Μαρξιστικές και πολιτισμικές προσεγγίσεις της ποινής :
Συνομιλίες και αντιπαραθέσεις
Μαρινούδη Θεοδοσία
Εισαγωγή
Κατά τη διάρκεια της νευρώδους δεκαετίας του ’60 τα κινήματα που εκδηλώθηκαν έθεσαν νέες κριτικές βάσεις για την χρήση πολλών θεωρητικών εργαλείων και ακαδημαϊκών τόπων που ενώ ευαγγελίζονταν επιστημονική ουδετερότητα, δεν μπορούσαν να αποκρύψουν τον απολογητικό τους χαρακτήρα. To επιστημολογικό πεδίο της εγκληματολογίας δεν έμεινε στο απυρόβλητο, παρά πολιτικοποιήθηκε ως ένα κατεξοχήν προνομιακό όπλο στα χέρια της εξουσίας[1]. Οι μαρξιστικές αναγνώσεις που προέκυψαν ή επανεκτιμήθηκαν πατώντας πάνω στο ταραγμένο και ζωογόνο αυτό έδαφος, αντέδρασαν επιπλέον στη θετικιστική προσέγγιση του εγκλήματος και της αντιμετώπισής του, καθώς εξαρτούσαν τις ποινικές εξελίξεις από την κοινωνική δομή.
Μέχρι τότε το κυρίαρχο θετικιστικό παράδειγμα, που άλλωστε καθιέρωσε την εγκληματολογία ως επιστήμη, αντιμετώπιζε το έγκλημα οντολογικά «Το έγκλημα είναι κάτι που βρίσκεται στη φύση του εγκληματία και όχι μία δυσλειτουργία της κοινωνίας. Επιπλέον επιτυγχάνει την απόλυτη εξάλειψη της πιθανότητας κάποιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Γιατί ο βιολογικά κατώτερος είναι συνώνυμος με τον α-κοινωνικό. Η ανάλυση εστιάζει στο άτομο που δεν μπορεί να είναι κοινωνικό. [2]»
Η συνέχεια αυτού του λόγου διακόπηκε από πολιτικά δεσμευμένες θεωρήσεις και έναν ριζοσπαστικό λόγο της δεκαετίας του ’70 που αποδόμησαν το ηγεμονικό αυτό μοντέλο της εγκληματολογίας, και των οποίων η σημασία πολλαπλασιάζεται τώρα που ‘ο λόγος περί εγκλήματος επιστρέφει στις καταβολές του’.[3] Μια πανοραμική αποτίμηση όλων αυτών των προσεγγίσεων γίνεται στο άρθρο του David Garland Οι κοινωνιολογικές προοπτικές της ποινής (1991) Εκεί ο συγγραφέας θα αναγνώσει κριτικά και συγκριτικά τέσσερις θεμελιώδεις αναλύσεις για το θέμα της ποινής- των Rusche και Κirchheimer, Durkheim, Εlias και Foucault-, ώστε να καταλήξει σε μια συνθετική κοινωνιολογική πρόταση από τη συνομιλία όλων αυτών των ερμηνευτικών παραδόσεων. Έτσι κι αλλιώς, αυτές θα αντιστοιχούν σε κοινωνιολογικά πλαίσια ανάγνωσης που αντιπαρατίθενται στις κυρίαρχες παραδόσεις, την ποινολογική από τη μια και την φιλοσοφική από την άλλη. Η πρώτη απαντά στο ερώτημα ‘τι έχει αποτέλεσμα;’, αντιμετωπίζει τους ποινικούς θεσμούς ως ένα εργαλείο προς ένα αυταπόδεικτο τέλος, δηλαδή τη μείωση των ρυθμών εγκλήματος και τον περιορισμό των εγκληματικών υποκειμένων. Η φιλοσοφική παράδοση με τις ανθρωπιστικές και ηθικές συνδηλώσεις που της κληροδοτούν οι καταβολές της από το διαφωτισμό, ενδιαφέρεται για το δίκαιο και η λογοθετική της εστίαση βασίζεται σε αυτές τις ηθικές αναφορές περισσότερο παρά στην εμπειρική έρευνα ή την τεχνική γνώση. Τα τελευταία χρόνια, σημειώνει ο Garland, ένα τρίτο ρεύμα σκέψης έχει προβληματοποιήσει τις παραπάνω κυρίαρχες κατηγορίες για να ερευνήσει τη σύνδεση των ποινικών θεσμών με άλλους θεσμούς, την συμβολή τους στην κοινωνική τάξη, στην πολιτισμική αναπαραγωγή της κοινωνίας, στο εννοιολογικό πλαίσιο που κάνει δυνατούς και διανοητούς αυτούς τους θεσμούς έναντι άλλων. Η ποινή είναι ένα ιστορικό και πολιτισμικό προϊόν που μορφοποιείται από ένα φάσμα κοινωνικών δυνάμεων που με τη σειρά του εκτείνεται πέραν του πληθυσμού των ‘εγκληματιών’. Αυτό είναι το πεδίο που έχει διανοίξει η κοινωνιολογία της ποινής. Εντός του κοινωνικού δικτύου στο οποίο δρουν κοινωνικές διαδικασίες. Και είναι ακριβώς ο διάλογος αυτός τον οποίο η κοινωνιολογική προσέγγιση φέρνει εμφατικά στην επιφάνεια.
Οι δεξιώσεις τέτοιων νοημάτων δεν προστέθηκαν ομαλά η μία δίπλα στην άλλη. Αντίθετα, η είσοδός τους στον εννοιολογικό αυτό χώρο έγινε με τη μορφή μιας θορυβώδους σύγκρουσης προοπτικών και ποικιλιών λόγου. Οι μαρξιστικές και φουκωικές αναλύσεις εισέβαλαν στο πεδίο δραματοποιημένα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για επικοινωνία μεταξύ τους. Το εγχείρημα του Garland συνίσταται ακριβώς στην πρόταση για επανεπεξεργασία αυτής της συνομιλίας. Τις συνομιλίες και αντιπαραθέσεις αυτών των λόγων θα αποπειραθούμε να διερευνήσουμε. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας θα περιοριστούμε σε μια συγκριτική ανάγνωση των Marx και Foucault καθώς επηρέασαν συθέμελα τις προσεγγίσεις της ποινής και κατά συνέπεια της εξουσίας.
Για την οργάνωση της εργασίας θα εκκινήσουμε από τα ‘δύο άκρα’, από τους Rusche και Kircheimer που έλκουν θεωρητικά από τις μαρξιστικές προτεραιότητες και τον Foucault και την πολιτισμική προοπτική του, ενώ ως ενδιάμεσος τόπος και συμφιλιωτική στιγμή μεταξύ των δύο θα προταθεί o Melossi. Οι προβληματικές αυτές σχέσεις θα διευθετηθούν στο έργο του Garland και την εμφάνιση της ποινής ως πολιτισμικού δρώντος.
Η πολιτική οικονομία της ποινής: η μαρξιστική προσέγγιση
Μια ιστορική στιγμή υπήρξε το έργο των Rusche και Kirchheimer Punishment and social structure το οποίο ενώ εκδόθηκε το 1939 επανεκτιμήθηκε πολύ αργότερα, όταν αναζωπυρώθηκε ένα νεομαρξιστικό ενδιαφέρον που επέστρεψε σε αυτά τα έργα. Το κείμενο των Rusche και Kirchheimer θεωρητικοποιεί το έγκλημα και τον έλεγχό του μέσα σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο, το οποίο εφόσον το ιστορικοποιήσουμε ως μια κοινωνιολογική ανάλυση εν μέσω ουδέτερων θετικιστικών προσεγγίσεων μπορούμε να εκτιμήσουμε τη σημασία που το βάρυνε. Από την άλλη ωστόσο η εν λόγω προσέγγιση μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο μερικά στις βασικές της υποθέσεις, αλλά έτσι κι αλλιώς θα κριθεί εν προκειμένω ως στενή και μονοσήμαντη, εφόσον περιορίζει το σύνθετο αντικείμενο της ποινής ως εξαρτημένο από μια και μόνη μεταβλητή, την αγορά εργασίας.
Όπως προεξοφλεί ο Melossi, η υπόθεση των Rusche και Kirchheimer συνίσταται στην ιδέα ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια ευθέως θετική σχέση ανάμεσα στους μεταβαλλόμενους ρυθμούς του τιμωρητικού συστήματος και τους δείκτες ανεργίας. [4] Η θεωρητική και ιστορική του πρόταση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: σε περιόδους που η αγορά έχει μεγάλη προσφορά εργασίας οι συνθήκες ζωής στις φυλακές παρακμάζουν αντίστοιχα με τους μισθούς και όλες τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, ενώ σε περιόδους που η εργασία είναι σπάνια και κατά συνέπεια πολύτιμη, οι συνθήκες ζωής στις φυλακές βελτιώνονται αισθητά. Με αυτόν τον τρόπο το ποινικό σύστημα λειτουργεί αναχαιτιστικά για τις αντιστάσεις της εργατικής τάξης ενάντια στην εκμετάλλευσή της. [5] Αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφουν την αρχή του ‘less eligibility’. Ο Rusche υποστηρίζει ότι ο ποινικός νόμος στρέφεται ενάντια στις κατώτερες τάξεις και οι συνθήκες ζωής στις φυλακές πρέπει να είναι χειρότερες από τις συνθήκες ζωής της χαμηλότερης αυτής κοινωνικής στάθμης. Οι τιμωρητικές πρακτικές σχετίζονται στενά με τις διάφορες φάσεις των οικονομικών εξελίξεων. Την ιστορικοποίηση αυτού του αξιώματος παρακολουθεί σε τρεις μεγάλες στιγμές, τον πρώιμο και ύστερο μεσαίωνα και τον 17ο αι. που παρουσιάζονται ευσύνοπτα από τον Barrett A. Crane στο κείμενο Georgε Rusche’s Theory on Punishment and Social Structure, που θα αποτελέσει την πηγή και για την παρούσα εργασία.
Στον πρώιμο Μεσαίωνα οι συνθήκες ζωής και εργασίας για την κατώτερη κοινωνική τάξη ήταν αρκετά ευνοϊκές, δεδομένου ότι υπήρχαν πολλές εκτάσεις γης στις οποίες θα μπορούσε να εργαστεί όλος αυτός ο πληθυσμός και να ελιχτεί μεταξύ των γαιοκτημόνων. Στόχος του ποινικού συστήματος αυτή την περίοδο ήταν να διατηρηθεί σταθερή η κοινωνική κατάσταση σε ό,τι αφορά το status και πλούτο των κοινωνικών δρώντων. Οι πιο συνήθεις ποινικές κυρώσεις ήταν η επιβολή χρηματικών προστίμων. Οι φτωχοί που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτήν την ποινή υφίσταντο σωματικές τιμωρίες. Στον ύστερο μεσαίωνα οι συνθήκες για τους φτωχούς επιδεινώθηκαν δραστικά, εφόσον η Ευρώπη μόλις είχε αναρρώσει από την πανούκλα. Ο άνεργος πληθυσμός προκάλεσε ορδές αλητών που περιπλανώνταν στους δρόμους. Σύμφωνα με τον ιστό της υπόθεσης που ακολουθούμε, όσο πιο υποτιμημένη η εργασία τόσο πιο άθλιες οι τιμωρητικές συνθήκες. Οι σωματικές τιμωρίες άγγιζαν τα όρια του μαρτυρίου προκειμένου να αποτρέψουν τον εξαθλιωμένο πληθυσμό από την τέλεση αδικημάτων. Ο 17ος αι. Μερκαντιλισμός και η άνοδος του εγκλεισμού. Την περίοδο αυτή ως επικρατέστερη τιμωρητική εκδοχή καθιερώθηκε αυτή της φυλάκισης. Το αιτιακό νήμα που συνδέει το αποτέλεσμα αυτό είναι το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της άρχουσας τάξης η οποία για την ικανοποίηση των σκοπών της επιστράτευσε τον φυλακισμένο πληθυσμό. Με τον τρόπο αυτό γέμιζε τα κενά της εργασίας με εξαιρετικά χαμηλό κόστος και διεκπεραιώνονταν εργασίες τόσο βαριές τις οποίες κανένας ελεύθερος δεν δεχόταν να εκτελέσει, όπως ήταν η εργασία στις γαλέρες την οποία προκειμένου να αποφύγουν κάποιοι προτιμούσαν τον ακρωτηριασμό. Όταν ανέκαμψε και πάλι ο πληθυσμός και περιορίστηκε η προσφορά εργασίας, οι συνθήκες στις φυλακές ακολούθησαν το γνωστό κατηφορικό δρόμο. Για ακόμη μια φορά έπρεπε να εξασφαλιστεί ότι η ζωή στις φυλακές ήταν χειρότερη από αυτή των πιο εξαθλιωμένων κομματιών της κοινωνίας. Όταν υπάρχει έλλειμμα εργασίας η άρχουσα τάξη κάνει ό, τι μπορεί για να καλύψει τις ανάγκες της. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν και ο νόμος περί αλητείας που θεσπίστηκε το 1349 προκειμένου να εξαναγκάσει τον πληθυσμό που ήταν ικανός προς εργασία να δουλέψει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και χωρίς διεκδικήσεις αφού διαφορετικά θα κατέληγε στη φυλακή. Έτσι επίσης εκμεταλλεύονται την εργασία των φυλακισμένων ως φθηνή εργασία. Η σχέση ποινής και κοινωνικής δομής τοποθετείται στο έργο που συζητούμε σε μια ιστορική και οικονομική προοπτική, αλλά ‘στην ποινή η μόνη λειτουργία που αναγνωρίζεται είναι αυτή του ρυθμιστή της αγοράς εργασίας.’[6]
Οι ποινικές εξελίξεις εξαρτώνται απόλυτα από τη ‘βασική κοινωνική σχέση’ όπως αναφέρεται από τους ίδιους, δηλαδή τον τρόπο παραγωγής, η ποινική πολιτική θεωρείται ένα στoιχείο μιας γενικότερης πολιτικής ελέγχου των φτωχών, ένας μηχανισμός που ρυθμίζει τη σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων. Η εκμετάλλευση της εργασίας των κρατουμένων, η πίεση στις φτωχότερες τάξεις και η διαμόρφωση του υποκειμένου -εργάτη ήταν τρεις από τις διαδικασίες που κινήθηκαν στην κατεύθυνση αυτή. Ο ρώσος νομικός Pasukanis ισχυρίζεται ότι οι ποινικοί θεσμοί στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι οργανωμένες γύρω από μια σειρά αστικών αξιών και ιδεολογικών εννοιών που προσδένουν την ποινή στις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Τα άτομα που οδηγούνται στην αίθουσα του δικαστηρίου αντιμετωπίζονται ως νομικά υποκείμενα με ελεύθερη βούληση, υπευθυνότητα και ηδονιστική ψυχολογία που το κυρίαρχο αστικό υποκείμενο οφείλει να κατέχει. Τα ποινικό σύστημα αντιμετωπίζεται εδώ ως πολιτικοιδεολογικό εργαλείο της αστικής τάξης που δομείται από οικονομικές κατηγορίες, ώστε να αναπαράγει την εξουσία της κυρίαρχης τάξης.
Στα βασικά σημεία και σχήματα της προσέγγισης αυτής θα προσθέσει ο Garland την κριτική στα κενά που αφήνει μια τόσο εστιασμένη σε μία οπτική θέση, δεδομένου ότι η σχέση της ταξικής σύγκρουσης είναι αυτή που πριμοδοτείται έναντι όλων των άλλων που υπάγονται στην κεντρικότητά της. Στους Rusche και Kirchheimer η υπερεκτίμηση των προστακτικών της ταξικής πάλης και των οικονομικών σχέσεων στην ανάλυση των ποινικών θεσμών κρίνεται ως ελλιπής, εφόσον δεν ενσωματώνονται στις ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες και στο γεγονός ότι οι σχέσεις αυτές προκύπτουν και μέσα από άλλες δυναμικές, όπως ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα, θεσμικές δυναμικές, εγκληματολογικές έννοιες, θρησκευτικά και ανθρωπιστικά προγράμματα, δηλαδή ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες και πολιτισμικά πλαίσια που διαμορφώνουν όλες αυτές τις πρακτικές. «Αυτό δε σημαίνει ότι υποτιμάται με τον τρόπο αυτό η αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής στη διαμόρφωση των ποινικών θεσμών, αλλά για να δείξει ότι καμία αιτιότητα δεν είναι τόσο αποκλειστικά αποφασιστική όσο εν προκειμένω προτείνεται.»[7] Θεωρείται δηλαδή ότι είναι ανεπαρκής μια τέτοια αντιμετώπιση της ποινής ως πρωταρχικά εξαρτημένη από την εξέλιξη των μέσων παραγωγής χωρίς να αξιολογεί τους μηχανισμούς από τους οποίους προκύπτουν και πραγματώνονται αυτοί οι θεσμοί.
Μια άλλη παρατήρηση αφορά στην υποστήριξη των εξελίξεων αυτών από τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις που ωστόσο εκτιμώ πως το επιχείρημα αυτό, αν και ευσταθεί ως πραγματικότητα, δεν αποδυναμώνει το ίδιο το γεγονός ότι, σε μεγάλο βαθμό, αυτές οι ποινικές ρυθμίσεις δρουν σε σύγκρουση με τις κοινωνικές αυτές κατηγορίες. Σχετιζόμενο και με το προηγούμενο θέμα, το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να το συμπληρώσει μια πολιτισμική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι ηγεμονικές ιδεολογίες των κυρίαρχων πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά τάξεων αναπαράγονται από τους ‘από κάτω’. Η φουκωική ανάγνωση της εξουσίας αναλύει με μεγάλη πειστικότητα και ευστοχία το θέμα αυτό.
Ο Μelossi υπογραμμίζει ότι οι Rusche και Kirchheimer παραγνωρίζουν τον εγκλεισμό των γυναικών. Μια εξήγηση που βρίσκει ο ίδιος για μια τέτοια κρίσιμη παράλειψη είναι το γεγονός ότι ο κοινωνικός έλεγχος των γυναικών γίνεται περισσότερο σε θεσμούς όπως η οικογένεια, παρά μέσω του ποινικού συστήματος. Ωστόσο, είναι η παραβίαση των ορίων του κοινωνικού φύλου που οδηγεί πολλές γυναίκες στις φυλακές, καθώς η δυναμική, ενεργητική και εμπρόθετη παραβατική συμπεριφορά έχει ταυτιστεί με την αρρενωπότητα, ενώ η θηλυκότητα ως σκεύος μιας παθητικής, στατικής και φρόνιμης ύπαρξης ανήκει στο σπίτι[8], μια μεταβλητή όμως που δεν λείπει χωρίς λόγο, καθώς εξωκείλει της προσέγγισης που αποτιμούμε. H προβληματική του φύλου είναι μια δομική απουσία σε όλες τις αναγνώσεις με τις οποίες θα ασχοληθούμε και η δυναμική της θα μπορούσε να τις αποδομήσει. Θα αφορούσε όμως αυτό ένα μεγαλύτερο εγχείρημα από τα περιορισμένα πλαίσια αυτής της εργασίας.
Εφόσον συνεκτιμηθούν οι κριτικές, οι αναθεωρημένες αυτές αναλύσεις θα μπορούν να δράσουν πιο συνολικά πια και να φωτίσουν κάποια σημεία των σύγχρονων ποινικών δεδομένων, στα οποία προσθέτει η ανάγνωση αυτή όπως την ιδεολογική σημασία της εργασίας στα ποινικά ιδρύματα, την ιδιωτικοποίησή τους και άλλα. Επίσης παραμένει δυνατή η ανάλυση της τιμωρίας όχι στα στενά πλαίσια του ‘ελέγχου του εγκλήματος’, αλλά ως ενός μηχανισμού μεταξύ άλλων για τον έλεγχο του αστικού πληθυσμού. Η φυλακή και το εργοστάσιο.
Η στιγμή Melossi και Pavarini.
Ενδιάμεσος τόπος ανάμεσα στο έργο που μόλις αξιολογήσαμε και της φουκωικής πρόσληψης της ποινής που θα ακολουθήσει, αποτέλεσε το επίσης εμβληματικό έργο των Melossi και Pavarini, The prison and the factory. Το έργο αυτό περιγράφει το τιμωρητικό σύστημα που αναδύθηκε στη νεωτερικότητα ως μοχλός εκπειθάρχησης του εργατικού δυναμικού, ώστε να ενταχθεί σε συνθήκες καπιταλιστικής παραγωγής. Η φυλακή είναι δομημένη στο μοντέλο του εργοστασίου με στόχο την παραγωγή πειθαρχημένων ατόμων. To κείμενο διερευνά τις διαπλοκές της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τύπων παραγωγής με τις μορφές κοινωνικής πειθαρχίας και ελέγχου που αντιστοιχούν σε αυτούς, μέσω της γενεαλογίας των δύο συστημάτων, της φυλακής και του εργοστασίου. Θα μας απασχολήσει το κομμάτι που διεκπεραίωσε ο Melossi, ως πιο σχετικό με το αντικείμενο που διερευνούμε. Το σημείο αφετηρίας αυτής της διαδρομής είναι ο πυρήνας της μαρξιστικής σκέψης, δηλαδή ο μετασχηματισμός των μέσων παραγωγής, τα οποία αποσπώνται από τον άμεσο παραγωγό που είναι δεμένος στη γη, σε κεφάλαιο και ο μετασχηματισμός του ίδιου σε μισθωτό εργάτη. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ηθική και ιδεολογική αποσύνθεση του φεουδαρχικού κόσμου και η διάσταση που αφορά την παρούσα εργασία είναι ο σχηματισμός του προλεταριάτου. Χιλιάδες εκτοπισμένων των οποίων η γη απαλλοτριώθηκε, συρρέουν στις πόλεις όπου και παρασιτούν ως ζητιάνοι, ληστές, άστεγοι, αλήτες. Στην άρνηση της εργασίας που προέκυψε, ελήφθησαν τον 16ο αι. μέτρα όπως τα κάτεργα που επέβαλαν την καταναγκαστική εργασία προκειμένου να κάμψουν τις αντιστάσεις της νεοσχηματιζόμενης εργατικής τάξης, στα οποία οι εργαζόμενοι υποχρεώνονταν στις πιο οριακές συνθήκες εκμετάλλευσης. Παρόλο που εμφανίστηκαν αρχικά στην Αγγλία, η δυναμική τους αποκλιμακώθηκε στην Ολλανδία του 17ου αι. και μετεξελίχθηκαν το 18ο αι. στην αυτόνομη ποινή της φυλάκισης που επικράτησε από τότε και στο εξής στις νεωτερικές κοινωνίες. Επίσης, το 16ο αι. θεσμίζεται ο νόμος περί αλητείας κατά το 16ο αι., που κάνει διάκριση ανάμεσα σε ικανούς και μη ικανούς για εργασία. Αυτός ο νόμος αποτέλεσε βασικό ρυθμιστικό στοιχείο για τον έλεγχο των μεγάλων πληθυσμών που συνέρρευσαν από την περιφέρεια στα μεγάλα αστικά κέντρα, μια που προσπαθούσε να ελέγξει ένα υπό διαμόρφωση εργατικό δυναμικό το οποίο δεν μπορούσε να απορροφηθεί από τη μανιφακτούρα καθώς είχε αποσπασθεί βίαια από τον τρόπο ζωής και παραγωγής του. Αλήτης είναι ο μη έχων εργασία, ο πλάνητας, που για λόγους επιβίωσης προβαίνει σε μικροπαραβάσεις.
O Melossi δεν εξαντλείται στην υπόθεση των Rusche και Κircheimer, ότι δηλαδή τα μέτρα αυτά συνιστούσαν έναν απλό ρυθμιστή της ελεύθερης εργασίας. Προωθώντας τη σκέψη του σε πιο σύνθετες και ποιοτικές διαδικασίες, εστιάζει στην εκπαίδευση και τον έλεγχο της εργατικής τάξης, θεωρώντας ότι ακριβώς η δυναμική της πειθαρχίας ήταν το μείζον διακύβευμα του θεσμού των κάτεργων. Από τη λειτουργία των Rasp-huis στην Ολλανδία δεν προέκυπταν οικονομικά οφέλη, ενώ όσοι προορίζονταν για αυτά είχαν ταξινομηθεί ως οι ‘εγκληματικοί τύποι’ της εποχής. «Οι ρίζες και η εξέλιξη των εγκληματικών αυτών τύπων βρίσκεται στη γέννηση και την εξέλιξη του ίδιου του καπιταλισμού»[9]. Το μοντέλο που προωθούσαν τα κάτεργα ήταν αυτό της μανιφακτούρας, μοντέλο κατάλληλο να εκπειθαρχήσει όσους αντιστέκονταν στις επιταγές της εργασίας εγκαθιστώντας μια ευθύγραμμη σχέση ανάμεσα στην επιλεγμένη τεχνική της παραγωγής από τη μια και τους ίδιους τους σκοπούς αυτών των ιδρυμάτων. Γι’ αυτό και οι πρακτικές εργασίας που επιλέγονταν ήταν μονότονες και βαριές, χωρίς οι συγκεκριμένες ικανότητες των εργατών να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία. «Τα κάτεργα δεν ήταν ένας αληθινός και κατάλληλος τόπος παραγωγής. Ήταν τόπος διδασκαλίας της πειθαρχίας της παραγωγής»[10]. Στο πρότυπο της μανιφακτούρας και των ευρύτερων σημασιών και κοινωνικών σχέσεων στις οποίες αυτή ήταν δεσμευμένη, ο ελεύθερος προλετάριος προσαρμοζόταν στην αστική κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία ο ίδιος δεν είχε τον έλεγχο του ατόμου του. Η προτεσταντική ηθική συνήδε απόλυτα με τις στρατηγικές αυτές. Έπρεπε να φτιαχτεί ένα υποκείμενο χρήσιμο για την καπιταλιστική συνθήκη και αυτό προϋπέθετε την καταπίεση ενός κόσμου παραγωγικών ικανοτήτων και ενστίκτων. Τα κάτεργα και η ανάδυση του μοντέλου της φυλακής συμμετείχαν σε αυτό το πρόγραμμα υποκειμενοποίησης. Η ολιστική αποδυνάμωση του υποκειμένου συμβαίνει στο εργοστάσιο, αλλά υποστηρίζεται από βοηθητικούς θεσμούς όπως η πυρηνική οικογένεια, η θρησκεία, το σχολείο, η φυλακή, το νοσοκομείο. Με την επίθεση αυτή από μέρους των θεσμών, το υποκείμενο, κάποτε ενσωματωμένο στην κοινότητα, τώρα απομονωμένο απέναντι στον καπιταλιστή, εσωτερικεύει από κάθε άποψη, κυρίως ωστόσο ψυχολογική, το habitus της βίας και της υποταγής. Το ανθρωπολογικό μοντέλο που επικρατεί είναι ο λευκός, δυτικός, ετεροσεξουαλικός άνδρας (ο πατέρας γίνεται κοινωνική φιγούρα) και όσοι παρεκκλίνουν από αυτό, ενσαρκώνοντας την ετερότητα αυτής της ιστορικής στιγμής, ταξινομούνται σε άλλες κατηγορίες, μία εκ των οποίων είναι αυτή των εγκληματιών. Στα ιδρύματα αυτά συνέρρευσαν αργότερα φτωχοί, νέοι και πόρνες, απείθαρχοι δηλαδή πληθυσμοί, που έπρεπε να συμμορφωθούν στο νέο ‘κοινωνικό συμβόλαιο’. Το 19ο αι. οι φυλακές θα αποκτήσουν την κατεξοχήν συμβολική και ιδεολογική τους σήμανση. Οι παραγωγικοί και αναμορφωτικοί σκοποί των κάτεργων θα υποχωρήσουν για να επικρατήσουν απροσχημάτιστα ο έλεγχος και ο εκφοβισμός.
Σύμφωνα με τον Melossi, το γνώριμο πια στις αναλύσεις Πανοπτικόν του Jeremy Bentham[11] και το αρχιτεκτονικό σχέδιο που ενσωματώνει την ιδεολογία του ωφελιμιστή θεωρητικού ήταν μια αφελής απόπειρα να συνδυαστεί ένα σύστημα τιμωρίας, ελέγχου, απομόνωσης και επιτήρησης με παραγωγική αποτελεσματικότητα. Το ουσιώδες στοιχείο της οργάνωσης του σχεδίου αυτού στην ιστορική στιγμή που εμφανίζεται παρέμενε αυτό της επιτήρησης του αναδυόμενου προλεταριάτου και ενσωμάτωνε κοινωνικά άχρηστη εργασία ως αποκλειστικά τιμωρητική συνθήκη.
Εκτιμώ ότι η προκείμενη ανάγνωση ισορροπεί μεταξύ των δύο αναλύσεων που τέμνουν το εγχείρημα αυτής της συζήτησης. Αυτό σημαίνει ότι κρατούν αποστάσεις τόσο από το έργο των Rusche και Kirchheimer όσο και από τον Foucault. Στο πρώτο θα προσθέσουν τη δυναμική της πειθαρχίας που συνιστά το κέντρο της κριτικής σε αυτό. Σε ό, τι αφορά τον Foucault ο Μelossi αναφερόμενος στο έργο του Επιτήρηση και τιμωρία, που θα συζητήσουμε διεξοδικά στη συνέχεια αναφέρει ότι το τελευταίο τεκμηριώνει πως δεν αποφασίζει η ιδεολογία τον πρακτικό λόγο, αντίθετα η ιδεολογία παράγεται από συγκεκριμένες τεχνικές ελέγχου πάνω στο σώμα. Ωστόσο, ενώ μας παρουσιάζεται ως ‘πολιτική οικονομία του σώματος’ είναι στην πραγματικότητα ‘πολιτική οικονομία’ καθεαυτή που, σύμφωνα με τον Melossi, έξω από το πλαίσιο της εργασιακής διαδικασίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί. Αυτό θα είναι ίσως και το όριο του Melossi σε αυτό το έργο και μιας ανάλυσης που ενώ αποτιμά αυτό το συνεχές μεταξύ παραγωγικής σφαίρας, πολιτικής και καθημερινής ζωής, περιορίζεται στον ορίζοντα μιας αμιγούς, αν και πρωτότυπης και καρποφόρας, μαρξιστικής θεώρησης. Όλοι αυτοί οι θεσμοί που αξιολογεί είναι ‘βοηθητικοί’, υπάγονται για ακόμη μια φορά στην ηγεμονία που το κεφάλαιο επιβάλλει σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις προκειμένου να εξάγει υπεραξία για να αναπαραχθεί. Με αυτό ως δεδομένο το εργοστάσιο κυριαρχεί στην ανάλυση, καθώς αποτελεί την υλική έκφραση των κοινωνικών συγκρούσεων. Ο Foucault και η ανατομία της φυλακής
Στις συγκεκριμένες τεχνολογίες της ποινικής εξουσίας και του τρόπου εφαρμογής τους είναι εστιασμένο το έργο του Φουκώ, το οποίο εξαντλεί με ακατάσχετη λεπτομέρεια όλους τους μηχανισμούς ελέγχου και πειθαρχίας των νεωτερικών ποινικών ρυθμίσεων. Το έργο του εξετάζει πώς η τιμωρία έγινε ένας οργανωμένος ορθολογικός, εργαλειακός θεσμός, εξαρτημένος από την ειδική γνώση, τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις υπολογιστικές τεχνικές ελέγχου. «Το αποτέλεσμα είναι μια ‘φαινομενολογία’ του ποινικού ελέγχου, καθώς δείχνει τους τρόπους με τους οποίους η μικροφυσική της εξουσίας τέμνεται με τα σώματα που υπόκεινται σ’ αυτήν. Και παρόλο που ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο οι ποινικές τεχνολογίες συνδέονται με άλλα πεδία διακυβέρνησης και πειθαρχίας και τα τοποθετεί σε ένα ευρύτερο δίκτυο σχέσεων εξουσίας, επιμένει ότι αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να κατανοηθούν σε αναφορά με γενικές θεωρίες για τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η κοινωνία.»[12]
Το έργο του Φουκώ Επιτήρηση και τιμωρία θέτει ως υπόθεση εργασίας την ανάδυση στο νεωτερικό κόσμο της φυλακής ως αυτόνομης ποινής στη θέση της δαπανηρούς βίας που εξασκείται πάνω σε σώματα και επιδεικνύεται ως δημόσιο θέαμα, όπως επικρατούσε σε προνεωτερικές προϋποθέσεις. Το σώμα πια γίνεται ένα εργαλείο για τον μετασχηματισμό της ψυχής, παρά μια επιφάνεια πάνω στην οποία εφαρμόζεται ο πόνος. Η ποινή αφορά στον ‘εγκληματία’ και τις δομές της ‘προσωπικότητάς’ του παρά τη φύση του εγκλήματος και τις άμυνες απέναντι σ’ αυτό. Με τον τρόπο αυτό αποτελεί σύστημα γνώσης για την κατασκευή και τον έλεγχο του υποκειμένου. Για τη διεκπεραίωση του έργου αυτού συμμαχούν ειδικοί που κρίνονται απαραίτητοι για την παροχή γνώσης και τον εντοπισμό ανωμαλιών και τη διόρθωση των αντικανονικοτήτων, όχι για να εξοντωθεί το μη κανονικό, αλλά να παραχθεί το ‘κανονικό’. Σε αυτή τη σκηνή τα τελετουργικά ανοιχτής, ωμούς και αδιαπραγμάτευτης βίας που τελούνταν πανηγυρικά προς παραδειγματισμόν και για τη φυσική εξόντωση όποιου απειλούσε την απόλυτη εξουσία υποχωρούν για την ‘πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας’, για τη δράση πιο λεπτών και γι’ αυτό ίσως αναπόδραστων ποιοτήτων βίας και μιας εξουσίας αθόρυβης και αόρατης, η οποία από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά βρίσκει την έκφρασή της στο μοντέλο της φυλάκισης. Το ιδίωμα της βιοπολιτικής αυτής εξουσίας είναι η θετικότητά της και ο τρόπος με τον οποίο ως εξουσία καμουφλάρεται για να δράσει διαρκώς και υπόγεια, σβήνοντας τα ίχνη της διεισδύοντας στις ατομικές κινήσεις και χειρονομίες των σωμάτων, ώστε να παραχθούν αυτά ως πειθαρχημένα, λειτουργικά και χρήσιμα με τον τρόπο μιας μηχανής. Η σειραϊκή οργάνωση των σωμάτων στο χώρο και το χρόνο, ώστε να είναι όλα ορατά και ελέγξιμα ανά πάσα στιγμή εξασκήθηκαν στο στρατό και το μοναστήρι. Την οργάνωση αυτής της επιθυμητής συμπεριφοράς, ενός ρυθμιστικού ιδεώδους που προβάλλεται στα σώματα, τις επιθυμίες, τις κινήσεις τους αποκαλεί ο Φουκώ κανονικοποίηση. Η αρχιτεκτονική δομή του Πανοπτικόν που σχεδίασε ο Jeremy Bentham κρίνεται από τον Φουκώ ως η επιτομή αυτών των αρχών γνώσης και εξουσίας. Πρόκειται για ένα κυκλικό κτίριο με ατομικά κελιά που τοποθετούνται περιμετρικά, του οποίου τα παράθυρα και οι φωτισμοί είναι έτσι σκηνοθετημένα, ώστε να είναι τα κελιά πάντα ορατά από το σημείο επιθεώρησης, ενώ παρόλα αυτά το τελευταίο δεν είναι ορατό από τους επιβλεπόμενους. Η συνεχής επιθεώρηση και η εξατομίκευση της εξουσίας συντελεί στην εσωτερίκευσή της από τα ίδια τα υποκείμενα και τελικά τον αυτοέλεγχό τους. Στην εξέλιξη και γενίκευση των πειθαρχιών αυτών εντάσσεται και η κυρίαρχη μορφή που πήρε η ποινή στις νεωτερικές κοινωνίες, δηλαδή η φυλακή. Μια από τις σημαντικές επιτυχίες αυτού του ποινικού μετασχηματισμού είναι ο έλεγχος της εργατικής τάξης, εφόσον η φυλακή δημιουργεί τον εγκληματία. Αυτή είναι και η άρρητη πολιτική της επιτυχία και η επιμονή της ως κυρίαρχου ποινικού θεσμού.
Για την αφήγηση του Φουκώ, η φυλακή συνιστά έναν μηχανισμό εξουσίας ανάμεσα στους άλλους, την οικογένεια, το σχολείο, το νοσοκομείο, που διαμορφώνουν ένα πλέγμα εξουσίας και ένα συνεχές το οποίο καλύπτει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, παράγοντας σώματα εξαρχής πειθαρχημένα. Η περιγραφή αυτή του Φουκώ έχει με τη σειρά της αδυναμίες, τις οποίες ωστόσο το έργο του υποσκελίζει δεδομένου του εδάφους πάνω στο οποίο πατούσε η πρωτότυπα δημιουργική του σύνθεση, Ωστόσο, ταυτίζοντας την νεωτερική ποινή με την πειθαρχία και τις κανονιστικές μεθόδους, παρακάμπτει άλλες τιμωρητικές μεθόδους που δεν είναι πειθαρχικές, όπως τη θανατική ποινή που εξακολουθεί ακόμη να υφίσταται σε κάποιες κοινωνίες. Ο κόμβος της πειθαρχίας
Η συμβολή του Melossi δεν θα περιοριστεί στα όρια του Τhe prison and the factory, γι’ αυτό και θα επανέλθουμε σε μια πιο ‘φουκωική’ του εκδοχή. Στο κείμενό του Ποινικές πρακτικές και διακυβέρνηση πληθυσμών στους Marx και Foucault, ο Melossi εξελίσσει την ιδέα της πειθαρχίας, που τον απασχολεί όπως είδαμε στο σύνολο του έργου του, ως τον κόμβο στον οποίο επικοινωνούν οι δύο οπτικές. Αν επαναληφθεί η αξιολόγησή της είναι επειδή η προώθηση αυτής της ιδέας τον εγκαλεί σε θεωρητικές υπέρβάσεις. Ισχυρίζεται ότι τα μαρξικά κείμενα δεν πριμοδοτούν την υπόθεση της καταστολής, όσο εκείνη της πειθαρχίας σε ό, τι αφορά την υποκειμενικότητα του εργάτη και τη μετατροπή του από ελεύθερο παραγωγό σε μισθωτό. O Melossi διερευνώντας ακριβώς αυτό το συμφιλιωτικό σημείο παραθέτει ένα απόσπασμα του Μαρξ στο οποίο η μανιφακτούρα ‘αποσπά από τη ρίζα της την ατομική εργατική δύναμη’ και όλες οι δυνητικές ανθρώπινες δυνατότητες οργανώνονται στη λογική αυτή. «Παραμορφώνει τον εργάτη και δημιουργεί ένα τερατούργημα, ενισχύοντας, όπως σε ένα θερμοκήπιο, τη μερικότερη επιδεξιότητά του και εκμηδενίζει έναν ολόκληρο κόσμο από παραγωγικές προδιαθέσεις και κλίσεις»[13]. Έτσι λειτουργεί και η έννοια της αλλοτρίωσης, κεντρική στο μαρξικό έργο. «Η ιδέα δηλαδή ότι η εξουσία τροφοδοτείται κατά κάποιο τρόπο από αυτούς τους οποίους έχει καθυποτάξει και οι οποίοι «δημιουργούν» ή προμηθεύουν με «ψυχική ενέργεια», για να χρησιμοποιήσουμε φροϋδική ορολογία, τα «φαντάσματα», τα «στοιχειά» που τους καθυποτάσσουν – με ένα τρόπο ίσως όχι πολύ διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο, στον Hobbes, τα υποκείμενα του κοινωνικού συμβολαίου εκχωρούν στον Λεβιάθαν την κυριαρχία τους – διαμέσου του μηχανισμού της αντιπροσώπευσης – ή κατά τον οποίο, στον Freud, το Εγώ παίρνει ως πρότυπο τη μορφή του Υπέρ-εγώ.[14] Αλλά και η φουκωική μεταφορά, που επαναφέρει στο προσκήνιο το «Πανοπτικόν» του Bentham, δεν εκφράζει, ίσως θεμελιακά, την ίδια κίνηση;»[15] Αυτός είναι ο πυρήνας της υπόθεσης του Melossi που αντλεί ακριβώς από αυτή τη διασταύρωση.
Το έργο άλλωστε που ολοκλήρωσε μαζί με τον Pavarini, είδαμε ότι ασχολήθηκε με τον τρόπο που ο θεσμός των φυλακών όπως και άλλοι κοινωνικοί θεσμοί οργανώθηκαν πάνω στο πειθαρχικό αυτό έδαφος, το οποίο μάλιστα είχε προετοιμαστεί και από άλλες κοινωνικές μεταβλητές, όπως για παράδειγμα οι διάφορες παραλλαγές του προτεσταντικού κινήματος, οι οποίες κατά τη γνωστή βεμπεριανή ανάγνωση, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας δομής εαυτού απόλυτα αυτοπειθαρχημένης και αυτοελεγχόμενης, ικανής και αναγκαίας για το νέο υποκείμενο που προϋποθέτει ο καπιταλισμός. Ο Μαρξ εστιάζει την προσέγγισή του στις σχέσεις παραγωγής. Συγκεκριμένα, στην εξαγωγή υπεραξίας που καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης από την υπερεργασία του εργαζόμενου. Πρόκειται για μια υπεραπλουστευμένη παρουσίαση της θεωρίας, ωστόσο εντοπίζεται ως κέντρο της το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή είναι ευμετάβολη και εξαρτάται από την «ικανότητα του κεφαλαιούχου να εξάγει από τον εργάτη, κατά τη διάρκεια της εργατικής ημέρας, μια αξία μεγαλύτερη από αυτήν την οποία του αποδίδει».[16] Αυτή η ικανότητα αφορά τόσο το χρόνο όσο και την ποιότητα της εργασίας και καθορίζεται από τις σχέσεις εξουσίας, από τη σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας, την ιστορική πάλη των τάξεων. Δομικό συστατικό της σύγκρουσης λοιπόν είναι η πειθαρχική ικανότητα του κεφαλαίου και οι αντιστάσεις της εργασίας σε αυτήν. Αναθεωρεί λοιπόν και ο ίδιος την έννοια των ‘βοηθητικών’ θεσμών’ σε μια παράγραφο την οποία και θα παραθέσω ως έχει για την κομβική της σημασία σε αυτή τη θεωρητική πορεία. «Μια παρόμοια ανάγνωση του Marx μετά τον Foucault, οδηγεί στην αναθεώρηση κάποιων ιστορικών εδαφίων, με ένα τρόπο ο οποίος μου φαίνεται ενδιαφέρων. Αποδεσμεύει, δηλαδή, τη σχέση ανάμεσα στα «εργοστάσια» και τις «φυλακές» από μια τελεολογική θεώρηση, σύμφωνα με την οποία το ένα είναι η θεμελιακή πραγματικότητα του άλλου. Την αποδεσμεύει από την αρχιτεκτονική μεταφορά του «εποικοδομήματος», την οποία βρίσκουμε από τη Γερμανική ιδεολογία (Marx και Engels 1845-46) ως την Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (Marx 1859) – αλλά και από την αντιπαράθεση, στο Κεφάλαιο, ανάμεσα στη σφαίρα παραγωγής και τη σφαίρα κυκλοφορίας. Έτσι, η ιστορία των ποινικών πρακτικών στα αγγλικά Bridewells του δέκατου έκτου αιώνα, όπως και στα ολλανδικά «ιδρύματα εργασίας» των αρχών του επόμενου αιώνα, τα οποία θα αποτελέσουν στη συνέχεια τον πυρήνα της κατοπινής εξέλιξης της φυλακής, καθίσταται κάτι διαφορετικό από μια τυχαία συμβολή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τα ιδρύματα αυτά χάνουν, δηλαδή, τον αμιγώς «βοηθητικό» χαρακτήρα τους και καθίστανται, ενδεχομένως, η εικόνα ενός προγράμματος, μιας συγκεκριμένης αντιμετώπισης του άντρα, της γυναίκας και της κοινωνίας, ενός τύπου ορθολογισμού ο οποίος έτεινε στον μετασχηματισμό κάθε όψης της κοινωνίας, της ηθικής και της εργασίας. Σε σημείο μάλιστα, ώστε η θεώρηση των ποινικών πρακτικών να αποκτήσει τέτοια σημασία για την ιστορική μεταβολή που συντελούνταν εκείνους τους αιώνες, όσο και η εισαγωγή της μανιφακτούρας και του εργοστασίου, ίσως και μεγαλύτερη, εφόσον αποτυπώνει ακόμα πιο καθαρά την ηθική της συνολικής αυτής ανάπτυξης.» [17]
Η αναμέτρηση του Foucault με τον Μarx
Εκεί που η φουκωική ανάλυση διαχωρίζεται από την μαρξιστική που εξετάσαμε είναι το γεγονός ότι ανιχνεύει τις εσωτερικές λειτουργίες του ποινικού μηχανισμού και τον τρόπο με τον οποίο οι ρυθμίσεις αυτές δρουν αυτόνομα και όχι δευτερογενώς ως εξαρτημένες μεταβλητές μιας άλλης κυρίαρχης σχέσης στην οποία θα πρέπει να υπαχθούν. Όπως υπογραμμίζει ο Garland το να ακολουθήσεις τη μαρξιστική οδό «σημαίνει να αναλύεις τις ποινικές πρακτικές από μια εξωτερική οπτική, τουτέστιν να εκτιμάς την επίπτωση της ταξικής διάκρισης στις ποινικές μορφές και στους τρόπους με τους οποίους γίνεται χρήση των κυρώσεων. Αντίθετα, ο Foucault εστιάζει στις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό των ποινικών πρακτικών, αναλύοντας τις λεπτομερώς μαζί με τις τεχνολογίες και τις γνώσεις που αυτές οι πρακτικές συνεπάγονται».[18]
H αποκωδικοποίηση αυτών των λεπτών και αόρατων θεσμίσεων και εκφάνσεων εξουσίας που εγκυμονούν τα συστήματα γνώσης όφειλε να επιβάλλει τον εαυτό της έναντι των προσεγγίσεων που υποτιμούσαν αυτές τις υπόγειες και πλάγιες δυναμικές, κατανοώντας μόνο ορατές και μετρήσιμες επιβολές. Ο Μelossi σημειώνει ότι με δύο δομικά σημεία του μαρξιστικού λόγου, για την ακρίβεια των προσλήψεων του λόγου αυτού την εποχή κατά την οποία έγραφε, αναμετρήθηκε ο Foucault, με τον κρατισμό και τον οικονομισμό του. «Ήταν δηλαδή η ιδέα της οικονομίας ως καθοριστικής «σε τελική ανάλυση» του «εποικοδήματος» και η ιδέα του «Κράτους» «ως στόχου επίθεσης και ως προνομιακής θέσης προς κατάκτηση» (Foucault 1978:28), δύο θέσεις που επανασυνδέονται στη λεγόμενη «οργανική θεωρία του Κράτους», η οποία χαρακτηρίζεται από τον «οικονομισμό» και τον «νομικισμό» της «εξουσίας» (Foucault 1976β:21).»[19] Ο οικονομισμός αναφέρεται στον υποβιβασμό των ποινικών πρακτικών στο εποικοδόμημα το οποίο εξαρτάται από την καθοριστική ιδέα της οικονομίας. Για μια τέτοια οπτική, οι ποινικοί θεσμοί δεν αποτελούν παρά βοηθητικούς μηχανισμούς στην κυριαρχία της οικονομίας. Ήδη οι αναφορές μας στους Rusche και Κircheimer υπογράμμισαν αυτή την αντιμετώπιση. Η φράση/ παράφραση του Μαρξ ‘Το δίκαιο είναι το όπιο του λαού’ που αναφώνησε ο Ράισνερ λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανασταση[20] αναγνωρίζει τη φετιχιστική λειτουργία της εννοιολόγησης του δικαίου, ώστε να αποκρύψει υποκείμενες κοινωνικές σχέσεις καθιερώνοντας ‘το κοινωνικό έγκλημα της απομύζησης της υπερεργασίας των εργαζομένων’.
Σίγουρα το δίκαιο είναι και το όπιο του λαού. Σε αυτή την ταξική σκοπιά ωστόσο, ο Φουκώ θα δείξει πώς οι μηχανισμοί αυτοί αυτονομούνται και δρουν στα πλαίσια του προγράμματος δημιουργίας του υποκειμένου και όχι για να υποβαστάξουν μια κυρίαρχη σχέση στην οποία οι υπόλοιποι θεσμοί απλά υποτάσσονται, όχι για να αναπαράγει πια αυτή τη σχέση, αλλά για να τη δομήσει εξ αρχής. «Εάν είναι αλήθεια ότι η οικονομική δομή που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση κεφαλαίου έχει την ιδιότητα να μεταμορφώνει την εργατική δύναμη των ατόμων σε παραγωγική δύναμη, τότε η εξουσιαστική δομή του εγκλεισμού έχει σαν σκοπό να μεταμορφώσει, πριν από αυτό το στάδιο, τον χρόνο ζωής σε εργατική δύναμη.»[21] Το σύστημα του εγκλεισμού μεταξύ άλλων παράγει τη διαθεσιμότητα για παραγωγή της υπεραξίας μέσα από την εγκαθίδρυση ειδικών σχέσεων εξουσίας, πρακτικών και μηχανισμών που απαιτούν ενδελεχή περιγραφή και αποκωδικοποίηση. Παράγει υποκείμενα και εξουσιαστικές σχέσεις που ‘αναδύονται σαν στοιχεία δόμησης των παραγωγικών σχέσεων.. στο υπέδαφος του extra-juridique.’[22] Που δεν είναι μόνο αποτελέσματα της εξουσίας αλλά και προϋπόθεσή τους. Και είναι αυτή η ανάδυση της μικροφυσικής της εξουσίας στις νεωτερικές κοινωνίες που ο Φουκώ αποκαλεί βιο-εξουσία. Οι φυλακές αποτέλεσαν κεντρικό μηχανισμό σε αυτή τη διαδικασία υποκειμενοποίησης. Στην κρατική καταστολή ο Φουκώ αντιπαρέθεσε την παραγωγικότητα και θετικότητα της εξουσίας, δηλαδή την ευμενή της διάσταση με την οποία όχι μόνο δεν καταστέλλει, λογοκρίνει, ασκεί βία αντίθετα αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία του υποκειμένου παράγοντας και διαχειριζόμενη τις επιθυμίες του, δίνοντας του αιτίες δράσης και απολαύσεις, ώστε η δαπανηρή, ωμή μορφή βίας να υποσκελίζεται από τις ρυθμίσεις της βιοεξουσίας. Το σύνθημα του Φουκώ ‘να κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά’ συμπυκνώνει την αντίθεσή του αυτή. Στην ανάλυσή του η εξουσία απλώς ασκείται, αιωρείται θα λέγαμε, ανεξιχνίαστη και μη εντοπίσιμη, καθώς το πολυεπίπεδο πλέγμα της δεν συμπυκνώνεται σε μια κεντρική οργάνωση εξουσίας, αλλά εκτείνεται σε όλο το κοινωνικό πεδίο, καθώς εμπλέκονται σε αυτήν εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Οι σύνθετες και πολυδιάστατες σχέσεις δύναμης που συνιστούν τις στρατηγικές της διέπονται από απόλυτα ορθολογικό υπολογισμό. Είναι καταφανείς οι αποστάσεις που έχει μια τέτοια προσέγγιση από την μαρξιστική με την οποία αναμετρήθηκε σε πολλά της σημεία.[23] Με το ζήτημα της καταστολής για παράδειγμα όπως προαναφέρθηκε συγκρούεται μετωπικά, παρόλο που στην ανάγνωση του Melossi αφενός στο έργο του Μαρξ καθαυτό η έννοια της καταστολής δεν κατέχει κάποια κεντρική θέση, αφετέρου οι θεωρητικές αντιδράσεις του Φουκώ σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκαν από το φροϋδομαρξισμό, όπως αναφέρεται, των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Επίσης, όπως ό ίδιος ο Φουκώ αναγνωρίζει, η τάση αυτή ξεκίνησε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία του τέλους του 19ου αι. προκειμένου να προσαρμοστεί η μαρξική θεωρία στο εσωτερικό ενός νομικού συστήματος όπως ήταν αυτό της μπουρζουαζίας. Πράγματι, ο Φουκώ θεωρούσε ότι ο νομικισμός της εξουσίας, δηλαδή η αντιμετώπισή της ως μηχανισμού που ποινικοποιεί και καταστέλλει, δίνοντας προνομιακή θέση στο μηχανισμό του κράτους, στο νομικό εποικοδόμημα, εγγράφει τον Μαρξ στις αστικές και νομικές θεωρήσεις της εξουσίας, τον ‘ρουσωποιεί’. Ο Σάββας Μιχαήλ διεκδικώντας έναν Μαρξ χωρίς Ρουσσώ παραθέτει από τον Φουκώ: «Εάν αναλύουμε την εξουσία δίνοντας προνομιακή θέση στο μηχανισμό του κράτους, εάν αναλύουμε την εξουσία θεωρώντας την σαν ένα μηχανισμό συντήρησης και νομικό εποικοδόμημα, δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να επαναλαμβάνουμε το κλασικό θέμα της αστικής σκέψης που θεωρεί ουσιαστικά την εξουσία σαν ένα νομικό γεγονός».[24]
Τα δύο αυτά σημεία συνδέονται μεταξύ τους στο κόμβο της «πειθαρχίας», όπως είδαμε κατά τον Melossi ότι στην ‘πειθαρχία’ είναι που συναντιούνται και ο Φουκώ με τον Μαρξ. Συγκεκριμένα με την έννοια της πειθαρχίας ως ‘εναλλακτικής της υπόθεσης καταστολής’, μια που ο Φουκώ, αντιμέτωπος με το φροϋδομαρξισμό των δεκαετιών ’60 και ’70 και την ελευθεριότητα που ευαγγελίστηκε βλέπει μια εξουσία, όπως είδαμε, θετική, παραγωγική, ενθαρρυντική και όχι αστυνομευτική.
O αναλυτικός πλουραλισμός του David Garland
Οι δυναμικές, οι κλίσεις και αποκλίσεις των σταθμών που παρακολουθήσαμε θα κριθούν και στο έργο του David Garland, Punishment and modern society. Εκεί ο συγγραφέας θα προτείνει μια πιο συνθετική και κριτικά συμφιλιωτική αναγνώριση όλων αυτών των στιγμών που σφράγισαν τη σημασία που έχει η ποινή για την κοινωνία, οι οποίες συγκρούονται, επειδή κάθε φορά υπογραμμίζονται διαφορετικές κεντρικές δυναμικές της κοινωνικής ζωής[25]. Ο Garland βλέπει πώς αυτό το βαθιά κοινωνικό θέμα περιορίζεται σε ανώδυνο τεχνικό εγχείρημα το οποίο και διαχειρίζονται εξειδικευμένοι θεσμοί. Ο ίδιος προσεγγίζει την ποινή και ως μηχανισμό εξουσίας και ελέγχου, αλλά ταυτόχρονα διερευνά πώς οι νόμοι και οι ποινικοί θεσμοί ενσωματώνουν ηθικές αξίες και ευαισθησίες που με τη σειρά τους αυτοί οι μοιρασμένοι κώδικες δομούν το κοινωνικό σύνολο ως συλλογικό υποκείμενο. [26] Τι είδους εξουσία εμπλέκεται, ποια είναι τα κοινωνικά της νήματα, οι πηγές της αυθεντίας της, η βάση της κοινωνικής τους υποστήριξης, είναι ερωτήματα που χρειάζεται να απαντηθούν με την πλαισίωση ενός αναλυτικού πλουραλισμού που θα αποτιμήσει τη συνθετότητα της ποινής ως μορφής ζωής που ενσωματώνει έναν πλούσιο κορμό εννοιών και σημασιών για την κοινωνία και τους ανθρώπους της. Το σύνθετο πεδίο προβλημάτων, αναγκών και συγκρούσεων που είναι το καθεστώς ποινής για κάθε κοινωνία, δομείται από ένα θεσμικό πλαίσιο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξαφανίζονται αυτές οι προβληματικές του όψεις. Ό, τι είναι διακριτό είναι οι κατηγορίες και οι μορφές δράσης που ο θεσμός κάνει ορατές δημιουργώντας ένα καθεστώς αλήθειας που αποκλείει άλλες δυνατότητες και απαντήσεις, αφού δε διατυπώνονται καν τα ερωτήματα και η ποινή έχει περιοριστεί σε μια τεχνική συζήτηση για ειδικούς. Ωστόσο, το φαινόμενο της ποινής είναι ένα σύνθετος συνδυασμός πολλαπλών διαδικασιών και θεσμών παρά αντικείμενο, συμπυκνώνει ένα ευρύ φάσμα σκοπών και ιστορικών νοημάτων. Ο Garland δείχνει πώς τα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας αποτυπώνονται στους ποινικούς θεσμούς της, πώς η ποινή γίνεται μια πρακτική ενσωμάτωση των συμβολικών θεμάτων παγιώνοντας νοήματα και συγκεκριμένους τρόπους συναισθήματος που εγκαθιδρύουν την ευρύτερη κουλτούρα. Επομένως, τα ευρύτερα πρότυπα πολιτισμικού νοήματος επηρεάζουν την ποινή. Αυτό το οποίο ωστόσο προσέθεσε ο Garland ήταν πώς η ίδια ποινή ως πολιτισμικός δρων (cultural agent) και ρυθμιστικός κοινωνικός μηχανισμός διαμορφώνει την κουλτούρα και επηρεάζει τους όρους της, οι ποινικές πρακτικές, λόγοι και θεσμοί παίζουν ενεργητικό ρόλο στον τρόπο που νοήματα, έννοιες, συναισθήματα και αξίες παράγουν και αναπαράγουν την κοινωνία. Οι δύο αυτοί άξονες διαπλέκονται μεταξύ τους σε μια αμοιβαία δόμηση στοιχείων που διαμορφώνουν τον κοινωνικό κόσμο και τον τρόπο που τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Η ποινή διδάσκει, ταξινομεί, δραματοποιεί, εφαρμόζει κάποιες από τις βασικές ηθικές και πολιτικές κατηγορίες και διακρίσεις που δομούν το συμβολικό μας σύμπαν. Ερμηνεύει τα γεγονότα, ρυθμίζει τη συμπεριφορά, κατηγοριοποιεί τη δράση και πάνω στο έδαφος αυτό, που εκτείνεται πολύ πέρα από τη λειτουργία των κατηγοριών, εφαρμόζει αυτές τις κρίσεις με την αυθεντία του νόμου. Η ποινή επικοινωνεί νοήματα που αφορούν όχι απλά στο έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά την εξουσία, την αυθεντία, τη νομιμότητα, την κανονικότητα, την ηθική, το υποκείμενο και τις κοινωνικές σχέσεις. Προβάλλει ένα συνεχές και επαναληπτικό σύστημα δεικτών για τον τρόπο που ορίζονται οι άξονες του καλού και του κακού, του κανονικού και του παθολογικού, του νομιμοποιημένου και μη, της τάξης και αταξίας, βάσει των οποίων κρίνουμε, καταδικάζουμε, αποδεχόμαστε και ταξινομούμε με τη βοήθεια ενός δοκιμασμένου λεξιλογίου και ιδιώματος. Με αυτά τα εργαλεία αναγνωρίζουμε την κοινότητα, θέλουμε να διατηρήσουμε την τάξη της, σεβόμαστε τις εξουσίες της, εντοπίζουμε τους κοινωνικούς κινδύνους και έτσι αισθανόμαστε για αυτά τα ζητήματα, με συναισθήματα κοινωνικά κατασκευασμένα. Η ποινή είναι ένα πολιτισμικό κείμενο- ή καλύτερα μια πολιτισμική performance- που επικοινωνεί και καθοδηγεί όλες αυτές τις κοινωνικές διαδικασίες και που με όχημα αυτήν τελούνται οι υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις. Οπωσδήποτε, η ποινή προσλαμβάνεται ανάλογα με τα συγκείμενα και τους δρώντες από τους οποίους βιώνεται, αλλά ο σκελετός της πολιτισμικής της δράσης, τον οποίο οφείλουμε να καταλάβουμε ως θετικό και παραγωγικό και όχι μόνο ως καταπιεστικό, παραμένει ίδιος.
Με αυτά τα συμπεράσματα ο Garland συνθέτει τις προσεγγίσεις των Marx, Durkheim, Elias και Foucault, μια σύνθεση για την οποία αναγνωρίσαμε εξαρχής ότι δεν είναι απλά η πρόσθεση και παρατακτική παράθεση των προηγούμενων, αλλά μια νέα αφήγηση. Αναγνωρίζουμε όντως έντονο το στίγμα του Foucault στην δημιουργική δυναμική της ποινής, αλλά σύμφωνα με τον Garland, o Foucault περιορίζεται στην ανάλυση των λόγων [discourses] που ως συστήματα γνώσης και εξουσίας λειτουργούν σε μια πειθαρχική διαδικασία, αφήνοντας ανεξερεύνητες τις ευρύτερες, συμβολικές σημάνσεις των ποινικών πρακτικών και σημασιών. Εκτιμώ, επίσης, ότι ο Garland παρακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών σύμφωνα με την οποία, το εκκρεμές των αναλύσεων έχει μετατοπιστεί από τον πομπό στον δέκτη. Το ρεύμα της πολιτισμικής κριτικής που αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως κείμενο και η θεωρία λογοτεχνίας που μετατόπισε το ενδιαφέρον της από την ευθύνη του δημιουργού στην ανάγνωση και την πρόσληψη (έναν όρο που συνειδητά νομίζω χρησιμοποιεί ο Garland) του κειμένου από τον ορίζοντα προσδοκιών κάθε εποχής, προκειμένου για την παραγωγή του αισθητικού αντικειμένου, ενώ στις κοινωνικές επιστήμες το ρεύμα που έχει χαρακτηριστεί ως performative turn με την επιμονή της στην εμπρόθετη δράση [agency] των υποκειμένων και τις αλλαγές που αυτά προκαλούν στις δομές είναι τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία θα έπρεπε να κριθεί η παρουσίαση της ποινής ως cultural agent και που η περαιτέρω αξιολόγηση αυτής θα έχει πολλά να δώσει. Η εξουσία δεν είναι μια περιοχή που μπορεί κανείς να απομονώσει από το κοινωνικό, αντίθετα τελείται, ως ένα σύνολο σχέσεων που διαπραγματεύονται τη συμμετοχή τους στο πλέγμα που διαμορφώνεται και αναπαράγεται από τους ‘από κάτω’, πέρα από τη στατική τους θυματοποίηση, χωρίς ωστόσο η ανάλυση αυτή να σχετικοποιεί τις ιεραρχίες. Η χαρακτηριστική μετατόπιση λεξιλογίου από τις τελετουργίες του δομολειτουργιστή Durkheim στην performance του μεταμοντερνισμού και η παρόλα αυτά χρήση τους σε μια κοινή θεώρηση είναι ενδιαφέρουσα και καρποφόρα. Αν δείχνει κάτι η προσέγγιση του Garland είναι ότι οι θεωρήσεις περί ποινής τις οποίες ακροθιγώς διατρέξαμε δεν εκτυλίσσονται γραμμικά εκτοπίζοντας η μία την άλλη. Αντίθετα, αγγίζει η καθεμιά θεμελιώδεις δυναμικές της κοινωνικής σχέσης που συνιστά η ποινή, καθώς όσο συγκροτείται από τις δομές, άλλο τόσο συγκροτεί υποκείμενα και δράσεις που διαμορφώνουν το ηθικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό τοπίο των ανήσυχων καιρών μας. Μετά από την περιδιάβαση σε αυτές τις συμβολές των οποίων η προσφορά δεν αμφισβητήθηκε, όσο η ανάγκη ιστορικοποίησής τους, η ενημερωμένη, κριτική και ωστόσο νηφάλια συνθετική εποπτεία του Garland στο πολιτισμικό δυναμικό υποκείμενο που συνιστά η ποινή είναι ίσως ένα οξυδερκές εργαλείο για την αποκωδικοποίηση όχι μόνο των σύγχρονων ποινικών εξελίξεων, αλλά και της κοινωνίας στην οποία έγινε δυνατό να αρθρωθούν αυτές.
Βιβλιογραφία:
Κουκουτσάκη Αφροδίτη, Εισαγωγή στο μάθημα της πολιτισμικής εγκληματολογίας
Κουκουτσάκη Αφροδίτη, (επιμ.), Εικόνες φυλακής, εκδ. πατάκη, Αθήνα 2006
Μιχαήλ Σάββας ,Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, εισήγηση στο συνέδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007
Barrett A. Crane, George Rusche’s Theory on Punishment and Social Structure, CCJ 5606 Fall 1998
Foucault Michel, Επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής, Κέδρος Ράππα, Αθήνα, 1989
Foucault Michel, Η μικροφυσική της εξουσίας, ύψιλον, μτφ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα, 1991
Foucault Michel, Εξουσία, γνώση, ηθική, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 2007
Garland David - Sociological perspectives on punishment, Crime and Justice, vol. 14, 1991
Garland David, Punishment and modern society, Α study in social theory, Clarendon press- oxford, 1990
Μelossi Dario, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, στο Κουκουτσάκη Αφροδίτη (επιμ.), Εικόνες φυλακής, εκδ. πατάκη, Αθήνα 2006
Melossi Dario, A new edition of Punishment and social structure thirty five years later: a timely event, social justice, vol. 30, no.1 (2003)
Melossi Dario and Pavarini Massimo, The prison and the factory, origins of the penitentiary system, , 1981, The Macmillan Press LTD
[1] Μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση των εξελίξεων αυτών γίνεται στο κείμενο του Τηλέμαχου Σεράσση, Η χαμένη τιμή της εγκληματολογίας
[2] Αναφέρεται στο άρθρο του Τηλέμαχου Σεράσση, Η χαμένη τιμή της εγκληματολογίας, από τους Taylor, Walton και Young.
[3] Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εισαγωγή στο μάθημα της πολιτισμικής εγκληματολογίας, σελ.1
[4] Dario Melossi, A new edition of Punishment and social structure thirty five years later: a timely event, social justice, vol. 30, no.1 (2003), σελ.248
[5] Στο ίδιο
[6] Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εισαγωγή στο μάθημα της πολιτισμικής εγκληματολογίας, σελ. 6
[7] David Garland- Sociological perspectives on punishment, σελ. 132
[8] Dario Melossi, A new Edition of Punishment and Social Structure Thirty -Five Years Later: A timely Event, Soc Justice 30 no1 2003, σελ. 8
[9] The prison and the factory, origins of the penitentiary system, Dario Melossi and Massimo Pavarini, 1981, The Macmillan Press LTD, σελ. 19
[10] Στο ίδιο, σελ. 21
[11] Με αφορμή την χρήση του μπενθαμικού σχεδίου από τον Φουκώ θα επανέλθουμε παρακάτω στην περιγραφή του, αφού ο Melossi αρκείται σε ένα κριτικό σχόλιο σε σχέση με αυτό.
[12] Στο ίδιο, σελ. 134
[13] Dario Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault
[14] Στις αμέσως επόμενες σελίδες ο Derrida περνά στο σχολιασμό του θέματος του «φαντάσματος» στο δοκίμιο του Freud, το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά με τον τίτλο “Il perturbante” (Ο διαταρακτικός) (Freud 1919).
[15] Στο ίδιο
[16] Στο ίδιο
[17] Dario Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, σελ. 10 [18] Αναφέρεται από τον Dario Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, εικόνες φυλακής…
[19] Dario Melossi, στο ίδιο
[20] Αναφέρεται στο Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, του Σάββα Μιχαήλ, εισήγηση στο συνεδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρξ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007
[21] Στο ίδιο
[22] Στο ίδιο
[23] Σύμφωνα με τον Balibar και έτσι όπως μεταφέρεται από το Melossi «όλο το έργο του Foucault διατρέχεται από μια πραγματική αναμέτρηση με τον Marx και αυτό υπήρξε μια από τις ουσιαστικές πηγές της παραγωγικότητάς του» (Balibar 1988:55).
[24] Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, του Σάββα Μιχαήλ, εισήγηση στο συνεδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρξ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007
[25] Από τη θεωρητική αυτή στάση εξαιρείται αυτή του Φουκώ, καθώς η θεωρία του αμφισβήτησε τις μεγάλες αφηγήσεις.
[26] Εδώ ο Garland αξιοποιεί την αξιολόγηση του Ντιρκέμ περί ποινής ως κοινωνικής αλληλεγγύης, που εδώ δεν παρουσιάστηκε για λόγους οικονομίας. Ο Ντιρκέμ περιγράφει την ποινή ως μια διαδικασία η οποία βασίζεται στο συναίσθημα, επικυρώνει την κοινωνική ηθική πάνω στην οποία βασίζεται η κοινωνική ζωή και παράγει δεσμούς αλληλεγγύης. Η ποινή είναι μια ηθική διαδικασία που λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιβεβαιώνει τις αξίες και νόρμες πάνω στις οποίες βασίζεται η κοινωνική ζωή. Ο ποινικός νόμος μιας κοινωνίας είναι η ενσωμάτωση των βασικών ηθικών αξιών που θεωρεί ιερά, ώστε εγκλήματα που παραβιάζουν αυτή τη συλλογική συνείδηση να προκαλούν μια συλλογική κοινωνική αποστροφή και μια εμπαθή επιθυμία για εκδίκηση. Κατά συνέπεια η ποινή είναι μια τελετουργική έκφραση των κοινωνικών αξιών και η ελεγχόμενη απελευθέρωση ψυχικής ενέργειας για την επανάκτηση της συλλογικής εμπιστοσύνης στην ηθική τάξη. Κατά τον ντιρκέμ τα τελετουργικά της ποινής στρέφονται λιγότερο προς τον κατηγορούμενο και περισσότερο στο κοινό που τα παρακολουθεί, του οποίου οι αξίες και η ασφάλεια επλήγησαν από την εγκληματική δράση. Η τιμωρία μετασχηματίζει την απειλή στην κοινωνική τάξη σε θρίαμβο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αντί να καταστρέφει την κοινωνική συνοχή, το έγκλημα θέτει σε κίνηση τον ηθικό κύκλο που καναλιζάρει οποιαδήποτε κοινωνική δυσαρέσκεια σε ένα κοινωνικά δεσμευτικό τελετουργικό ηθικής επιβεβαίωσης.
Εισαγωγή
Κατά τη διάρκεια της νευρώδους δεκαετίας του ’60 τα κινήματα που εκδηλώθηκαν έθεσαν νέες κριτικές βάσεις για την χρήση πολλών θεωρητικών εργαλείων και ακαδημαϊκών τόπων που ενώ ευαγγελίζονταν επιστημονική ουδετερότητα, δεν μπορούσαν να αποκρύψουν τον απολογητικό τους χαρακτήρα. To επιστημολογικό πεδίο της εγκληματολογίας δεν έμεινε στο απυρόβλητο, παρά πολιτικοποιήθηκε ως ένα κατεξοχήν προνομιακό όπλο στα χέρια της εξουσίας[1]. Οι μαρξιστικές αναγνώσεις που προέκυψαν ή επανεκτιμήθηκαν πατώντας πάνω στο ταραγμένο και ζωογόνο αυτό έδαφος, αντέδρασαν επιπλέον στη θετικιστική προσέγγιση του εγκλήματος και της αντιμετώπισής του, καθώς εξαρτούσαν τις ποινικές εξελίξεις από την κοινωνική δομή.
Μέχρι τότε το κυρίαρχο θετικιστικό παράδειγμα, που άλλωστε καθιέρωσε την εγκληματολογία ως επιστήμη, αντιμετώπιζε το έγκλημα οντολογικά «Το έγκλημα είναι κάτι που βρίσκεται στη φύση του εγκληματία και όχι μία δυσλειτουργία της κοινωνίας. Επιπλέον επιτυγχάνει την απόλυτη εξάλειψη της πιθανότητας κάποιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Γιατί ο βιολογικά κατώτερος είναι συνώνυμος με τον α-κοινωνικό. Η ανάλυση εστιάζει στο άτομο που δεν μπορεί να είναι κοινωνικό. [2]»
Η συνέχεια αυτού του λόγου διακόπηκε από πολιτικά δεσμευμένες θεωρήσεις και έναν ριζοσπαστικό λόγο της δεκαετίας του ’70 που αποδόμησαν το ηγεμονικό αυτό μοντέλο της εγκληματολογίας, και των οποίων η σημασία πολλαπλασιάζεται τώρα που ‘ο λόγος περί εγκλήματος επιστρέφει στις καταβολές του’.[3] Μια πανοραμική αποτίμηση όλων αυτών των προσεγγίσεων γίνεται στο άρθρο του David Garland Οι κοινωνιολογικές προοπτικές της ποινής (1991) Εκεί ο συγγραφέας θα αναγνώσει κριτικά και συγκριτικά τέσσερις θεμελιώδεις αναλύσεις για το θέμα της ποινής- των Rusche και Κirchheimer, Durkheim, Εlias και Foucault-, ώστε να καταλήξει σε μια συνθετική κοινωνιολογική πρόταση από τη συνομιλία όλων αυτών των ερμηνευτικών παραδόσεων. Έτσι κι αλλιώς, αυτές θα αντιστοιχούν σε κοινωνιολογικά πλαίσια ανάγνωσης που αντιπαρατίθενται στις κυρίαρχες παραδόσεις, την ποινολογική από τη μια και την φιλοσοφική από την άλλη. Η πρώτη απαντά στο ερώτημα ‘τι έχει αποτέλεσμα;’, αντιμετωπίζει τους ποινικούς θεσμούς ως ένα εργαλείο προς ένα αυταπόδεικτο τέλος, δηλαδή τη μείωση των ρυθμών εγκλήματος και τον περιορισμό των εγκληματικών υποκειμένων. Η φιλοσοφική παράδοση με τις ανθρωπιστικές και ηθικές συνδηλώσεις που της κληροδοτούν οι καταβολές της από το διαφωτισμό, ενδιαφέρεται για το δίκαιο και η λογοθετική της εστίαση βασίζεται σε αυτές τις ηθικές αναφορές περισσότερο παρά στην εμπειρική έρευνα ή την τεχνική γνώση. Τα τελευταία χρόνια, σημειώνει ο Garland, ένα τρίτο ρεύμα σκέψης έχει προβληματοποιήσει τις παραπάνω κυρίαρχες κατηγορίες για να ερευνήσει τη σύνδεση των ποινικών θεσμών με άλλους θεσμούς, την συμβολή τους στην κοινωνική τάξη, στην πολιτισμική αναπαραγωγή της κοινωνίας, στο εννοιολογικό πλαίσιο που κάνει δυνατούς και διανοητούς αυτούς τους θεσμούς έναντι άλλων. Η ποινή είναι ένα ιστορικό και πολιτισμικό προϊόν που μορφοποιείται από ένα φάσμα κοινωνικών δυνάμεων που με τη σειρά του εκτείνεται πέραν του πληθυσμού των ‘εγκληματιών’. Αυτό είναι το πεδίο που έχει διανοίξει η κοινωνιολογία της ποινής. Εντός του κοινωνικού δικτύου στο οποίο δρουν κοινωνικές διαδικασίες. Και είναι ακριβώς ο διάλογος αυτός τον οποίο η κοινωνιολογική προσέγγιση φέρνει εμφατικά στην επιφάνεια.
Οι δεξιώσεις τέτοιων νοημάτων δεν προστέθηκαν ομαλά η μία δίπλα στην άλλη. Αντίθετα, η είσοδός τους στον εννοιολογικό αυτό χώρο έγινε με τη μορφή μιας θορυβώδους σύγκρουσης προοπτικών και ποικιλιών λόγου. Οι μαρξιστικές και φουκωικές αναλύσεις εισέβαλαν στο πεδίο δραματοποιημένα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για επικοινωνία μεταξύ τους. Το εγχείρημα του Garland συνίσταται ακριβώς στην πρόταση για επανεπεξεργασία αυτής της συνομιλίας. Τις συνομιλίες και αντιπαραθέσεις αυτών των λόγων θα αποπειραθούμε να διερευνήσουμε. Για τις ανάγκες της παρούσας εργασίας θα περιοριστούμε σε μια συγκριτική ανάγνωση των Marx και Foucault καθώς επηρέασαν συθέμελα τις προσεγγίσεις της ποινής και κατά συνέπεια της εξουσίας.
Για την οργάνωση της εργασίας θα εκκινήσουμε από τα ‘δύο άκρα’, από τους Rusche και Kircheimer που έλκουν θεωρητικά από τις μαρξιστικές προτεραιότητες και τον Foucault και την πολιτισμική προοπτική του, ενώ ως ενδιάμεσος τόπος και συμφιλιωτική στιγμή μεταξύ των δύο θα προταθεί o Melossi. Οι προβληματικές αυτές σχέσεις θα διευθετηθούν στο έργο του Garland και την εμφάνιση της ποινής ως πολιτισμικού δρώντος.
Η πολιτική οικονομία της ποινής: η μαρξιστική προσέγγιση
Μια ιστορική στιγμή υπήρξε το έργο των Rusche και Kirchheimer Punishment and social structure το οποίο ενώ εκδόθηκε το 1939 επανεκτιμήθηκε πολύ αργότερα, όταν αναζωπυρώθηκε ένα νεομαρξιστικό ενδιαφέρον που επέστρεψε σε αυτά τα έργα. Το κείμενο των Rusche και Kirchheimer θεωρητικοποιεί το έγκλημα και τον έλεγχό του μέσα σε ένα μαρξιστικό πλαίσιο, το οποίο εφόσον το ιστορικοποιήσουμε ως μια κοινωνιολογική ανάλυση εν μέσω ουδέτερων θετικιστικών προσεγγίσεων μπορούμε να εκτιμήσουμε τη σημασία που το βάρυνε. Από την άλλη ωστόσο η εν λόγω προσέγγιση μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο μερικά στις βασικές της υποθέσεις, αλλά έτσι κι αλλιώς θα κριθεί εν προκειμένω ως στενή και μονοσήμαντη, εφόσον περιορίζει το σύνθετο αντικείμενο της ποινής ως εξαρτημένο από μια και μόνη μεταβλητή, την αγορά εργασίας.
Όπως προεξοφλεί ο Melossi, η υπόθεση των Rusche και Kirchheimer συνίσταται στην ιδέα ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια ευθέως θετική σχέση ανάμεσα στους μεταβαλλόμενους ρυθμούς του τιμωρητικού συστήματος και τους δείκτες ανεργίας. [4] Η θεωρητική και ιστορική του πρόταση θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: σε περιόδους που η αγορά έχει μεγάλη προσφορά εργασίας οι συνθήκες ζωής στις φυλακές παρακμάζουν αντίστοιχα με τους μισθούς και όλες τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, ενώ σε περιόδους που η εργασία είναι σπάνια και κατά συνέπεια πολύτιμη, οι συνθήκες ζωής στις φυλακές βελτιώνονται αισθητά. Με αυτόν τον τρόπο το ποινικό σύστημα λειτουργεί αναχαιτιστικά για τις αντιστάσεις της εργατικής τάξης ενάντια στην εκμετάλλευσή της. [5] Αυτά τα χαρακτηριστικά περιγράφουν την αρχή του ‘less eligibility’. Ο Rusche υποστηρίζει ότι ο ποινικός νόμος στρέφεται ενάντια στις κατώτερες τάξεις και οι συνθήκες ζωής στις φυλακές πρέπει να είναι χειρότερες από τις συνθήκες ζωής της χαμηλότερης αυτής κοινωνικής στάθμης. Οι τιμωρητικές πρακτικές σχετίζονται στενά με τις διάφορες φάσεις των οικονομικών εξελίξεων. Την ιστορικοποίηση αυτού του αξιώματος παρακολουθεί σε τρεις μεγάλες στιγμές, τον πρώιμο και ύστερο μεσαίωνα και τον 17ο αι. που παρουσιάζονται ευσύνοπτα από τον Barrett A. Crane στο κείμενο Georgε Rusche’s Theory on Punishment and Social Structure, που θα αποτελέσει την πηγή και για την παρούσα εργασία.
Στον πρώιμο Μεσαίωνα οι συνθήκες ζωής και εργασίας για την κατώτερη κοινωνική τάξη ήταν αρκετά ευνοϊκές, δεδομένου ότι υπήρχαν πολλές εκτάσεις γης στις οποίες θα μπορούσε να εργαστεί όλος αυτός ο πληθυσμός και να ελιχτεί μεταξύ των γαιοκτημόνων. Στόχος του ποινικού συστήματος αυτή την περίοδο ήταν να διατηρηθεί σταθερή η κοινωνική κατάσταση σε ό,τι αφορά το status και πλούτο των κοινωνικών δρώντων. Οι πιο συνήθεις ποινικές κυρώσεις ήταν η επιβολή χρηματικών προστίμων. Οι φτωχοί που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε αυτήν την ποινή υφίσταντο σωματικές τιμωρίες. Στον ύστερο μεσαίωνα οι συνθήκες για τους φτωχούς επιδεινώθηκαν δραστικά, εφόσον η Ευρώπη μόλις είχε αναρρώσει από την πανούκλα. Ο άνεργος πληθυσμός προκάλεσε ορδές αλητών που περιπλανώνταν στους δρόμους. Σύμφωνα με τον ιστό της υπόθεσης που ακολουθούμε, όσο πιο υποτιμημένη η εργασία τόσο πιο άθλιες οι τιμωρητικές συνθήκες. Οι σωματικές τιμωρίες άγγιζαν τα όρια του μαρτυρίου προκειμένου να αποτρέψουν τον εξαθλιωμένο πληθυσμό από την τέλεση αδικημάτων. Ο 17ος αι. Μερκαντιλισμός και η άνοδος του εγκλεισμού. Την περίοδο αυτή ως επικρατέστερη τιμωρητική εκδοχή καθιερώθηκε αυτή της φυλάκισης. Το αιτιακό νήμα που συνδέει το αποτέλεσμα αυτό είναι το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της άρχουσας τάξης η οποία για την ικανοποίηση των σκοπών της επιστράτευσε τον φυλακισμένο πληθυσμό. Με τον τρόπο αυτό γέμιζε τα κενά της εργασίας με εξαιρετικά χαμηλό κόστος και διεκπεραιώνονταν εργασίες τόσο βαριές τις οποίες κανένας ελεύθερος δεν δεχόταν να εκτελέσει, όπως ήταν η εργασία στις γαλέρες την οποία προκειμένου να αποφύγουν κάποιοι προτιμούσαν τον ακρωτηριασμό. Όταν ανέκαμψε και πάλι ο πληθυσμός και περιορίστηκε η προσφορά εργασίας, οι συνθήκες στις φυλακές ακολούθησαν το γνωστό κατηφορικό δρόμο. Για ακόμη μια φορά έπρεπε να εξασφαλιστεί ότι η ζωή στις φυλακές ήταν χειρότερη από αυτή των πιο εξαθλιωμένων κομματιών της κοινωνίας. Όταν υπάρχει έλλειμμα εργασίας η άρχουσα τάξη κάνει ό, τι μπορεί για να καλύψει τις ανάγκες της. Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν και ο νόμος περί αλητείας που θεσπίστηκε το 1349 προκειμένου να εξαναγκάσει τον πληθυσμό που ήταν ικανός προς εργασία να δουλέψει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες και χωρίς διεκδικήσεις αφού διαφορετικά θα κατέληγε στη φυλακή. Έτσι επίσης εκμεταλλεύονται την εργασία των φυλακισμένων ως φθηνή εργασία. Η σχέση ποινής και κοινωνικής δομής τοποθετείται στο έργο που συζητούμε σε μια ιστορική και οικονομική προοπτική, αλλά ‘στην ποινή η μόνη λειτουργία που αναγνωρίζεται είναι αυτή του ρυθμιστή της αγοράς εργασίας.’[6]
Οι ποινικές εξελίξεις εξαρτώνται απόλυτα από τη ‘βασική κοινωνική σχέση’ όπως αναφέρεται από τους ίδιους, δηλαδή τον τρόπο παραγωγής, η ποινική πολιτική θεωρείται ένα στoιχείο μιας γενικότερης πολιτικής ελέγχου των φτωχών, ένας μηχανισμός που ρυθμίζει τη σύγκρουση των κοινωνικών τάξεων. Η εκμετάλλευση της εργασίας των κρατουμένων, η πίεση στις φτωχότερες τάξεις και η διαμόρφωση του υποκειμένου -εργάτη ήταν τρεις από τις διαδικασίες που κινήθηκαν στην κατεύθυνση αυτή. Ο ρώσος νομικός Pasukanis ισχυρίζεται ότι οι ποινικοί θεσμοί στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι οργανωμένες γύρω από μια σειρά αστικών αξιών και ιδεολογικών εννοιών που προσδένουν την ποινή στις καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις. Τα άτομα που οδηγούνται στην αίθουσα του δικαστηρίου αντιμετωπίζονται ως νομικά υποκείμενα με ελεύθερη βούληση, υπευθυνότητα και ηδονιστική ψυχολογία που το κυρίαρχο αστικό υποκείμενο οφείλει να κατέχει. Τα ποινικό σύστημα αντιμετωπίζεται εδώ ως πολιτικοιδεολογικό εργαλείο της αστικής τάξης που δομείται από οικονομικές κατηγορίες, ώστε να αναπαράγει την εξουσία της κυρίαρχης τάξης.
Στα βασικά σημεία και σχήματα της προσέγγισης αυτής θα προσθέσει ο Garland την κριτική στα κενά που αφήνει μια τόσο εστιασμένη σε μία οπτική θέση, δεδομένου ότι η σχέση της ταξικής σύγκρουσης είναι αυτή που πριμοδοτείται έναντι όλων των άλλων που υπάγονται στην κεντρικότητά της. Στους Rusche και Kirchheimer η υπερεκτίμηση των προστακτικών της ταξικής πάλης και των οικονομικών σχέσεων στην ανάλυση των ποινικών θεσμών κρίνεται ως ελλιπής, εφόσον δεν ενσωματώνονται στις ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες και στο γεγονός ότι οι σχέσεις αυτές προκύπτουν και μέσα από άλλες δυναμικές, όπως ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα, θεσμικές δυναμικές, εγκληματολογικές έννοιες, θρησκευτικά και ανθρωπιστικά προγράμματα, δηλαδή ευρύτερες πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες και πολιτισμικά πλαίσια που διαμορφώνουν όλες αυτές τις πρακτικές. «Αυτό δε σημαίνει ότι υποτιμάται με τον τρόπο αυτό η αποτελεσματικότητα των μέσων παραγωγής στη διαμόρφωση των ποινικών θεσμών, αλλά για να δείξει ότι καμία αιτιότητα δεν είναι τόσο αποκλειστικά αποφασιστική όσο εν προκειμένω προτείνεται.»[7] Θεωρείται δηλαδή ότι είναι ανεπαρκής μια τέτοια αντιμετώπιση της ποινής ως πρωταρχικά εξαρτημένη από την εξέλιξη των μέσων παραγωγής χωρίς να αξιολογεί τους μηχανισμούς από τους οποίους προκύπτουν και πραγματώνονται αυτοί οι θεσμοί.
Μια άλλη παρατήρηση αφορά στην υποστήριξη των εξελίξεων αυτών από τις ίδιες τις λαϊκές τάξεις που ωστόσο εκτιμώ πως το επιχείρημα αυτό, αν και ευσταθεί ως πραγματικότητα, δεν αποδυναμώνει το ίδιο το γεγονός ότι, σε μεγάλο βαθμό, αυτές οι ποινικές ρυθμίσεις δρουν σε σύγκρουση με τις κοινωνικές αυτές κατηγορίες. Σχετιζόμενο και με το προηγούμενο θέμα, το επιχείρημα αυτό θα μπορούσε να το συμπληρώσει μια πολιτισμική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι ηγεμονικές ιδεολογίες των κυρίαρχων πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά τάξεων αναπαράγονται από τους ‘από κάτω’. Η φουκωική ανάγνωση της εξουσίας αναλύει με μεγάλη πειστικότητα και ευστοχία το θέμα αυτό.
Ο Μelossi υπογραμμίζει ότι οι Rusche και Kirchheimer παραγνωρίζουν τον εγκλεισμό των γυναικών. Μια εξήγηση που βρίσκει ο ίδιος για μια τέτοια κρίσιμη παράλειψη είναι το γεγονός ότι ο κοινωνικός έλεγχος των γυναικών γίνεται περισσότερο σε θεσμούς όπως η οικογένεια, παρά μέσω του ποινικού συστήματος. Ωστόσο, είναι η παραβίαση των ορίων του κοινωνικού φύλου που οδηγεί πολλές γυναίκες στις φυλακές, καθώς η δυναμική, ενεργητική και εμπρόθετη παραβατική συμπεριφορά έχει ταυτιστεί με την αρρενωπότητα, ενώ η θηλυκότητα ως σκεύος μιας παθητικής, στατικής και φρόνιμης ύπαρξης ανήκει στο σπίτι[8], μια μεταβλητή όμως που δεν λείπει χωρίς λόγο, καθώς εξωκείλει της προσέγγισης που αποτιμούμε. H προβληματική του φύλου είναι μια δομική απουσία σε όλες τις αναγνώσεις με τις οποίες θα ασχοληθούμε και η δυναμική της θα μπορούσε να τις αποδομήσει. Θα αφορούσε όμως αυτό ένα μεγαλύτερο εγχείρημα από τα περιορισμένα πλαίσια αυτής της εργασίας.
Εφόσον συνεκτιμηθούν οι κριτικές, οι αναθεωρημένες αυτές αναλύσεις θα μπορούν να δράσουν πιο συνολικά πια και να φωτίσουν κάποια σημεία των σύγχρονων ποινικών δεδομένων, στα οποία προσθέτει η ανάγνωση αυτή όπως την ιδεολογική σημασία της εργασίας στα ποινικά ιδρύματα, την ιδιωτικοποίησή τους και άλλα. Επίσης παραμένει δυνατή η ανάλυση της τιμωρίας όχι στα στενά πλαίσια του ‘ελέγχου του εγκλήματος’, αλλά ως ενός μηχανισμού μεταξύ άλλων για τον έλεγχο του αστικού πληθυσμού. Η φυλακή και το εργοστάσιο.
Η στιγμή Melossi και Pavarini.
Ενδιάμεσος τόπος ανάμεσα στο έργο που μόλις αξιολογήσαμε και της φουκωικής πρόσληψης της ποινής που θα ακολουθήσει, αποτέλεσε το επίσης εμβληματικό έργο των Melossi και Pavarini, The prison and the factory. Το έργο αυτό περιγράφει το τιμωρητικό σύστημα που αναδύθηκε στη νεωτερικότητα ως μοχλός εκπειθάρχησης του εργατικού δυναμικού, ώστε να ενταχθεί σε συνθήκες καπιταλιστικής παραγωγής. Η φυλακή είναι δομημένη στο μοντέλο του εργοστασίου με στόχο την παραγωγή πειθαρχημένων ατόμων. To κείμενο διερευνά τις διαπλοκές της καπιταλιστικής συσσώρευσης και τύπων παραγωγής με τις μορφές κοινωνικής πειθαρχίας και ελέγχου που αντιστοιχούν σε αυτούς, μέσω της γενεαλογίας των δύο συστημάτων, της φυλακής και του εργοστασίου. Θα μας απασχολήσει το κομμάτι που διεκπεραίωσε ο Melossi, ως πιο σχετικό με το αντικείμενο που διερευνούμε. Το σημείο αφετηρίας αυτής της διαδρομής είναι ο πυρήνας της μαρξιστικής σκέψης, δηλαδή ο μετασχηματισμός των μέσων παραγωγής, τα οποία αποσπώνται από τον άμεσο παραγωγό που είναι δεμένος στη γη, σε κεφάλαιο και ο μετασχηματισμός του ίδιου σε μισθωτό εργάτη. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στην οικονομική, πολιτική, κοινωνική, ηθική και ιδεολογική αποσύνθεση του φεουδαρχικού κόσμου και η διάσταση που αφορά την παρούσα εργασία είναι ο σχηματισμός του προλεταριάτου. Χιλιάδες εκτοπισμένων των οποίων η γη απαλλοτριώθηκε, συρρέουν στις πόλεις όπου και παρασιτούν ως ζητιάνοι, ληστές, άστεγοι, αλήτες. Στην άρνηση της εργασίας που προέκυψε, ελήφθησαν τον 16ο αι. μέτρα όπως τα κάτεργα που επέβαλαν την καταναγκαστική εργασία προκειμένου να κάμψουν τις αντιστάσεις της νεοσχηματιζόμενης εργατικής τάξης, στα οποία οι εργαζόμενοι υποχρεώνονταν στις πιο οριακές συνθήκες εκμετάλλευσης. Παρόλο που εμφανίστηκαν αρχικά στην Αγγλία, η δυναμική τους αποκλιμακώθηκε στην Ολλανδία του 17ου αι. και μετεξελίχθηκαν το 18ο αι. στην αυτόνομη ποινή της φυλάκισης που επικράτησε από τότε και στο εξής στις νεωτερικές κοινωνίες. Επίσης, το 16ο αι. θεσμίζεται ο νόμος περί αλητείας κατά το 16ο αι., που κάνει διάκριση ανάμεσα σε ικανούς και μη ικανούς για εργασία. Αυτός ο νόμος αποτέλεσε βασικό ρυθμιστικό στοιχείο για τον έλεγχο των μεγάλων πληθυσμών που συνέρρευσαν από την περιφέρεια στα μεγάλα αστικά κέντρα, μια που προσπαθούσε να ελέγξει ένα υπό διαμόρφωση εργατικό δυναμικό το οποίο δεν μπορούσε να απορροφηθεί από τη μανιφακτούρα καθώς είχε αποσπασθεί βίαια από τον τρόπο ζωής και παραγωγής του. Αλήτης είναι ο μη έχων εργασία, ο πλάνητας, που για λόγους επιβίωσης προβαίνει σε μικροπαραβάσεις.
O Melossi δεν εξαντλείται στην υπόθεση των Rusche και Κircheimer, ότι δηλαδή τα μέτρα αυτά συνιστούσαν έναν απλό ρυθμιστή της ελεύθερης εργασίας. Προωθώντας τη σκέψη του σε πιο σύνθετες και ποιοτικές διαδικασίες, εστιάζει στην εκπαίδευση και τον έλεγχο της εργατικής τάξης, θεωρώντας ότι ακριβώς η δυναμική της πειθαρχίας ήταν το μείζον διακύβευμα του θεσμού των κάτεργων. Από τη λειτουργία των Rasp-huis στην Ολλανδία δεν προέκυπταν οικονομικά οφέλη, ενώ όσοι προορίζονταν για αυτά είχαν ταξινομηθεί ως οι ‘εγκληματικοί τύποι’ της εποχής. «Οι ρίζες και η εξέλιξη των εγκληματικών αυτών τύπων βρίσκεται στη γέννηση και την εξέλιξη του ίδιου του καπιταλισμού»[9]. Το μοντέλο που προωθούσαν τα κάτεργα ήταν αυτό της μανιφακτούρας, μοντέλο κατάλληλο να εκπειθαρχήσει όσους αντιστέκονταν στις επιταγές της εργασίας εγκαθιστώντας μια ευθύγραμμη σχέση ανάμεσα στην επιλεγμένη τεχνική της παραγωγής από τη μια και τους ίδιους τους σκοπούς αυτών των ιδρυμάτων. Γι’ αυτό και οι πρακτικές εργασίας που επιλέγονταν ήταν μονότονες και βαριές, χωρίς οι συγκεκριμένες ικανότητες των εργατών να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία. «Τα κάτεργα δεν ήταν ένας αληθινός και κατάλληλος τόπος παραγωγής. Ήταν τόπος διδασκαλίας της πειθαρχίας της παραγωγής»[10]. Στο πρότυπο της μανιφακτούρας και των ευρύτερων σημασιών και κοινωνικών σχέσεων στις οποίες αυτή ήταν δεσμευμένη, ο ελεύθερος προλετάριος προσαρμοζόταν στην αστική κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία ο ίδιος δεν είχε τον έλεγχο του ατόμου του. Η προτεσταντική ηθική συνήδε απόλυτα με τις στρατηγικές αυτές. Έπρεπε να φτιαχτεί ένα υποκείμενο χρήσιμο για την καπιταλιστική συνθήκη και αυτό προϋπέθετε την καταπίεση ενός κόσμου παραγωγικών ικανοτήτων και ενστίκτων. Τα κάτεργα και η ανάδυση του μοντέλου της φυλακής συμμετείχαν σε αυτό το πρόγραμμα υποκειμενοποίησης. Η ολιστική αποδυνάμωση του υποκειμένου συμβαίνει στο εργοστάσιο, αλλά υποστηρίζεται από βοηθητικούς θεσμούς όπως η πυρηνική οικογένεια, η θρησκεία, το σχολείο, η φυλακή, το νοσοκομείο. Με την επίθεση αυτή από μέρους των θεσμών, το υποκείμενο, κάποτε ενσωματωμένο στην κοινότητα, τώρα απομονωμένο απέναντι στον καπιταλιστή, εσωτερικεύει από κάθε άποψη, κυρίως ωστόσο ψυχολογική, το habitus της βίας και της υποταγής. Το ανθρωπολογικό μοντέλο που επικρατεί είναι ο λευκός, δυτικός, ετεροσεξουαλικός άνδρας (ο πατέρας γίνεται κοινωνική φιγούρα) και όσοι παρεκκλίνουν από αυτό, ενσαρκώνοντας την ετερότητα αυτής της ιστορικής στιγμής, ταξινομούνται σε άλλες κατηγορίες, μία εκ των οποίων είναι αυτή των εγκληματιών. Στα ιδρύματα αυτά συνέρρευσαν αργότερα φτωχοί, νέοι και πόρνες, απείθαρχοι δηλαδή πληθυσμοί, που έπρεπε να συμμορφωθούν στο νέο ‘κοινωνικό συμβόλαιο’. Το 19ο αι. οι φυλακές θα αποκτήσουν την κατεξοχήν συμβολική και ιδεολογική τους σήμανση. Οι παραγωγικοί και αναμορφωτικοί σκοποί των κάτεργων θα υποχωρήσουν για να επικρατήσουν απροσχημάτιστα ο έλεγχος και ο εκφοβισμός.
Σύμφωνα με τον Melossi, το γνώριμο πια στις αναλύσεις Πανοπτικόν του Jeremy Bentham[11] και το αρχιτεκτονικό σχέδιο που ενσωματώνει την ιδεολογία του ωφελιμιστή θεωρητικού ήταν μια αφελής απόπειρα να συνδυαστεί ένα σύστημα τιμωρίας, ελέγχου, απομόνωσης και επιτήρησης με παραγωγική αποτελεσματικότητα. Το ουσιώδες στοιχείο της οργάνωσης του σχεδίου αυτού στην ιστορική στιγμή που εμφανίζεται παρέμενε αυτό της επιτήρησης του αναδυόμενου προλεταριάτου και ενσωμάτωνε κοινωνικά άχρηστη εργασία ως αποκλειστικά τιμωρητική συνθήκη.
Εκτιμώ ότι η προκείμενη ανάγνωση ισορροπεί μεταξύ των δύο αναλύσεων που τέμνουν το εγχείρημα αυτής της συζήτησης. Αυτό σημαίνει ότι κρατούν αποστάσεις τόσο από το έργο των Rusche και Kirchheimer όσο και από τον Foucault. Στο πρώτο θα προσθέσουν τη δυναμική της πειθαρχίας που συνιστά το κέντρο της κριτικής σε αυτό. Σε ό, τι αφορά τον Foucault ο Μelossi αναφερόμενος στο έργο του Επιτήρηση και τιμωρία, που θα συζητήσουμε διεξοδικά στη συνέχεια αναφέρει ότι το τελευταίο τεκμηριώνει πως δεν αποφασίζει η ιδεολογία τον πρακτικό λόγο, αντίθετα η ιδεολογία παράγεται από συγκεκριμένες τεχνικές ελέγχου πάνω στο σώμα. Ωστόσο, ενώ μας παρουσιάζεται ως ‘πολιτική οικονομία του σώματος’ είναι στην πραγματικότητα ‘πολιτική οικονομία’ καθεαυτή που, σύμφωνα με τον Melossi, έξω από το πλαίσιο της εργασιακής διαδικασίας δεν μπορεί να ερμηνευτεί. Αυτό θα είναι ίσως και το όριο του Melossi σε αυτό το έργο και μιας ανάλυσης που ενώ αποτιμά αυτό το συνεχές μεταξύ παραγωγικής σφαίρας, πολιτικής και καθημερινής ζωής, περιορίζεται στον ορίζοντα μιας αμιγούς, αν και πρωτότυπης και καρποφόρας, μαρξιστικής θεώρησης. Όλοι αυτοί οι θεσμοί που αξιολογεί είναι ‘βοηθητικοί’, υπάγονται για ακόμη μια φορά στην ηγεμονία που το κεφάλαιο επιβάλλει σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις προκειμένου να εξάγει υπεραξία για να αναπαραχθεί. Με αυτό ως δεδομένο το εργοστάσιο κυριαρχεί στην ανάλυση, καθώς αποτελεί την υλική έκφραση των κοινωνικών συγκρούσεων. Ο Foucault και η ανατομία της φυλακής
Στις συγκεκριμένες τεχνολογίες της ποινικής εξουσίας και του τρόπου εφαρμογής τους είναι εστιασμένο το έργο του Φουκώ, το οποίο εξαντλεί με ακατάσχετη λεπτομέρεια όλους τους μηχανισμούς ελέγχου και πειθαρχίας των νεωτερικών ποινικών ρυθμίσεων. Το έργο του εξετάζει πώς η τιμωρία έγινε ένας οργανωμένος ορθολογικός, εργαλειακός θεσμός, εξαρτημένος από την ειδική γνώση, τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και τις υπολογιστικές τεχνικές ελέγχου. «Το αποτέλεσμα είναι μια ‘φαινομενολογία’ του ποινικού ελέγχου, καθώς δείχνει τους τρόπους με τους οποίους η μικροφυσική της εξουσίας τέμνεται με τα σώματα που υπόκεινται σ’ αυτήν. Και παρόλο που ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο οι ποινικές τεχνολογίες συνδέονται με άλλα πεδία διακυβέρνησης και πειθαρχίας και τα τοποθετεί σε ένα ευρύτερο δίκτυο σχέσεων εξουσίας, επιμένει ότι αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να κατανοηθούν σε αναφορά με γενικές θεωρίες για τον τρόπο με τον οποίο είναι δομημένη η κοινωνία.»[12]
Το έργο του Φουκώ Επιτήρηση και τιμωρία θέτει ως υπόθεση εργασίας την ανάδυση στο νεωτερικό κόσμο της φυλακής ως αυτόνομης ποινής στη θέση της δαπανηρούς βίας που εξασκείται πάνω σε σώματα και επιδεικνύεται ως δημόσιο θέαμα, όπως επικρατούσε σε προνεωτερικές προϋποθέσεις. Το σώμα πια γίνεται ένα εργαλείο για τον μετασχηματισμό της ψυχής, παρά μια επιφάνεια πάνω στην οποία εφαρμόζεται ο πόνος. Η ποινή αφορά στον ‘εγκληματία’ και τις δομές της ‘προσωπικότητάς’ του παρά τη φύση του εγκλήματος και τις άμυνες απέναντι σ’ αυτό. Με τον τρόπο αυτό αποτελεί σύστημα γνώσης για την κατασκευή και τον έλεγχο του υποκειμένου. Για τη διεκπεραίωση του έργου αυτού συμμαχούν ειδικοί που κρίνονται απαραίτητοι για την παροχή γνώσης και τον εντοπισμό ανωμαλιών και τη διόρθωση των αντικανονικοτήτων, όχι για να εξοντωθεί το μη κανονικό, αλλά να παραχθεί το ‘κανονικό’. Σε αυτή τη σκηνή τα τελετουργικά ανοιχτής, ωμούς και αδιαπραγμάτευτης βίας που τελούνταν πανηγυρικά προς παραδειγματισμόν και για τη φυσική εξόντωση όποιου απειλούσε την απόλυτη εξουσία υποχωρούν για την ‘πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας’, για τη δράση πιο λεπτών και γι’ αυτό ίσως αναπόδραστων ποιοτήτων βίας και μιας εξουσίας αθόρυβης και αόρατης, η οποία από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά βρίσκει την έκφρασή της στο μοντέλο της φυλάκισης. Το ιδίωμα της βιοπολιτικής αυτής εξουσίας είναι η θετικότητά της και ο τρόπος με τον οποίο ως εξουσία καμουφλάρεται για να δράσει διαρκώς και υπόγεια, σβήνοντας τα ίχνη της διεισδύοντας στις ατομικές κινήσεις και χειρονομίες των σωμάτων, ώστε να παραχθούν αυτά ως πειθαρχημένα, λειτουργικά και χρήσιμα με τον τρόπο μιας μηχανής. Η σειραϊκή οργάνωση των σωμάτων στο χώρο και το χρόνο, ώστε να είναι όλα ορατά και ελέγξιμα ανά πάσα στιγμή εξασκήθηκαν στο στρατό και το μοναστήρι. Την οργάνωση αυτής της επιθυμητής συμπεριφοράς, ενός ρυθμιστικού ιδεώδους που προβάλλεται στα σώματα, τις επιθυμίες, τις κινήσεις τους αποκαλεί ο Φουκώ κανονικοποίηση. Η αρχιτεκτονική δομή του Πανοπτικόν που σχεδίασε ο Jeremy Bentham κρίνεται από τον Φουκώ ως η επιτομή αυτών των αρχών γνώσης και εξουσίας. Πρόκειται για ένα κυκλικό κτίριο με ατομικά κελιά που τοποθετούνται περιμετρικά, του οποίου τα παράθυρα και οι φωτισμοί είναι έτσι σκηνοθετημένα, ώστε να είναι τα κελιά πάντα ορατά από το σημείο επιθεώρησης, ενώ παρόλα αυτά το τελευταίο δεν είναι ορατό από τους επιβλεπόμενους. Η συνεχής επιθεώρηση και η εξατομίκευση της εξουσίας συντελεί στην εσωτερίκευσή της από τα ίδια τα υποκείμενα και τελικά τον αυτοέλεγχό τους. Στην εξέλιξη και γενίκευση των πειθαρχιών αυτών εντάσσεται και η κυρίαρχη μορφή που πήρε η ποινή στις νεωτερικές κοινωνίες, δηλαδή η φυλακή. Μια από τις σημαντικές επιτυχίες αυτού του ποινικού μετασχηματισμού είναι ο έλεγχος της εργατικής τάξης, εφόσον η φυλακή δημιουργεί τον εγκληματία. Αυτή είναι και η άρρητη πολιτική της επιτυχία και η επιμονή της ως κυρίαρχου ποινικού θεσμού.
Για την αφήγηση του Φουκώ, η φυλακή συνιστά έναν μηχανισμό εξουσίας ανάμεσα στους άλλους, την οικογένεια, το σχολείο, το νοσοκομείο, που διαμορφώνουν ένα πλέγμα εξουσίας και ένα συνεχές το οποίο καλύπτει ολόκληρο το κοινωνικό σώμα, παράγοντας σώματα εξαρχής πειθαρχημένα. Η περιγραφή αυτή του Φουκώ έχει με τη σειρά της αδυναμίες, τις οποίες ωστόσο το έργο του υποσκελίζει δεδομένου του εδάφους πάνω στο οποίο πατούσε η πρωτότυπα δημιουργική του σύνθεση, Ωστόσο, ταυτίζοντας την νεωτερική ποινή με την πειθαρχία και τις κανονιστικές μεθόδους, παρακάμπτει άλλες τιμωρητικές μεθόδους που δεν είναι πειθαρχικές, όπως τη θανατική ποινή που εξακολουθεί ακόμη να υφίσταται σε κάποιες κοινωνίες. Ο κόμβος της πειθαρχίας
Η συμβολή του Melossi δεν θα περιοριστεί στα όρια του Τhe prison and the factory, γι’ αυτό και θα επανέλθουμε σε μια πιο ‘φουκωική’ του εκδοχή. Στο κείμενό του Ποινικές πρακτικές και διακυβέρνηση πληθυσμών στους Marx και Foucault, ο Melossi εξελίσσει την ιδέα της πειθαρχίας, που τον απασχολεί όπως είδαμε στο σύνολο του έργου του, ως τον κόμβο στον οποίο επικοινωνούν οι δύο οπτικές. Αν επαναληφθεί η αξιολόγησή της είναι επειδή η προώθηση αυτής της ιδέας τον εγκαλεί σε θεωρητικές υπέρβάσεις. Ισχυρίζεται ότι τα μαρξικά κείμενα δεν πριμοδοτούν την υπόθεση της καταστολής, όσο εκείνη της πειθαρχίας σε ό, τι αφορά την υποκειμενικότητα του εργάτη και τη μετατροπή του από ελεύθερο παραγωγό σε μισθωτό. O Melossi διερευνώντας ακριβώς αυτό το συμφιλιωτικό σημείο παραθέτει ένα απόσπασμα του Μαρξ στο οποίο η μανιφακτούρα ‘αποσπά από τη ρίζα της την ατομική εργατική δύναμη’ και όλες οι δυνητικές ανθρώπινες δυνατότητες οργανώνονται στη λογική αυτή. «Παραμορφώνει τον εργάτη και δημιουργεί ένα τερατούργημα, ενισχύοντας, όπως σε ένα θερμοκήπιο, τη μερικότερη επιδεξιότητά του και εκμηδενίζει έναν ολόκληρο κόσμο από παραγωγικές προδιαθέσεις και κλίσεις»[13]. Έτσι λειτουργεί και η έννοια της αλλοτρίωσης, κεντρική στο μαρξικό έργο. «Η ιδέα δηλαδή ότι η εξουσία τροφοδοτείται κατά κάποιο τρόπο από αυτούς τους οποίους έχει καθυποτάξει και οι οποίοι «δημιουργούν» ή προμηθεύουν με «ψυχική ενέργεια», για να χρησιμοποιήσουμε φροϋδική ορολογία, τα «φαντάσματα», τα «στοιχειά» που τους καθυποτάσσουν – με ένα τρόπο ίσως όχι πολύ διαφορετικό από εκείνον με τον οποίο, στον Hobbes, τα υποκείμενα του κοινωνικού συμβολαίου εκχωρούν στον Λεβιάθαν την κυριαρχία τους – διαμέσου του μηχανισμού της αντιπροσώπευσης – ή κατά τον οποίο, στον Freud, το Εγώ παίρνει ως πρότυπο τη μορφή του Υπέρ-εγώ.[14] Αλλά και η φουκωική μεταφορά, που επαναφέρει στο προσκήνιο το «Πανοπτικόν» του Bentham, δεν εκφράζει, ίσως θεμελιακά, την ίδια κίνηση;»[15] Αυτός είναι ο πυρήνας της υπόθεσης του Melossi που αντλεί ακριβώς από αυτή τη διασταύρωση.
Το έργο άλλωστε που ολοκλήρωσε μαζί με τον Pavarini, είδαμε ότι ασχολήθηκε με τον τρόπο που ο θεσμός των φυλακών όπως και άλλοι κοινωνικοί θεσμοί οργανώθηκαν πάνω στο πειθαρχικό αυτό έδαφος, το οποίο μάλιστα είχε προετοιμαστεί και από άλλες κοινωνικές μεταβλητές, όπως για παράδειγμα οι διάφορες παραλλαγές του προτεσταντικού κινήματος, οι οποίες κατά τη γνωστή βεμπεριανή ανάγνωση, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας δομής εαυτού απόλυτα αυτοπειθαρχημένης και αυτοελεγχόμενης, ικανής και αναγκαίας για το νέο υποκείμενο που προϋποθέτει ο καπιταλισμός. Ο Μαρξ εστιάζει την προσέγγισή του στις σχέσεις παραγωγής. Συγκεκριμένα, στην εξαγωγή υπεραξίας που καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης από την υπερεργασία του εργαζόμενου. Πρόκειται για μια υπεραπλουστευμένη παρουσίαση της θεωρίας, ωστόσο εντοπίζεται ως κέντρο της το γεγονός ότι η δυνατότητα αυτή είναι ευμετάβολη και εξαρτάται από την «ικανότητα του κεφαλαιούχου να εξάγει από τον εργάτη, κατά τη διάρκεια της εργατικής ημέρας, μια αξία μεγαλύτερη από αυτήν την οποία του αποδίδει».[16] Αυτή η ικανότητα αφορά τόσο το χρόνο όσο και την ποιότητα της εργασίας και καθορίζεται από τις σχέσεις εξουσίας, από τη σύγκρουση κεφαλαίου και εργασίας, την ιστορική πάλη των τάξεων. Δομικό συστατικό της σύγκρουσης λοιπόν είναι η πειθαρχική ικανότητα του κεφαλαίου και οι αντιστάσεις της εργασίας σε αυτήν. Αναθεωρεί λοιπόν και ο ίδιος την έννοια των ‘βοηθητικών’ θεσμών’ σε μια παράγραφο την οποία και θα παραθέσω ως έχει για την κομβική της σημασία σε αυτή τη θεωρητική πορεία. «Μια παρόμοια ανάγνωση του Marx μετά τον Foucault, οδηγεί στην αναθεώρηση κάποιων ιστορικών εδαφίων, με ένα τρόπο ο οποίος μου φαίνεται ενδιαφέρων. Αποδεσμεύει, δηλαδή, τη σχέση ανάμεσα στα «εργοστάσια» και τις «φυλακές» από μια τελεολογική θεώρηση, σύμφωνα με την οποία το ένα είναι η θεμελιακή πραγματικότητα του άλλου. Την αποδεσμεύει από την αρχιτεκτονική μεταφορά του «εποικοδομήματος», την οποία βρίσκουμε από τη Γερμανική ιδεολογία (Marx και Engels 1845-46) ως την Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας (Marx 1859) – αλλά και από την αντιπαράθεση, στο Κεφάλαιο, ανάμεσα στη σφαίρα παραγωγής και τη σφαίρα κυκλοφορίας. Έτσι, η ιστορία των ποινικών πρακτικών στα αγγλικά Bridewells του δέκατου έκτου αιώνα, όπως και στα ολλανδικά «ιδρύματα εργασίας» των αρχών του επόμενου αιώνα, τα οποία θα αποτελέσουν στη συνέχεια τον πυρήνα της κατοπινής εξέλιξης της φυλακής, καθίσταται κάτι διαφορετικό από μια τυχαία συμβολή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τα ιδρύματα αυτά χάνουν, δηλαδή, τον αμιγώς «βοηθητικό» χαρακτήρα τους και καθίστανται, ενδεχομένως, η εικόνα ενός προγράμματος, μιας συγκεκριμένης αντιμετώπισης του άντρα, της γυναίκας και της κοινωνίας, ενός τύπου ορθολογισμού ο οποίος έτεινε στον μετασχηματισμό κάθε όψης της κοινωνίας, της ηθικής και της εργασίας. Σε σημείο μάλιστα, ώστε η θεώρηση των ποινικών πρακτικών να αποκτήσει τέτοια σημασία για την ιστορική μεταβολή που συντελούνταν εκείνους τους αιώνες, όσο και η εισαγωγή της μανιφακτούρας και του εργοστασίου, ίσως και μεγαλύτερη, εφόσον αποτυπώνει ακόμα πιο καθαρά την ηθική της συνολικής αυτής ανάπτυξης.» [17]
Η αναμέτρηση του Foucault με τον Μarx
Εκεί που η φουκωική ανάλυση διαχωρίζεται από την μαρξιστική που εξετάσαμε είναι το γεγονός ότι ανιχνεύει τις εσωτερικές λειτουργίες του ποινικού μηχανισμού και τον τρόπο με τον οποίο οι ρυθμίσεις αυτές δρουν αυτόνομα και όχι δευτερογενώς ως εξαρτημένες μεταβλητές μιας άλλης κυρίαρχης σχέσης στην οποία θα πρέπει να υπαχθούν. Όπως υπογραμμίζει ο Garland το να ακολουθήσεις τη μαρξιστική οδό «σημαίνει να αναλύεις τις ποινικές πρακτικές από μια εξωτερική οπτική, τουτέστιν να εκτιμάς την επίπτωση της ταξικής διάκρισης στις ποινικές μορφές και στους τρόπους με τους οποίους γίνεται χρήση των κυρώσεων. Αντίθετα, ο Foucault εστιάζει στις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό των ποινικών πρακτικών, αναλύοντας τις λεπτομερώς μαζί με τις τεχνολογίες και τις γνώσεις που αυτές οι πρακτικές συνεπάγονται».[18]
H αποκωδικοποίηση αυτών των λεπτών και αόρατων θεσμίσεων και εκφάνσεων εξουσίας που εγκυμονούν τα συστήματα γνώσης όφειλε να επιβάλλει τον εαυτό της έναντι των προσεγγίσεων που υποτιμούσαν αυτές τις υπόγειες και πλάγιες δυναμικές, κατανοώντας μόνο ορατές και μετρήσιμες επιβολές. Ο Μelossi σημειώνει ότι με δύο δομικά σημεία του μαρξιστικού λόγου, για την ακρίβεια των προσλήψεων του λόγου αυτού την εποχή κατά την οποία έγραφε, αναμετρήθηκε ο Foucault, με τον κρατισμό και τον οικονομισμό του. «Ήταν δηλαδή η ιδέα της οικονομίας ως καθοριστικής «σε τελική ανάλυση» του «εποικοδήματος» και η ιδέα του «Κράτους» «ως στόχου επίθεσης και ως προνομιακής θέσης προς κατάκτηση» (Foucault 1978:28), δύο θέσεις που επανασυνδέονται στη λεγόμενη «οργανική θεωρία του Κράτους», η οποία χαρακτηρίζεται από τον «οικονομισμό» και τον «νομικισμό» της «εξουσίας» (Foucault 1976β:21).»[19] Ο οικονομισμός αναφέρεται στον υποβιβασμό των ποινικών πρακτικών στο εποικοδόμημα το οποίο εξαρτάται από την καθοριστική ιδέα της οικονομίας. Για μια τέτοια οπτική, οι ποινικοί θεσμοί δεν αποτελούν παρά βοηθητικούς μηχανισμούς στην κυριαρχία της οικονομίας. Ήδη οι αναφορές μας στους Rusche και Κircheimer υπογράμμισαν αυτή την αντιμετώπιση. Η φράση/ παράφραση του Μαρξ ‘Το δίκαιο είναι το όπιο του λαού’ που αναφώνησε ο Ράισνερ λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανασταση[20] αναγνωρίζει τη φετιχιστική λειτουργία της εννοιολόγησης του δικαίου, ώστε να αποκρύψει υποκείμενες κοινωνικές σχέσεις καθιερώνοντας ‘το κοινωνικό έγκλημα της απομύζησης της υπερεργασίας των εργαζομένων’.
Σίγουρα το δίκαιο είναι και το όπιο του λαού. Σε αυτή την ταξική σκοπιά ωστόσο, ο Φουκώ θα δείξει πώς οι μηχανισμοί αυτοί αυτονομούνται και δρουν στα πλαίσια του προγράμματος δημιουργίας του υποκειμένου και όχι για να υποβαστάξουν μια κυρίαρχη σχέση στην οποία οι υπόλοιποι θεσμοί απλά υποτάσσονται, όχι για να αναπαράγει πια αυτή τη σχέση, αλλά για να τη δομήσει εξ αρχής. «Εάν είναι αλήθεια ότι η οικονομική δομή που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση κεφαλαίου έχει την ιδιότητα να μεταμορφώνει την εργατική δύναμη των ατόμων σε παραγωγική δύναμη, τότε η εξουσιαστική δομή του εγκλεισμού έχει σαν σκοπό να μεταμορφώσει, πριν από αυτό το στάδιο, τον χρόνο ζωής σε εργατική δύναμη.»[21] Το σύστημα του εγκλεισμού μεταξύ άλλων παράγει τη διαθεσιμότητα για παραγωγή της υπεραξίας μέσα από την εγκαθίδρυση ειδικών σχέσεων εξουσίας, πρακτικών και μηχανισμών που απαιτούν ενδελεχή περιγραφή και αποκωδικοποίηση. Παράγει υποκείμενα και εξουσιαστικές σχέσεις που ‘αναδύονται σαν στοιχεία δόμησης των παραγωγικών σχέσεων.. στο υπέδαφος του extra-juridique.’[22] Που δεν είναι μόνο αποτελέσματα της εξουσίας αλλά και προϋπόθεσή τους. Και είναι αυτή η ανάδυση της μικροφυσικής της εξουσίας στις νεωτερικές κοινωνίες που ο Φουκώ αποκαλεί βιο-εξουσία. Οι φυλακές αποτέλεσαν κεντρικό μηχανισμό σε αυτή τη διαδικασία υποκειμενοποίησης. Στην κρατική καταστολή ο Φουκώ αντιπαρέθεσε την παραγωγικότητα και θετικότητα της εξουσίας, δηλαδή την ευμενή της διάσταση με την οποία όχι μόνο δεν καταστέλλει, λογοκρίνει, ασκεί βία αντίθετα αποτελεί προϋπόθεση για τη δημιουργία του υποκειμένου παράγοντας και διαχειριζόμενη τις επιθυμίες του, δίνοντας του αιτίες δράσης και απολαύσεις, ώστε η δαπανηρή, ωμή μορφή βίας να υποσκελίζεται από τις ρυθμίσεις της βιοεξουσίας. Το σύνθημα του Φουκώ ‘να κόψουμε το κεφάλι του βασιλιά’ συμπυκνώνει την αντίθεσή του αυτή. Στην ανάλυσή του η εξουσία απλώς ασκείται, αιωρείται θα λέγαμε, ανεξιχνίαστη και μη εντοπίσιμη, καθώς το πολυεπίπεδο πλέγμα της δεν συμπυκνώνεται σε μια κεντρική οργάνωση εξουσίας, αλλά εκτείνεται σε όλο το κοινωνικό πεδίο, καθώς εμπλέκονται σε αυτήν εξουσιαστές και εξουσιαζόμενοι. Οι σύνθετες και πολυδιάστατες σχέσεις δύναμης που συνιστούν τις στρατηγικές της διέπονται από απόλυτα ορθολογικό υπολογισμό. Είναι καταφανείς οι αποστάσεις που έχει μια τέτοια προσέγγιση από την μαρξιστική με την οποία αναμετρήθηκε σε πολλά της σημεία.[23] Με το ζήτημα της καταστολής για παράδειγμα όπως προαναφέρθηκε συγκρούεται μετωπικά, παρόλο που στην ανάγνωση του Melossi αφενός στο έργο του Μαρξ καθαυτό η έννοια της καταστολής δεν κατέχει κάποια κεντρική θέση, αφετέρου οι θεωρητικές αντιδράσεις του Φουκώ σε μεγάλο βαθμό επηρεάστηκαν από το φροϋδομαρξισμό, όπως αναφέρεται, των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Επίσης, όπως ό ίδιος ο Φουκώ αναγνωρίζει, η τάση αυτή ξεκίνησε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία του τέλους του 19ου αι. προκειμένου να προσαρμοστεί η μαρξική θεωρία στο εσωτερικό ενός νομικού συστήματος όπως ήταν αυτό της μπουρζουαζίας. Πράγματι, ο Φουκώ θεωρούσε ότι ο νομικισμός της εξουσίας, δηλαδή η αντιμετώπισή της ως μηχανισμού που ποινικοποιεί και καταστέλλει, δίνοντας προνομιακή θέση στο μηχανισμό του κράτους, στο νομικό εποικοδόμημα, εγγράφει τον Μαρξ στις αστικές και νομικές θεωρήσεις της εξουσίας, τον ‘ρουσωποιεί’. Ο Σάββας Μιχαήλ διεκδικώντας έναν Μαρξ χωρίς Ρουσσώ παραθέτει από τον Φουκώ: «Εάν αναλύουμε την εξουσία δίνοντας προνομιακή θέση στο μηχανισμό του κράτους, εάν αναλύουμε την εξουσία θεωρώντας την σαν ένα μηχανισμό συντήρησης και νομικό εποικοδόμημα, δεν κάνουμε τίποτα άλλο παρά να επαναλαμβάνουμε το κλασικό θέμα της αστικής σκέψης που θεωρεί ουσιαστικά την εξουσία σαν ένα νομικό γεγονός».[24]
Τα δύο αυτά σημεία συνδέονται μεταξύ τους στο κόμβο της «πειθαρχίας», όπως είδαμε κατά τον Melossi ότι στην ‘πειθαρχία’ είναι που συναντιούνται και ο Φουκώ με τον Μαρξ. Συγκεκριμένα με την έννοια της πειθαρχίας ως ‘εναλλακτικής της υπόθεσης καταστολής’, μια που ο Φουκώ, αντιμέτωπος με το φροϋδομαρξισμό των δεκαετιών ’60 και ’70 και την ελευθεριότητα που ευαγγελίστηκε βλέπει μια εξουσία, όπως είδαμε, θετική, παραγωγική, ενθαρρυντική και όχι αστυνομευτική.
