Μάριος Ζ.
Θα πρέπει ευθύς εξαρχής να πω ότι συμφωνώ απόλυτα με την ουσία της υπόθεσης και το δίκαιο του αιτήματος για άρση του μέτρου της προσωρινής κράτησης. Δυσφορώ ωστόσο με την φράση που υπάρχει στην πρώτη παράγραφο της petition για την ηλεκτρονική συλλογή υπογραφών: «και είχε την ατυχία να βρεθεί στο πεδίο δράσης ενός ασύδοτου, πωρωμένου και ψεύτη αστυνομικού» -και όχι κάποιου άλλου, δηλαδή; Και εξηγούμαι: μακάρι να ήταν η ατυχία ή το πρόβλημα κάποιοι πορωμένοι και ψεύτες αστυνομικοί και τότε ας τους αναφέρουμε και στην πρώτη παράγραφο ως μείζονος σημασίας στοιχείο. Μακάρι να ήταν τα άτομα μόνον [ως πορωμένοι και ψεύτες] αυτοί που ορίζουν ποιος πρέπει να βρίσκεται στην κάθε θέση την κάθε στιγμή για να μην «αναγνωριστεί» ως ύποπτος και όχι ένα ολόκληρο σύστημα με τις επιταγές, τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, την κουλτούρα του. Δυσφορώ, λοιπόν, όταν, προκειμένου να υποστηρίξω ένα αίτημα, θα πρέπει να συναινώ ή ν’ αναπαράγω ευκολίες και θετικιστικές αγκυλώσεις που βάζουν στο κέντρο τον «κακό» [αστυνομικό ή παραβάτη] και όχι το κακό των ίδιων των θετικιστικών αγκυλώσεων, τις οποίες δεν αμβλύνει στο ελάχιστο η καταγγελτική ρητορική –έτσι κι αλλιώς οι επιδόσεις των φορέων του κυρίαρχου λόγου στην ατομοκεντρική ρητορική είναι μακράν πιο προχωρημένες κι αποτελεσματικές στο να διαβρώνουν την καθημερινότητα με «αυτονόητα», όπως ότι ένας νεαρός με σακίδιο και ράστα μαλλί σε μια διαδήλωση είναι κάτι σαν απασφαλισμένη πολεμική μηχανή. Γιατί αυτό δεν εδράζεται στην πώρωση ή την κακότητα του αστυνομικού ή στην αμέλεια, την αδιαφορία… του ανακριτή και του εισαγγελέα που αποφάσισαν αβασάνιστα την προφυλάκιση∙ είναι μια προκατάληψη που διαβρώνει με όρους «αυταπόδεικτης αλήθειας» όλα τα στάδια του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης∙ μια προκατάληψη που παράγεται -και επιβεβαιώνεται αναπαραγόμενη!- ως «θεσμική αλήθεια», καθιστώντας έτσι τα υποκείμενα του ποινικού μηχανισμού πομπούς και δέκτες συνάμα, τμήματα του σπιράλ μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Η κανικότητα του υπόπτου
Ας δούμε απλώς τις αφηγήσεις που αναπαράγονται στα ΜΜΕ –και όχι μόνον!- γύρω από παρόμοια περιστατικά, την υπογράμμιση των στοιχείων τα οποία, έστω [αν όχι κυρίως] ως μέρος της καταγγελίας για αυθαίρετη σύλληψη, ανατρέπουν την κανονικότητα της συμμετοχής ενός νεαρού σε μια διαδήλωση: συμμετείχε ή ήταν περαστικός; ήταν σε μπλοκ ή περιφερόταν ανένταχτος; πήγαινε στη δουλειά του, γυρνούσε από τη δουλειά του, δεν έχει σχέση με διαδηλώσεις και βρέθηκε τυχαία στο σημείο, ήταν καλός φοιτητής και χάνει χρόνο από τις σπουδές του, …, θέτοντας έτσι εκτός κανονικότητας την συμμετοχή στη διαδήλωση, σε συγκεκριμένο μπλοκ, ενός μη εργαζόμενου, μη φοιτητή ή κακού φοιτητή, με ράστα ή άλλο [πλην του «κανονικού»!] στυλ μαλλιών… Ισχυρότατη, λοιπόν, η επίδραση της επίσημης ρητορικής που ορίζει κανονικότητες, όταν καταλήγει να αναπαράγεται, έστω και εν μέρει, στον καταγγελτικό λόγο, αναπαριστώντας έτσι εν πολλοίς και τις συνθήκες της δικαστικής κρίσης. Έτσι, μετατοπίζεται το κέντρο βάρους από τους θεσμούς στα πρόσωπα, ενόσω οι φορείς του καταγγελτικού λόγου διατείνονται ότι μιλούν περί των θεσμών.
Προσωρινή κράτηση: κανονικότητα και εξαιρέσεις
Ως παράδειγμα θα φέρω τον ίδιο τον θεσμό της προσωρινής κράτησης και την κατά κόρον εφαρμογή του. Θα διαχωρίσω δε την «κανονικότητα» της συνήθων επιλογών από τις επιλογές σε έκτακτες περιστάσεις [ενίοτε με χαρακτηριστικά ηθικού πανικού], στις οποίες εντάσσονται και οι πάσης φύσεως κινητοποιήσεις που γεμίζουν με κόσμο τους δρόμους.
Ο ισχύων νόμος προβλέπει την προσωρινή κράτηση ως εξαιρετικό μέτρο και μόνον όταν συντρέχουν οι προβλεπόμενες περιστάσεις. Ας πάρουμε, λοιπόν, μια από αυτές, την διάπραξη κακουργηματικής πράξης, όχι με βάση τον νομικό χαρακτηρισμό της [αντικειμενική υπόσταση] αλλά δεσπόζουσες αντιλήψεις περί κακουργημάτων που ορίζουν και τον βαθμό απαξίας της πράξης ή της επικινδυνότητας του δράστη. Δεν χρειάζεται να κουράσουμε την μνήμη μας για να ανακαλέσουμε περιπτώσεις οικονομικής [όχι περιουσιακής] εγκληματικότητας όπου δεν επιβλήθηκε προσωρινή κράτηση. Πράξεων, δηλαδή, που επισύρουν μεν βαρύτατες ποινές αλλά οι δράστες τους βρίσκονται υψηλά στην κοινωνική ιεραρχία –έτσι κι αλλιώς, ποιος από τους «συνήθεις κακοποιούς» θα μπορούσε να εμπλακεί στη διαχείριση εκατομμυρίων για να βρεθεί κατηγορούμενος;-, άρα εξ ορισμού βρίσκονται και στο απυρόβλητο των ορισμών επικινδυνότητας. Στην κανονικότητα, δηλαδή, τού να μην βρίσκεται στις γεμάτες από υπόδικους φυλακές, για παράδειγμα, ένας καθηγητής πανεπιστημίου ή ένας δήμαρχος που κατηγορούνται για κακουργηματικές πράξεις. Αυτό δεν είναι η εξαίρεση, εξαίρεση [αν όχι ανατροπή της τάξης πραγμάτων!] θα ήταν το αντίθετο, το να αναμειχθούν αυτοί οι κατηγορούμενοι με τον συνήθη ποινικό πληθυσμό, τις «επικίνδυνες τάξεις», τη ζωτική λύμφη με την οποία τρέφεται το ποινικό σύστημα.[1] Αυτοί είναι οι «ανώνυμοι», οι μεγάλοι αριθμοί της κανονικότητας…
«Εξαιρετικές περιπτώσεις» με τους ανάλογους «εξαιρετικούς φιλοξενούμενους» των φυλακών, ενδημούν θα λέγαμε στην ελληνική επικράτεια σε περιόδους κινητοποιήσεων, με βασικό χαρακτηριστικό την κατασκευή μιας κατηγορίας επικίνδυνης νεολαίας, αυξομειούμενη ως προς το μέγεθος και τα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά και τη δαιμονοποίηση κοινωνικών και πολιτικών χώρων που ορίζονται ως δεξαμενές βίας. Εμβληματική συνθήκη αποτελέσανε οι προληπτικές, μαζικές προσαγωγές -στην ουσία, προσωρινή σύλληψης και κράτηση υπόπτων στα αστυνομικά τμήματα- πολιτών ενόψει των φετινών κινητοποιήσεων για την επέτειο του Δεκέμβρη.[2]
Μια βασική, λοιπόν, μεταβλητή είναι η μετάθεση του κέντρου βάρους σε καταστάσεις και όχι σε πράξεις, σε καταστάσεις επικινδυνότητας.[3] Έτσι, σε ό, τι αφορά τα άτομα, η συμμετοχή τους στην κατάσταση, σε συνδυασμό με την εμφάνιση ή την ηλικία, στοιχεία που ενεργοποιούν ένα ιδεολογικό οπλοστάσιο που περιλαμβάνει την ανάδυση της κατηγορίας Νεολαία νοηματοδοτούμενης ως πρόβλημα, υποστασιοποιούν την αόριστη απειλή σε συγκεκριμένους δράστες. Το ποιοι θα είναι οι «δράστες» είναι πια θέμα τύχης από τη στιγμή που το άτομο γίνεται μέρος μιας επίφοβης, απειλητικής κατηγορίας, στο βαθμό που η πραγματική συνθήκη [συλλαλητήρια, συνήθεις κινηματικές διαδικασίες κ.ο.κ.] αποσπάται από τα συνήθη σημασιολογικά πλαίσια και ενδύεται αρνητικές σημασίες ως εν δυνάμει συνθήκη κοινωνικής αταξίας ή ανομίας.
Επίμετρο. Η κανονικότητα της μαρτυρικής κατάθεσης
Το πείραμα: Μάθημα Ανακριτικής, ο καθηγητής στην έδρα, οι φοιτητές στα έδρανα, ένα κανονικό πανεπιστημιακό μάθημα. Άνοιξα την πόρτα χωρίς να την χτυπήσω, μπήκα στην αίθουσα τόσο όσο να είμαι ορατή από όλους και ανακοίνωσα ότι ξεκίνησε αιματηρή εξέγερση στις φυλακές Κορυδαλλού, η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου, είχε τηλεφωνήσει ο Διευθυντής των φυλακών και ήθελε να μιλήσει κατεπειγόντως με τον καθηγητή. Στη συνέχεια, πλησίασα την έδρα και άφησα επάνω ένα ντοσιέ που κρατούσα στα χέρια μου, Όταν έφυγα, ο καθηγητής ζήτησε από τους φοιτητές να γράψουν τι συνέβη λίγο πριν στην αίθουσα και, κυρίως, την ακριβέστερη δυνατή δική μου περιγραφή.[4] Η πιο ακριβής περιγραφή που έδωσε μικρό ποσοστό των συμμετεχόντων, αφορούσε απλώς τον σωματότυπό μου, ενώ με κάποια συχνότητα υπήρχε και αναφορά [όχι πάντα ακριβής περιγραφή] στα μαλλιά μου. Σίγουρα, πάντως [κι αυτό είχα την δυνατότητα να το επιβεβαιώσω λίγο αργότερα] ελάχιστοι θα μπορούσαν να με αναγνωρίσουν αν με ξανάβλεπαν στο δρόμο ή σε χώρο εκτός πανεπιστημίου ή/και με άλλο ντύσιμο. Όσο για το ντοσιέ, μόνον ένας είχε παρατηρήσει ότι άφησα κάτι στην έδρα.
Επικαλούμαι την εμπειρία δικής μου συμμετοχής σε πείραμα για την αξιοπιστία της μαρτυρικής κατάθεσης, αλλά η Κοινωνική Ψυχολογία έχει εμπλουτίσει το σχετικό ζήτημα με πολύτιμο εμπειρικό υλικό –ένα μικρό παράδειγμα το πολύ γνωστό πείραμα το οποίο, εάν δεν κάνω λάθος, αναπαράγεται και με τη μορφή ανεκδότου: ένας μαύρος που τρέχει στο δρόμο είναι κλέφτης που προσπαθεί να ξεφύγει και όχι θύμα κλοπής που κυνηγάει τον κλέφτη!
[1] Όπως την χαρακτηρίζει ο Dario Melossi (Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, στο Εικόνες Φυλακής) για να συνεχίσει, αναφερόμενος στα μεγάλα πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα στην Ιταλία της δεκαετίας του ’90: «παρά την περιστασιακή αφέλεια κάποιων δικαστών, που παίρνοντας κατά γράμμα τη μορφή του νόμου, προσπάθησαν εν τω μεταξύ να μας στείλουν «αναπάντεχους» φιλοξενούμενους, αλλά αστόχαστα!»
[2] Βλέπε σχετικά τις απόψεις νομικών όπως αναφέρονται σε ρεπορτάζ της του Χρήστου Ζέρβα, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, με αφορμή τις συλλήψεις του φετινού Δεκέμβρη, στο http://crimevssocialcontrol.blogspot.com/2009/12/2009_16.html
[3] Βλέπε και το κείμενο του Θωμά Παπακωνσταντίνου H Προστασία του Πολίτη υπό τη σκιά του Δεκέμβρη
-->
[4] Προκειμένου να γίνει περισσότερο κατανοητό το πείραμα, θα πρέπει να σημειώσω ότι: σε ύψος είμαι κάτω του μετρίου. Την εποχή στην οποία αναφέρεται η αφήγηση, είχα μακριά, μαύρα σγουρά μαλλιά και, την συγκεκριμένη ημέρα, φορούσα μια πράσινη γκαμπαρντίνα, παπούτσια με μέτριου ύψους τακούνι και κρατούσα στα χέρια ένα ντοσιέ. Σποραδικά, σε κάποιες [λίγες] απαντήσεις, αναφέρθηκα ως ψηλή, ξανθιά ενώ τα μαλλιά μου, σε μια απάντηση, έγιναν γούνινος γιακάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου