Χρησιμοποιώ συχνά τον όρο μηδενική ανοχή όταν αναφέρομαι στις κατά καιρούς κατασταλτικές ακροβασίες [ή μπαλοθιές] στις οποίες εκτρέπονται υπουργοί της ελληνικής κυβέρνησης. Λάθος μου, το ομολογώ. Οι τεχνολογίες της μηδενικής ανοχής δεν έχουν καμιά σχέση με τις συγκυριακές επινοήσεις μέτρων τα οποία εξαγγέλλονται και δημοσιοποιούνται τον τελευταίο καιρό. Για την ακρίβεια, η μηδενική ανοχή έχει μεγαλύτερη σχέση, τουλάχιστον σαν λογική, με τις κατά καιρούς "επιχειρήσεις σκούπα" της αστυνομίας που δεν τις παίρνει κανείς είδηση, διότι ένας από τους ρητά ομολογημένους στόχους των εμπνευστών της είναι οι καθαρές πόλεις, η απομάκρυνση των "ανθρώπινων αποβλήτων" [μετανάστες, εξαρτημένοι, επαίτες, άστεγοι...] από το κέντρο ή τους δημόσιους χώρους τους (πάρκα, πλατείες, μετρό...) [εντελώς ενδεικτικά, «Επιχείρηση εκκαθάριση» στο κέντρο της Αθήνας, http://www.tvxs.gr/v7969]
Οι τεχνολογίες μηδενικής ανοχής, λοιπόν, είναι ένα συγκροτημένο μοντέλο τιμωρητικής βίας το οποίο, προκειμένου να λειτουργήσει, δεν επιτρέπεται να εμφανίζεται ως αυθαίρετο· ένα μοντέλο που οφείλει να συσκοτίσει τον αντικοινωνικό του χαρακτήρα προτάσσοντας στοιχεία κοινωνικής αναγκαιότητας και ορθολογισμού: ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα αναπαριστάται η διασάλευση της τάξης και το πρόταγμα της αποκατάστασής της και της προστασίας των πολιτών απέναντι σε ενδεχόμενες εγκληματικές δραστηριότητες νομιμοποιεί εξειδικευμένες θεσμικές απαντήσεις που συρρικνώνουν, στην καλύτερη περίπτωση, και -συνήθως!- ακυρώνουν τις εγγυήσεις στα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα απέναντι σ' αυτές τις νέες μορφές άσκησης της τιμωρητικής βίας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η μηδενική ανοχή πριν οργανωθεί στα κρατικά επιτελεία, κυοφορήθηκε στα ερευνητικά ινστιτούτα με πρωτοστατούντες εγκληματολόγους, όπως πολύ ωραία μας αναλύει ο Wacquant στις Φυλακές της μιζέριας. Στην δε Ευρώπη, προς αυτήν την κατεύθυνση λειτουργούν οι χρήσεις των λεγόμενων "κοινωνιών του φόβου" όπου, τουλάχιστον στις χώρες στις οποίες καταφεύγουν οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί, η παρουσία τους τροφοδοτεί την λεγόμενη κουλτούρα του ελέγχου, η οποία με τη σειρά της τροφοδοτείται με τον φόβο του εγκλήματος, καθώς ο ποινικός μηχανισμός αλλά και οι αναπαραστάσεις περί εγκληματικότητας «εξειδικεύονται» κυριολεκτικά προς την κατεύθυνση των αλλοδαπών.
Πολλή δουλειά, με άλλα λόγια, για να λειτουργήσει το σύστημα παράγοντας δυσθεώρητους αριθμούς στο επίπεδο του ποινικού πληθυσμού ή, με τα λόγια του Melossi, στο επίπεδο της λειτουργίας "[τ]ης ποινής ως εργαλείου κοινωνικής αναπαράστασης, που τείνει να ενισχύσει τη συνοχή, την αλληλεγγύη και την ηθική εκείνου του τμήματος της κοινωνίας το οποίο δεν αποτελεί μεν άμεσο αντικείμενο των ποινικών θεσμών, αλλά είναι μάρτυρας και θεατής του ξεδιπλώματος της εξουσίας τους, κατά τον ίδιο τρόπο που σήμερα πολλές αναπαραστάσεις των ΜΜΕ είναι αναπαραστάσεις ιστοριών σχετικών με το διώνυμο έγκλημα-ποινή, ιστοριών περισσότερο ή λιγότερο αληθινών, περισσότερο ή λιγότερο φανταστικών [...] Αν, λοιπόν, η σφαίρα των ποινικών πρακτικών αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική στην ανάδειξη των κανόνων κοινωνικής πειθαρχίας, αν δούμε τις ποινικές πρακτικές ως μορφή διακυβέρνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, «διαγωγή της διαγωγής» (Foucault 1982:220-221), τότε αυτές αποτελούν μάλλον αναπόσπαστο κομμάτι του συνολικού προγράμματος μιας «πολιτικής οικονομίας»”[i]
Πολλή και συστηματική δουλειά για να νομιμοποιηθεί και να παγιωθεί ένα ποινικό κράτος στη θέση του αλήστου μνήμης κοινωνικού κράτους. Και παρά τις αφέλειες του επιστημονικού λόγου [Hernnstein & Murray, Η καμπύλη της επιτυχίας ή τα Σπασμένα παράθυρα του James Q. Wilson], η αναβίωση της θετικιστικής έννοιας της επικινδυνότητας, σχεδόν ως φυσικής κατάστασης όχι μόνον των δραστών αλλά της ομάδας προέλευσής τους, μοιάζει να έχει λειτουργήσει νομιμοποιώντας το στόχο τής με κάθε τρόπο εξουδετέρωσης του οριζόμενου ως εσωτερικού εχθρού στα εκάστοτε συμφραζόμενα.
Το ελληνικό μοντέλο παλεύει ακόμα να συγκροτηθεί στην τροχιά του "ό,τι θυμούνται, χαίρονται". Πολύ επικίνδυνοι πειραματισμοί γιατί δεν μπορείς ούτε να φανταστείς ποιος θα είναι ο επόμενος στόχος. Και, όπως έδειξε η εμπειρία των μεγάλων κινητοποιήσεων του Δεκέμβρη [αφετηρία της κατασκευής του πρόσφατου "κοινωνικού πανικού"], η ρητορική περί «θυματοποίησης του μέσου πολίτη» από τη δράση «γνωστών-αγνώστων-κουκουλοφόρων», αντί να νομιμοποιήσει την αναβάθμιση του ρόλου της αστυνομίας σε αμιγή πλέον κατασταλτικό μηχανισμό, ανέδειξε μάλλον το σκληρό [κυριολεκτικά] πρόσωπο των μηχανισμών του νόμου και της τάξης που μπορεί να είναι αυθαίρετοι, ανορθολογικοί, επικίνδυνοι εντέλει για τον «μέσο πολίτη» τον οποίο καλούνται να προστατεύσουν. Η δε προσπάθεια, απονομιμοποίησης των διαδηλωτών ως πολιτικού υποκειμένου, πιθανότατα προσκρούει στην ίδια την εμπειρία του «μέσου πολίτη»: όταν στους «γνωστούς-αγνώστους» μπορείς να αναγνωρίσεις το παιδί ή το γειτονόπουλό σου, συνειδητά ή λιγότερο συνειδητά, την συνθήκη επικινδυνότητας την συνδέεις με την ανεξέλεγκτη δράση της αστυνομίας μάλλον παρά με τη δράση των «κουκουλοφόρων», καθώς ο εσωτερικός εχθρός αλλάζει τόσο εύκολα και συγκυριακά περιεχόμενο ώστε να τείνει να περιλαμβάνει τον καθένα, όσο ανυποψίαστος κι αν είναι[ii]. Και έτσι όπως οι στόχοι διαμορφώνονται ad hoc και με βάση την συγκυρία, το αποτέλεσμα είναι εγκληματικά επικίνδυνοι πειραματισμοί που παράγουν απρόβλεπτα και ασχεδίαστα αποτελέσματα και καθιστούν μάλλον αναξιόπιστες τις προσπάθειες των παρουσιαστών ειδήσεων ή των θαμώνων των τηλεοπτικών παραθύρων να αρθρώσουν έναν νομιμοποιητικό λόγο. Γιατί όταν στοχεύεις στα κουτουρού, δεν ξέρεις ποτέ προς ποια κατεύθυνση θα αποστρακιστεί η σφαίρα και οι θεσμοί είναι άτιμα πράγματα για να τα βρίσκουν απροειδοποίητα οι σφαίρες.
Το ελάχιστο, λοιπόν, που θα απαιτούσε μια σύνθετη συγκυρία όπως αυτή που βιώνουμε, με δραματικές αλλαγές στην οικονομική σφαίρα, όπου η νέα κυρίως γενιά εν αναμονή της εισόδου της στην αγορά εργασίας έχει να ελπίζει, στην καλύτερη περίπτωση, σε εργασίες μερικής απασχόλησης, φτωχές σε περιεχόμενο και, κυρίως, ελάχιστα αμειβόμενες και, στην χειρότερη, παρατεταμένες περιόδους ανεργίας, είναι σοβαρότητα. Σοβαρή ενασχόληση με τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που δεν λύνονται με επικοινωνιακά τρυκ και κατασταλτικά νομοθετικά πυροτεχνήματα.
Δεν τολμώ, όμως, να συνεχίσω το επιχείρημα γιατί είναι αποκαλυπτικό μιας θεμελιακής αντίφασης: Eφόσον μία από τις κύριες δυνάμεις του Kράτους είναι η τιμωρητική, η ποινή είναι από τα πιο πρόσφορα μέσα για να προσδιορίσει δυνάμεις και όρια κυριαρχίας. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, το Κράτος εμφανίζεται ως εγγυητής της τάξης και της ενότητας στην κοινωνία με την εξάλειψη του κατακερματισμού και της "αναρχίας" και ενόψει της ανάγκης να αποκατασταθεί η εικόνα μιας ενοποιημένης, συναινετικής κοινωνίας, όπως προαναφέρθηκε και όπως είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, η εγκληματικότητα έχει παίξει πάντα πολύ σημαντικό ρόλο, τόσο σε επίπεδο αναπαραστάσεων, όσο και σε επίπεδο ποινικής διαχείρισης» (Melossi, 1999)
Στην ευρύτερη συγκυρία, λοιπόν, το ελληνικό μοντέλο θα βρει κι αυτό το δρόμο του και θα συντονιστεί με τους διδάξαντες και αποτελεσματικά εφαρμόζοντες τις τεχνολογίες μηδενικής ανοχής. Ας πούμε, λοιπόν, ότι προς το παρόν αυτό το αλαλούμ ευνοεί την οργάνωση κοινωνικών αντιστάσεων, σ’ έναν αγώνα δρόμου με τις επάλληλες επιθέσεις του νεοφιλελευθερισμού απέναντι σε ό,τι θεωρούσαμε ως κεκτημένο.
[i] Melossi, D. 2006, «Ποινικές πρακτικές και διακυβέρνηση των πληθυσμών στους Marx και Foucault, στο Κουκουτσάκη, Α. Εικόνες Εγκλήματος
[ii] Δες τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα του Νίκου Παρασκευόπουλου στο Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: Πατάκης, 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου