Ακούγοντας κάποιος ξένος τα μηνύματα που απευθύνουν κυβέρνηση και πολιτικοί αρχηγοί ενόψει των εκδηλώσεων για την συμπλήρωση ενός χρόνου από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, θα έμενε με την εντύπωση ότι το νεαρό θύμα σκοτώθηκε σε άνιση μάχη κι αγώνα, ότι ο θάνατός του ήταν θυσία εξ ου και αυτή η θυσία του δεν πρέπει να αμαυρωθεί με εκδηλώσεις βίας. Θα νόμιζε ακόμα ότι πρόκειται για μια θεσμοποιημένη επέτειο, που θα γιορτάζεται κάθε χρόνο για να θυμίζει στις επερχόμενες γενιές πώς αγωνίζονται οι νέοι, προτάσσοντας τα στήθη τους στον εχθρό, όταν οι συνθήκες το απαιτούν. Μια ανώδυνη, ηρωική αφήγηση με δυο λόγια για κάτι ξεχασμένο από καιρό, στο οποίο μπορούν οι επίσημοι φορείς να εγγράφουν ενωτικά, ειρηνικά, αγωνιστικά μηνύματα, μηνύματα παντός καιρού και συνοπτικών νοηματοδοτήσεων. Μηνύματα που παρακάμπτουν τις ειδικότερες συνθήκες ως ασήμαντες λεπτομέρειες...
Μια απ' αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες, για παράδειγμα, είναι ότι ο δεκαεξάχρονος Αλέξανδρος, φεύγοντας απ' το σπίτι του εκείνο το βράδυ, δεν ήταν ζωσμένος τ' άρματά του ούτε και πέρναγε απ' το μυαλό του η ιδέα ότι έβγαινε για μάχη. Ένα παιδί ήταν που έβγαινε να διασκεδάσει με τους φίλους του χωρίς καμιά πρόθεση να γίνει ο ήρωας της γενιάς του κι ως τέτοιος να περάσει στην όποια ιστορία. Κι εκεί βέβαια που η ηρωική αφήγηση γίνεται κάπως σαν τη διαφήμιση για το παριζάκι Υφαντής, είναι στο σημείο που οι αποδέκτες του μηνύματος θεωρούνται εξίσου αφελείς με τους γονείς της συμπαθητικής φιγούρας της διαφήμισης. Και αφηρημένοι επίσης. Τόσο που να μην προσέξουν καν ότι εδώ, σ' αυτή την ιστορία, λείπει ο εχθρός. Δεν είναι ο ξένος κατακτητής, δεν είναι ο δικτάτορας, δεν είναι η χούντα. Ήταν η κακιά στιγμή; Μα τότε το μήνυμα θα απευθυνόταν σ' αυτούς που άφησαν την κακιά στιγμή να τους κάνει δολοφόνους.
Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι στοιχειώδης σεβασμός στη μνήμη του νεκρού παιδιού θα απαιτούσε να μην οικειοποιηθεί η πολιτική ηγεσία την επέτειο και το δικαίωμα να απευθύνει μηνύματα και ότι οι όποιες δηλώσεις να μην υπερβούν την έκφραση αν όχι συγνώμης, έστω λύπης, οδύνης ή όπως αλλιώς είθισται να λέγεται από βήματος. Μέχρι εκεί. Γιατί τότε ίσως να υπήρχαν κάποια ελαφρυντικά για το παιγνίδι που παίζεται μήνες τώρα με θύμα την κοινωνία. Το παιγνίδι του φόβου, την κατασκευή αυτής της επετείου με όρους επικείμενης εμπόλεμης συνθήκης, με όρους που προετοιμάζουν τους μηχανισμούς της αυτοεκπληρούμενης προφητείας.
Δεν έγινε ποτέ επέτειος η ημερομηνία της δολοφονίας του Καλτεζά, του Κουμή, της Κανελλοπούλου και τόσων άλλων. Την επέτειο [με ή χωρίς εισαγωγικά] την επέβαλαν τα όσα ακολούθησαν την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και, ως τέτοια, δεν είναι επέτειος παρελάσεων η 6 Δεκέμβρη: ξεκίνησε με βία, συνοδεύτηκε από βία και ουδέποτε υπήρξε συναίνεση για το ποιοι είναι οι καλοί και ποιοι οι κακοί της ιστορίας. Κι αν κατέληξε να νοηματοδοτείται ως η απόλυτη έκφραση της άλογης, καταστροφικής βίας, η αφήγηση καταρρέει αν παρακάμπτεις την αφετηρία ή αν δοκιμάζεις να την χειραγωγήσεις μέσα από ηρωικούς συμβολισμούς που όλους μας ενώνουν.
Για να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε, θα πρέπει να μιλήσουμε για όλες τις εκδοχές της, ξεκινώντας από το πρώτο αίμα, απ' το νεκρό σώμα γωνία Μεσολογγίου και Τζαβέλα. Για να αποκτήσουν νόημα τα γεγονότα που ακολούθησαν. Έστω κι αν πάλι δεν συμφωνήσουμε στο ποιο είναι αυτό το νόημα. Γιατί δεν είναι ένα το νόημα, όπως δεν είναι ένας κι ο φορέας της βίας, όπως δεν ένα [συλλογικό] υποκείμενο ο εξοβελιστέος εχθρός, όπως δεν είναι ένα και αυτονόητο αυτό που μας ενώνει απέναντι σε έναν επικείμενο κίνδυνο.
Ας μένανε, λοιπόν, στους πρωταρχικούς όρους της κατασκευής της επετείου με όρους νόμου και τάξης, μιας και είναι πια πολύ αργά για να τους αλλάξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου