της Βάιας Καλτή*
Ξεκινώντας για την αναζήτηση της ζωής στην εφαρμογή των σύγχρονων ποινικών πρακτικών, η σκέψη οδηγείται στην, τόσο συχνά αναφερόμενη τελευταία, όγδοη θέση για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Benjamin, όπου αναφέρει ότι «η “κατάσταση εκτάκτου ανάγκης” στην οποία ζούμε δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας» (Benjamin 1968:257). Το δόγμα της μηδενικής ανοχής -το οποίο έχει επιλεγεί από μια πλειάδα Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών κρατών ως η πιο ενδεδειγμένη και αποτελεσματικότερη μορφή ποινικού ελέγχου- καθώς και η μεγαλόσχημη παραγωγή λόγων περί τάξης και ασφάλειας, ασύμμετρων απειλών και διαρκών κινδύνων και η εντατική καλλιέργεια αισθημάτων φόβου και αβεβαιότητας, σκιαγραφούν ένα σκηνικό το οποίο κραυγάζει την «εξαιρετικότητα της κατάστασής του» μέσα από τη αδιάλειπτη παρουσία του. Μιλάμε λοιπόν, για μια εξαίρεση ασυνεπή ως προς την προσωρινότητα του χαρακτήρα της, μιας και είναι πανταχού παρούσα, απτή μέσω των αισθήσεων μα ανείπωτη, μη καθομολογημένη ως τέτοια, και για «μηχανισμούς αντιμετώπισης» αυτής της «έκτακτης ανάγκης», που διασαλεύει μόνιμα την κανονικότητα του κοινωνικοπολιτικού πεδίου. Όταν λοιπόν, η εξαίρεση τείνει να γίνει ή γίνεται ο κανόνας, σε τι κατάσταση περιέρχεται το δίκαιο και πως ορίζεται η σχέση του με τη ζωή;
Η εργασία αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος, αναφέρεται στη διάκριση που εισήγαγε ο Walter Benjamin στο δοκίμιό του Για μια Κριτική της Βίας ([1921]2002) ανάμεσα σε βία που θεσπίζει και βία που συντηρεί το δίκαιο. Μέσα από το παράδειγμα της αστυνομίας προσεγγίζεται η απειλητική, ως προς τις τάξεις του δικαίου, έννομη βία την οποία ο συγκεκριμένος κρατικός μηχανισμός διαθέτει και θέτει σε κίνηση. Στο δεύτερο και τρίτο μέρος, όπου οι αναφορές εστιάζουν στην πολιτική της μηδενικής ανοχής, αναδεικνύονται οι εκτός δικαίου εκφερόμενες πρακτικές «πρόληψης και καταστολής» του εγκλήματος, η συνάρθρωσή τους με το αίτημα για «τάξη και ασφάλεια» και τις πολιτικές κουλτούρες «φόβου και τρωτότητας» γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται και ενισχύεται η εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Μέσα από την «εντατική καλλιέργεια» των δύο προαναφερθέντων σημείων επικυρώνεται η ανελαστική διαχείριση της μικροπαραβατικότητας, ο διαχωρισμός και η απορριματοποίηση των ανεπιθύμητων ή περιττών, για την εθνική και οικονομική τάξη, στοιχείων, η διαχείριση και πειθάρχηση των του «υγιούς κοινωνικού σώματος» (όπως αυτό παράγεται από το διαχωρισμό), ενώ παράλληλα οι επιλεγόμενες τεχνικές αναδύονται ως αναγκαία και επιτακτική συνθήκη αντιμετώπισης μιας πανταχού παρούσας «κατάστασης εξαίρεσης». Στο τέταρτο μέρος λοιπόν, όπου η κανονικότητα της εξαίρεσης συναντά την υλοποίησή της επιχειρείται μια ανάλυση των «σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης» και του «μεταναστευτικού βιοπολιτκού σώματος».
1. Για την έννομη βία
Επέλεξα να θέσω ως θεωρητική εκκίνηση το έργο του Walter Benjamin Για μια Κριτική της Βίας (2002 [1921]), όπου πραγματεύεται το ζήτημα της βίας στη βάση της σχέσης του με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ σε ολόκληρο το επιχείρημα που αρθρώνει ο Benjamin στο συγκεκριμένο έργο. Θα περιοριστώ στο δανεισμό μόνο κάποιων κεντρικών σημείων που βοηθούν την εξέταση του ζητήματος της έννομης βίας και των τρόπων που σχετίζεται με το δίκαιο.
Ο Benjamin μεταχειρίζεται το θετικοδικαιικό κληροδότημα της βίας ως ιστορικό γεγονός προκειμένου να εξετάσει τη διεκδίκηση του μονοπωλίου της βίας από το δίκαιο. Τα παραδείγματα της απεργίας, του πολέμου, της θανατικής ποινής και της αστυνομίας αποτελούν τα σημεία εκκίνησης γύρω από τα οποία εκτυλίσσεται το επιχείρημα της απειλητικής ως προς το δίκαιο έννομης βίας, μέσω των δύο λειτουργιών της: νομοθετική και συντηρητική. Από αυτό ακριβώς το σημείο θα ήθελα κι εγώ να ξεκινήσω την περιήγησή μου στις «τάξεις» του δικαίου.
Τι σημαίνει λοιπόν, για το δίκαιο, το μονοπώλιο της βίας; Ο Benjamin σημειώνει ότι «η βία, όταν δεν βρίσκεται στα χέρια του εκάστοτε δικαίου, απειλεί το ίδιο το δίκαιο, όχι λόγω των σκοπών τους οποίους τυχόν επιδιώκει, αλλά λόγω της εκτός δικαίου γυμνής ύπαρξής της» (ό.π.:9). Το δίκαιο χρειάζεται το μονοπώλιο της βίας, επειδή με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά επιβάλλει εαυτόν και επιπρόσθετα, συντηρείται. Επιβάλλει και επικυρώνει την εξουσία του. Θεσπίζει τη βία του προεξοφλώντας την αναγνώρισή της ως νομιμοποιημένη. Το μονοπώλιο της βίας εγγυάται την εξουσία του να ορίζει τη νόμιμη και την παράνομη βία και οι νομιμοποιημένες μορφές βίας να αξιώνουν μοναδική επικύρωση στις τάξεις του. Το κράτος ως κυρίαρχος πολιτικός οργανισμός αξιώνει το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης βίας για την επιβολή της τάξης του, γράφει ο Max Weber (2005[1978]). Εάν η βία του κράτους συνιστά τη μόνη νόμιμη βία, οι άλλες εκφράσεις και πρακτικές εκτός της «επικράτειάς» της, καθίστανται παράνομες. Με αυτό τον τρόπο αναδύεται η νομιμότητα ως το αποτέλεσμα των πρακτικών του κράτους (Das & Poole ό.π.:7) και ορίζεται το πεδίο της έννομης δράσης. Οποιαδήποτε άλλη μορφή βίας η οποία αντιτίθεται στους κρατικούς μηχανισμούς ή τους κανόνες δικαίου, αδυνατεί να προσεταιριστεί τη νομιμότητα, «αποσπώντας» ουσιαστικά την ιδιότητα του παρανόμου ή του ανόμου. Στην παραγωγή του περιθωριακού χώρου, του εξωδικαιικού, εξυπηρετείται τόσο η εφαρμογή του δικαίου όσο και η επιβεβαίωση της ισχύος του να ορίζει και να οικειοποιείται αυτό που του «διαφεύγει».
Πέρα όμως από την εξωδικαιική απειλή το δίκαιο φέρεται να απειλείται και «εκ των έσω». Εμφανίζεται μια έννομη βία, δηλαδή, η κατοχή μιας βίας την οποία το δίκαιο έχει επιτρέψει ή έχει παραχωρήσει, η λειτουργία της οποίας απειλεί το απόλυτο της κυριαρχίας του. Η συντηρητική λειτουργία της έννομης βίας αναφέρεται στη «χρήση βίας ως μέσο προς έννομους σκοπούς» (Benjamin ό.π.:12), όπως για παράδειγμα, η πειθάρχηση των πολιτών στους νόμους, διασφαλίζοντας την εφαρμογή και τη συντήρηση του υπάρχοντος δικαίου. Η νομοθετική της λειτουργία έχει τη δυνατότητα, «είναι σε θέση να μετασχηματίσει ή να θεμελιώσει νομικές συνθήκες, όσο κι αν θίγεται το περί δικαίου αίσθημα μ’ αυτήν» (ό.π.:11). Η έννομη τάξη και το κράτος, «ως νόμος στην πλήρη ισχύ του» (Derrida 1992: 34) φοβούνται τη νομοθετική βία, τη βία που θεσπίζει δίκαιο, που έχει το δικαίωμα και τη δύναμη να το παράγει, επειδή αυτή η βία ανήκει εκ προοιμίου στις τάξεις του δικαίου, είναι νομιμοποιημένη και νομιμοποιητική.
Ο Benjamin επικαλείται το παράδειγμα της αστυνομίας στην προσπάθειά του να αποδείξει τη διπλή ιδιότητα της βίας ως νομοθετική και συντηρητική. Η αστυνομία είναι το σώμα που δημιουργήθηκε στη βάση διατήρησης του Νόμου, της έννομης τάξης. Αναφέρεται όμως χαρακτηριστικά στο γεγονός ότι στις περιπτώσεις όπου «δεν υφίσταται σαφής νομική κατάσταση» (Benjamin ό.π.:15) -και απαιτείται η επίτευξη σκοπών οι οποίοι απέχουν από τη νομιμότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παύουν να είναι επιθυμητοί από το κράτος
[1]- η αστυνομία είναι αυτή που δύναται να εφαρμόσει πρακτικές, κατά τη διαδικασία επιβολής και διατήρησης του Νόμου, οι οποίες δικαιολογούνται/νομιμοποιούνται στη βάση της διασφάλισης της έννομης τάξης. Οι σκοποί βέβαια της αστυνομικής εξουσίας δεν ταυτίζονται ούτε συμπίπτουν απαραίτητα με αυτούς του δικαίου. Είναι πιθανό το κράτος να μη δύναται να επιτύχει τους εμπειρικούς σκοπούς που επιθυμεί μέσω της υπάρχουσας έννομης τάξης και ως εκ τούτου να απευθύνεται στη νομοθετική, σύμφωνα με τον Benjamin, δυνατότητα της αστυνομίας, μέσω της έκδοση διαταγμάτων τα οποία αξιώνουν νομική ισχύ (ό.π.:15). «Η εξέταση του θεσμού της αστυνομίας δεν καταλήγει σε τίποτα ουσιαστικό» (ό.π.:16), γράφει. Η εξουσία της είναι άμορφη. Η διάχυτη όμως, και φασματική παρουσία της στη ζωή των δημοκρατικών κρατών «μαρτυρά το μέγιστο εκφυλισμό της βίας που μπορεί να συλλάβει κανείς» (ό.π.:16).
Η καταδιωκτική δύναμη του δικαίου ενσαρκώνεται στο σώμα της αστυνομίας, το οποίο επενδύεται με μια άμορφη κυνηγετική εξουσία (Aretxaga 2003:406). Η αστυνομία είναι παρούσα ακόμη και εκεί όπου δεν πραγματώνεται μέσω της φυσικής της παρουσίας, λόγω της Ισχύος του Νόμου. «Είναι παρούσα, μερικές φορές αόρατη μα πάντοτε αποτελεσματική, οπουδήποτε υπάρχει διαφύλαξη της έννομης τάξης» (Derrida ό.π.:44). Ενυπάρχει επομένως εδώ μια βία άμορφη, απρόσωπη, άπιαστη μα παρ’ όλα αυτά, διαπεραστική και αποτελεσματική. Το πρόβλημα όμως, έγκειται στην ενοποίηση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. «Υπάρχει κάτι σάπιο στην καρδιά του δικαίου», γράφει ο Benjamin (ό.π.:14). Αυτή η σύζευξη των δύο εξουσιών ενυπάρχει στη βασιλεία και όχι στη δημοκρατία, εάν τουλάχιστον επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια. Το πνεύμα της αστυνομίας (όπως ο Derrida τη χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων) δε συνάδει με τη δημοκρατία. Δε συνάδει με την εκτός νόμου νομο-ποιητική δυνατότητα της αστυνομίας (κινούμενοι πάντοτε στη βάση της διάκρισης των δύο εξουσιών). Και αυτή ακριβώς η δυνατότητα, της αστυνομίας και της κρατικής εξουσίας που εκφράζεται μέσα από αυτό το θεσμό, συνιστά απειλή για το δίκαιο, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτού που ο Agamben ανέδειξε ως ισχύ άνευ του νόμου (Agamben [2003]2007:59-72). «Η δημοκρατία μετατρέπεται από κοινοβουλευτική σε κυβερνητική» σημειώνει ο Agamben και παραθέτει τα λόγια του Fresa˙ «το διάταγμα-νόμος από ένα κατά παρέκκλιση και κατ’ εξαίρεση εργαλείο στην παραγωγή νόμων έχει μετατραπεί σε κοινή πηγή δικαίου»(ό.π.:35).
2. Μηδενική ανοχή: «Τάξη και ασφάλεια»
Αυτή η φασματική, πνευματική υπόσταση της αστυνομίας και η δυνατότητα της να νομο-θετεί στις παρυφές του Νόμου ή στους «κενούς χώρους» του, λαμβάνει μια πολύ δραματική υλικότητα στην εφαρμογή του μοντέλου της μηδενικής ανοχής. Στο έργο του Loϊc Wacquant Οι Φυλακές της Μιζέριας ([1999]2001) αποτυπώνεται η μετάβαση από την κοινωνική διαχείριση της φτώχειας στην ποινική της διαχείριση μέσω των μηχανισμών της αστυνομίας και των σωφρονιστικών θεσμών. Ένα μέρος της ανάλυσης αφιερώνεται στην θεωρητική - «επιστημονική» τεκμηρίωση αυτής της πολιτικής διαχείρισης. Αναφέρεται στο Ινστιτούτο του Μανχάτταν ως το «εργοτάξιο ιδεών» της νέας Αμερικανικής Δεξιάς, το οποίο ανέδειξε την «ιερότητα των δημοσίων χώρων» σε αναγκαία συνθήκη της ζωής στην πόλη έναντι της «αταξίας» την οποία επιθυμούν και προάγουν οι ενδεείς τάξεις (Wacquant ό.π.:29). Το Ινστιτούτο του Μανχάτταν οικειοποιείται και προωθεί περαιτέρω τη θεωρία του «σπασμένου παραθύρου», την οποία διατύπωσαν οι James Q. Wilson και George Keeling ήδη το 1982. Πεποίθηση των συγγραφέων εδώ, και πηγή έμπνευσης και τεκμηρίωσης της αναδιοργάνωσης του έργου της αστυνόμευσης στην πόλη της Νέας Υόρκης, είναι ότι «οι μεγάλες εγκληματικές παθολογίες μπορούν να αναχαιτισθούν μόνο εάν καταπολεμηθούν βήμα βήμα οι μικρές καθημερινές αταξίες» (ό.π.:30). Ως στόχος του έργου της αστυνομίας περιγράφεται η «προστασία» των μεσαίων και ανώτερων τάξεων και η «αφαίρεση» των στοιχείων που «μολύνουν και ενοχλούν» από τον ορατό δημόσιο χώρο. Ο Wacquant σημειώνει ότι επρόκειτο ουσιαστικά για την «παραχώρηση στις δυνάμεις διατήρησης της δημόσιας τάξης της εν λευκώ υπογραφής να καταδιώκουν με δριμύτητα τη χαμηλή παραβατικότητα και να εξωθούν τους ζητιάνους και τους άστεγους προς τα υποβαθμισμένα προάστια» (ό.π.:30).
Με την πολιτική της μηδενικής ανοχής ανατίθεται με έναν τρόπο στις αστυνομικές δυνάμεις η αντιμετώπιση καίριων και δυσεπίλυτων κοινωνικών ζητημάτων, όπως αυτό των ναρκωτικών, της φτώχειας, της μετανάστευσης. «[Η] νέα αστυνομική και ποινική αυστηρότητα, αναγγέλλεται ταυτόχρονα, ως αναπόφευκτη, επείγουσα και ευεργετική» (ό.π.:81). Συνιστά ουσιαστικά μια επανατοποθέτηση των κοινωνικών προβλημάτων με όρους ασφάλειας. Στην υποχώρηση του Κράτους Πρόνοιας και την εγκατάλειψη του ιδεώδους της κοινωνικής αποκατάστασης αναφύονται οι σύγχρονες ποινικές πρακτικές οι οποίες στόχο έχουν την επιτήρηση και την καθυπόταξη, την απομόνωση και απομάκρυνση των «επικίνδυνων στοιχείων», την πειθάρχηση ή το αποδιωγμό των ανυπότακτων ή περιττών, για τη νέα οικονομική και εθνική τάξη, πληθυσμών. Ο Wacquant υποστηρίζει ότι η άνοδος του ποινικού κράτους έναντι του προνοιακού «αντανακλά την εφαρμογή μιας πολιτικής για την εγκληματοποίηση της εξαθλίωσης, η οποία αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα για την επιβολή της προσωρινής και υποαμοιβόμενης απασχόλησης ως υποχρέωσης του πολίτη, όπως επίσης για την επιβολή του αναπροσανατολισμού των κοινωνικών προγραμμάτων προς μία κατεύθυνση περιοριστική, και συνακόλουθα, τιμωρητική» (ό.π.:121, έμφαση στο πρωτότυπο).
Η πολιτική αυτή επιτάσσει την κατασταλτική, αλλά και προληπτική διαχείριση των όποιων στοιχείων διαταράσσουν την «ομαλή λειτουργία» της κοινωνίας. Και οι δύο αυτοί όροι παραπέμπουν στην ιατρική, και όχι άστοχα. Αν η μετανάστευση ή η φτώχεια αναπαρίστανται ως καρκινώματα ή «εκφύονται» ως ανεξέλεγκτοι ιοί, η λογική επιτάσσει την εξεύρεση τρόπων να προληφθούν αυτές οι παρενέργειες και να αποφευχθούν οι «μεταστάσεις» στο «υγιές κοινωνικό σώμα». Ή ακόμη, αν η πρόληψη δεν είναι αρκετή, αν η «ζώνη άμυνας» που σχηματίζεται μέσω εγκλεισμών, αποκλεισμών και στοχοποιήσεων δεν επαρκεί, τότε θα πρέπει να κατασταλούν «τα συμπτώματα της ασθένειας». Να εντοπιστούν, να καταπολεμηθούν, να αφαιρεθούν τα νοσούντα, τα μολυσμένα και δυνάμει μολυσματικά μέρη του οργανισμού. Αν μη τι άλλο, αυτοί οι όροι καθώς και η πρακτική έκφρασή τους παραπέμπουν στη βιολογικοποίηση του κοινωνικού ή καλύτερα, στη μετεγγραφή του βιολογικού στο πολιτικό (Foucault [1997]2002).
Δεν είναι τυχαία η έμφαση που δίνεται στην καθαριότητα και την αποστείρωση. Το δόγμα της μηδενικής ανοχής πραγματώνει την υπόσχεση μιας πλειάδας καθαριστικών: κάνει την ανεπιθύμητη βρωμιά αόρατη. «Σκουπίζοντας» τους δρόμους, τις πλατείες, τα παγκάκια, τους σταθμούς από τους μετανάστες, τους χρήστες ναρκωτικών, τους επαίτες, τους άστεγους άλλοτε στοιβάζοντάς τους σε κρατητήρια και φυλακές ή «κέντρα υποδοχής μεταναστών» και άλλοτε εξωθώντας τους στις παρακείμενες υποβαθμισμένες γειτονιές, κατορθώνουν πράγματι να «καθαρίσουν» το χώρο προσφέροντας ένα απατηλό αστραφτερό αποτέλεσμα. Ό,τι δεν βλέπουμε δεν υπάρχει. Και αν υπάρχει δεν θέλουμε να το βλέπουμε. Αποστροφή του βλέμματος, επιθυμία άγνοιας, εφησυχασμός των αισθήσεων και των συνειδήσεων.
Αν κάποιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο συνίσταται στη «διάνοιξη» του χώρου κυκλοφορίας εμπορευμάτων και καταναλωτών στο κέντρο της πόλης αποβάλλοντας από το οπτικό πεδίο, καθιστώντας αόρατες, τις όποιες «ενοχλητικές» κοινωνικές ομάδες. Στο κυνήγι της βρωμιάς αναζητούμε τρόπους αναδιοργάνωσης του περιβάλλοντός μας με θετικό τρόπο, υποστηρίζει η Mary Douglas στο Καθαρότητα και Κίνδυνος ([1966]2006). Συνδέοντας την ακαθαρσία με την αταξία ανασύρει και τις δύο έννοιες ως σύμβολα κινδύνου και δύναμης, όπου μέσα ανακινείται το άπειρο των πιθανοτήτων, το απεριόριστο των δυνατοτήτων, το χάος. Έτσι λοιπόν, η τάξη εγκαλείται υποσχόμενη τον περιορισμό. «Η τάξη εκπροσωπεί τα όρια και το πεπερασμένο», γράφει ο Bauman. «Σε έναν τακτό (ιεραρχημένο) χώρο δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα το οποιοδήποτε συμβάν» (Bauman [2004]2005:55, έμφαση στο πρωτότυπο). Έτσι λοιπόν, οι επιχειρήσεις «σκούπα» της αστυνομίας επιτελούν δύο στόχους. Από τη μια, αναδιοργανώνουν το δημόσιο χώρο θέτοντας όρια στην κυκλοφορία, ονοματίζουν χώρους και επιθυμητές λειτουργίες, ταξινομούν το χωροταξικό σχέδιο ανάλογα με το που μπορεί να βρίσκεται και να δρα ο οποιοσδήποτε αποστερώντας ή απλώς αναστέλλοντας επί του παρόντος τη δυνατότητα έκφρασης «απεριόριστων», «ανεξέλεγκτων», «απρόβλεπτων» ενεργειών. Από την άλλη, επιτελείται η διαδικασία του διαχωρισμού και της απορριμματοποίησης. Ορίζεται το ανεπιθύμητο, το περιττό, το ρυπαρό ενδύεται τις μυστηριώδεις, απωθητικές, σκοτεινές του ιδιότητες, διαχωρίζεται και αποβάλλεται από το σύνολο του οποίου μέχρι πριν αποτελούσε μέρος. «Η πράξη της δημιουργίας», γράφει ο Bauman, «φθάνει στην κορύφωση, την τελείωση και την πραγματική εκπλήρωσή της με την πράξη του διαχωρισμού και της αποκομιδής των απορριμμάτων» (ό.π.:44).
Οι προληπτικές μέθοδοι αστυνόμευσης και «η τακτοποίηση του δημόσιου χώρου» κατευθύνονται και προς την προοπτική της αποθάρρυνσης, έως και απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε συγκεκριμένους χώρους, όπως μια πλατεία ή η περιοχή των Εξαρχείων, στο παράδειγμα της Αθήνας. Οι προσαγωγές και η εξακρίβωση στοιχείων αποτελούν μια καθημερινότητα για τους «θαμώνες» των πλατειών, των πάρκων και των πεζόδρομων, οι οποίοι έχουν το θράσος να βεβηλώνουν με την παρουσία τους χώρους που αφιερώνονται πλέον στο εμπόρευμα, το θέαμα ή την απλή «οπτική απόλαυση» και σίγουρα δεν προσφέρονται για την απόσπαση άλλων χρήσεων από αυτούς. Η «ιερότητα των δημόσιων χώρων», στην οποία αναφέρεται και ο Wacquant (ό.π.:29), απαιτεί την απόσταση, το θαυμασμό, τη λατρεία ακόμη, όχι όμως την εγγύτητα, την οικειοποίηση ή τη χρηστική αξιοποίησή τους. Το σκηνικό της «εμμονής με την καθαριότητα», την προληπτική και κατασταλτική τακτοποίηση του κοινωνικού έρχονται να συμπληρώσουν οι παρακολουθήσεις παντός τύπου και η ηλεκτρονική επιτήρηση, προσθέτοντας μια τεχνολογική νότα στις παραδοσιακές αν και εντατικοποιημένες μεθόδους της «διαφύλαξης και διασφάλισης της τάξης».
Η στόχευση της πολιτικής της μηδενικής ανοχής απευθύνεται στο υποπρολεταριάτο, τονίζει ο Wacquant, στους «ανθρώπους των φαναριών», στα «βαποράκια», στις πόρνες, στους αλήτες, στους ζητιάνους, στους «γκραφιτάδες» (ό.π.:32). Και για την ελληνική περίπτωση, σε αυτό τον κατάλογο προστίθενται οι «λαθρομετανάστες» και τα μέλη του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού, αλλά και του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς. Η πολιτική αυτή στοχοποιεί κοινωνικές ομάδες και όχι μεμονωμένα άτομα, ανεξαρτήτως του αν διέπραξαν ή όχι κάποια παράβαση. Οι δράσεις και οι στόχοι της αστυνομίας φαίνεται να απομακρύνονται και να αυτονομούνται από τις ανάγκες που επιτάσσουν οι δικονομικοί θεσμοί εστιάζοντας στις λειτουργίες ελέγχου της εγκληματικότητας, όπως η κυβερνητική πολιτική μπορεί να την ορίζει, να τη φαντασιώνει και να την «κυνηγά». Άλλωστε η πρόληψη κινείται στη βάση του αποκλεισμού της πιθανότητας, στο πεδίο του φαντασιακού και του «δυνάμει εγκληματικού», υπερβαίνοντας νομικούς ορισμούς και συνταγματικές αρχές. Εντοπίζεται κατ’ ουσία, μια «τάση διεύρυνσης του κύκλου της αστυνομικής δικαιοδοσίας σε βάρος της εισαγγελικής και της δικαστικής» (Παρασκευόπουλος 2003:41). Παραγκωνίζοντας ή και εκτοπίζοντας τις νομοθετικές λειτουργίες αναδεικνύεται η διοικητική διαχείριση της καταστολής του εγκλήματος, αναιρείται η αρχή της αναλογίας ευθύνης και κύρωσης και η αστυνόμευση τείνει να γίνει αυτοσκοπός. Στοχοποιούνται πλέον οι πλειοψηφίες και φαίνεται να μεταβαίνουμε από την έννοια του κατηγορούμενου, ως αυτού που εμπλέκεται στους ποινικούς μηχανισμούς και του καταλογίζεται η ευθύνη για την τέλεση μιας εξατομικευμένης εγκληματικής πράξης, στην έννοια του υπόπτου εν γένει (Παρασκευόπουλος 2003). Ο Παρασκευόπουλος αναφερόμενος στη φάση της “ύστερης νεωτερικότητας” διακρίνει μια στροφή, μια παλινδρόμηση, όπου «ένα μέρος του ποινικού ελέγχου φαίνεται και πάλι να ασκείται απροϋπόθετα και εκτός δικαίου» (Παρασκευόπουλος 2006:39).
3. Πολιτικές κουλτούρες φόβου και τρωτότητας
Βάση αυτής της πολιτικής συνιστά το κοινωνικά διατυπωμένο αίτημα για «τάξη και ασφάλεια» από το οποίο τροφοδοτείται και το ανατροφοδοτεί με τη σειρά της. Με την ανάδειξη των ζητημάτων της τρομοκρατίας, της βίας των πόλεων και της μετανάστευσης σε κύρια προβλήματα της παγκόσμιας ασφάλειας, καλλιεργούνται περαιτέρω τα αισθήματα φόβου και τρωτότητας στο εσωτερικό των κοινωνιών. Ιδιαίτερα στον τομέα της τρομοκρατίας η φαντασία έχει εμπλακεί πολύ έντονα (Aretxaga 2000). Τα όρια μεταξύ φανταστικού και πραγματικού έχουν γίνει θολά. Αυτό το αδιαχώριστο, αυτή η αδυναμία διάκρισης δημιουργεί πολιτικές κουλτούρες αβεβαιότητας και φόβου (Aretxaga 2003:402). Υπάρχει από τη μια, ο φόβος για το άγνωστο, για μια απειλή η οποία αιωρείται πάνω από τα «πρωτοκοσμικά κεφάλια» στην οποία αποδίδονται τα στοιχεία της «παράλογης» και αμετροεπούς βίας, του ανεξέλεγκτου και σχεδόν μοιραίου χαρακτήρα της, στοιχειώνοντας το πραγματικό και την καθημερινότητα. Από την άλλη, εμφανίζεται ο φόβος των κρατικών υπαλλήλων για την τρομοκρατία, όπου φτάνουν να υιοθετούν τις πρακτικές των εχθρών τους προκειμένου να ιδιοποιηθούν τη δύναμη που τους αποδίδουν. Η Aretxaga αναφέρεται σε αυτό το σχήμα αποδίδοντάς το ως παρανοϊκή δυναμική του αντικατοπτρισμού (ό.π.:402). Οι «παραστάσεις» του κράτους για τους «ανθρώπους που φοβάται» καθώς και οι παραστάσεις των «εκτός νόμου» για το κράτος, συγκροτούν μια φαντασιακή σχέση των δύο, με αποτέλεσμα την παραγωγή και αναπαραγωγή του κράτους ως αντικείμενο φόβου και προσκόλλησης, ταύτισης και άρνησης, ως υποκείμενο εξουσίας απατηλό, μη εντοπίσιμο, πανταχού παρόν, τρομακτικά δυνατό ή αδύναμο (ό.π.:399). Το σημείο όμως στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε είναι ότι στη βάση αυτής της φαντασιακής σχέσης κράτους και παρανόμου (πλασματικού ή πραγματικού), η βία των μηχανισμών ασφαλείας στρέφεται στο εσωτερικό ελέγχοντας τους ίδιους τους πολίτες, παραβιάζοντας τα δικαιώματά τους και επεκτείνοντας τον τρόμο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.
Έχει ένα νόημα εδώ να παρατεθεί η σκέψη του Mikhail Bakhtin για τον «κοσμικό φόβο» (όπως την παραθέτει ο Bauman στο Σπαταλημένες Ζωές 2005:80-81)):
“Η εικόνα του Θεού, ανώτατου άρχοντα του σύμπαντος και των κατοίκων του, διαμορφώνεται από το γνώριμο συναίσθημα του φόβου της τρωτότητας και του τρόμου μπροστά στην απροσπέλαστη και ανεπανόρθωτη αβεβαιότητα. […] Η θρησκεία αντλεί την εξουσία που έχει στις ψυχές των ανθρώπων κραδαίνοντας την υπόσχεση της ασφάλειας.[…] Στο εξής, οι άνθρωποι όφειλαν να είναι πειθήνιοι, υπάκουοι ενδοτικοί[…] Σε αντάλλαγμα για τις μέρες της συγκατάβασής τους, κέρδιζαν νύχτες απαλλαγμένες από εφιάλτες”.
Στην παραγωγή «επίσημου φόβου»και την τροφοδότηση της τρωτότητας και της ανασφάλειας εντοπίζει ο Bauman την αποτελεσματικότητα της εξουσίας. Μέσα από την απαίτηση της πειθάρχησης και της καθυπόταξης στους νόμους επικυρώνει τη νομιμότητάς της η πολιτική εξουσία και επιστρέφει με την υπόσχεση της προστασίας από τις αιωρούμενες, ανυπότακτες (στη λογική και τον κανόνα) «απειλές», από την αμείωτη παρουσία των κινδύνων στο φαντασιακό, από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις καταστρατήγησης της τάξης και χαοτικής επιθυμίας. Σε αυτό το σκηνικό εξαίρεση μοιάζει η επιβίωση και η ασφάλεια, και η αποφυγή των τυχαίων πληγμάτων έρχεται ως η επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας των μέτρων έκτακτης ανάγκης (ό.π.:85).
Από τις πολιτικές κουλτούρες του φόβου και της τρωτότητας, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας εκκινεί η καταδιωκτική δύναμη των κρατικών μηχανισμών κηρύσσοντας τον πόλεμο στην τρομοκρατία, τη βία «από όπου και αν προέρχεται» (sic) και το έγκλημα γενικά και αόριστα. Με προτάγματα του τύπου «είτε μαζί μας είτε εναντίον μας», όπως «εύγλωττα» διατυπώθηκε από τον George Bush Jr. μετά τις επιθέσεις στο World Trade Centre, αναδύεται κεντρικά η κατηγορική έννοια του «εσωτερικού εχθρού» και διατυπώνεται η απαίτηση μιας επίπλαστης κοινωνικής και εθνικής ενότητας. Εξαπολύεται ένα ανθρωποκυνηγητό όπου οι ύποπτοι μπορεί να προσάγονται ή να συλλαμβάνονται υπό τις γενικές επευφημίες και προς εφησυχασμό των «τίμιων» πολιτών και η όποια αντίδραση ή διαμαρτυρία προς αυτές τις πρακτικές να συνιστά συμπεριφορά επίσης ύποπτη, δυνάμει εγκληματική, ενισχυτική της «ανομίας» και του «χάους», αγγίζοντας τα όρια της «εθνικής προδοσίας».
Ο Dario Melossi στο άρθρο του για τις «Ποινικές Πρακτικές και τη Διακυβέρνηση των Πληθυσμών στους Marx και Foucault»(2006) επισημαίνει ότι τη διαχείριση των ποινικών πρακτικών πρέπει να τη διαβάσουμε τόσο μέσα από την οπτική της “πολιτικής οικονομίας των ποινικών πρακτικών” όσο και μέσα από την επινόηση του Durkheim περί συμβολικής λειτουργίας της ποινής ως λόγου που απευθύνεται κυρίως στη συλλογική συνείδηση ”των τίμιων”(Durkheim 1893 & 1895, όπως αναφέρεται στο Melossi 2006:81).«Αυτή η διπλή διαχείριση», γράφει, «αυτή η χρήση μιας “κοινωνίας του φόβου”[…]περιέχει και τις δύο όψεις: συνολική διακυβέρνηση των πληθυσμών, είτε με την έννοια της άμεσης διαχείρισης ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τίμιων μέσα από το θέαμα της διαχείρισης των πρώτων»(Melossi ό.π.:82). Θα μπορούσαμε άραγε να μιλήσουμε για μια «διακυβέρνηση διαμέσου της εγκληματικότητας»(J. Simon 1997, όπως αναφέρεται στο Melossi 2006:83);
Αν κάτι γίνεται σαφές σήμερα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαρκή συνθήκη εκτάκτου ανάγκης, μια αδιάκοπη αίσθηση κρίσης στο κοινωνικό πεδίο, η οποία δεν παύει να είναι εξαιρετική μέσα στην επαναληψιμότητά της επιβάλλοντας και ενισχύοντας πολιτικές πρόληψης του εγκλήματος, κατάλυσης των δικαιωμάτων, αδιαφορίας ως προς τις συνταγματικές αρχές, αναστολής επ’ αόριστον των επιταγών του δικαίου. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι κρατικοί μηχανισμοί διαφύλαξης και συντήρησης του δικαίου, όπως η αστυνομία, μεταχειρίζονται την έννομη βία που τους έχει αποδοθεί (για αυτό το σκοπό) και «εκτός πλαισίων». Η πολιτική της μηδενικής ανοχής δεν επιτρέπει απλά την εκτός νόμου λειτουργία των αστυνομικών υπαλλήλων, αλλά την επιτάσσει μέσω των «προληπτικών ενεργειών». Οι επιλεγόμενες πρακτικές μπορεί να μην πηγάζουν ή να μην επιζητούν δικαιολόγηση στις τάξεις του δικαίου, απομονώνοντας έτσι την «ισχύ του νόμου» από τον νόμο, διανοίγοντας ένα χώρο όπου η ισχύς νόμου, η οποία δηλώνει τον ακατάλυτο χαρακτήρα του νόμου, αποσπάται από αυτόν (Agamben 2007). «Καθίσταται προφανές» σημειώνει ο Agamben «ότι η βία που ασκείται στην κατάσταση εξαίρεσης δεν συντηρεί ούτε απλώς θέτει το δίκαιο, αλλά το συντηρεί αναστέλλοντάς το και το θέτει εξαιρούμενη αυτή καθαυτή από το δίκαιο» (Agamben 2005:109).
4. Η γυμνή ζωή στην κανονικότητα της εξαίρεσης: Στρατόπεδα συγκέντρωσης
Μια βία για την οποία δε δύναται να υπάρξει κρίση, ένα δίκαιο υπό απροσδιόριστη αναστολή, μια κυβερνητική εξουσία η οποία μένει να λάβει την απόφαση. Πρόκειται για μια κατάσταση εξαίρεσης ή για μια εξαίρεση που έχει αναχθεί σε κανόνα; Η κατάσταση εξαίρεσης αναφέρεται από τη μια, στη λήψη έκτακτων μέτρων σε περιόδους πολιτικής κρίσης και ως τέτοια γίνονται αντιληπτά στο πολιτικό πεδίο όχι όμως και στο νομικό-συνταγματικό, περιερχόμενα έτσι σε μια παράδοξη κατάσταση όπου η κατάσταση εξαίρεσης παρουσιάζεται ως «η νόμιμη μορφή αυτού που δε δύναται να έχει νόμιμη μορφή» (Agamben 2007:12). Πρόκειται για μια πλασματική κατασκευή χάρη στην οποία η ανομία με τη μορφή της ισχύος του νόμου άνευ του νόμου, σχετίζεται ακόμη με την έννομη τάξη ενώ η εξουσία αναστολής του κανόνα επηρεάζει άμεσα τη ζωή (Agamben 2005:147). Τόσο η προσωρινότητα όμως, που προσιδιάζει στην κατάσταση εξαίρεσης, όσο και το έκτακτο των μέτρων που λαμβάνονται φαίνεται να έχουν απωλέσει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά τους παραπέμποντας σε μια σταθερή τεχνική διακυβέρνησης, στο κυρίαρχο παράδειγμα διακυβέρνησης στη σύγχρονη πολιτική. Τα λόγια του Benjamin ότι «η κατάσταση εξαίρεσης έγινε ο κανόνας» δεν αναδεικνύουν μονάχα τη μονιμότητα της έκτακτης συνθήκης, αλλά και τη φυσικοποίηση αυτής ως μια κανονικότητα εντός της έννομης τάξης. Η επέκταση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας μέσω της έκδοσης διαταγμάτων και μέτρων σηματοδοτεί την προοδευτική διάβρωση των νομοθετικών εξουσιών του κοινοβουλίου, το οποίο συχνά περιορίζεται στην επικύρωση αυτών των μέτρων (Agamben 2007:20-21). Η συστηματικότητα και η τακτικότητα με την οποία εφαρμόζεται αυτή η πρακτική δεν είναι συμβατή με τα δημοκρατικά συντάγματα. Με αυτό τον τρόπο φτάνουμε στην κατάλυση της δημοκρατίας…προκειμένου να την «προστατέψουμε», επιχείρημα το οποίο επικαλούνται και οι δυνάμεις διατήρησης της τάξης στις περιπτώσεις παραβίασης δικαιωμάτων και θεσμών (που όλο και πληθαίνουν). Έτσι η γενίκευση του παραδείγματος της δημόσιας ασφάλειας ανάγεται σε κανονική τεχνική διακυβέρνησης εγείροντας σοβαρότατα ζητήματα για το κατά πόσο μια «προστατευόμενη δημοκρατία» είναι πράγματι δημοκρατία.
«Η βιοπολιτική σημασία της κατάστασης εξαίρεσης ως αρχετυπικής δομής στην οποία το δίκαιο εμπερικλείει το έμβιο ον μέσω της ίδιας του της αναστολής» (ό.π.:15) αναδεικνύεται στις εντολές «επ’ αορίστου κράτησης» των υπόπτων για τρομοκρατικές ενέργειες, παρατεταμένων και αδικαιολόγητων κρατήσεων των μεταναστών στα κρατητήρια, στις μαζικές συλλήψεις των «παράνομων» εκ προοιμίου μεταναστών και προωθήσεις τους σε «ζώνες αναμονής» και «κέντρα υποδοχής» όπου «στρατοπεδεύουν» στο πεδίο μιας ασαφούς χρονικότητας. Μέσω τέτοιων και άλλων πρακτικών, το άτομο απογυμνώνεται από κάθε νομική υπόσταση, εγκαταλείπεται στο νόμο όταν ο ίδιος ο νόμος αποσύρεται. Δέσμια σε αυτή τη σχέση εγκατάλειψης βρίσκεται η γυμνή ζωή. Η γυμνή ζωή του homo sacer θεμελιώνει την πολιτική ύπαρξη μέσω του περιληπτικού αποκλεισμού της (esclusione inclusiva), και συνιστά τη ζωή εκείνη που «μπορεί να θανατωθεί ατιμωρητί, χωρίς ωστόσο να αποτελεί άξια θυσιαστήρια προσφορά» (Agamben [1995]2005:27-28). Ζωή φονεύσιμη και άθυτη. Η ζωή υποτάσσεται σε μια εξουσία θανάτου. Το σώμα αυτής δεν είναι παρά ένα αντικείμενο, αναλώσιμο και εξοντώσιμο, στη διάθεση μιας απόλυτης εξουσίας. «Στο φαντασιακό της κυριαρχίας» γράφει η Αθηνά Αθανασίου, «ο κοινωνικός θάνατος και η φυσική εξόντωση του Άλλου επιβάλλεται ως «νόμιμο» μέσο ενίσχυσης της ασφάλειας, της ευζωίας και της καθαρής ταυτότητας του πολιτικού σώματος, αυτού που απαρτίζεται από όσους αξίζει να ζουν» (Αθανασίου 2007:17). Η γυμνή ζωή αναφέρεται στην πολιτική πράξη της εξαίρεσης από το πολιτικό, απηχεί το όριο μεταξύ βίας και νόμου, σηματοδοτεί το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου και το όριο ζωής και κυριαρχίας, κανόνα και εξαίρεσης, νόμου και παρα-νομίας (ό.π.:17).
Η κατεξοχήν δομή όπου η κατάσταση εξαίρεσης υλοποιείται κανονικά, είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης (Agamben 2005:261). Στον ελλαδικό χώρο δυνητικά στρατόπεδα συναντάμε στα επονομαζόμενα «κέντρα υποδοχής μεταναστών», στις ζώνες αναμονής των διεθνών αερολιμένων, στους χώρους κράτησης των λιμανιών της χώρας. Στρατόπεδα γιατί προσιδιάζουν στο ρόλο, τη λειτουργία και τη λογική που γέννησε τα ναζιστικά στρατόπεδα. Στρατόπεδα γιατί στη συγκρότηση ενός φαινομενικά ανώδυνου τόπου οριοθετείται στην πραγματικότητα ένας χώρος όπου «η κανονική τάξη αναστέλλεται εκ των πραγμάτων και όπου το γεγονός πως διαπράττονται ή όχι φρικαλεότητες δεν εξαρτάται από το δίκαιο, αλλά μόνο από τον πολιτισμό και το ηθικό αίσθημα της αστυνομίας η οποία ενεργεί προσωρινά ως κυρίαρχη» (ό.π.:268).
Στο πρόσωπο του μετανάστη συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά εκείνα που τον καθιστούν αντικείμενο διαχείρισης της αστυνομίας και «καταλληλότερο» έν-οικο τέτοιων δομών. Εκκινώντας από την άφιξή του στη «χώρα υποδοχής» ο μετανάστης είναι ήδη ποινικοποιημένος. Ο μετανάστης δεν είναι απλώς μετακινούμενος. Είναι παράνομος. Και ακριβώς αυτός ο προσδιορισμός ενοχοποιεί το άτομο αποδίδοντάς του την ευθύνη για την εξαθλιωτική συνθήκη που τον έθεσε σε κίνηση, αδιαφορώντας, υποκρύπτοντας και δρώντας αθωωτικά για το ιστορικό συγκείμενο που τους «γέννησε», αλλά και για τη συλλογική, κοινωνικοπολιτική και συστημική ευθύνη αυτών των παραγωγών. Επιπρόσθετα, αυτή η επιδιωκόμενη σύγχυση, η επιλεκτική άγνοια ή λήθη ενεργεί προς μία ακόμη κατεύθυνση. Απο-πολιτικοποιεί και απο-ιστορικοποιεί τη μετανάστευση με τέτοιο τρόπο, που πέραν της ιδιότητας του πολίτη, την οποία εκ των πραγμάτων στερούνται οι μετανάστες διασχίζοντας τα σύνορα μιας άλλης χώρας, αποσπώνται και από ένα πλήθος άλλων πολιτισμικών και ταυτοτικών χαρακτηριστικών, τα οποία τους συγκροτούν ως υποκειμενικότητες και μοναδικότητες στον ιστορικό χωροχρόνο. Απομένουν έτσι μια γυμνή ανθρωπινότητα ή απλώς μια βιολογική δημογραφική παρουσία εναποτιθέμενη στα «φιλάνθρωπα αισθήματα» (sic) (Malkki 1996). Σε όλες αυτές τις αφαιρέσεις, επίκειται και μια πρόσθεση. Η απόδοση του «τίτλου» του λαθραίου, μέσω του οποίου αντικειμενοποιούνται, επικυρώνοντας έτσι την υπαγωγή τους σε αντικείμενα διακίνησης, δοσοληψιών ή/και αποθήκευσης. Απεκδυόμενοι λοιπόν, κάθε πολιτικής υπόστασης, κάθε ιστορικού, πολιτισμικού προσδιορισμού, εξαιρούμενοι από τον οικονομικοκοινωνικό σχεδιασμό και αντικειμενοποιημένοι, οι μετανάστες ανάγονται σε αυτό που ο Bauman χαρακτηρίζει «απόβλητους ανθρώπους» ή «ανθρώπινα απορρίμματα», εντοπίζοντας μάλιστα ότι αποπνέουν «την ελαφρά οσμή του κάδου απορριμμάτων» (Bauman[2004]2005:94). Μια μορφή που στερείται… και δεν επαρκεί ποτέ. Στη φιγούρα του μετανάστη εγχαράσσεται η απώλεια και ο διωγμός, αποτυπώνεται η απόσπαση και η απόρριψη, παίρνει σάρκα και οστά η «αόρατη απειλή» και ο «ελευσόμενος κίνδυνος», υλοποιείται η απροσδιοριστία και η διαρκής μεταβατικότητα, απογυμνώνεται από την πολιτική και δικαιική υπόσταση, απομένοντας μονάχα «γυμνή ζωή».
Η επερχόμενη λοιπόν, «απόσπασή» τους από τον κοινωνικοπολιτικό πεδίο της χώρας «υποδοχής» δεν έρχεται ως έκπληξη. Η δικαιική μάλιστα βάση του εγκλεισμού τους ορίζεται ως «προστατευτική φύλαξη». Πρόκειται για ένα προληπτικό αστυνομικό μέτρο, το οποίο συναντάμε και στη ναζιστική Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο ««τίθενται υπό φύλαξη» άτομα, ανεξαρτήτως του αν διέπραξαν κάτι επιλήψιμο, με μοναδικό σκοπό την αποτροπή του κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους» (Agamben ό.π.:257). Στη βάση της «προστασίας» και της «ασφάλειας» δικαιο-λογείται η στοίβαξή τους, η αποθήκευσή τους σε κρατητήρια, ζώνες αναμονής, «κέντρα υποδοχής». Ανεξάρτητα από την ονομασία, την ειδική τοπογραφία και τα όσα συμβαίνουν σε αυτούς τους χώρους, κάθε φορά που δημιουργείται μια τέτοια δομή βρισκόμαστε δυνητικώς παρουσία ενός στρατοπέδου, υποστηρίζει ο Agamben (ό.π.:267). «[Σ]ε αυτό το χώρο στάθηκε εφικτό ανθρώπινες υπάρξεις να στερηθούν τελείως προνόμια και δικαιώματα, φτάνοντας στο σημείο να διαπράττεται εις βάρος τους οτιδήποτε χωρίς να προβάλλει πλέον ως έγκλημα[…]» (ό.π.:263). Δεδομένου ότι οι κάτοικοι αυτών των δομών είναι απογυμνωμένοι από κάθε πολιτική υπόσταση και ανάγονται καθ’ ολοκληρία σε γυμνή ζωή, οι χώροι αυτοί φτάνουν να ταυτίζονται με το στρατόπεδο συγκέντρωσης συνιστώντας «τον απόλυτο βιοπολιτικό χώρο που έλαβε ποτέ σάρκα και οστά, και όπου η εξουσία δεν έχει απέναντί της παρά μόνο την καθαρή ζωή δίχως κάποια μεσολάβηση» (ό.π.:262). Μέσα από το διαχωρισμό, μέσα από οποιαδήποτε ενέργεια, πρακτική ή δράση στους χώρους του στρατοπέδου, επιτελείται η απόφαση επί της γυμνής ζωής μέσω της οποίας πραγματώνεται το «υγιές» κοινωνικό, πολιτικό, εθνικό σώμα (ό.π.). Ο διαχωρισμός λοιπόν του σώματος των μεταναστών συνιστά την παραγωγή του εθνικού, ευρωπαϊκού, δυτικού βιοπολιτικού σώματος και μια σαφή κρίση σχετικά με το «ποιες ζωές είναι άξιες να βιωθούν».
Επίλογος
Από τη διάκριση ανάμεσα σε βία που συντηρεί και βία που νομοθετεί, το δίκαιο δέχεται μια έννομη απειλή. Την απειλή της απόσπασης του μονοπωλίου της βίας και της δυνατότητας ορισμού νομίμου και παρανόμου. Το δίκαιο μέσα από τις πρακτικές των μηχανισμών διασφάλισης και διατήρησης της τάξης χάνει δυνητικά το απόλυτο της κυριαρχίας του, διαβρώνεται. Δεν πρόκειται όμως για ακύρωση ή καταστροφή του δικαίου, αλλά για μια διαφοροποιητική επιμόλυνση αυτού (differantielle contamination, Derrida 1992:38). Ακόμη και ευρισκόμενη στο εσωτερικό ενός επίπλαστου κενού, η βία θα δρα ως εχέγγυο επαναληπτικότητας, αναδιατυπώνοντας ή ξεριζώνοντας κομμάτια του παρελθόντος δικαίου, αλλά πάντοτε σε σχέση με το παρελθοντικό/παροντικό δίκαιο. Έτσι η έννομη βία που εκκινεί από τις τάξεις του είναι νομιμοποιημένη και νομιμοποιητική λειτουργώντας στην κατεύυνση διατήρησης ενός κανόνα έστω και μέσα από παραλλαγές ή αλλοιώσεις. Με άλλα λόγια, η έννομη βία που εκαφράζεται ακόμη και αν δεν επικυρώνεται ή δε συνάδει με τις επιταγές του δικαίου θα αναζητά τη δικαιο-λόγησή της στο συλλογικό φαντασιακό εγείροντας «λόγους δικαίου» ή «αισθήματος δικαίου» έως ότου κατορθώσει την εγγραφή της στον κανόνα. Μέσα από αυτή τη συλλογιστική η αναγωγή της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης σε κανονικότητα της καθημερινής ζωής αξιώνει λόγους δικαίου επιζητώντας τη νομιμοποίησή της. Στην εφαρμογή της πολιτικής της μηδενικής ανοχής, η οποία συνιστά την υλική έκφραση και τη δυνατότητα πραγμάτωσης της εξωδικαιικής αστυνομικής βίας, συναρθρώνονται και διαχέονται η ενίσχυση του αιτήματος για τάξη και ασφάλεια και οι πολιτικές κουλτούρες φόβου και τρωτότητας, ως οι νομιμοποιητικές συνθήκες αυτής της πολιτικής στις συνειδήσεις των «τίμιων». Η έννομη βία δρα ως ισχύς νόμου άνευ του νόμου χωρίς να μπορεί να διατυπωθεί μια κρίση για αυτή. Η παραβίαση δικαιωμάτων και συνταγματικών αρχών, η ενοχοποίηση πριν την τέλεση του παραπτώματος, η «εγκληματοποίηση της εξαθλίωσης» που προκύπτουν από την απροϋπόθετη και εκτός δικαίου άσκηση του ποινικού ελέγχου, μεταφράζονται ως αναγκαίες θυσίες προάσπισης των «δημοκρατικών» κοινωνιών. Όταν η εξαίρεση ανάγεται σε κανόνα, σε φυσικοποιημένη κανονικότητα, σε σταθερή τεχνική διακυβέρνησης, η βία και η ισχύς του σώματος της αστυνομίας δύναται να μετατραπεί σε μια καταδυναστευτική προοπτική, μια θανατηφόρο δυνατότητα.
Στη συνάρθρωση κυρίαρχης εξουσίας και βιοπολιτικής στην κατάσταση εξαίρεσης, η ζωή που έχει εγκαταλειφθεί από το δίκαιο, έχει απεκδυθεί νομικών δικαιωμάτων και προνομίων, βρίσκεται στη διάθεση μιας απόλυτης εξουσίας, εγκλωβισμένη ως απλή βιολογική ζωή στους μηχανισμούς και τους υπολογισμούς της, εκτεθειμένη στην απόλυτη φονευσιμότητα και αθυτότητα. Στο παράδειγμα του στρατοπέδου συγκέντρωσης, ως ο τόπος όπου η εξαίρεση υλοποιείται κανονικά, αναδεικνύεται η βαθιά σχέση της κυριαρχίας με τη γυμνή ζωή.
Βιβλιογραφία
Agamben, Giorgio, [2003]2007. Κατάσταση Εξαίρεσης: Όταν η «έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, Αθήνα, Πατάκη
Agamben, Giorgio, [1995]2005. Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα, Scripta
Αθανασίου, Αθηνά, 2007. Ζωή στο Όριο: Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη
βιοπολιτική. Αθήνα, Εκκρεμές.
Aretxaga, Begona, 2003. «Maddening States». Annual Review of Anthropology. 32:393-410.
Aretxaga, Begona, 2000. «A Fictional Reality» Paramilitary Death Squads and the Construction of State Terror in Spain». Στο J. Sluka (επιμ.), Death Squad: The Anthropology of State Terror. Φιλαδέλφεια, University of Pennsylvania Press: 46-60
Bauman, Zygmount, [2004]2005. Σπαταλημένες Ζωές: Οι απόβλητοι της
Νεοτερικότητας, Αθήνα, Κατάρτι
Benjamin, Walter, [1921]2002. Για μια Κριτική της Βίας, Αθήνα, Ελευθεριακή Κουλτούρα
Das, Veena and Poole, Deborah, 2004. «State and its Margins: Comparative Ethnographies». Στο V. Das και D. Poole (επιμ.), Anthropology in the Margins of the State. Σάντα Φε, School of American Research Press: 3-33.
Derrida, Jacques, 1992. «Force of Law: The “Mystical Foundation of Authority”». Στο D.Cornell, M.Rosenfeld, D.G.Carlson (επιμ.), Deconstruction and the Possibility of Justice, Benjamin N. Cardozo School of Law, Routledge: 3-67
Foucault, Michel, [1997]2002. Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, Αθήνα, Ψυχογιός
Malkki, H. Liisa, 1996. “Speechless Emissaries: Refugees, Humanitarianism, and
Dehistoricizacion”, Cultural Anthropology, (11)3:377-404
Melossi, Dario, 2006. “Ποινικές Πρακτικές και τη Διακυβέρνηση των Πληθυσμών στους Marx και Foucault”. Στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα, Πατάκης
Παρασκευόπουλος, Νίκος, 2003. Οι Πλειοψηφίες στο Στόχαστρο. Τρομοκρατία και
Κράτος Δικαίου, Αθήνα, Πατάκης
Παρασκευόπουλος, Νίκος, 2006. “Η Συγκρουσιακή Ποινή (εικόνες, θεωρίες,
πράγματα)”. Στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα, Πατάκης
Wacquant, Loϊc, [1999]2001. Οι Φυλακές της Μιζέριας, Αθήνα, Πατάκης
Weber, Max, [1978]2005. Οικονομία και Κοινωνία, Αθήνα, Σαβάλλας
[1] Οι πρακτικές της αστυνομίας, οι λειτουργίες και τα αποτελέσματά της, πολύ συχνά προσλαμβάνονται ως η υλική έκφραση της κρατικής εξουσίας. Τα πολλαπλά πεδία όπου οι κρατικές διαδικασίες και πρακτικές αναγνωρίζονται μέσα από την αποτελεσματικότητά τους, είναι τα πεδία της καθημερινής ζωής.
* Παρουσίαση στο ΠΜΣ Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας [Πάντειο Παν/μιο], στο πλαίσιο του μαθήματος Κοινωνιολογικές και Πολιτισμικές προσεγγίσεις του Κοινωνικού Ελέγχου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου