...και ως ανάδυση του φύλου, στις φυλακές Armagh
της Μαρίας Τσιγάρα
dirty protest Armagh
Stuart Brisley
Αντί εισαγωγής: Η dirty protest των ανδρών του Long Kesh… Από το 1968, καθώς οι διαμάχες στην Βόρεια Ιρλανδία κλιμακώνονται, παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού των βρετανικών φυλακών με κρατούμενους του IRA. Η αύξηση αυτή, όπως επισημαίνει και ο Feldman(1991) ο οποίος έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το ζήτημα, αντικατοπτρίζει την στάση του βρετανικού κράτους έναντι της πολιτικής διαμάχης στην βόρεια Ιρλανδία. Σταδιακά η αναγνώριση της εθνικής και πολιτικής καταγωγής των κρατουμένων μεταστοιχειώθηκε σε εγκληματικοποίηση τους, ακυρώνοντας τις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στις διαμάχες. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση είχε παραχωρήσει το status του πολιτικού κρατούμενου μόλις το 1972 και μετά από διαρκείς απεργίες πείνας των κρατουμένων. Το 1976 όμως το αποσύρει, εξαιρώντας δηλαδή τους παραστρατιωτικούς της βόρειας Ιρλανδίας από την ειδική κατηγορία των πολιτικών κρατουμένων. Κατά την περίοδο που οι κρατούμενοι αποτελούσαν ειδική κατηγορία, συγκροτούσαν μια συλλογικότητα εντός της φυλακής, με δική της οργάνωση, απαλλαγμένη από την ιδρυματική εργασία και την ομοιόμορφη ένδυση. Είχαν την δυνατότητα να συναναστρέφονται και να εκπαιδεύονται. Η νέα αποπολιτικοποίηση του στάτους τους, τους έφερε σε μια ολότελα νέα κατάσταση, όπου ουσιαστικά, αντιμετωπίζονται ως μονάδες, ως άτομα, περιορίζονται ο καθένας στο κελί του, με όμοια ενδυμασία με τους άλλους τρόφιμους, αριθμό ταυτότητας ενώ τους επιβάλλεται και ο κανόνας της σιωπής. Υπόκεινται, κατά συνέπεια, στις πρακτικές των ολοπαγών ιδρυμάτων, με την έννοια που να αναλύει ο Γκόφφμαν στα Άσυλα, και οι οποίες οδηγούν στην απονέκρωση του εαυτού, στην ακύρωση της ιδιαίτερης ταυτότητας. Ενώ ως τότε είχαν αποφύγει, ως ένα βαθμό και σε σχέση με τους κοινούς κρατούμενους, αυτές τις πρακτικές, εντάχθηκαν πλέον στον αυστηρό προγραμματισμό της φυλακής το οποίο έλεγχε κάθε πτυχή της ζωής τους, ακολουθούσαν το ίδιο πρόγραμμα με τους υπόλοιπους έγκλειστους, από τους οποίους δεν διαχωρίζονταν ούτε και χωρικά. Γεγονός το οποίο δεν αποδέχονταν καθώς το εκλαμβάνανε ως μιαντική έκθεση σε ανεπιθύμητες συναναστροφές την οποία επικύρωνε η ομοιομορφία της ένδυσης με τη στολή του ιδρύματος: Η στολή έρχεται να στιγματίσει το σώμα, όπως επισημαίνει και ο Feldman (1991), να δημιουργήσει έναν δεύτερο εγκλεισμό μέσα στον εγκλεισμό, να κάνει το σώμα αναγνώσιμο από τους φύλακες. Το «στίγμα» της στολής προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις μεταξύ των κρατουμένων. Στην φυλακή Long Kesh οι παραστρατιωτικοί ως απάντηση, ξεκινούν την "blanket protest"(διαμαρτυρία της κουβέρτας) κατά την οποία, αρνούμενοι να φορούν τις στολές της φυλακής και μη έχοντας άλλα ενδύματα, καλύπτονταν με τις κουβέρτες τους ή σε πολλές περιπτώσεις έβγαιναν γυμνοί από τα κελιά τους, καθιστάμενοι έτσι ακόμη πιο ευάλωτοι στην κακοποίηση και τις παρενοχλήσεις των φυλάκων. Με τις κακοποιήσεις των φυλάκων εναντίον τους να γίνονται όλο και συχνότερες (στις οποίες συγκαταλέγονταν σωματικοί έλεγχοι, πρωκτική εξέταση με καθρέφτη για τον εντοπισμό λαθραίων αντικειμένων, άρνηση επίσκεψης στην τουαλέτα, άρνηση στο πλύσιμο, περιορισμός τροφής κλπ), οι κρατούμενοι, αρχίζουν να μην βγαίνουν από τα κελιά τους ούτε καν για να πάνε στην τουαλέτα(1978), μετατρέποντας, προοδευτικά και ουσιαστικά εξαιτίας της κλιμακούμενης βίας από τους δεσμοφύλακες, την "blanket protest" στην "dirty ή no wash protest". Πραγματοποιούν τις ανάγκες τους εντός των κελιών τους ενώ απλώνουν τα περιττώματα του στους τοίχους, γράφοντας μάλιστα πολλές φορές συνθήματα με αυτά: Με την "no wash protest", οι φυλακισμένοι ξαναντύνουν τα γυμνά σώματά τους με μια νέα απωθητική επιφάνεια αντίστασης (Feldman,1991). Η σωματική τους μιαρότητα, από τρωτότητα τους παρείχε πια ενδυνάμωση (empowerment). Ανασημαίνοντας τα περιττώματα τους στους τοίχους, τα καθιστούν εγγραφές, αποδείξεις του τι συνέβαινε στην φυλακή. Στην μίανση του σώματός τους από τους φύλακες, οι κρατούμενοι απαντούν με την εξωτερίκευση της μιαρότητας και την εγγραφή της στους τοίχους, το μιαρό κελί συμβολίζει το παραβιασμένο, μιασμένο σώμα των κρατουμένων. Η διοίκηση αντιδρά με συνεχή μετεγκατάσταση σε καθαρά κελιά και καταναγκαστικό, εξαιρετικά βίαιο, πλύσιμο και ξύρισμα, ακόμη και ρίψη καυτού νερού πάνω στους κρατούμενους ενόσω βρίσκονταν μέσα στα κελιά προκαλώντας τους έτσι και εγκαύματα. Όμως η διάβρωση του τιμωρητικού μηχανισμού από τα ίδια του τα εργαλεία είναι πλέον γεγονός. Η αντίσταση μέσα στην φυλακή, πρώτα με την «διαμαρτυρία της κουβέρτας» στην συνέχεια με την "dirty protest" και τέλος με την απεργία πείνας, δίνει στους αγώνες εντός της φυλακής, έναν χαρακτήρα ισοδύναμου συμπληρώματος με τις μάχες στους δρόμους. Καθιερώνει τους διαμαρτυρόμενους ως μαρτυρικές μορφές και το δοχείo–όπλο για αυτό είναι το ίδιο το γυμνό, βρώμικο, στερημένο από τροφή σώμα. Όπως αναφέρει ο Feldman (1991), παραπέμποντας σε μια φουκωική προσέγγιση, το σώμα είναι ένα ουσιώδες συστατικό της υλικής κατάστασης του εγκλεισμού. Οποιαδήποτε επιτελεστική μετατροπή του σώματος, αμοιβαία μετέτρεπε τις υλικές συνθήκες του εγκλεισμού. Έτσι το σώμα, μέσω της ανασήμανσής του, διαρρηγνύει την πειθαρχία της φυλακής παράγοντας αντίσταση.
Αντί εισαγωγής: Η dirty protest των ανδρών του Long Kesh… Από το 1968, καθώς οι διαμάχες στην Βόρεια Ιρλανδία κλιμακώνονται, παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού των βρετανικών φυλακών με κρατούμενους του IRA. Η αύξηση αυτή, όπως επισημαίνει και ο Feldman(1991) ο οποίος έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το ζήτημα, αντικατοπτρίζει την στάση του βρετανικού κράτους έναντι της πολιτικής διαμάχης στην βόρεια Ιρλανδία. Σταδιακά η αναγνώριση της εθνικής και πολιτικής καταγωγής των κρατουμένων μεταστοιχειώθηκε σε εγκληματικοποίηση τους, ακυρώνοντας τις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στις διαμάχες. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση είχε παραχωρήσει το status του πολιτικού κρατούμενου μόλις το 1972 και μετά από διαρκείς απεργίες πείνας των κρατουμένων. Το 1976 όμως το αποσύρει, εξαιρώντας δηλαδή τους παραστρατιωτικούς της βόρειας Ιρλανδίας από την ειδική κατηγορία των πολιτικών κρατουμένων. Κατά την περίοδο που οι κρατούμενοι αποτελούσαν ειδική κατηγορία, συγκροτούσαν μια συλλογικότητα εντός της φυλακής, με δική της οργάνωση, απαλλαγμένη από την ιδρυματική εργασία και την ομοιόμορφη ένδυση. Είχαν την δυνατότητα να συναναστρέφονται και να εκπαιδεύονται. Η νέα αποπολιτικοποίηση του στάτους τους, τους έφερε σε μια ολότελα νέα κατάσταση, όπου ουσιαστικά, αντιμετωπίζονται ως μονάδες, ως άτομα, περιορίζονται ο καθένας στο κελί του, με όμοια ενδυμασία με τους άλλους τρόφιμους, αριθμό ταυτότητας ενώ τους επιβάλλεται και ο κανόνας της σιωπής. Υπόκεινται, κατά συνέπεια, στις πρακτικές των ολοπαγών ιδρυμάτων, με την έννοια που να αναλύει ο Γκόφφμαν στα Άσυλα, και οι οποίες οδηγούν στην απονέκρωση του εαυτού, στην ακύρωση της ιδιαίτερης ταυτότητας. Ενώ ως τότε είχαν αποφύγει, ως ένα βαθμό και σε σχέση με τους κοινούς κρατούμενους, αυτές τις πρακτικές, εντάχθηκαν πλέον στον αυστηρό προγραμματισμό της φυλακής το οποίο έλεγχε κάθε πτυχή της ζωής τους, ακολουθούσαν το ίδιο πρόγραμμα με τους υπόλοιπους έγκλειστους, από τους οποίους δεν διαχωρίζονταν ούτε και χωρικά. Γεγονός το οποίο δεν αποδέχονταν καθώς το εκλαμβάνανε ως μιαντική έκθεση σε ανεπιθύμητες συναναστροφές την οποία επικύρωνε η ομοιομορφία της ένδυσης με τη στολή του ιδρύματος: Η στολή έρχεται να στιγματίσει το σώμα, όπως επισημαίνει και ο Feldman (1991), να δημιουργήσει έναν δεύτερο εγκλεισμό μέσα στον εγκλεισμό, να κάνει το σώμα αναγνώσιμο από τους φύλακες. Το «στίγμα» της στολής προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις μεταξύ των κρατουμένων. Στην φυλακή Long Kesh οι παραστρατιωτικοί ως απάντηση, ξεκινούν την "blanket protest"(διαμαρτυρία της κουβέρτας) κατά την οποία, αρνούμενοι να φορούν τις στολές της φυλακής και μη έχοντας άλλα ενδύματα, καλύπτονταν με τις κουβέρτες τους ή σε πολλές περιπτώσεις έβγαιναν γυμνοί από τα κελιά τους, καθιστάμενοι έτσι ακόμη πιο ευάλωτοι στην κακοποίηση και τις παρενοχλήσεις των φυλάκων. Με τις κακοποιήσεις των φυλάκων εναντίον τους να γίνονται όλο και συχνότερες (στις οποίες συγκαταλέγονταν σωματικοί έλεγχοι, πρωκτική εξέταση με καθρέφτη για τον εντοπισμό λαθραίων αντικειμένων, άρνηση επίσκεψης στην τουαλέτα, άρνηση στο πλύσιμο, περιορισμός τροφής κλπ), οι κρατούμενοι, αρχίζουν να μην βγαίνουν από τα κελιά τους ούτε καν για να πάνε στην τουαλέτα(1978), μετατρέποντας, προοδευτικά και ουσιαστικά εξαιτίας της κλιμακούμενης βίας από τους δεσμοφύλακες, την "blanket protest" στην "dirty ή no wash protest". Πραγματοποιούν τις ανάγκες τους εντός των κελιών τους ενώ απλώνουν τα περιττώματα του στους τοίχους, γράφοντας μάλιστα πολλές φορές συνθήματα με αυτά: Με την "no wash protest", οι φυλακισμένοι ξαναντύνουν τα γυμνά σώματά τους με μια νέα απωθητική επιφάνεια αντίστασης (Feldman,1991). Η σωματική τους μιαρότητα, από τρωτότητα τους παρείχε πια ενδυνάμωση (empowerment). Ανασημαίνοντας τα περιττώματα τους στους τοίχους, τα καθιστούν εγγραφές, αποδείξεις του τι συνέβαινε στην φυλακή. Στην μίανση του σώματός τους από τους φύλακες, οι κρατούμενοι απαντούν με την εξωτερίκευση της μιαρότητας και την εγγραφή της στους τοίχους, το μιαρό κελί συμβολίζει το παραβιασμένο, μιασμένο σώμα των κρατουμένων. Η διοίκηση αντιδρά με συνεχή μετεγκατάσταση σε καθαρά κελιά και καταναγκαστικό, εξαιρετικά βίαιο, πλύσιμο και ξύρισμα, ακόμη και ρίψη καυτού νερού πάνω στους κρατούμενους ενόσω βρίσκονταν μέσα στα κελιά προκαλώντας τους έτσι και εγκαύματα. Όμως η διάβρωση του τιμωρητικού μηχανισμού από τα ίδια του τα εργαλεία είναι πλέον γεγονός. Η αντίσταση μέσα στην φυλακή, πρώτα με την «διαμαρτυρία της κουβέρτας» στην συνέχεια με την "dirty protest" και τέλος με την απεργία πείνας, δίνει στους αγώνες εντός της φυλακής, έναν χαρακτήρα ισοδύναμου συμπληρώματος με τις μάχες στους δρόμους. Καθιερώνει τους διαμαρτυρόμενους ως μαρτυρικές μορφές και το δοχείo–όπλο για αυτό είναι το ίδιο το γυμνό, βρώμικο, στερημένο από τροφή σώμα. Όπως αναφέρει ο Feldman (1991), παραπέμποντας σε μια φουκωική προσέγγιση, το σώμα είναι ένα ουσιώδες συστατικό της υλικής κατάστασης του εγκλεισμού. Οποιαδήποτε επιτελεστική μετατροπή του σώματος, αμοιβαία μετέτρεπε τις υλικές συνθήκες του εγκλεισμού. Έτσι το σώμα, μέσω της ανασήμανσής του, διαρρηγνύει την πειθαρχία της φυλακής παράγοντας αντίσταση.
Mairead Farrell [1]
Οι γυναίκες της φυλακής Armagh
Τον Φεβρουάριο του 1980, οι γυναίκες κρατούμενες του IRA στην φυλακή Armagh, αποφασίζουν και αυτές να ξεκινήσουν την δική τους "dirty protest", διαμαρτυρόμενες επίσης για τη στέρηση του στάτους του πολιτικού κρατούμενου. Είχε προηγηθεί αποχή από την εργασία της φυλακής, η οποία επίσης πρωτύτερα δεν ίσχυε για τις πολιτικές κρατούμενες (στις γυναίκες δεν επιβλήθηκε η κοινή ένδυση). Η διοίκηση, απαντώντας, κλιμακώνει την βία εναντίον τους. Όπως και στην περίπτωση των ανδρών, οι ενέργειες των φυλάκων, παίρνουν μια απρόσμενη τροπή, καθώς οι κρατούμενες μετατρέπουν την τιμωρία τους σε όπλο…
Τα γεγονότα-αφορμή, που οδήγησαν τις γυναίκες στην δική τους "dirty protest", εξελίχθηκαν ως εξής: οι γυναίκες κλήθηκαν σε ένα πλούσιο γεύμα προκειμένου να βγουν από τα κελιά τους. Ακολούθησε επιδρομή των φυλάκων σε αυτά και έρευνα των χώρων. Η Mairead Farrell (αρχηγός των γυναικών) υποστήριξε ότι η επιδρομή έγινε για να εντοπίσουν μαύρα ρούχα, τα οποία συμβόλιζαν την υποστήριξη του IRA. Παράλληλα οι ίδιες υποβλήθηκαν σε βίαιο σωματικό έλεγχο και ξυλοδαρμό, με σαφές σεξουαλικό «υπόστρωμα», καθώς για αυτόν τον έλεγχο ειδικά έφεραν άντρες φύλακες από τις ανδρικές φυλακές με το πρόσχημα ότι έτσι θα συντόμευε ο χρόνος του ελέγχου. Η τιμωρία τους, όπως επισημαίνει και η Begonia Aretxaga(1997), είχε σαφώς έμφυλο χαρακτήρα. Οι άντρες δεσμοφύλακες, ενώ τους έδερναν, τους έσκιζαν τα ρούχα ή, αστειευόμενοι, σχολίαζαν το θύμα τους με σεξουαλικού περιεχομένου σχόλια κλπ. Δεν επρόκειτο μόνο για εκπειθάρχηση αλλά για ταπείνωση της γυναίκας-κρατούμενης και επικύρωσης της κυριαρχίας του άντρα δεσμοφύλακα. Άλλωστε, όπως υποστήριξε ο Φουκώ, η σεξουαλικότητα μοιάζει να είναι μια πυκνή μετάθεση για τις σχέσεις εξουσίας. Η βία που ασκήθηκε στις ιρλανδές κρατούμενες δεν συνιστούσε μόνο πειθαρχική τεχνολογία στο σώμα αλλά βασιζόταν και σε μια πολιτισμική και ψυχολογική διάσταση: Οι άντρες-φύλακες είχαν πλήρη επίγνωση του ότι με αυτές τις ενέργειες θα θίξουν, θα ταπεινώσουν, θα βεβηλώσουν όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή των εγκλείστων. Κατά τον Φουκώ η τιμωρία έχει στόχο και την ψυχή, να επιδράσει βαθύτερα στην σκέψη, στη θέληση, στο θυμικό (1976) ειδικά σε σώματα, όπως αυτών των γυναικών, που είχαν ενσταλάξει, εγγράψει το habitus ενός αυστηρού καθολικού περιβάλλοντος, όπου δεν γινόταν ποτέ λόγος για την σεξουαλικότητα.
Μετά από αυτήν την άγρια διαμάχη, απαγορεύτηκε στις κρατούμενες να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες και τα ντους και περιόρισαν το φαγητό τους. Στην συνέχεια, και όταν οι πόρτες ξανάνοιξαν, οι ίδιες οι κρατούμενες αρνούνταν να βγουν, εναποθέτοντας όλες τις σωματικές ακαθαρσίες τους εντός των κελιών τους και στους διαδρόμους. Ακαθαρσίες που πια δεν αποτελούνταν μόνο από περιττώματα και ούρα, όπως στα αντίστοιχα κελιά του Long Kesh, αλλά και από αίμα. Στην περίπτωση δηλαδή των γυναικών, προέκυψε και μια άλλη διάσταση της διαμαρτυρίας προσθέτοντας σε αυτήν την "κοπρολογική οικολογία", όπως την ονόμασε ο Feldman(1991), και το αίμα της περιόδου. Μέσω του αίματος, εισήγαγαν μια ολότελα έμφυλη διάσταση του καθεστώτος της κράτησής τους, φέρνοντας στο προσκήνιο τον έμφυλο χαρακτήρα της ποινής τους, ως εκτεθειμένες στην σεξουαλική κακοποίηση των αντρών φυλάκων, αλλά και τον δικό τους αγώνα που συνήθως επισκιαζόταν από τις ενέργειες των ανδρών του IRA. Με άλλα λόγια μέσω της προσθήκης του αίματος, απέκτησαν ορατότητα ως έμφυλα όντα, καταδεικνύοντας επιπλέον πως ναι μεν είναι ίσες με τους άνδρες στον αγώνα αυτό αλλά, ταυτόχρονα, είναι και διαφορετικές. Έτσι, θα έλεγε κανείς πως βγήκαν από μια διπλή σιωπή: από την μια αυτή που προέκυπτε από τους άνδρες συναγωνιστές τους ως προς την πρόσφορά τους στον αγώνα και, από την άλλη, ως γυναίκες κρατούμενες με πολύ διαφορετικές ανάγκες από αυτές των ανδρών καθώς και ευάλωτα σημεία.
Η θέαση του αίματος της εμμήνου ρύσεως έρχεται να ταράξει τα νερά, όχι μόνο του βρετανικού ποινικού συστήματος που τις κακοποιεί, των ανδρών του IRA που θεωρούν δευτερεύουσας σημασίας την πρόσφορά τους, άλλα ακόμα και του καθολικού περιβάλλοντος εντός του οποίου είχαν γαλουχηθεί αυτές οι γυναίκες και το οποίο αντιμετώπιζε ως ταμπού καθετί που αφορούσε το σώμα, την σεξουαλικότητα, κατά συνέπεια και την έμμηνο ρύση.
Το αίμα Η παρουσία του αίματος, όπως γραφεί και η Begonia Aretxaga (1995), κατέστησε τα σώματα των γυναικών της Armagh απολύτως έμφυλα και σεξουαλικοποιημένα. Τα έμμηνα σόκαραν όχι μόνο ως κάτι το μιαρό αλλά, πάνω από όλα, ως κατεξοχήν σεξουαλικοποιημένο. Επιπλέον οι συνδηλώσεις περί γονιμότητας, βίας και πόνου επίσης δεν διέφευγαν της σκέψης… Οι γυναίκες που μετείχαν στους αγώνες του IRA αποσιωπούνταν όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου της Aretxaga (1997), στο οποίο ασχολείται με το ζήτημα των γυναικών αγωνιστριών, είναι ενδεικτικός. Η παρουσία των γυναικών στις φυλακές Armagh επίσης αποσιωπείται, ακόμα και η προβολή της "dirty protest" επικεντρώνεται στους άντρες. Ήδη την ίδια τη στιγμή που το εμμηνορροϊκό αίμα των γυναικών κάνει την εμφάνιση του στο πάτωμα και τους τοίχους της φυλακής, επιχειρείται και πάλι η αποσιώπηση του γεγονότος όχι μόνο από την διοίκηση της φυλακής αλλά και από τους οικείους των εγκλείστων λόγω της ντροπής που το συνοδεύει. Όμως το γεγονός ξεπερνά τις αποσιωπήσεις, ακόμα και τις δηλωμένες προθέσεις των ίδιων των γυναικών που δεν είχαν ως σκοπό την ανάδειξη του έμφυλου ζητήματος, και φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα φεμινισμού, βίας και διαμαρτυρίας, τα οποία διαφορετικά δεν θα αναδεικνύονταν. Η ντροπή που αισθάνονταν και οι άντρες αλλά και οι ίδιες οι διαμαρτυρόμενες ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο είχαν γαλουχηθεί, εντός ενός πολύ αυστηρού καθολικού περιβάλλοντος, όπου αποτελούσε ταμπού αυτή η μηνιαία "μιαρή έκκριση" που συνοδεύει την ζωή μιας γυναίκας. Το προβαλλόμενο γυναικείο πρότυπο είναι της Παρθένου, με ιδανικό στόχο μια μητρότητα της οποίας αποκρύπτεται η σχέση με τη σεξουαλική επαφή και οδηγεί τις γυναίκες σε ένα μίσος εναντίον του ίδιου τους του σώματος, καθώς το σώμα δεν παραμένει ποτέ σε μια άυλη, ουδέτερη, ασεξουαλική σφαίρα, δημιουργώντας έτσι ενοχές για την υλική του διάσταση και τη σχέση του με τη σεξουαλικότητα. Στο πολιτισμικό αυτό πλαίσιο, η έμμηνος ρύση θεωρείται μιαρή όπως και οι γυναίκες στο διάστημα αυτό. Επομένως, με το να μετέχουν οι γυναίκες αυτής της διαμαρτυρίας υπερέβαιναν και τις επιταγές με τις οποίες είχαν κοινωνικοποιηθεί. Άλλωστε αυτό ακριβώς αποδεικνύει και η μη στήριξη τους από το περιβάλλον τους, καθώς οι οικογένειές τους τις αντιμετώπιζαν, σε ένα μεγάλο ποσοστό, αρνητικά: Η κατάλυση κάθε παραμέτρου καθαριότητας και υγιεινής, η έκθεση της σεξουαλικής τους διαφοράς, μέσω της περιόδου τους, θεωρείτο ανάρμοστη για μια γυναίκα. Η Aretxaga(1997) αναδεικνύει το εμμηνορροϊκό αίμα ως σύμβολο των αληθινών σωμάτων των γυναικών του IRA. Το αίμα αυτό, αντικειμενικοποίησε την διαφορά τους, τις έκανε γυναίκες άσχετα με το γεγονός ότι, ακόμα και στην ίδια τους την κοινότητα, τις αποκαλούσαν κορίτσια, ουδετεροποιώντας τες σεξουαλικά. Μάλιστα υπολάνθανε η αντίληψη ότι η πολιτική δράση (πόσο μάλλον η φυλάκιση) δεν άρμοζε στις γυναίκες και ειδικά στις παντρεμένες. Μετά το γάμο, θεωρούσαν ότι έπρεπε να παύει κάθε πολιτική δραστηριότητα. Το αίμα, λοιπόν, λειτούργησε ως ένα μαρκάρισμα του φύλου (gender marker). Όπως αναφέρει η Leila Neti (Aldama,επιμ. 2003), ένα πρωτόγονο σύμβολο έρχεται να αποσταθεροποιήσει μοντέρνες πρακτικές πειθαρχίας και Λόγους της νεωτερικότητας (υγιεινή κλπ). Κατά την Mary Douglas(1984), οι νεωτερικές κοινωνίες διακατέχονται από τρόμο όσο αφορά την μόλυνση, ως ένα matter out of place, ως κάτι που απειλεί την τάξη. Ως μιαρό δηλαδή ορίζει αυτό που απειλεί την εκάστοτε τάξη πραγμάτων (in context πάντα). Η Douglas(1984), αναφέρει στο «Purity and Danger» ότι όλα τα όρια είναι επικίνδυνα γιατί είναι ευάλωτα και τα ανοίγματα του σώματος συμβολίζουν τα τρωτά του σημεία. Κατ' επέκταση, οτιδήποτε τα διασχίζει ενδύεται με φόβο ή δύναμη. Και ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο, αυτή η «ένδυση» διαφέρει (π.χ, στην εβραϊκή παράδοση το αίμα θεωρείται πηγή ζωής, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να το αγγίζει κανείς, παρά μόνο σε ειδικές περιστάσεις). Η Douglas(1984) επίσης υποστηρίζει ότι βιώνουμε τα σεξουαλικά μας σώματα διαμεσολαβούμενα από πολιτισμικές αναπαραστάσεις. Σε αυτές, οι γυναίκες (τουλάχιστον σε μεγάλο κομμάτι της δύσης) είναι πιο επιρρεπείς στην μόλυνση ως φορείς μιαρότητας, ως σώματα με διαρροές ("leaking bodies") από μη ελεγχόμενα υγρά, όπως το αίμα. Ο έλεγχος των ροών του σώματος συνδέεται με την ντροπή. Η εκπαίδευση του παιδιού για την τουαλέτα για παράδειγμα, στοχεύει ακριβώς στο να την περιορίσει. Αντίθετα το αίμα της περιόδου δεν ελέγχεται, συνιστώντας πάντα πηγή ντροπής για τη γυναίκα. Στην δυτική κουλτούρα αναφέρει η Elisabeth Grosz(1994) τα σωματικά υγρά-ροές είναι αναγκαία αλλά είναι μη αξιοπρεπή, μη ποιητικά, καθημερινά χαρακτηριστικά της ύπαρξης. Το γυναικείο σώμα, συνεχίζει, κατασκευάστηκε ως μια ροή χωρίς σχήμα και αυτό το μη σχήμα που εμπεριέχει όλα τα σχήματα συνιστά αταξία, απειλεί την τάξη άρα, σύμφωνα με το σχήμα της Douglas, συνδέεται άμεσα με την μιαρότητα. Όλα συμβολίζουν το σώμα αλλά και το σώμα συμβολίζει τα πάντα (Douglas,1984), αναπαριστά κοινωνικές και συλλογικές φαντασιώσεις και εμμονές. Οι επιφάνειες και τα ανοίγματά του αναπαριστούν την πολιτισμική περιθωριακότητα, την κοινωνική αποδοχή, την διαμάχη. Τα απειλούμενα όρια του πολιτικού σώματος αντικατοπτρίζονται στην φροντίδα για αγνότητα του φυσικού σώματος. Η μιαρότητα των γυναικών της φυλακής Armagh απειλούσε κατά αυτόν τον τρόπο όχι μόνο την τάξη της φυλακής ως πειθαρχικού συστήματος αλλά και την τάξη του άμεσου περιβάλλοντος εντός του οποίου οι εξεγερμένες είχαν κοινωνικοποιηθεί, της ίδιας της κοινότητας τους, Συνάμα, οι σωματικές τους ακαθαρσίες-παράγωγα δεν απειλούσαν μόνο τις δομές της φυλακής, τις δομές εξουσίας, άλλα και το ίδιο το υλικό σώμα των δεσμοφυλάκων. Ο φόβος του προνεωτερικού-μιαρού αίματος και των περιττωμάτων κρατούσε του φύλακες μακριά από την επιτήρηση των γυναικών και το άγγιγμα τους, άρα και την κακοποίηση τους. Ως θέαμα με ένα πλήρες αισθητηριακό αποτέλεσμα αλλά και ως συνδηλώσεις (αίμα ως καταγραφή βασανισμού, πόνου, κλπ) προκαλούσε στους φύλακες φόβο και ουσιαστικά αδυναμία στο να λειτουργήσουν όπως επιτάσσει το ποινικό σύστημα. Στις γυναικείες φυλακές οι δεσμοφύλακες φορούσαν στολή και μπότες για να μην λερωθούν και παρά ταύτα δεν άγγιζαν τίποτα γιατί φοβόνταν την μόλυνση. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό συνιστά αντιστροφή της επιβολής ενός «ενδύματος», επιβεβλημένο όμως από τις κρατούμενες αυτήν την φορά. Παρά τα όποια μέτρα, όμως, οι οσμές διαπερνούσαν τα σώματα των φυλάκων απαιτώντας πολύωρο πλύσιμο με κάθε λήξη της βάρδιας τους. Η συμμετοχή τους σε αυτό επηρέαζε την προσωπική τους ζωή, την σχέση με την οικογένεια τους αλλά και την ευρύτερη κοινότητα που τους θεωρούσε και αυτούς μολυσμένους και τους απομόνωνε. Πολλοί παραιτούνταν ενώ όσοι παρέμεναν το έκαναν κυρίως με κίνητρο τον πιο υψηλό μισθό. Το αίμα, που έρχεται στην «dirty protest» να πλήξει τους ίδιους τους φύλακες, χρησιμοποιείτο πρωτύτερα και από τους ίδιους εναντίον των κρατουμένων. Μια πρακτική εκφοβισμού που διενεργούσαν ήταν, πριν την προσέλευση των εγκλείστων στα ντους, να ρίχνουν κόκκινη μπογιά υπονοώντας έτσι τις βιαιότητες που έλαβαν χώρα. Επίσης σε ανακρίσεις γυναικών υπάρχουν μαρτυρίες ότι, αν είχαν περίοδο, δεν τους επέτρεπαν να πλυθούν, να κρύψουν το ρέον αίμα, για να τις εξευτελίσουν κάνοντας τες να νιώσουν ντροπή. Το ίδιο αυτό αίμα που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο ταπείνωσης, ανακατευθύνεται τώρα εναντίον των ανδρικών και μη κυρίαρχων πλέον σωμάτων, προκαλώντας τους τρόμο.
Η γυναίκα έγκλειστη Πέρα από το ότι αυτό το συμβάν παρέχει ένα γόνιμο έδαφος έρευνας της συνάρθρωσης υποκειμενικότητας, φύλου και εξουσίας σε συνθήκες βίας, δύναται παράλληλα να αντιμετωπιστεί και ως μια περίπτωση που «παραδειγματικοποιεί»(exemplify) και πιστοποιεί πολλά από εκείνα με τα οποία ασχολείται και καταγγέλλει η φεμινιστική εγκληματολογία. Οι γυναίκες ευρύτερα, εξαιρούνται των μελετών που αφορούν την φυλάκιση τους, γεγονός που έχουν υποστηριχθεί ευρέως στο πλαίσιο της φεμινιστικής εγκληματολογίας (βλ. ενδεικτικά Meda Chesney Lind, 2006). Ακόμα και αν γίνει αυτή η αναφορά, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γίνεται ενίοτε με μια διάθεση θυματοποίησης και ρομαντικοποίησης και όχι κατανόησης των γυναικών και του ευρύτερου context εντός του οποίου παρέβησαν τον νόμο. Είναι ουσιαστικά μη ορατές πολιτικά, εξαιτίας όλων των στερεοτύπων περί θηλυκότητας και της πρωτοκαθεδρίας που δίνεται στην ανδρική θέαση των πραγμάτων. Χαρακτηριστικά, η μελέτη του Feldman (1991) για τους κρατούμενους του IRA αναφέρεται στις γυναίκες επιγραμματικά(γεγονός που επισημαίνει και η Aretxaga, 1997, και για έργα άλλων συγγραφέων), ενώ αντιθέτως αναλύει στο πολυσέλιδο βιβλίο του κάθε λεπτομέρεια της ζωής των αντρών παραστρατιωτικών εντός των φυλακών. Στην περίπτωση της «dirty protest» τα μέσα ασχολήθηκαν με το ζήτημα των γυναικών εγκλείστων, αν και σαφώς σε μικρότερο βαθμό από αυτό των ανδρών. Η διαμαρτυρία τους αντιμετωπίστηκε με αποτροπιασμό, χωρίς όμως να αναφέρεται ρητά το θέμα των εμμήνων ή οι συνδηλώσεις του. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου Tim Pat Cοogan, που αναφέρει η Neti(Aldama,επιμ.2003), ο οποίος επισκέφτηκε τις γυναικείες φυλακές, γίνεται λόγος για την ναυτία που του προκαλεί η μυρωδιά των «κοριτσιών», ενώ μιλά για βρώμικα ρούχα και όχι για το αίμα πάνω τους. Οι συγγενείς τους και η κοινότητα εν πολλοίς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επίσης αποσιωπούσε το ζήτημα, αποσιωπώντας ουσιαστικά τα σεξουαλικοποιημένα σώματα των γυναικών. Αισθανόταν ντροπή ενώ θεωρούσε, στα πλαίσια του γνωστού «θυματοποητικού» λόγου, πως οι γυναίκες της κοινότητας δεν ταιριάζουν στην φυλακή. Έτσι και ενώ η κοινότητα γνώριζε τι διαδραματιζόταν στις φυλακές, δεν ήθελε ούτε η ίδια να το παραδεχτεί γιατί επρόκειτο για τις γυναίκες της που κακοποιούνταν από τους εχθρούς-άλλους. Παρόλα αυτά η δυναμική του γεγονότος αυτού δεν μπορούσε να αναχαιτισθεί, επιφέροντας μια ρήξη ακόμα και μεταξύ των γυναικών εκτός φυλακής. Κάποιες γυναικείες οργανώσεις ήταν εναντίον της δράσης των εγκλείστων, ως μιμητικές της βίας των ανδρών, άλλες τις υποστήριζαν, ανασημαίνοντας αυτά που διακήρυττε ένας πιο mainstream φεμινισμός ο οποίος απέκοπτε το έμφυλο ζήτημα από το πολιτικό και το εθνικό. Η δράση τους σταδιακά γίνεται λόγος, η Nelly McCafferty, δημοσιογράφος (Aretxaga,1997), γράφει στην εφημερίδα «Ιrish times» :"Υπάρχει αίμα στους τοίχους της φυλακής Armagh", προκαλώντας μεγάλη ένταση. Οι ίδιες οι κρατούμενες δημοσιεύουν στην ίδια εφημερίδα ζητώντας έναν επαναπροσδιορισμό του φεμινισμού, εμφανίζοντας τον αγώνα τους όχι ως μόνο ως φεμινιστικό ζήτημα αλλά ως βαθιά κοινωνικό και ανθρώπινο. Η ορατότητα των γυναικών και μέσω του ζητήματος των εγκλείστων δρα καταλυτικά και σε πολιτικό επίπεδο. Το 1980, το κόμμα του Sinn Fein υιοθετεί για πρώτη φορά μια πολιτική που αφορά και τις γυναίκες ενώ ιδρύεται ένα κέντρο γυναικών, περίπου δύο χρόνια μετά, για κακοποιημένες γυναίκες από τους άνδρες και την φτώχεια, ξεχασμένες τόσο καιρό μέσα στην τύρβη του πολέμου. Η Pat Carlen(2002), στα κείμενά της έχει καταδείξει το ζήτημα της έμφυλης ουδετερότητας η οποία περιβάλλει τις ποινές, ενώ ξεκάθαρα η ποινή αφορά έμφυλα σώματα. Με άλλα λόγια, ενώ η ποινή εμφανίζεται έμφυλα ουδέτερη σαφώς και φιλτράρεται μέσα από στερεότυπα περί θηλυκότητας, μέσα από τον ανεπίσημο έλεγχο των γυναικών. Μια γυναίκα που δεν υποτάσσεται στους ανεπίσημους κανόνες, όπως ενδεχομένως μια γυναίκα με πολεμική και στρατιωτική δραστηριότητα -όπως οι γυναίκες του IRA-, θα αντιμετωπιστεί αυστηρότερα από τον επίσημο έλεγχο, καθώς αυτή η δραστηριότητά της δεν συνάδει με τον προσδοκώμενο έμφυλο ρόλο της. Το «φίλτρο» της ποινής έρχονται σαφώς να συμπληρώσουν και αναπαραστάσεις που αφορούν την εθνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση, την τάξη. Οι Ιρλανδές γυναίκες αντιμετωπίζονται, στερεοτυπικά, από τους Βρετανούς ως βρώμικες, άγριες-απολίτιστες κλπ. άρα πιο επιρρεπείς στην φυλάκιση τους. Οι γυναίκες υπόκεινται σε αυτό που η Anne Worall (Pat Carlen, επιμ.,2002) αποκαλεί διπλή ποινή, καθώς τιμωρούνται γιατί παρέβησαν τον νόμο αλλά και γιατί απέτυχαν στον έμφυλο ρόλο τους. Πέρα από την επιβολή της ποινής και η ίδια η υλοποίηση της μέσω αυτής της υποτιθέμενης ουδετερότητας που την περιβάλει, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και την ειδική μεταχείριση που χρειάζονται οι γυναίκες-παραβάτες. Αποσιωπάται το γεγονός των σεξουαλικών συνδηλώσεων που έχουν πολλές πρακτικές εντός της φυλακής, όπως η σωματική έρευνα που σαφώς έχουν ένα πολύ διαφορετικό αντίκτυπο στις γυναίκες, ειδικότερα όταν διενεργούνται από άντρες. Στην περίπτωση της «dirty protest» αυτή η πρακτική της βίαιης σωματικής έρευνας από τον έμφυλο άλλο είναι που ταπείνωσε τις γυναίκες σε τέτοιο βαθμό που τις ώθησε σε αυτήν την ακραία μορφή διαμαρτυρίας. Η Barbara Hudson (Pat Carlen,επιμ.,2002) υποστηρίζει πως η γυναίκα παραβάτης αντιμετωπίζεται ως ίσα αλλά και ως όμοια και μάλιστα μέσω μιας ομοιότητας κατασκευασμένης από τον λευκό, μεσαίας τάξης, άνδρα. Οι φεμινίστριες κατέδειξαν ότι τα δικαιώματα και οι νόμοι κατ' επέκταση βασιστήκαν σε ένα ανδρικό αφήγημα της πραγματικότητας, στο ανδρικό φαντασιακό, στις ανάγκες του άνδρα πολίτη και σε αυτό υπόκειται και η γυναίκα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η δική της οπτική και η έμφυλη διαφορά της. Αυτό ακριβώς ανέδειξε η «dirty protest», μέσω της παρουσίας του εμμηνορροϊκού αίματος στις φυλακές: οι γυναίκες είναι ίσες αλλά όχι όμοιες με τους άνδρες.
Η αντίσταση μέσα από την φυλακή Η συνεχής επιτήρηση με κάθε τρόπο, οι ξυλοδαρμοί, οι σωματικοί έλεγχοι, η άρνηση ή χειραγώγηση, της αφοδευτικής λειτουργίας ή του πλυσίματος με στόχο το «σπάσιμο» των κρατουμένων και την μετατροπή τους σε απολύτως εξαρτώμενα από τους φύλακες τους υποκείμενα, αντιστράφηκε ολικά και στις δύο περιπτώσεις των αντρών και γυναικών εγκλείστων. Το ίδιο το σώμα, ως στόχος της ποινής, στο οποίο επένδυσε η διοίκηση για να τους/τις υποτάξει, το ίδιο αυτό σώμα, στην απόλυτη ταπείνωση του, στο σύρσιμο του σε μια νηπιακή κατάσταση, γίνεται το όπλο τους, συνιστώντας μια αντιστροφή της δύναμης, της τιμωρίας αλλά και της πρόκλησης φόβου. Αυτό το ίδιο σώμα που, μέσω της τιμωρίας του, στόχο είχε την παραγωγή πειθήνιων υποκειμένων, ανατρέπει την λειτουργία της φυλακής, καθώς καταλύει την επιτήρηση και την υποκειμενοποίηση, με την έννοια της αναμόρφωσης του ατόμου. Ένα ίδρυμα, προϊόν της νεωτερικότητας, απειλείται από τις προνεωτερικές, μη αποδεκτές εκκρίσεις του σώματος, από τον φόβο που προκαλούν στα όργανά του, τους φύλακες. Στις φυλακές του Long Kesh και της Αrmagh, οι κρατούμενοι/ες δεν είναι πια επιτηρήσιμοι/ες, οι φύλακες αποστρέφουν το βλέμμα και δεν είναι υποκειμενοποιήσιμοι/ες καθώς αρνούνται τις βασικές παραδοχές περί υγιεινής, αρνούνται όπως αναφέρει ο Feldman(1991) κυριολεκτικά, την toilet-training. Υπερβαίνουν την ντροπή και την αηδία που επιφέρει η έκκριση των υγρών των σωμάτων τους, αρνούμενοι έτσι κάθε πειθαρχική εξουσία που περνά μέσα από κανόνες υγιεινής και καθαριότητας. Μέσω της υπέρβασης αυτής, κατάφεραν να περιορίσουν τον έλεγχο του χώρου και των σωμάτων τους. Το σώμα ανθίσταται στις τεχνολογίες της εξουσίας εντός της φυλακής. Οι ακαθαρσίες ουσιαστικά ανασημαίνουν το ίδιο το στερεότυπο που αναπαράγουν οι Βρετανοί για τους Ιρλανδούς, όπως αναφέρει η Leila Neti(Aldama,επιμ.,2003). Η μιαρότητα, ο πρωτογονισμός συνδυάζεται στον Λόγο τους με την μη ικανότητα τους να αυτοκυβερνηθούν. Άρα δικαιολογεί και την βίαιη σωματική τιμωρία, κάτι που επιστρατεύουν άλλωστε ευρέως τα αποικιοκρατικά καθεστώτα. Η αναπαράσταση αυτή εκδηλωνόταν σε καθημερινές πρακτικές, ανέκδοτα, στην λογοτεχνία κλπ., και ανθούσε φυσικά σε περιόδους πολιτικής όξυνσης. Ουσιαστικά οι κρατούμενοι/ες οικειοποιούνται το στερεότυπο περί βρωμιάς και το ανασημαίνουν υπέρ τους. Η κοπρολογική οικολογία τους κατακρημνίζει τους βρετανικούς Λόγους και τον προβαλλόμενο από αυτούς πολιτισμό και αντανακλά την ίδια του την αποτυχία. Άλλωστε για αυτό οι Βρετανοί αρνούνταν ότι είχαν ευθύνη, ενώ η ίδια η βία των φυλάκων είναι που οδήγησε τους κρατούμενους στην «dirty protest» και της παρείχε και τα ίδια της τα «εργαλεία». Η διαμαρτυρία τους εξέθεσε την ίδια την βρωμιά και την βία των πρακτικών του βρετανικού κράτους. Κατά την Aretxaga(1995) με αυτό τον τρόπο αποκτά και άλλες πολιτισμικές αντηχήσεις, «υλοποιώντας» τα θαμμένα «σκατά»(shit) της βρετανικής αποικιοκρατίας και μια από-μεταφορικοποίηση (de-metaphorization) του αγρίου-βρώμικου Ιρλανδού. Η προσπάθεια «διαγραφής» των παραστρατιωτικών του IRA από την βρετανική κυβέρνηση ως πολιτικών κρατουμένων, ως ιδιαίτερων ταυτοτήτων και ως έμφυλων κρατουμένων στην περίπτωση των γυναικών, αποτυγχάνει, καθώς μέσω της διαμαρτυρίας κερδίζει ορατότητα ακόμα και αν είναι ακατανόητη ή μη αποδεκτή. Τέτοιες διαμαρτυρίες κάνουν γνωστή την κατάσταση των φυλακών μέσω των ΜΜΕ στο ευρύ κοινό και την απεκδύουν από την μυστικότητα που τη περιβάλλει, οδηγώντας ενδεχομένως σε άσκηση πιέσεων. Η διαμαρτυρία λειτούργησε διπλά, και εντός της φυλακής ενάντια στο ίδιο το ποινικό σύστημα αλλά και ευρύτερα στα πλαίσια του αγώνα του IRA που διεξαγόταν έξω από την φυλακή. Οι διαμαρτυρίες της φυλακής θεωρούνταν ισοβαρές συμπλήρωμα των αγώνων στους δρόμους (οι θέσεις του Bobby Sands συνέβαλαν πολύ σε αυτό, καθώς θεωρούσε ότι ο αγώνας στις φυλακές ήταν η οδός για την ίδια την ιδεολογική επιβίωση του IRA και την διατήρηση της συλλογικότητάς του), ενώ προκάλεσαν και την δολοφονία αρκετών φυλάκων από παραστρατιωτικούς εκτός φυλακής, ως αντίποινα για αυτά τα οποία διαδραματίζονταν εντός της. Και σε ένα τρίτο επίπεδο, αλλά διόλου λιγότερο σημαντικό, λειτούργησε ως προς την ορατότητα της έμφυλης διαφοράς και προσφοράς των εγκλείστων γυναικών αγωνιστριών. Οι γυναίκες καθίστανται επίσης ορατές ως διαφορετικές αλλά και ίσες. Διαρρηγνύουν τα στερεότυπα περί της παθητικής γυναίκας, γίνονται ορατές και ως γυναίκες κρατούμενες με ό,τι συνεπάγεται αυτό, αποκαλύπτοντας μέσω του εμμήνου κύκλου αυτό για το οποίο ακόμα και οι δικοί τους αλλά και το σύστημα(ίσως περισσότερο οι δικοί τους γιατί βρίσκονται στα χέρια του εχθρού) θέλουν να αποσιωπούν: το σεξουαλικοποιημένο σώμα και τη βία που του ασκείται στη φυλακή. - Show quoted text - Οι γυναίκες προσπαθώντας να κερδίσουν αναγνώριση μπήκαν στον αγώνα, ως μέρος της ανδρικής ομάδας, πολεμώντας ως άντρες, αποσιωπώντας οι ίδιες την διαφορά τους. Δεν μπήκαν στο γυναικείο κομμάτι της οργάνωσης για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά, άθελα τους, το αίμα ήρθε να δηλώσει την διαφορά τους, άθελα εμφυλοποίησε τον αγώνα τους, τις ανέδειξε ως ίσες όχι όμως όμοιες. Χωρίς οι ίδιες να το προδιαγράψουν, το αίμα, αντικειμενοποίησε την διαφορά τους ως έμφυλα σώματα, ως σεξουαλικοποιημένα σώματα. Το εμμηνορροϊκό αίμα έστεκε ως σύμβολο αυτής της πραγματικότητας που εξαιρούσε η γλώσσα (Aretxaga,1997). Με αυτόν τον τρόπο πέρασε και στον λόγο και επαναπροσδιόρισε το φύλο και για τις ίδιες τις γυναίκες, που κατά κάποιο τρόπο το είχαν αρνηθεί, για να κερδίσουν χώρο εντός του αγώνα. Τους ώθησε σε μια νέα δυναμική που δεν είχαν προδιαγράψει, ασκώντας κριτική και στο προβαλλόμενο φεμινιστικό μοντέλο και εθνικιστικό της κοινότητας τους, που και τα δυο ουσιαστικά τις εξαιρούσαν. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διαφορά προβάλλεται στο παρόν κείμενο και στα κείμενα με τα οποία αυτό συνομιλεί, όχι με μια διάθεση ουσιοκρατικοποίησης της κατηγορίας γυναίκα, αλλά μέσω της χρήσης αυτού του υλικού, φυσικοποιημένου χαρακτηριστικού όπως είναι τα έμμηνα και από τις συνδηλώσεις με τις οποίες έχουν επενδυθεί πολιτισμικά, δίνεται η δυνατότητα, αποδομώντας τες, να αναδειχθεί το ζήτημα της διαφορετικότητας, των αναγκών και των καταπιεστικών αναπαραστάσεων οι οποίες επιβάλλονται στην γυναίκα.
Επίλογος Η διαμαρτυρία των γυναικών κράτησε 13 μήνες, όντας πολύ επίπονη για τις ίδιες τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν όλες τις κοινωνικές επιταγές με τις οποίες είχαν μεγαλώσει, την ντροπή για το σώμα και τις εκκρίσεις του, την έκθεση τους. Δεν κατάφερε να αλλάξει το πολιτικό τους στάτους, ούτε να καλυτερεύσει τις συνθήκες κράτησης,. Κατάφερε, όμως, να τις κάνει ορατές ως γυναίκες κρατούμενες και ως μετέχουσες στην πολιτική αυτή διαμάχη, ως γυναίκες. Τις ανέδειξε από στερεοτυπικά παθητικές και αδύναμες σε δρώντα υποκείμενα, που εμπλέκονται σε μια διαδικασία αντίστασης και αναδιαμόρφωσε την ίδια την γυναικεία υποκειμενικότητα. Η πολιτική βία δεν διαφεύγει από την σεξουαλική διαφορά(Aretxaga,1995) και οι αγώνες των αντρών και γυναικών εγκλείστων έχουν διαφορετική σημασία. Οι αγώνες όμως και των δυο, στην περίπτωση αυτή, συγκροτούν μια θεμελιώδη άρνηση των πειθαρχικών μηχανισμών καθώς έπαυσαν την επιτήρηση, αλλά και την «αναμόρφωση» τους σε πειθήνια υποκείμενα, αψηφώντας τις πιο βασικές παραδοχές υγιεινής και καθαριότητας. Η μιαρότητα, ως περιττώματα και αίμα, αναδιαμορφώθηκε σε αντίσταση αλλά και σε πεδίο ανάδυσης του έμφυλου ζητήματος εκτός και εντός φυλακής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -Aretxaga, B., Shattering Silence. Women, Nationalism and Political Subjectivity in Northern Ireland, Πρίνσετον, Νιού Τζέρσεϊ: Princeton University Press, 1997 -Aretxaga,B., Dirty protest: "Symbolic Overdetermination and Gender in Northern Ireland Ethnic Violence", Ethos 23,no.2(1995):123-148. - Carlen, P., «Intoduction: Women and Punishment», στο Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002. - Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002 -Chesney-Lind,M., "Patriarchy,Crime,and Justice:Feminist Criminology in an Era of Backlash", Feminist Criminology, 2006;1;6. -Douglas,M.,Purity and danger:An Analysis of Pollution and Taboo,Λονδίνο:Ark,1984. -Feldman, A.,Formations of Violence:The Narrative of the Body and Political Terror in Northern Ireland.Σικάγο: Univesity of Chicago Press,1991. -Grosz,E., Volatile Bodies: Toward a Corporeal Feminism.Μπλούμιγκτον:Indiana University Press,1994. -Howe,A., Punsih and Critique.Towards a Feminist Analysis of Penality,Λονδίνο:Routledge,1994. -Neti,L., «Blood and Dirt.Politic's of Women's Protest in Armagh Prison,Northern Ireland»,στο Aldama,J.A.,(επιμ.),Violence and the Body. Race, Gender and the State.Μπλούμιγκτον: Indiana University Press,2003. -Worrall,A. «Rendering Women Punishable: The Making of a Penal Crisis» στο -Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002. -Κουκουτσάκη, Α.,(επιμ.) Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη,2006. -Φουκώ,Μ., Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής. Αθήνα:Εκδόσεις ,1976
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ -http://en.wikipedia.org/wiki/Mair%C3%A9ad_Farrell Τελευταία επίσκεψη:19/02/2008 - http://en.wikipedia.org/wiki/Dirty_protest Τελευταία επίσκεψη:19/02/2008
[1] The Ballad of Mairead Farrell Do not stand at my grave and weep,I am not there I do not sleep, Do not stand at my grave and cry, When Ireland lives I do not die. A woman's place is not at home, The fight for Freedom it still goes on, I took up my gun until Freedom's day, I pledged to fight for the I.R.A. In Armagh jail I served my time, Strip searches were a British crime, Degraded me but they could not see,I'd suffer this to see Ireland free. Gibraltar was the place I died, McCann and Savage were by my side, I heard the order so loud and shrill, Of Thatchers voice said "SHOOT TO KILL!". So do not stand at my grave and weep,I am not there I do not sleep, Do not stand at my grave and cry, When Ireland lives I do not die! [από σχόλιο για την ταινία Hunger που είχε αναρτηθεί στο Αθηνόραμα, Κριτική #271431 7/11/2008 4:25:57 μμ Oglaigh Na hEireann]
Το αίμα Η παρουσία του αίματος, όπως γραφεί και η Begonia Aretxaga (1995), κατέστησε τα σώματα των γυναικών της Armagh απολύτως έμφυλα και σεξουαλικοποιημένα. Τα έμμηνα σόκαραν όχι μόνο ως κάτι το μιαρό αλλά, πάνω από όλα, ως κατεξοχήν σεξουαλικοποιημένο. Επιπλέον οι συνδηλώσεις περί γονιμότητας, βίας και πόνου επίσης δεν διέφευγαν της σκέψης… Οι γυναίκες που μετείχαν στους αγώνες του IRA αποσιωπούνταν όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου της Aretxaga (1997), στο οποίο ασχολείται με το ζήτημα των γυναικών αγωνιστριών, είναι ενδεικτικός. Η παρουσία των γυναικών στις φυλακές Armagh επίσης αποσιωπείται, ακόμα και η προβολή της "dirty protest" επικεντρώνεται στους άντρες. Ήδη την ίδια τη στιγμή που το εμμηνορροϊκό αίμα των γυναικών κάνει την εμφάνιση του στο πάτωμα και τους τοίχους της φυλακής, επιχειρείται και πάλι η αποσιώπηση του γεγονότος όχι μόνο από την διοίκηση της φυλακής αλλά και από τους οικείους των εγκλείστων λόγω της ντροπής που το συνοδεύει. Όμως το γεγονός ξεπερνά τις αποσιωπήσεις, ακόμα και τις δηλωμένες προθέσεις των ίδιων των γυναικών που δεν είχαν ως σκοπό την ανάδειξη του έμφυλου ζητήματος, και φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα φεμινισμού, βίας και διαμαρτυρίας, τα οποία διαφορετικά δεν θα αναδεικνύονταν. Η ντροπή που αισθάνονταν και οι άντρες αλλά και οι ίδιες οι διαμαρτυρόμενες ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο είχαν γαλουχηθεί, εντός ενός πολύ αυστηρού καθολικού περιβάλλοντος, όπου αποτελούσε ταμπού αυτή η μηνιαία "μιαρή έκκριση" που συνοδεύει την ζωή μιας γυναίκας. Το προβαλλόμενο γυναικείο πρότυπο είναι της Παρθένου, με ιδανικό στόχο μια μητρότητα της οποίας αποκρύπτεται η σχέση με τη σεξουαλική επαφή και οδηγεί τις γυναίκες σε ένα μίσος εναντίον του ίδιου τους του σώματος, καθώς το σώμα δεν παραμένει ποτέ σε μια άυλη, ουδέτερη, ασεξουαλική σφαίρα, δημιουργώντας έτσι ενοχές για την υλική του διάσταση και τη σχέση του με τη σεξουαλικότητα. Στο πολιτισμικό αυτό πλαίσιο, η έμμηνος ρύση θεωρείται μιαρή όπως και οι γυναίκες στο διάστημα αυτό. Επομένως, με το να μετέχουν οι γυναίκες αυτής της διαμαρτυρίας υπερέβαιναν και τις επιταγές με τις οποίες είχαν κοινωνικοποιηθεί. Άλλωστε αυτό ακριβώς αποδεικνύει και η μη στήριξη τους από το περιβάλλον τους, καθώς οι οικογένειές τους τις αντιμετώπιζαν, σε ένα μεγάλο ποσοστό, αρνητικά: Η κατάλυση κάθε παραμέτρου καθαριότητας και υγιεινής, η έκθεση της σεξουαλικής τους διαφοράς, μέσω της περιόδου τους, θεωρείτο ανάρμοστη για μια γυναίκα. Η Aretxaga(1997) αναδεικνύει το εμμηνορροϊκό αίμα ως σύμβολο των αληθινών σωμάτων των γυναικών του IRA. Το αίμα αυτό, αντικειμενικοποίησε την διαφορά τους, τις έκανε γυναίκες άσχετα με το γεγονός ότι, ακόμα και στην ίδια τους την κοινότητα, τις αποκαλούσαν κορίτσια, ουδετεροποιώντας τες σεξουαλικά. Μάλιστα υπολάνθανε η αντίληψη ότι η πολιτική δράση (πόσο μάλλον η φυλάκιση) δεν άρμοζε στις γυναίκες και ειδικά στις παντρεμένες. Μετά το γάμο, θεωρούσαν ότι έπρεπε να παύει κάθε πολιτική δραστηριότητα. Το αίμα, λοιπόν, λειτούργησε ως ένα μαρκάρισμα του φύλου (gender marker). Όπως αναφέρει η Leila Neti (Aldama,επιμ. 2003), ένα πρωτόγονο σύμβολο έρχεται να αποσταθεροποιήσει μοντέρνες πρακτικές πειθαρχίας και Λόγους της νεωτερικότητας (υγιεινή κλπ). Κατά την Mary Douglas(1984), οι νεωτερικές κοινωνίες διακατέχονται από τρόμο όσο αφορά την μόλυνση, ως ένα matter out of place, ως κάτι που απειλεί την τάξη. Ως μιαρό δηλαδή ορίζει αυτό που απειλεί την εκάστοτε τάξη πραγμάτων (in context πάντα). Η Douglas(1984), αναφέρει στο «Purity and Danger» ότι όλα τα όρια είναι επικίνδυνα γιατί είναι ευάλωτα και τα ανοίγματα του σώματος συμβολίζουν τα τρωτά του σημεία. Κατ' επέκταση, οτιδήποτε τα διασχίζει ενδύεται με φόβο ή δύναμη. Και ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο, αυτή η «ένδυση» διαφέρει (π.χ, στην εβραϊκή παράδοση το αίμα θεωρείται πηγή ζωής, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να το αγγίζει κανείς, παρά μόνο σε ειδικές περιστάσεις). Η Douglas(1984) επίσης υποστηρίζει ότι βιώνουμε τα σεξουαλικά μας σώματα διαμεσολαβούμενα από πολιτισμικές αναπαραστάσεις. Σε αυτές, οι γυναίκες (τουλάχιστον σε μεγάλο κομμάτι της δύσης) είναι πιο επιρρεπείς στην μόλυνση ως φορείς μιαρότητας, ως σώματα με διαρροές ("leaking bodies") από μη ελεγχόμενα υγρά, όπως το αίμα. Ο έλεγχος των ροών του σώματος συνδέεται με την ντροπή. Η εκπαίδευση του παιδιού για την τουαλέτα για παράδειγμα, στοχεύει ακριβώς στο να την περιορίσει. Αντίθετα το αίμα της περιόδου δεν ελέγχεται, συνιστώντας πάντα πηγή ντροπής για τη γυναίκα. Στην δυτική κουλτούρα αναφέρει η Elisabeth Grosz(1994) τα σωματικά υγρά-ροές είναι αναγκαία αλλά είναι μη αξιοπρεπή, μη ποιητικά, καθημερινά χαρακτηριστικά της ύπαρξης. Το γυναικείο σώμα, συνεχίζει, κατασκευάστηκε ως μια ροή χωρίς σχήμα και αυτό το μη σχήμα που εμπεριέχει όλα τα σχήματα συνιστά αταξία, απειλεί την τάξη άρα, σύμφωνα με το σχήμα της Douglas, συνδέεται άμεσα με την μιαρότητα. Όλα συμβολίζουν το σώμα αλλά και το σώμα συμβολίζει τα πάντα (Douglas,1984), αναπαριστά κοινωνικές και συλλογικές φαντασιώσεις και εμμονές. Οι επιφάνειες και τα ανοίγματά του αναπαριστούν την πολιτισμική περιθωριακότητα, την κοινωνική αποδοχή, την διαμάχη. Τα απειλούμενα όρια του πολιτικού σώματος αντικατοπτρίζονται στην φροντίδα για αγνότητα του φυσικού σώματος. Η μιαρότητα των γυναικών της φυλακής Armagh απειλούσε κατά αυτόν τον τρόπο όχι μόνο την τάξη της φυλακής ως πειθαρχικού συστήματος αλλά και την τάξη του άμεσου περιβάλλοντος εντός του οποίου οι εξεγερμένες είχαν κοινωνικοποιηθεί, της ίδιας της κοινότητας τους, Συνάμα, οι σωματικές τους ακαθαρσίες-παράγωγα δεν απειλούσαν μόνο τις δομές της φυλακής, τις δομές εξουσίας, άλλα και το ίδιο το υλικό σώμα των δεσμοφυλάκων. Ο φόβος του προνεωτερικού-μιαρού αίματος και των περιττωμάτων κρατούσε του φύλακες μακριά από την επιτήρηση των γυναικών και το άγγιγμα τους, άρα και την κακοποίηση τους. Ως θέαμα με ένα πλήρες αισθητηριακό αποτέλεσμα αλλά και ως συνδηλώσεις (αίμα ως καταγραφή βασανισμού, πόνου, κλπ) προκαλούσε στους φύλακες φόβο και ουσιαστικά αδυναμία στο να λειτουργήσουν όπως επιτάσσει το ποινικό σύστημα. Στις γυναικείες φυλακές οι δεσμοφύλακες φορούσαν στολή και μπότες για να μην λερωθούν και παρά ταύτα δεν άγγιζαν τίποτα γιατί φοβόνταν την μόλυνση. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό συνιστά αντιστροφή της επιβολής ενός «ενδύματος», επιβεβλημένο όμως από τις κρατούμενες αυτήν την φορά. Παρά τα όποια μέτρα, όμως, οι οσμές διαπερνούσαν τα σώματα των φυλάκων απαιτώντας πολύωρο πλύσιμο με κάθε λήξη της βάρδιας τους. Η συμμετοχή τους σε αυτό επηρέαζε την προσωπική τους ζωή, την σχέση με την οικογένεια τους αλλά και την ευρύτερη κοινότητα που τους θεωρούσε και αυτούς μολυσμένους και τους απομόνωνε. Πολλοί παραιτούνταν ενώ όσοι παρέμεναν το έκαναν κυρίως με κίνητρο τον πιο υψηλό μισθό. Το αίμα, που έρχεται στην «dirty protest» να πλήξει τους ίδιους τους φύλακες, χρησιμοποιείτο πρωτύτερα και από τους ίδιους εναντίον των κρατουμένων. Μια πρακτική εκφοβισμού που διενεργούσαν ήταν, πριν την προσέλευση των εγκλείστων στα ντους, να ρίχνουν κόκκινη μπογιά υπονοώντας έτσι τις βιαιότητες που έλαβαν χώρα. Επίσης σε ανακρίσεις γυναικών υπάρχουν μαρτυρίες ότι, αν είχαν περίοδο, δεν τους επέτρεπαν να πλυθούν, να κρύψουν το ρέον αίμα, για να τις εξευτελίσουν κάνοντας τες να νιώσουν ντροπή. Το ίδιο αυτό αίμα που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο ταπείνωσης, ανακατευθύνεται τώρα εναντίον των ανδρικών και μη κυρίαρχων πλέον σωμάτων, προκαλώντας τους τρόμο.
Η γυναίκα έγκλειστη Πέρα από το ότι αυτό το συμβάν παρέχει ένα γόνιμο έδαφος έρευνας της συνάρθρωσης υποκειμενικότητας, φύλου και εξουσίας σε συνθήκες βίας, δύναται παράλληλα να αντιμετωπιστεί και ως μια περίπτωση που «παραδειγματικοποιεί»(exemplify) και πιστοποιεί πολλά από εκείνα με τα οποία ασχολείται και καταγγέλλει η φεμινιστική εγκληματολογία. Οι γυναίκες ευρύτερα, εξαιρούνται των μελετών που αφορούν την φυλάκιση τους, γεγονός που έχουν υποστηριχθεί ευρέως στο πλαίσιο της φεμινιστικής εγκληματολογίας (βλ. ενδεικτικά Meda Chesney Lind, 2006). Ακόμα και αν γίνει αυτή η αναφορά, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γίνεται ενίοτε με μια διάθεση θυματοποίησης και ρομαντικοποίησης και όχι κατανόησης των γυναικών και του ευρύτερου context εντός του οποίου παρέβησαν τον νόμο. Είναι ουσιαστικά μη ορατές πολιτικά, εξαιτίας όλων των στερεοτύπων περί θηλυκότητας και της πρωτοκαθεδρίας που δίνεται στην ανδρική θέαση των πραγμάτων. Χαρακτηριστικά, η μελέτη του Feldman (1991) για τους κρατούμενους του IRA αναφέρεται στις γυναίκες επιγραμματικά(γεγονός που επισημαίνει και η Aretxaga, 1997, και για έργα άλλων συγγραφέων), ενώ αντιθέτως αναλύει στο πολυσέλιδο βιβλίο του κάθε λεπτομέρεια της ζωής των αντρών παραστρατιωτικών εντός των φυλακών. Στην περίπτωση της «dirty protest» τα μέσα ασχολήθηκαν με το ζήτημα των γυναικών εγκλείστων, αν και σαφώς σε μικρότερο βαθμό από αυτό των ανδρών. Η διαμαρτυρία τους αντιμετωπίστηκε με αποτροπιασμό, χωρίς όμως να αναφέρεται ρητά το θέμα των εμμήνων ή οι συνδηλώσεις του. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου Tim Pat Cοogan, που αναφέρει η Neti(Aldama,επιμ.2003), ο οποίος επισκέφτηκε τις γυναικείες φυλακές, γίνεται λόγος για την ναυτία που του προκαλεί η μυρωδιά των «κοριτσιών», ενώ μιλά για βρώμικα ρούχα και όχι για το αίμα πάνω τους. Οι συγγενείς τους και η κοινότητα εν πολλοίς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επίσης αποσιωπούσε το ζήτημα, αποσιωπώντας ουσιαστικά τα σεξουαλικοποιημένα σώματα των γυναικών. Αισθανόταν ντροπή ενώ θεωρούσε, στα πλαίσια του γνωστού «θυματοποητικού» λόγου, πως οι γυναίκες της κοινότητας δεν ταιριάζουν στην φυλακή. Έτσι και ενώ η κοινότητα γνώριζε τι διαδραματιζόταν στις φυλακές, δεν ήθελε ούτε η ίδια να το παραδεχτεί γιατί επρόκειτο για τις γυναίκες της που κακοποιούνταν από τους εχθρούς-άλλους. Παρόλα αυτά η δυναμική του γεγονότος αυτού δεν μπορούσε να αναχαιτισθεί, επιφέροντας μια ρήξη ακόμα και μεταξύ των γυναικών εκτός φυλακής. Κάποιες γυναικείες οργανώσεις ήταν εναντίον της δράσης των εγκλείστων, ως μιμητικές της βίας των ανδρών, άλλες τις υποστήριζαν, ανασημαίνοντας αυτά που διακήρυττε ένας πιο mainstream φεμινισμός ο οποίος απέκοπτε το έμφυλο ζήτημα από το πολιτικό και το εθνικό. Η δράση τους σταδιακά γίνεται λόγος, η Nelly McCafferty, δημοσιογράφος (Aretxaga,1997), γράφει στην εφημερίδα «Ιrish times» :"Υπάρχει αίμα στους τοίχους της φυλακής Armagh", προκαλώντας μεγάλη ένταση. Οι ίδιες οι κρατούμενες δημοσιεύουν στην ίδια εφημερίδα ζητώντας έναν επαναπροσδιορισμό του φεμινισμού, εμφανίζοντας τον αγώνα τους όχι ως μόνο ως φεμινιστικό ζήτημα αλλά ως βαθιά κοινωνικό και ανθρώπινο. Η ορατότητα των γυναικών και μέσω του ζητήματος των εγκλείστων δρα καταλυτικά και σε πολιτικό επίπεδο. Το 1980, το κόμμα του Sinn Fein υιοθετεί για πρώτη φορά μια πολιτική που αφορά και τις γυναίκες ενώ ιδρύεται ένα κέντρο γυναικών, περίπου δύο χρόνια μετά, για κακοποιημένες γυναίκες από τους άνδρες και την φτώχεια, ξεχασμένες τόσο καιρό μέσα στην τύρβη του πολέμου. Η Pat Carlen(2002), στα κείμενά της έχει καταδείξει το ζήτημα της έμφυλης ουδετερότητας η οποία περιβάλλει τις ποινές, ενώ ξεκάθαρα η ποινή αφορά έμφυλα σώματα. Με άλλα λόγια, ενώ η ποινή εμφανίζεται έμφυλα ουδέτερη σαφώς και φιλτράρεται μέσα από στερεότυπα περί θηλυκότητας, μέσα από τον ανεπίσημο έλεγχο των γυναικών. Μια γυναίκα που δεν υποτάσσεται στους ανεπίσημους κανόνες, όπως ενδεχομένως μια γυναίκα με πολεμική και στρατιωτική δραστηριότητα -όπως οι γυναίκες του IRA-, θα αντιμετωπιστεί αυστηρότερα από τον επίσημο έλεγχο, καθώς αυτή η δραστηριότητά της δεν συνάδει με τον προσδοκώμενο έμφυλο ρόλο της. Το «φίλτρο» της ποινής έρχονται σαφώς να συμπληρώσουν και αναπαραστάσεις που αφορούν την εθνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση, την τάξη. Οι Ιρλανδές γυναίκες αντιμετωπίζονται, στερεοτυπικά, από τους Βρετανούς ως βρώμικες, άγριες-απολίτιστες κλπ. άρα πιο επιρρεπείς στην φυλάκιση τους. Οι γυναίκες υπόκεινται σε αυτό που η Anne Worall (Pat Carlen, επιμ.,2002) αποκαλεί διπλή ποινή, καθώς τιμωρούνται γιατί παρέβησαν τον νόμο αλλά και γιατί απέτυχαν στον έμφυλο ρόλο τους. Πέρα από την επιβολή της ποινής και η ίδια η υλοποίηση της μέσω αυτής της υποτιθέμενης ουδετερότητας που την περιβάλει, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και την ειδική μεταχείριση που χρειάζονται οι γυναίκες-παραβάτες. Αποσιωπάται το γεγονός των σεξουαλικών συνδηλώσεων που έχουν πολλές πρακτικές εντός της φυλακής, όπως η σωματική έρευνα που σαφώς έχουν ένα πολύ διαφορετικό αντίκτυπο στις γυναίκες, ειδικότερα όταν διενεργούνται από άντρες. Στην περίπτωση της «dirty protest» αυτή η πρακτική της βίαιης σωματικής έρευνας από τον έμφυλο άλλο είναι που ταπείνωσε τις γυναίκες σε τέτοιο βαθμό που τις ώθησε σε αυτήν την ακραία μορφή διαμαρτυρίας. Η Barbara Hudson (Pat Carlen,επιμ.,2002) υποστηρίζει πως η γυναίκα παραβάτης αντιμετωπίζεται ως ίσα αλλά και ως όμοια και μάλιστα μέσω μιας ομοιότητας κατασκευασμένης από τον λευκό, μεσαίας τάξης, άνδρα. Οι φεμινίστριες κατέδειξαν ότι τα δικαιώματα και οι νόμοι κατ' επέκταση βασιστήκαν σε ένα ανδρικό αφήγημα της πραγματικότητας, στο ανδρικό φαντασιακό, στις ανάγκες του άνδρα πολίτη και σε αυτό υπόκειται και η γυναίκα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η δική της οπτική και η έμφυλη διαφορά της. Αυτό ακριβώς ανέδειξε η «dirty protest», μέσω της παρουσίας του εμμηνορροϊκού αίματος στις φυλακές: οι γυναίκες είναι ίσες αλλά όχι όμοιες με τους άνδρες.
Η αντίσταση μέσα από την φυλακή Η συνεχής επιτήρηση με κάθε τρόπο, οι ξυλοδαρμοί, οι σωματικοί έλεγχοι, η άρνηση ή χειραγώγηση, της αφοδευτικής λειτουργίας ή του πλυσίματος με στόχο το «σπάσιμο» των κρατουμένων και την μετατροπή τους σε απολύτως εξαρτώμενα από τους φύλακες τους υποκείμενα, αντιστράφηκε ολικά και στις δύο περιπτώσεις των αντρών και γυναικών εγκλείστων. Το ίδιο το σώμα, ως στόχος της ποινής, στο οποίο επένδυσε η διοίκηση για να τους/τις υποτάξει, το ίδιο αυτό σώμα, στην απόλυτη ταπείνωση του, στο σύρσιμο του σε μια νηπιακή κατάσταση, γίνεται το όπλο τους, συνιστώντας μια αντιστροφή της δύναμης, της τιμωρίας αλλά και της πρόκλησης φόβου. Αυτό το ίδιο σώμα που, μέσω της τιμωρίας του, στόχο είχε την παραγωγή πειθήνιων υποκειμένων, ανατρέπει την λειτουργία της φυλακής, καθώς καταλύει την επιτήρηση και την υποκειμενοποίηση, με την έννοια της αναμόρφωσης του ατόμου. Ένα ίδρυμα, προϊόν της νεωτερικότητας, απειλείται από τις προνεωτερικές, μη αποδεκτές εκκρίσεις του σώματος, από τον φόβο που προκαλούν στα όργανά του, τους φύλακες. Στις φυλακές του Long Kesh και της Αrmagh, οι κρατούμενοι/ες δεν είναι πια επιτηρήσιμοι/ες, οι φύλακες αποστρέφουν το βλέμμα και δεν είναι υποκειμενοποιήσιμοι/ες καθώς αρνούνται τις βασικές παραδοχές περί υγιεινής, αρνούνται όπως αναφέρει ο Feldman(1991) κυριολεκτικά, την toilet-training. Υπερβαίνουν την ντροπή και την αηδία που επιφέρει η έκκριση των υγρών των σωμάτων τους, αρνούμενοι έτσι κάθε πειθαρχική εξουσία που περνά μέσα από κανόνες υγιεινής και καθαριότητας. Μέσω της υπέρβασης αυτής, κατάφεραν να περιορίσουν τον έλεγχο του χώρου και των σωμάτων τους. Το σώμα ανθίσταται στις τεχνολογίες της εξουσίας εντός της φυλακής. Οι ακαθαρσίες ουσιαστικά ανασημαίνουν το ίδιο το στερεότυπο που αναπαράγουν οι Βρετανοί για τους Ιρλανδούς, όπως αναφέρει η Leila Neti(Aldama,επιμ.,2003). Η μιαρότητα, ο πρωτογονισμός συνδυάζεται στον Λόγο τους με την μη ικανότητα τους να αυτοκυβερνηθούν. Άρα δικαιολογεί και την βίαιη σωματική τιμωρία, κάτι που επιστρατεύουν άλλωστε ευρέως τα αποικιοκρατικά καθεστώτα. Η αναπαράσταση αυτή εκδηλωνόταν σε καθημερινές πρακτικές, ανέκδοτα, στην λογοτεχνία κλπ., και ανθούσε φυσικά σε περιόδους πολιτικής όξυνσης. Ουσιαστικά οι κρατούμενοι/ες οικειοποιούνται το στερεότυπο περί βρωμιάς και το ανασημαίνουν υπέρ τους. Η κοπρολογική οικολογία τους κατακρημνίζει τους βρετανικούς Λόγους και τον προβαλλόμενο από αυτούς πολιτισμό και αντανακλά την ίδια του την αποτυχία. Άλλωστε για αυτό οι Βρετανοί αρνούνταν ότι είχαν ευθύνη, ενώ η ίδια η βία των φυλάκων είναι που οδήγησε τους κρατούμενους στην «dirty protest» και της παρείχε και τα ίδια της τα «εργαλεία». Η διαμαρτυρία τους εξέθεσε την ίδια την βρωμιά και την βία των πρακτικών του βρετανικού κράτους. Κατά την Aretxaga(1995) με αυτό τον τρόπο αποκτά και άλλες πολιτισμικές αντηχήσεις, «υλοποιώντας» τα θαμμένα «σκατά»(shit) της βρετανικής αποικιοκρατίας και μια από-μεταφορικοποίηση (de-metaphorization) του αγρίου-βρώμικου Ιρλανδού. Η προσπάθεια «διαγραφής» των παραστρατιωτικών του IRA από την βρετανική κυβέρνηση ως πολιτικών κρατουμένων, ως ιδιαίτερων ταυτοτήτων και ως έμφυλων κρατουμένων στην περίπτωση των γυναικών, αποτυγχάνει, καθώς μέσω της διαμαρτυρίας κερδίζει ορατότητα ακόμα και αν είναι ακατανόητη ή μη αποδεκτή. Τέτοιες διαμαρτυρίες κάνουν γνωστή την κατάσταση των φυλακών μέσω των ΜΜΕ στο ευρύ κοινό και την απεκδύουν από την μυστικότητα που τη περιβάλλει, οδηγώντας ενδεχομένως σε άσκηση πιέσεων. Η διαμαρτυρία λειτούργησε διπλά, και εντός της φυλακής ενάντια στο ίδιο το ποινικό σύστημα αλλά και ευρύτερα στα πλαίσια του αγώνα του IRA που διεξαγόταν έξω από την φυλακή. Οι διαμαρτυρίες της φυλακής θεωρούνταν ισοβαρές συμπλήρωμα των αγώνων στους δρόμους (οι θέσεις του Bobby Sands συνέβαλαν πολύ σε αυτό, καθώς θεωρούσε ότι ο αγώνας στις φυλακές ήταν η οδός για την ίδια την ιδεολογική επιβίωση του IRA και την διατήρηση της συλλογικότητάς του), ενώ προκάλεσαν και την δολοφονία αρκετών φυλάκων από παραστρατιωτικούς εκτός φυλακής, ως αντίποινα για αυτά τα οποία διαδραματίζονταν εντός της. Και σε ένα τρίτο επίπεδο, αλλά διόλου λιγότερο σημαντικό, λειτούργησε ως προς την ορατότητα της έμφυλης διαφοράς και προσφοράς των εγκλείστων γυναικών αγωνιστριών. Οι γυναίκες καθίστανται επίσης ορατές ως διαφορετικές αλλά και ίσες. Διαρρηγνύουν τα στερεότυπα περί της παθητικής γυναίκας, γίνονται ορατές και ως γυναίκες κρατούμενες με ό,τι συνεπάγεται αυτό, αποκαλύπτοντας μέσω του εμμήνου κύκλου αυτό για το οποίο ακόμα και οι δικοί τους αλλά και το σύστημα(ίσως περισσότερο οι δικοί τους γιατί βρίσκονται στα χέρια του εχθρού) θέλουν να αποσιωπούν: το σεξουαλικοποιημένο σώμα και τη βία που του ασκείται στη φυλακή. - Show quoted text - Οι γυναίκες προσπαθώντας να κερδίσουν αναγνώριση μπήκαν στον αγώνα, ως μέρος της ανδρικής ομάδας, πολεμώντας ως άντρες, αποσιωπώντας οι ίδιες την διαφορά τους. Δεν μπήκαν στο γυναικείο κομμάτι της οργάνωσης για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά, άθελα τους, το αίμα ήρθε να δηλώσει την διαφορά τους, άθελα εμφυλοποίησε τον αγώνα τους, τις ανέδειξε ως ίσες όχι όμως όμοιες. Χωρίς οι ίδιες να το προδιαγράψουν, το αίμα, αντικειμενοποίησε την διαφορά τους ως έμφυλα σώματα, ως σεξουαλικοποιημένα σώματα. Το εμμηνορροϊκό αίμα έστεκε ως σύμβολο αυτής της πραγματικότητας που εξαιρούσε η γλώσσα (Aretxaga,1997). Με αυτόν τον τρόπο πέρασε και στον λόγο και επαναπροσδιόρισε το φύλο και για τις ίδιες τις γυναίκες, που κατά κάποιο τρόπο το είχαν αρνηθεί, για να κερδίσουν χώρο εντός του αγώνα. Τους ώθησε σε μια νέα δυναμική που δεν είχαν προδιαγράψει, ασκώντας κριτική και στο προβαλλόμενο φεμινιστικό μοντέλο και εθνικιστικό της κοινότητας τους, που και τα δυο ουσιαστικά τις εξαιρούσαν. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διαφορά προβάλλεται στο παρόν κείμενο και στα κείμενα με τα οποία αυτό συνομιλεί, όχι με μια διάθεση ουσιοκρατικοποίησης της κατηγορίας γυναίκα, αλλά μέσω της χρήσης αυτού του υλικού, φυσικοποιημένου χαρακτηριστικού όπως είναι τα έμμηνα και από τις συνδηλώσεις με τις οποίες έχουν επενδυθεί πολιτισμικά, δίνεται η δυνατότητα, αποδομώντας τες, να αναδειχθεί το ζήτημα της διαφορετικότητας, των αναγκών και των καταπιεστικών αναπαραστάσεων οι οποίες επιβάλλονται στην γυναίκα.
Επίλογος Η διαμαρτυρία των γυναικών κράτησε 13 μήνες, όντας πολύ επίπονη για τις ίδιες τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν όλες τις κοινωνικές επιταγές με τις οποίες είχαν μεγαλώσει, την ντροπή για το σώμα και τις εκκρίσεις του, την έκθεση τους. Δεν κατάφερε να αλλάξει το πολιτικό τους στάτους, ούτε να καλυτερεύσει τις συνθήκες κράτησης,. Κατάφερε, όμως, να τις κάνει ορατές ως γυναίκες κρατούμενες και ως μετέχουσες στην πολιτική αυτή διαμάχη, ως γυναίκες. Τις ανέδειξε από στερεοτυπικά παθητικές και αδύναμες σε δρώντα υποκείμενα, που εμπλέκονται σε μια διαδικασία αντίστασης και αναδιαμόρφωσε την ίδια την γυναικεία υποκειμενικότητα. Η πολιτική βία δεν διαφεύγει από την σεξουαλική διαφορά(Aretxaga,1995) και οι αγώνες των αντρών και γυναικών εγκλείστων έχουν διαφορετική σημασία. Οι αγώνες όμως και των δυο, στην περίπτωση αυτή, συγκροτούν μια θεμελιώδη άρνηση των πειθαρχικών μηχανισμών καθώς έπαυσαν την επιτήρηση, αλλά και την «αναμόρφωση» τους σε πειθήνια υποκείμενα, αψηφώντας τις πιο βασικές παραδοχές υγιεινής και καθαριότητας. Η μιαρότητα, ως περιττώματα και αίμα, αναδιαμορφώθηκε σε αντίσταση αλλά και σε πεδίο ανάδυσης του έμφυλου ζητήματος εκτός και εντός φυλακής.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -Aretxaga, B., Shattering Silence. Women, Nationalism and Political Subjectivity in Northern Ireland, Πρίνσετον, Νιού Τζέρσεϊ: Princeton University Press, 1997 -Aretxaga,B., Dirty protest: "Symbolic Overdetermination and Gender in Northern Ireland Ethnic Violence", Ethos 23,no.2(1995):123-148. - Carlen, P., «Intoduction: Women and Punishment», στο Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002. - Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002 -Chesney-Lind,M., "Patriarchy,Crime,and Justice:Feminist Criminology in an Era of Backlash", Feminist Criminology, 2006;1;6. -Douglas,M.,Purity and danger:An Analysis of Pollution and Taboo,Λονδίνο:Ark,1984. -Feldman, A.,Formations of Violence:The Narrative of the Body and Political Terror in Northern Ireland.Σικάγο: Univesity of Chicago Press,1991. -Grosz,E., Volatile Bodies: Toward a Corporeal Feminism.Μπλούμιγκτον:Indiana University Press,1994. -Howe,A., Punsih and Critique.Towards a Feminist Analysis of Penality,Λονδίνο:Routledge,1994. -Neti,L., «Blood and Dirt.Politic's of Women's Protest in Armagh Prison,Northern Ireland»,στο Aldama,J.A.,(επιμ.),Violence and the Body. Race, Gender and the State.Μπλούμιγκτον: Indiana University Press,2003. -Worrall,A. «Rendering Women Punishable: The Making of a Penal Crisis» στο -Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002. -Κουκουτσάκη, Α.,(επιμ.) Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη,2006. -Φουκώ,Μ., Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής. Αθήνα:Εκδόσεις ,1976
ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ -http://en.wikipedia.org/wiki/Mair%C3%A9ad_Farrell Τελευταία επίσκεψη:19/02/2008 - http://en.wikipedia.org/wiki/Dirty_protest Τελευταία επίσκεψη:19/02/2008
[1] The Ballad of Mairead Farrell Do not stand at my grave and weep,I am not there I do not sleep, Do not stand at my grave and cry, When Ireland lives I do not die. A woman's place is not at home, The fight for Freedom it still goes on, I took up my gun until Freedom's day, I pledged to fight for the I.R.A. In Armagh jail I served my time, Strip searches were a British crime, Degraded me but they could not see,I'd suffer this to see Ireland free. Gibraltar was the place I died, McCann and Savage were by my side, I heard the order so loud and shrill, Of Thatchers voice said "SHOOT TO KILL!". So do not stand at my grave and weep,I am not there I do not sleep, Do not stand at my grave and cry, When Ireland lives I do not die! [από σχόλιο για την ταινία Hunger που είχε αναρτηθεί στο Αθηνόραμα, Κριτική #271431 7/11/2008 4:25:57 μμ Oglaigh Na hEireann]
[Κατά την επιμέλεια της ανάρτησης του κειμένου της Μαρίας Τσιγάρα, πρόσθεσα τις φωτογραφίες και την The Ballad of Mairead Farrell]
Σ' αυτή τη διεύθυνση θα βρείτε υλικό για την Dirty protest στις γυναικείες φυλακές Armagh: http://visualwikipedia.com/en/Dirty_protest
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ταινία Silent Grace αναφέρεται στο ίδιο θέμα
[http://www.timeout.com/film/reviews/74650/Silent_Grace.html]
O αγώνας, αν μη τι άλλο, σου δίνει, μέσω της διαφοροποίησης, ταυτότητα, η οποία καθίσταται σαφής και στα μάτια των άλλων.
ΑπάντησηΔιαγραφή