...όλο τ' απόγευμα τριγύρναγε με το ποδήλατο κατά τη συνήθεια της η Ματούλα, αλλά γύρισε νωρίς εκείνο το βράδυ για να φύγει κι η θεια της που ήθελε να πάει στην εκκλησία για την ολονυχτία.. Ανέβηκε κατευθείαν επάνω στο σπίτι, η θεια της την περίμενε στις σκάλες, τη χαιρέτησε και πήγε να πάρει τον άντρα της που καθόταν έξω με την παρέα.
Η μάνα της δεν ακουγότανε κι έκατσε λίγο η Ματούλα στη βεράντα να κοιτάει τη θάλασσα. Όταν μπήκε στο δωμάτιο να την ετοιμάσει για ύπνο, είδε πως κάποιος - ο Μανούσος ή η Βαγγελιώ; - της είχε δέσει και τα χέρια στα κάγκελα του κρεβατιού για να μη σηκωθεί και τσακιστεί, όλη μέρα σήμερα προσπαθούσε να βγει απ' το κρεβάτι κι η Ματούλα την κανάκευε για να την ηρεμήσει. Δάγκωσε τα χείλια της να τα ματώσει όταν την είδε. Να μην αφήσει να της βγει η φωνή, μάνα μου βασανισμένη. Δεν την πείραξε, μόνο λίγο νερό προσπάθησε να της δώσει. Δεν άντεξε όμως το βλέμμα της τ' αγριεμένο κι έφυγε τρέχοντας.
Έφυγε απ' την πίσω αυλή, να μην τη δουν, και τράβηξε κατά το εκκλησάκι. Την πήρε η μυρωδιά απ' το γιασεμί και το νυχτολούλουδο και τη ζάλισε. Την έπιασε τότε ένα παράπονο, μάνα μου με τα χέρια σου τα φύτεψες, έλεγε, τρέχανε τα μάτια της ποτάμι κι έφυγε πάλι και πήγε σκουντουφλώντας μέχρι την παραλία. Έκατσε πολλές ώρες εκεί, ακουμπισμένη σ' ένα βράχο, η μισή στη θάλασσα. Όταν σηκώθηκε ήταν πιασμένη. Γύρισε σπίτι κι ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιο της μάνας της. Εκείνη είχε αποκοιμηθεί κι ο πατέρας της έλειπε. Το έκανε συχνά αυτό. Όταν έκλεινε αργά το μαγαζί, δεν ανέβαινε σπίτι, έπεφτε σ' ένα ραντζάκι εκεί στο πίσω μέρος της αυλής και κοιμόταν.
Πλησίασε το κρεβάτι. "Μάνα", της είπε σιγά μην την τρομάξει κι άρχισα να της λύνει με προσοχή τα χέρια από τα κάγκελα του κρεβατιού. Πάλι την τύφλωσαν τα δάκρυα. Απ' τον αγώνα πού 'κανε για να λυθεί η κυρα Λένη, είχανε μελανιάσει οι καρποί της. "Μάνα", της ξανάπε και κοίταξε το πανιασμένο πρόσωπο, τα ρουφηγμένα μάγουλα, τα μισάνοιχτα χείλια και τη μύτη της που έμοιαζε κέρινη. "Μάνα, ξύπνα, θα πάμε στη θάλασσα". Άνοιξε τα μάτια η κυρα Λένη, είδε την κόρη της στο μισοσκόταδο, μόνο το καντηλάκι φώτιζε, και της χαμογέλασε μ' κείνο το παιδικό της χαμόγελο. Άπλωσε τα χέρια να την αγκαλιάσει. Την πήρε πάλι η Ματούλα σαν το μωρό στην αγκαλιά της, καθόλου δεν την κούρασε εκείνη τη νύχτα, πανάλαφρη ήταν.
Φτάσανε στα βράχια, καθίσανε πάλι και τη στήριξε η Ματούλα από τις πλάτες με το χέρι της. Κι έπειτα ανέβασε το χέρι και χάιδευε τα μαλλιά της. Και πως της ήρθε ξαφνικά, θυμήθηκε το Πάσχα, τότε που ήτανε μικρή. Η κυρα Λένη έκλαιγε κάθε φορά στην περιφορά του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή. "Γιατί κλαις μάνα;" τη ρώταγε η Ματούλα. "Γιατί έτσι πρέπει", απαντούσε η κυρα Λένη. "Συνοδεύουμε το Χριστό στο τελευταίο του ταξίδι και πρέπει να ψέλνουμε και να κλαίμε". Έψελνε κι η Ματούλα, αλλά να κλάψει δεν μπορούσε. Θυμήθηκε όμως το χέρι της μάνας της, έτσι στην πλάτη της τό 'χε κι αυτή και της χάιδευε τα μαλλιά όπως περπατούσαν. Προσεκτικά, μην της χαλάσει τα κοτσίδια και την ξεχτενίσει μέρα που ήταν.
Το θαλασσινό αεράκι ανέμιζε τα γκρίζα απαλά μαλλιά της κυρα Λένης, φρεσκολουσμένη την είχε η Ματούλα. Κάθισαν ώρα εκεί. Αμίλητες. Χαμογελούσε η κυρα Λένη μ' εκείνο το χαμόγελο σαν του μωρού. Τόσο λίγο μόνο μάνα μου χρειάζεσαι για να γαληνέψει η ψυχή σου; σκεφτόταν η Ματούλα κι έτρεχαν τα μάτια της όπως κοιτούσε τη μάνα της να χαμογελάει. Σε λίγο, όμως, θα ξημέρωνε κι έπρεπε να γυρίσουνε σπίτι. Τέλειωνε πια το καλοκαίρι, πόσες φορές ακόμα θα την έφερνε στη θάλασσα; Η κυρα Λένη την αγαπούσε πολύ τη θάλασσα, αυτή επέμενε να κτίσουν το σπίτι πάνω απ' το μαγαζί, κοντά στον Αι Νικόλα και την παραλία με τα βράχια. Πρώτα μένανε ψηλά στο χωριό, τη θάλασσα ούτε τη βλέπανε ούτε την ακούγανε. Θα την ξανάβλεπε άραγε τη θάλασσα;...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου