελθόν, τα μέλη της LGBT κοινότητας (ουχί προσδιορισμένα ως τέτοια αλλά με τη χρήση λογής ονομάτων και προσδιορισμών) ως παρεκκλίνοντα υποκείμενα δικαίου και υποκείμενα που έχριζαν της περιφρούρησης του ιατρικού ελέγχου, καθιστούσαν ήδη την κατηγορία ‘ομοφοβία’ όχι απλά ως μία sine qua non συνθήκη που χρησιμοποιείται για να επισημάνει την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης μορφής βίας (φυσικής, ψυχολογικής και καταπίεσης, κακοποίησης, και –ισμων, κατά του ρατσισμού, σεξισμού και λοιπών), αλλά και ένα τομέα Γνώσης και επιστήμης. Ορισμοί… ορισμοί, ορισμών, για να αποτυπώσουν την πραγματικότητα βίας που εγγράφεται στον αγγλοσαξωνικό, ποινικό και μη, κόσμο, ως LGBT βία και ενδοοικογενειακή βία. Μία βία, δηλαδή, που αποδίδεται σε ομάδα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, λόγω του μίσους που φέρουν οι δράστες έναντι αυτής. Ένας από τους ορισμούς είναι και αυτός που λέει ότι η κατάχρηση εξουσίας και άσκηση ελέγχου από έναν ενήλικα ενάντια σε έναν άλλο. Συνήθως η άσκηση βίας μπορεί να είναι σωματική, συναισθηματική, ψυχολογική, σεξουαλική ή οικονομική από μέλη της οικογένειας κάποιου ή από άλλους (LGBT Domestic Abuse Forum 2006). Σύμφωνα με την Metropolitan police του Λονδίνου, “η ομοφοβική βία περιλαμβάνει ένα πλήθος συμπεριφορών: εξύβριση, παρενόχληση, καταστροφή περιουσίας, απειλές και επιθέσεις κατά της ζωής. Τέτοια συμπεριφορά αποδίδεται στην απουσία κοινωνικής αποδοχής αυτών που είτε δεν είναι (είτε δεν θεωρούνται να είναι) straight. Επίσης, κάθε επίθεση που εκλαμβάνεται ως τέτοια από το θύμα ή από κάποιο άλλο πρόσωπο (και στοχεύει να έχει αντίκτυπο σε συμπεριφορές ατόμων που είτε είναι γνωστό ότι ανήκουν είτε εκλαμβάνονται ως μέλη της LGBT κοινότητας” (στο “Understanding and responding to Hate Crime Factsheets – Homophobic violence”). Και σαφώς ακόμη έχουμε δρόμο μπροστά· και σαφώς ακόμη τα περισσότερα κρούσματα τα τρώει η μαύρη σκιά του σκοτεινού αριθμού εγκληματικότητας και σαφώς… και σαφώς… Αλλά υπάρχει -κάπου υπάρχει-, η αναγνώριση μιας ταυτότητας, ένας θεσμικός έλεγχος που προσυπογράφει υπάρξεις εν τω γίγνεσθαι, που γίνονται ορατές και νόμιμες μέσα από την ποινική δικαιοσύνη και την κρατική μέριμνα για το θύμα....
Αυτό το αόρατο, λοιπόν, που όσο και αν η αφάνειά του στον επίσημο κρατικό έλεγχο, φαντάζομαι, στοχεύει στην αποστέωσή του από κάθε λογής φαντασιακό νόημα που αποδίδεται στην ταυτότητα του συγκεκριμένου θύματος, δηλαδή του θύματος ομοφοβικής βίας και που έχει επίσημα χαρτιά σε Αμερική και Ευρώπη, γι’ αυτό και δεν θεωρείται λάθρα ύπαρξη αλλού... Εξάλλου, κρατώντας το θύμα σε μια κατάσταση μη ορατότητας, όχι μόνο συγκεκριμένες ομάδες θυματοποιούνται δευτερο-τριτογενώς γινόμενες ευάλωτες χωρίς μέσα εξόδου από τον φαύλο κύκλο της θυματοποίησης, βάσει πληγεισών ποιοτήτων που δομούν την εκάστοτε ταυτότητα, αλλά και δεδομένα πολιτισμικά πλαίσια μένουν άθικτα σε επίπεδο τόσο πολιτικής δράσης όσο και συγγραφικής παραγωγής. Καθώς και οι ίδιες οι διαδικασίες που παράγουν θέσεις υποκειμένων και που κάνουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό ορατό και τα σώματα αναγνωρίσιμα, επανεγγράφοντας, σε επίπεδο πλέον εξουσίας, ταυτότητες που σωματοποιούνται, ταυτότητες που θέτουν ερωτήματα σε ‘έννοιες’, όπως έγκλημα, νομική παραγωγή, νομιμότητα, προστασία κλπ. Ταυτότητες που χρησιμοποιούνται, ακόμα και μέσα από τη μη ορατότητά τους, στρατηγικά και για να δηλώσουν θέσεις, σιωπές, ελέγχους. Με τα όργανα της γλώσσας και του πολιτισμού ας αρθρωθούν πραγματικότητες και ταυτότητες που δεν ‘είναι’ αλλά που εξελίσσονται· και όσο δεν αρθρώνονται, τότε και πάλι έχουμε να δουλέψουμε με τον συμβολικό χαρακτήρα τους, τα φαντασιωτικά στοιχεία που πλαισιώνουν κάθε ανείπωτο καθημερινό θραύσμα Λόγου, υλικής και πολιτικής απουσίας.
[1] Muñoz, J.E. 1999 Disidentification: Queers of Color and the Performance of Politics, Minneapolis and London: University of Minnesota Press: 37.