Η θανατική ποινή, μια ποινή για την "ζωή ανάξια να βιωθεί", Ερασμία Σαμικού
Εισαγωγή
Η παρούσα εργασία έχει ως βασικό στόχο τη μελέτη της θανατικής ποινής αφ’ ενός ως μιας μορφής «ευ-θανασίας» για την «ζωή ανάξια να βιωθεί» (Agamben, 2005: 222) και αφ’ ετέρου τη σημασία της ποινής θανάτωσης μέσα από ένα ευρύ γραφειοκρατικό πλέγμα εκτέλεσης.
Η δομή της εργασίας έχει ως εξής: Κατ’ αρχάς, θα επικεντρωθώ στην ανάλυση του γραφειοκρατικού συστήματος που υποστηρίζει το εγχείρημα της θανατικής εκτέλεσης και συμμετέχει ενεργά σε όλη αυτή την διαδικασία. Έτσι, θα δείξω πως η γραφειοκρατία δεν αποτελεί ένα «σύστημα» πέρα και έξω από τους ανθρώπους που το συνιστούν, το υπο-στηρίζουν και το αποδέχονται. Στη συνέχεια, θα δείξω το πώς η γραφειοκρατία συνδέεται άμεσα με την έννοια του χρόνου, όπου στην περίπτωση της θανατικής ποινής η πολυδιάστατη όψη του χρόνου έχει βασικό ρόλο: ο «αργός» γραφειοκρατικός χρόνος συσχετίζεται άμεσα με τον «αργό» θάνατο και την «απονέκρωση» του εαυτού» (Coffman: 1961). Κυρίως όμως θα παρουσιάσω το πώς αυτή η μακρόσυρτη αναμονή μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής κυρίως στοχεύει στην εξασθένιση των αντιστάσεων και διευκολύνει ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών Λόγων και πρακτικών να εφαρμοστούν στα σώματα των καταδικασμένων. Τέλος, σκιαγραφώντας με λεπτομέρεια το τελευταίο 24ώρο πριν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής θα προσπαθήσω να αναδείξω την σημασία της βιο-εξουσίας στα «πειθήνια» σώματα των φυλακισμένων και πως τελικά οι ίδιοι οι φυλακισμένοι καταλήγουν να θεωρούν την θανατική ποινή ως «λύτρωση».
Η δομή της εργασίας έχει ως εξής: Κατ’ αρχάς, θα επικεντρωθώ στην ανάλυση του γραφειοκρατικού συστήματος που υποστηρίζει το εγχείρημα της θανατικής εκτέλεσης και συμμετέχει ενεργά σε όλη αυτή την διαδικασία. Έτσι, θα δείξω πως η γραφειοκρατία δεν αποτελεί ένα «σύστημα» πέρα και έξω από τους ανθρώπους που το συνιστούν, το υπο-στηρίζουν και το αποδέχονται. Στη συνέχεια, θα δείξω το πώς η γραφειοκρατία συνδέεται άμεσα με την έννοια του χρόνου, όπου στην περίπτωση της θανατικής ποινής η πολυδιάστατη όψη του χρόνου έχει βασικό ρόλο: ο «αργός» γραφειοκρατικός χρόνος συσχετίζεται άμεσα με τον «αργό» θάνατο και την «απονέκρωση» του εαυτού» (Coffman: 1961). Κυρίως όμως θα παρουσιάσω το πώς αυτή η μακρόσυρτη αναμονή μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής κυρίως στοχεύει στην εξασθένιση των αντιστάσεων και διευκολύνει ένα ευρύ φάσμα επιστημονικών Λόγων και πρακτικών να εφαρμοστούν στα σώματα των καταδικασμένων. Τέλος, σκιαγραφώντας με λεπτομέρεια το τελευταίο 24ώρο πριν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής θα προσπαθήσω να αναδείξω την σημασία της βιο-εξουσίας στα «πειθήνια» σώματα των φυλακισμένων και πως τελικά οι ίδιοι οι φυλακισμένοι καταλήγουν να θεωρούν την θανατική ποινή ως «λύτρωση».
Γραφειοκρατικό σύστημα:Ο ρόλος των επαγγελματιών υγείας στη διαδικασία της θανατικής ποινής
Οι επαγγελματίες υγείας καθώς και όλο το διοικητικό προσωπικό αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του λεγόμενου «απρόσωπου» γραφειοκρατικού συστήματος, το οποίο όμως αποτελείται από δρώντα υποκείμενα που συμμετέχουν και κινητοποιούν όλη την διαδικασία μέχρι την τελευταία στιγμή της εκτέλεσης της θανατικής ποινής. Ο ρόλος τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός και ενδιαφέρων από ανθρωπολογική άποψη, εφόσον μέσα από την μικρο-πολιτική διαχείριση σχετικά με την καθημερινή ζωή των φυλακισμένων αναδύεται ένα ευρύ πλέγμα «ειδικών» και γραφειοκρατικών Λόγων που αρθρώνονται για τη ζωή των «εγκληματικών Άλλων».
Αυτό το πλέγμα εξουσίας, όμως, κυρίως συνυφαίνεται με την έννοια της «κυβερνητικότητας» (governmentality). Μία έννοια που συγκεκριμένα ο Michel Foucault (1991) ανέφερε σχετικά με τον έλεγχο ενός πληθυσμού, ένα ζήτημα το οποίο ήταν κεντρικό κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού. Δηλαδή, η βιολογική ύπαρξη του πληθυσμού και η διατήρηση της ζωής αποτελούσαν τα βασικά προτάγματα του καθιερωμένου κράτους. Πιο συγκεκριμένα, το βασικό διακύβευμα ήταν ο έλεγχος πάνω στη ζωή των υποκειμένων και οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελεί τον βιολογικό κίνδυνο στην κοινωνία θα έπρεπε να αποκλειστεί.
Ο Foucault, συγκεκριμένα, στο βιβλίο του «Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της φυλακής» (1976) αναφέρει ότι η έμφαση που δόθηκε στο εγκληματικό σώμα και στην επικινδυνότητα του που χαρακτηρίστηκε ως απειλή για την κοινωνία αποτελεί ένα κατασκευασμένο εγχείρημα για να μπορέσει το κράτος να διαχειριστεί ανεπιθύμητους πληθυσμούς μέσα από διαδικασίες κανονικότητας και κατηγοριοποίησης. Μέσα σ’ ένα κανονιστικό και ντετερμινιστικό πλαίσιο η κυρίαρχη εξουσία μπορούσε να κατατάξει είδη ανθρώπων, είδη συμπεριφορών και είδη ασθενειών. Κάθε κατηγορία αποτελούσε μια ξεχωριστή περίπτωση και αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένη ποινή. Έτσι, ένα οριστικό κανονιστικό μοντέλο διέκρινε την «φυσιολογική» από την «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά και ακολούθως οι ταξινομήσεις εξυπηρετούσαν αυτές τις διακρίσεις με τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά.
Βασικός, όμως, μοχλός για την άσκηση εξουσίας είναι το σώμα. Το σώμα δεν αποτελεί μια ουδέτερη επιφάνεια πάνω στην οποία η εξουσία εγγράφει τα κοινωνικά κατασκευασμένα προταγματά της. Δεν αποτελεί την φιγούρα ενός «αληθινού» και ουδέτερου σώματος, μιας ωμής πρώτης ύλης πριν από τον νόμο (Αθανασίου, 2007). Αντιθέτως, όπως αναφέρει και η Judith Butler (1993), το σώμα είναι ένας μηχανισμός λόγου που φυσικοποιεί τη διάκριση φύση/πολιτισμός αλλά και τις στρατηγικές κυριαρχίας που νομιμοποιεί αυτή τη διχοτομία. Με αυτή την έννοια, στην περίπτωση της θανατικής ποινής, το σώμα ως «μηχανισμός Λόγου» μετατρέπεται σε πειθήνιο και «υποχωρητικό» σώμα. Γι’ αυτό και βασικό διακύβευμα της βιο-πολιτικής εξουσίας είναι το σώμα που υποχωρεί. Για να υποχωρήσει όμως πρέπει, σύμφωνα με τον Foucault, να υπο-κειται σε μια «ποιμαντική» μορφή εξουσίας (pastoral power) η οποία κυρίως απαιτεί να υπάρχει κάποιος για να καθοδηγεί κάποιον άλλον. Αυτό επιτελείται όταν σε μια αυστηρά ιεραρχική κλίμακα γνώσης-εξουσίας, ο «ειδικός», επιστημονικός και κυρίαρχος Λόγος ασκεί διακριτική εξουσία με την ηθική επιρροή που έχει στο ακροατήριό του. Αυτό σημαίνει, ότι μέσα στα πλαίσια ενός επιστημονικού και γραφειοκρατικού Λόγου η μεταχείριση των φυλακισμένων τοποθετείται ως μια «ειδική» επιστημονική μεταχείριση με σκοπό την ελαχιστοποίηση του πόνου δημιουργώντας πάντα μια γλώσσα «φροντίδας» (C.Federman, D.Holmes, 2005). Όπως αναφέρεται και στο άρθρο των C.Federman και D.Holmes (2005) οι «ειδικοί» που εργάζονται στις φυλακές έχουν καθιερωμένο Λόγο διότι προβάλουν ένα επιστημονικά και ορθολογικά αποδεκτό κύρος που τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν την κανονικότητα και την ειρήνευση (pacification) μεταξύ των κρατουμένων. Αυτή, όμως, η διαδικασία κατευνασμού από τους επαγγελματίες υγείας αλλά και από την συμμετοχή όλου του γραφειοκρατικού μηχανισμού έχει ως στόχο έναν «ήρεμο» θάνατο.
Δηλαδή, τα υποκείμενα που υποστηρίζουν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό προσπαθούν μέσα στη φυλακή να παρέχουν σταθερότητα, αξιοπιστία και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ενός δηλαδή «αποδεχτού» και φιλήσυχου θανάτου χωρίς ενστάσεις, αντιδράσεις και αντιστάσεις εκ μέρους των φυλακισμένων.Με αυτόν τον τρόπο, το γραφειοκρατικό σύστημα δεν αποτελεί έναν «απρόσωπο» μηχανισμό αλλά ένα ευρύ πλέγμα εξουσίας όπου ο καθένας δικαιολογεί την επαγγελματική του θέση έχοντας συγκεκριμένες αρμοδιότητες και διαφορετικό κοινωνικό γόητρο. Όσοι όμως συμμετέχουν, ειδικά, στην διαδικασία εκτέλεσης της θανατικής ποινής προσπαθούν για την «ομαλότερη» μείωση αντιστάσεων των φυλακισμένων, για την συναίνεση τους στην «νόμιμη» λύση της «θανάτωσης» τους σε μια «ζωή ανάξια να βιωθεί».
Αυτό το πλέγμα εξουσίας, όμως, κυρίως συνυφαίνεται με την έννοια της «κυβερνητικότητας» (governmentality). Μία έννοια που συγκεκριμένα ο Michel Foucault (1991) ανέφερε σχετικά με τον έλεγχο ενός πληθυσμού, ένα ζήτημα το οποίο ήταν κεντρικό κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού. Δηλαδή, η βιολογική ύπαρξη του πληθυσμού και η διατήρηση της ζωής αποτελούσαν τα βασικά προτάγματα του καθιερωμένου κράτους. Πιο συγκεκριμένα, το βασικό διακύβευμα ήταν ο έλεγχος πάνω στη ζωή των υποκειμένων και οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελεί τον βιολογικό κίνδυνο στην κοινωνία θα έπρεπε να αποκλειστεί.
Ο Foucault, συγκεκριμένα, στο βιβλίο του «Επιτήρηση και Τιμωρία: Η Γέννηση της φυλακής» (1976) αναφέρει ότι η έμφαση που δόθηκε στο εγκληματικό σώμα και στην επικινδυνότητα του που χαρακτηρίστηκε ως απειλή για την κοινωνία αποτελεί ένα κατασκευασμένο εγχείρημα για να μπορέσει το κράτος να διαχειριστεί ανεπιθύμητους πληθυσμούς μέσα από διαδικασίες κανονικότητας και κατηγοριοποίησης. Μέσα σ’ ένα κανονιστικό και ντετερμινιστικό πλαίσιο η κυρίαρχη εξουσία μπορούσε να κατατάξει είδη ανθρώπων, είδη συμπεριφορών και είδη ασθενειών. Κάθε κατηγορία αποτελούσε μια ξεχωριστή περίπτωση και αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένη ποινή. Έτσι, ένα οριστικό κανονιστικό μοντέλο διέκρινε την «φυσιολογική» από την «παρεκκλίνουσα» συμπεριφορά και ακολούθως οι ταξινομήσεις εξυπηρετούσαν αυτές τις διακρίσεις με τα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά.
Βασικός, όμως, μοχλός για την άσκηση εξουσίας είναι το σώμα. Το σώμα δεν αποτελεί μια ουδέτερη επιφάνεια πάνω στην οποία η εξουσία εγγράφει τα κοινωνικά κατασκευασμένα προταγματά της. Δεν αποτελεί την φιγούρα ενός «αληθινού» και ουδέτερου σώματος, μιας ωμής πρώτης ύλης πριν από τον νόμο (Αθανασίου, 2007). Αντιθέτως, όπως αναφέρει και η Judith Butler (1993), το σώμα είναι ένας μηχανισμός λόγου που φυσικοποιεί τη διάκριση φύση/πολιτισμός αλλά και τις στρατηγικές κυριαρχίας που νομιμοποιεί αυτή τη διχοτομία. Με αυτή την έννοια, στην περίπτωση της θανατικής ποινής, το σώμα ως «μηχανισμός Λόγου» μετατρέπεται σε πειθήνιο και «υποχωρητικό» σώμα. Γι’ αυτό και βασικό διακύβευμα της βιο-πολιτικής εξουσίας είναι το σώμα που υποχωρεί. Για να υποχωρήσει όμως πρέπει, σύμφωνα με τον Foucault, να υπο-κειται σε μια «ποιμαντική» μορφή εξουσίας (pastoral power) η οποία κυρίως απαιτεί να υπάρχει κάποιος για να καθοδηγεί κάποιον άλλον. Αυτό επιτελείται όταν σε μια αυστηρά ιεραρχική κλίμακα γνώσης-εξουσίας, ο «ειδικός», επιστημονικός και κυρίαρχος Λόγος ασκεί διακριτική εξουσία με την ηθική επιρροή που έχει στο ακροατήριό του. Αυτό σημαίνει, ότι μέσα στα πλαίσια ενός επιστημονικού και γραφειοκρατικού Λόγου η μεταχείριση των φυλακισμένων τοποθετείται ως μια «ειδική» επιστημονική μεταχείριση με σκοπό την ελαχιστοποίηση του πόνου δημιουργώντας πάντα μια γλώσσα «φροντίδας» (C.Federman, D.Holmes, 2005). Όπως αναφέρεται και στο άρθρο των C.Federman και D.Holmes (2005) οι «ειδικοί» που εργάζονται στις φυλακές έχουν καθιερωμένο Λόγο διότι προβάλουν ένα επιστημονικά και ορθολογικά αποδεκτό κύρος που τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν την κανονικότητα και την ειρήνευση (pacification) μεταξύ των κρατουμένων. Αυτή, όμως, η διαδικασία κατευνασμού από τους επαγγελματίες υγείας αλλά και από την συμμετοχή όλου του γραφειοκρατικού μηχανισμού έχει ως στόχο έναν «ήρεμο» θάνατο.
Δηλαδή, τα υποκείμενα που υποστηρίζουν τον γραφειοκρατικό μηχανισμό προσπαθούν μέσα στη φυλακή να παρέχουν σταθερότητα, αξιοπιστία και τα μέσα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ενός δηλαδή «αποδεχτού» και φιλήσυχου θανάτου χωρίς ενστάσεις, αντιδράσεις και αντιστάσεις εκ μέρους των φυλακισμένων.Με αυτόν τον τρόπο, το γραφειοκρατικό σύστημα δεν αποτελεί έναν «απρόσωπο» μηχανισμό αλλά ένα ευρύ πλέγμα εξουσίας όπου ο καθένας δικαιολογεί την επαγγελματική του θέση έχοντας συγκεκριμένες αρμοδιότητες και διαφορετικό κοινωνικό γόητρο. Όσοι όμως συμμετέχουν, ειδικά, στην διαδικασία εκτέλεσης της θανατικής ποινής προσπαθούν για την «ομαλότερη» μείωση αντιστάσεων των φυλακισμένων, για την συναίνεση τους στην «νόμιμη» λύση της «θανάτωσης» τους σε μια «ζωή ανάξια να βιωθεί».
Στο επόμενο κεφάλαιο θα δείξω το πώς η κυρίαρχη άποψη σχετικά με τη «ζωή ανάξια να βιωθεί» συνδέεται με την έννοια της «ευ-θανασίας» κάνοντας μια ιστορική αναδρομή από τη ναζιστική Γερμανία μέχρι σήμερα. Δηλαδή, στόχος είναι να παρουσιάσω την θανατική ποινή ως έναν «ήρεμο» και «καλό» θάνατο στη ζωή που κρίνεται από την κυρίαρχη εξουσία ως «μη άξια» για να την ζήσει ο «εγκληματίας Άλλος».
Η θανατική ποινή ως μορφή ευ-θανασίας Τον Οκτώβριο του 1939 στην ναζιστική Γερμανία ορίζεται από την κυβέρνηση ως « η χρονιά που έχει ως πρώτιστο καθήκον το να είναι κανείς Υγιής» (Proctor, 2004: 395). Μέχρι το 1935 τα κυριότερα νομικά και ιατρικά περιοδικά είχαν προτείνει την θεωρία ότι το έγκλημα και γενικότερα η «αντι-κοινωνική» συμπεριφορά ήταν έμφυτα χαρακτηριστικά και γι’ αυτόν τον λόγο έπρεπε να εξοντωθούν οι κοινωνικές ομάδες που τα έφεραν. Έτσι, δόθηκε έμφαση από τους ναζί επιστήμονες η εξόντωση των νοητικά «υστερούντων» και των ανάπηρων καθώς και των Εβραίων. Οι εθνοτικά και σωματικά «παρεκκλίνοντες» θεωρήθηκαν ως ομάδες που χαρακτηρίζονταν από «έμφυτες» ατέλειες και θωρήθηκαν ως «Λάθη της Φύσης». Με αυτόν τον τρόπο, ο Αδόλφος Χίτλερ αφού στιγμάτισε αυτές τις ομάδες εξέδωσε ένα μυστικό υπόμνημα που επέτρεπε σε συγκεκριμένους γιατρούς να προσφέρουν ευθανασία (Gnadetod) σε διάφορους ασθενείς για τους οποίους η κατάσταση υγείας κρίνονταν ότι είναι ανίατη. Όπως, αναφέρει, ο Robert Proctor (1988) στο άρθρο του για την εξόντωση της «ζωής που δεν αξίζει να ζει κανείς», η φιλοσοφία της ναζιστικής Γερμανίας ήταν απλή: όσοι δεν μπορούσαν να θεραπευτούν έπρεπε να θανατωθούν. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, στοιχείο που προκύπτει από την εννοιολόγηση της ευθανασίας στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της ναζιστικής Γερμανίας είναι ότι η ευθανασία δεν είχε τον χαρακτήρα μιας ενιαίας «επιχείρησης» σε όλη την έκταση του Ράιχ αλλά είχε τον χαρακτήρα μιας νοσοκομειακής ρουτίνας.
Η ευθανασία, με αυτή την έννοια, αποτελούσε μια ρουτίνα εξόντωσης του «κακού» για μια «ζωή ανάξια να βιωθεί» σύμφωνα με τα κανονιστικά μοντέλα της κυρίαρχης εξουσίας και των εδικών, επιστημονικών Λόγων που τα υποστήριζαν. Άλλωστε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Cesare Lombroso καθώς και πολλοί επιστήμονες της εγκληματολογικής βιολογίας είχαν προσπαθήσει να κατασκευάσουν ένα ιατρικοδιακστικό σύστημα που να συνδέει τον ηθικό, τον εγκληματικό και τον φυλετικό εκφυλισμό. Αυτές οι προσπάθειες δεν ήταν επινόηση των ναζί αλλά πάνω στις θεωρίες της εγκληματικής βιoλογίας στηρίχθηκε τον 20ό αιώνα η θεσμοποίηση της γερμανικής εγκληματολογικής βιολογίας (Proctor, 2004: 401).
Έτσι, μέσα στα πολιτισμικά συμφραζόμενα η θανατική ποινή θεωρείται ως «ευθανασία» από ένα ευρύ ιατρικο-νομικό καθεστώς γνώσης και «αλήθειας» διότι η θανάτωση του «εγκληματία» είναι ένας «λυτρωτικός», «ευ» θάνατος αφού η εξόντωση του αφορά το κοινωνικό σύνολο και την «εξυγίανση» του. Άλλωστε, ο Agamben (2005: 253) εύστοχα παρατηρεί ότι «η ζωή και ο θάνατος δεν είναι ακριβώς επιστημονικές έννοιες αλλά πολιτικές έννοιες και, ως εκ τούτου, αποκτούν την ακριβή τους σημασία μόνο μέσω μιας απόφασης» και συνεχίζει λέγοντας ότι τελικά τα μεταβαλλόμενα σύνορα ανάμεσα σε αυτές τις δύο πολιτικές έννοιες είναι κατεξοχήν βιοπολιτικά σύνορα. Άρα, καταλήγει, το βασικό διακύβευμα που τίθεται αυτή τη φορά είναι και πάλι ο ορισμός μιας ζωής που μπορεί να φονευθεί χωρίς να διαπραχθεί φόνος (Agamben, 2005: 254).
Αυτό ακριβώς το διακύβευμα τίθεται και στην περίπτωση της ευθανασίας καθώς και στην περίπτωση της εκτέλεσης της θανατικής ποινής. Δηλαδή το ζητούμενο και στις δυο μορφές εκτέλεσης είναι η μη-αναγωγή της πράξης σε ανθρωποκτονία καθώς ο συνεχής επανα-προσδιορισμός των εννοιών «ζωή» και «θάνατος» έρχονται στο προσκήνιο για να δικαιολογήσουν την ενέργεια αυτή. Συγκεκριμένα, ο Giorgio Agamben αναφέρει (2005: 222-223):στην προοπτική της νεωτερικής πολιτικής η ευθανασία τοποθετείται στο σημείο συνάντησης ανάμεσα στην κυρίαρχη απόφαση επί της φονεύσιμης ζωής και την ανάληψη της μέριμνας του βιολογικού σώματος του έθνους και οριοθετεί το σημείο στο οποίο η βιοπολιτική αντιστρέφεται υποχρεωτικώς σε θανατοπολιτικήΣτο σημείο αυτό, η θανατική ποινή γίνεται αντιληπτή ως μια ποινή «κάθαρσης» των «εγκληματικών» στοιχειών για την «εξυγίανση» του έθνους και ο άμεσος στόχος όλου του ιατρικού αλλά και διοικητικού προσωπικού της φυλακής είναι πλέον ένας «ήρεμος» θάνατος για τους φυλακισμένους. Όπως θα αναλύσω παρακάτω, αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται από τους συμμετέχοντες επαγγελματίες υγείας μέσα από χρονοβόρες διαδικασίες ελέγχου, παρακολούθησης, γνώσης και εξουσίας έτσι ώστε να διατυπώσουν το ισχυρό ιατρικό-νομικό αφήγημα της νομιμοποίησης της αφαίρεσης της ζωής χωρίς να θεωρηθεί ανθρωποκτονία.
Η ευθανασία, με αυτή την έννοια, αποτελούσε μια ρουτίνα εξόντωσης του «κακού» για μια «ζωή ανάξια να βιωθεί» σύμφωνα με τα κανονιστικά μοντέλα της κυρίαρχης εξουσίας και των εδικών, επιστημονικών Λόγων που τα υποστήριζαν. Άλλωστε ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Cesare Lombroso καθώς και πολλοί επιστήμονες της εγκληματολογικής βιολογίας είχαν προσπαθήσει να κατασκευάσουν ένα ιατρικοδιακστικό σύστημα που να συνδέει τον ηθικό, τον εγκληματικό και τον φυλετικό εκφυλισμό. Αυτές οι προσπάθειες δεν ήταν επινόηση των ναζί αλλά πάνω στις θεωρίες της εγκληματικής βιoλογίας στηρίχθηκε τον 20ό αιώνα η θεσμοποίηση της γερμανικής εγκληματολογικής βιολογίας (Proctor, 2004: 401).
Έτσι, μέσα στα πολιτισμικά συμφραζόμενα η θανατική ποινή θεωρείται ως «ευθανασία» από ένα ευρύ ιατρικο-νομικό καθεστώς γνώσης και «αλήθειας» διότι η θανάτωση του «εγκληματία» είναι ένας «λυτρωτικός», «ευ» θάνατος αφού η εξόντωση του αφορά το κοινωνικό σύνολο και την «εξυγίανση» του. Άλλωστε, ο Agamben (2005: 253) εύστοχα παρατηρεί ότι «η ζωή και ο θάνατος δεν είναι ακριβώς επιστημονικές έννοιες αλλά πολιτικές έννοιες και, ως εκ τούτου, αποκτούν την ακριβή τους σημασία μόνο μέσω μιας απόφασης» και συνεχίζει λέγοντας ότι τελικά τα μεταβαλλόμενα σύνορα ανάμεσα σε αυτές τις δύο πολιτικές έννοιες είναι κατεξοχήν βιοπολιτικά σύνορα. Άρα, καταλήγει, το βασικό διακύβευμα που τίθεται αυτή τη φορά είναι και πάλι ο ορισμός μιας ζωής που μπορεί να φονευθεί χωρίς να διαπραχθεί φόνος (Agamben, 2005: 254).
Αυτό ακριβώς το διακύβευμα τίθεται και στην περίπτωση της ευθανασίας καθώς και στην περίπτωση της εκτέλεσης της θανατικής ποινής. Δηλαδή το ζητούμενο και στις δυο μορφές εκτέλεσης είναι η μη-αναγωγή της πράξης σε ανθρωποκτονία καθώς ο συνεχής επανα-προσδιορισμός των εννοιών «ζωή» και «θάνατος» έρχονται στο προσκήνιο για να δικαιολογήσουν την ενέργεια αυτή. Συγκεκριμένα, ο Giorgio Agamben αναφέρει (2005: 222-223):στην προοπτική της νεωτερικής πολιτικής η ευθανασία τοποθετείται στο σημείο συνάντησης ανάμεσα στην κυρίαρχη απόφαση επί της φονεύσιμης ζωής και την ανάληψη της μέριμνας του βιολογικού σώματος του έθνους και οριοθετεί το σημείο στο οποίο η βιοπολιτική αντιστρέφεται υποχρεωτικώς σε θανατοπολιτικήΣτο σημείο αυτό, η θανατική ποινή γίνεται αντιληπτή ως μια ποινή «κάθαρσης» των «εγκληματικών» στοιχειών για την «εξυγίανση» του έθνους και ο άμεσος στόχος όλου του ιατρικού αλλά και διοικητικού προσωπικού της φυλακής είναι πλέον ένας «ήρεμος» θάνατος για τους φυλακισμένους. Όπως θα αναλύσω παρακάτω, αυτός ο σκοπός επιτυγχάνεται από τους συμμετέχοντες επαγγελματίες υγείας μέσα από χρονοβόρες διαδικασίες ελέγχου, παρακολούθησης, γνώσης και εξουσίας έτσι ώστε να διατυπώσουν το ισχυρό ιατρικό-νομικό αφήγημα της νομιμοποίησης της αφαίρεσης της ζωής χωρίς να θεωρηθεί ανθρωποκτονία.
Η σημασιοδότηση του χρόνου στην ποινή θανάτωσης Ο Michel Foucault, στην «Ιστορία της σεξουαλικότητας», υποστήριξε ότι «η εξουσία είναι ανεκτή με τον όρο ακριβώς να αποκρύβει ένα σημαντικό κομμάτι του εαυτού της». Αυτή η φράση συνοψίζει κατά την γνώμη μου το ζήτημα της θανατικής ποινής και πιο συγκεκριμένα το θέμα που αφορά την μετατόπιση από την δημόσια προβολή θανάτωσης του «εγκληματία» στην «κεκλεισμένων των θυρών» εκτέλεση αλλά και πως η εξουσία τελικά διαχειρίζεται την πολυδιάστατη έννοια του χρόνου για να νομιμοποιήσει τον εαυτό της.Συγκεκριμένα, η χωρική μετατόπιση από τη δημόσια προβολή στην ιδιωτική παρέμβαση στο σώμα, είναι ιδιαίτερη σημαντική και μπορεί να ερμηνευτεί με πολλούς τρόπους. Η ιδιωτική όμως χρήση του «εγκληματικού» σώματος από το ιατρικό και διοικητικό προσωπικό της φυλακής χωρίς να εκτίθεται ούτε και να δημοσιοποιείται στο ευρύ κοινό η μέθοδος και η ώρα εκτέλεσης αποτελούν όπως θα δούμε παρακάτω στοιχεία της κυρίαρχης εξουσίας που τα χρησιμοποιεί προκειμένου να θεμελιωθεί ως τέτοια. Για παράδειγμα, στο άρθρο των C.Federman και D.Holmes (2005) σχετικά με την θανατική ποινή, αναφέρουν ότι ο καταδικασμένος κατά την διάρκεια της δημόσιας έκθεσης για την θανάτωση του μπορεί να προκαλέσει συναισθήματα δύναμης, τιμής και ηρωισμού στο κοινό που τον παρακολουθεί. Αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αποστροφή του κοινού προς το κράτος χαρακτηρίζοντας την κρατική παρέμβαση ως «μικρόψυχη» και «εκδικητική». Η χωρική και συμβολική μετατόπιση της θανατικής ποινής «εντός των τειχών» της φυλακής θα ήταν πιο αποτελεσματική για την κρατική δράση η οποία μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα εξουσίας και Λόγων αυτο-προσδιορίζεται ως κυρίαρχα αρμόδια να προσδιορίζει ποιος μπορεί να φονευθεί χωρίς να γίνει φόνος. Ο Goffman, χαρακτηρίζει αυτή την διαδικασία θανάτωσης μέσα στην φυλακή ως μια διαδικασία «απο-νέκρωσης του εαυτού» η οποία υποστηρίζεται από νοσοκόμες, βελόνες και τον χρόνο. Δηλαδή, ο χρόνος αποτελεί βασική συνθήκη ελέγχου, παρακολούθησης και παραγωγής γνώσης άρα και εξουσίας από την κυρίαρχη ομάδα μέσα στην φυλακή η οποία καθορίζει το πότε και το πώς της θανατικής ποινής. Ειδικότερα, η εκτέλεση της θανατικής ποινής «κεκλεισμένων των θυρών» όχι μόνο στέρησε από τους κρατουμένους την «κολακεία» του πλήθους αλλά διεύρυνε την γραφειοκρατικοποίηση και την ιατρικοποίση των εκτελεστικών διαδικασιών. Δηλαδή, ο «αργός» γραφειοκρατικός χρόνος συνέβαλλε σε μια διάχυση εξουσιαστικών Λόγων και πρακτικών πάνω στα σώματα των φυλακισμένων. Ο χρόνος και συγκεκριμένα η αργόσυρτη διαδικασία μέχρι την εκτέλεση έχει ως σκοπό την εξασθένιση της αντίστασης εκ μέρους των φυλακισμένων. Δηλαδή, ο χρόνος λειτουργεί ως μέσο ελέγχου, παρακολούθησης της «γυμνής» ζωής των φυλακισμένων και προσπαθεί να μετατρέψει τα σώματα των κρατουμένων σε πειθήνια, υπάκουα και υποχωρητικά. Γι’ αυτόν τον λόγο, οι C.Federman και D.Holmes (2005) πολύ εύστοχα έχουν ονομάσει το άρθρό τους που αναφέρεται στις τελευταίες 24 ώρες ενός κρατημένου με τον εξής τίτλο: «Διαμελίζοντας το σώμα» ή «Σκορπίζοντας το σώμα σε κομμάτια» αναδεικνύοντας πώς το γραφειοκρατικό σύστημα και ο ιατρικός Λόγος διαχειρίζονται επαγγελματικά πλέον το σώμα των φυλακισμένων με σύμμαχο τον χρόνο στην διαδικασία της θανατικής ποινής. Χρησιμοποιώντας την γλώσσα της φροντίδας, της «ψυχής», ο κυρίαρχος λόγος μέσα στη φυλακή προσπαθεί να αυξήσει το συναίσθημα του φόβου και του σεβασμού από τους φυλακισμένους χωρίς να επιβάλλει δύναμη σε μια διαδικασία πλήρης υπο-κειμενοποίησης. Έτσι, η θανατική ποινή είναι πλέον μια απίστευτα μακρόσυρτη διαδικασία περιμένοντας να πεθάνεις αφού υπό το ιατρικό βλέμμα έχουν εξασθενήσει όλες οι αντιστάσεις του υποκειμένου και ο θάνατος φαίνεται στον κρατούμενο ως λύτρωση. Από την μια μεριά, για τους φυλακισμένους ο αργός χρόνος της αναμονής είναι ένα μαρτύριο και όπως είπε ένας πρώην φυλακισμένος, ο οποίος μετά από 27 χρόνια που παρέμεινε στη φυλακή εκτελέστηκε:η αναμονή είναι χειρότερη και κυρίως χωρίς να γνωρίζεις τι θα γίνει. Ενώ η θανατική ποινή είναι μια ανακούφιση, μια λύτρωση. Πλέον, δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει... Έτσι κι αλλιώς με σκοτώνουν κάθε μέρα και από λίγο.
Από την άλλη μεριά, ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση, μέσα στο γραφειοκρατικό και ιατρικό-νομικό πλαίσιο. Ειδικότερα, για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ο χρόνος μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής είναι ένας «παραγωγικός» χρόνος, ένας χρήσιμος και «αδιαμεσολάβητος» χρόνος. Κυρίως, όμως, είναι «παραγωγικός» αφού δίνει το περιθώριο για την παραγωγή γνώσης, ελέγχου και εξουσίας από ένα ευρύ πλέγμα «ειδικών» που ασχολούνται με το «παρεκκλίνων» σώμα των φυλακισμένων. Με αυτόν τον τρόπο, παράγοντας, δηλαδή, πορίσματα, αναφορές, ιατρικές και ψυχιατρικές εξετάσεις καθώς και καταγράφοντας διάφορες παρατηρήσεις, η κυρίαρχη εξουσία στις φυλακές «διαμελίζει» το σώμα σε επιστημονικά πεδία, όπου στο καθένα πεδίο αντιστοιχεί και ο εκάστοτε αρμόδιος Λόγος και το καθεστώς «αλήθειας» που αυτός πρεσβεύει. Συγκεκριμένα, αυτή η βιο-πολιτική ή καλύτερα η «θανατοπολιτική», σύμφωνα με τα λόγια του Agamben, έχει ως στόχo την απο-νέκρωση του υποκειμένου, διαλύοντας οποιαδήποτε μορφή αντίστασης. Αυτή η διαδικασία όμως χρειάζεται αυτόν τον «χρήσιμο» χρόνο για να παράγει γνώση, τεχνικές και ειδικούς. Κυρίως, όμως, απαιτεί την κατάλληλη ιατρική τεχνολογία και το κατάλληλο ιατρικό προσωπικό. Δηλαδή, ο χρόνος ουσιαστικά εξυπηρετεί έναν σκοπό: να «γκρεμίσει» το ηθικό του φυλακισμένου, να τον κάνει να ομολογήσει, να στραφεί προς τον εαυτό του αφού γίνει ταυτόχρονα αντικείμενο παρατήρησης και «γνώσης» για τους «ειδικούς» (C.Federman, D.Holmes, 2005). Επειδή, ακριβώς, οι καταδικασμένοι σε θάνατο είναι άνθρωποι που στερούνται όλα σχεδόν τα δικαιώματα τους και όλες τις προσδοκίες που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελούν πλέον μια «γυμνή ζωή» δηλαδή είναι ζωντανοί μόνο σ’ ένα βιολογικό επίπεδο και τοποθετούνται σε μια ζώνη-όριο μεταξύ ζωής και θανάτου (Agamben, 2005: 245). Αυτή, η γυμνή ζωή η οποία βρίσκεται στο όριο, αποτελεί για το κράτος μια κατάσταση εξαίρεσης πάνω στην οποία μπορεί να κινείται και να αποφασίζει ποια ζωή μπορεί να θανατωθεί χωρίς να έχει διαπραχθεί ανθρωποκτονία. Επίσης αυτή η γυμνή ζωή του «εγκληματία» είναι απόλυτα ελεγχόμενη από την κυρίαρχη εξουσία αφού και ο χρόνος όπως ανέλυσα παραπάνω αποτελεί αντικείμενο παρακολούθησης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η αναγνωρισμένη ώρα θανάτου των καταδικασμένων, όπου κατά τη διάρκεια μια συγκεκριμένης στιγμής της ημέρας -κυρίως τα μεσάνυχτα- γίνονται οι περισσότερες εκτελέσεις στους φυλακισμένους. Η προκαθορισμένη αυτή ώρα αποτελεί ένα παράδειγμα που δείχνει πως το κράτος έχει γίνει κυρίαρχος του χρόνου σε ότι αφορά την «γυμνή» ζωή των καταδικασμένων. Πιο συγκεκριμένα, η παραπάνω ενέργεια σημαίνει ότι προγραμματίζοντας την ώρα της εκτέλεσης το κράτος έχει περισσότερο έλεγχο στα γεγονότα, στα ΜΜΕ καθώς και στους φυλακισμένους. Έτσι, ξεδιπλώνοντας τις διαφορετικές συνδηλώσεις της πολυδιάστατης έννοιας του χρόνου και τι σημαίνει για τον καθένα αυτή η έννοια, είναι ενδιαφέρουσα η περίπτωση που ο χρόνος για τον καταδικασμένο ενεργοποιείται λίγο πριν την εκτέλεση του. Δηλαδή, ο χρόνος ο οποίος για τον φυλακισμένο πριν δεν είχε κανένα νόημα τώρα πια αποκτά νόημα και γίνεται αυτό που το κράτος αποκαλεί «στάδιο παρακολούθησης του θανάτου» (deathwatch), (C.Federman, D.Holmes, 2005: 334).Τι είναι όμως η «παρακολούθηση του θανάτου» και πως συνοψίζεται η έννοια της βιο-εξουσίας και του χρόνου συγκεκριμένα στις τελευταίες 24 ώρες ενός καταδικασμένου σε θανατική ποινή; Συνοπτικά, θα αναφερθώ σε ένα από τα μείζονα ζητήματα που συνδέονται με την θανατική ποινή και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το πώς η πειθαρχεία στα σώματα των φυλακισμένων επιτελείται από το ιατρικό και λοιπό προσωπικό με μια «πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας».
Από την άλλη μεριά, ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση, μέσα στο γραφειοκρατικό και ιατρικό-νομικό πλαίσιο. Ειδικότερα, για το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, ο χρόνος μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής είναι ένας «παραγωγικός» χρόνος, ένας χρήσιμος και «αδιαμεσολάβητος» χρόνος. Κυρίως, όμως, είναι «παραγωγικός» αφού δίνει το περιθώριο για την παραγωγή γνώσης, ελέγχου και εξουσίας από ένα ευρύ πλέγμα «ειδικών» που ασχολούνται με το «παρεκκλίνων» σώμα των φυλακισμένων. Με αυτόν τον τρόπο, παράγοντας, δηλαδή, πορίσματα, αναφορές, ιατρικές και ψυχιατρικές εξετάσεις καθώς και καταγράφοντας διάφορες παρατηρήσεις, η κυρίαρχη εξουσία στις φυλακές «διαμελίζει» το σώμα σε επιστημονικά πεδία, όπου στο καθένα πεδίο αντιστοιχεί και ο εκάστοτε αρμόδιος Λόγος και το καθεστώς «αλήθειας» που αυτός πρεσβεύει. Συγκεκριμένα, αυτή η βιο-πολιτική ή καλύτερα η «θανατοπολιτική», σύμφωνα με τα λόγια του Agamben, έχει ως στόχo την απο-νέκρωση του υποκειμένου, διαλύοντας οποιαδήποτε μορφή αντίστασης. Αυτή η διαδικασία όμως χρειάζεται αυτόν τον «χρήσιμο» χρόνο για να παράγει γνώση, τεχνικές και ειδικούς. Κυρίως, όμως, απαιτεί την κατάλληλη ιατρική τεχνολογία και το κατάλληλο ιατρικό προσωπικό. Δηλαδή, ο χρόνος ουσιαστικά εξυπηρετεί έναν σκοπό: να «γκρεμίσει» το ηθικό του φυλακισμένου, να τον κάνει να ομολογήσει, να στραφεί προς τον εαυτό του αφού γίνει ταυτόχρονα αντικείμενο παρατήρησης και «γνώσης» για τους «ειδικούς» (C.Federman, D.Holmes, 2005). Επειδή, ακριβώς, οι καταδικασμένοι σε θάνατο είναι άνθρωποι που στερούνται όλα σχεδόν τα δικαιώματα τους και όλες τις προσδοκίες που συνηθίζουμε να αποδίδουμε στην ανθρώπινη ύπαρξη, αποτελούν πλέον μια «γυμνή ζωή» δηλαδή είναι ζωντανοί μόνο σ’ ένα βιολογικό επίπεδο και τοποθετούνται σε μια ζώνη-όριο μεταξύ ζωής και θανάτου (Agamben, 2005: 245). Αυτή, η γυμνή ζωή η οποία βρίσκεται στο όριο, αποτελεί για το κράτος μια κατάσταση εξαίρεσης πάνω στην οποία μπορεί να κινείται και να αποφασίζει ποια ζωή μπορεί να θανατωθεί χωρίς να έχει διαπραχθεί ανθρωποκτονία. Επίσης αυτή η γυμνή ζωή του «εγκληματία» είναι απόλυτα ελεγχόμενη από την κυρίαρχη εξουσία αφού και ο χρόνος όπως ανέλυσα παραπάνω αποτελεί αντικείμενο παρακολούθησης. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η αναγνωρισμένη ώρα θανάτου των καταδικασμένων, όπου κατά τη διάρκεια μια συγκεκριμένης στιγμής της ημέρας -κυρίως τα μεσάνυχτα- γίνονται οι περισσότερες εκτελέσεις στους φυλακισμένους. Η προκαθορισμένη αυτή ώρα αποτελεί ένα παράδειγμα που δείχνει πως το κράτος έχει γίνει κυρίαρχος του χρόνου σε ότι αφορά την «γυμνή» ζωή των καταδικασμένων. Πιο συγκεκριμένα, η παραπάνω ενέργεια σημαίνει ότι προγραμματίζοντας την ώρα της εκτέλεσης το κράτος έχει περισσότερο έλεγχο στα γεγονότα, στα ΜΜΕ καθώς και στους φυλακισμένους. Έτσι, ξεδιπλώνοντας τις διαφορετικές συνδηλώσεις της πολυδιάστατης έννοιας του χρόνου και τι σημαίνει για τον καθένα αυτή η έννοια, είναι ενδιαφέρουσα η περίπτωση που ο χρόνος για τον καταδικασμένο ενεργοποιείται λίγο πριν την εκτέλεση του. Δηλαδή, ο χρόνος ο οποίος για τον φυλακισμένο πριν δεν είχε κανένα νόημα τώρα πια αποκτά νόημα και γίνεται αυτό που το κράτος αποκαλεί «στάδιο παρακολούθησης του θανάτου» (deathwatch), (C.Federman, D.Holmes, 2005: 334).Τι είναι όμως η «παρακολούθηση του θανάτου» και πως συνοψίζεται η έννοια της βιο-εξουσίας και του χρόνου συγκεκριμένα στις τελευταίες 24 ώρες ενός καταδικασμένου σε θανατική ποινή; Συνοπτικά, θα αναφερθώ σε ένα από τα μείζονα ζητήματα που συνδέονται με την θανατική ποινή και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το πώς η πειθαρχεία στα σώματα των φυλακισμένων επιτελείται από το ιατρικό και λοιπό προσωπικό με μια «πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας».
Η έννοια της βιο-εξουσίας στην διαδικασία«παρατήρησης της θανατικής ποινής»και της τελευταίας ημέρας πριν την εκτέλεση Η βιο-εξουσία ή αλλιώς η εξουσία πάνω στη ζωή είναι ένας όρος που αναφέρεται κυρίως στο έργο του Michel Foucault (1990) για να περιγράψει την μεγάλη δημογραφική εξάπλωση του 17ου αιώνα στην Ευρώπη καθώς και τις πολλαπλές διαστάσεις που πήρε ο συγκεκριμένος όρος κατά την διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα. Ειδικότερα, η βιο-εξουσία αποτελεί μια περίπλοκη και καλά οργανωμένη μέθοδο κυβερνητικότητας χρησιμοποιώντας ποικίλες τεχνικές (Federman, Holmes, 2005: 335).
Στην περίπτωση της θανατικής ποινής, η βιο-εξουσία αποτελεί εκείνο το κομμάτι του ελέγχου πάνω στη ζωή των φυλακισμένων, πάνω στη «γυμνή ζωή» τους και ειδικότερα τοποθετείται γραφειοκρατικά στις φυλακές όπου επιτελείται από το ειδικά «επιστημονικό» προσωπικό η διαδικασία της παρατήρησης λίγο πριν την εκτέλεση της θανατικής ποινής(deathwatch). Αυτή η τεχνική παρακολούθησης της πορείας των καταδικασμένων συγκεκριμένα στην Αμερική αποτελεί μία από τις βασικές διαδικασίες στην οποία συμμετέχουν κυρίως γιατροί, νοσοκόμες και γραφειοκράτες. Το συγκεκριμένο προσωπικό θα φέρει την ευθύνη να μεταφέρει τον τρόφιμο στην αίθουσα θανάτωσης του. Όμως αυτή διαδικασία δεν έχει ως στόχο να αλλάξει η απόφαση σχετικά με την καταδικαστική ποινή θανάτωσης του φυλακισμένου αλλά να «τσακίσει» το ηθικό του τροφίμου και να παραδοθεί ως πειθήνιο σώμα στην κυρίαρχη εξουσία. Διότι, με αυτή τη διαδικασία παρακολούθησης το ιατρικό και διοικητικό προσωπικό που συμμετέχει κυρίως ελέγχει κατά πόσο μειώνονται οι αντιστάσεις του φυλακισμένου όταν περιμένει την εκτέλεση του και κυρίως παρακολουθεί κατά πόσο το υποκείμενο «απονεκρώνεται»(Federman, Holmes, 2005: 339). Ο C.Federman και ο D. Holmes (2005: 342) αναφέρουν ότι η παρακολούθηση λίγες ώρες πριν την εκτέλεση αποτελεί ένα από τα πιο ελεγχόμενα γεγονότα στο σώμα του φυλακισμένου. Δηλαδή, θεωρείται ότι είναι μια σύγχρονη τελετουργία θανάτου στις Αμερικάνικες φυλακές η οποία επιθεωρείται από τους επαγγελματίες υγείας. Συγκεκριμένα, ο Johnson αναφέρει τα λόγια του ιατρικού προσωπικού που συμμετέχει στην παρακολούθηση του θανάτου: Καταγράφουμε τα πάντα, δεν μας ξεφεύγει τίποτα. Εάν γυρίσει το κεφάλι του στο κρεβάτι όπου κοιμάται, το σημειώνουμε. Παρακολουθούμε πόσο τρώει, πόσο καφέ πίνει, πόσα τσιγάρα καπνίζει-όλα αυτά τα σημειώνουμε (Johnson, 1998: 144) Πιο συγκεκριμένα, αυτή η παρακολούθηση γίνεται όταν κατά τις έξι το απόγευμα ο καταδικασμένος θα μεταφερθεί στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο παρακολούθησης. Εκεί μια τριμελής ομάδα θα ελέγχει την κάθε του κίνηση. Έπειτα, θα τον μεταφέρουν για να του προσφέρουν το τελευταίο του δείπνο, το οποίο θα είναι της επιλογής του. Ίσως, και η μόνη ευκαιρία να έχει «επιλογή» ο τρόφιμος μέσα στην φυλακή. Η οικογένειά του, πνευματικοί σύμβουλοι και φίλοι θα είναι μάρτυρες και θα συμμετέχουν σε όλη τη διαδικασία παρακολούθησης.Αυτή η πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας, λίγες ώρες πριν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής, δείχνει πως η πειθαρχία εγγράφεται και ασκείται σε κάθε «σπιθαμή» του σώματος του φυλακισμένου. Κυρίως όμως δηλώνει αυτό που πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Foucault:«Η εξουσία δεν σταματά ποτέ την ανάκριση, εξέταση, καταγραφή της αλήθειας. Θεσμοποιεί, επαγγελματοποιεί, ανταμείβει την επιζήτηση της αλήθειας. Σε τελευταία ανάλυση πρέπει να παράγουμε αλήθεια όπως πρέπει να παράγουμε πλούτο, μάλιστα πρέπει να παράγουμε αλήθεια προκειμένου να παράγουμε πλούτο. Από μια άλλη άποψη είμαστε επίσης, υποταγμένοι στην αλήθεια, με την έννοια ότι η αλήθεια είναι αυτή που φτιάχνει τους νόμους, που παράγει τον αληθινό λόγο, ο οποίος εν μέρει τουλάχιστον αποφασίζει, μεταβιβάζει και εκτείνεται στα αποτελέσματα της εξουσίας. Τέλος, κρινόμαστε, καταδικαζόμαστε, ταξινομούμαστε και καθοριζόμαστε στα εγχειρήματά μας, προοριζόμαστε για έναν ορισμένο τρόπο ζωής ή θανάτου σε συνάρτηση με τους αληθείς λόγους που είναι φορείς αυτών των ειδικών αποτελεσμάτων εξουσίας (Foucault 1991: 102) Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτή η παραγωγή «αληθινών» Λόγων και συνεχής καταγραφής, ανάκρισης, εξέτασης και εποπτείας μπορεί να νομιμοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης που είναι η ανθρωποκτονία και να την διαπράττει χωρίς να είναι φόνος. Η θανατική ποινή, όπως ανέλυσα παραπάνω, δεν είναι, όμως, μόνο η στιγμή της εκτέλεσης αλλά μια μακρόσυρτη διαδικασία όπου η βιο-εξουσία και ο χρόνος παίζουν κεντρικό ρόλο στις φυλακές και κυρίως στην διαμόρφωση του υποκειμένου. Και ως μια τέτοια διαδικασία παρακολούθησης και παραγωγής γνώσης νομιμοποιείται και επιτελείται. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι η θανατική ποινή είναι μια στρατηγική χωρίς κάποιον επικεφαλή. Αυτό σημαίνει ότι στο κυβερνητικό πρωτόκολλο όπου καταγράφονται οι προγραμματισμένες εκτελέσεις δεν αναφέρεται πουθενά ποιος είναι υπεύθυνος για να οδηγήσει τον κρατούμενο στο δωμάτιο θανάτου ή να παρακολουθήσει την διαδικασία επίβλεψης (deathwatch). Δηλαδή, το σώμα προετοιμάζεται να θανατωθεί από ένα πλήθος «αόρατων» μορφών εξουσίας οι οποίες δεν καταγράφονται πουθενά ούτε αυτό το δίκτυο σχέσεων κοινοποιεί την ταυτότητα του. Το γραφειοκρατικό και ιατρικό προσωπικό ουσιαστικά «εξαιρεί» τον εαυτό του από όλη αυτή την διαδικασία με σκοπό να την παρουσιάζει ως μια «αναπόφευκτη» κατάληξη για το εγκληματικό σώμα. Η απόφαση της θανατικής ποινής φυσικοποιείται στην «ατέλεια» του «εγκληματία» και νομιμοποιείται πλήρως η κρατική παρέμβαση «εξυγίανση» του κοινωνικού συνόλου από οτιδήποτε «μιαρό» και «μολυσματικό». Ειδικότερα, στο παράδειγμα της «φιλελεύθερης» Αμερικής η θανατική ποινή στην πολιτεία του Τέξας είναι μία υπόθεση ρουτίνας (Garland, 2002: 4; 460) επαναφέροντας στην μνήμη την επιχείρηση ευθανασίας της ναζιστικής Γερμανίας η οποία αποτελούσε κυρίως μια ρουτίνα εξόντωσης του «κακού». Το 2001, σύμφωνα με το Πληροφοριακό Κέντρο Θανατικής Ποινής τα στοιχεία αυτής της «ρουτίνας εξόντωσης» είναι αποκαρδιωτικά: «Από το 1973 έως το 2001 , 98 άνθρωποι σε 22 πολιτείες έχουν εκτελεστεί και μετέπειτα βρέθηκε ότι ήταν αθώοι». Ακόμα, μια μελέτη του James Liebman απέδειξε ότι από το 1973 έως το 1995 το δικαστικό λάθος στην Αμερική ήταν 68%. Γι΄αυτό, ο David Garland (2002) καταλήγει ότι η θανατική ποινή κυρίως ως τιμωρητικός θεσμός στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της Αμερικής είναι μια ποινή ιδιαίτερα χαραγμένη στην πολιτική συνείδηση των Αμερικανών. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η θανατική ποινή είναι ένα γεγονός της πολιτικής ζωής, ένας αμερικάνικος θεσμός στον οποίο οι περισσότεροι πολιτικοί υπόσχονται και ορκίζονται πίστη και υποταγή. Δεν είναι τυχαίο, ότι τον Ιούνιο του 2001, όταν η αμερικάνικη κυβέρνηση προετοιμαζόταν να εκτελέσει τον κρατούμενο Timothy Mc Veigh, η οποία ήταν η πρώτη εκτέλεση από το 1963, στα ΜΜΕ των ΗΠΑ η συζήτηση δεν γινόταν σχετικά με την απαράδεκτη τιμωρητική πρακτική του αμερικάνικου κράτους αλλά οι απόψεις περιστρέφονταν στο εάν θα προβαλλόταν τηλεοπτικά η εκτέλεση της θανατικής του ποινής.Εντούτοις, η έννοια της πολιτισμικής αναπαράστασης της θανατικής ποινής είναι από τα βασικότερα ζητήματα που αφορά αυτόν τον τιμωρητικό θεσμό του «κράτους που σκοτώνει» (the state killing) διότι μια θυματοποιημένη κουλτούρα, όπως αυτή της Αμερικής, ενδυναμώνει τέτοιου τύπου τιμωρητικές πρακτικές και τις διατηρεί σε αυξημένη ισχύ. Έτσι η κυρίαρχη εξουσία διατυπώνεται με όρους τεχνολογίας, τακτικών, στρατηγικής και συναίνεσης. Γι’ αυτό και βασική συνθήκη ύπαρξης και συνέχισης αυτής της τιμωρητικής πρακτικής αποτελεί η κοινωνική συναίνεση. Με αυτή την έννοια, ο Λόγος περί «δικαιοσύνης» που αποδίδει η θανατική ποινή εφαρμόζεται με απόλυτη επιτυχία και χαρακτηρίζεται με θετικό πρόσημο. Επίλογος Συμπερασματικά, σύμφωνα με όσα ανέλυσα παραπάνω, το διακύβευμα της θανατικής ποινής είναι ότι το «κράτος της εξαίρεσης» προσπαθεί να ξεφύγει από την αντίφαση που ενέχει η διενέργεια του συγκεκριμένου τιμωρητικού θεσμού, δηλαδή η αφαίρεση της ζωής χωρίς να διαπραχθεί ανθρωποκτονία. Αυτή η προσπάθεια συνοψίζεται στις διαδικασίες που λαμβάνουν μέρος μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής.Ο χρόνος, αποτελεί αφ’ ενός αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας για την μείωση των αντιστάσεων των κρατουμένων και την πλήρη υποκειμενοποίησή τους στο πειθαρχικό σύστημα και αφ’ ετέρου αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία ελέγχου για την βιο-εξουσία. Έτσι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα εξουσιαστικών Λόγων στο οποίο συμμετέχουν κυρίως γιατροί, νοσοκόμες και άλλοι γραφειοκρατικοί παράγοντες, ο καθένας δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την επαγγελματική του θέση μέσα από το καθεστώς αλήθειας που εγγράφει στο σώμα του φυλακισμένου. Επίσης, ένα από τα βασικά ζητήματα που συνδέεται με την θανατική ποινή είναι ότι η εξουσία ξέρει πολύ καλά να κρύβει τον εαυτό της και προσπαθεί συνεχώς να παρουσιάσει αυτή την τιμωρητική πρακτική ως κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Με άλλα λόγια, η θανατική ποινή αποτελεί εκείνη την ποινή η οποία επιτελείται χωρίς να αναγράφεται πουθενά το όνομα αυτού που την επιτελεί και δεν καταχωρείται σε κανένα πρακτικό («author-less», «title-less»). Γι’ αυτό και οι εκτελέσεις γίνονται στα παρασκήνια, εντός των τειχών της φυλακής υπό το ιατρικό βλέμμα παρακολούθησης και ελέγχου του πειθήνιου σώματος του φυλακισμένου. Κυρίως, όμως γίνεται με τέτοιες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να τελειώσει η γυμνή ζωή του «εγκληματία» με τον ελάχιστο πόνο. Δεν είναι τυχαία, η μετατόπιση της μεθόδου από την ηλεκτρική καρέκλα στην χορήγηση θανάσιμων χημικών ουσιών με βελόνα. Το σώμα του φυλακισμένου δεν αποτελεί πια ένα υποφέρον σώμα στην θανατική ποινή αλλά ένα σώμα που δεν υπάρχει το σημάδι του πόνου και του αίματος. Και σε αυτή ακριβώς την πολιτισμική διάσταση τοποθετείται η θανατική ποινή στην ύστερη νεωτερικότητα, δηλαδή στην πλήρη εξάλειψη ιχνών αυτής της κρατικής ανθρωποκτονίας.
Στην περίπτωση της θανατικής ποινής, η βιο-εξουσία αποτελεί εκείνο το κομμάτι του ελέγχου πάνω στη ζωή των φυλακισμένων, πάνω στη «γυμνή ζωή» τους και ειδικότερα τοποθετείται γραφειοκρατικά στις φυλακές όπου επιτελείται από το ειδικά «επιστημονικό» προσωπικό η διαδικασία της παρατήρησης λίγο πριν την εκτέλεση της θανατικής ποινής(deathwatch). Αυτή η τεχνική παρακολούθησης της πορείας των καταδικασμένων συγκεκριμένα στην Αμερική αποτελεί μία από τις βασικές διαδικασίες στην οποία συμμετέχουν κυρίως γιατροί, νοσοκόμες και γραφειοκράτες. Το συγκεκριμένο προσωπικό θα φέρει την ευθύνη να μεταφέρει τον τρόφιμο στην αίθουσα θανάτωσης του. Όμως αυτή διαδικασία δεν έχει ως στόχο να αλλάξει η απόφαση σχετικά με την καταδικαστική ποινή θανάτωσης του φυλακισμένου αλλά να «τσακίσει» το ηθικό του τροφίμου και να παραδοθεί ως πειθήνιο σώμα στην κυρίαρχη εξουσία. Διότι, με αυτή τη διαδικασία παρακολούθησης το ιατρικό και διοικητικό προσωπικό που συμμετέχει κυρίως ελέγχει κατά πόσο μειώνονται οι αντιστάσεις του φυλακισμένου όταν περιμένει την εκτέλεση του και κυρίως παρακολουθεί κατά πόσο το υποκείμενο «απονεκρώνεται»(Federman, Holmes, 2005: 339). Ο C.Federman και ο D. Holmes (2005: 342) αναφέρουν ότι η παρακολούθηση λίγες ώρες πριν την εκτέλεση αποτελεί ένα από τα πιο ελεγχόμενα γεγονότα στο σώμα του φυλακισμένου. Δηλαδή, θεωρείται ότι είναι μια σύγχρονη τελετουργία θανάτου στις Αμερικάνικες φυλακές η οποία επιθεωρείται από τους επαγγελματίες υγείας. Συγκεκριμένα, ο Johnson αναφέρει τα λόγια του ιατρικού προσωπικού που συμμετέχει στην παρακολούθηση του θανάτου: Καταγράφουμε τα πάντα, δεν μας ξεφεύγει τίποτα. Εάν γυρίσει το κεφάλι του στο κρεβάτι όπου κοιμάται, το σημειώνουμε. Παρακολουθούμε πόσο τρώει, πόσο καφέ πίνει, πόσα τσιγάρα καπνίζει-όλα αυτά τα σημειώνουμε (Johnson, 1998: 144) Πιο συγκεκριμένα, αυτή η παρακολούθηση γίνεται όταν κατά τις έξι το απόγευμα ο καταδικασμένος θα μεταφερθεί στον ειδικά διαμορφωμένο χώρο παρακολούθησης. Εκεί μια τριμελής ομάδα θα ελέγχει την κάθε του κίνηση. Έπειτα, θα τον μεταφέρουν για να του προσφέρουν το τελευταίο του δείπνο, το οποίο θα είναι της επιλογής του. Ίσως, και η μόνη ευκαιρία να έχει «επιλογή» ο τρόφιμος μέσα στην φυλακή. Η οικογένειά του, πνευματικοί σύμβουλοι και φίλοι θα είναι μάρτυρες και θα συμμετέχουν σε όλη τη διαδικασία παρακολούθησης.Αυτή η πολιτική ανατομία της λεπτομέρειας, λίγες ώρες πριν από την εκτέλεση της θανατικής ποινής, δείχνει πως η πειθαρχία εγγράφεται και ασκείται σε κάθε «σπιθαμή» του σώματος του φυλακισμένου. Κυρίως όμως δηλώνει αυτό που πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Foucault:«Η εξουσία δεν σταματά ποτέ την ανάκριση, εξέταση, καταγραφή της αλήθειας. Θεσμοποιεί, επαγγελματοποιεί, ανταμείβει την επιζήτηση της αλήθειας. Σε τελευταία ανάλυση πρέπει να παράγουμε αλήθεια όπως πρέπει να παράγουμε πλούτο, μάλιστα πρέπει να παράγουμε αλήθεια προκειμένου να παράγουμε πλούτο. Από μια άλλη άποψη είμαστε επίσης, υποταγμένοι στην αλήθεια, με την έννοια ότι η αλήθεια είναι αυτή που φτιάχνει τους νόμους, που παράγει τον αληθινό λόγο, ο οποίος εν μέρει τουλάχιστον αποφασίζει, μεταβιβάζει και εκτείνεται στα αποτελέσματα της εξουσίας. Τέλος, κρινόμαστε, καταδικαζόμαστε, ταξινομούμαστε και καθοριζόμαστε στα εγχειρήματά μας, προοριζόμαστε για έναν ορισμένο τρόπο ζωής ή θανάτου σε συνάρτηση με τους αληθείς λόγους που είναι φορείς αυτών των ειδικών αποτελεσμάτων εξουσίας (Foucault 1991: 102) Γι’ αυτόν τον λόγο, αυτή η παραγωγή «αληθινών» Λόγων και συνεχής καταγραφής, ανάκρισης, εξέτασης και εποπτείας μπορεί να νομιμοποιεί την κατάσταση εξαίρεσης που είναι η ανθρωποκτονία και να την διαπράττει χωρίς να είναι φόνος. Η θανατική ποινή, όπως ανέλυσα παραπάνω, δεν είναι, όμως, μόνο η στιγμή της εκτέλεσης αλλά μια μακρόσυρτη διαδικασία όπου η βιο-εξουσία και ο χρόνος παίζουν κεντρικό ρόλο στις φυλακές και κυρίως στην διαμόρφωση του υποκειμένου. Και ως μια τέτοια διαδικασία παρακολούθησης και παραγωγής γνώσης νομιμοποιείται και επιτελείται. Το πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι ότι η θανατική ποινή είναι μια στρατηγική χωρίς κάποιον επικεφαλή. Αυτό σημαίνει ότι στο κυβερνητικό πρωτόκολλο όπου καταγράφονται οι προγραμματισμένες εκτελέσεις δεν αναφέρεται πουθενά ποιος είναι υπεύθυνος για να οδηγήσει τον κρατούμενο στο δωμάτιο θανάτου ή να παρακολουθήσει την διαδικασία επίβλεψης (deathwatch). Δηλαδή, το σώμα προετοιμάζεται να θανατωθεί από ένα πλήθος «αόρατων» μορφών εξουσίας οι οποίες δεν καταγράφονται πουθενά ούτε αυτό το δίκτυο σχέσεων κοινοποιεί την ταυτότητα του. Το γραφειοκρατικό και ιατρικό προσωπικό ουσιαστικά «εξαιρεί» τον εαυτό του από όλη αυτή την διαδικασία με σκοπό να την παρουσιάζει ως μια «αναπόφευκτη» κατάληξη για το εγκληματικό σώμα. Η απόφαση της θανατικής ποινής φυσικοποιείται στην «ατέλεια» του «εγκληματία» και νομιμοποιείται πλήρως η κρατική παρέμβαση «εξυγίανση» του κοινωνικού συνόλου από οτιδήποτε «μιαρό» και «μολυσματικό». Ειδικότερα, στο παράδειγμα της «φιλελεύθερης» Αμερικής η θανατική ποινή στην πολιτεία του Τέξας είναι μία υπόθεση ρουτίνας (Garland, 2002: 4; 460) επαναφέροντας στην μνήμη την επιχείρηση ευθανασίας της ναζιστικής Γερμανίας η οποία αποτελούσε κυρίως μια ρουτίνα εξόντωσης του «κακού». Το 2001, σύμφωνα με το Πληροφοριακό Κέντρο Θανατικής Ποινής τα στοιχεία αυτής της «ρουτίνας εξόντωσης» είναι αποκαρδιωτικά: «Από το 1973 έως το 2001 , 98 άνθρωποι σε 22 πολιτείες έχουν εκτελεστεί και μετέπειτα βρέθηκε ότι ήταν αθώοι». Ακόμα, μια μελέτη του James Liebman απέδειξε ότι από το 1973 έως το 1995 το δικαστικό λάθος στην Αμερική ήταν 68%. Γι΄αυτό, ο David Garland (2002) καταλήγει ότι η θανατική ποινή κυρίως ως τιμωρητικός θεσμός στα πολιτισμικά συμφραζόμενα της Αμερικής είναι μια ποινή ιδιαίτερα χαραγμένη στην πολιτική συνείδηση των Αμερικανών. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η θανατική ποινή είναι ένα γεγονός της πολιτικής ζωής, ένας αμερικάνικος θεσμός στον οποίο οι περισσότεροι πολιτικοί υπόσχονται και ορκίζονται πίστη και υποταγή. Δεν είναι τυχαίο, ότι τον Ιούνιο του 2001, όταν η αμερικάνικη κυβέρνηση προετοιμαζόταν να εκτελέσει τον κρατούμενο Timothy Mc Veigh, η οποία ήταν η πρώτη εκτέλεση από το 1963, στα ΜΜΕ των ΗΠΑ η συζήτηση δεν γινόταν σχετικά με την απαράδεκτη τιμωρητική πρακτική του αμερικάνικου κράτους αλλά οι απόψεις περιστρέφονταν στο εάν θα προβαλλόταν τηλεοπτικά η εκτέλεση της θανατικής του ποινής.Εντούτοις, η έννοια της πολιτισμικής αναπαράστασης της θανατικής ποινής είναι από τα βασικότερα ζητήματα που αφορά αυτόν τον τιμωρητικό θεσμό του «κράτους που σκοτώνει» (the state killing) διότι μια θυματοποιημένη κουλτούρα, όπως αυτή της Αμερικής, ενδυναμώνει τέτοιου τύπου τιμωρητικές πρακτικές και τις διατηρεί σε αυξημένη ισχύ. Έτσι η κυρίαρχη εξουσία διατυπώνεται με όρους τεχνολογίας, τακτικών, στρατηγικής και συναίνεσης. Γι’ αυτό και βασική συνθήκη ύπαρξης και συνέχισης αυτής της τιμωρητικής πρακτικής αποτελεί η κοινωνική συναίνεση. Με αυτή την έννοια, ο Λόγος περί «δικαιοσύνης» που αποδίδει η θανατική ποινή εφαρμόζεται με απόλυτη επιτυχία και χαρακτηρίζεται με θετικό πρόσημο. Επίλογος Συμπερασματικά, σύμφωνα με όσα ανέλυσα παραπάνω, το διακύβευμα της θανατικής ποινής είναι ότι το «κράτος της εξαίρεσης» προσπαθεί να ξεφύγει από την αντίφαση που ενέχει η διενέργεια του συγκεκριμένου τιμωρητικού θεσμού, δηλαδή η αφαίρεση της ζωής χωρίς να διαπραχθεί ανθρωποκτονία. Αυτή η προσπάθεια συνοψίζεται στις διαδικασίες που λαμβάνουν μέρος μέχρι την εκτέλεση της θανατικής ποινής.Ο χρόνος, αποτελεί αφ’ ενός αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της διαδικασίας για την μείωση των αντιστάσεων των κρατουμένων και την πλήρη υποκειμενοποίησή τους στο πειθαρχικό σύστημα και αφ’ ετέρου αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία ελέγχου για την βιο-εξουσία. Έτσι, μέσα από ένα σύνθετο πλέγμα εξουσιαστικών Λόγων στο οποίο συμμετέχουν κυρίως γιατροί, νοσοκόμες και άλλοι γραφειοκρατικοί παράγοντες, ο καθένας δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την επαγγελματική του θέση μέσα από το καθεστώς αλήθειας που εγγράφει στο σώμα του φυλακισμένου. Επίσης, ένα από τα βασικά ζητήματα που συνδέεται με την θανατική ποινή είναι ότι η εξουσία ξέρει πολύ καλά να κρύβει τον εαυτό της και προσπαθεί συνεχώς να παρουσιάσει αυτή την τιμωρητική πρακτική ως κάτι άλλο από αυτό που είναι.
Με άλλα λόγια, η θανατική ποινή αποτελεί εκείνη την ποινή η οποία επιτελείται χωρίς να αναγράφεται πουθενά το όνομα αυτού που την επιτελεί και δεν καταχωρείται σε κανένα πρακτικό («author-less», «title-less»). Γι’ αυτό και οι εκτελέσεις γίνονται στα παρασκήνια, εντός των τειχών της φυλακής υπό το ιατρικό βλέμμα παρακολούθησης και ελέγχου του πειθήνιου σώματος του φυλακισμένου. Κυρίως, όμως γίνεται με τέτοιες γραφειοκρατικές διαδικασίες για να τελειώσει η γυμνή ζωή του «εγκληματία» με τον ελάχιστο πόνο. Δεν είναι τυχαία, η μετατόπιση της μεθόδου από την ηλεκτρική καρέκλα στην χορήγηση θανάσιμων χημικών ουσιών με βελόνα. Το σώμα του φυλακισμένου δεν αποτελεί πια ένα υποφέρον σώμα στην θανατική ποινή αλλά ένα σώμα που δεν υπάρχει το σημάδι του πόνου και του αίματος. Και σε αυτή ακριβώς την πολιτισμική διάσταση τοποθετείται η θανατική ποινή στην ύστερη νεωτερικότητα, δηλαδή στην πλήρη εξάλειψη ιχνών αυτής της κρατικής ανθρωποκτονίας.
Βιβλιογραφία:
Αθηνά Αθανασίου, «Ζωή στο Όριο. Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική», εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2007.
Butler Judith, «Bodies that Matter. On the Discursive Limits of “Sex”», Λονδίνο: Routledge, 1993.
Giorgio Agamben, «Homo Sacer: Κυρίαρχη Εξουσία και Γυμνή Ζωή», εκδ. Scripta, Αθήνα 2005 [1995]
Giorgio Agamben, «Η Πολιτικοποίηση του θανάτου» στο Δ. Μακρυνιώτη επιμ. «Τα όρια του Σώματος: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις»,εκδ νήσος, Αθήνα, 2004
Michel Foucault, «Η Μικροφυσική της Εξουσίας», εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1991
Michel Foucault, «Επιτήρηση και Τιμωρία. Η Γέννηση της Φυλακής», εκδ. Ραππα, Αθήνα 1976
A. Kleinman, V. Das, M. Lock επιμ., «Social Suffering», 1997, California Press Books
C. Federman, D. Holmes, «Breaking Bodies Into Pieces: Time, Torture, and Bio-Power», Critical Criminology (2005) 13: 327-345
David Garland, «The Cultural Uses of Capital Punishment», Punishment and Society (2002) 4: 459
Robert Proctor (1988), «Η Εξόντωση της «ζωής που δεν αξίζει να τη ζει κανείς» στο Δ. Μακρυνιώτη επιμ. «Τα όρια του Σώματος: Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις», εκδ νήσος, Αθήνα, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου