Ο φίλος Γιώργος Πετρόπουλος έστειλε πρόσφατα στα μέλη της Παντειακής κοινότητας το παρακάτω μήνυμα:
ΟΡΑΤΟΣ Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Εκ μέρους του Δ.Σ. του Σ.Ε.Α.Β. σας ενημερώνω ότι το θέμα της μη ανανέωσης των συμβάσεων με τους εκδότες των ηλεκτρονικών πηγών εξακολουθεί να υφίσταται. Ο εκδοτικός οίκος Elsevier ανακοίνωσε ήδη ότι από τη Δευτέρα 1 Μαρτίου2010 θα διακόψει την πρόσβαση στις βάσεις ScienceDirect και Scopus. Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το όλο θέμα θα βρείτε στο δικτυακό τόπο του Συνδέσμου http://www.heal-link.gr/
Το πρόβλημα δεν είναι σημερινό, όπως μπορεί να δει κανείς στον σύνδεσμο που αναφέρεται παραπάνω, απλώς τώρα άρχισαν πια να φαίνονται οι συνέπειες του και η προοπτική να μας απομείνει το... google για την αναζήτηση της βιβλιογραφίας και των κειμένων που αποτελούν όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη δουλειά τη δική μας και των φοιτητών μας. Έγραφα κι εγώ στις 24 Ιουνίου, υπότον τίτλο, Ανόητες αγάπες..., ότι "το πρόγραμμα των ηλεκτρικών βιβλιοθηκών ήταν μια ανάσα που τόνωνε το κουράγιο μας, όταν έπρεπε να μοιραζόμαστε ένα γραφείο-κελί με άλλους 5-6, ενώ και ο ίδιος ο προγραμματισμός των μαθημάτων γινόταν μια περιπέτεια γιατί οι αίθουσες ποτέ δεν φτάνανε και έτσι, όταν κουτσά, στραβά, καταφέρναμε να στεγάσουμε τα μαθήματά μας, παύαμε ν' ασχολούμαστε με τις οικτρές συνθήκες στέγασης. Η πρόσβαση σε 9.000 ηλεκτρονικά περιοδικά, δεν ήταν η πολυτέλειά μας. Ήταν η ανάγκη μας. Ήταν ένας από τους όρους για να μην σπάσουμε τα μούτρα μας στην δική μας αξιολόγηση, αυτή που κάνουμε με ακαδημαϊκούς όρους έρευνας και διδασκαλίας και που δεν σηκώνει μαϊμουδιές και προσχήματα αποτελεσματικότητας"
[http://crimevssocialcontrol.blogspot.com/2009/06/blog-post_3830.html]
Σήμερα έλαβα ένα γράμμα/πρόσκληση από την Ξένια Χρυσοχόου, μια πρόταση που την προσυπογράφω και την εισηγούμαι. Αφού παραθέτει νέες ζοφερές πληροφορίες, προτείνει η Ξένια:
"Προτείνω να στείλουμε ο καθένας υπογράφοντας το για 15 μέρες καθημερινά το ακόλουθο μαιλ στον κύριο Παπάζογλου ειδικό γραμματεά ανώτατης εκπαίδευσης με κοινοποίηση στην υπουργό. Ο κύριος Παπάζογλου γνωρίζει το θέμα καθώς ήταν υπεύθυνος της οριζόντιας δράσης και πρέπει να δεσμευτεί πραγματικά και σύντομα για την επίλυσή του. Το μαιλ έχει ως εξής ( ο καθένας ας το διαμορφώσει αν θέλει):
Αγαπητέ κύριε Παπάζογλου,
Από την 1 Μαρτίου δεν λειτουργεί το Scopusκαι από τον Ιούνιο υπολειτουργεΊ το heal-link. ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΔΟΥΛΕΨΩ ΠΛΕΟΝ. Το υπουργείο μην δίνοντας λύση στο θέμα παρακωλύει την εργασία μου. Παρακαλώ να μου απαντήσετε πότε θα λειτουργήσει το σύστημα με ικανοποιητικό τρόπο ώστε να μπορούν τα πανεπιστήμια να κάνουν το εκπαιδευτικό και ερευνητικό τους έργο. Πρέπει να μπει το θέμα της πρόσβασης στα διεθνή περιοδικά στις δημόσιες επενδύσεις ΣΥΝΤΟΜΟΤΑΤΑ. Το θέμα δεν λύνεται με ημίμετρα. Οι σημερινές συνθήκες γυρίζουν τα πανεπιστήμια 15 χρόνια πριν. Γνωρίζετε το θέμα και γι αυτό περιμένουμε όλοι άμεσα λύσεις και όχι λόγια.
Αναμένοντας την απάντησή σας
Σήμερα, 2 Μαρτίου τόσο εγώ όσο και άλλοι συνάδελφοι από αυτούς που είχαν στείλει στο Υπουργείο το παραπάνω mail, λάβαμε την εξής απάντηση από την Ειδική Γραμματεία Ανώτατης Εκπαίδευσης
Αγαπητά Μέλη ΔΕΠ/ΕΠ, Ερευνητές και φοιτητές,
Για την δική σας ενημέρωση σας αποστέλλουμε το Δελτίο Τύπου του Υπουργείου Παιδείας,
στο οποίο είναι ξεκάθαρο ότι η πρόσβαση στις Ηλεκτρονικές Πηγές θα συνεχιστεί απρόσκοπτα.
Φιλικά,
Ειδική Γραμματεία Ανώτατης Εκπαίδευσης
Δελτίο Τύπου 02/03/2010Αποκατάσταση της πρόσβασης για φοιτητές, διδάσκοντες και ερευνητές σταηλεκτρονικά περιοδικά
Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, αντιλαμβανόμενη τον ζωτικό ρόλο που διαδραματίζει η πρόσβαση σε Επιστημονικές Ηλεκτρονικές Πηγές, για την ακαδημαϊκή και την ερευνητική κοινότητα, αντιμετώπισε το πρόβλημα της πρόσβασης που οφειλόταν σε σειρά από άστοχες ενέργειες του παρελθόντος. Το κόστος χρηματοδότησης της πρόσβασης στις Ηλεκτρονικές Πηγές εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, όπως είχε ανακοινωθεί από την Υπουργό Παιδείας
στην 62η Σύνοδο των Πρυτάνεων στο Λαύριο. Με την υπογραφή της συγκεκριμένης δαπάνης (Απόφαση του Υπουργείου Οικονομίας Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, (1/3/2010) προβλέπεται η εκκίνηση των διαδικασιών για την άμεση αποκατάσταση της πρόσβασης στις Ηλεκτρονικές Πηγές των Ελληνικών Ακαδημαϊκών Ιδρυμάτων και των Ερευνητικών Κέντρων της χώρας.
Χθες κάθισα και είδα χωρίς διάλειμμα και τα δύο μέρη του video της RAI για τον Franco Basaglia και το πρόγραμμα αποασυλοποίησης που δρομολόγησε στην Τεργέστη και το οποίο οδήγησε στον περίφημο Νόμο Basaglia [180/1978] που προέβλεπε το κλείσιμο των ψυχιατρείων, ρύθμιζε το θέμα του ακούσιου εγκλεισμού και θέσπιζε τη δημιουργία δημόσιων υπηρεσιών ψυχικής υγείας μέσα από ανοικτές, κοινοτικές δομές. Ένα ταξίδι στον πλανήτη των "αντί-" [όπως αντι-ψυχιατρική ή αντι-εγκληματολογία ή αντι-ιδρυματοποίηση της ζωής], τότε που όλα μοιάζαν δυνατά και δεν λυπόμαστε τον χρόνο που διαθέταμε διαβάζοντας, κάτι έστω από τα αιρετικά κείμενα που δυναμίτιζαν τα ιερά και τα όσια μιας εποχής που πιστεύαμε ότι τέλειωνε, πριν ζαλωθούμε το μπουγέλο και τα πινέλα για την αφισοκόλληση, πριν γράψουμε τα slogan στα πανό. Δεν ναρκισσεύομαι, λέω πως ήμασταν τόσο συγκινητικά ανυποψίαστοι, τόσο εκρηκτικά νέοι ανεξάρτητα ηλικίας. Τόσο αφελείς, εντέλει. Σε κάποιο σημείο στο video του πρώτου μέρους της εκπομπής, κραυγαλέα ή μη ποσώς μ' ενδιαφέρει γιατί αναπαρίσταται πραγματικό γεγονός, καταλογίζεται στον Basaglia - βοηθό Καθηγητή [με κεφαλαίο το Κ και πεζό το β], ότι ασχολείται πολύ με το διάβασμα και αγνοεί το πεδίο. Εκπαραθυρώνεται, λοιπόν, από το πανεπιστήμιο και τοποθετείται διευθυντής ψυχιατρείου για να σπάσει τα μούτρα του στο πεδίο, να μαλακώσει η αλαζονεία που τον έκανε να μιλάει για ανθρώπους πίσω από την αρρώστεια, για την ίδια την αρρώστεια ως ζητούμενο. Κάπως έτσι ξεκίνησε το πείραμα της απο-ασυλοποίησης και δεν το λέω σαν ηρωϊκή αφήγηση, σαν έργο ενός ανθρώπου, δεν είναι το πορτραίτο ενός αγίου αλλά τα πορτραίτα εκείνων των άλλων, των πολλών και ανώνυμων αγίων των περίκλειστων χώρων αποκλεισμού. Εκείνων που κατάφεραν και περπάτησαν μετά από χρόνων καθήλωση, αγίων που κατάφεραν και μίλησαν μετά από χρόνια σιωπής, αγίων που διεκδίκησαν να είναι άνθρωποι κουρελιάζοντας τον μανδύα της ιερότητας, της μιαρότητας και του δέους. Το πορτραίτο μιας εποχής που όλα έμοιαζαν πιθανά. Το πορτραίτο μιας εποχής που, σε άλλα μέρη του πλανήτη, κινούσε και το αντι-εγκληματολογικό κίνημα, μιας εποχής που σημαδεύτηκε από τον δριμύτερο λόγο καταγγελίας των θεσμών κοινωνικού ελέγχου που γνώρισε ο 20ος αιώνας. Δανείζομαι και πάλι από τον Melossi [1999, Κοινωνική θεωρία και μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία, στο Εικόνες Εγκλήματος]:
"Eκείνη η περίοδος δεν ήταν μόνο περίοδος μίας γενικευμένης αναταραχής στη Bόρεια Aμερική και την Eυρώπη, μίας χωρίς προηγούμενο ισχύος της εργατικής τάξης (Boddy και Crotty 1975), μίας νέας προοδευτικότητας και πειραματισμού σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, αλλά, επίσης, μίας γενικευμένης, συστηματικής, σκληρής κριτικής των παραδοσιακών τρόπων επιβολής ποινών και ειδικότερα της φυλακής. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή την περίοδο βρίσκουμε συγκεντρωμένα: διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις στις φυλακές σε όλες τις εκβιομηχανισμένες χώρες, συνεχείς εκκλήσεις για ποινική μεταρρύθμιση οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσέγγιζαν την έκκληση για την ολοκληρωτική κατάργηση της φυλακής, την εμφάνιση αναθεωρητικών τάσεων στην ιστορία και την κοινωνιολογία της τιμωρίας η οποία κορυφώθηκε με το έργο του MichelFoucaultDisciplineandPunish (Επιτήρηση και Tιμωρία ) το 1975 και, τελικά, την τάση μείωσης του ποσοστού του ποινικού πληθυσμού σε πολλές Δυτικές χώρες.[1] Στις Hνωμένες Πολιτείες, το 1973 η NationalAdvisoryCommissiononCriminalJusticeStandards (Eθνική Συμβουλευτική Eπιτροπή για τα Mέτρα της Ποινικής Δικαιοσύνης) και το NationalCouncilonCrimeandDeliquency (Eθνικό Συμβούλιο για το Έγκλημα και της Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά) προχώρησε τόσο ώστε να προτείνει ένα μορατόριουμ στην ανέγερση φυλακών και τη χρήση του εγκλεισμού ως ενός εξαιρετικά περιορισμένου μηχανισμού τελικής διεξόδου (Zimring και Hawkins 1991: 65- 6, 87). Και σημειώνω: συνεχείς εκκλήσεις για ποινική μεταρρύθμιση οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, προσέγγιζαν την έκκληση για την ολοκληρωτική κατάργηση της φυλακής". Outsiders του Becker, Επιτήρηση και Τιμωρία του Foucault, Against Criminology του Cohen, Becoming Deviant του Matza, The New Criminology των Taylor, Walton και Young, Punishment and Social Structure των Rusche και Kirchheimer, The Prison and the Factory των Melossi και Pavarini, Criminologia Critica e critica del Diritto Penale του Baratta, Ψυχιατρική και Αντιψυχιατρική και Ο θάνατος της οικογένειας του Cooper, Η Βιομηχανία της τρέλας του Szasz, Istituzione negata των Franco και Franca Basaglia, Στίγμα και Άσυλα του Goffman..., λίγα, ελάχιστα μόνο, όπως τα θυμάμαι και σε τυχαία σειρά, φρέσκα, αξόδευτα ακόμα σε λαϊκές αφηγήσεις και φτηνά σλόγκαν τα έργα που συντόνιζαν το μυαλό και το χέρι μας. Όμως δεν ήμασταν εμείς οι καλοί, ήταν η εποχή που σήκωνε το φρύδι στις ευκολίες, που γινόταν χαράκωμα ανάμεσα στο αίτημα και το φτηνιάρικο, ετοιμοπαράδοτο επιχείρημα. Και για να ξαναγυρίσω στον Bsaglia, ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που τον συνέδραμε να φτύσει το πανεπιστήμιο εάν ο όρος για πανεπιστημιακή καριέρα ήταν να βάλει στη στρούγκα το λαμπερό μυαλό του. Ξαναθυμήθηκα, λοιπόν, κάτι που είχα διαβάσει κι εξονυχιστικά συζητήσει τότε: εάν η κρίση νομιμοποίησης της ιδρυματικής μεταχείρισης της ψυχικής ασθένειας οδήγησε σε κάποιες περιπτώσεις στο κλείσιμο των ψυχιατρείων, η φυλακή ως θεσμός αποκλεισμού είναι πολύ πιο ανθεκτικός και πρέπει να δούμε πώς θα τοποθετηθούμε απέναντι σ' αυτήν την πραγματικότητα, παλεύοντας με τις αντιφάσεις μας ανάμεσα στην ηρωοποίηση [ενίοτε και καθαγίαση] του παράνομου ως πολιτικά δρώντος υποκειμένου [κάτι σαν, "μπουρλότο και φωτιά σε όλα -άντε, εκτός από μερικά!- κελιά"] και στην κατεγγελία του πολιτικού ρεφορμισμού [τουτέστιν, ξεπουλήματος] αν θέταμε το ζήτημα να μην "αγιάσει" στ' αλήθεια ο κρατούμενος μέχρι να μας κάτσει το ραντεβού μ' εκείνη την κοινωνία που δεν θα έχει φυλακές. Τότε. Και τι να πει κανείς για τώρα, που η φυλακή αποδεικνύει πλέον περίπτρανα ότι ήταν, είναι και θα παραμείνει ο κυρίρχος τιμωρητικός θεσμός γιατί επιτελεί δυσαναπλήρωτες λειτουργίες στο θεσμικό "νοικοκύρεμα" της αταξίας των κοινωνικών και οικονομικών όρων; Να αγνοήσουμε τα δεδομένα; Να κτυπήσουμε το ποδι κάτω και να σηκώσουμε τη γροθιά ψηλά ζητώντας να καταργηθούν οι φυλακές; Βαριέμαι να το κάνω, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν αυτή η ένστασή μου. Η ένστασή μου είναι ότι η φυλακή δεν αυτονομείται απ' τα συμφραζόμενα που της προσδίδουν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Η ένστασή μου είναι ότι στη φυλακή υπάρχουν κρατούμενοι κι εγώ χάνω την επαφή μου με το αντικείμενο όταν αυτό ορίζει ότι ο κρατούμενος αξίζει την προσοσχή μας μόνον εάν και όταν η οδύνη του συνηχεί με τα συνθήματά μας, αλλιώτικα είναι πολτός, μάζα, αποπροσωποποιημένος, μια εναλλακτική κατασκευή συλλογικού υποκειμένου ως raison d' être των κινητοποιήσεων.Ή μήπως οι κρατούμενοι θα σταματήσουν να πεθαίνουν [βιολογικά και κοινωνικά] στα κελιά τους εάν κάθε θάνατος συνοδεύεται από μια μηχανοκίνητη πορεία στη συγκεκριμένη φυλακή; Κι αν κάποιος τα πει αλλιώς θα του θυμώσουμε, θα τον προσβάλλουμε, θα του πετάξουμε τις ώρες πτήσης στα μούτρα για να αποστομωθεί; Όχι, δεν εννοώ ότι με αφορά προσωπικά αυτό το παιγνίδι, απλώς ότι αισθάνομαι ξυπόλυτη στ' αγκάθια μιας εποχής που δεν σου δίνει πια τίποτα που να μην είναι ετοιμοπαράδοτο, ποικίλης υφής και προέλευσης, αλλά εγώ εξακολουθώ ν' απεχθάνομαι τους αποκλεισμούς. Να πω για μια ακόμα φορά "ας πρόσεχα τις κεκτημένες μου ταχύτητες"; Ας το πω, τζ'αμπα είναι...
[1] Σίγουρα μεταξύ αυτών στις HΠA (Calahan 1979) και στην Iταλία (Melossi 1998b).
http://www.rai.tv/dl/RaiTV/programmi/media/ContentItem-cfebac70-263a-446d-9756-d8e9d01afc32.html
Οδηγήθηκα σ' αυτό από μια ανάρτηση σ' ένα blog που παρακολουθώ [La Belle Indifférence -] Είναι μια τηλεοπτική σειρά της RAI για τη ζωή του ιταλού αντι-ψυχίατρου Franco Basaglia
Δύσκολα δεν θα χαρακτήριζε κανείς ζοφερή την σημερινή κατάσταση στο χώρο της αντιμετώπισης των παραβατικών ανηλίκων. Επίσης δεν αποτελεί η ελληνική περίπτωση παγκόσμια πρωτοτυπία σε σχέση με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ανηλίκων που διοχετεύονται στους τιμωρητικούς ή, κατ’ επίφαση, αναμορφωτικούς θεσμούς. Εννοώ, ανήλικους προερχόμενους από τις ασθενέστερες κοινωνικές ομάδες ή αυτές που ήδη αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της κοινωνικής περιθωριοποίησης ή κοινωνικού ρατσισμού πριν καν την επαφή τους με τους τιμωρητικούς θεσμούς.
Το στοιχείο αυτό, όμως, δεν είναι απλώς πραγματολογικό. Οι πολλαπλές αναγνώσεις του αναδεικνύονται και αν το συναρτήσουμε με την επίσημη ρητορική περί νεανικής παραβατικότητας. Το χώρο, δηλαδή, όπου η νεανική παραβατικότητα ταυτίζεται σχεδόν με όρους κοινής λογικής με την προέλευση από τα πιο ανίσχυρα, υποβαθμισμένα και κοινωνικά στιγματισμένα τμήματα του πληθυσμού [φτωχοί, μετανάστες, τσιγγάνοι…] τα οποία ορίζονται ως κοινωνικά περιβάλλοντα στα οποία κατ’ εξοχήν παράγεται ή υποθάλπεται η εγκληματικότητα. Ρητορική η οποία αλληλεπιδρά και με την θεσμική αντιμετώπιση των ανήλικων παραβατών, δρομολογώντας έτσι μηχανισμούς αυτοεκπληρούμενης προφητείας: το ποινικό σύστημα δεν είναι μηχάνημα να ρίχνεις κέρμα και να βγάζει απόφαση. Λειτουργεί δια των υποκειμένων του, τα οποία παράγουν αποφάνσεις περί εγκληματιών και εγκληματικότητας. Αποφάνσεις που επιστρέφουν στην κοινωνία με την ισχύ μιας πραγματικής πραγματικότητας, η οποία επιβεβαιώνεται εσαεί με την ανακύκλωση των ίδιων πληθυσμών στους τιμωρητικούς θεσμούς ή/και την πρόκριση ιδρυματικών μορφών αντιμετώπισης παραβατικών ανηλίκων για τους οποίους εκτιμάται ότι το οικείο τους περιβάλλον, η οικεία τους κουλτούρα είναι εξ ορισμού εγκληματογόνα.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν απλώς θεωρητικά σχόλια, καθώς συναρτώνται άμεσα με τους μηχανισμούς οι οποίοι αντί να αποτρέψουν την παγίωση μιας εγκληματικής ταυτότητας, σε συγκεκριμένες τουλάχιστον περιπτώσεις μετατρέπουν σχεδόν νομοτελειακά τον ανήλικο παραβάτη σε ενήλικο εγκληματία. Για παράδειγμα, η δικαστική κρίση που θα οδηγήσει ή μη τον ανήλικο παραβάτη στην φυλακή δεν συναρτάται πάντα με τη βαρύτητα της πράξης αλλά με την αξιολόγηση αυτού που «είναι ή ενδεχόμενα θα γίνει» ο ανήλικος. Έτσι, ο εγκλεισμός συναρτάται με την προβολή νοημάτων σ’ αυτό το οποίο αποτελεί το οικείο περιβάλλον του ανήλικου, το περιβάλλον προέλευσης στο οποίο αναμένεται να επιστρέψει και το οποίο αξιολογείται ως εξ ορισμού και αναπόφευκτα εγκληματογόνο. Οπότε αναδύεται το εξής αδιέξοδο σχήμα κυκλικού αποκλεισμού: ο ανήλικος που έχει βιώσει συνθήκες κοινωνικής περιθωριοποίησης ή/και στιγματισμού πριν καν την επαφή του με το ποινικό σύστημα∙ μέσα από αυτήν την επαφή οδηγείται στην κορύφωση του κοινωνικού στιγματισμού∙ μετά τη λήξη της ποινής του, αφήνεται ουσιαστικά και πρακτικά αβοήθητος και με πολλαπλάσια κοινωνικά και προσωπικά προβλήματα.
Το περίεργο, λοιπόν, θα ήταν να μην επιστρέψει στη φυλακή και να ενταχθεί ομαλά στην κοινωνική ζωή.
Αυτό, λοιπόν, είναι για εμένα το μείζον πρόβλημα, αυτό το οποίο αποδομεί συνολικά το μοντέλο του κράτους/αρωγού στην περίπτωση του παραβατικού ανήλικου και όχι μόνον φυσικά.
Αυτό είναι το σημείο στο οποίο αλληλογρονθοκοπούνται οι διακηρύξεις με τις πρακτικές.
Αν επιμένουμε, με δυο λόγια, να χρησιμοποιούμε τα λεξιλόγια της αναμορφωτικής και επανακοινωνικοποιητικής πολιτικής για τους ανήλικους, θα πρέπει να δούμε τι προηγείται και, κυρίως, τι έπεται της επαφής τους με το ποινικό σύστημα. Ποιοι είναι και πώς λειτουργούν οι θεσμοί αρωγής του παραβατικού ανήλικου. Υπάρχει ένα συγκροτημένο θεσμικό πλαίσιο που να υποστηρίζει τον ανήλικο μετά τη λήξη του αναμορφωτικού ή σωφρονιστικού μέτρου; Νομίζω ότι και πάλι θα συμφωνήσουμε στο ότι δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από υποστελεχωμένους κρατικούς φορείς, ελλιπής χρηματοδότηση, μετακύλιση της κρατικής ευθύνης σε ΜΚΟ κλπ. Με δυο λόγια, τα στοιχεία που δείχνουν με σκληρά ποσοτικά δεδομένα πώς είναι οργανωμένο το σύστημα αντιμετώπισης της παραβατικότητας των ανηλίκων: για τον αποκλεισμό και όχι την ένταξη
Και αυτή είναι απλώς η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη η όψη αφορά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι ίδιοι οι φορείς κοινωνικής προστασίας του ανηλίκου το έργο τους και, κατ’ επέκταση, η αξιοπιστία τους απέναντι στους πληθυσμούς στους οποίους απευθύνονται.
Με βάση τα στοιχεία μιας ενδημικής πλέον κρατικής απροθυμίας για την οργάνωση ενός βιώσιμου υποστηρικτικού πλαισίου, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι η ζήτηση υπερκαλύπτει την προσφορά. Εγώ όμως αυτό το θέτω ως ερώτημα: πόσοι από το σύνολο των εν δυνάμει ενδιαφερόμενων απευθύνονται όντως στους υπάρχοντες φορείς; Η εκτίμησή μου είναι ότι πρόκειται για ένα απειροελάχιστο ποσοστό για λόγους που υπερβαίνουν τις τεχνικές / οικονομικές δυσκολίες κάλυψης περισσότερων περιπτώσεων.
Το ειδικότερο ερώτημα το οποίο θέτω, λοιπόν, είναι το εξής: Μήπως οι "παράπλευρες απώλειες" του συνολικού συστήματος οφείλονται και στον αριθμό και το είδος των εξαιρέσεων τις οποίες θεσμοποιούν ή παγιώνουν μέσα από τις πρακτικές τους οι ίδιοι οι φορείς;
Παραδείγματα:
ανήλικος με τσάτρα πάτρα διαγνωσμένη εντός του ιδρύματος ψυχική διαταραχή και, συνάμα, εξαρτημένος τι πιθανότητες έχει να γίνει δεκτός σε πρόγραμμα απεξάρτησης;
Υπάρχουν φορείς οι οποίοι να συνδράμουν ανήλικους με ψυχολογικά ή ψυχιατρικά προβλήματα είτε προϋφιστάμενα τα οποία επιδείνωσε ο εγκλεισμός είτε προκληθέντα από τον ίδιο τον εγκλεισμό. Και τι προϋποθέσεις πρέπει να πληροί ο ανήλικος προκειμένου να βοηθηθεί;
Υπάρχει κάποιος βαθμός αποσάθρωσης του κοινωνικού περιβάλλοντος προέλευσης, πέραν του οποίου η συνδρομή θεωρείται εξ ορισμού αδιέξοδη άρα ο φορέας δεμ "λερώνει" καν τα χέρια του;
Και, τέλος, όταν ο ανήλικος συνδυάζει όλα ή κάποια από τα παραπάνω, ποιος Καιάδας τον περιμένει ως εξ ορισμού «χαμένη περίπτωση»;
Τους τελευταίους μήνες είχα την πολύ δυσάρεστη εμπειρία, ασχολούμενη με μια συγκεκριμένη περίπτωση νεαρής ενήλικης πλέον κρατούμενης, στο μικρό διάλειμμα ανάμεσα σε δύο εγκλεισμούς να μάθω όλες τις εκδοχές αυτών των εξαιρέσεων. Και το ακόμα χειρότερο, να ακούσω τα ποικίλα αιτιολογικά με βάση τα οποία οι φορείς στους οποίους απευθύνθηκα εξηγούσαν την αδυναμία τους να επιληφθούν και τα οποία ορισμένες φορές έφταναν στα όρια του κυνισμού –μην ασχολείσαι, δυστυχώς είναι χαμένη περίπτωση.
Φυσικά και ο καθένας μας θα μπορούσε να καταλάβει κάποιες ασυμβατότητες με την βασική δομή προγραμμάτων θεραπευτικής ή κοινωνικής υποστήριξης ανηλίκων σε περιπτώσεις που ξεφεύγουν απ’ την θεσπισμένη κανονικότητα των περιστατικών που μπορούν να υποδεχθούν αυτοί οι φορείς.
Αυτή η κανονικότητα, όμως, όμως δεν νομιμοποιεί μια στάση ανοχής αν όχι και αποδοχής του ότι υπάρχουν χαμένες περιπτώσεις ως παράπλευρες απώλειες. Αντίθετα, πιστεύω ότι αναλογεί σε όλους μας ένας βαθμός ευθύνης για κάθε "χαμένη περίπτωση" που επιβεβαιώνει αυτόν τον χαρακτηρισμό μέσα από την ίδια την επώδυνη πορεία σε άνυδρα τοπία που βρίθουν αποκλεισμών στην οποία μοιραία ωθείται.
Χαμένες περιπτώσεις δεν υπάρχουν αν δεν τις ορίσουμε ως τέτοιες θεσπίζοντας ή επινοώντας defacto εξαιρέσεις. Αντίθετα, πιστεύω ότι είναι ακριβώς οι εξαιρέσεις, οι περιπτώσεις που δεν χωράνε στα βρισκούμενα, αυτές που πρέπει να διαμορφώνουν νέα αιτήματα γιατί, ενόσω δεν έχουμε το κουράγιο να αποδεχτούμε το αντίθετο, κανένα παιδί δεν μπορεί να είναι χαμένη περίπτωση. Διαφορετικά, ας έχουμε το θάρρος να διαγράψουμε τις λέξεις ενσωμάτωση ή επανακοινωνικοποίηση από το λεξιλόγιό μας και να αποδεχτούμε αμαχητί την κατάσταση: καθώς η βία των οικονομικών και κοινωνικών όρων θα παράγει συνεχώς νέες εξαιρέσεις, οι «χαμένες περιπτώσεις» θα παγιωθούν ως ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Στο βαθμό που ζητήθηκε να καταθέσουμε προτάσεις, ένα κλιμακούμενο πλαίσιο προτάσεων θα μπορούσαν να διαμορφώσουν τα παρακάτω παραθέματα.
Τα δύο πρώτα είναι από ερώτηση που κατέθεσε το καλοκαίρι στη Βουλή ο Περικλής Κοροβέσης και το τρίτο από συνέντευξη που έδωσε το 1991 ο δάσκαλος πολλών από εμάς, ιταλός καθηγητής AlessandroBarattaστο περιοδικό Dei delitti e delle pene
«Στη πρόσφατη έκθεση της «Ποινικό Μητρώο Ανηλίκων και Νεαρών Ενηλίκων» η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου υπογραμμίζει ότι οι ανήλικοι συνιστούν μία ιδιαίτερη κατηγορία παραβατών με δεδομένο μάλιστα ότι η νεανική συμπεριφορά, που δεν συμμορφώνεται με το σύνολο των κοινωνικών κανόνων και αξιών, συνιστά συχνά μέρος της διαδικασίας ωρίμανσης και έχει την τάση, στα περισσότερα άτομα, να εξαλείφεται ,χωρίς καμία εξωτερική παρέμβαση, με τη μετάβασή τους στην ενηλικότητα»
«Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 37, εδ. β’ της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού: «Κανένα παιδί να μη στερείται την ελευθερία του/της κατά τρόπο παράνομο ή αυθαίρετο. Η σύλληψη, κράτηση ή φυλάκιση ενός παιδιού πρέπει να είναι σύμφωνη με το νόμο, να μην αποτελεί παρά ένα έσχατο μέτρο και να είναι της μικρότερης δυνατής χρονικής διάρκειας».
«Η κοινωνική επανένταξη είναι ένας στόχος ο οποίος θα πρέπει να επιδιώκεται όχι διαμέσου της φυλακής, αλλά παρά την ύπαρξη της φυλακής […] Από την σκοπιά της κοινωνικής επανένταξης του κρατούμενου, αναμφίβολα η καλύτερη φυλακή είναι η φυλακή που δεν υπάρχει: καμιά φυλακή δεν είναι χρήσιμη ενόψει αυτού του στόχου, αλλά υπάρχουν φυλακές χειρότερες από άλλες»
*Εισήγηση στην ημερίδα που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για τα Δικαιώματα των Κρατούμενων στο πλαίσιο της καμπάνιας Κανένα παιδί σε κελί