O αναλυτικός πλουραλισμός του David Garland
Οι δυναμικές, οι κλίσεις και αποκλίσεις των σταθμών που παρακολουθήσαμε θα κριθούν και στο έργο του David Garland, Punishment and modern society. Εκεί ο συγγραφέας θα προτείνει μια πιο συνθετική και κριτικά συμφιλιωτική αναγνώριση όλων αυτών των στιγμών που σφράγισαν τη σημασία που έχει η ποινή για την κοινωνία, οι οποίες συγκρούονται, επειδή κάθε φορά υπογραμμίζονται διαφορετικές κεντρικές δυναμικές της κοινωνικής ζωής[25]. Ο Garland βλέπει πώς αυτό το βαθιά κοινωνικό θέμα περιορίζεται σε ανώδυνο τεχνικό εγχείρημα το οποίο και διαχειρίζονται εξειδικευμένοι θεσμοί. Ο ίδιος προσεγγίζει την ποινή και ως μηχανισμό εξουσίας και ελέγχου, αλλά ταυτόχρονα διερευνά πώς οι νόμοι και οι ποινικοί θεσμοί ενσωματώνουν ηθικές αξίες και ευαισθησίες που με τη σειρά τους αυτοί οι μοιρασμένοι κώδικες δομούν το κοινωνικό σύνολο ως συλλογικό υποκείμενο. [26] Τι είδους εξουσία εμπλέκεται, ποια είναι τα κοινωνικά της νήματα, οι πηγές της αυθεντίας της, η βάση της κοινωνικής τους υποστήριξης, είναι ερωτήματα που χρειάζεται να απαντηθούν με την πλαισίωση ενός αναλυτικού πλουραλισμού που θα αποτιμήσει τη συνθετότητα της ποινής ως μορφής ζωής που ενσωματώνει έναν πλούσιο κορμό εννοιών και σημασιών για την κοινωνία και τους ανθρώπους της. Το σύνθετο πεδίο προβλημάτων, αναγκών και συγκρούσεων που είναι το καθεστώς ποινής για κάθε κοινωνία, δομείται από ένα θεσμικό πλαίσιο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξαφανίζονται αυτές οι προβληματικές του όψεις. Ό, τι είναι διακριτό είναι οι κατηγορίες και οι μορφές δράσης που ο θεσμός κάνει ορατές δημιουργώντας ένα καθεστώς αλήθειας που αποκλείει άλλες δυνατότητες και απαντήσεις, αφού δε διατυπώνονται καν τα ερωτήματα και η ποινή έχει περιοριστεί σε μια τεχνική συζήτηση για ειδικούς. Ωστόσο, το φαινόμενο της ποινής είναι ένα σύνθετος συνδυασμός πολλαπλών διαδικασιών και θεσμών παρά αντικείμενο, συμπυκνώνει ένα ευρύ φάσμα σκοπών και ιστορικών νοημάτων. Ο Garland δείχνει πώς τα πολιτισμικά πρότυπα της κοινωνίας αποτυπώνονται στους ποινικούς θεσμούς της, πώς η ποινή γίνεται μια πρακτική ενσωμάτωση των συμβολικών θεμάτων παγιώνοντας νοήματα και συγκεκριμένους τρόπους συναισθήματος που εγκαθιδρύουν την ευρύτερη κουλτούρα. Επομένως, τα ευρύτερα πρότυπα πολιτισμικού νοήματος επηρεάζουν την ποινή. Αυτό το οποίο ωστόσο προσέθεσε ο Garland ήταν πώς η ίδια ποινή ως πολιτισμικός δρων (cultural agent) και ρυθμιστικός κοινωνικός μηχανισμός διαμορφώνει την κουλτούρα και επηρεάζει τους όρους της, οι ποινικές πρακτικές, λόγοι και θεσμοί παίζουν ενεργητικό ρόλο στον τρόπο που νοήματα, έννοιες, συναισθήματα και αξίες παράγουν και αναπαράγουν την κοινωνία. Οι δύο αυτοί άξονες διαπλέκονται μεταξύ τους σε μια αμοιβαία δόμηση στοιχείων που διαμορφώνουν τον κοινωνικό κόσμο και τον τρόπο που τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους. Η ποινή διδάσκει, ταξινομεί, δραματοποιεί, εφαρμόζει κάποιες από τις βασικές ηθικές και πολιτικές κατηγορίες και διακρίσεις που δομούν το συμβολικό μας σύμπαν. Ερμηνεύει τα γεγονότα, ρυθμίζει τη συμπεριφορά, κατηγοριοποιεί τη δράση και πάνω στο έδαφος αυτό, που εκτείνεται πολύ πέρα από τη λειτουργία των κατηγοριών, εφαρμόζει αυτές τις κρίσεις με την αυθεντία του νόμου. Η ποινή επικοινωνεί νοήματα που αφορούν όχι απλά στο έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά την εξουσία, την αυθεντία, τη νομιμότητα, την κανονικότητα, την ηθική, το υποκείμενο και τις κοινωνικές σχέσεις. Προβάλλει ένα συνεχές και επαναληπτικό σύστημα δεικτών για τον τρόπο που ορίζονται οι άξονες του καλού και του κακού, του κανονικού και του παθολογικού, του νομιμοποιημένου και μη, της τάξης και αταξίας, βάσει των οποίων κρίνουμε, καταδικάζουμε, αποδεχόμαστε και ταξινομούμε με τη βοήθεια ενός δοκιμασμένου λεξιλογίου και ιδιώματος. Με αυτά τα εργαλεία αναγνωρίζουμε την κοινότητα, θέλουμε να διατηρήσουμε την τάξη της, σεβόμαστε τις εξουσίες της, εντοπίζουμε τους κοινωνικούς κινδύνους και έτσι αισθανόμαστε για αυτά τα ζητήματα, με συναισθήματα κοινωνικά κατασκευασμένα. Η ποινή είναι ένα πολιτισμικό κείμενο- ή καλύτερα μια πολιτισμική performance- που επικοινωνεί και καθοδηγεί όλες αυτές τις κοινωνικές διαδικασίες και που με όχημα αυτήν τελούνται οι υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις. Οπωσδήποτε, η ποινή προσλαμβάνεται ανάλογα με τα συγκείμενα και τους δρώντες από τους οποίους βιώνεται, αλλά ο σκελετός της πολιτισμικής της δράσης, τον οποίο οφείλουμε να καταλάβουμε ως θετικό και παραγωγικό και όχι μόνο ως καταπιεστικό, παραμένει ίδιος.
Με αυτά τα συμπεράσματα ο Garland συνθέτει τις προσεγγίσεις των Marx, Durkheim, Elias και Foucault, μια σύνθεση για την οποία αναγνωρίσαμε εξαρχής ότι δεν είναι απλά η πρόσθεση και παρατακτική παράθεση των προηγούμενων, αλλά μια νέα αφήγηση. Αναγνωρίζουμε όντως έντονο το στίγμα του Foucault στην δημιουργική δυναμική της ποινής, αλλά σύμφωνα με τον Garland, o Foucault περιορίζεται στην ανάλυση των λόγων [discourses] που ως συστήματα γνώσης και εξουσίας λειτουργούν σε μια πειθαρχική διαδικασία, αφήνοντας ανεξερεύνητες τις ευρύτερες, συμβολικές σημάνσεις των ποινικών πρακτικών και σημασιών. Εκτιμώ, επίσης, ότι ο Garland παρακολουθεί την εξέλιξη των κοινωνικών επιστημών σύμφωνα με την οποία, το εκκρεμές των αναλύσεων έχει μετατοπιστεί από τον πομπό στον δέκτη. Το ρεύμα της πολιτισμικής κριτικής που αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως κείμενο και η θεωρία λογοτεχνίας που μετατόπισε το ενδιαφέρον της από την ευθύνη του δημιουργού στην ανάγνωση και την πρόσληψη (έναν όρο που συνειδητά νομίζω χρησιμοποιεί ο Garland) του κειμένου από τον ορίζοντα προσδοκιών κάθε εποχής, προκειμένου για την παραγωγή του αισθητικού αντικειμένου, ενώ στις κοινωνικές επιστήμες το ρεύμα που έχει χαρακτηριστεί ως performative turn με την επιμονή της στην εμπρόθετη δράση [agency] των υποκειμένων και τις αλλαγές που αυτά προκαλούν στις δομές είναι τα συμφραζόμενα μέσα στα οποία θα έπρεπε να κριθεί η παρουσίαση της ποινής ως cultural agent και που η περαιτέρω αξιολόγηση αυτής θα έχει πολλά να δώσει. Η εξουσία δεν είναι μια περιοχή που μπορεί κανείς να απομονώσει από το κοινωνικό, αντίθετα τελείται, ως ένα σύνολο σχέσεων που διαπραγματεύονται τη συμμετοχή τους στο πλέγμα που διαμορφώνεται και αναπαράγεται από τους ‘από κάτω’, πέρα από τη στατική τους θυματοποίηση, χωρίς ωστόσο η ανάλυση αυτή να σχετικοποιεί τις ιεραρχίες. Η χαρακτηριστική μετατόπιση λεξιλογίου από τις τελετουργίες του δομολειτουργιστή Durkheim στην performance του μεταμοντερνισμού και η παρόλα αυτά χρήση τους σε μια κοινή θεώρηση είναι ενδιαφέρουσα και καρποφόρα. Αν δείχνει κάτι η προσέγγιση του Garland είναι ότι οι θεωρήσεις περί ποινής τις οποίες ακροθιγώς διατρέξαμε δεν εκτυλίσσονται γραμμικά εκτοπίζοντας η μία την άλλη. Αντίθετα, αγγίζει η καθεμιά θεμελιώδεις δυναμικές της κοινωνικής σχέσης που συνιστά η ποινή, καθώς όσο συγκροτείται από τις δομές, άλλο τόσο συγκροτεί υποκείμενα και δράσεις που διαμορφώνουν το ηθικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτισμικό τοπίο των ανήσυχων καιρών μας. Μετά από την περιδιάβαση σε αυτές τις συμβολές των οποίων η προσφορά δεν αμφισβητήθηκε, όσο η ανάγκη ιστορικοποίησής τους, η ενημερωμένη, κριτική και ωστόσο νηφάλια συνθετική εποπτεία του Garland στο πολιτισμικό δυναμικό υποκείμενο που συνιστά η ποινή είναι ίσως ένα οξυδερκές εργαλείο για την αποκωδικοποίηση όχι μόνο των σύγχρονων ποινικών εξελίξεων, αλλά και της κοινωνίας στην οποία έγινε δυνατό να αρθρωθούν αυτές.
Βιβλιογραφία:
Κουκουτσάκη Αφροδίτη, Εισαγωγή στο μάθημα της πολιτισμικής εγκληματολογίας
Κουκουτσάκη Αφροδίτη, (επιμ.), Εικόνες φυλακής, εκδ. πατάκη, Αθήνα 2006
Μιχαήλ Σάββας ,Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, εισήγηση στο συνέδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007
Barrett A. Crane, George Rusche’s Theory on Punishment and Social Structure, CCJ 5606 Fall 1998
Foucault Michel, Επιτήρηση και τιμωρία, η γέννηση της φυλακής, Κέδρος Ράππα, Αθήνα, 1989
Foucault Michel, Η μικροφυσική της εξουσίας, ύψιλον, μτφ. Λίλα Τρουλινού, Αθήνα, 1991
Foucault Michel, Εξουσία, γνώση, ηθική, εκδ. ύψιλον, Αθήνα, 2007
Garland David - Sociological perspectives on punishment, Crime and Justice, vol. 14, 1991
Garland David, Punishment and modern society, Α study in social theory, Clarendon press- oxford, 1990
Μelossi Dario, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, στο Κουκουτσάκη Αφροδίτη (επιμ.), Εικόνες φυλακής, εκδ. πατάκη, Αθήνα 2006
Melossi Dario, A new edition of Punishment and social structure thirty five years later: a timely event, social justice, vol. 30, no.1 (2003)
Melossi Dario and Pavarini Massimo, The prison and the factory, origins of the penitentiary system, , 1981, The Macmillan Press LTD
[1] Μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση των εξελίξεων αυτών γίνεται στο κείμενο του Τηλέμαχου Σεράσση, Η χαμένη τιμή της εγκληματολογίας
[2] Αναφέρεται στο άρθρο του Τηλέμαχου Σεράσση, Η χαμένη τιμή της εγκληματολογίας, από τους Taylor, Walton και Young.
[3] Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εισαγωγή στο μάθημα της πολιτισμικής εγκληματολογίας, σελ.1
[4] Dario Melossi, A new edition of Punishment and social structure thirty five years later: a timely event, social justice, vol. 30, no.1 (2003), σελ.248
[5] Στο ίδιο
[6] Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εισαγωγή στο μάθημα της πολιτισμικής εγκληματολογίας, σελ. 6
[7] David Garland- Sociological perspectives on punishment, σελ. 132
[8] Dario Melossi, A new Edition of Punishment and Social Structure Thirty -Five Years Later: A timely Event, Soc Justice 30 no1 2003, σελ. 8
[9] The prison and the factory, origins of the penitentiary system, Dario Melossi and Massimo Pavarini, 1981, The Macmillan Press LTD, σελ. 19
[10] Στο ίδιο, σελ. 21
[11] Με αφορμή την χρήση του μπενθαμικού σχεδίου από τον Φουκώ θα επανέλθουμε παρακάτω στην περιγραφή του, αφού ο Melossi αρκείται σε ένα κριτικό σχόλιο σε σχέση με αυτό.
[12] Στο ίδιο, σελ. 134
[13] Dario Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault
[14] Στις αμέσως επόμενες σελίδες ο Derrida περνά στο σχολιασμό του θέματος του «φαντάσματος» στο δοκίμιο του Freud, το οποίο μεταφράστηκε στα ιταλικά με τον τίτλο “Il perturbante” (Ο διαταρακτικός) (Freud 1919).
[15] Στο ίδιο
[16] Στο ίδιο
[17] Dario Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, σελ. 10 [18] Αναφέρεται από τον Dario Melossi, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, εικόνες φυλακής…
[19] Dario Melossi, στο ίδιο
[20] Αναφέρεται στο Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, του Σάββα Μιχαήλ, εισήγηση στο συνεδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρξ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007
[21] Στο ίδιο
[22] Στο ίδιο
[23] Σύμφωνα με τον Balibar και έτσι όπως μεταφέρεται από το Melossi «όλο το έργο του Foucault διατρέχεται από μια πραγματική αναμέτρηση με τον Marx και αυτό υπήρξε μια από τις ουσιαστικές πηγές της παραγωγικότητάς του» (Balibar 1988:55).
[24] Ο Μαρξ πέραν του Ρουσσώ, του Σάββα Μιχαήλ, εισήγηση στο συνεδριο για τα 100 τεύχη του περιοδικού Θέσεις με τίτλο: Ο Μαρξ σήμερα, 150 χρόνια μετά τα Grundrisse, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, 21-23 Σεπτεμβρίου 2007
[25] Από τη θεωρητική αυτή στάση εξαιρείται αυτή του Φουκώ, καθώς η θεωρία του αμφισβήτησε τις μεγάλες αφηγήσεις.
[26] Εδώ ο Garland αξιοποιεί την αξιολόγηση του Ντιρκέμ περί ποινής ως κοινωνικής αλληλεγγύης, που εδώ δεν παρουσιάστηκε για λόγους οικονομίας. Ο Ντιρκέμ περιγράφει την ποινή ως μια διαδικασία η οποία βασίζεται στο συναίσθημα, επικυρώνει την κοινωνική ηθική πάνω στην οποία βασίζεται η κοινωνική ζωή και παράγει δεσμούς αλληλεγγύης. Η ποινή είναι μια ηθική διαδικασία που λειτουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιβεβαιώνει τις αξίες και νόρμες πάνω στις οποίες βασίζεται η κοινωνική ζωή. Ο ποινικός νόμος μιας κοινωνίας είναι η ενσωμάτωση των βασικών ηθικών αξιών που θεωρεί ιερά, ώστε εγκλήματα που παραβιάζουν αυτή τη συλλογική συνείδηση να προκαλούν μια συλλογική κοινωνική αποστροφή και μια εμπαθή επιθυμία για εκδίκηση. Κατά συνέπεια η ποινή είναι μια τελετουργική έκφραση των κοινωνικών αξιών και η ελεγχόμενη απελευθέρωση ψυχικής ενέργειας για την επανάκτηση της συλλογικής εμπιστοσύνης στην ηθική τάξη. Κατά τον ντιρκέμ τα τελετουργικά της ποινής στρέφονται λιγότερο προς τον κατηγορούμενο και περισσότερο στο κοινό που τα παρακολουθεί, του οποίου οι αξίες και η ασφάλεια επλήγησαν από την εγκληματική δράση. Η τιμωρία μετασχηματίζει την απειλή στην κοινωνική τάξη σε θρίαμβο της κοινωνικής αλληλεγγύης. Αντί να καταστρέφει την κοινωνική συνοχή, το έγκλημα θέτει σε κίνηση τον ηθικό κύκλο που καναλιζάρει οποιαδήποτε κοινωνική δυσαρέσκεια σε ένα κοινωνικά δεσμευτικό τελετουργικό ηθικής επιβεβαίωσης.
Η φωτογραφία είναι από τη δ/ση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου