Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Ανήλικοι παραβάτες και ΜΜΕ

"Η αναπαράσταση είναι μια πολύ διαφορετική έννοια από την αντανάκλαση, γιατί συνεπάγεται το ενεργητικό έργο της επιλογής και της παρουσίασης, της δόμησης και της διαμόρφωσης: όχι απλά τη μετάδοση ενός προϋπάρχοντος νοήματος, αλλά το ενεργητικότερο έργο του να κάνεις τα πράγματα να παράγουν νόημα"(Stuart Hall, 1989: 102, «Η επανανακάλυψη της “ιδεολογίας”: η επάνοδος του απωθημένου στις μελέτες για τα Μέσα», στο Κομνηνού Μ., Χ. Λυριντζής, επιμ., Κοινωνία, Εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης) 
 Πριν λίγο καιρό, και με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, οι ανήλικοι πρωταγωνιστούσαν στο δημόσιο λόγο. Πλήθος οι αναφορές και ποικίλες οι ερμηνείες του φαινομένου της «εξέγερσης του Δεκέμβρη»· μυθοποιημένη η συνθήκη της ανηλικότητας, αφηγήσεις με ήρωες και δαίμονες κράτησαν τους ανήλικους στο προσκήνιο για το μεγαλύτερο ίσως διάστημα που αξιώθηκαν ποτέ να αποσπάσουν την προσοχή μας. Τέλειωσε, όμως, ο Δεκέμβρης και ξαναγυρνάμε στη ρουτίνα των συνήθων αφηγήσεων, όπου η ανηλικότητα επανέρχεται περιοδικά στη συζήτηση με συνηθέστερη την αναφορά στην «νεανική παραβατικότητα».  
Κατασκευάζοντας την εικόνα
Μια συνήθης πρακτική που χρησιμοποιείται στην ειδησεογραφία για το έγκλημα είναι η θεματοποίηση, δηλαδή η ένταξη της είδησης σε μια θεματική κατηγορία. Έτσι, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, τα ΜΜΕ “κατασκευάζουν” κατηγορίες εγκληματικότητας με τυπικούς δράστες, συνθήκες, υποψήφια θύματα κλπ.: εγκλήματα μεταναστών, εγκλήματα κατά ηλικιωμένων, εφηβική εγκληματικότητα, εγκληματικότητα σε σχέση με χρήση και διακίνηση ναρκωτικών, εγκληματικότητα προαστίων.[1] Εμβληματικό επ’ αυτού το δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου της 17 /2/ 2009 [http://www.e-tipos.com/newsitem?id=76065] [2] Τίτλος: «Μαθητές και συμμορίες», υπότιτλος: «Θύματά τους και αδύναμοι ηλικιωμένοι»
Και αρχίζει το δημοσίευμα: Με όπλο τον «τσαμπουκά», κρατώντας στιλέτα, σουγιάδες, αλυσίδες, σιδηρογροθιές μέχρι και κλομπ, σπέρνουν το φόβο μέσα και έξω από το σχολείο. Ολοένα και περισσότεροι μαθητές συμμετέχουν σε συμμορίες ανηλίκων εκβιάζοντας, απειλώντας και κλέβοντας, είτε συνομηλίκους τους είτε ηλικιωμένους οι οποίοι είναι αδύναμοι να αντισταθούν. Έρευνα του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Πανεπιστήμιου της Αθήνας καταδεικνύει πως ένας στους δέκα μαθητές είναι μέλος παρέας που εμφανίζει παραβατική συμπεριφορά, ενώ, σύμφωνα με την υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων της ΕΛ.ΑΣ., το 2008 συνελήφθησαν μόνο στην Αττική 2.700 ανήλικοι, εκ των οποίων το 40% αφορά στην ομαδική παραβατικότητα. 
Την εικόνα της Αποκάλυψης που δίνει η πρώτη παράγραφος, έρχεται να ενισχύσει ο επιστημονικός λόγος και ο λόγος των αριθμών. Τα ακαταμάχητα τεκμήρια, δηλαδή. Αν προσέξουμε όμως, η έρευνα του ΕΠΕΕ μιλάει για «παρέες που εμφανίζουν παραβατική συμπεριφορά», η αρμόδια υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ αναφέρεται σε «ομαδική παραβατικότητα» που σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει δομή και οργάνωση συμμορίας, ενώ πουθενά στο δημοσίευμα δεν αναφέρονται καταγγελίες, έστω, για επιθέσεις σε «αδύναμους ηλικιωμένους» για τις οποίες προετοιμάζει ο υπότιτλος. 
Και συνεχίζει το δημοσίευμα: Η δράση των συμμοριών ανηλίκων τα τελευταία χρόνια δεν έχει περιοριστεί απλά στην απόσπαση κινητών, χρημάτων ή ρούχων από τους συμμαθητές τους, αλλά και σε ληστείες, ακόμη και σε διακίνηση ναρκωτικών. Σύμφωνα με τον προϊστάμενο της Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων κ. Γιώργο Τζανακάκη, «αν και αυτές οι παρεούλες υπήρχαν και παλαιότερα, σήμερα έχουν αναβαθμίσει ‘‘ποιοτικά’’ τη δράση τους, καθώς δεν έρχονται αντιμέτωπες μόνο με τους συμμαθητές τους ή τους μαθητές άλλων σχολείων αλλά κάνουν και μικροκλοπές, οι οποίες μπορεί να εξελιχτούν σε βίαιες ληστείες». Όπου οι «συμμορίες» γίνονται «παρεούλες» των οποίων η δραστηριότητες μπορεί να εξελιχθούν σε βίαιες ληστείες. Δεν υπάρχει, δηλαδή, μια διατύπωση που να επιβεβαιώνει την εικόνα όπως, για παράδειγμα, "έχουν εξελιχθεί σε βίαιες ληστείες"
Παίζοντας με τους αριθμούς
Στα «σκληρά δεδομένα», τώρα, στους αριθμούς:
Το 2008 σε αριθμούς 2.700 συλλήψεις (συνολικότερα για όλο το φάσμα των αδικημάτων) 1.000 αφορούν σε τροχαίες παραβάσεις 241 σε ναρκωτικά (κατοχή και διακίνηση: οι περισσότεροι αλλοδαποί) 300 σε κλοπές 12 σε ληστείες * Στοιχεία 2008 από την Υποδιεύθυνση Προστασίας Ανηλίκων μόνο για την Αττική  
Πρώτη παρατήρηση: Είναι συνήθης πρακτική των ΜΜΕ να βασίζουν τις αφηγήσεις περί εγκληματικότητας στα στοιχεία των αστυνομικών στατιστικών, τα οποία αφορούν συλλήψεις και όχι τις καταδίκες που περιλαμβάνονται στις δικαστικές στατιστικές. Στοιχεία, δηλαδή, που αφορούν την είσοδο στο ποινικό σύστημα και όχι την έξοδο με θεσμική αναγνώριση της ενοχής. Δεν χρειάζεται δε να είσαι ειδικός για να καταλάβεις ότι οι δύο κατηγορίες στοιχείων διαφέρουν πολύ, καθώς ένας μεγάλος αριθμός των συλληφθέντων δεν προωθείται καν στα επόμενα στάδια, δεν φτάνει καν στο δικαστήριο, το οποίο προφανώς εκδίδει και απαλλακτικές αποφάσεις…  
Δεύτερη παρατήρηση: Αναλύοντας τους αριθμούς, προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συλλήψεων αφορούν τροχαίες παραβάσεις, στις οποίες, όσο κι αν τραβήξεις στα άκρα το επιχείρημα, η παρουσία «συμμορίας» δεν προκύπτει. Στην δε τρίτη σε συχνότητα κατηγορία υποσημειώνεται ότι οι περισσότεροι συλληφθέντες είναι αλλοδαποί. Μια κατηγορία, δηλαδή, που αποτελεί ένα από τα κατεξοχήν αντικείμενα της αστυνομικής επιτήρησης, με αποτέλεσμα τη σημαντική παρουσία τους στις αστυνομικές στατιστικές χωρίς αυτό να σημαίνει αναγκαία και την αντίστοιχη συμμετοχή τους στην, θεσμικά αναγνωρισμένη και καταχωρισμένη στις δικαστικές στατιστικές, εγκληματικότητα. Ας δούμε ένα θεωρητικό αλλά καθόλου εξω-πραγματικό παράδειγμα: ενημερώνεται η Αστυνομία για ύποπτες κινήσεις ατόμων που μπορεί να σημαίνουν ότι σχεδιάζεται διάρρηξη, κλοπή αυτοκινήτου, επίθεση σε περαστικούς κ.ο.κ. Ανάμεσα στους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη δράση της Αστυνομίας είναι, το είδος γειτονιάς και αναμενόμενα χαρακτηριστικά ατόμων που μπορεί να συχνάζουν σ’ αυτήν, η κρίση περί αξιοπιστίας των μαρτύρων που θα ενημερώσουν την αστυνομία περί των "ύποπτων κινήσεων", τα χαρακτηριστικά περαστικών που μπορεί να τους καταστήσουν ύποπτους, η πίεση ανωτέρων για συλλήψεις υπόπτων γιατί επικρατεί ένα κλίμα φόβου και μια αντίληψη περί ανεπαρκούς αστυνόμευσης κ.ο.κ. Τίποτα από όλα αυτά δεν αφορά αντικειμενικά γεγονότα αλλά εκτιμήσεις περί των γεγονότων. Καθότι δε οι φορείς του ποινικού συστήματος είναι επιρρεπείς στα στερεότυπα, η επίδραση παραγόντων που δεν αφορούν γεγονότα αλλά εκτιμήσεις περί των γεγονότων είναι καθοριστικής σημασίας για την μελέτη όχι της εγκληματικότητας, αλλά της απονομής του επίσημου στίγματος. Δηλαδή της δράσης των διωκτικών αρχών κατ' αρχήν, αλλά και των λοιπών υποσυστημάτων του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης στη συνέχεια, διαμέσου της οποίας παράγεται η επίσημη εικόνα της εγκληματικότητας. Έτσι, μια δεύτερη ανάγνωση των αριθμών, στους οποίους βασίζεται εν πολλοίς το δημοσίευμα και η «τεκμηρίωση» του επιχειρήματος, αναδεικνύει ένα από τα πολλαπλά επίπεδα κατασκευής της είδησης, της εικόνας και του ερμηνευτικού πλαισίου που παρέχουν τα ΜΜΕ στα θέματα που επιλέγουν να αναφερθούν. Στην εικόνα, όμως, που κατασκευάζεται -και ως περαιτέρω στοιχείο του υποστρώματος-, αποδίδονται και "πραγματικά" αποτελέσματα που παράγονται στο επίπεδο της κοινωνικής πρόσληψης των φαινομένων. Ως μικρό παράδειγμα της λειτουργίας των media να συντελούν στη διαμόρφωση της κοινωνικής αντίδρασης στο έγκλημα διαμέσου της αναπαράστασης του, αναφέρω τη σφυγμομέτρηση που παρατίθεται στο τέλος του δημοσιεύματος.
ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΨΗΦΟΦΟΡΙΕΣ Θεωρείτε ότι υπάρχει έξαρση της παιδικής παραβατικότητας; Ναι (576) 85,2% Οχι (100) 14,8% Που βασίζεται η στάση η οποία καταγράφεται; "Σε εικόνες, εικόνες των εικόνων, έναν απέραντο χώρο διαμεσολαβητικών κατόπτρων" [Ferrell & Sanders, 1995: 14]
___________________________________________________________
[1] Από την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, αναφέρω την κλασική μελέτη των Hall, S. et al. (1978) Policing the Crisis: Mugging, the State, and Law and Order, London, Macmillan [ένα ειδικότερο κεφάλαιο στα ελληνικά: Χωλ. Στ., κ.α., (1989) «Η αστυνόμευση της κρίσης – Η εξισορρόπηση των εκδοχών: η εκμετάλλευση του Χάντσγουόρθ», στο Μ. Κομνηνού, Χ. Λυριτζής (επιμ.) (1989), Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης] Από ελληνικές μελέτες εντελώς ενδεικτικά αναφέρω: Tσίλη, Σ. (1995) Η Τοξικομανία ως Ιδεολογικό Διακύβευμα. Η Περίπτωση της Ελλάδας. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Κωνσταντινίδου Χ. (1999), «Κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος. Η εγκληματικότητα των αλβανών μεταναστών στον αθηναϊκό Τύπο», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια) Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον .

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Η θεωρία των "σπασμένων παραθύρων"...

...τα διπλά τζάμια και άλλες ιστορίες μηδενικής ανοχής Γνωστή, έστω και σαν όρος, η «μηδενική ανοχή» στην εγκληματικότητα. Όρος ο οποίος συνδέθηκε με το όνομα του δημάρχου της Νέας Υόρκης Rudolph Giuliani και με την πρώτη εφαρμογή αυτών των τεχνολογιών κοινωνικού ελέγχου που ονομάστηκαν μηδενική ανοχή. Λιγότερο γνωστή είναι ίσως η συνδρομή του επιστημονικού λόγου στην νομιμοποίηση των σύγχρονων τιμωρητικών πρακτικών, με την αναβίωση του λόγου περί επικινδυνότητας σχεδόν με λομπροζιανούς όρους. Από τις πιο γνωστές εκδοχές αυτού του λόγου, είναι η περίφημη θεωρία του «σπασμένου παραθύρου» (J.Q. Wilson, βλ. σχετικά Τζαννετάκη, 2006). Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι σοβαρές μορφές εγκληματικότητας μπορεί να προληφθούν μόνον αν αντιμετωπισθούν βήμα προς βήμα οι μικρές, καθημερινές μορφές παραβατικότητας («όποιος κλέψει ένα αυγό, θα κλέψει κι ένα βόδι»). Εκπονούνται, λοιπόν, «κατηγορίες επικινδυνότητας» με βάση τις οποίες θα πρέπει να καθορίζεται η ποινή, ανεξάρτητα από τη βαρύτητα του εγκλήματος. Η συγκεκριμένη θεωρία, χωρίς ποτέ να τύχει εμπειρικής επιβεβαίωσης, αποτέλεσε βασικό θεωρητικό στήριγμα των πολιτικών μηδενικής ανοχής, τις οποίες εφάρμοσε στη δεκαετία του ’90 ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Rudolph Giuliani (βλ. σχετικά, Vacuant, 2001: 30 κ.ε.). Βασικό χαρακτηριστικό των διαφόρων παραλλαγών της «μηδενικής ανοχής» είναι να εμφανίζουν οι τιμωρητικές πρακτικές σαφή προνεωτερικά χαρακτηριστικά, καθώς σταδιακά υποχωρούν οι αρχές που εισήγαγε στον ποινικό μηχανισμό η νεωτερικότητα με στόχο να χαλιναγωγήσουν την τιμωρητική βία και να εγγυηθούν ατομικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα: κεντρική έννοια αναδεικνύεται αυτή της «κοινωνικής αταξίας» και μείζον διακύβευμα η, με κάθε τρόπο, τήρηση της τάξης. Εμβληματικό αυτής της τάσης είναι το παράδειγμα των ΗΠΑ, όπως το αναλύει ο Vacuant (Vacuant, 2001), όπου οι διακυμάνσεις του ποινικού πληθυσμού εμφανίζονται να είναι ανεξάρτητες από τις διακυμάνσεις της εγκληματικότητας και να προκύπτει το αξιοπερίεργο φαινόμενο του επταπλασιασμού του ποινικού πληθυσμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες, φαινόμενο το οποίο συμβαδίζει με περιόδους σταθερότητας ή και μείωσης της εγκληματικότητας. Υπάρχει, όμως, και μια ακόμα συνέπεια, ίσης βαρύτητας με τις θεσμικές πρακτικές καθαυτές, στο επίπεδο της ακύρωσης ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Και αυτή αφορά τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το θέμα του νόμου και της τάξης στον ευρύτερο δημόσιο λόγο και σε συνάρτηση πάντα με τον θεσμικό κατασταλτικό λόγο που, με την συνδρομή και του λόγου των πάσης φύσεως "ειδικών", παράγει κατηγορίες επικινδυνότητας με όρους ατομικών ή/και κοινωνικών χαρακτηριστικών, πολιτικής τοποθέτησης κ.ο.κ. Και αναφέρομαι στην συγκρότηση συλλογικών υποκειμένων που αναπαριστώνται ως διαταρακτικά της δημόσιας τάξης και φορτώνονται το βάρος της εγκληματικότητας ως κατ’ εξοχήν φορείς της κ.ο.κ. [1] Οι κατασκευές αυτές συνυπάρχουν με / και τροφοδοτούν ένα λόγο περί ανεπάρκειας του ποινικού μηχανισμού να αποκαταστήσει την τάξη και, κατ’ επέκταση, το διακύβευμα ξεφεύγει από τον απλό έλεγχο της εγκληματικότητας, ορίζεται με όρους "δημόσιας τάξης" και "εθνικού συμφέροντος" και οδηγεί στην άμεση ή έμμεση ενεργοποίηση του ιδεολογικού άξονα υπέρ του κράτους και της επιβολής του νόμου και της τάξης (Νικολαϊδης, 2006). Ένας ιδεολογικός λόγος, όμως, ο οποίος αναπόδραστα δημιουργεί και προετοιμάζει τη κοινωνική νομιμοποίηση μιας πραγματικής κατηγορίας, αυτής των "αγανακτισμένων πολιτών", κατηγορία-ομπρέλλα που στεγάζει από τους ανεγκέφαλους που κραδαίνουν τα κουμπούρια για να... προστατευθούν από τους εγκληματίες/λαθρομετάστες μέχρι τους χρυσαυγίτες και λοιπά φασιστοειδή που δεν χρειάζεται καν να επικαλεστούν ανεπάρκειες του κατασταλτικού μηχανισμού για να τελειώνουν μια κι έξω με τις ενοχλητικές "μειοψηφίες"...
Χθες, 24 Φλεβάρη, τα τζάμια στο στέκι μεταναστών στα Εξάρχεια δεν έσπασαν γιατί ήταν διπλά.
Δολοφονική επίθεση με χειροβομβίδα την ώρα που ήταν σε εξέλιξη μια εκδήλωση του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης. Το κείμενο καταγγελίας [αυτό που κοινοποιήθηκε μέχρι στιγμής, γιατί υποθέτω ότι θα υπάρξουν κι άλλα] υπάρχει στη συνέχεια. Ας δούμε, όμως, μια άλλη συνέχεια [continuum] που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η επιτομή συνθηκών «επικινδυνότητας» όπως αναπαράγονται στο πλαίσιο ενός κυρίαρχου λόγου [με ευρεία νομιμοποίηση; Μένει να το δούμε και όχι βέβαια μόνον στα παράθυρα του MEGA, για το οποίο δεν υπήρξε επίθεση εφόσον δεν υπήρξε είδηση]: Εξάρχεια, Στέκι μεταναστών, Αντιρρησίες Συνείδησης και «συνοδοιπόροι» -μιας και το παρελθόν, οι λεγόμενες «άλλες εποχές», φαίνεται να μας κλείνει όλο και πιο συχνά το μάτι. Πολλαπλά στοχοποιημένοι χώροι και πολλά τα ερωτήματα: Τι σημαίνει μια δολοφονική επίθεση σε ένα τέτοιο συνδυασμό στόχων; Αποτελεί "μεμονωμένο περιστατικό"; Είναι μέρος σχεδίου που βρίσκεται σε εξέλιξη; Αφυπνίζεται το παρακράτος και οργανώνεται φασιστική τρομοκρατία; Δράση αυτόκλητων Ράμπο που αναλαμβάνουν να "καθαρίσουν" τα Εξάρχεια για λογαριασμό της αστυνομίας; Έχει επιληφθεί του θέματος η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία που κάνει διπλοβάρδιες για τα γκαζάκια; Τι σημαίνει η εκκωφαντική σιωπή των, λαλίστατων μέχρι πρότινος, αστυνομικών Αρχών και κυβερνητικών παραγόντων; Και, κυρίως, μας αφορούν αυτές οι επιθέσεις;
...την άλλη φορά, τα τζάμια μπορεί να μην είναι διπλά! Δολοφονική επίθεση με χειροβομβίδα στο Στέκι Μεταναστών Χτες το βράδυ 24/2/09 στις 10:05 «άγνωστοι» πέταξαν χειροβομβίδα στο Στέκι Μεταναστών που βρίσκεται στην οδό Τσαμαδού στα Εξάρχεια (στον ίδιο χώρο στεγάζονται και τα γραφεία του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα). Εκείνη την ώρα το Στέκι ήταν γεμάτο κόσμο μιας και είχε ανοιχτή εκδήλωση ο Σύνδεσμος Αντιρρησιών Συνείδησης και συνεδρίαζε το συντονιστικό της οργάνωσης μας. Η επίθεση δεν είχε θύματα από καθαρή τύχη δεδομένου ότι η χειροβομβίδα δεν μπόρεσε να σπάσει το διπλό τζάμι του παραθύρου, έκανε γκελ, και τελικά έσκασε στη ζαρντινιέρα που βρίσκεται μπροστά στο κτίριο. Η χτεσινή φασιστική παρακρατική δολοφονική επίθεση εντάσσεται στη γενική προσπάθεια καθεστωτικής αντεπίθεσης μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη. Όλο το τελευταίο διάστημα παρατηρούμε την όξυνση της κρατικής και παρακρατικής βίας καθώς και μια εκστρατεία μαύρης προπαγάνδας ενάντια στους χώρους αντίστασης («η άκρα Αριστερά είναι υπεύθυνη για τη βία»). Οι «άγνωστοι» που πέταξαν τη χειροβομβίδα δεν στρέφονται μόνο εναντίον μας, αλλά ενάντια συνολικά στο ανταγωνιστικό κίνημα, σε όσους και όσες εξεγέρθηκαν το Δεκέμβρη, σε όσες και όσους αρνούνται έμπρακτα τη δικτατορία των αγορών και τη «δημοκρατία» του ροπάλου. Είναι μάλλον περιττό να πούμε ότι δεν πρόκειται να κάνουμε βήμα πίσω, είναι μάλλον περιττό να δηλώσουμε ότι το παρακράτος θα πάρει την απάντηση που του αξίζει Αθήνα 25 Φεβρουαρίου 2009 Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα [1] Από ελληνικούς τίτλους για το θέμα αυτό σημειώνω ενδεικτικά: Vacuant, L., 2001, Οι Φυλακές της Μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης, Παρασκευόπουλος, Ν., 2003, Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: Πατάκης, Τζαννετάκη, Τ., 2006, Ο νεοσυντηρηριτισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής: Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson, Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, Melossi, D., 2006, «Ποινικές πρακτικές και ‘διακυβέρνηση των πληθυσμών’ στους Marx και Foucault, στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης, Melossi, D., 1999, «Κοινωνική θεωρία και μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον, Νικολαϊδης, Α. 2006, «Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης.
Οι φωτογραφίες είναι από τις δ/σεις: http://www.graffiti.org/index/brokenwindowsces_sign.jpg και themichaelduffyfiles.blogspot.com/2008/11/duf...

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

Franco Basaglia
[εκδόσεις έργων του στα ελληνικά και το κείμενό του "Το σώμα του Τσε Γκεβάρα"]

Αυτό το οποίο εξυπηρετούν τόσο η ιατρική όσο και η ποινική ιδεολογία είναι, διαμέσου αυθεντικών εννοιολογήσεων του μη φυσιολογικού, να περιορίσουν το φαινόμενο μεταθέτοντάς το σ’ ένα πεδίο που διασφαλίζει την εγκυρότητα των κανόνων. Δεν πρόκειται για μια τεχνική απάντηση σε εξειδικευμένα προβλήματα, αλλά για μια αμυντική στρατηγική που τείνει στη διατήρηση του status quo σε όλα τα επίπεδα.

[F. Basaglia, F. Basaglia – Ongaro (1976), La maggioranza deviante. L’ ideologia del controllo sociale totale, Torino: Einaudi, σελ. 20]

Το όνομα του Franco Basaglia είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία του αντιψυχιατρικού κινήματος των δεκαετιών ’60 και ’70 στην Ιταλία, με τις κριτικές που ασκήθηκαν στους ψυχιατρικούς θεσμούς και τον αντιθεραπευτικό τους χαρακτήρα, στην ιδεολογία «ομαλότητας» που συντηρούν. Το όνομα του Franco Basaglia είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένο και με τα προγράμματα αποϊατρικοποίησης, αυτοθεραπείας κλπ., που άνθισαν την ίδια περίοδο μέσα από τις κριτικές στην ιδρυματική μεταχείριση και την επισήμανση του αντιθεραπευτικού της χαρακτήρα. Ήρθαν όμως χαλεποί καιροί και έτσι η ιστορία αυτή δεν αναφέρεται πλέον μόνον στα "πειράματα ελευθερίας", αλλά στην αντοχή των ψυχιατρικών θεσμών στο χρόνο και στην ικανότητά τους να απορροφούν τους κραδασμούς και να επιβιώνουν αλώβητοι. "Το δημόσιο ψυχιατρείο μοιάζει εξίσου ανθεκτικό με τη φυλακή, τουλάχιστον για τα άτομα που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσφύγουν στην ελεύθερη αγορά θεραπείας", λέει ο S. Pfohl (Images of deviance and social control: a sociological history, 1994, New York: McGraw-Hill σελ. 141)
Πρόσφατα εκδόθηκαν στα ελληνικά δύο έργα του Franco Basaglia: «Οι θεσμοί της βίας και άλλα κείμενα» εκδ. «Τετράδια Ψυχιατρικής» - «Βιβλιοτεχνία» «Εναλλακτική Ψυχιατρική» εκδ. Καστανιώτη Η παρουσίασή τους έγινε την Τετάρτη 25 Φλεβάρη στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε εκδήλωση που οργάνωσε η Πανελλαδική Συσπείρωση για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση (http://www.psyspirosi.gr/) Στην εκδήλωση μοιράστηκε το κείμενο με τίτλο "Το σώμα του Τσε Γκεβάρα", γραμμένο από τον Franco Basaglia και την Franca Basaglia – Ongaro αμέσως μετά την ανακοίνωση του θανάτου του Τσε από τα ΜΜΕ. Βρίσκεται στην ιστοσελίδα της Συσπείρωσης [http://www.psyspirosi.gr/index.php/2009-03-14-22-07-33]

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Η μιαρότητα ως αντίσταση...

...και ως ανάδυση του φύλου, στις φυλακές Armagh της Μαρίας Τσιγάρα
dirty protest Armagh Stuart Brisley  
Αντί εισαγωγής: Η dirty protest των ανδρών του Long Kesh… Από το 1968, καθώς οι διαμάχες στην Βόρεια Ιρλανδία κλιμακώνονται, παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού των βρετανικών φυλακών με κρατούμενους του IRA. Η αύξηση αυτή, όπως επισημαίνει και ο Feldman(1991) ο οποίος έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το ζήτημα, αντικατοπτρίζει την στάση του βρετανικού κράτους έναντι της πολιτικής διαμάχης στην βόρεια Ιρλανδία. Σταδιακά η αναγνώριση της εθνικής και πολιτικής καταγωγής των κρατουμένων μεταστοιχειώθηκε σε εγκληματικοποίηση τους, ακυρώνοντας τις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στις διαμάχες. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι η κυβέρνηση είχε παραχωρήσει το status του πολιτικού κρατούμενου μόλις το 1972 και μετά από διαρκείς απεργίες πείνας των κρατουμένων. Το 1976 όμως το αποσύρει, εξαιρώντας δηλαδή τους παραστρατιωτικούς της βόρειας Ιρλανδίας από την ειδική κατηγορία των πολιτικών κρατουμένων. Κατά την περίοδο που οι κρατούμενοι αποτελούσαν ειδική κατηγορία, συγκροτούσαν μια συλλογικότητα εντός της φυλακής, με δική της οργάνωση, απαλλαγμένη από την ιδρυματική εργασία και την ομοιόμορφη ένδυση. Είχαν την δυνατότητα να συναναστρέφονται και να εκπαιδεύονται. Η νέα αποπολιτικοποίηση του στάτους τους, τους έφερε σε μια ολότελα νέα κατάσταση, όπου ουσιαστικά, αντιμετωπίζονται ως μονάδες, ως άτομα, περιορίζονται ο καθένας στο κελί του, με όμοια ενδυμασία με τους άλλους τρόφιμους, αριθμό ταυτότητας ενώ τους επιβάλλεται και ο κανόνας της σιωπής. Υπόκεινται, κατά συνέπεια, στις πρακτικές των ολοπαγών ιδρυμάτων, με την έννοια που να αναλύει ο Γκόφφμαν στα Άσυλα, και οι οποίες οδηγούν στην απονέκρωση του εαυτού, στην ακύρωση της ιδιαίτερης ταυτότητας. Ενώ ως τότε είχαν αποφύγει, ως ένα βαθμό και σε σχέση με τους κοινούς κρατούμενους, αυτές τις πρακτικές, εντάχθηκαν πλέον στον αυστηρό προγραμματισμό της φυλακής το οποίο έλεγχε κάθε πτυχή της ζωής τους, ακολουθούσαν το ίδιο πρόγραμμα με τους υπόλοιπους έγκλειστους, από τους οποίους δεν διαχωρίζονταν ούτε και χωρικά. Γεγονός το οποίο δεν αποδέχονταν καθώς το εκλαμβάνανε ως μιαντική έκθεση σε ανεπιθύμητες συναναστροφές την οποία επικύρωνε η ομοιομορφία της ένδυσης με τη στολή του ιδρύματος: Η στολή έρχεται να στιγματίσει το σώμα, όπως επισημαίνει και ο Feldman (1991), να δημιουργήσει έναν δεύτερο εγκλεισμό μέσα στον εγκλεισμό, να κάνει το σώμα αναγνώσιμο από τους φύλακες. Το «στίγμα» της στολής προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις μεταξύ των κρατουμένων. Στην φυλακή Long Kesh οι παραστρατιωτικοί ως απάντηση, ξεκινούν την "blanket protest"(διαμαρτυρία της κουβέρτας) κατά την οποία, αρνούμενοι να φορούν τις στολές της φυλακής και μη έχοντας άλλα ενδύματα, καλύπτονταν με τις κουβέρτες τους ή σε πολλές περιπτώσεις έβγαιναν γυμνοί από τα κελιά τους, καθιστάμενοι έτσι ακόμη πιο ευάλωτοι στην κακοποίηση και τις παρενοχλήσεις των φυλάκων. Με τις κακοποιήσεις των φυλάκων εναντίον τους να γίνονται όλο και συχνότερες (στις οποίες συγκαταλέγονταν σωματικοί έλεγχοι, πρωκτική εξέταση με καθρέφτη για τον εντοπισμό λαθραίων αντικειμένων, άρνηση επίσκεψης στην τουαλέτα, άρνηση στο πλύσιμο, περιορισμός τροφής κλπ), οι κρατούμενοι, αρχίζουν να μην βγαίνουν από τα κελιά τους ούτε καν για να πάνε στην τουαλέτα(1978), μετατρέποντας, προοδευτικά και ουσιαστικά εξαιτίας της κλιμακούμενης βίας από τους δεσμοφύλακες, την "blanket protest" στην "dirty ή no wash protest". Πραγματοποιούν τις ανάγκες τους εντός των κελιών τους ενώ απλώνουν τα περιττώματα του στους τοίχους, γράφοντας μάλιστα πολλές φορές συνθήματα με αυτά: Με την "no wash protest", οι φυλακισμένοι ξαναντύνουν τα γυμνά σώματά τους με μια νέα απωθητική επιφάνεια αντίστασης (Feldman,1991). Η σωματική τους μιαρότητα, από τρωτότητα τους παρείχε πια ενδυνάμωση (empowerment). Ανασημαίνοντας τα περιττώματα τους στους τοίχους, τα καθιστούν εγγραφές, αποδείξεις του τι συνέβαινε στην φυλακή. Στην μίανση του σώματός τους από τους φύλακες, οι κρατούμενοι απαντούν με την εξωτερίκευση της μιαρότητας και την εγγραφή της στους τοίχους, το μιαρό κελί συμβολίζει το παραβιασμένο, μιασμένο σώμα των κρατουμένων. Η διοίκηση αντιδρά με συνεχή μετεγκατάσταση σε καθαρά κελιά και καταναγκαστικό, εξαιρετικά βίαιο, πλύσιμο και ξύρισμα, ακόμη και ρίψη καυτού νερού πάνω στους κρατούμενους ενόσω βρίσκονταν μέσα στα κελιά προκαλώντας τους έτσι και εγκαύματα. Όμως η διάβρωση του τιμωρητικού μηχανισμού από τα ίδια του τα εργαλεία είναι πλέον γεγονός. Η αντίσταση μέσα στην φυλακή, πρώτα με την «διαμαρτυρία της κουβέρτας» στην συνέχεια με την "dirty protest" και τέλος με την απεργία πείνας, δίνει στους αγώνες εντός της φυλακής, έναν χαρακτήρα ισοδύναμου συμπληρώματος με τις μάχες στους δρόμους. Καθιερώνει τους διαμαρτυρόμενους ως μαρτυρικές μορφές και το δοχείo–όπλο για αυτό είναι το ίδιο το γυμνό, βρώμικο, στερημένο από τροφή σώμα. Όπως αναφέρει ο Feldman (1991), παραπέμποντας σε μια φουκωική προσέγγιση, το σώμα είναι ένα ουσιώδες συστατικό της υλικής κατάστασης του εγκλεισμού. Οποιαδήποτε επιτελεστική μετατροπή του σώματος, αμοιβαία μετέτρεπε τις υλικές συνθήκες του εγκλεισμού. Έτσι το σώμα, μέσω της ανασήμανσής του, διαρρηγνύει την πειθαρχία της φυλακής παράγοντας αντίσταση.
Mairead Farrell [1] Οι γυναίκες της φυλακής Armagh Τον Φεβρουάριο του 1980, οι γυναίκες κρατούμενες του IRA στην φυλακή Armagh, αποφασίζουν και αυτές να ξεκινήσουν την δική τους "dirty protest", διαμαρτυρόμενες επίσης για τη στέρηση του στάτους του πολιτικού κρατούμενου. Είχε προηγηθεί αποχή από την εργασία της φυλακής, η οποία επίσης πρωτύτερα δεν ίσχυε για τις πολιτικές κρατούμενες (στις γυναίκες δεν επιβλήθηκε η κοινή ένδυση). Η διοίκηση, απαντώντας, κλιμακώνει την βία εναντίον τους. Όπως και στην περίπτωση των ανδρών, οι ενέργειες των φυλάκων, παίρνουν μια απρόσμενη τροπή, καθώς οι κρατούμενες μετατρέπουν την τιμωρία τους σε όπλο… Τα γεγονότα-αφορμή, που οδήγησαν τις γυναίκες στην δική τους "dirty protest", εξελίχθηκαν ως εξής: οι γυναίκες κλήθηκαν σε ένα πλούσιο γεύμα προκειμένου να βγουν από τα κελιά τους. Ακολούθησε επιδρομή των φυλάκων σε αυτά και έρευνα των χώρων. Η Mairead Farrell (αρχηγός των γυναικών) υποστήριξε ότι η επιδρομή έγινε για να εντοπίσουν μαύρα ρούχα, τα οποία συμβόλιζαν την υποστήριξη του IRA. Παράλληλα οι ίδιες υποβλήθηκαν σε βίαιο σωματικό έλεγχο και ξυλοδαρμό, με σαφές σεξουαλικό «υπόστρωμα», καθώς για αυτόν τον έλεγχο ειδικά έφεραν άντρες φύλακες από τις ανδρικές φυλακές με το πρόσχημα ότι έτσι θα συντόμευε ο χρόνος του ελέγχου. Η τιμωρία τους, όπως επισημαίνει και η Begonia Aretxaga(1997), είχε σαφώς έμφυλο χαρακτήρα. Οι άντρες δεσμοφύλακες, ενώ τους έδερναν, τους έσκιζαν τα ρούχα ή, αστειευόμενοι, σχολίαζαν το θύμα τους με σεξουαλικού περιεχομένου σχόλια κλπ. Δεν επρόκειτο μόνο για εκπειθάρχηση αλλά για ταπείνωση της γυναίκας-κρατούμενης και επικύρωσης της κυριαρχίας του άντρα δεσμοφύλακα. Άλλωστε, όπως υποστήριξε ο Φουκώ, η σεξουαλικότητα μοιάζει να είναι μια πυκνή μετάθεση για τις σχέσεις εξουσίας. Η βία που ασκήθηκε στις ιρλανδές κρατούμενες δεν συνιστούσε μόνο πειθαρχική τεχνολογία στο σώμα αλλά βασιζόταν και σε μια πολιτισμική και ψυχολογική διάσταση: Οι άντρες-φύλακες είχαν πλήρη επίγνωση του ότι με αυτές τις ενέργειες θα θίξουν, θα ταπεινώσουν, θα βεβηλώσουν όχι μόνο το σώμα, αλλά και την ψυχή των εγκλείστων. Κατά τον Φουκώ η τιμωρία έχει στόχο και την ψυχή, να επιδράσει βαθύτερα στην σκέψη, στη θέληση, στο θυμικό (1976) ειδικά σε σώματα, όπως αυτών των γυναικών, που είχαν ενσταλάξει, εγγράψει το habitus ενός αυστηρού καθολικού περιβάλλοντος, όπου δεν γινόταν ποτέ λόγος για την σεξουαλικότητα. Μετά από αυτήν την άγρια διαμάχη, απαγορεύτηκε στις κρατούμενες να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες και τα ντους και περιόρισαν το φαγητό τους. Στην συνέχεια, και όταν οι πόρτες ξανάνοιξαν, οι ίδιες οι κρατούμενες αρνούνταν να βγουν, εναποθέτοντας όλες τις σωματικές ακαθαρσίες τους εντός των κελιών τους και στους διαδρόμους. Ακαθαρσίες που πια δεν αποτελούνταν μόνο από περιττώματα και ούρα, όπως στα αντίστοιχα κελιά του Long Kesh, αλλά και από αίμα. Στην περίπτωση δηλαδή των γυναικών, προέκυψε και μια άλλη διάσταση της διαμαρτυρίας προσθέτοντας σε αυτήν την "κοπρολογική οικολογία", όπως την ονόμασε ο Feldman(1991), και το αίμα της περιόδου. Μέσω του αίματος, εισήγαγαν μια ολότελα έμφυλη διάσταση του καθεστώτος της κράτησής τους, φέρνοντας στο προσκήνιο τον έμφυλο χαρακτήρα της ποινής τους, ως εκτεθειμένες στην σεξουαλική κακοποίηση των αντρών φυλάκων, αλλά και τον δικό τους αγώνα που συνήθως επισκιαζόταν από τις ενέργειες των ανδρών του IRA. Με άλλα λόγια μέσω της προσθήκης του αίματος, απέκτησαν ορατότητα ως έμφυλα όντα, καταδεικνύοντας επιπλέον πως ναι μεν είναι ίσες με τους άνδρες στον αγώνα αυτό αλλά, ταυτόχρονα, είναι και διαφορετικές. Έτσι, θα έλεγε κανείς πως βγήκαν από μια διπλή σιωπή: από την μια αυτή που προέκυπτε από τους άνδρες συναγωνιστές τους ως προς την πρόσφορά τους στον αγώνα και, από την άλλη, ως γυναίκες κρατούμενες με πολύ διαφορετικές ανάγκες από αυτές των ανδρών καθώς και ευάλωτα σημεία. Η θέαση του αίματος της εμμήνου ρύσεως έρχεται να ταράξει τα νερά, όχι μόνο του βρετανικού ποινικού συστήματος που τις κακοποιεί, των ανδρών του IRA που θεωρούν δευτερεύουσας σημασίας την πρόσφορά τους, άλλα ακόμα και του καθολικού περιβάλλοντος εντός του οποίου είχαν γαλουχηθεί αυτές οι γυναίκες και το οποίο αντιμετώπιζε ως ταμπού καθετί που αφορούσε το σώμα, την σεξουαλικότητα, κατά συνέπεια και την έμμηνο ρύση. 
 Το αίμα Η παρουσία του αίματος, όπως γραφεί και η Begonia Aretxaga (1995), κατέστησε τα σώματα των γυναικών της Armagh απολύτως έμφυλα και σεξουαλικοποιημένα. Τα έμμηνα σόκαραν όχι μόνο ως κάτι το μιαρό αλλά, πάνω από όλα, ως κατεξοχήν σεξουαλικοποιημένο. Επιπλέον οι συνδηλώσεις περί γονιμότητας, βίας και πόνου επίσης δεν διέφευγαν της σκέψης… Οι γυναίκες που μετείχαν στους αγώνες του IRA αποσιωπούνταν όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου της Aretxaga (1997), στο οποίο ασχολείται με το ζήτημα των γυναικών αγωνιστριών, είναι ενδεικτικός. Η παρουσία των γυναικών στις φυλακές Armagh επίσης αποσιωπείται, ακόμα και η προβολή της "dirty protest" επικεντρώνεται στους άντρες. Ήδη την ίδια τη στιγμή που το εμμηνορροϊκό αίμα των γυναικών κάνει την εμφάνιση του στο πάτωμα και τους τοίχους της φυλακής, επιχειρείται και πάλι η αποσιώπηση του γεγονότος όχι μόνο από την διοίκηση της φυλακής αλλά και από τους οικείους των εγκλείστων λόγω της ντροπής που το συνοδεύει. Όμως το γεγονός ξεπερνά τις αποσιωπήσεις, ακόμα και τις δηλωμένες προθέσεις των ίδιων των γυναικών που δεν είχαν ως σκοπό την ανάδειξη του έμφυλου ζητήματος, και φέρνει στο προσκήνιο ζητήματα φεμινισμού, βίας και διαμαρτυρίας, τα οποία διαφορετικά δεν θα αναδεικνύονταν. Η ντροπή που αισθάνονταν και οι άντρες αλλά και οι ίδιες οι διαμαρτυρόμενες ανέδειξε τον τρόπο με τον οποίο είχαν γαλουχηθεί, εντός ενός πολύ αυστηρού καθολικού περιβάλλοντος, όπου αποτελούσε ταμπού αυτή η μηνιαία "μιαρή έκκριση" που συνοδεύει την ζωή μιας γυναίκας. Το προβαλλόμενο γυναικείο πρότυπο είναι της Παρθένου, με ιδανικό στόχο μια μητρότητα της οποίας αποκρύπτεται η σχέση με τη σεξουαλική επαφή και οδηγεί τις γυναίκες σε ένα μίσος εναντίον του ίδιου τους του σώματος, καθώς το σώμα δεν παραμένει ποτέ σε μια άυλη, ουδέτερη, ασεξουαλική σφαίρα, δημιουργώντας έτσι ενοχές για την υλική του διάσταση και τη σχέση του με τη σεξουαλικότητα. Στο πολιτισμικό αυτό πλαίσιο, η έμμηνος ρύση θεωρείται μιαρή όπως και οι γυναίκες στο διάστημα αυτό. Επομένως, με το να μετέχουν οι γυναίκες αυτής της διαμαρτυρίας υπερέβαιναν και τις επιταγές με τις οποίες είχαν κοινωνικοποιηθεί. Άλλωστε αυτό ακριβώς αποδεικνύει και η μη στήριξη τους από το περιβάλλον τους, καθώς οι οικογένειές τους τις αντιμετώπιζαν, σε ένα μεγάλο ποσοστό, αρνητικά: Η κατάλυση κάθε παραμέτρου καθαριότητας και υγιεινής, η έκθεση της σεξουαλικής τους διαφοράς, μέσω της περιόδου τους, θεωρείτο ανάρμοστη για μια γυναίκα. Η Aretxaga(1997) αναδεικνύει το εμμηνορροϊκό αίμα ως σύμβολο των αληθινών σωμάτων των γυναικών του IRA. Το αίμα αυτό, αντικειμενικοποίησε την διαφορά τους, τις έκανε γυναίκες άσχετα με το γεγονός ότι, ακόμα και στην ίδια τους την κοινότητα, τις αποκαλούσαν κορίτσια, ουδετεροποιώντας τες σεξουαλικά. Μάλιστα υπολάνθανε η αντίληψη ότι η πολιτική δράση (πόσο μάλλον η φυλάκιση) δεν άρμοζε στις γυναίκες και ειδικά στις παντρεμένες. Μετά το γάμο, θεωρούσαν ότι έπρεπε να παύει κάθε πολιτική δραστηριότητα. Το αίμα, λοιπόν, λειτούργησε ως ένα μαρκάρισμα του φύλου (gender marker). Όπως αναφέρει η Leila Neti (Aldama,επιμ. 2003), ένα πρωτόγονο σύμβολο έρχεται να αποσταθεροποιήσει μοντέρνες πρακτικές πειθαρχίας και Λόγους της νεωτερικότητας (υγιεινή κλπ). Κατά την Mary Douglas(1984), οι νεωτερικές κοινωνίες διακατέχονται από τρόμο όσο αφορά την μόλυνση, ως ένα matter out of place, ως κάτι που απειλεί την τάξη. Ως μιαρό δηλαδή ορίζει αυτό που απειλεί την εκάστοτε τάξη πραγμάτων (in context πάντα). Η Douglas(1984), αναφέρει στο «Purity and Danger» ότι όλα τα όρια είναι επικίνδυνα γιατί είναι ευάλωτα και τα ανοίγματα του σώματος συμβολίζουν τα τρωτά του σημεία. Κατ' επέκταση, οτιδήποτε τα διασχίζει ενδύεται με φόβο ή δύναμη. Και ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο, αυτή η «ένδυση» διαφέρει (π.χ, στην εβραϊκή παράδοση το αίμα θεωρείται πηγή ζωής, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να το αγγίζει κανείς, παρά μόνο σε ειδικές περιστάσεις). Η Douglas(1984) επίσης υποστηρίζει ότι βιώνουμε τα σεξουαλικά μας σώματα διαμεσολαβούμενα από πολιτισμικές αναπαραστάσεις. Σε αυτές, οι γυναίκες (τουλάχιστον σε μεγάλο κομμάτι της δύσης) είναι πιο επιρρεπείς στην μόλυνση ως φορείς μιαρότητας, ως σώματα με διαρροές ("leaking bodies") από μη ελεγχόμενα υγρά, όπως το αίμα. Ο έλεγχος των ροών του σώματος συνδέεται με την ντροπή. Η εκπαίδευση του παιδιού για την τουαλέτα για παράδειγμα, στοχεύει ακριβώς στο να την περιορίσει. Αντίθετα το αίμα της περιόδου δεν ελέγχεται, συνιστώντας πάντα πηγή ντροπής για τη γυναίκα. Στην δυτική κουλτούρα αναφέρει η Elisabeth Grosz(1994) τα σωματικά υγρά-ροές είναι αναγκαία αλλά είναι μη αξιοπρεπή, μη ποιητικά, καθημερινά χαρακτηριστικά της ύπαρξης. Το γυναικείο σώμα, συνεχίζει, κατασκευάστηκε ως μια ροή χωρίς σχήμα και αυτό το μη σχήμα που εμπεριέχει όλα τα σχήματα συνιστά αταξία, απειλεί την τάξη άρα, σύμφωνα με το σχήμα της Douglas, συνδέεται άμεσα με την μιαρότητα. Όλα συμβολίζουν το σώμα αλλά και το σώμα συμβολίζει τα πάντα (Douglas,1984), αναπαριστά κοινωνικές και συλλογικές φαντασιώσεις και εμμονές. Οι επιφάνειες και τα ανοίγματά του αναπαριστούν την πολιτισμική περιθωριακότητα, την κοινωνική αποδοχή, την διαμάχη. Τα απειλούμενα όρια του πολιτικού σώματος αντικατοπτρίζονται στην φροντίδα για αγνότητα του φυσικού σώματος. Η μιαρότητα των γυναικών της φυλακής Armagh απειλούσε κατά αυτόν τον τρόπο όχι μόνο την τάξη της φυλακής ως πειθαρχικού συστήματος αλλά και την τάξη του άμεσου περιβάλλοντος εντός του οποίου οι εξεγερμένες είχαν κοινωνικοποιηθεί, της ίδιας της κοινότητας τους, Συνάμα, οι σωματικές τους ακαθαρσίες-παράγωγα δεν απειλούσαν μόνο τις δομές της φυλακής, τις δομές εξουσίας, άλλα και το ίδιο το υλικό σώμα των δεσμοφυλάκων. Ο φόβος του προνεωτερικού-μιαρού αίματος και των περιττωμάτων κρατούσε του φύλακες μακριά από την επιτήρηση των γυναικών και το άγγιγμα τους, άρα και την κακοποίηση τους. Ως θέαμα με ένα πλήρες αισθητηριακό αποτέλεσμα αλλά και ως συνδηλώσεις (αίμα ως καταγραφή βασανισμού, πόνου, κλπ) προκαλούσε στους φύλακες φόβο και ουσιαστικά αδυναμία στο να λειτουργήσουν όπως επιτάσσει το ποινικό σύστημα. Στις γυναικείες φυλακές οι δεσμοφύλακες φορούσαν στολή και μπότες για να μην λερωθούν και παρά ταύτα δεν άγγιζαν τίποτα γιατί φοβόνταν την μόλυνση. Θα έλεγε κανείς ότι αυτό συνιστά αντιστροφή της επιβολής ενός «ενδύματος», επιβεβλημένο όμως από τις κρατούμενες αυτήν την φορά. Παρά τα όποια μέτρα, όμως, οι οσμές διαπερνούσαν τα σώματα των φυλάκων απαιτώντας πολύωρο πλύσιμο με κάθε λήξη της βάρδιας τους. Η συμμετοχή τους σε αυτό επηρέαζε την προσωπική τους ζωή, την σχέση με την οικογένεια τους αλλά και την ευρύτερη κοινότητα που τους θεωρούσε και αυτούς μολυσμένους και τους απομόνωνε. Πολλοί παραιτούνταν ενώ όσοι παρέμεναν το έκαναν κυρίως με κίνητρο τον πιο υψηλό μισθό. Το αίμα, που έρχεται στην «dirty protest» να πλήξει τους ίδιους τους φύλακες, χρησιμοποιείτο πρωτύτερα και από τους ίδιους εναντίον των κρατουμένων. Μια πρακτική εκφοβισμού που διενεργούσαν ήταν, πριν την προσέλευση των εγκλείστων στα ντους, να ρίχνουν κόκκινη μπογιά υπονοώντας έτσι τις βιαιότητες που έλαβαν χώρα. Επίσης σε ανακρίσεις γυναικών υπάρχουν μαρτυρίες ότι, αν είχαν περίοδο, δεν τους επέτρεπαν να πλυθούν, να κρύψουν το ρέον αίμα, για να τις εξευτελίσουν κάνοντας τες να νιώσουν ντροπή. Το ίδιο αυτό αίμα που χρησιμοποιήθηκε ως μέσο ταπείνωσης, ανακατευθύνεται τώρα εναντίον των ανδρικών και μη κυρίαρχων πλέον σωμάτων, προκαλώντας τους τρόμο.  
Η γυναίκα έγκλειστη Πέρα από το ότι αυτό το συμβάν παρέχει ένα γόνιμο έδαφος έρευνας της συνάρθρωσης υποκειμενικότητας, φύλου και εξουσίας σε συνθήκες βίας, δύναται παράλληλα να αντιμετωπιστεί και ως μια περίπτωση που «παραδειγματικοποιεί»(exemplify) και πιστοποιεί πολλά από εκείνα με τα οποία ασχολείται και καταγγέλλει η φεμινιστική εγκληματολογία. Οι γυναίκες ευρύτερα, εξαιρούνται των μελετών που αφορούν την φυλάκιση τους, γεγονός που έχουν υποστηριχθεί ευρέως στο πλαίσιο της φεμινιστικής εγκληματολογίας (βλ. ενδεικτικά Meda Chesney Lind, 2006). Ακόμα και αν γίνει αυτή η αναφορά, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, γίνεται ενίοτε με μια διάθεση θυματοποίησης και ρομαντικοποίησης και όχι κατανόησης των γυναικών και του ευρύτερου context εντός του οποίου παρέβησαν τον νόμο. Είναι ουσιαστικά μη ορατές πολιτικά, εξαιτίας όλων των στερεοτύπων περί θηλυκότητας και της πρωτοκαθεδρίας που δίνεται στην ανδρική θέαση των πραγμάτων. Χαρακτηριστικά, η μελέτη του Feldman (1991) για τους κρατούμενους του IRA αναφέρεται στις γυναίκες επιγραμματικά(γεγονός που επισημαίνει και η Aretxaga, 1997, και για έργα άλλων συγγραφέων), ενώ αντιθέτως αναλύει στο πολυσέλιδο βιβλίο του κάθε λεπτομέρεια της ζωής των αντρών παραστρατιωτικών εντός των φυλακών. Στην περίπτωση της «dirty protest» τα μέσα ασχολήθηκαν με το ζήτημα των γυναικών εγκλείστων, αν και σαφώς σε μικρότερο βαθμό από αυτό των ανδρών. Η διαμαρτυρία τους αντιμετωπίστηκε με αποτροπιασμό, χωρίς όμως να αναφέρεται ρητά το θέμα των εμμήνων ή οι συνδηλώσεις του. Στην περίπτωση του δημοσιογράφου Tim Pat Cοogan, που αναφέρει η Neti(Aldama,επιμ.2003), ο οποίος επισκέφτηκε τις γυναικείες φυλακές, γίνεται λόγος για την ναυτία που του προκαλεί η μυρωδιά των «κοριτσιών», ενώ μιλά για βρώμικα ρούχα και όχι για το αίμα πάνω τους. Οι συγγενείς τους και η κοινότητα εν πολλοίς, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, επίσης αποσιωπούσε το ζήτημα, αποσιωπώντας ουσιαστικά τα σεξουαλικοποιημένα σώματα των γυναικών. Αισθανόταν ντροπή ενώ θεωρούσε, στα πλαίσια του γνωστού «θυματοποητικού» λόγου, πως οι γυναίκες της κοινότητας δεν ταιριάζουν στην φυλακή. Έτσι και ενώ η κοινότητα γνώριζε τι διαδραματιζόταν στις φυλακές, δεν ήθελε ούτε η ίδια να το παραδεχτεί γιατί επρόκειτο για τις γυναίκες της που κακοποιούνταν από τους εχθρούς-άλλους. Παρόλα αυτά η δυναμική του γεγονότος αυτού δεν μπορούσε να αναχαιτισθεί, επιφέροντας μια ρήξη ακόμα και μεταξύ των γυναικών εκτός φυλακής. Κάποιες γυναικείες οργανώσεις ήταν εναντίον της δράσης των εγκλείστων, ως μιμητικές της βίας των ανδρών, άλλες τις υποστήριζαν, ανασημαίνοντας αυτά που διακήρυττε ένας πιο mainstream φεμινισμός ο οποίος απέκοπτε το έμφυλο ζήτημα από το πολιτικό και το εθνικό. Η δράση τους σταδιακά γίνεται λόγος, η Nelly McCafferty, δημοσιογράφος (Aretxaga,1997), γράφει στην εφημερίδα «Ιrish times» :"Υπάρχει αίμα στους τοίχους της φυλακής Armagh", προκαλώντας μεγάλη ένταση. Οι ίδιες οι κρατούμενες δημοσιεύουν στην ίδια εφημερίδα ζητώντας έναν επαναπροσδιορισμό του φεμινισμού, εμφανίζοντας τον αγώνα τους όχι ως μόνο ως φεμινιστικό ζήτημα αλλά ως βαθιά κοινωνικό και ανθρώπινο. Η ορατότητα των γυναικών και μέσω του ζητήματος των εγκλείστων δρα καταλυτικά και σε πολιτικό επίπεδο. Το 1980, το κόμμα του Sinn Fein υιοθετεί για πρώτη φορά μια πολιτική που αφορά και τις γυναίκες ενώ ιδρύεται ένα κέντρο γυναικών, περίπου δύο χρόνια μετά, για κακοποιημένες γυναίκες από τους άνδρες και την φτώχεια, ξεχασμένες τόσο καιρό μέσα στην τύρβη του πολέμου. Η Pat Carlen(2002), στα κείμενά της έχει καταδείξει το ζήτημα της έμφυλης ουδετερότητας η οποία περιβάλλει τις ποινές, ενώ ξεκάθαρα η ποινή αφορά έμφυλα σώματα. Με άλλα λόγια, ενώ η ποινή εμφανίζεται έμφυλα ουδέτερη σαφώς και φιλτράρεται μέσα από στερεότυπα περί θηλυκότητας, μέσα από τον ανεπίσημο έλεγχο των γυναικών. Μια γυναίκα που δεν υποτάσσεται στους ανεπίσημους κανόνες, όπως ενδεχομένως μια γυναίκα με πολεμική και στρατιωτική δραστηριότητα -όπως οι γυναίκες του IRA-, θα αντιμετωπιστεί αυστηρότερα από τον επίσημο έλεγχο, καθώς αυτή η δραστηριότητά της δεν συνάδει με τον προσδοκώμενο έμφυλο ρόλο της. Το «φίλτρο» της ποινής έρχονται σαφώς να συμπληρώσουν και αναπαραστάσεις που αφορούν την εθνική καταγωγή, την οικονομική κατάσταση, την τάξη. Οι Ιρλανδές γυναίκες αντιμετωπίζονται, στερεοτυπικά, από τους Βρετανούς ως βρώμικες, άγριες-απολίτιστες κλπ. άρα πιο επιρρεπείς στην φυλάκιση τους. Οι γυναίκες υπόκεινται σε αυτό που η Anne Worall (Pat Carlen, επιμ.,2002) αποκαλεί διπλή ποινή, καθώς τιμωρούνται γιατί παρέβησαν τον νόμο αλλά και γιατί απέτυχαν στον έμφυλο ρόλο τους. Πέρα από την επιβολή της ποινής και η ίδια η υλοποίηση της μέσω αυτής της υποτιθέμενης ουδετερότητας που την περιβάλει, δεν λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και την ειδική μεταχείριση που χρειάζονται οι γυναίκες-παραβάτες. Αποσιωπάται το γεγονός των σεξουαλικών συνδηλώσεων που έχουν πολλές πρακτικές εντός της φυλακής, όπως η σωματική έρευνα που σαφώς έχουν ένα πολύ διαφορετικό αντίκτυπο στις γυναίκες, ειδικότερα όταν διενεργούνται από άντρες. Στην περίπτωση της «dirty protest» αυτή η πρακτική της βίαιης σωματικής έρευνας από τον έμφυλο άλλο είναι που ταπείνωσε τις γυναίκες σε τέτοιο βαθμό που τις ώθησε σε αυτήν την ακραία μορφή διαμαρτυρίας. Η Barbara Hudson (Pat Carlen,επιμ.,2002) υποστηρίζει πως η γυναίκα παραβάτης αντιμετωπίζεται ως ίσα αλλά και ως όμοια και μάλιστα μέσω μιας ομοιότητας κατασκευασμένης από τον λευκό, μεσαίας τάξης, άνδρα. Οι φεμινίστριες κατέδειξαν ότι τα δικαιώματα και οι νόμοι κατ' επέκταση βασιστήκαν σε ένα ανδρικό αφήγημα της πραγματικότητας, στο ανδρικό φαντασιακό, στις ανάγκες του άνδρα πολίτη και σε αυτό υπόκειται και η γυναίκα, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η δική της οπτική και η έμφυλη διαφορά της. Αυτό ακριβώς ανέδειξε η «dirty protest», μέσω της παρουσίας του εμμηνορροϊκού αίματος στις φυλακές: οι γυναίκες είναι ίσες αλλά όχι όμοιες με τους άνδρες.  

Η αντίσταση μέσα από την φυλακή Η συνεχής επιτήρηση με κάθε τρόπο, οι ξυλοδαρμοί, οι σωματικοί έλεγχοι, η άρνηση ή χειραγώγηση, της αφοδευτικής λειτουργίας ή του πλυσίματος με στόχο το «σπάσιμο» των κρατουμένων και την μετατροπή τους σε απολύτως εξαρτώμενα από τους φύλακες τους υποκείμενα, αντιστράφηκε ολικά και στις δύο περιπτώσεις των αντρών και γυναικών εγκλείστων. Το ίδιο το σώμα, ως στόχος της ποινής, στο οποίο επένδυσε η διοίκηση για να τους/τις υποτάξει, το ίδιο αυτό σώμα, στην απόλυτη ταπείνωση του, στο σύρσιμο του σε μια νηπιακή κατάσταση, γίνεται το όπλο τους, συνιστώντας μια αντιστροφή της δύναμης, της τιμωρίας αλλά και της πρόκλησης φόβου. Αυτό το ίδιο σώμα που, μέσω της τιμωρίας του, στόχο είχε την παραγωγή πειθήνιων υποκειμένων, ανατρέπει την λειτουργία της φυλακής, καθώς καταλύει την επιτήρηση και την υποκειμενοποίηση, με την έννοια της αναμόρφωσης του ατόμου. Ένα ίδρυμα, προϊόν της νεωτερικότητας, απειλείται από τις προνεωτερικές, μη αποδεκτές εκκρίσεις του σώματος, από τον φόβο που προκαλούν στα όργανά του, τους φύλακες. Στις φυλακές του Long Kesh και της Αrmagh, οι κρατούμενοι/ες δεν είναι πια επιτηρήσιμοι/ες, οι φύλακες αποστρέφουν το βλέμμα και δεν είναι υποκειμενοποιήσιμοι/ες καθώς αρνούνται τις βασικές παραδοχές περί υγιεινής, αρνούνται όπως αναφέρει ο Feldman(1991) κυριολεκτικά, την toilet-training. Υπερβαίνουν την ντροπή και την αηδία που επιφέρει η έκκριση των υγρών των σωμάτων τους, αρνούμενοι έτσι κάθε πειθαρχική εξουσία που περνά μέσα από κανόνες υγιεινής και καθαριότητας. Μέσω της υπέρβασης αυτής, κατάφεραν να περιορίσουν τον έλεγχο του χώρου και των σωμάτων τους. Το σώμα ανθίσταται στις τεχνολογίες της εξουσίας εντός της φυλακής. Οι ακαθαρσίες ουσιαστικά ανασημαίνουν το ίδιο το στερεότυπο που αναπαράγουν οι Βρετανοί για τους Ιρλανδούς, όπως αναφέρει η Leila Neti(Aldama,επιμ.,2003). Η μιαρότητα, ο πρωτογονισμός συνδυάζεται στον Λόγο τους με την μη ικανότητα τους να αυτοκυβερνηθούν. Άρα δικαιολογεί και την βίαιη σωματική τιμωρία, κάτι που επιστρατεύουν άλλωστε ευρέως τα αποικιοκρατικά καθεστώτα. Η αναπαράσταση αυτή εκδηλωνόταν σε καθημερινές πρακτικές, ανέκδοτα, στην λογοτεχνία κλπ., και ανθούσε φυσικά σε περιόδους πολιτικής όξυνσης. Ουσιαστικά οι κρατούμενοι/ες οικειοποιούνται το στερεότυπο περί βρωμιάς και το ανασημαίνουν υπέρ τους. Η κοπρολογική οικολογία τους κατακρημνίζει τους βρετανικούς Λόγους και τον προβαλλόμενο από αυτούς πολιτισμό και αντανακλά την ίδια του την αποτυχία. Άλλωστε για αυτό οι Βρετανοί αρνούνταν ότι είχαν ευθύνη, ενώ η ίδια η βία των φυλάκων είναι που οδήγησε τους κρατούμενους στην «dirty protest» και της παρείχε και τα ίδια της τα «εργαλεία». Η διαμαρτυρία τους εξέθεσε την ίδια την βρωμιά και την βία των πρακτικών του βρετανικού κράτους. Κατά την Aretxaga(1995) με αυτό τον τρόπο αποκτά και άλλες πολιτισμικές αντηχήσεις, «υλοποιώντας» τα θαμμένα «σκατά»(shit) της βρετανικής αποικιοκρατίας και μια από-μεταφορικοποίηση (de-metaphorization) του αγρίου-βρώμικου Ιρλανδού. Η προσπάθεια «διαγραφής» των παραστρατιωτικών του IRA από την βρετανική κυβέρνηση ως πολιτικών κρατουμένων, ως ιδιαίτερων ταυτοτήτων και ως έμφυλων κρατουμένων στην περίπτωση των γυναικών, αποτυγχάνει, καθώς μέσω της διαμαρτυρίας κερδίζει ορατότητα ακόμα και αν είναι ακατανόητη ή μη αποδεκτή. Τέτοιες διαμαρτυρίες κάνουν γνωστή την κατάσταση των φυλακών μέσω των ΜΜΕ στο ευρύ κοινό και την απεκδύουν από την μυστικότητα που τη περιβάλλει, οδηγώντας ενδεχομένως σε άσκηση πιέσεων. Η διαμαρτυρία λειτούργησε διπλά, και εντός της φυλακής ενάντια στο ίδιο το ποινικό σύστημα αλλά και ευρύτερα στα πλαίσια του αγώνα του IRA που διεξαγόταν έξω από την φυλακή. Οι διαμαρτυρίες της φυλακής θεωρούνταν ισοβαρές συμπλήρωμα των αγώνων στους δρόμους (οι θέσεις του Bobby Sands συνέβαλαν πολύ σε αυτό, καθώς θεωρούσε ότι ο αγώνας στις φυλακές ήταν η οδός για την ίδια την ιδεολογική επιβίωση του IRA και την διατήρηση της συλλογικότητάς του), ενώ προκάλεσαν και την δολοφονία αρκετών φυλάκων από παραστρατιωτικούς εκτός φυλακής, ως αντίποινα για αυτά τα οποία διαδραματίζονταν εντός της. Και σε ένα τρίτο επίπεδο, αλλά διόλου λιγότερο σημαντικό, λειτούργησε ως προς την ορατότητα της έμφυλης διαφοράς και προσφοράς των εγκλείστων γυναικών αγωνιστριών. Οι γυναίκες καθίστανται επίσης ορατές ως διαφορετικές αλλά και ίσες. Διαρρηγνύουν τα στερεότυπα περί της παθητικής γυναίκας, γίνονται ορατές και ως γυναίκες κρατούμενες με ό,τι συνεπάγεται αυτό, αποκαλύπτοντας μέσω του εμμήνου κύκλου αυτό για το οποίο ακόμα και οι δικοί τους αλλά και το σύστημα(ίσως περισσότερο οι δικοί τους γιατί βρίσκονται στα χέρια του εχθρού) θέλουν να αποσιωπούν: το σεξουαλικοποιημένο σώμα και τη βία που του ασκείται στη φυλακή. - Show quoted text - Οι γυναίκες προσπαθώντας να κερδίσουν αναγνώριση μπήκαν στον αγώνα, ως μέρος της ανδρικής ομάδας, πολεμώντας ως άντρες, αποσιωπώντας οι ίδιες την διαφορά τους. Δεν μπήκαν στο γυναικείο κομμάτι της οργάνωσης για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Αλλά, άθελα τους, το αίμα ήρθε να δηλώσει την διαφορά τους, άθελα εμφυλοποίησε τον αγώνα τους, τις ανέδειξε ως ίσες όχι όμως όμοιες. Χωρίς οι ίδιες να το προδιαγράψουν, το αίμα, αντικειμενοποίησε την διαφορά τους ως έμφυλα σώματα, ως σεξουαλικοποιημένα σώματα. Το εμμηνορροϊκό αίμα έστεκε ως σύμβολο αυτής της πραγματικότητας που εξαιρούσε η γλώσσα (Aretxaga,1997). Με αυτόν τον τρόπο πέρασε και στον λόγο και επαναπροσδιόρισε το φύλο και για τις ίδιες τις γυναίκες, που κατά κάποιο τρόπο το είχαν αρνηθεί, για να κερδίσουν χώρο εντός του αγώνα. Τους ώθησε σε μια νέα δυναμική που δεν είχαν προδιαγράψει, ασκώντας κριτική και στο προβαλλόμενο φεμινιστικό μοντέλο και εθνικιστικό της κοινότητας τους, που και τα δυο ουσιαστικά τις εξαιρούσαν. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η διαφορά προβάλλεται στο παρόν κείμενο και στα κείμενα με τα οποία αυτό συνομιλεί, όχι με μια διάθεση ουσιοκρατικοποίησης της κατηγορίας γυναίκα, αλλά μέσω της χρήσης αυτού του υλικού, φυσικοποιημένου χαρακτηριστικού όπως είναι τα έμμηνα και από τις συνδηλώσεις με τις οποίες έχουν επενδυθεί πολιτισμικά, δίνεται η δυνατότητα, αποδομώντας τες, να αναδειχθεί το ζήτημα της διαφορετικότητας, των αναγκών και των καταπιεστικών αναπαραστάσεων οι οποίες επιβάλλονται στην γυναίκα. 
 Επίλογος Η διαμαρτυρία των γυναικών κράτησε 13 μήνες, όντας πολύ επίπονη για τις ίδιες τόσο σε υλικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, καθώς είχαν να αντιμετωπίσουν όλες τις κοινωνικές επιταγές με τις οποίες είχαν μεγαλώσει, την ντροπή για το σώμα και τις εκκρίσεις του, την έκθεση τους. Δεν κατάφερε να αλλάξει το πολιτικό τους στάτους, ούτε να καλυτερεύσει τις συνθήκες κράτησης,. Κατάφερε, όμως, να τις κάνει ορατές ως γυναίκες κρατούμενες και ως μετέχουσες στην πολιτική αυτή διαμάχη, ως γυναίκες. Τις ανέδειξε από στερεοτυπικά παθητικές και αδύναμες σε δρώντα υποκείμενα, που εμπλέκονται σε μια διαδικασία αντίστασης και αναδιαμόρφωσε την ίδια την γυναικεία υποκειμενικότητα. Η πολιτική βία δεν διαφεύγει από την σεξουαλική διαφορά(Aretxaga,1995) και οι αγώνες των αντρών και γυναικών εγκλείστων έχουν διαφορετική σημασία. Οι αγώνες όμως και των δυο, στην περίπτωση αυτή, συγκροτούν μια θεμελιώδη άρνηση των πειθαρχικών μηχανισμών καθώς έπαυσαν την επιτήρηση, αλλά και την «αναμόρφωση» τους σε πειθήνια υποκείμενα, αψηφώντας τις πιο βασικές παραδοχές υγιεινής και καθαριότητας. Η μιαρότητα, ως περιττώματα και αίμα, αναδιαμορφώθηκε σε αντίσταση αλλά και σε πεδίο ανάδυσης του έμφυλου ζητήματος εκτός και εντός φυλακής. 
 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ -Aretxaga, B., Shattering Silence. Women, Nationalism and Political Subjectivity in Northern Ireland, Πρίνσετον, Νιού Τζέρσεϊ: Princeton University Press, 1997 -Aretxaga,B., Dirty protest: "Symbolic Overdetermination and Gender in Northern Ireland Ethnic Violence", Ethos 23,no.2(1995):123-148. - Carlen, P., «Intoduction: Women and Punishment», στο Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002. - Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002 -Chesney-Lind,M., "Patriarchy,Crime,and Justice:Feminist Criminology in an Era of Backlash", Feminist Criminology, 2006;1;6. -Douglas,M.,Purity and danger:An Analysis of Pollution and Taboo,Λονδίνο:Ark,1984. -Feldman, A.,Formations of Violence:The Narrative of the Body and Political Terror in Northern Ireland.Σικάγο: Univesity of Chicago Press,1991. -Grosz,E., Volatile Bodies: Toward a Corporeal Feminism.Μπλούμιγκτον:Indiana University Press,1994. -Howe,A., Punsih and Critique.Towards a Feminist Analysis of Penality,Λονδίνο:Routledge,1994. -Neti,L., «Blood and Dirt.Politic's of Women's Protest in Armagh Prison,Northern Ireland»,στο Aldama,J.A.,(επιμ.),Violence and the Body. Race, Gender and the State.Μπλούμιγκτον: Indiana University Press,2003. -Worrall,A. «Rendering Women Punishable: The Making of a Penal Crisis» στο -Carlen, P.,(επιμ.), Women and Punishment. The Struggle for Justice,Ντέβον:Willan Publishing,2002. -Κουκουτσάκη, Α.,(επιμ.) Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη,2006. -Φουκώ,Μ., Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής. Αθήνα:Εκδόσεις ,1976 
 ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ -http://en.wikipedia.org/wiki/Mair%C3%A9ad_Farrell Τελευταία επίσκεψη:19/02/2008 - http://en.wikipedia.org/wiki/Dirty_protest Τελευταία επίσκεψη:19/02/2008 
 [1] The Ballad of Mairead Farrell Do not stand at my grave and weep,I am not there I do not sleep, Do not stand at my grave and cry, When Ireland lives I do not die. A woman's place is not at home, The fight for Freedom it still goes on, I took up my gun until Freedom's day, I pledged to fight for the I.R.A. In Armagh jail I served my time, Strip searches were a British crime, Degraded me but they could not see,I'd suffer this to see Ireland free. Gibraltar was the place I died, McCann and Savage were by my side, I heard the order so loud and shrill, Of Thatchers voice said "SHOOT TO KILL!". So do not stand at my grave and weep,I am not there I do not sleep, Do not stand at my grave and cry, When Ireland lives I do not die! [από σχόλιο για την ταινία Hunger που είχε αναρτηθεί στο Αθηνόραμα, Κριτική #271431 7/11/2008 4:25:57 μμ Oglaigh Na hEireann]
[Κατά την επιμέλεια της ανάρτησης του κειμένου της Μαρίας Τσιγάρα, πρόσθεσα τις φωτογραφίες και την The Ballad of Mairead Farrell]

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

"Ο Ρόλος των Δεσμοφυλάκων στη Ταινία 'Το Πείραμα' "

"Ο Ρόλος των Δεσμοφυλάκων στη Ταινία 'Το Πείραμα'
 Θωμάς Παπακωνσταντίνου 
 ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Το πανοπτικόν είναι ένας τόπος προνομιούχος για την εφαρμογή πειραμάτων πάνω στους ανθρώπους και για να αναλυθούν με πλήρη βεβαιότητα οι μεταβολές που θα μπορούσε κανείς να επιφέρει σε αυτούς. Το πανοπτικόν ενδέχεται μάλιστα να αποτελέσει ένα σύστημα ελέγχου πάνω στους ίδιους τους μηχανισμούς του. Από τον κεντρικό του πύργο, ο διευθυντής μπορεί να κατασκοπεύσει όλους τους υπαλλήλους που έχει στις διαταγές του: νοσοκόμους, γιατρούς, επιστάτες, δασκάλους, φύλακες...Ο ακατάρτιστος γιατρός, που θα έχει αφήσει να μεταδοθεί μία αρρώστια, ο επικεφαλής της φυλακής ή του εργαστηρίου που θα έχει φανεί αδέξιος, θα είναι σίγουρα τα πρώτα θύματα της επιδημίας ή της εξέγερσης. ‘Η μοίρα μου-λέει ο διευθυντής του πανοπτικού- είναι δεμένη με τη δική τους (των κρατουμένων), με όλους τους δεσμούς που εγώ ο ίδιος επινόησα.’ Το πανοπτικόν λειτουργεί σαν ένα είδος εργαστηρίου εξουσίας.» Μ. Φουκώ, Επιτήρηση και Τιμωρία-Η Γέννηση της Φυλακής 
Αυτό που εντυπωσιάζει στο αρχιτεκτονικό σχέδιο του J. Bentham είναι ότι υπάρχουν δύο πιθανά είδη θέσης: είτε στον κεντρικό πύργο είτε σε ένα από τα οποιαδήποτε κελιά. Τα δύο είδη θέσεων αντιστοιχούν απολύτως αμφιμονοσήμαντα σε δύο πιθανές καταστάσεις θέασης: του μόνο ορώντος υποκειμένου και του μόνο ορώμενου αντικειμένου. 
Ένα άλλο, επίσης εντυπωσιακό στοιχείο, είναι ότι η θέση που καταλαμβάνει αυτός που είναι στον κεντρικό πύργο είναι ικανή να εποπτεύσει όλους όσους είναι μέσα στα κελιά χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να τον δουν, παρότι γνωρίζουν ότι μπορούν να επιτηρούνται ανά πάσα στιγμή. Έτσι, τα ‘αντικείμενα’, οι άνθρωποι στα κελιά, είναι προσιτά στα αόρατο βλέμμα που χωροθετείται στη θέση του κεντρικού πύργου με βάση την ορατή εμπειρικότητά τους: δηλαδή, μόνο στο βαθμό που υφίστανται αποκλειστικά αντικείμενα συνεχούς παρακολούθησης στο δεδομένου χώρο του πανοπτικού. 
Ο Μ. Φουκώ στο Επιτήρηση και Τιμωρία γράφει πως «Το μείζον αποτέλεσμα του πανοπτικού είναι το ακόλουθο: να υποβάλλει στον κρατούμενο μια συνειδητή και μόνιμη, σε βάρος του, κατάσταση ορατότητας που εξασφαλίζει την αυτόματη λειτουργία της εξουσίας. Να μονιμοποιεί τα αποτελέσματα της επιτήρησης, ακόμη κι αν αυτή είναι ασυνεχής στην άσκησή της. Το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί. Κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται μια εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς.[1]» 
Με άλλα λόγια, οι κρατούμενοι κάτω από αυτήν την διαρκή επίβλεψη αυτού του αόρατου προελεύσεως βλέμματος, τείνουν να εσωτερικεύουν αυτό το βλέμμα, μετατρεπόμενοι έτσι σε επιτηρητές-δηλαδή σε ‘υποκείμενα’ του εαυτού τους. Και το ‘υποκείμενο’, ο άνθρωπος στον κεντρικό πύργο μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος, το οποιοδήποτε μέλος της κοινωνίας, του οποίου όμως η υπερβατικότητα ως υποκειμένου περιορίζεται από το ότι η ‘γνώση’ του είναι περατή- δεν εκτείνεται πέρα από τους τοίχους του πανοπτικού. Αυτή η αυτόματη λειτουργία της εξουσίας επιτυγχάνεται από τον διαχωρισμό του ζεύγματος ‘βλέπω-με βλέπουν’. Ο κρατούμενος δε πρέπει ποτέ να ξέρει αν πραγματικά τον κατασκοπεύουν. Πρέπει όμως να είναι βέβαιος ότι είναι δυνατό να παρακολουθείται κάθε στιγμή. Έτσι, η εξουσία γίνεται, μέσα στον αυτοματισμό της, ανώνυμη, αθόρυβη, αόρατη, καφκική, όπως επισημαίνει ο Κουράκης στο Επίμετρο του Επιτήρηση και Τιμωρία. 
Συνεπώς, η διάκριση μεταξύ δύο αμφιμονοσήμαντων θέσεων (επιτηρητή-επιτηρούμενου, ‘υποκειμένου’-‘αντικειμένου’) σε συνδυασμό με τον διαχωρισμό του βλέμματος (ο επιτηρούμενος βλέπεται αλλά δεν βλέπει αυτόν που τον βλέπει) συνοψίζει την νέα ανατομία της εξουσίας, την καινοφανή τεχνολογία της που ο Μ. Φουκώ ονομάζει πειθαρχία: « Η πειθαρχία είναι μια ενωτική μέθοδος, που με ελάχιστη δαπάνη, περιορίζει τη δύναμη του σώματος ως ‘πολιτικής’ δύναμης και τη μεγιστοποιεί ως ωφέλιμη δύναμη.[2]» 
Ποιά όμως θα έπρεπε να ήταν η πορεία της ανάλυσης, εάν στον παραπάνω αρχιτεκτονικό ιδεότυπο δεν υπήρχαν μόνο δύο θέσεις, αλλά εμφιλοχωρούσε και μια άλλη θέση που δε θα μπορούσε να ανήκει ή να ταυτίζεται με καμία από τις δύο; Θέση που μάλλον θα συγκροτείται στα όρια της νέας ‘ανατομίας’ της εξουσίας και θα ανακύπτει ως η ενδεχόμενη αυτο-ακύρωσή της. 
Οι λίγες σκέψεις που ακολουθούν θα προσπαθήσουν να αποδώσουν αυτά τα ίχνη της πορείας της απορίας, που αφορούν τη στοιχειοθέτηση ενός διακριτού ρόλου, που δεν χωροθετείται ούτε στον κεντρικό πύργο ούτε και στα τριγύρω κελιά. Ένας ρόλος που χωροθετείται τόσο δίπλα στους επιτηρητές όσο και δίπλα στους επιτηρούμενους, ομολογώντας μια μυστική συγγένεια και με τους δύο. Συγγένεια που έχει γεννηθεί από την ίδια μήτρα, ήτοι την εξουσία, από το ίδιο ζευγάρωμα, ήτοι την αλληλοδιαπλοκή εξουσίας-γνώσης, στο σημείο που το βλέμμα του επιτηρητή του κεντρικού πύργου παράγει γνώση για τους επιτηρούμενους. 

ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ Ή ΤΟ ΠΕΙΡΑΜΑ ΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟ 
Η ταινία το Πείραμα πραγματεύεται την παραγωγή ενός εργαστηριακού πειράματος από ψυχιάτρους, οι οποίοι έβαλαν είκοσι άνδρες, έναντι χρηματικής αμοιβής, να παίξουν τους ρόλους του δεσμοφύλακα και του φυλακισμένου. Στο τέλος του εικοσαήμερου εγκλεισμού των ανθρώπων που επιλέχτηκαν να παίξουν τον ρόλο του φυλακισμένου, οι δεσμοφύλακες έφτασαν στο σημείο να ασκήσουν έντονη σωματική βία πάνω στα ‘αντικείμενα’ τους, με μοναδικό σκοπό να ορθώσουν και να επιβεβαιώσουν την εξουσία τους. Ένα σημαντικό σημείο της φιλμικής αφήγησης που αναπαριστά το εν λόγω πείραμα, είναι ότι στο στόχαστρο της βίας των δεσμοφυλάκων δεν βρέθηκαν μόνο οι φυλακισμένοι αλλά και οι ιδιοι οι ψυχίατροι που επόπτευαν πανοπτικά τους δύο ρόλους και οι οποίοι είχαν απαγορεύσει αυστηρώς τη σωματική βία με την ποινή του αποκλεισμού από το πείραμα. Η εξακτίνωση της βίας των δεσμοφυλάκων προς πάσα κατεύθυνση, προς πάσα θέση ή ρόλο είναι το αποτέλεσμα της συνύφανσης των σχέσεων ανάμεσα σε τρεις ρόλους-θέσεις (των ψυχιάτρων, των δεσμοφυλάκων και των κρατουμένων). Αυτές οι σχέσεις εξομολογούνται σιωπηρά το ανέφικτο του πειράματος με την επιστημονική έννοια του όρου. Το αδύνατο αυτό ανακύπτει από την εξ αρχής εμπλοκή των ψυχιάτρων μέσα στο πείραμα που οι ίδιοι δημιούργησαν. Τα πειράματα, εξ ορισμού, προϋποθέτουν τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή και τη θέση ή τις θέσεις των αντικειμένων που μελετά, χωρίς ο ίδιος ο παρατηρητής να εμπλέκεται σε αυτά παρά μόνο με τη δημιουργία συνθηκών του πειράματος. Το πρόβλημα στη εν λόγω αναπαράσταση είναι ότι η δημιουργία των συνθηκών του πειράματος είναι αδύνατον-ανέφικτο να απεμπλέξει τον παρατηρητή από τις σχέσεις των υπό παρατήρηση ‘αντικειμένων’, γιατί απλούστατα αποτελεί συστατικό μέρος των συνθηκών που μελετά. Αυτή η ‘επιστημονική’ ταυτολογία είναι εμφανής σε πληθώρα σκηνών (θα τολμούσαμε να πούμε σχεδόν σε όλες) αρκεί να σκεφτεί κανείς πως οι ψυχίατροι δεν καταγράφουν μόνο συμπεριφορές, ή δεν καρπώνονται μόνο ‘γνώση’, αλλά ότι η θέση στην οποία βρίσκονται (θέση πανοπτικού παρατηρητή) παράγει αυτή τη γνώση με όρους επιτήρησης, δηλαδή παρεμβαίνουν στη δόμηση του ενδεχόμενου πεδίου δράσης των αντικειμένων που μελετούν (οι φύλακες και οι φυλακισμένοι είναι φορείς του βλέμματος, φορείς της εξουσίας των ψυχιάτρων). Οι ψυχίατροι είναι εντός του πειράματος και διαμέσω αυτών παράγεται το πείραμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από παραγωγή υποκειμένων και των αναμεταξύ τους σχέσεων. Το πείραμα ανακύπτει από μια εξουσία-γνώση της οποίας το κατά της πραξικόπημα δεν θα αργήσει να συντελεστεί, έστω και πειραματικά. Μα, μήπως, γι’αυτό το λόγο άλλωστε το πείραμα δεν ακυρώνεται; Συνεπώς, στο ίδιο το πείραμα ανήκουν και οι ψυχίατροι ως θέση (πανοπτική) και ρόλος (επιτηρητής), ο οποίος βρίσκεται εντός του πειράματος και φαινομενικά μόνο καταλαμβάνει τη θέση του εξωτερικού παρατηρητή. Έτσι, υπάρχουν τρεις ρόλοι, και όχι δύο: πανοπτικό βλέμμα, δεσμοφύλακες και φυλακισμένοι. 
Αυτό που μας μένει τώρα είναι να αναλύσουμε την πορεία του πειράματος, τα χνάρια της οποίας ξεκινούν από την αυτόματη και εγγενή εμπλοκή των ψυχιάτρων μέσα στο ίδιο τους το κατασκεύασμα. Το επιχείρημα που θα οργανωθεί στις επόμενες σελίδες είναι ότι αυτή η αυτόματη ένταξη των ψυχιάτρων μέσα στο παιχνίδι του πειράματος είναι ικανή να δημιουργήσει μια σειρά από ιδεολογικές ‘παρενέργειες’, μια εκ των οποίων είναι και ο ‘κίνδυνος’ της ανάδυσης ενός μη αποφασίσιμου ρόλου στα δεδομένα πλαίσια του πειράματος. Ενός μη αποκρίσιμου νοήματος του ρόλου. Ενός νοήματος ικανού να ‘επαναστατήσει’ μέσα στην ίδια του τη σχάση. Διάσπαση νοήματος, επερχόμενος κίνδυνος για την αναβολή της τάξης του λόγου (discourse) που το παρήγαγε. Το νόημα του ρόλου των δεσμοφυλάκων αντιμετωπίζει, περισσότερο από κάθε άλλο ρόλο, αυτόν τον κίνδυνο. Ένα νόημα που ανοίγει την πιθανότητα να μην μπορεί να σταθεροποιηθεί στην αδιάσπαστη ενότητα που του επιφυλάσσει και έχει διαγράψει γι’αυτόν η εξουσία-γνώση. Οι φύλακες είναι ταυτόχρονα ‘υποκείμενο’ και ‘αντικείμενο’ επιτήρησης. Εγκαλούνται μέσα στη διάσπασή τους να υποδυθούν ένα ρόλο αδιάσπαστο. Αυτή την αντινομία θα την σκιαγραφήσουμε και θα την ακολουθήσουμε εκ του σύνεγγυς για να ανιχνεύσουμε τα αποτελέσματά της. 

ΔΕΣΜΟΦΥΛΑΚΕΣ: Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ 
Οι ψυχίατροι, λοιπόν, ταξινομούν σύμφωνα με τα ψυχομετρικά τους τεστ είκοσι ανθρώπους σε ρόλους δεσμοφυλάκων και φυλακισμένων. Κέντρο της επιστημονικής τους μελέτης είναι να καταγράφουν πως συμπεριφέρονται οι δύο ρόλοι μέσα σε συνθήκες έντονο ψυχικού άγχους. Οι κανόνες της φυλακής[3], που στοιχειοθετούνται και παραδίδονται από τους ψυχιάτρους στους δεσμοφύλακες, σηματοδοτούν τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία συνθηκών ψυχικής πίεσης και ταυτόχρονα καθορίζουν και την ακριβή διάκριση των ρόλων. Οι κανόνες, όμως, επιβάλλονται από δεσμοφύλακες σε φυλακισμένους, και για να λειτουργήσουν οι κανόνες, που καθορίζουν την τάξη της κοινωνίας της φυλακής, πρέπει τόσο οι δεσμοφύλακες να εγκληθούν ως δεσμοφύλακες, όσο και οι κρατούμενοι να εγκληθούν ως κρατούμενοι. Αλλιώς οι κανόνες δε θα είχαν καμία ισχύ και το πείραμα θα ήταν ‘ανώφελο’ για την επιστήμη της ψυχής. Όταν οι άνθρωποι που διαλέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του δεσμοφύλακα μπήκαν για πρώτη φορά στο δωμάτιο που υπήρχαν οι στολές, οι χειροπέδες, τα γκλόπ και όλα τα απαραίτητα εξαρτήματα για την εκτέλεση τω καθηκόντων τους, ο επικεφαλής της ψυχιατρικής ομάδας που διαχειριζόταν το ‘πείραμα’ τους απηύθυνε το εξής λογύδριο: «Κύριοι! Τώρα είστε δεσμοφύλακες των φυλακών. Δουλειά σας είναι να τηρείται η τάξη και να επιβάλλετε τον κανονισμό. Πάρτε σοβαρά το ρόλο σας! Το πείραμα εξαρτάται από εσάς! Αν δεν κάνετε τη δουλειά σας με πειθαρχία και υπευθυνότητα, το πείραμα θα είναι ανώφελο. Δεν παίζετε τους δεσμοφύλακες, είστε οι δεσμοφύλακες! Πρώτη σας δουλειά είναι να διαβάσετε τους κανόνες στους φυλακισμένους.» Οι κανόνες από μόνοι τους δεν εξασφαλίζουν την πειθαρχία. Αυτό που χρειάζεται είναι ένας μηχανισμός υποταγής, ένας τρόπος υποκειμενοποίησης, τέτοιος ώστε να διασφαλίσει την αναγνώριση των κανόνων, επομένως και των ρόλων, από τα υποκείμενα. 
Ο Αλτουσέρ για να περιγράψει τον τρόπο υποκειμενοποίησης δια της ιδεολογίας[4] (ιδεολογική έγκληση) χρησιμοποιεί το παράδειγμα του Μωυσή για να περιγράψει την έγκλησή του από τη χριστιανική ιδεολογία: «Ο Μωυσής εγκαλούμενος με το όνομά του, έχοντας αναγνωρίσει ότι ‘όντως’ αυτός ήταν που εγκλήθει από τον Θεό, αναγνωρίζει ότι είναι υποκείμενο, υποκείμενο του Θεού, υποκείμενο υποκείμενο στο Θεό...υποκείμενο δια του Υποκειμένου και υποκείμενο στο Υποκείμενο. Απόδειξη: το υπακούει και κάνει το λαό του να υπακούσει στις εντολές του Θεού»[5]. Συνεπώς, η ιδεολογική έγκληση, κατά Αλτουσέρ, δεν είναι παρά η κλήση του Υποκειμένου (δηλαδή του κεντρικού υποκειμένου, που στο παράδειγμα του Αλτουσέρ καταλαμβάνει τη θέση του Θεού) προς το υποκείμενό του (του Μωυσή και τους χριστιανούς υπηκόους του). 
Η αντιστοιχία μεταξύ των δύο παραδειγμάτων δε χρειάζεται περισσότερες διευκρινήσεις: ο ψυχίατρος έχει την ικανότητα να εγκαλέσει (είναι αυτός στον οποίο υποτάσσονται, ούτως ή άλλως, από τη στιγμή που επιθυμούν να εισέλθουν στο πείραμα και υποβάλλονται στα διάφορα τεστ) τους δεσμοφύλακες ως ‘πραγματικούς’ δεσμοφύλακες κατά τον ίδιο τρόπο που ο Μωυσής εγκαλείται από τον Θεό. Υπό το αλτουσεριανό πρίσμα, η ιδεολογική έγκληση είναι ένας εγκλεισμός σε μια ταυτότητα (είμαι δεσμοφύλακας) ανάλογος με αυτόν που επιτυγχάνεται στα παιχνίδια ρόλων[6]
Αλλά το σημαντικό στην ταινία το Πείραμα είναι ότι αυτός ο εγκλεισμός παράγεται από μια έγκληση που παραγνωρίζει το παιχνίδι ως παιχνίδι: «Δεν παίζετε τους δεσμοφύλακες, είστε οι δεσμοφύλακες!». Συνεχίζοντας, ο Αλτουσέρ, αμέσως μετά την περιγραφή της χριστιανικής ιδεολογίας και το πως αυτή εγκαλεί υποκείμενα, προχωρεί σε ένα σημαντικό σχόλιο: «Ο Θεός είναι λοιπόν Υποκείμενο, ο Μωυσής και τα αναρίθμητα υποκείμενα του λαού του Θεού, είναι οι εγκαλούμενοι συνομιλητές τους: καθρέφτες και είδωλά του. Οι άνθρωποι δεν πλάστηκαν άλλωστε κατ’ εικόνα του Θεού;»[7]
Αναπροσαρμόζουμε την ερώτηση μέσα από τα συμφραζόμενα του πειράματος. Οι δεσμοφύλακες δε συγκροτήθηκαν άλλωστε ‘κατ’ εικόνα’ της εξουσίας των ψυχιάτρων; Ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, οι δεσμοφύλακες δε συγκροτήθηκαν ‘κατ’ εικόνα’ της εξουσίας αυτών που τους εγκαλεί; Αν η άσκηση εξουσίας, σύμφωνα με τον Φουκώ, είναι η δόμηση του πεδίου δυνατής δράσης[8] και αν, επίσης, η ιδεολογική έγκληση δεν είναι παρά η κλήση του υποκειμένου από το Υποκείμενο, κλήση που υπαγορεύει τη δυνατότητα αυτής της δράσης μέσω της υποκειμενοποίησης ή του εγκλεισμού σε μια ταυτότητα, τότε η ιδεολογική έγκληση είναι μια άσκηση εξουσίας μέσω του λόγου[9] (είστε δεσμοφύλακες!). 
Και ακριβώς αυτή η υποκειμενοποίηση μετατρέπει τους δεσμοφύλακες σε αντίγραφο του εξουσιαστή τους. Τους εγκαλεί ως έχοντες το δικαίωμα να εγκαλέσουν τους κρατούμενους, όπως αυτοί εγκλήθηκαν από αυτόν. Αλλά, ο καθρέφτης και το είδωλο του υποκειμένου δεν στοιχειοθετείται μόνο σ’αυτό το σημείο. Διαβάζοντας προσεκτικά το παραπάνω λογύδριο του υπεύθυνου του πειράματος, παρατηρούμε ότι ο ομιλών αποκρίνεται περισσότερο σαν αρχιδεσμοφύλακας και λιγότερο έως καθόλου σαν ψυχίατρος[10]. Παραθέτει κανόνες, μιλά για πειθαρχία και επιβολή της τάξης, διανέμει εξουσίες, παράγει επιτηρητές. Ο ρόλος του ψυχιάτρου αποκρύπτεται μέσα σε τούτο το λογύδριο (συνειδητά ή ασυνείδητα, δεν έχει σημασία). Ο λόγος δεν είναι λόγος γιατρού προς το αντικείμενό του, αντίθετα είναι ένας λόγος που μπορεί να παρομοιαστεί με διάγγελμα αρχιδεσμοφύλακα, ο οποίος προσπαθεί να τους εγκαλέσει ως βοηθούς του: «Το πείραμα εξαρτάται από εσάς». Λόγος που παράγει τους δεσμοφύλακες ως υποκείμενα και όχι ως αντικείμενα. Λόγος που δεν θα μπορούσε να τους παράξει ως αντικείμενα, γιατί τότε θα αναγνώριζε αυτό που θέλει να παραγνωρίσει: ότι είναι αντικείμενα επιτήρησης, ανάλυσης, καταγραφής και θα ήταν ανέφικτο να υποκειμενοποιηθούν ως δεσμοφύλακες, καθώς έτσι θα δημιουργούσε μια συνενοχή, μια ταύτιση με αυτούς που κλήθηκαν να παίξουν τον ρόλο των φυλακισμένων. Αυτή η συνενοχή, με το λογύδριο του ψυχίατρου, εν είδει αρχιδεσμοφύλακα, αποφεύγεται, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται μια συγγένεια του ομιλούντα, που εγκαλεί, και των υποκειμένων του. Αυτό συμβαίνει, ακριβώς γιατί ο ομιλών εκφράζεται ως αρχιδεσμοφύλακας, απευθύνεται στους δεσμοφύλακες ωσάν το αντικείμενο επιθυμίας του να είναι το ίδιο με το αντικείμενο επιθυμίας των δεσμοφυλάκων: «Κύριοι! Τώρα είστε δεσμοφύλακες των φυλακών. Δουλειά σας είναι να τηρείται η τάξη και να επιβάλλετε τον κανονισμό...». Μεταφράζοντας, μέσα σε ψυχαναλυτικά πλαίσια, τη προστακτική φράση «είστε δεσμοφύλακες» θα μπορούσαμε να πούμε ότι σημαίνει ‘εγώ επιθυμώ να είστε δεσμοφύλακες’, δηλαδή ‘επιθυμώ να επιτηρείτε τους φυλακισμένους, που ως δεσμοφύλακες αυτό πρέπει να επιθυμείται κι εσείς’. Και μάλιστα, ‘επιθυμώ να ασκείτε την εξουσία, με τον ίδιο τρόπο που την ασκώ εγώ σε σας’, δηλαδή διαμέσου του λόγου, αφού θα πρέπει οι δεσμοφύλακες να εγκαλέσουν τους κρατούμενους ως τέτοιους. Συνοψίζοντας, η ομιλία, ή καλύτερα, η αφήγηση του ψυχίατρου δημιουργεί το αντικείμενο της επιθυμίας των δεσμοφυλάκων εγκαλούμενων ως τέτοιων. Έτσι, η επιθυμία των δεσμοφυλάκων διαμεσολαβείται από την επιθυμία του ψυχίατρου, η οποία και συγκροτεί ταυτόχρονα την ταύτιση με το Υποκείμενο που τους εγκαλεί. «Η διαδικασία της ιδεολογικής έγκλησης είναι μια διαδικασία κατά βάση αφηγηματική, όπου η σχέση εξουσίας συνίσταται στην ταύτιση με το αφηγηματικό υποκείμενο...»[11]. Όμως, αυτή η ταύτιση είναι ελλιπής. Οι δεσμοφύλακες δεν αντικατοπτρίζουν το δίπολο εξουσία-γνώση, το οποίο αποτελούν οι ψυχίατροι, αλλά θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι ταυτίζονται με το ένα μέρος, ήτοι με την εξουσία. Ταύτιση η οποία κατασκευάζεται ως προς το ίδιο αντικείμενο επιθυμίας, έλλειψη που συνιστά την παραγνώριση ότι και οι ίδιοι είναι ‘αντικείμενα επιθυμίας’ των γιατρών. Καθώς, όμως, οι δεσμοφύλακες δεν γίνεται να ταυτίζονται με αυτό που επιθυμούν(δηλαδή με τους φυλακισμένους), η υποκειμενοποίησή τους συνιστά παραγνώριση της σχάσης τους και συνάμα απωθεί τον κίνδυνο της συνειδητοποίησης της διάσπασης σε υποκείμενο και αντικείμενο, συνειδητοποίηση που δε θα τους επέτρεπε να λειτουργήσουν ως δεσμοφύλακες. 
Με άλλα λόγια, η εξουσία διαμέσου του λόγου (ιδεολογική έγκληση) συγκροτεί (παράγει) μια γνώση για το υποκείμενο, ότι είναι αυτό, γνώση που διασφαλίζει την ενότητά του και θα του επιτρέψει να πει φαντασιακά στον εαυτό του ‘εγώ είμαι δεσμοφύλακας’, παραγνωρίζοντας ταυτόχρονα όχι μόνο ότι δεν είναι πραγματικά δεσμοφύλακας, αλλά ότι είναι και αντικείμενο καταγραφής, επιτήρησης, κρατούμενο ενός λόγου[12]. Έτσι, η γνώση ότι ‘εγώ είμαι δεσμοφύλακας’ είναι η άλλη όψη της παραγνώρισης ότι ‘εγώ, εκτός από υποκείμενο, είμαι και αντικείμενο’. 
Συνοπτικά, η γνώση του υποκειμένου για την ενότητά του είναι η άλλη όψη της παραγνώρισης της σχάσης του. Το παραπάνω συμπέρασμα θυμίζει το στάδιο του καθρέφτη του Λακάν. Στο λακανικό στάδιο του καθρέφτη, η παραγνώριση είναι αυτό που προσδιορίζει την εμπειρία του σταδίου του καθρέφτη (στο παράδειγμά μας αυτή η εμπειρία είναι το βίωμα της ιδεολογικής έγκλησης) ως συγκροτητική του εγώ, το είδωλο του οποίου είναι αυτό που παρέχει στο υποκείμενο την ενότητά του: «Μέσα σ’αυτή την ενότητα το υποκείμενο γνωρίζει για πρώτη φορά τον εαυτό του ως ενότητα»[13]. Πρόκειται για μια ενότητα με την οποία το υποκείμενο ταυτίζεται μέσω της γοητείας που ασκεί επάνω του το βλέμμα του ειδώλου του εγώ του. Το είδωλο του εγώ είναι, λοιπόν, αυτό που ορίζει το φανταστικό «μέσω της διπλής λειτουργίας (δηλαδή μέσω των δύο όψεων του ίδιου πράγματος) της γνώσης (connaissance) από πλευράς του υποκειμένου του εαυτού του ως ενότητας, και της παραγνώρισης (meconnaissance) της άλλης πλευράς της διαλεκτικής του σταδίου του καθρέφτη, της ‘αποσυνδεδεμένης’, ‘τεμαχισμένης’ συνείδησης...»[14]
Συνεχίζοντας, στην ίδια λακανική προβληματική, αυτό που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η γνώση της ενότητας του υποκειμένου δεν συμπίπτει με την αναγνώριση αλλά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της τελευταίας. Η αναγνώριση αποτελεί εκείνη τη λειτουργία που συνδέεται άμεσα με την εισβολή του συμβολικού, ήτοι της γλώσσας, η οποία υπαγορεύει πέρα από το να συγκροτείται ως ενότητα (=γνώση) που συμβαίνει στο φαντασιακό να μπορεί να υπολογίζει τον εαυτό του ως μια ενότητα μεταξύ άλλων[15]. Με άλλα λόγια, να μπορεί να ανα-γνωρίσει, να γνωρίσει εκ νέου, τον εαυτό του ως στοιχείο μιας δομής. Μιας δομής της γλώσσας (εγώ). Έτσι, για να επιστρέψουμε από κει που ξεκινήσαμε το συλλογισμό αυτού του κεφαλαίου, τι άλλο είναι οι κανόνες της φυλακής του πειράματος, που πρέπει να επιβληθούν από τους δεσμοφύλακες στους φυλακισμένους, παρά οι κανόνες της γλώσσας της φυλακής. Μιας γλώσσας που θα επιτρέψει στους δεσμοφύλακες να ανα-γνωρίσουν τον εαυτό τους ως τέτοιους. Τί άλλο κάνουν αυτοί οι κανόνες παρά να καθορίζουν, μέσω διαφορών[16], το συνταγματικό και το παραδειγματικό επίπεδο αυτής της γλώσσας. Ένας κώδικας και μια γλώσσα που θα επιχειρήσει να προσδιορίσει ταυτότητες, να επιβάλλει τάξη, να επιτηρήσει υποκείμενα, να τσακίσει ο,τιδήποτε διαβεί το έξω των κανόνων της. «Πρώτη σας δουλειά είναι να διαβάσετε τους κανόνες στους φυλακισμένους.»

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΓΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ‘ΓΝΩΣΗΣ’ 
Α) Η αποτυχία της ιδεολογικής έγκλησης Οι δεσμοφύλακες παρατάσσουν με δυσκολία τους φυλακισμένους πίσω από τη γραμμή στην οποία πρέπει ως κρατούμενοι να στέκονται. Τους διαβάζουν τους κανόνες διαμέσω χλευασμών και αστεϊσμών. Κάθε κανόνας που διαβάζεται χλευάζεται , διακωμωδείται, ενώ ταυτόχρονα λοιδορείται και ο ρόλος των επιτηρητών τους. Αυτοί δεν είναι κρατούμενοι, ούτε και οι δεσμοφύλακες είναι δεσμοφύλακες. Είναι ένα παιχνίδι, ένα πείραμα. Δεν έχει καμία αναφορά στην πραγματικότητα. Είναι ένα θέατρο με δύο ρόλους. Κάθε φορά που οι δεσμοφύλακες προσπαθούν να τους πειθαρχήσουν, αυτοί τους εμπαίζουν, τους μιλούν υποτιμητικά και τους διασύρουν ως δεσμοφύλακες. Καμιά φορά, ο διασυρμός του ρόλου τους διατυπώνεται και μέσα από τη λοιδορία των σωματικών τους χαρακτηριστικών: «Γιατί να κάνω πους-απς χοντρή αδερφή», λέει ένας φυλακισμένος στο δεσμοφύλακα. Προσβάλλοντας αυτούς τους ίδιους τόσο μέσω των σωματικών τους χαρακτηριστικών, όσο και μέσω του αντρισμού τους , τους προσβάλλουν ως δεσμοφύλακες. Λοιδορία που ‘δένει’ ακόμα ποιο σφιχτά το εγώ τους με το ρόλο που έχουν αναλάβει. Η παραπάνω αφήγηση περιγράφει την αποτυχία των δεσμοφυλάκων να εγκαλέσουν τους φυλακισμένους ως φυλακισμένους. Αποτυχία που στοιχειοθετείται από τη πρόσληψη του πειράματος, από μέρος των φυλακισμένων ως παιχνιδιού. Θα μπορούσε κάποιος, εύλογα, να ρωτήσει: «γιατί οι δεσμοφύλακες ‘επιτυγχάνουν’ να εγκληθούν ως δεσμοφύλακες, ενώ οι κρατούμενοι ‘αποτυγχάνουν’ να αναγνωρίσουν την ‘πραγματικότητα’ του ρόλου τους;». Η απάντηση είναι σχετικά απλή. Στην περίπτωση της επιχείρησης της έγκλησης των κρατουμένων ως τέτοιων, δε υπάρχει κεντρικό υποκείμενο. Οι δεσμοφύλακες δεν είναι Υποκείμενο, αλλά προσπαθούν να γίνουν. Δηλαδή, να αποκτήσουν την ιδιότητα ενός κεντρικού υποκειμένου που συνίσταται στο να εγκαλεί τα υποκείμενά του ως υποκείμενα υποταγμένα στο Υποκείμενο που επιθυμούν να είναι αυτοί. (ο 1ος κανόνας, που υπαγορεύει να τους φωνάζουν ‘κύριε δεσμοφύλακα’, συνεχώς διακωμωδείται). Η παραπάνω εύλογη ερώτηση θα μπορούσε να συνεχιστεί: «οι ψυχίατροι δεν εγκαλούν τους κρατούμενους ως κρατούμενους, όπως άλλωστε και στην περίπτωση των δεσμοφυλάκων;». Σαφώς όχι, κι αυτό για δύο λόγους. Πρώτον, δε υπάρχει στη φιλμική αφήγηση παρόμοιος λόγος με αυτόν που απαγγέλθηκε από τον ψυχίατρο στους δεσμοφύλακες και αναλύθηκε παραπάνω. Το μόνο λογύδριο στο οποίο παρίσταντο οι φυλακισμένοι είναι αυτό το οποίο ειπώθηκε προτού τα είκοσι άτομα ταξινομηθούν σε ρόλους και εξαντλήθηκε στην περιγραφή των συνθηκών του πειράματος, των οποίων κεντρικός άξονας ήταν η ρητή απαγόρευση τις βίας με άμεση συνέπεια την ποινή του αποκλεισμού. Δεύτερον, και κυριότερο, ακόμα και αν διατυπωνόταν ένα τέτοιο λογύδριο, ήτοι μια παρόμοια έγκληση προς τους κρατούμενους, αυτή θα ήταν ανέφικτη ακριβώς γιατί, όπως παραθέσαμε πιο πάνω, «η διαδικασία της ιδεολογικής έγκλησης είναι μια διαδικασία κατά βάση αφηγηματική, όπου η σχέση της εξουσίας συνίσταται στην ταύτιση με το υποκείμενο...». Σε έναν τέτοιο υποτιθέμενο λόγο, η ταύτιση, δηλαδή η συγκρότηση του ίδιου αντικειμένου επιθυμίας μεταξύ του υποκειμένου και του κατοπτρικού του ειδώλου, θα μπορούσε να επιτευχθεί εάν: 
Α) ο ψυχίατρος μπορούσε να μιλήσει εν είδει κρατουμένου, εξουσιαζόμενου, αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει γιατί ο ψυχίατρος εκ των πραγμάτων είναι αυτός που οργανώνει το πείραμα, δομεί τις συνθήκες δράσης των αντικειμένων του, δηλαδή ασκεί εξουσία (με τη φουκωική έννοια). Έτσι, η ταύτιση ή η πρόσληψη του ψυχίατρου ως κρατούμενου είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Ενώ στην αντίθετη περίπτωση, αυτή των δεσμοφυλάκων, ο ψυχίατρος όπως είδαμε, είναι απολύτως δυνατό να μιλήσει ως δεσμοφύλακας. Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή μέσα στη φιλμική αφήγηση που να δηλώνει αυτή τη μυστική αλληλοδιαπλοκή εξουσίας και γνώσης που κάνει εφικτή την αναμεταξύ τους ταύτιση (εξουσίας και γνώσης) από το λογύδριο που παραθέσαμε σε προηγούμενη σελίδα. 
Β) Αν ο ψυχίατρος έβγαζε ένα λογύδριο αποκλειστικά στους φυλακισμένους και μιλούσε ως ψυχίατρος, τότε θα έπρεπε να τους εγκαλέσει ως πραγματικούς ασθενείς, ως πραγματικά ‘αντικείμενα’ που χρήζουν ψυχιατρικής βοήθειας, πράγμα το οποίο δε συμβαίνει: «Είμαι κανονικός άνθρωπος. Δεν έχω κανένα πρόβλημα» αποκρίνεται ένας μελλοντικός φυλακισμένος απευθυνόμενος στον ψυχίατρο. Το μόνο που θα μπορούσε να κάνει ένας τέτοιος λόγος είναι να τους εγκαλέσει ως προς το ρόλο τους μέσα στο πείραμα, πράγμα που ούτως ή άλλως πραγματοποιείται (τα δέκα άτομα δέχονται να παίξουν το ρόλο του φυλακισμένου). Αλλά αυτό δεν εξασφαλίζει καμία οντολογική (ιδεολογική) συμφωνία ως προς την εκφορά του είναι τους. Και ‘όντως’, δεν είναι φυλακισμένοι, παίζουν τους φυλακισμένους.
 Γ) Αν ο ψυχίατρος μιλούσε σαν δεσμοφύλακας στους κρατούμενους, τότε θα είχε την τύχη των δεσμοφυλάκων, την οποία και αναλύουμε. Έτσι, επαναλαμβάνουμε την απάντηση του παραπάνω αρχικού ερωτήματος: στην περίπτωση της επιχείρησης της έγκλησης των κρατουμένων ως τέτοιων δεν υπάρχει κεντρικό υποκείμενο. Η πρόσληψη του πειράματος ως παιχνιδιού από μέρους των κρατουμένων δεν τους παρέχει τα πιστοποιητικά να λειτουργούν ως φυλακισμένοι και επομένως, να αναγνωρίζουν τους δεσμοφύλακες ως πειθαναγκαστές τους. Πρόσληψη, η οποία μετατρέπει το πείραμα σε παιχνίδι δύο αντίπαλων ομάδων με άμεσο διακύβευμα την αναγνώριση της τάξης της κοινωνίας της φυλακής από την πλευρά των δεσμοφυλάκων, ή της μη αναγνώρισης αυτής της τάξης από την πλευρά των φυλακισμένων. Πρόκειται για ένα παιχνίδι του οποίου οι νικητές θα ορίσουν και το καθεστώς της αφήγησης. 
Συνοψίζοντας, η αποτυχία να εγκληθούν οι κρατούμενοι ως κρατούμενοι κάνει τους δεσμοφύλακες να αναδύονται στη συνείδηση των πρώτων ως αντίπαλοι σε ένα παιχνίδι μεταξύ ίσων με τη μόνη διαφορά, σε σχέση με άλλα παιχνίδια, ότι οι κανόνες (της φυλακής) είναι κατά τους. Κι αυτή η μετατροπή του πειράματος σε παιχνίδι, από μέρους των κρατουμένων, τους παρέχει τον λόγο που αποτρέπει τους περισσότερους να βγουν έξω από το πείραμα και να θεωρήσουν τον αποκλεισμό ως ποινή. Αυτός ο λόγος είναι η επιθυμία για νίκη στο παιχνίδι, το οποίο οφείλουν να παίξουν και οι δεσμοφύλακες, ακριβώς επειδή είναι δεσμοφύλακες. 
 Β)Το πραξικόπημα κατά της γνώσης 
«Κάπου διάβασα ότι για να ελέγξεις αυτές τις καταστάσεις πρέπει αν τους ταπεινώσεις», αποκρίνεται ένας δεσμοφύλακας στους άλλους, αναφερόμενος σε μια υποτυπώδη εξέγερση των κρατουμένων. Η λοιδορία και ο χλευασμός, η ταπείνωση που δέχονται από τη μεριά των φυλακισμένων πρέπει να απαντηθεί με ταπείνωση. Οφθαλμός αντί οφθαλμού, εκδίκηση που βαφτίζεται τιμωρία. Ο 5ος κανόνας υπαγορεύει ότι όποιος δεν υπακούει στους δεσμοφύλακες θα τιμωρείται. Όμως τι είδους τιμωρία μπορεί να επιβληθεί, εφόσον η βία απαγορεύεται; Ή, με άλλα λόγια, πώς είναι δυνατόν να επιβληθεί οποιαδήποτε τιμωρία (εξαιρουμένης της βίας, η τιμωρία, άλλωστε, δεν είναι μια βία;) χωρίς να προϋποθέτει την αναγνώριση ότι αυτοί είναι δεσμοφύλακες, δηλαδή εξουσιαστές τους; Αδιέξοδο και αντίφαση. Η κατάσταση, μέσα από την οποία αρχίζουν και επιβάλλονται οι τιμωρίες μέσα στην κοινωνία του πειράματος, θυμίζει το δίκαιο της προνεωτερικής εποχής που περιγράφει ο Φουκώ: «Το δικαίωμα της τιμωρίας είναι, λοιπόν, κάτι ανάλογο με το δικαίωμα του μονάρχη να κηρύττει πόλεμο στους εχθρούς του: η τιμωρία που επιβάλλει ανάγεται στο δίκαιο της σπάθης, στο απόλυτο δικαίωμα ζωής και θανάτου, που αναφέρεται στο ρωμαϊκό δίκαιο με τις λέξεις merum imperium, δικαίωμα του άρχοντα να προβαίνει στην εκτέλεση του νόμου του διατάσσοντας την τιμωρία του εγκλήματος...
Στην εκτέλεση της πιο ομαλής ποινής, στον αυστηρό σεβασμό των νομικών τύπων, βασιλεύουν οι δυνάμεις της εκδίκησης...το βασανιστήριο έχει λοιπόν νομικοπολιτική ιδιότητα. Πρόκειται για ένα τελετουργικό που συγκροτεί τη στιγμιαία τραυματισμένη ανώτατη εξουσία»[17]. Αδιέξοδο που προκύπτει από τον εξής συνδυασμό: από τη μια η επιθυμία των δεσμοφυλάκων να εγκαλέσουν τους κρατούμενους ως τέτοιους, ήτοι να ασκήσουν εξουσία διαμέσου του λόγου, δεν πληρείται. Από την άλλη, η μόνη διέξοδος για την ανάκτηση αυτής τη εξουσίας είναι η επιβολή της βίας, που όμως απαγορεύεται και επιτηρείται από το πανοπτικό βλέμμα. Ή συνοπτικότερα, αφού δεν μπορούν οι φυλακισμένοι να γίνουν φορείς της εξουσίας (ιδεολογική έγκληση) θα πρέπει να γίνουν το σημείο της εφαρμογής της (βία) που όμως τιμωρείται με την ποινή του αποκλεισμού. Ή, και ακόμα, με όρους του δικαίου της προνεωτερικής εποχής: πώς θα μπορούσε η τραυματισμένη εξουσία του μονάρχη να εκδικηθεί, εάν οι δικαιικοί κανόνες απαγόρευαν τα βασανιστήρια; Τότε, θα έπρεπε να ανακύψει μια μικροφυσική της εξουσίας, της οποίας η κύρια λειτουργία είναι το πανοπτικό βλέμμα, δηλαδή η προσπάθεια μετατροπής αυτών που τραυμάτισαν την κυρίαρχη τάξη σε ‘υποκείμενα’ του εαυτού τους. Λειτουργία, όμως, που οι δεσμοφύλακες δε διαθέτουν. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ‘εντός’ του υποκειμένου, που είναι οι δεσμοφύλακες, αρχίζει να αναδύεται μια σύγκρουση ανάμεσα στην εσωτερίκευση του βλέμματος των ψυχιάτρων (επιτήρηση του εαυτού τους) και στην ‘υπεράσπιση’ της ιδεολογικής τους έγκλησης ως μεταφυσική της οντολογίας. Είναι δεσμοφύλακες και ως τέτοιοι πρέπει να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και να επιβάλλουν την τάξη (να αναγνωριστούν από τους κρατούμενους ως δεσμοφύλακες), η οποία όμως δεν είναι δυνατό να επιβληθεί παρά μόνο δια της βίας, αφού το μόνο μέσο που διαθέτουν (οι δεσμοφύλακες, σχηματικά μιλώντας, δεν έχουν ούτε ‘βλέμμα’ ούτε ‘λόγο’) για την επιβολή αυτής της τάξης είναι τα γκλοπ. Η βία όμως απαγορεύεται. Και εδώ ακριβώς συνίσταται το αδιέξοδο, ή καλύτερα, η ανάδυση[18], δίκην απωθημένου, αυτού που είχε παραγνωριστεί, ήτοι η σχάση τους, η απειλή της ενότητάς τους. Στο παιχνίδι τώρα αρχίζει και εισέρχεται ένας δεύτερος, για τους δεσμοφύλακες, αντίπαλος, μια καφκική σιλουέτα που δε θα αργήσει να αναχθεί σε ένα εκσυγχρονισμένο δίκαιο της σπάθης: το δίκαιο του γκλοπ. Οι δεσμοφύλακες απειλούνται τόσο από τους κρατούμενους, αφού δε υποκύπτουν στην οντολογική τους αναγνώριση, όσο και από την επιτήρηση των ψυχιάτρων, καθώς απαγορεύεται η βία που είναι ο μόνος τρόπος που διαθέτουν για την επίτευξη αυτής της αναγνώρισης και επομένως, της ‘νίκης’ τους μέσα στο παιχνίδι. Έργο με τρεις ρόλους που αναδιατάσσουν τις σχέσεις και τις συμμαχίες τους αλλάζοντας την τάξη μέσα στην τάξη που τους γέννησε, χωρίς καμία στιγμή να παύει να μιλιέται η γλώσσα της φυλακής ή να ακυρώνονται οι κανόνες της[19]. Μια γλώσσα δια της οποίας και μέσα από την οποία αναδύεται, από την πλευρά των φυλάκων, μια άλλη ομιλία που οργανώνει μια άλλη τάξη για να αντιμετωπίσει την ανάδυση αυτού του απωθημένου που εκθέτει την εκφορά του είναι τους στον κίνδυνο μιας διάσπασης. Ένας εκ των δεσμοφυλάκων απευθύνεται στους υπόλοιπους: «Ανακεφαλαιώνω. Ο 77 θέλει να σαμποτάρει το πείραμα...η δρ. Γκριμ απειλεί να το σταματήσει και ο καθηγητής Τον λείπει. Τεστάρουν πως αντιδρούμε σε τέτοιες συνθήκες. Γι’αυτό πρέπει να λειτουργήσουμε σωστά. Θα κλειστούμε μέσα ώσπου να γυρίσει ο καθηγητής. Θα εμποδίσουμε την ψυχίατρο και θα βγάλουμε τις κασέτες (καταγραφής από τα βίντεο). Θα κάνουμε τις δουλειές μας και θα εφαρμόζουμε τον κανονισμό. Ο κανονισμός λέει να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα». Σημειώνουμε απλώς ότι ο καθηγητής Τον είναι αυτός που έχει αναλάβει την κύρια ευθύνη του πειράματος, αλλά και αυτός που τους απηύθυνε το λογύδριο εν είδει δεσμοφύλακα. Είναι δεσμοφύλακες και ως τέτοιοι θα αντιμετωπίσουν, σύμφωνα με τους κανόνες της φυλακής, τον οποιονδήποτε ακυρώσει το πείραμα, δηλαδή τη φυλακή. Η παραπάνω ομιλία εμφανίζει, όσο οποιαδήποτε άλλη, την ανάδυση αυτού του μη αποφασίσιμου νοήματος του ρόλου, που έχει παραγνωριστεί χάριν της γνώσης[20]: Από τη μια ‘αναγνωρίζουν’ ότι τεστάρεται η αντίδρασή τους σε τέτοιες συνθήκες και γι’ αυτό πρέπει να αντιδράσουν ‘σωστά’, από την άλλη απενεργοποιούν τα μέσα καταγραφής του τεστ και φυλακίζουν αυτούς που τους τεστάρουν. Ομιλία που οργανώνει μια άλλη τάξη, της οποίας η γλώσσα (της φυλακής) είναι σύμμαχος και οδηγός, καθώς τους επιτρέπει να υπερασπιστούν, να συγκρατήσουν και να επιβάλλουν τη διαφορά τους. Διαφορά που συγκροτείται στη βάση της διάκρισης του νοήματος του κάθε ρόλου και στην ταυτόχρονη απώθηση της αναβολής αυτού του νοήματος μέσω της ιδεολογικής έγκλησης, ήτοι μιας μεταφυσικής της οντολογίας. Η στιγμή που ο καθηγητής Τον επιστρέφει για να ακυρώσει το πείραμα και έρχεται αντιμέτωπος με έναν δεσμοφύλακα, είναι η στιγμή που εξεικονίζεται ως ίχνος το μη αποφασίσιμο του νοήματος του ρόλου των δεσμοφυλάκων. Ο δεσμοφύλακας κοντοστέκεται, υψώνει το όπλο, διστάζει και τελικά πυροβολεί εξ επαφής στο κεφάλι τον καθηγητή Τον. Απόφαση που λάβωσε τη «γνώση» που την γέννησε και επικύρωσε διπλά το αδύνατο του πειράματος και της επιστήμης της ψυχής να ανακτήσει τη θετικότητά της. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
Αλτουσέρ, Λ., 1983, Θέσεις, Αθήνα Θεμέλιο · 
Δοξιάδης, Κ., 1992, Υποκειμενικότητα και Εξουσία, Αθήνα Πλέθρον ·
 Καρτάλου, Α., 2006, ‘Εγκλεισμός στην Τηλεόραση: Όροι Αναπαράστασης και Ανάγνωσης του Μέσου’, στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμ) Εικόνες Φυλακής, Αθήνα Πατάκης · 
Λακάν, Ζ., 1977, Το Σεμινάριο, βιβλίο ΧI: Οι Τέσσερις Θεμελιακές Έννοιες της Ψυχανάλυσης, Αθήνα Ράππας · Λακάν, Ζ., 1979, ‘Το Στάδιο του Καθρέφτη ως Διαμορφωτής της Λειτουργίας του Πρώτου Ενικού προσώπου (je) Έτσι Όπως μας Αποκαλύπτεται στην Ψυχαναλυτική Εμπειρία’, Ο Πολίτης, τεύχος 25 · 
Σωσύρ, Φ., 1979, Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Αθήνα Παπαζήσης · 
Φουκώ, Μ., 1989, Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της Φυλακής, Αθήνα Ράππας · 
Φουκώ, Μ., 1987, Η Αρχαιολογία της Γνώσης, Αθήνα Εξάντας · 
Φουκώ, Μ., 1970, Η Τάξη του Λόγου, Αθήνα Ηριδανός · 
Φουκώ, Μ., 1993, Οι Λέξεις και Τα Πράγματα, Αθήνα Γνώση · 
Φουκώ, Μ., 1991, Η Μικροφυσική της Εξουσίας, Αθήνα Ύψιλον 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 [1] Μ.Φουκώ ,1989, σελ. 266 [2] Ό.π, σελ. [3] 1ος κανόνας: οι κρατούμενοι θα απευθύνονται ο ένας στον άλλο με τους αριθμούς που είναι πάνω στις μπλούζες τους 2ος κανόνας: οι φυλακισμένοι θα απευθύνονται στους δεσμοφύλακες προσφωνώντας τους ‘κύριοι δεσμοφύλακες’ 3ος κανόνας: οι κρατούμενοι θα τρώνε όλο το φαγητό που τους σερβίρεται 4ος κανόνας: όταν σβήνουν τα φώτα, οι κρατούμενοι θα πρέπει να σταματούν να μιλούν ο ένας στον άλλο. 5ος κανόνας: όποιος δεν υπακούει στους κανόνες θα τιμωρείται Μια ανάλυση που θα εκκινούσε από τον Γκόφμαν και τον Φουκώ θα ήταν σημαντική για να δείξει τους σκοπούς και τα αποτελέσματα αυτών των κανόνων. Με αυτήν την ανάλυση δεν θα ασχοληθούμε στην παρούσα εργασία, παρά μόνο στο σημείο που εμπλέκονται στη συγκρότηση των υποκειμένων. [4] Η ιδεολογία για τον Αλτουσέρ ορίζεται ως «η ‘παράσταση’ της φανταστικής σχέσης του ατόμου με τις πραγματικές συνθήκες ύπαρξής του». Αλτουσέρ, 1983, σελ 99 [5] Ό.π, σελ.114 [6] Καρτάλου, 2006, στο Κουκουτσάκη (επιμ), Εικόνες Φυλακής [7] Αλτουσέρ, 1983, σελ.114 [8] Φουκώ, 1991, σελ. 95 [9] Δοξιάδης, 1992, σελ. 57 [10] Αυτό μπορεί να διαφανεί αν συγκριθεί ο λόγος, που βγάζει μπροστά σε όλα τα άτομα πριν ακόμα ταξινομηθούν σε δεσμοφύλακες και φυλακισμένους, με το λόγο που παραθέσαμε. [11] Δοξιάδης, 1992, σελ 57 [12] Αυτό δεν σημαίνει ότι οι δεσμοφύλακες δεν συνειδητοποιούν ότι καταγράφονται από τις κάμερες των ψυχιάτρων, αλλά ότι παραγνωρίζουν ως τι καταγράφονται. [13] Λακάν, 1977, σελ 66 [14] Δοξιάδης Κ., 1992, σελ 48 [15] Λακάν, 1977, σελ 68 [16] Ο Σωσύρ στα μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας (Σωσύρ, 1979, κεφ.1) προσδιορίζει τη γλώσσα ως ένα σύστημα διαφορών, δηλαδή ως ένα άθροισμα μονάδων, η καθεμιά από τις οποίες συγκροτεί το νόημά της από τη διαφορά με τις άλλες. [17] Φουκώ, 1989 [18] Η ανάδυση του απωθημένου δε σημαίνει απαραίτητα και την κατανόησή του. [19] Ενδιαφέρον είναι ότι η απαγόρευση της βίας δεν εμπεριέχεται στους πέντε κανόνες της φυλακής, αλλά βρίσκεται εκτός αυτών ως ανθρώπινη συνθήκη συγκροτητικής μιας εξουσίας-γνώσης, που παράγει το υποκείμενο ‘άνθρωπος’ εννοιολογώντας το. Η βία από τη μια απαγορεύεται, καθώς αυτό που σκοπεύουν οι γιατροί είναι το έντονο ψυχικό στρες, από την άλλη λανθάνει μέσα στους κανόνες, ως πιθανό ενδεχόμενο ικανό να δημιουργήσει αυτή την ένταση της ψυχής, η οποία χρειάζεται να καταγραφεί. Γι’αυτό άλλωστε το πείραμα δεν σταματά με τα πρώτα σημάδια της βίας. Η σχέση σώματος, βίας και επιστημών του ανθρώπου είναι εξόχως σημαντική στην ανάλυση του πειράματος, αλλά αυτό θα αποτελούσε αντικείμενο μιας άλλης εργασίας. [20] Γνώση και με τις δύο προβολές της, της ψυχαναλυτικής (γνώση του υποκειμένου για την ενότητά του) και της φουκωικής (ως εξουσία-γνώση που συγκροτεί αυτό το υποκείμενο)
Η φωτογραφία είναι από τη δ/ση