"Ο Ρόλος των Δεσμοφυλάκων στη Ταινία 'Το Πείραμα'
Θωμάς Παπακωνσταντίνου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Το πανοπτικόν είναι ένας τόπος προνομιούχος για την εφαρμογή πειραμάτων πάνω στους ανθρώπους και για να αναλυθούν με πλήρη βεβαιότητα οι μεταβολές που θα μπορούσε κανείς να επιφέρει σε αυτούς. Το πανοπτικόν ενδέχεται μάλιστα να αποτελέσει ένα σύστημα ελέγχου πάνω στους ίδιους τους μηχανισμούς του. Από τον κεντρικό του πύργο, ο διευθυντής μπορεί να κατασκοπεύσει όλους τους υπαλλήλους που έχει στις διαταγές του: νοσοκόμους, γιατρούς, επιστάτες, δασκάλους, φύλακες...Ο ακατάρτιστος γιατρός, που θα έχει αφήσει να μεταδοθεί μία αρρώστια, ο επικεφαλής της φυλακής ή του εργαστηρίου που θα έχει φανεί αδέξιος, θα είναι σίγουρα τα πρώτα θύματα της επιδημίας ή της εξέγερσης. ‘Η μοίρα μου-λέει ο διευθυντής του πανοπτικού- είναι δεμένη με τη δική τους (των κρατουμένων), με όλους τους δεσμούς που εγώ ο ίδιος επινόησα.’ Το πανοπτικόν λειτουργεί σαν ένα είδος εργαστηρίου εξουσίας.» Μ. Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία-Η Γέννηση της Φυλακής
Αυτό που εντυπωσιάζει στο αρχιτεκτονικό σχέδιο του J. Bentham είναι ότι υπάρχουν δύο πιθανά είδη θέσης: είτε στον κεντρικό πύργο είτε σε ένα από τα οποιαδήποτε κελιά. Τα δύο είδη θέσεων αντιστοιχούν απολύτως αμφιμονοσήμαντα σε δύο πιθανές καταστάσεις θέασης: του μόνο ορώντος υποκειμένου και του μόνο ορώμενου αντικειμένου.
Ένα άλλο, επίσης εντυπωσιακό στοιχείο, είναι ότι η θέση που καταλαμβάνει αυτός που είναι στον κεντρικό πύργο είναι ικανή να εποπτεύσει όλους όσους είναι μέσα στα κελιά χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να τον δουν, παρότι γνωρίζουν ότι μπορούν να επιτηρούνται ανά πάσα στιγμή. Έτσι, τα ‘αντικείμενα’, οι άνθρωποι στα κελιά, είναι προσιτά στα αόρατο βλέμμα που χωροθετείται στη θέση του κεντρικού πύργου με βάση την ορατή εμπειρικότητά τους: δηλαδή, μόνο στο βαθμό που υφίστανται αποκλειστικά αντικείμενα συνεχούς παρακολούθησης στο δεδομένου χώρο του πανοπτικού.
Ο Μ. Φουκώ στο Επιτήρηση και Τιμωρία γράφει πως «Το μείζον αποτέλεσμα του πανοπτικού είναι το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, σε βάρος του, κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμη κι αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της. Το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί. Κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται μια εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς.[1]»
Με άλλα λόγια, οι κρατούμενοι κάτω από αυτήν την διαρκή επίβλεψη αυτού του αόρατου προελεύσεως βλέμματος, τείνουν να εσωτερικεύουν αυτό το βλέμμα, μετατρεπόμενοι έτσι σε επιτηρητές-δηλαδή σε ‘υποκείμενα’ του εαυτού τους. Και το ‘υποκείμενο’, ο άνθρωπος στον κεντρικό πύργο μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, το οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας, του οποίου όμως η υπερβατικότητα ως υποκειμένου περιορίζεται από το ότι η ‘γνώση’ του είναι περατή- δεν εκτείνεται πέρα από τους τοίχους του πανοπτικού. Αυτή η αυτόματη λειτουργία της εξουσίας επιτυγχάνεται από τον διαχωρισμό του ζεύγματος ‘βλέπω-με βλέπουν’. Ο κρατούμενος δε πρέπει ποτέ να ξέρει αν πραγματικά τον κατασκοπεύουν. Πρέπει όμως να είναι βέβαιος ότι είναι δυνατό να παρακολουθείται κάθε στιγμή. Έτσι, η εξουσία γίνεται, μέσα στον αυτοματισμό της, ανώνυμη, αθόρυβη, αόρατη, καφκική, όπως επισημαίνει ο Κουράκης στο Επίμετρο του Επιτήρηση και Τιμωρία.
Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ δύο αμφιμονοσήμαντων θέσεων (επιτηρητή-επιτηρούμενου, ‘υποκειμένου’-‘αντικειμένου’) σε συνδυασμό με τον διαχωρισμό του βλέμματος (ο επιτηρούμενος βλέπεται αλλά δεν βλέπει αυτόν που τον βλέπει) συνοψίζει την νέα ανατομία της εξουσίας, την καινοφανή τεχνολογία της που ο Μ. Φουκώ ονομάζει πειθαρχία: « Η πειθαρχία είναι μια ενωτική μέθοδος, που με ελάχιστη δαπάνη, περιορίζει τη δύναμη του σώματος ως ‘πολιτικής’ δύναμης και τη μεγιστοποιεί ως ωφέλιμη δύναμη.[2]»
Ποιά όμως θα έπρεπε να ήταν η πορεία της ανάλυσης, εάν στον παραπάνω αρχιτεκτονικό ιδεότυπο δεν υπήρχαν μόνο δύο θέσεις, αλλά εμφιλοχωρούσε και μια άλλη θέση που δε θα μπορούσε να ανήκει ή να ταυτίζεται με καμία από τις δύο; Θέση που μάλλον θα συγκροτείται στα όρια της νέας ‘ανατομίας’ της εξουσίας και θα ανακύπτει ως η ενδεχόμενη αυτο-ακύρωσή της.
Οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν θα προσπαθήσουν να αποδώσουν αυτά τα ίχνη της πορείας της απορίας, που αφορούν τη στοιχειοθέτηση ενός διακριτού ρόλου, που δεν χωροθετείται ούτε στον κεντρικό πύργο ούτε και στα τριγύρω κελιά. Ένας ρόλος που χωροθετείται τόσο δίπλα στους επιτηρητές όσο και δίπλα στους επιτηρούμενους, ομολογώντας μια μυστική συγγένεια και με τους δύο. Συγγένεια που έχει γεννηθεί από την ίδια μήτρα, ήτοι την εξουσία, από το ίδιο ζευγάρωμα, ήτοι την αλληλοδιαπλοκή εξουσίας-γνώσης, στο σημείο που το βλέμμα του επιτηρητή του κεντρικού πύργου παράγει γνώση για τους επιτηρούμενους.
ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ Ή ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟ
Η ταινία το Πείραμα πραγματεύεται την παραγωγή ενός εργαστηριακού πειράματος από ψυχιάτρους, οι οποίοι έβαλαν είκοσι άνδρες, έναντι χρηματικής αμοιβής, να παίξουν τους ρόλους του δεσμοφύλακα και του φυλακισμένου. Στο τέλος του εικοσαήμερου εγκλεισμού των ανθρώπων που επιλέχτηκαν να παίξουν τον ρόλο του φυλακισμένου, οι δεσμοφύλακες έφτασαν στο σημείο να ασκήσουν έντονη σωματική βία πάνω στα ‘αντικείμενα’ τους, με μοναδικό σκοπό να ορθώσουν και να επιβεβαιώσουν την εξουσία τους. Ένα σημαντικό σημείο της φιλμικής αφήγησης που αναπαριστά το εν λόγω πείραμα, είναι ότι στο στόχαστρο της βίας των δεσμοφυλάκων δεν βρέθηκαν μόνο οι φυλακισμένοι αλλά και οι ιδιοι οι ψυχίατροι που επόπτευαν πανοπτικά τους δύο ρόλους και οι οποίοι είχαν απαγορεύσει αυστηρώς τη σωματική βία με την ποινή του αποκλεισμού από το πείραμα. Η εξακτίνωση της βίας των δεσμοφυλάκων προς πάσα κατεύθυνση, προς πάσα θέση ή ρόλο είναι το αποτέλεσμα της συνύφανσης των σχέσεων ανάμεσα σε τρεις ρόλους-θέσεις (των ψυχιάτρων, των δεσμοφυλάκων και των κρατουμένων). Αυτές οι σχέσεις εξομολογούνται σιωπηρά το ανέφικτο του πειράματος με την επιστημονική έννοια του όρου. Το αδύνατο αυτό ανακύπτει από την εξ αρχής εμπλοκή των ψυχιάτρων μέσα στο πείραμα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Τα πειράματα, εξ ορισμού, προϋποθέτουν τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή και τη θέση ή τις θέσεις των αντικειμένων που μελετά, χωρίς ο ίδιος ο παρατηρητής να εμπλέκεται σε αυτά παρά μόνο με τη δημιουργία συνθηκών του πειράματος. Το πρόβλημα στη εν λόγω αναπαράσταση είναι ότι η δημιουργία των συνθηκών του πειράματος είναι αδύνατον-ανέφικτο να απεμπλέξει τον παρατηρητή από τις σχέσεις των υπό παρατήρηση ‘αντικειμένων’, γιατί απλούστατα αποτελεί συστατικό μέρος των συνθηκών που μελετά. Αυτή η ‘επιστημονική’ ταυτολογία είναι εμφανής σε πληθώρα σκηνών (θα τολμούσαμε να πούμε σχεδόν σε όλες) αρκεί να σκεφτεί κανείς πως οι ψυχίατροι δεν καταγράφουν μόνο συμπεριφορές, ή δεν καρπώνονται μόνο ‘γνώση’, αλλά ότι η θέση στην οποία βρίσκονται (θέση πανοπτικού παρατηρητή) παράγει αυτή τη γνώση με όρους επιτήρησης, δηλαδή παρεμβαίνουν στη δόμηση του ενδεχόμενου πεδίου δράσης των αντικειμένων που μελετούν (οι φύλακες και οι φυλακισμένοι είναι φορείς του βλέμματος, φορείς της εξουσίας των ψυχιάτρων). Οι ψυχίατροι είναι εντός του πειράματος και διαμέσω αυτών παράγεται το πείραμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από παραγωγή υποκειμένων και των αναμεταξύ τους σχέσεων. Το πείραμα ανακύπτει από μια εξουσία-γνώση της οποίας το κατά της πραξικόπημα δεν θα αργήσει να συντελεστεί, έστω και πειραματικά. Μα, μήπως, γι’αυτό το λόγο άλλωστε το πείραμα δεν ακυρώνεται; Συνεπώς, στο ίδιο το πείραμα ανήκουν και οι ψυχίατροι ως θέση (πανοπτική) και ρόλος (επιτηρητής), ο οποίος βρίσκεται εντός του πειράματος και φαινομενικά μόνο καταλαμβάνει τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή. Έτσι, υπάρχουν τρεις ρόλοι, και όχι δύο: πανοπτικό βλέμμα, δεσμοφύλακες και φυλακισμένοι.
Αυτό που μας μένει τώρα είναι να αναλύσουμε την πορεία του πειράματος, τα χνάρια της οποίας ξεκινούν από την αυτόματη και εγγενή εμπλοκή των ψυχιάτρων μέσα στο ίδιο τους το κατασκεύασμα. Το επιχείρημα που θα οργανωθεί στις επόμενες σελίδες είναι ότι αυτή η αυτόματη ένταξη των ψυχιάτρων μέσα στο παιχνίδι του πειράματος είναι ικανή να δημιουργήσει μια σειρά από ιδεολογικές ‘παρενέργειες’, μια εκ των οποίων είναι και ο ‘κίνδυνος’ της ανάδυσης ενός μη αποφασίσιμου ρόλου στα δεδομένα πλαίσια του πειράματος. Ενός μη αποκρίσιμου νοήματος του ρόλου. Ενός νοήματος ικανού να ‘επαναστατήσει’ μέσα στην ίδια του τη σχάση. Διάσπαση νοήματος, επερχόμενος κίνδυνος για την αναβολή της τάξης του λόγου (discourse) που το παρήγαγε. Το νόημα του ρόλου των δεσμοφυλάκων αντιμετωπίζει, περισσότερο από κάθε άλλο ρόλο, αυτόν τον κίνδυνο. Ένα νόημα που ανοίγει την πιθανότητα να μην μπορεί να σταθεροποιηθεί στην αδιάσπαστη ενότητα που του επιφυλάσσει και έχει διαγράψει γι’αυτόν η εξουσία-γνώση. Οι φύλακες είναι ταυτόχρονα ‘υποκείμενο’ και ‘αντικείμενο’ επιτήρησης. Εγκαλούνται μέσα στη διάσπασή τους να υποδυθούν ένα ρόλο αδιάσπαστο. Αυτή την αντινομία θα την σκιαγραφήσουμε και θα την ακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς για να ανιχνεύσουμε τα αποτελέσματά της.
ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΕΣ: Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
Οι ψυχίατροι, λοιπόν, ταξινομούν σύμφωνα με τα ψυχομετρικά τους τεστ είκοσι ανθρώπους σε ρόλους δεσμοφυλάκων και φυλακισμένων. Κέντρο της επιστημονικής τους μελέτης είναι να καταγράφουν πως συμπεριφέρονται οι δύο ρόλοι μέσα σε συνθήκες έντονο ψυχικού άγχους. Οι κανόνες της φυλακής[3], που στοιχειοθετούνται και παραδίδονται από τους ψυχιάτρους στους δεσμοφύλακες, σηματοδοτούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία συνθηκών ψυχικής πίεσης και ταυτόχρονα καθορίζουν και την ακριβή διάκριση των ρόλων. Οι κανόνες, όμως, επιβάλλονται από δεσμοφύλακες σε φυλακισμένους, και για να λειτουργήσουν οι κανόνες, που καθορίζουν την τάξη της κοινωνίας της φυλακής, πρέπει τόσο οι δεσμοφύλακες να εγκληθούν ως δεσμοφύλακες, όσο και οι κρατούμενοι να εγκληθούν ως κρατούμενοι. Αλλιώς οι κανόνες δε θα είχαν καμία ισχύ και το πείραμα θα ήταν ‘ανώφελο’ για την επιστήμη της ψυχής. Όταν οι άνθρωποι που διαλέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του δεσμοφύλακα μπήκαν για πρώτη φορά στο δωμάτιο που υπήρχαν οι στολές, οι χειροπέδες, τα γκλόπ και όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα για την εκτέλεση τω καθηκόντων τους, ο επικεφαλής της ψυχιατρικής ομάδας που διαχειριζόταν το ‘πείραμα’ τους απηύθυνε το εξής λογύδριο: «Κύριοι! Τώρα είστε δεσμοφύλακες των φυλακών. Δουλειά σας είναι να τηρείται η τάξη και να επιβάλλετε τον κανονισμό. Πάρτε σοβαρά το ρόλο σας! Το πείραμα εξαρτάται από εσάς! Αν δεν κάνετε τη δουλειά σας με πειθαρχία και υπευθυνότητα, το πείραμα θα είναι ανώφελο. Δεν παίζετε τους δεσμοφύλακες, είστε οι δεσμοφύλακες! Πρώτη σας δουλειά είναι να διαβάσετε τους κανόνες στους φυλακισμένους.» Οι κανόνες από μόνοι τους δεν εξασφαλίζουν την πειθαρχία. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας μηχανισμός υποταγής, ένας τρόπος υποκειμενοποίησης, τέτοιος ώστε να διασφαλίσει την αναγνώριση των κανόνων, επομένως και των ρόλων, από τα υποκείμενα.
Ο Αλτουσέρ για να περιγράψει τον τρόπο υποκειμενοποίησης δια της ιδεολογίας[4] (ιδεολογική έγκληση) χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Μωυσή για να περιγράψει την έγκλησή του από τη χριστιανική ιδεολογία: «Ο Μωυσής εγκαλούμενος με το όνομά του, έχοντας αναγνωρίσει ότι ‘όντως’ αυτός ήταν που εγκλήθει από τον Θεό, αναγνωρίζει ότι είναι υποκείμενο, υποκείμενο του Θεού, υποκείμενο υποκείμενο στο Θεό...υποκείμενο δια του Υποκειμένου και υποκείμενο στο Υποκείμενο. Απόδειξη: το υπακούει και κάνει το λαό του να υπακούσει στις εντολές του Θεού»[5]. Συνεπώς, η ιδεολογική έγκληση, κατά Αλτουσέρ, δεν είναι παρά η κλήση του Υποκειμένου (δηλαδή του κεντρικού υποκειμένου, που στο παράδειγμα του Αλτουσέρ καταλαμβάνει τη θέση του Θεού) προς το υποκείμενό του (του Μωυσή και τους χριστιανούς υπηκόους του).
Η αντιστοιχία μεταξύ των δύο παραδειγμάτων δε χρειάζεται περισσότερες διευκρινήσεις: ο ψυχίατρος έχει την ικανότητα να εγκαλέσει (είναι αυτός στον οποίο υποτάσσονται, ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που επιθυμούν να εισέλθουν στο πείραμα και υποβάλλονται στα διάφορα τεστ) τους δεσμοφύλακες ως ‘πραγματικούς’ δεσμοφύλακες κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μωυσής εγκαλείται από τον Θεό. Υπό το αλτουσεριανό πρίσμα, η ιδεολογική έγκληση είναι ένας εγκλεισμός σε μια ταυτότητα (είμαι δεσμοφύλακας) ανάλογος με αυτόν που επιτυγχάνεται στα παιχνίδια ρόλων[6].
Αλλά το σημαντικό στην ταινία το Πείραμα είναι ότι αυτός ο εγκλεισμός παράγεται από μια έγκληση που παραγνωρίζει το παιχνίδι ως παιχνίδι: «Δεν παίζετε τους δεσμοφύλακες, είστε οι δεσμοφύλακες!». Συνεχίζοντας, ο Αλτουσέρ, αμέσως μετά την περιγραφή της χριστιανικής ιδεολογίας και το πως αυτή εγκαλεί υποκείμενα, προχωρεί σε ένα σημαντικό σχόλιο: «Ο Θεός είναι λοιπόν Υποκείμενο, ο Μωυσής και τα αναρίθμητα υποκείμενα του λαού του Θεού, είναι οι εγκαλούμενοι συνομιλητές τους: καθρέφτες και είδωλά του. Οι άνθρωποι δεν πλάστηκαν άλλωστε κατ’ εικόνα του Θεού;»[7].
Αναπροσαρμόζουμε την ερώτηση μέσα από τα συμφραζόμενα του πειράματος. Οι δεσμοφύλακες δε συγκροτήθηκαν άλλωστε ‘κατ’ εικόνα’ της εξουσίας των ψυχιάτρων; Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, οι δεσμοφύλακες δε συγκροτήθηκαν ‘κατ’ εικόνα’ της εξουσίας αυτών που τους εγκαλεί; Αν η άσκηση εξουσίας, σύμφωνα με τον Φουκώ, είναι η δόμηση του πεδίου δυνατής δράσης[8] και αν, επίσης, η ιδεολογική έγκληση δεν είναι παρά η κλήση του υποκειμένου από το Υποκείμενο, κλήση που υπαγορεύει τη δυνατότητα αυτής της δράσης μέσω της υποκειμενοποίησης ή του εγκλεισμού σε μια ταυτότητα, τότε η ιδεολογική έγκληση είναι μια άσκηση εξουσίας μέσω του λόγου[9] (είστε δεσμοφύλακες!).
Και ακριβώς αυτή η υποκειμενοποίηση μετατρέπει τους δεσμοφύλακες σε αντίγραφο του εξουσιαστή τους. Τους εγκαλεί ως έχοντες το δικαίωμα να εγκαλέσουν τους κρατούμενους, όπως αυτοί εγκλήθηκαν από αυτόν. Αλλά, ο καθρέφτης και το είδωλο του υποκειμένου δεν στοιχειοθετείται μόνο σ’αυτό το σημείο. Διαβάζοντας προσεκτικά το παραπάνω λογύδριο του υπεύθυνου του πειράματος, παρατηρούμε ότι ο ομιλών αποκρίνεται περισσότερο σαν αρχιδεσμοφύλακας και λιγότερο έως καθόλου σαν ψυχίατρος[10]. Παραθέτει κανόνες, μιλά για πειθαρχία και επιβολή της τάξης, διανέμει εξουσίες, παράγει επιτηρητές. Ο ρόλος του ψυχιάτρου αποκρύπτεται μέσα σε τούτο το λογύδριο (συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει σημασία). Ο λόγος δεν είναι λόγος γιατρού προς το αντικείμενό του, αντίθετα είναι ένας λόγος που μπορεί να παρομοιαστεί με διάγγελμα αρχιδεσμοφύλακα, ο οποίος προσπαθεί να τους εγκαλέσει ως βοηθούς του: «Το πείραμα εξαρτάται από εσάς». Λόγος που παράγει τους δεσμοφύλακες ως υποκείμενα και όχι ως αντικείμενα. Λόγος που δεν θα μπορούσε να τους παράξει ως αντικείμενα, γιατί τότε θα αναγνώριζε αυτό που θέλει να παραγνωρίσει: ότι είναι αντικείμενα επιτήρησης, ανάλυσης, καταγραφής και θα ήταν ανέφικτο να υποκειμενοποιηθούν ως δεσμοφύλακες, καθώς έτσι θα δημιουργούσε μια συνενοχή, μια ταύτιση με αυτούς που κλήθηκαν να παίξουν τον ρόλο των φυλακισμένων. Αυτή η συνενοχή, με το λογύδριο του ψυχίατρου, εν είδει αρχιδεσμοφύλακα, αποφεύγεται, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται μια συγγένεια του ομιλούντα, που εγκαλεί, και των υποκειμένων του. Αυτό συμβαίνει, ακριβώς γιατί ο ομιλών εκφράζεται ως αρχιδεσμοφύλακας, απευθύνεται στους δεσμοφύλακες ωσάν το αντικείμενο επιθυμίας του να είναι το ίδιο με το αντικείμενο επιθυμίας των δεσμοφυλάκων: «Κύριοι! Τώρα είστε δεσμοφύλακες των φυλακών. Δουλειά σας είναι να τηρείται η τάξη και να επιβάλλετε τον κανονισμό...». Μεταφράζοντας, μέσα σε ψυχαναλυτικά πλαίσια, τη προστακτική φράση «είστε δεσμοφύλακες» θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει ‘εγώ επιθυμώ να είστε δεσμοφύλακες’, δηλαδή ‘επιθυμώ να επιτηρείτε τους φυλακισμένους, που ως δεσμοφύλακες αυτό πρέπει να επιθυμείται κι εσείς’. Και μάλιστα, ‘επιθυμώ να ασκείτε την εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που την ασκώ εγώ σε σας’, δηλαδή διαμέσου του λόγου, αφού θα πρέπει οι δεσμοφύλακες να εγκαλέσουν τους κρατούμενους ως τέτοιους. Συνοψίζοντας, η ομιλία, ή καλύτερα, η αφήγηση του ψυχίατρου δημιουργεί το αντικείμενο της επιθυμίας των δεσμοφυλάκων εγκαλούμενων ως τέτοιων. Έτσι, η επιθυμία των δεσμοφυλάκων διαμεσολαβείται από την επιθυμία του ψυχίατρου, η οποία και συγκροτεί ταυτόχρονα την ταύτιση με το Υποκείμενο που τους εγκαλεί. «Η διαδικασία της ιδεολογικής έγκλησης είναι μια διαδικασία κατά βάση αφηγηματική, όπου η σχέση εξουσίας συνίσταται στην ταύτιση με το αφηγηματικό υποκείμενο...»[11]. Όμως, αυτή η ταύτιση είναι ελλιπής. Οι δεσμοφύλακες δεν αντικατοπτρίζουν το δίπολο εξουσία-γνώση, το οποίο αποτελούν οι ψυχίατροι, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι ταυτίζονται με το ένα μέρος, ήτοι με την εξουσία. Ταύτιση η οποία κατασκευάζεται ως προς το ίδιο αντικείμενο επιθυμίας, έλλειψη που συνιστά την παραγνώριση ότι και οι ίδιοι είναι ‘αντικείμενα επιθυμίας’ των γιατρών. Καθώς, όμως, οι δεσμοφύλακες δεν γίνεται να ταυτίζονται με αυτό που επιθυμούν(δηλαδή με τους φυλακισμένους), η υποκειμενοποίησή τους συνιστά παραγνώριση της σχάσης τους και συνάμα απωθεί τον κίνδυνο της συνειδητοποίησης της διάσπασης σε υποκείμενο και αντικείμενο, συνειδητοποίηση που δε θα τους επέτρεπε να λειτουργήσουν ως δεσμοφύλακες.
Με άλλα λόγια, η εξουσία διαμέσου του λόγου (ιδεολογική έγκληση) συγκροτεί (παράγει) μια γνώση για το υποκείμενο, ότι είναι αυτό, γνώση που διασφαλίζει την ενότητά του και θα του επιτρέψει να πει φαντασιακά στον εαυτό του ‘εγώ είμαι δεσμοφύλακας’, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα όχι μόνο ότι δεν είναι πραγματικά δεσμοφύλακας, αλλά ότι είναι και αντικείμενο καταγραφής, επιτήρησης, κρατούμενο ενός λόγου[12]. Έτσι, η γνώση ότι ‘εγώ είμαι δεσμοφύλακας’ είναι η άλλη όψη της παραγνώρισης ότι ‘εγώ, εκτός από υποκείμενο, είμαι και αντικείμενο’.
Συνοπτικά, η γνώση του υποκειμένου για την ενότητά του είναι η άλλη όψη της παραγνώρισης της σχάσης του. Το παραπάνω συμπέρασμα θυμίζει το στάδιο του καθρέφτη του Λακάν. Στο λακανικό στάδιο του καθρέφτη, η παραγνώριση είναι αυτό που προσδιορίζει την εμπειρία του σταδίου του καθρέφτη (στο παράδειγμά μας αυτή η εμπειρία είναι το βίωμα της ιδεολογικής έγκλησης) ως συγκροτητική του εγώ, το είδωλο του οποίου είναι αυτό που παρέχει στο υποκείμενο την ενότητά του: «Μέσα σ’αυτή την ενότητα το υποκείμενο γνωρίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του ως ενότητα»[13]. Πρόκειται για μια ενότητα με την οποία το υποκείμενο ταυτίζεται μέσω της γοητείας που ασκεί επάνω του το βλέμμα του ειδώλου του εγώ του. Το είδωλο του εγώ είναι, λοιπόν, αυτό που ορίζει το φανταστικό «μέσω της διπλής λειτουργίας (δηλαδή μέσω των δύο όψεων του ίδιου πράγματος) της γνώσης (connaissance) από πλευράς του υποκειμένου του εαυτού του ως ενότητας, και της παραγνώρισης (meconnaissance) της άλλης πλευράς της διαλεκτικής του σταδίου του καθρέφτη, της ‘αποσυνδεδεμένης’, ‘τεμαχισμένης’ συνείδησης...»[14].
Συνεχίζοντας, στην ίδια λακανική προβληματική, αυτό που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η γνώση της ενότητας του υποκειμένου δεν συμπίπτει με την αναγνώριση αλλά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της τελευταίας. Η αναγνώριση αποτελεί εκείνη τη λειτουργία που συνδέεται άμεσα με την εισβολή του συμβολικού, ήτοι της γλώσσας, η οποία υπαγορεύει πέρα από το να συγκροτείται ως ενότητα (=γνώση) που συμβαίνει στο φαντασιακό να μπορεί να υπολογίζει τον εαυτό του ως μια ενότητα μεταξύ άλλων[15]. Με άλλα λόγια, να μπορεί να ανα-γνωρίσει, να γνωρίσει εκ νέου, τον εαυτό του ως στοιχείο μιας δομής. Μιας δομής της γλώσσας (εγώ). Έτσι, για να επιστρέψουμε από κει που ξεκινήσαμε το συλλογισμό αυτού του κεφαλαίου, τι άλλο είναι οι κανόνες της φυλακής του πειράματος, που πρέπει να επιβληθούν από τους δεσμοφύλακες στους φυλακισμένους, παρά οι κανόνες της γλώσσας της φυλακής. Μιας γλώσσας που θα επιτρέψει στους δεσμοφύλακες να ανα-γνωρίσουν τον εαυτό τους ως τέτοιους. Τί άλλο κάνουν αυτοί οι κανόνες παρά να καθορίζουν, μέσω διαφορών[16], το συνταγματικό και το παραδειγματικό επίπεδο αυτής της γλώσσας. Ένας κώδικας και μια γλώσσα που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει ταυτότητες, να επιβάλλει τάξη, να επιτηρήσει υποκείμενα, να τσακίσει ο,τιδήποτε διαβεί το έξω των κανόνων της. «Πρώτη σας δουλειά είναι να διαβάσετε τους κανόνες στους φυλακισμένους.»
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΓΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ‘ΓΝΩΣΗΣ’
Α) Η αποτυχία της ιδεολογικής έγκλησης Οι δεσμοφύλακες παρατάσσουν με δυσκολία τους φυλακισμένους πίσω από τη γραμμή στην οποία πρέπει ως κρατούμενοι να στέκονται. Τους διαβάζουν τους κανόνες διαμέσω χλευασμών και αστεϊσμών. Κάθε κανόνας που διαβάζεται χλευάζεται , διακωμωδείται, ενώ ταυτόχρονα λοιδορείται και ο ρόλος των επιτηρητών τους. Αυτοί δεν είναι κρατούμενοι, ούτε και οι δεσμοφύλακες είναι δεσμοφύλακες. Είναι ένα παιχνίδι, ένα πείραμα. Δεν έχει καμία αναφορά στην πραγματικότητα. Είναι ένα θέατρο με δύο ρόλους. Κάθε φορά που οι δεσμοφύλακες προσπαθούν να τους πειθαρχήσουν, αυτοί τους εμπαίζουν, τους μιλούν υποτιμητικά και τους διασύρουν ως δεσμοφύλακες. Καμιά φορά, ο διασυρμός του ρόλου τους διατυπώνεται και μέσα από τη λοιδορία των σωματικών τους χαρακτηριστικών: «Γιατί να κάνω πους-απς χοντρή αδερφή», λέει ένας φυλακισμένος στο δεσμοφύλακα. Προσβάλλοντας αυτούς τους ίδιους τόσο μέσω των σωματικών τους χαρακτηριστικών, όσο και μέσω του αντρισμού τους , τους προσβάλλουν ως δεσμοφύλακες. Λοιδορία που ‘δένει’ ακόμα ποιο σφιχτά το εγώ τους με το ρόλο που έχουν αναλάβει. Η παραπάνω αφήγηση περιγράφει την αποτυχία των δεσμοφυλάκων να εγκαλέσουν τους φυλακισμένους ως φυλακισμένους. Αποτυχία που στοιχειοθετείται από τη πρόσληψη του πειράματος, από μέρος των φυλακισμένων ως παιχνιδιού. Θα μπορούσε κάποιος, εύλογα, να ρωτήσει: «γιατί οι δεσμοφύλακες ‘επιτυγχάνουν’ να εγκληθούν ως δεσμοφύλακες, ενώ οι κρατούμενοι ‘αποτυγχάνουν’ να αναγνωρίσουν την ‘πραγματικότητα’ του ρόλου τους;». Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Στην περίπτωση της επιχείρησης της έγκλησης των κρατουμένων ως τέτοιων, δε υπάρχει κεντρικό υποκείμενο. Οι δεσμοφύλακες δεν είναι Υποκείμενο, αλλά προσπαθούν να γίνουν. Δηλαδή, να αποκτήσουν την ιδιότητα ενός κεντρικού υποκειμένου που συνίσταται στο να εγκαλεί τα υποκείμενά του ως υποκείμενα υποταγμένα στο Υποκείμενο που επιθυμούν να είναι αυτοί. (ο 1ος κανόνας, που υπαγορεύει να τους φωνάζουν ‘κύριε δεσμοφύλακα’, συνεχώς διακωμωδείται). Η παραπάνω εύλογη ερώτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί: «οι ψυχίατροι δεν εγκαλούν τους κρατούμενους ως κρατούμενους, όπως άλλωστε και στην περίπτωση των δεσμοφυλάκων;». Σαφώς όχι, κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, δε υπάρχει στη φιλμική αφήγηση παρόμοιος λόγος με αυτόν που απαγγέλθηκε από τον ψυχίατρο στους δεσμοφύλακες και αναλύθηκε παραπάνω. Το μόνο λογύδριο στο οποίο παρίσταντο οι φυλακισμένοι είναι αυτό το οποίο ειπώθηκε προτού τα είκοσι άτομα ταξινομηθούν σε ρόλους και εξαντλήθηκε στην περιγραφή των συνθηκών του πειράματος, των οποίων κεντρικός άξονας ήταν η ρητή απαγόρευση τις βίας με άμεση συνέπεια την ποινή του αποκλεισμού. Δεύτερον, και κυριότερο, ακόμα και αν διατυπωνόταν ένα τέτοιο λογύδριο, ήτοι μια παρόμοια έγκληση προς τους κρατούμενους, αυτή θα ήταν ανέφικτη ακριβώς γιατί, όπως παραθέσαμε πιο πάνω, «η διαδικασία της ιδεολογικής έγκλησης είναι μια διαδικασία κατά βάση αφηγηματική, όπου η σχέση της εξουσίας συνίσταται στην ταύτιση με το υποκείμενο...». Σε έναν τέτοιο υποτιθέμενο λόγο, η ταύτιση, δηλαδή η συγκρότηση του ίδιου αντικειμένου επιθυμίας μεταξύ του υποκειμένου και του κατοπτρικού του ειδώλου, θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν:
Α) ο ψυχίατρος μπορούσε να μιλήσει εν είδει κρατουμένου, εξουσιαζόμενου, αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει γιατί ο ψυχίατρος εκ των πραγμάτων είναι αυτός που οργανώνει το πείραμα, δομεί τις συνθήκες δράσης των αντικειμένων του, δηλαδή ασκεί εξουσία (με τη φουκωική έννοια). Έτσι, η ταύτιση ή η πρόσληψη του ψυχίατρου ως κρατούμενου είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Ενώ στην αντίθετη περίπτωση, αυτή των δεσμοφυλάκων, ο ψυχίατρος όπως είδαμε, είναι απολύτως δυνατό να μιλήσει ως δεσμοφύλακας. Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή μέσα στη φιλμική αφήγηση που να δηλώνει αυτή τη μυστική αλληλοδιαπλοκή εξουσίας και γνώσης που κάνει εφικτή την αναμεταξύ τους ταύτιση (εξουσίας και γνώσης) από το λογύδριο που παραθέσαμε σε προηγούμενη σελίδα.
Β) Αν ο ψυχίατρος έβγαζε ένα λογύδριο αποκλειστικά στους φυλακισμένους και μιλούσε ως ψυχίατρος, τότε θα έπρεπε να τους εγκαλέσει ως πραγματικούς ασθενείς, ως πραγματικά ‘αντικείμενα’ που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας, πράγμα το οποίο δε συμβαίνει: «Είμαι κανονικός άνθρωπος. Δεν έχω κανένα πρόβλημα» αποκρίνεται ένας μελλοντικός φυλακισμένος απευθυνόμενος στον ψυχίατρο. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ένας τέτοιος λόγος είναι να τους εγκαλέσει ως προς το ρόλο τους μέσα στο πείραμα, πράγμα που ούτως ή άλλως πραγματοποιείται (τα δέκα άτομα δέχονται να παίξουν το ρόλο του φυλακισμένου). Αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει καμία οντολογική (ιδεολογική) συμφωνία ως προς την εκφορά του είναι τους. Και ‘όντως’, δεν είναι φυλακισμένοι, παίζουν τους φυλακισμένους.
Γ) Αν ο ψυχίατρος μιλούσε σαν δεσμοφύλακας στους κρατούμενους, τότε θα είχε την τύχη των δεσμοφυλάκων, την οποία και αναλύουμε. Έτσι, επαναλαμβάνουμε την απάντηση του παραπάνω αρχικού ερωτήματος: στην περίπτωση της επιχείρησης της έγκλησης των κρατουμένων ως τέτοιων δεν υπάρχει κεντρικό υποκείμενο. Η πρόσληψη του πειράματος ως παιχνιδιού από μέρους των κρατουμένων δεν τους παρέχει τα πιστοποιητικά να λειτουργούν ως φυλακισμένοι και επομένως, να αναγνωρίζουν τους δεσμοφύλακες ως πειθαναγκαστές τους. Πρόσληψη, η οποία μετατρέπει το πείραμα σε παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με άμεσο διακύβευμα την αναγνώριση της τάξης της κοινωνίας της φυλακής από την πλευρά των δεσμοφυλάκων, ή της μη αναγνώρισης αυτής της τάξης από την πλευρά των φυλακισμένων. Πρόκειται για ένα παιχνίδι του οποίου οι νικητές θα ορίσουν και το καθεστώς της αφήγησης.
Συνοψίζοντας, η αποτυχία να εγκληθούν οι κρατούμενοι ως κρατούμενοι κάνει τους δεσμοφύλακες να αναδύονται στη συνείδηση των πρώτων ως αντίπαλοι σε ένα παιχνίδι μεταξύ ίσων με τη μόνη διαφορά, σε σχέση με άλλα παιχνίδια, ότι οι κανόνες (της φυλακής) είναι κατά τους. Κι αυτή η μετατροπή του πειράματος σε παιχνίδι, από μέρους των κρατουμένων, τους παρέχει τον λόγο που αποτρέπει τους περισσότερους να βγουν έξω από το πείραμα και να θεωρήσουν τον αποκλεισμό ως ποινή. Αυτός ο λόγος είναι η επιθυμία για νίκη στο παιχνίδι, το οποίο οφείλουν να παίξουν και οι δεσμοφύλακες, ακριβώς επειδή είναι δεσμοφύλακες.
Β)Το πραξικόπημα κατά της γνώσης
«Κάπου διάβασα ότι για να ελέγξεις αυτές τις καταστάσεις πρέπει αν τους ταπεινώσεις», αποκρίνεται ένας δεσμοφύλακας στους άλλους, αναφερόμενος σε μια υποτυπώδη εξέγερση των κρατουμένων. Η λοιδορία και ο χλευασμός, η ταπείνωση που δέχονται από τη μεριά των φυλακισμένων πρέπει να απαντηθεί με ταπείνωση. Οφθαλμός αντί οφθαλμού, εκδίκηση που βαφτίζεται τιμωρία. Ο 5ος κανόνας υπαγορεύει ότι όποιος δεν υπακούει στους δεσμοφύλακες θα τιμωρείται. Όμως τι είδους τιμωρία μπορεί να επιβληθεί, εφόσον η βία απαγορεύεται; Ή, με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν να επιβληθεί οποιαδήποτε τιμωρία (εξαιρουμένης της βίας, η τιμωρία, άλλωστε, δεν είναι μια βία;) χωρίς να προϋποθέτει την αναγνώριση ότι αυτοί είναι δεσμοφύλακες, δηλαδή εξουσιαστές τους; Αδιέξοδο και αντίφαση. Η κατάσταση, μέσα από την οποία αρχίζουν και επιβάλλονται οι τιμωρίες μέσα στην κοινωνία του πειράματος, θυμίζει το δίκαιο της προνεωτερικής εποχής που περιγράφει ο Φουκώ: «Το δικαίωμα της τιμωρίας είναι, λοιπόν, κάτι ανάλογο με το δικαίωμα του μονάρχη να κηρύττει πόλεμο στους εχθρούς του: η τιμωρία που επιβάλλει ανάγεται στο δίκαιο της σπάθης, στο απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου, που αναφέρεται στο ρωμαϊκό δίκαιο με τις λέξεις merum imperium, δικαίωμα του άρχοντα να προβαίνει στην εκτέλεση του νόμου του διατάσσοντας την τιμωρία του εγκλήματος...
Στην εκτέλεση της πιο ομαλής ποινής, στον αυστηρό σεβασμό των νομικών τύπων, βασιλεύουν οι δυνάμεις της εκδίκησης...το βασανιστήριο έχει λοιπόν νομικοπολιτική ιδιότητα. Πρόκειται για ένα τελετουργικό που συγκροτεί τη στιγμιαία τραυματισμένη ανώτατη εξουσία»[17]. Αδιέξοδο που προκύπτει από τον εξής συνδυασμό: από τη μια η επιθυμία των δεσμοφυλάκων να εγκαλέσουν τους κρατούμενους ως τέτοιους, ήτοι να ασκήσουν εξουσία διαμέσου του λόγου, δεν πληρείται. Από την άλλη, η μόνη διέξοδος για την ανάκτηση αυτής τη εξουσίας είναι η επιβολή της βίας, που όμως απαγορεύεται και επιτηρείται από το πανοπτικό βλέμμα. Ή συνοπτικότερα, αφού δεν μπορούν οι φυλακισμένοι να γίνουν φορείς της εξουσίας (ιδεολογική έγκληση) θα πρέπει να γίνουν το σημείο της εφαρμογής της (βία) που όμως τιμωρείται με την ποινή του αποκλεισμού. Ή, και ακόμα, με όρους του δικαίου της προνεωτερικής εποχής: πώς θα μπορούσε η τραυματισμένη εξουσία του μονάρχη να εκδικηθεί, εάν οι δικαιικοί κανόνες απαγόρευαν τα βασανιστήρια; Τότε, θα έπρεπε να ανακύψει μια μικροφυσική της εξουσίας, της οποίας η κύρια λειτουργία είναι το πανοπτικό βλέμμα, δηλαδή η προσπάθεια μετατροπής αυτών που τραυμάτισαν την κυρίαρχη τάξη σε ‘υποκείμενα’ του εαυτού τους. Λειτουργία, όμως, που οι δεσμοφύλακες δε διαθέτουν. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ‘εντός’ του υποκειμένου, που είναι οι δεσμοφύλακες, αρχίζει να αναδύεται μια σύγκρουση ανάμεσα στην εσωτερίκευση του βλέμματος των ψυχιάτρων (επιτήρηση του εαυτού τους) και στην ‘υπεράσπιση’ της ιδεολογικής τους έγκλησης ως μεταφυσική της οντολογίας. Είναι δεσμοφύλακες και ως τέτοιοι πρέπει να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να επιβάλλουν την τάξη (να αναγνωριστούν από τους κρατούμενους ως δεσμοφύλακες), η οποία όμως δεν είναι δυνατό να επιβληθεί παρά μόνο δια της βίας, αφού το μόνο μέσο που διαθέτουν (οι δεσμοφύλακες, σχηματικά μιλώντας, δεν έχουν ούτε ‘βλέμμα’ ούτε ‘λόγο’) για την επιβολή αυτής της τάξης είναι τα γκλοπ. Η βία όμως απαγορεύεται. Και εδώ ακριβώς συνίσταται το αδιέξοδο, ή καλύτερα, η ανάδυση[18], δίκην απωθημένου, αυτού που είχε παραγνωριστεί, ήτοι η σχάση τους, η απειλή της ενότητάς τους. Στο παιχνίδι τώρα αρχίζει και εισέρχεται ένας δεύτερος, για τους δεσμοφύλακες, αντίπαλος, μια καφκική σιλουέτα που δε θα αργήσει να αναχθεί σε ένα εκσυγχρονισμένο δίκαιο της σπάθης: το δίκαιο του γκλοπ. Οι δεσμοφύλακες απειλούνται τόσο από τους κρατούμενους, αφού δε υποκύπτουν στην οντολογική τους αναγνώριση, όσο και από την επιτήρηση των ψυχιάτρων, καθώς απαγορεύεται η βία που είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για την επίτευξη αυτής της αναγνώρισης και επομένως, της ‘νίκης’ τους μέσα στο παιχνίδι. Έργο με τρεις ρόλους που αναδιατάσσουν τις σχέσεις και τις συμμαχίες τους αλλάζοντας την τάξη μέσα στην τάξη που τους γέννησε, χωρίς καμία στιγμή να παύει να μιλιέται η γλώσσα της φυλακής ή να ακυρώνονται οι κανόνες της[19]. Μια γλώσσα δια της οποίας και μέσα από την οποία αναδύεται, από την πλευρά των φυλάκων, μια άλλη ομιλία που οργανώνει μια άλλη τάξη για να αντιμετωπίσει την ανάδυση αυτού του απωθημένου που εκθέτει την εκφορά του είναι τους στον κίνδυνο μιας διάσπασης. Ένας εκ των δεσμοφυλάκων απευθύνεται στους υπόλοιπους: «Ανακεφαλαιώνω. Ο 77 θέλει να σαμποτάρει το πείραμα...η δρ. Γκριμ απειλεί να το σταματήσει και ο καθηγητής Τον λείπει. Τεστάρουν πως αντιδρούμε σε τέτοιες συνθήκες. Γι’αυτό πρέπει να λειτουργήσουμε σωστά. Θα κλειστούμε μέσα ώσπου να γυρίσει ο καθηγητής. Θα εμποδίσουμε την ψυχίατρο και θα βγάλουμε τις κασέτες (καταγραφής από τα βίντεο). Θα κάνουμε τις δουλειές μας και θα εφαρμόζουμε τον κανονισμό. Ο κανονισμός λέει να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα». Σημειώνουμε απλώς ότι ο καθηγητής Τον είναι αυτός που έχει αναλάβει την κύρια ευθύνη του πειράματος, αλλά και αυτός που τους απηύθυνε το λογύδριο εν είδει δεσμοφύλακα. Είναι δεσμοφύλακες και ως τέτοιοι θα αντιμετωπίσουν, σύμφωνα με τους κανόνες της φυλακής, τον οποιονδήποτε ακυρώσει το πείραμα, δηλαδή τη φυλακή. Η παραπάνω ομιλία εμφανίζει, όσο οποιαδήποτε άλλη, την ανάδυση αυτού του μη αποφασίσιμου νοήματος του ρόλου, που έχει παραγνωριστεί χάριν της γνώσης[20]: Από τη μια ‘αναγνωρίζουν’ ότι τεστάρεται η αντίδρασή τους σε τέτοιες συνθήκες και γι’ αυτό πρέπει να αντιδράσουν ‘σωστά’, από την άλλη απενεργοποιούν τα μέσα καταγραφής του τεστ και φυλακίζουν αυτούς που τους τεστάρουν. Ομιλία που οργανώνει μια άλλη τάξη, της οποίας η γλώσσα (της φυλακής) είναι σύμμαχος και οδηγός, καθώς τους επιτρέπει να υπερασπιστούν, να συγκρατήσουν και να επιβάλλουν τη διαφορά τους. Διαφορά που συγκροτείται στη βάση της διάκρισης του νοήματος του κάθε ρόλου και στην ταυτόχρονη απώθηση της αναβολής αυτού του νοήματος μέσω της ιδεολογικής έγκλησης, ήτοι μιας μεταφυσικής της οντολογίας. Η στιγμή που ο καθηγητής Τον επιστρέφει για να ακυρώσει το πείραμα και έρχεται αντιμέτωπος με έναν δεσμοφύλακα, είναι η στιγμή που εξεικονίζεται ως ίχνος το μη αποφασίσιμο του νοήματος του ρόλου των δεσμοφυλάκων. Ο δεσμοφύλακας κοντοστέκεται, υψώνει το όπλο, διστάζει και τελικά πυροβολεί εξ επαφής στο κεφάλι τον καθηγητή Τον. Απόφαση που λάβωσε τη «γνώση» που την γέννησε και επικύρωσε διπλά το αδύνατο του πειράματος και της επιστήμης της ψυχής να ανακτήσει τη θετικότητά της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλτουσέρ, Λ., 1983, Θέσεις, Αθήνα Θεμέλιο ·
Δοξιάδης, Κ., 1992, Υποκειμενικότητα και Εξουσία, Αθήνα Πλέθρον ·
Καρτάλου, Α., 2006, ‘Εγκλεισμός στην Τηλεόραση: Όροι Αναπαράστασης και Ανάγνωσης του Μέσου’, στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμ) Εικόνες Φυλακής, Αθήνα Πατάκης ·
Λακάν, Ζ., 1977, Το Σεμινάριο, βιβλίο ΧI: Οι Τέσσερις Θεμελιακές Έννοιες της Ψυχανάλυσης, Αθήνα Ράππας · Λακάν, Ζ., 1979, ‘Το Στάδιο του Καθρέφτη ως Διαμορφωτής της Λειτουργίας του Πρώτου Ενικού προσώπου (je) Έτσι Όπως μας Αποκαλύπτεται στην Ψυχαναλυτική Εμπειρία’, Ο Πολίτης, τεύχος 25 ·
Σωσύρ, Φ., 1979, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Αθήνα Παπαζήσης ·
Φουκώ, Μ., 1989, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα Ράππας ·
Φουκώ, Μ., 1987, Η Αρχαιολογία της Γνώσης, Αθήνα Εξάντας ·
Φουκώ, Μ., 1970, Η Τάξη του Λόγου, Αθήνα Ηριδανός ·
Φουκώ, Μ., 1993, Οι Λέξεις και Τα Πράγματα, Αθήνα Γνώση ·
Φουκώ, Μ., 1991, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, Αθήνα Ύψιλον
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μ.Φουκώ ,1989, σελ. 266 [2] Ό.π, σελ. [3] 1ος κανόνας: οι κρατούμενοι θα απευθύνονται ο ένας στον άλλο με τους αριθμούς που είναι πάνω στις μπλούζες τους 2ος κανόνας: οι φυλακισμένοι θα απευθύνονται στους δεσμοφύλακες προσφωνώντας τους ‘κύριοι δεσμοφύλακες’ 3ος κανόνας: οι κρατούμενοι θα τρώνε όλο το φαγητό που τους σερβίρεται 4ος κανόνας: όταν σβήνουν τα φώτα, οι κρατούμενοι θα πρέπει να σταματούν να μιλούν ο ένας στον άλλο. 5ος κανόνας: όποιος δεν υπακούει στους κανόνες θα τιμωρείται Μια ανάλυση που θα εκκινούσε από τον Γκόφμαν και τον Φουκώ θα ήταν σημαντική για να δείξει τους σκοπούς και τα αποτελέσματα αυτών των κανόνων. Με αυτήν την ανάλυση δεν θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία, παρά μόνο στο σημείο που εμπλέκονται στη συγκρότηση των υποκειμένων. [4] Η ιδεολογία για τον Αλτουσέρ ορίζεται ως «η ‘παράσταση’ της φανταστικής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του». Αλτουσέρ, 1983, σελ 99 [5] Ό.π, σελ.114 [6] Καρτάλου, 2006, στο Κουκουτσάκη (επιμ), Εικόνες Φυλακής [7] Αλτουσέρ, 1983, σελ.114 [8] Φουκώ, 1991, σελ. 95 [9] Δοξιάδης, 1992, σελ. 57 [10] Αυτό μπορεί να διαφανεί αν συγκριθεί ο λόγος, που βγάζει μπροστά σε όλα τα άτομα πριν ακόμα ταξινομηθούν σε δεσμοφύλακες και φυλακισμένους, με το λόγο που παραθέσαμε. [11] Δοξιάδης, 1992, σελ 57 [12] Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεσμοφύλακες δεν συνειδητοποιούν ότι καταγράφονται από τις κάμερες των ψυχιάτρων, αλλά ότι παραγνωρίζουν ως τι καταγράφονται. [13] Λακάν, 1977, σελ 66 [14] Δοξιάδης Κ., 1992, σελ 48 [15] Λακάν, 1977, σελ 68 [16] Ο Σωσύρ στα μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας (Σωσύρ, 1979, κεφ.1) προσδιορίζει τη γλώσσα ως ένα σύστημα διαφορών, δηλαδή ως ένα άθροισμα μονάδων, η καθεμιά από τις οποίες συγκροτεί το νόημά της από τη διαφορά με τις άλλες. [17] Φουκώ, 1989 [18] Η ανάδυση του απωθημένου δε σημαίνει απαραίτητα και την κατανόησή του. [19] Ενδιαφέρον είναι ότι η απαγόρευση της βίας δεν εμπεριέχεται στους πέντε κανόνες της φυλακής, αλλά βρίσκεται εκτός αυτών ως ανθρώπινη συνθήκη συγκροτητικής μιας εξουσίας-γνώσης, που παράγει το υποκείμενο ‘άνθρωπος’ εννοιολογώντας το. Η βία από τη μια απαγορεύεται, καθώς αυτό που σκοπεύουν οι γιατροί είναι το έντονο ψυχικό στρες, από την άλλη λανθάνει μέσα στους κανόνες, ως πιθανό ενδεχόμενο ικανό να δημιουργήσει αυτή την ένταση της ψυχής, η οποία χρειάζεται να καταγραφεί. Γι’αυτό άλλωστε το πείραμα δεν σταματά με τα πρώτα σημάδια της βίας. Η σχέση σώματος, βίας και επιστημών του ανθρώπου είναι εξόχως σημαντική στην ανάλυση του πειράματος, αλλά αυτό θα αποτελούσε αντικείμενο μιας άλλης εργασίας. [20] Γνώση και με τις δύο προβολές της, της ψυχαναλυτικής (γνώση του υποκειμένου για την ενότητά του) και της φουκωικής (ως εξουσία-γνώση που συγκροτεί αυτό το υποκείμενο)
Θωμάς Παπακωνσταντίνου
ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Το πανοπτικόν είναι ένας τόπος προνομιούχος για την εφαρμογή πειραμάτων πάνω στους ανθρώπους και για να αναλυθούν με πλήρη βεβαιότητα οι μεταβολές που θα μπορούσε κανείς να επιφέρει σε αυτούς. Το πανοπτικόν ενδέχεται μάλιστα να αποτελέσει ένα σύστημα ελέγχου πάνω στους ίδιους τους μηχανισμούς του. Από τον κεντρικό του πύργο, ο διευθυντής μπορεί να κατασκοπεύσει όλους τους υπαλλήλους που έχει στις διαταγές του: νοσοκόμους, γιατρούς, επιστάτες, δασκάλους, φύλακες...Ο ακατάρτιστος γιατρός, που θα έχει αφήσει να μεταδοθεί μία αρρώστια, ο επικεφαλής της φυλακής ή του εργαστηρίου που θα έχει φανεί αδέξιος, θα είναι σίγουρα τα πρώτα θύματα της επιδημίας ή της εξέγερσης. ‘Η μοίρα μου-λέει ο διευθυντής του πανοπτικού- είναι δεμένη με τη δική τους (των κρατουμένων), με όλους τους δεσμούς που εγώ ο ίδιος επινόησα.’ Το πανοπτικόν λειτουργεί σαν ένα είδος εργαστηρίου εξουσίας.» Μ. Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία-Η Γέννηση της Φυλακής
Αυτό που εντυπωσιάζει στο αρχιτεκτονικό σχέδιο του J. Bentham είναι ότι υπάρχουν δύο πιθανά είδη θέσης: είτε στον κεντρικό πύργο είτε σε ένα από τα οποιαδήποτε κελιά. Τα δύο είδη θέσεων αντιστοιχούν απολύτως αμφιμονοσήμαντα σε δύο πιθανές καταστάσεις θέασης: του μόνο ορώντος υποκειμένου και του μόνο ορώμενου αντικειμένου.
Ένα άλλο, επίσης εντυπωσιακό στοιχείο, είναι ότι η θέση που καταλαμβάνει αυτός που είναι στον κεντρικό πύργο είναι ικανή να εποπτεύσει όλους όσους είναι μέσα στα κελιά χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να τον δουν, παρότι γνωρίζουν ότι μπορούν να επιτηρούνται ανά πάσα στιγμή. Έτσι, τα ‘αντικείμενα’, οι άνθρωποι στα κελιά, είναι προσιτά στα αόρατο βλέμμα που χωροθετείται στη θέση του κεντρικού πύργου με βάση την ορατή εμπειρικότητά τους: δηλαδή, μόνο στο βαθμό που υφίστανται αποκλειστικά αντικείμενα συνεχούς παρακολούθησης στο δεδομένου χώρο του πανοπτικού.
Ο Μ. Φουκώ στο Επιτήρηση και Τιμωρία γράφει πως «Το μείζον αποτέλεσμα του πανοπτικού είναι το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, σε βάρος του, κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμη κι αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της. Το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί. Κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται μια εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς.[1]»
Με άλλα λόγια, οι κρατούμενοι κάτω από αυτήν την διαρκή επίβλεψη αυτού του αόρατου προελεύσεως βλέμματος, τείνουν να εσωτερικεύουν αυτό το βλέμμα, μετατρεπόμενοι έτσι σε επιτηρητές-δηλαδή σε ‘υποκείμενα’ του εαυτού τους. Και το ‘υποκείμενο’, ο άνθρωπος στον κεντρικό πύργο μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, το οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας, του οποίου όμως η υπερβατικότητα ως υποκειμένου περιορίζεται από το ότι η ‘γνώση’ του είναι περατή- δεν εκτείνεται πέρα από τους τοίχους του πανοπτικού. Αυτή η αυτόματη λειτουργία της εξουσίας επιτυγχάνεται από τον διαχωρισμό του ζεύγματος ‘βλέπω-με βλέπουν’. Ο κρατούμενος δε πρέπει ποτέ να ξέρει αν πραγματικά τον κατασκοπεύουν. Πρέπει όμως να είναι βέβαιος ότι είναι δυνατό να παρακολουθείται κάθε στιγμή. Έτσι, η εξουσία γίνεται, μέσα στον αυτοματισμό της, ανώνυμη, αθόρυβη, αόρατη, καφκική, όπως επισημαίνει ο Κουράκης στο Επίμετρο του Επιτήρηση και Τιμωρία.
Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ δύο αμφιμονοσήμαντων θέσεων (επιτηρητή-επιτηρούμενου, ‘υποκειμένου’-‘αντικειμένου’) σε συνδυασμό με τον διαχωρισμό του βλέμματος (ο επιτηρούμενος βλέπεται αλλά δεν βλέπει αυτόν που τον βλέπει) συνοψίζει την νέα ανατομία της εξουσίας, την καινοφανή τεχνολογία της που ο Μ. Φουκώ ονομάζει πειθαρχία: « Η πειθαρχία είναι μια ενωτική μέθοδος, που με ελάχιστη δαπάνη, περιορίζει τη δύναμη του σώματος ως ‘πολιτικής’ δύναμης και τη μεγιστοποιεί ως ωφέλιμη δύναμη.[2]»
Ποιά όμως θα έπρεπε να ήταν η πορεία της ανάλυσης, εάν στον παραπάνω αρχιτεκτονικό ιδεότυπο δεν υπήρχαν μόνο δύο θέσεις, αλλά εμφιλοχωρούσε και μια άλλη θέση που δε θα μπορούσε να ανήκει ή να ταυτίζεται με καμία από τις δύο; Θέση που μάλλον θα συγκροτείται στα όρια της νέας ‘ανατομίας’ της εξουσίας και θα ανακύπτει ως η ενδεχόμενη αυτο-ακύρωσή της.
Οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν θα προσπαθήσουν να αποδώσουν αυτά τα ίχνη της πορείας της απορίας, που αφορούν τη στοιχειοθέτηση ενός διακριτού ρόλου, που δεν χωροθετείται ούτε στον κεντρικό πύργο ούτε και στα τριγύρω κελιά. Ένας ρόλος που χωροθετείται τόσο δίπλα στους επιτηρητές όσο και δίπλα στους επιτηρούμενους, ομολογώντας μια μυστική συγγένεια και με τους δύο. Συγγένεια που έχει γεννηθεί από την ίδια μήτρα, ήτοι την εξουσία, από το ίδιο ζευγάρωμα, ήτοι την αλληλοδιαπλοκή εξουσίας-γνώσης, στο σημείο που το βλέμμα του επιτηρητή του κεντρικού πύργου παράγει γνώση για τους επιτηρούμενους.
ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ Ή ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟ
Η ταινία το Πείραμα πραγματεύεται την παραγωγή ενός εργαστηριακού πειράματος από ψυχιάτρους, οι οποίοι έβαλαν είκοσι άνδρες, έναντι χρηματικής αμοιβής, να παίξουν τους ρόλους του δεσμοφύλακα και του φυλακισμένου. Στο τέλος του εικοσαήμερου εγκλεισμού των ανθρώπων που επιλέχτηκαν να παίξουν τον ρόλο του φυλακισμένου, οι δεσμοφύλακες έφτασαν στο σημείο να ασκήσουν έντονη σωματική βία πάνω στα ‘αντικείμενα’ τους, με μοναδικό σκοπό να ορθώσουν και να επιβεβαιώσουν την εξουσία τους. Ένα σημαντικό σημείο της φιλμικής αφήγησης που αναπαριστά το εν λόγω πείραμα, είναι ότι στο στόχαστρο της βίας των δεσμοφυλάκων δεν βρέθηκαν μόνο οι φυλακισμένοι αλλά και οι ιδιοι οι ψυχίατροι που επόπτευαν πανοπτικά τους δύο ρόλους και οι οποίοι είχαν απαγορεύσει αυστηρώς τη σωματική βία με την ποινή του αποκλεισμού από το πείραμα. Η εξακτίνωση της βίας των δεσμοφυλάκων προς πάσα κατεύθυνση, προς πάσα θέση ή ρόλο είναι το αποτέλεσμα της συνύφανσης των σχέσεων ανάμεσα σε τρεις ρόλους-θέσεις (των ψυχιάτρων, των δεσμοφυλάκων και των κρατουμένων). Αυτές οι σχέσεις εξομολογούνται σιωπηρά το ανέφικτο του πειράματος με την επιστημονική έννοια του όρου. Το αδύνατο αυτό ανακύπτει από την εξ αρχής εμπλοκή των ψυχιάτρων μέσα στο πείραμα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Τα πειράματα, εξ ορισμού, προϋποθέτουν τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή και τη θέση ή τις θέσεις των αντικειμένων που μελετά, χωρίς ο ίδιος ο παρατηρητής να εμπλέκεται σε αυτά παρά μόνο με τη δημιουργία συνθηκών του πειράματος. Το πρόβλημα στη εν λόγω αναπαράσταση είναι ότι η δημιουργία των συνθηκών του πειράματος είναι αδύνατον-ανέφικτο να απεμπλέξει τον παρατηρητή από τις σχέσεις των υπό παρατήρηση ‘αντικειμένων’, γιατί απλούστατα αποτελεί συστατικό μέρος των συνθηκών που μελετά. Αυτή η ‘επιστημονική’ ταυτολογία είναι εμφανής σε πληθώρα σκηνών (θα τολμούσαμε να πούμε σχεδόν σε όλες) αρκεί να σκεφτεί κανείς πως οι ψυχίατροι δεν καταγράφουν μόνο συμπεριφορές, ή δεν καρπώνονται μόνο ‘γνώση’, αλλά ότι η θέση στην οποία βρίσκονται (θέση πανοπτικού παρατηρητή) παράγει αυτή τη γνώση με όρους επιτήρησης, δηλαδή παρεμβαίνουν στη δόμηση του ενδεχόμενου πεδίου δράσης των αντικειμένων που μελετούν (οι φύλακες και οι φυλακισμένοι είναι φορείς του βλέμματος, φορείς της εξουσίας των ψυχιάτρων). Οι ψυχίατροι είναι εντός του πειράματος και διαμέσω αυτών παράγεται το πείραμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από παραγωγή υποκειμένων και των αναμεταξύ τους σχέσεων. Το πείραμα ανακύπτει από μια εξουσία-γνώση της οποίας το κατά της πραξικόπημα δεν θα αργήσει να συντελεστεί, έστω και πειραματικά. Μα, μήπως, γι’αυτό το λόγο άλλωστε το πείραμα δεν ακυρώνεται; Συνεπώς, στο ίδιο το πείραμα ανήκουν και οι ψυχίατροι ως θέση (πανοπτική) και ρόλος (επιτηρητής), ο οποίος βρίσκεται εντός του πειράματος και φαινομενικά μόνο καταλαμβάνει τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή. Έτσι, υπάρχουν τρεις ρόλοι, και όχι δύο: πανοπτικό βλέμμα, δεσμοφύλακες και φυλακισμένοι.
Αυτό που μας μένει τώρα είναι να αναλύσουμε την πορεία του πειράματος, τα χνάρια της οποίας ξεκινούν από την αυτόματη και εγγενή εμπλοκή των ψυχιάτρων μέσα στο ίδιο τους το κατασκεύασμα. Το επιχείρημα που θα οργανωθεί στις επόμενες σελίδες είναι ότι αυτή η αυτόματη ένταξη των ψυχιάτρων μέσα στο παιχνίδι του πειράματος είναι ικανή να δημιουργήσει μια σειρά από ιδεολογικές ‘παρενέργειες’, μια εκ των οποίων είναι και ο ‘κίνδυνος’ της ανάδυσης ενός μη αποφασίσιμου ρόλου στα δεδομένα πλαίσια του πειράματος. Ενός μη αποκρίσιμου νοήματος του ρόλου. Ενός νοήματος ικανού να ‘επαναστατήσει’ μέσα στην ίδια του τη σχάση. Διάσπαση νοήματος, επερχόμενος κίνδυνος για την αναβολή της τάξης του λόγου (discourse) που το παρήγαγε. Το νόημα του ρόλου των δεσμοφυλάκων αντιμετωπίζει, περισσότερο από κάθε άλλο ρόλο, αυτόν τον κίνδυνο. Ένα νόημα που ανοίγει την πιθανότητα να μην μπορεί να σταθεροποιηθεί στην αδιάσπαστη ενότητα που του επιφυλάσσει και έχει διαγράψει γι’αυτόν η εξουσία-γνώση. Οι φύλακες είναι ταυτόχρονα ‘υποκείμενο’ και ‘αντικείμενο’ επιτήρησης. Εγκαλούνται μέσα στη διάσπασή τους να υποδυθούν ένα ρόλο αδιάσπαστο. Αυτή την αντινομία θα την σκιαγραφήσουμε και θα την ακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς για να ανιχνεύσουμε τα αποτελέσματά της.
ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΕΣ: Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ
Οι ψυχίατροι, λοιπόν, ταξινομούν σύμφωνα με τα ψυχομετρικά τους τεστ είκοσι ανθρώπους σε ρόλους δεσμοφυλάκων και φυλακισμένων. Κέντρο της επιστημονικής τους μελέτης είναι να καταγράφουν πως συμπεριφέρονται οι δύο ρόλοι μέσα σε συνθήκες έντονο ψυχικού άγχους. Οι κανόνες της φυλακής[3], που στοιχειοθετούνται και παραδίδονται από τους ψυχιάτρους στους δεσμοφύλακες, σηματοδοτούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία συνθηκών ψυχικής πίεσης και ταυτόχρονα καθορίζουν και την ακριβή διάκριση των ρόλων. Οι κανόνες, όμως, επιβάλλονται από δεσμοφύλακες σε φυλακισμένους, και για να λειτουργήσουν οι κανόνες, που καθορίζουν την τάξη της κοινωνίας της φυλακής, πρέπει τόσο οι δεσμοφύλακες να εγκληθούν ως δεσμοφύλακες, όσο και οι κρατούμενοι να εγκληθούν ως κρατούμενοι. Αλλιώς οι κανόνες δε θα είχαν καμία ισχύ και το πείραμα θα ήταν ‘ανώφελο’ για την επιστήμη της ψυχής. Όταν οι άνθρωποι που διαλέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του δεσμοφύλακα μπήκαν για πρώτη φορά στο δωμάτιο που υπήρχαν οι στολές, οι χειροπέδες, τα γκλόπ και όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα για την εκτέλεση τω καθηκόντων τους, ο επικεφαλής της ψυχιατρικής ομάδας που διαχειριζόταν το ‘πείραμα’ τους απηύθυνε το εξής λογύδριο: «Κύριοι! Τώρα είστε δεσμοφύλακες των φυλακών. Δουλειά σας είναι να τηρείται η τάξη και να επιβάλλετε τον κανονισμό. Πάρτε σοβαρά το ρόλο σας! Το πείραμα εξαρτάται από εσάς! Αν δεν κάνετε τη δουλειά σας με πειθαρχία και υπευθυνότητα, το πείραμα θα είναι ανώφελο. Δεν παίζετε τους δεσμοφύλακες, είστε οι δεσμοφύλακες! Πρώτη σας δουλειά είναι να διαβάσετε τους κανόνες στους φυλακισμένους.» Οι κανόνες από μόνοι τους δεν εξασφαλίζουν την πειθαρχία. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας μηχανισμός υποταγής, ένας τρόπος υποκειμενοποίησης, τέτοιος ώστε να διασφαλίσει την αναγνώριση των κανόνων, επομένως και των ρόλων, από τα υποκείμενα.
Ο Αλτουσέρ για να περιγράψει τον τρόπο υποκειμενοποίησης δια της ιδεολογίας[4] (ιδεολογική έγκληση) χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Μωυσή για να περιγράψει την έγκλησή του από τη χριστιανική ιδεολογία: «Ο Μωυσής εγκαλούμενος με το όνομά του, έχοντας αναγνωρίσει ότι ‘όντως’ αυτός ήταν που εγκλήθει από τον Θεό, αναγνωρίζει ότι είναι υποκείμενο, υποκείμενο του Θεού, υποκείμενο υποκείμενο στο Θεό...υποκείμενο δια του Υποκειμένου και υποκείμενο στο Υποκείμενο. Απόδειξη: το υπακούει και κάνει το λαό του να υπακούσει στις εντολές του Θεού»[5]. Συνεπώς, η ιδεολογική έγκληση, κατά Αλτουσέρ, δεν είναι παρά η κλήση του Υποκειμένου (δηλαδή του κεντρικού υποκειμένου, που στο παράδειγμα του Αλτουσέρ καταλαμβάνει τη θέση του Θεού) προς το υποκείμενό του (του Μωυσή και τους χριστιανούς υπηκόους του).
Η αντιστοιχία μεταξύ των δύο παραδειγμάτων δε χρειάζεται περισσότερες διευκρινήσεις: ο ψυχίατρος έχει την ικανότητα να εγκαλέσει (είναι αυτός στον οποίο υποτάσσονται, ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που επιθυμούν να εισέλθουν στο πείραμα και υποβάλλονται στα διάφορα τεστ) τους δεσμοφύλακες ως ‘πραγματικούς’ δεσμοφύλακες κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μωυσής εγκαλείται από τον Θεό. Υπό το αλτουσεριανό πρίσμα, η ιδεολογική έγκληση είναι ένας εγκλεισμός σε μια ταυτότητα (είμαι δεσμοφύλακας) ανάλογος με αυτόν που επιτυγχάνεται στα παιχνίδια ρόλων[6].
Αλλά το σημαντικό στην ταινία το Πείραμα είναι ότι αυτός ο εγκλεισμός παράγεται από μια έγκληση που παραγνωρίζει το παιχνίδι ως παιχνίδι: «Δεν παίζετε τους δεσμοφύλακες, είστε οι δεσμοφύλακες!». Συνεχίζοντας, ο Αλτουσέρ, αμέσως μετά την περιγραφή της χριστιανικής ιδεολογίας και το πως αυτή εγκαλεί υποκείμενα, προχωρεί σε ένα σημαντικό σχόλιο: «Ο Θεός είναι λοιπόν Υποκείμενο, ο Μωυσής και τα αναρίθμητα υποκείμενα του λαού του Θεού, είναι οι εγκαλούμενοι συνομιλητές τους: καθρέφτες και είδωλά του. Οι άνθρωποι δεν πλάστηκαν άλλωστε κατ’ εικόνα του Θεού;»[7].
Αναπροσαρμόζουμε την ερώτηση μέσα από τα συμφραζόμενα του πειράματος. Οι δεσμοφύλακες δε συγκροτήθηκαν άλλωστε ‘κατ’ εικόνα’ της εξουσίας των ψυχιάτρων; Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, οι δεσμοφύλακες δε συγκροτήθηκαν ‘κατ’ εικόνα’ της εξουσίας αυτών που τους εγκαλεί; Αν η άσκηση εξουσίας, σύμφωνα με τον Φουκώ, είναι η δόμηση του πεδίου δυνατής δράσης[8] και αν, επίσης, η ιδεολογική έγκληση δεν είναι παρά η κλήση του υποκειμένου από το Υποκείμενο, κλήση που υπαγορεύει τη δυνατότητα αυτής της δράσης μέσω της υποκειμενοποίησης ή του εγκλεισμού σε μια ταυτότητα, τότε η ιδεολογική έγκληση είναι μια άσκηση εξουσίας μέσω του λόγου[9] (είστε δεσμοφύλακες!).
Και ακριβώς αυτή η υποκειμενοποίηση μετατρέπει τους δεσμοφύλακες σε αντίγραφο του εξουσιαστή τους. Τους εγκαλεί ως έχοντες το δικαίωμα να εγκαλέσουν τους κρατούμενους, όπως αυτοί εγκλήθηκαν από αυτόν. Αλλά, ο καθρέφτης και το είδωλο του υποκειμένου δεν στοιχειοθετείται μόνο σ’αυτό το σημείο. Διαβάζοντας προσεκτικά το παραπάνω λογύδριο του υπεύθυνου του πειράματος, παρατηρούμε ότι ο ομιλών αποκρίνεται περισσότερο σαν αρχιδεσμοφύλακας και λιγότερο έως καθόλου σαν ψυχίατρος[10]. Παραθέτει κανόνες, μιλά για πειθαρχία και επιβολή της τάξης, διανέμει εξουσίες, παράγει επιτηρητές. Ο ρόλος του ψυχιάτρου αποκρύπτεται μέσα σε τούτο το λογύδριο (συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει σημασία). Ο λόγος δεν είναι λόγος γιατρού προς το αντικείμενό του, αντίθετα είναι ένας λόγος που μπορεί να παρομοιαστεί με διάγγελμα αρχιδεσμοφύλακα, ο οποίος προσπαθεί να τους εγκαλέσει ως βοηθούς του: «Το πείραμα εξαρτάται από εσάς». Λόγος που παράγει τους δεσμοφύλακες ως υποκείμενα και όχι ως αντικείμενα. Λόγος που δεν θα μπορούσε να τους παράξει ως αντικείμενα, γιατί τότε θα αναγνώριζε αυτό που θέλει να παραγνωρίσει: ότι είναι αντικείμενα επιτήρησης, ανάλυσης, καταγραφής και θα ήταν ανέφικτο να υποκειμενοποιηθούν ως δεσμοφύλακες, καθώς έτσι θα δημιουργούσε μια συνενοχή, μια ταύτιση με αυτούς που κλήθηκαν να παίξουν τον ρόλο των φυλακισμένων. Αυτή η συνενοχή, με το λογύδριο του ψυχίατρου, εν είδει αρχιδεσμοφύλακα, αποφεύγεται, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται μια συγγένεια του ομιλούντα, που εγκαλεί, και των υποκειμένων του. Αυτό συμβαίνει, ακριβώς γιατί ο ομιλών εκφράζεται ως αρχιδεσμοφύλακας, απευθύνεται στους δεσμοφύλακες ωσάν το αντικείμενο επιθυμίας του να είναι το ίδιο με το αντικείμενο επιθυμίας των δεσμοφυλάκων: «Κύριοι! Τώρα είστε δεσμοφύλακες των φυλακών. Δουλειά σας είναι να τηρείται η τάξη και να επιβάλλετε τον κανονισμό...». Μεταφράζοντας, μέσα σε ψυχαναλυτικά πλαίσια, τη προστακτική φράση «είστε δεσμοφύλακες» θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει ‘εγώ επιθυμώ να είστε δεσμοφύλακες’, δηλαδή ‘επιθυμώ να επιτηρείτε τους φυλακισμένους, που ως δεσμοφύλακες αυτό πρέπει να επιθυμείται κι εσείς’. Και μάλιστα, ‘επιθυμώ να ασκείτε την εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που την ασκώ εγώ σε σας’, δηλαδή διαμέσου του λόγου, αφού θα πρέπει οι δεσμοφύλακες να εγκαλέσουν τους κρατούμενους ως τέτοιους. Συνοψίζοντας, η ομιλία, ή καλύτερα, η αφήγηση του ψυχίατρου δημιουργεί το αντικείμενο της επιθυμίας των δεσμοφυλάκων εγκαλούμενων ως τέτοιων. Έτσι, η επιθυμία των δεσμοφυλάκων διαμεσολαβείται από την επιθυμία του ψυχίατρου, η οποία και συγκροτεί ταυτόχρονα την ταύτιση με το Υποκείμενο που τους εγκαλεί. «Η διαδικασία της ιδεολογικής έγκλησης είναι μια διαδικασία κατά βάση αφηγηματική, όπου η σχέση εξουσίας συνίσταται στην ταύτιση με το αφηγηματικό υποκείμενο...»[11]. Όμως, αυτή η ταύτιση είναι ελλιπής. Οι δεσμοφύλακες δεν αντικατοπτρίζουν το δίπολο εξουσία-γνώση, το οποίο αποτελούν οι ψυχίατροι, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι ταυτίζονται με το ένα μέρος, ήτοι με την εξουσία. Ταύτιση η οποία κατασκευάζεται ως προς το ίδιο αντικείμενο επιθυμίας, έλλειψη που συνιστά την παραγνώριση ότι και οι ίδιοι είναι ‘αντικείμενα επιθυμίας’ των γιατρών. Καθώς, όμως, οι δεσμοφύλακες δεν γίνεται να ταυτίζονται με αυτό που επιθυμούν(δηλαδή με τους φυλακισμένους), η υποκειμενοποίησή τους συνιστά παραγνώριση της σχάσης τους και συνάμα απωθεί τον κίνδυνο της συνειδητοποίησης της διάσπασης σε υποκείμενο και αντικείμενο, συνειδητοποίηση που δε θα τους επέτρεπε να λειτουργήσουν ως δεσμοφύλακες.
Με άλλα λόγια, η εξουσία διαμέσου του λόγου (ιδεολογική έγκληση) συγκροτεί (παράγει) μια γνώση για το υποκείμενο, ότι είναι αυτό, γνώση που διασφαλίζει την ενότητά του και θα του επιτρέψει να πει φαντασιακά στον εαυτό του ‘εγώ είμαι δεσμοφύλακας’, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα όχι μόνο ότι δεν είναι πραγματικά δεσμοφύλακας, αλλά ότι είναι και αντικείμενο καταγραφής, επιτήρησης, κρατούμενο ενός λόγου[12]. Έτσι, η γνώση ότι ‘εγώ είμαι δεσμοφύλακας’ είναι η άλλη όψη της παραγνώρισης ότι ‘εγώ, εκτός από υποκείμενο, είμαι και αντικείμενο’.
Συνοπτικά, η γνώση του υποκειμένου για την ενότητά του είναι η άλλη όψη της παραγνώρισης της σχάσης του. Το παραπάνω συμπέρασμα θυμίζει το στάδιο του καθρέφτη του Λακάν. Στο λακανικό στάδιο του καθρέφτη, η παραγνώριση είναι αυτό που προσδιορίζει την εμπειρία του σταδίου του καθρέφτη (στο παράδειγμά μας αυτή η εμπειρία είναι το βίωμα της ιδεολογικής έγκλησης) ως συγκροτητική του εγώ, το είδωλο του οποίου είναι αυτό που παρέχει στο υποκείμενο την ενότητά του: «Μέσα σ’αυτή την ενότητα το υποκείμενο γνωρίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του ως ενότητα»[13]. Πρόκειται για μια ενότητα με την οποία το υποκείμενο ταυτίζεται μέσω της γοητείας που ασκεί επάνω του το βλέμμα του ειδώλου του εγώ του. Το είδωλο του εγώ είναι, λοιπόν, αυτό που ορίζει το φανταστικό «μέσω της διπλής λειτουργίας (δηλαδή μέσω των δύο όψεων του ίδιου πράγματος) της γνώσης (connaissance) από πλευράς του υποκειμένου του εαυτού του ως ενότητας, και της παραγνώρισης (meconnaissance) της άλλης πλευράς της διαλεκτικής του σταδίου του καθρέφτη, της ‘αποσυνδεδεμένης’, ‘τεμαχισμένης’ συνείδησης...»[14].
Συνεχίζοντας, στην ίδια λακανική προβληματική, αυτό που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η γνώση της ενότητας του υποκειμένου δεν συμπίπτει με την αναγνώριση αλλά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της τελευταίας. Η αναγνώριση αποτελεί εκείνη τη λειτουργία που συνδέεται άμεσα με την εισβολή του συμβολικού, ήτοι της γλώσσας, η οποία υπαγορεύει πέρα από το να συγκροτείται ως ενότητα (=γνώση) που συμβαίνει στο φαντασιακό να μπορεί να υπολογίζει τον εαυτό του ως μια ενότητα μεταξύ άλλων[15]. Με άλλα λόγια, να μπορεί να ανα-γνωρίσει, να γνωρίσει εκ νέου, τον εαυτό του ως στοιχείο μιας δομής. Μιας δομής της γλώσσας (εγώ). Έτσι, για να επιστρέψουμε από κει που ξεκινήσαμε το συλλογισμό αυτού του κεφαλαίου, τι άλλο είναι οι κανόνες της φυλακής του πειράματος, που πρέπει να επιβληθούν από τους δεσμοφύλακες στους φυλακισμένους, παρά οι κανόνες της γλώσσας της φυλακής. Μιας γλώσσας που θα επιτρέψει στους δεσμοφύλακες να ανα-γνωρίσουν τον εαυτό τους ως τέτοιους. Τί άλλο κάνουν αυτοί οι κανόνες παρά να καθορίζουν, μέσω διαφορών[16], το συνταγματικό και το παραδειγματικό επίπεδο αυτής της γλώσσας. Ένας κώδικας και μια γλώσσα που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει ταυτότητες, να επιβάλλει τάξη, να επιτηρήσει υποκείμενα, να τσακίσει ο,τιδήποτε διαβεί το έξω των κανόνων της. «Πρώτη σας δουλειά είναι να διαβάσετε τους κανόνες στους φυλακισμένους.»
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΓΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ‘ΓΝΩΣΗΣ’
Α) Η αποτυχία της ιδεολογικής έγκλησης Οι δεσμοφύλακες παρατάσσουν με δυσκολία τους φυλακισμένους πίσω από τη γραμμή στην οποία πρέπει ως κρατούμενοι να στέκονται. Τους διαβάζουν τους κανόνες διαμέσω χλευασμών και αστεϊσμών. Κάθε κανόνας που διαβάζεται χλευάζεται , διακωμωδείται, ενώ ταυτόχρονα λοιδορείται και ο ρόλος των επιτηρητών τους. Αυτοί δεν είναι κρατούμενοι, ούτε και οι δεσμοφύλακες είναι δεσμοφύλακες. Είναι ένα παιχνίδι, ένα πείραμα. Δεν έχει καμία αναφορά στην πραγματικότητα. Είναι ένα θέατρο με δύο ρόλους. Κάθε φορά που οι δεσμοφύλακες προσπαθούν να τους πειθαρχήσουν, αυτοί τους εμπαίζουν, τους μιλούν υποτιμητικά και τους διασύρουν ως δεσμοφύλακες. Καμιά φορά, ο διασυρμός του ρόλου τους διατυπώνεται και μέσα από τη λοιδορία των σωματικών τους χαρακτηριστικών: «Γιατί να κάνω πους-απς χοντρή αδερφή», λέει ένας φυλακισμένος στο δεσμοφύλακα. Προσβάλλοντας αυτούς τους ίδιους τόσο μέσω των σωματικών τους χαρακτηριστικών, όσο και μέσω του αντρισμού τους , τους προσβάλλουν ως δεσμοφύλακες. Λοιδορία που ‘δένει’ ακόμα ποιο σφιχτά το εγώ τους με το ρόλο που έχουν αναλάβει. Η παραπάνω αφήγηση περιγράφει την αποτυχία των δεσμοφυλάκων να εγκαλέσουν τους φυλακισμένους ως φυλακισμένους. Αποτυχία που στοιχειοθετείται από τη πρόσληψη του πειράματος, από μέρος των φυλακισμένων ως παιχνιδιού. Θα μπορούσε κάποιος, εύλογα, να ρωτήσει: «γιατί οι δεσμοφύλακες ‘επιτυγχάνουν’ να εγκληθούν ως δεσμοφύλακες, ενώ οι κρατούμενοι ‘αποτυγχάνουν’ να αναγνωρίσουν την ‘πραγματικότητα’ του ρόλου τους;». Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Στην περίπτωση της επιχείρησης της έγκλησης των κρατουμένων ως τέτοιων, δε υπάρχει κεντρικό υποκείμενο. Οι δεσμοφύλακες δεν είναι Υποκείμενο, αλλά προσπαθούν να γίνουν. Δηλαδή, να αποκτήσουν την ιδιότητα ενός κεντρικού υποκειμένου που συνίσταται στο να εγκαλεί τα υποκείμενά του ως υποκείμενα υποταγμένα στο Υποκείμενο που επιθυμούν να είναι αυτοί. (ο 1ος κανόνας, που υπαγορεύει να τους φωνάζουν ‘κύριε δεσμοφύλακα’, συνεχώς διακωμωδείται). Η παραπάνω εύλογη ερώτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί: «οι ψυχίατροι δεν εγκαλούν τους κρατούμενους ως κρατούμενους, όπως άλλωστε και στην περίπτωση των δεσμοφυλάκων;». Σαφώς όχι, κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, δε υπάρχει στη φιλμική αφήγηση παρόμοιος λόγος με αυτόν που απαγγέλθηκε από τον ψυχίατρο στους δεσμοφύλακες και αναλύθηκε παραπάνω. Το μόνο λογύδριο στο οποίο παρίσταντο οι φυλακισμένοι είναι αυτό το οποίο ειπώθηκε προτού τα είκοσι άτομα ταξινομηθούν σε ρόλους και εξαντλήθηκε στην περιγραφή των συνθηκών του πειράματος, των οποίων κεντρικός άξονας ήταν η ρητή απαγόρευση τις βίας με άμεση συνέπεια την ποινή του αποκλεισμού. Δεύτερον, και κυριότερο, ακόμα και αν διατυπωνόταν ένα τέτοιο λογύδριο, ήτοι μια παρόμοια έγκληση προς τους κρατούμενους, αυτή θα ήταν ανέφικτη ακριβώς γιατί, όπως παραθέσαμε πιο πάνω, «η διαδικασία της ιδεολογικής έγκλησης είναι μια διαδικασία κατά βάση αφηγηματική, όπου η σχέση της εξουσίας συνίσταται στην ταύτιση με το υποκείμενο...». Σε έναν τέτοιο υποτιθέμενο λόγο, η ταύτιση, δηλαδή η συγκρότηση του ίδιου αντικειμένου επιθυμίας μεταξύ του υποκειμένου και του κατοπτρικού του ειδώλου, θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν:
Α) ο ψυχίατρος μπορούσε να μιλήσει εν είδει κρατουμένου, εξουσιαζόμενου, αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει γιατί ο ψυχίατρος εκ των πραγμάτων είναι αυτός που οργανώνει το πείραμα, δομεί τις συνθήκες δράσης των αντικειμένων του, δηλαδή ασκεί εξουσία (με τη φουκωική έννοια). Έτσι, η ταύτιση ή η πρόσληψη του ψυχίατρου ως κρατούμενου είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Ενώ στην αντίθετη περίπτωση, αυτή των δεσμοφυλάκων, ο ψυχίατρος όπως είδαμε, είναι απολύτως δυνατό να μιλήσει ως δεσμοφύλακας. Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή μέσα στη φιλμική αφήγηση που να δηλώνει αυτή τη μυστική αλληλοδιαπλοκή εξουσίας και γνώσης που κάνει εφικτή την αναμεταξύ τους ταύτιση (εξουσίας και γνώσης) από το λογύδριο που παραθέσαμε σε προηγούμενη σελίδα.
Β) Αν ο ψυχίατρος έβγαζε ένα λογύδριο αποκλειστικά στους φυλακισμένους και μιλούσε ως ψυχίατρος, τότε θα έπρεπε να τους εγκαλέσει ως πραγματικούς ασθενείς, ως πραγματικά ‘αντικείμενα’ που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας, πράγμα το οποίο δε συμβαίνει: «Είμαι κανονικός άνθρωπος. Δεν έχω κανένα πρόβλημα» αποκρίνεται ένας μελλοντικός φυλακισμένος απευθυνόμενος στον ψυχίατρο. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ένας τέτοιος λόγος είναι να τους εγκαλέσει ως προς το ρόλο τους μέσα στο πείραμα, πράγμα που ούτως ή άλλως πραγματοποιείται (τα δέκα άτομα δέχονται να παίξουν το ρόλο του φυλακισμένου). Αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει καμία οντολογική (ιδεολογική) συμφωνία ως προς την εκφορά του είναι τους. Και ‘όντως’, δεν είναι φυλακισμένοι, παίζουν τους φυλακισμένους.
Γ) Αν ο ψυχίατρος μιλούσε σαν δεσμοφύλακας στους κρατούμενους, τότε θα είχε την τύχη των δεσμοφυλάκων, την οποία και αναλύουμε. Έτσι, επαναλαμβάνουμε την απάντηση του παραπάνω αρχικού ερωτήματος: στην περίπτωση της επιχείρησης της έγκλησης των κρατουμένων ως τέτοιων δεν υπάρχει κεντρικό υποκείμενο. Η πρόσληψη του πειράματος ως παιχνιδιού από μέρους των κρατουμένων δεν τους παρέχει τα πιστοποιητικά να λειτουργούν ως φυλακισμένοι και επομένως, να αναγνωρίζουν τους δεσμοφύλακες ως πειθαναγκαστές τους. Πρόσληψη, η οποία μετατρέπει το πείραμα σε παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με άμεσο διακύβευμα την αναγνώριση της τάξης της κοινωνίας της φυλακής από την πλευρά των δεσμοφυλάκων, ή της μη αναγνώρισης αυτής της τάξης από την πλευρά των φυλακισμένων. Πρόκειται για ένα παιχνίδι του οποίου οι νικητές θα ορίσουν και το καθεστώς της αφήγησης.
Συνοψίζοντας, η αποτυχία να εγκληθούν οι κρατούμενοι ως κρατούμενοι κάνει τους δεσμοφύλακες να αναδύονται στη συνείδηση των πρώτων ως αντίπαλοι σε ένα παιχνίδι μεταξύ ίσων με τη μόνη διαφορά, σε σχέση με άλλα παιχνίδια, ότι οι κανόνες (της φυλακής) είναι κατά τους. Κι αυτή η μετατροπή του πειράματος σε παιχνίδι, από μέρους των κρατουμένων, τους παρέχει τον λόγο που αποτρέπει τους περισσότερους να βγουν έξω από το πείραμα και να θεωρήσουν τον αποκλεισμό ως ποινή. Αυτός ο λόγος είναι η επιθυμία για νίκη στο παιχνίδι, το οποίο οφείλουν να παίξουν και οι δεσμοφύλακες, ακριβώς επειδή είναι δεσμοφύλακες.
Β)Το πραξικόπημα κατά της γνώσης
«Κάπου διάβασα ότι για να ελέγξεις αυτές τις καταστάσεις πρέπει αν τους ταπεινώσεις», αποκρίνεται ένας δεσμοφύλακας στους άλλους, αναφερόμενος σε μια υποτυπώδη εξέγερση των κρατουμένων. Η λοιδορία και ο χλευασμός, η ταπείνωση που δέχονται από τη μεριά των φυλακισμένων πρέπει να απαντηθεί με ταπείνωση. Οφθαλμός αντί οφθαλμού, εκδίκηση που βαφτίζεται τιμωρία. Ο 5ος κανόνας υπαγορεύει ότι όποιος δεν υπακούει στους δεσμοφύλακες θα τιμωρείται. Όμως τι είδους τιμωρία μπορεί να επιβληθεί, εφόσον η βία απαγορεύεται; Ή, με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν να επιβληθεί οποιαδήποτε τιμωρία (εξαιρουμένης της βίας, η τιμωρία, άλλωστε, δεν είναι μια βία;) χωρίς να προϋποθέτει την αναγνώριση ότι αυτοί είναι δεσμοφύλακες, δηλαδή εξουσιαστές τους; Αδιέξοδο και αντίφαση. Η κατάσταση, μέσα από την οποία αρχίζουν και επιβάλλονται οι τιμωρίες μέσα στην κοινωνία του πειράματος, θυμίζει το δίκαιο της προνεωτερικής εποχής που περιγράφει ο Φουκώ: «Το δικαίωμα της τιμωρίας είναι, λοιπόν, κάτι ανάλογο με το δικαίωμα του μονάρχη να κηρύττει πόλεμο στους εχθρούς του: η τιμωρία που επιβάλλει ανάγεται στο δίκαιο της σπάθης, στο απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου, που αναφέρεται στο ρωμαϊκό δίκαιο με τις λέξεις merum imperium, δικαίωμα του άρχοντα να προβαίνει στην εκτέλεση του νόμου του διατάσσοντας την τιμωρία του εγκλήματος...
Στην εκτέλεση της πιο ομαλής ποινής, στον αυστηρό σεβασμό των νομικών τύπων, βασιλεύουν οι δυνάμεις της εκδίκησης...το βασανιστήριο έχει λοιπόν νομικοπολιτική ιδιότητα. Πρόκειται για ένα τελετουργικό που συγκροτεί τη στιγμιαία τραυματισμένη ανώτατη εξουσία»[17]. Αδιέξοδο που προκύπτει από τον εξής συνδυασμό: από τη μια η επιθυμία των δεσμοφυλάκων να εγκαλέσουν τους κρατούμενους ως τέτοιους, ήτοι να ασκήσουν εξουσία διαμέσου του λόγου, δεν πληρείται. Από την άλλη, η μόνη διέξοδος για την ανάκτηση αυτής τη εξουσίας είναι η επιβολή της βίας, που όμως απαγορεύεται και επιτηρείται από το πανοπτικό βλέμμα. Ή συνοπτικότερα, αφού δεν μπορούν οι φυλακισμένοι να γίνουν φορείς της εξουσίας (ιδεολογική έγκληση) θα πρέπει να γίνουν το σημείο της εφαρμογής της (βία) που όμως τιμωρείται με την ποινή του αποκλεισμού. Ή, και ακόμα, με όρους του δικαίου της προνεωτερικής εποχής: πώς θα μπορούσε η τραυματισμένη εξουσία του μονάρχη να εκδικηθεί, εάν οι δικαιικοί κανόνες απαγόρευαν τα βασανιστήρια; Τότε, θα έπρεπε να ανακύψει μια μικροφυσική της εξουσίας, της οποίας η κύρια λειτουργία είναι το πανοπτικό βλέμμα, δηλαδή η προσπάθεια μετατροπής αυτών που τραυμάτισαν την κυρίαρχη τάξη σε ‘υποκείμενα’ του εαυτού τους. Λειτουργία, όμως, που οι δεσμοφύλακες δε διαθέτουν. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ‘εντός’ του υποκειμένου, που είναι οι δεσμοφύλακες, αρχίζει να αναδύεται μια σύγκρουση ανάμεσα στην εσωτερίκευση του βλέμματος των ψυχιάτρων (επιτήρηση του εαυτού τους) και στην ‘υπεράσπιση’ της ιδεολογικής τους έγκλησης ως μεταφυσική της οντολογίας. Είναι δεσμοφύλακες και ως τέτοιοι πρέπει να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να επιβάλλουν την τάξη (να αναγνωριστούν από τους κρατούμενους ως δεσμοφύλακες), η οποία όμως δεν είναι δυνατό να επιβληθεί παρά μόνο δια της βίας, αφού το μόνο μέσο που διαθέτουν (οι δεσμοφύλακες, σχηματικά μιλώντας, δεν έχουν ούτε ‘βλέμμα’ ούτε ‘λόγο’) για την επιβολή αυτής της τάξης είναι τα γκλοπ. Η βία όμως απαγορεύεται. Και εδώ ακριβώς συνίσταται το αδιέξοδο, ή καλύτερα, η ανάδυση[18], δίκην απωθημένου, αυτού που είχε παραγνωριστεί, ήτοι η σχάση τους, η απειλή της ενότητάς τους. Στο παιχνίδι τώρα αρχίζει και εισέρχεται ένας δεύτερος, για τους δεσμοφύλακες, αντίπαλος, μια καφκική σιλουέτα που δε θα αργήσει να αναχθεί σε ένα εκσυγχρονισμένο δίκαιο της σπάθης: το δίκαιο του γκλοπ. Οι δεσμοφύλακες απειλούνται τόσο από τους κρατούμενους, αφού δε υποκύπτουν στην οντολογική τους αναγνώριση, όσο και από την επιτήρηση των ψυχιάτρων, καθώς απαγορεύεται η βία που είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για την επίτευξη αυτής της αναγνώρισης και επομένως, της ‘νίκης’ τους μέσα στο παιχνίδι. Έργο με τρεις ρόλους που αναδιατάσσουν τις σχέσεις και τις συμμαχίες τους αλλάζοντας την τάξη μέσα στην τάξη που τους γέννησε, χωρίς καμία στιγμή να παύει να μιλιέται η γλώσσα της φυλακής ή να ακυρώνονται οι κανόνες της[19]. Μια γλώσσα δια της οποίας και μέσα από την οποία αναδύεται, από την πλευρά των φυλάκων, μια άλλη ομιλία που οργανώνει μια άλλη τάξη για να αντιμετωπίσει την ανάδυση αυτού του απωθημένου που εκθέτει την εκφορά του είναι τους στον κίνδυνο μιας διάσπασης. Ένας εκ των δεσμοφυλάκων απευθύνεται στους υπόλοιπους: «Ανακεφαλαιώνω. Ο 77 θέλει να σαμποτάρει το πείραμα...η δρ. Γκριμ απειλεί να το σταματήσει και ο καθηγητής Τον λείπει. Τεστάρουν πως αντιδρούμε σε τέτοιες συνθήκες. Γι’αυτό πρέπει να λειτουργήσουμε σωστά. Θα κλειστούμε μέσα ώσπου να γυρίσει ο καθηγητής. Θα εμποδίσουμε την ψυχίατρο και θα βγάλουμε τις κασέτες (καταγραφής από τα βίντεο). Θα κάνουμε τις δουλειές μας και θα εφαρμόζουμε τον κανονισμό. Ο κανονισμός λέει να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα». Σημειώνουμε απλώς ότι ο καθηγητής Τον είναι αυτός που έχει αναλάβει την κύρια ευθύνη του πειράματος, αλλά και αυτός που τους απηύθυνε το λογύδριο εν είδει δεσμοφύλακα. Είναι δεσμοφύλακες και ως τέτοιοι θα αντιμετωπίσουν, σύμφωνα με τους κανόνες της φυλακής, τον οποιονδήποτε ακυρώσει το πείραμα, δηλαδή τη φυλακή. Η παραπάνω ομιλία εμφανίζει, όσο οποιαδήποτε άλλη, την ανάδυση αυτού του μη αποφασίσιμου νοήματος του ρόλου, που έχει παραγνωριστεί χάριν της γνώσης[20]: Από τη μια ‘αναγνωρίζουν’ ότι τεστάρεται η αντίδρασή τους σε τέτοιες συνθήκες και γι’ αυτό πρέπει να αντιδράσουν ‘σωστά’, από την άλλη απενεργοποιούν τα μέσα καταγραφής του τεστ και φυλακίζουν αυτούς που τους τεστάρουν. Ομιλία που οργανώνει μια άλλη τάξη, της οποίας η γλώσσα (της φυλακής) είναι σύμμαχος και οδηγός, καθώς τους επιτρέπει να υπερασπιστούν, να συγκρατήσουν και να επιβάλλουν τη διαφορά τους. Διαφορά που συγκροτείται στη βάση της διάκρισης του νοήματος του κάθε ρόλου και στην ταυτόχρονη απώθηση της αναβολής αυτού του νοήματος μέσω της ιδεολογικής έγκλησης, ήτοι μιας μεταφυσικής της οντολογίας. Η στιγμή που ο καθηγητής Τον επιστρέφει για να ακυρώσει το πείραμα και έρχεται αντιμέτωπος με έναν δεσμοφύλακα, είναι η στιγμή που εξεικονίζεται ως ίχνος το μη αποφασίσιμο του νοήματος του ρόλου των δεσμοφυλάκων. Ο δεσμοφύλακας κοντοστέκεται, υψώνει το όπλο, διστάζει και τελικά πυροβολεί εξ επαφής στο κεφάλι τον καθηγητή Τον. Απόφαση που λάβωσε τη «γνώση» που την γέννησε και επικύρωσε διπλά το αδύνατο του πειράματος και της επιστήμης της ψυχής να ανακτήσει τη θετικότητά της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλτουσέρ, Λ., 1983, Θέσεις, Αθήνα Θεμέλιο ·
Δοξιάδης, Κ., 1992, Υποκειμενικότητα και Εξουσία, Αθήνα Πλέθρον ·
Καρτάλου, Α., 2006, ‘Εγκλεισμός στην Τηλεόραση: Όροι Αναπαράστασης και Ανάγνωσης του Μέσου’, στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμ) Εικόνες Φυλακής, Αθήνα Πατάκης ·
Λακάν, Ζ., 1977, Το Σεμινάριο, βιβλίο ΧI: Οι Τέσσερις Θεμελιακές Έννοιες της Ψυχανάλυσης, Αθήνα Ράππας · Λακάν, Ζ., 1979, ‘Το Στάδιο του Καθρέφτη ως Διαμορφωτής της Λειτουργίας του Πρώτου Ενικού προσώπου (je) Έτσι Όπως μας Αποκαλύπτεται στην Ψυχαναλυτική Εμπειρία’, Ο Πολίτης, τεύχος 25 ·
Σωσύρ, Φ., 1979, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Αθήνα Παπαζήσης ·
Φουκώ, Μ., 1989, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα Ράππας ·
Φουκώ, Μ., 1987, Η Αρχαιολογία της Γνώσης, Αθήνα Εξάντας ·
Φουκώ, Μ., 1970, Η Τάξη του Λόγου, Αθήνα Ηριδανός ·
Φουκώ, Μ., 1993, Οι Λέξεις και Τα Πράγματα, Αθήνα Γνώση ·
Φουκώ, Μ., 1991, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, Αθήνα Ύψιλον
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Μ.Φουκώ ,1989, σελ. 266 [2] Ό.π, σελ. [3] 1ος κανόνας: οι κρατούμενοι θα απευθύνονται ο ένας στον άλλο με τους αριθμούς που είναι πάνω στις μπλούζες τους 2ος κανόνας: οι φυλακισμένοι θα απευθύνονται στους δεσμοφύλακες προσφωνώντας τους ‘κύριοι δεσμοφύλακες’ 3ος κανόνας: οι κρατούμενοι θα τρώνε όλο το φαγητό που τους σερβίρεται 4ος κανόνας: όταν σβήνουν τα φώτα, οι κρατούμενοι θα πρέπει να σταματούν να μιλούν ο ένας στον άλλο. 5ος κανόνας: όποιος δεν υπακούει στους κανόνες θα τιμωρείται Μια ανάλυση που θα εκκινούσε από τον Γκόφμαν και τον Φουκώ θα ήταν σημαντική για να δείξει τους σκοπούς και τα αποτελέσματα αυτών των κανόνων. Με αυτήν την ανάλυση δεν θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία, παρά μόνο στο σημείο που εμπλέκονται στη συγκρότηση των υποκειμένων. [4] Η ιδεολογία για τον Αλτουσέρ ορίζεται ως «η ‘παράσταση’ της φανταστικής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του». Αλτουσέρ, 1983, σελ 99 [5] Ό.π, σελ.114 [6] Καρτάλου, 2006, στο Κουκουτσάκη (επιμ), Εικόνες Φυλακής [7] Αλτουσέρ, 1983, σελ.114 [8] Φουκώ, 1991, σελ. 95 [9] Δοξιάδης, 1992, σελ. 57 [10] Αυτό μπορεί να διαφανεί αν συγκριθεί ο λόγος, που βγάζει μπροστά σε όλα τα άτομα πριν ακόμα ταξινομηθούν σε δεσμοφύλακες και φυλακισμένους, με το λόγο που παραθέσαμε. [11] Δοξιάδης, 1992, σελ 57 [12] Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεσμοφύλακες δεν συνειδητοποιούν ότι καταγράφονται από τις κάμερες των ψυχιάτρων, αλλά ότι παραγνωρίζουν ως τι καταγράφονται. [13] Λακάν, 1977, σελ 66 [14] Δοξιάδης Κ., 1992, σελ 48 [15] Λακάν, 1977, σελ 68 [16] Ο Σωσύρ στα μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας (Σωσύρ, 1979, κεφ.1) προσδιορίζει τη γλώσσα ως ένα σύστημα διαφορών, δηλαδή ως ένα άθροισμα μονάδων, η καθεμιά από τις οποίες συγκροτεί το νόημά της από τη διαφορά με τις άλλες. [17] Φουκώ, 1989 [18] Η ανάδυση του απωθημένου δε σημαίνει απαραίτητα και την κατανόησή του. [19] Ενδιαφέρον είναι ότι η απαγόρευση της βίας δεν εμπεριέχεται στους πέντε κανόνες της φυλακής, αλλά βρίσκεται εκτός αυτών ως ανθρώπινη συνθήκη συγκροτητικής μιας εξουσίας-γνώσης, που παράγει το υποκείμενο ‘άνθρωπος’ εννοιολογώντας το. Η βία από τη μια απαγορεύεται, καθώς αυτό που σκοπεύουν οι γιατροί είναι το έντονο ψυχικό στρες, από την άλλη λανθάνει μέσα στους κανόνες, ως πιθανό ενδεχόμενο ικανό να δημιουργήσει αυτή την ένταση της ψυχής, η οποία χρειάζεται να καταγραφεί. Γι’αυτό άλλωστε το πείραμα δεν σταματά με τα πρώτα σημάδια της βίας. Η σχέση σώματος, βίας και επιστημών του ανθρώπου είναι εξόχως σημαντική στην ανάλυση του πειράματος, αλλά αυτό θα αποτελούσε αντικείμενο μιας άλλης εργασίας. [20] Γνώση και με τις δύο προβολές της, της ψυχαναλυτικής (γνώση του υποκειμένου για την ενότητά του) και της φουκωικής (ως εξουσία-γνώση που συγκροτεί αυτό το υποκείμενο)
Η φωτογραφία είναι από τη δ/ση
Σ' αυτή την διεύθυνση θα βρείτε πληροφορίες για το πραγματικό Stanford Prison Experiment: http://www.prisonexp.org/slide-2.htm
ΑπάντησηΔιαγραφή