Ένα από τα κεντρικότερα ζητήματα, το οποίο έχει αναχθεί σε «πρόβλημα», του συνασπισμού των ευρωπαϊκών χωρών αποτελεί η μετανάστευση. Αναδυόμενη από τις κυβερνήσεις και τον κυρίαρχο λόγο ως ανεπιθύμητη και βαθύτατα διαβρωτική του «υγιούς κοινωνικού ιστού» εγείρονται λόγοι και πρακτικές αποκλεισμού, εγκλεισμού, περιθωριοποίησης και απορριμματοποίησης των μετακινούμενων πληθυσμών. Οι πρόσφυγες συνιστούν τη μοναδική κατηγορία μεταναστών, η οποία δύναται να κατοχυρώσει «άμεσα» μια προστατευτική νομική ιδιότητα. Η σπανιότητα της αναγνώρισης της προσφυγικής ιδιότητας και της απόδοσης ασύλου, καθώς και η διερώτηση σχετικά με το ποιος μπορεί οριστεί ως «πραγματικός πρόσφυγας» και πως αυτό αποδεικνύεται και τεκμηριώνεται, φαίνεται να ωθούν και αυτή την κατηγορία σε κατάργηση μέσω της πρακτικής. Θα ήθελα λοιπόν, σε αυτή την εργασία, να εστιάσω την προσέγγισή μου στην κατηγορία των προσφύγων σε μια απόπειρα να αναγνώσω την από-ιστορικοποιητική, α-πολιτική και απανθρωποποιητική ή καλύτερα, ανθρωποποιητική με ένα συγκεκριμένο τρόπο, θεώρησή των προσφύγων και τον τοπολογικό εντοπισμό τους στις Ευρωπαϊκές πόλεις-χώρες «υποδοχής».
1. Ο Πρόσφυγας ως απογυμνωμένη ανθρωπινότητα
Στο κείμενο της Hanna Arendt «Εμείς οι Πρόσφυγες» κατατίθεται η προσέγγιση της ίδιας για την προσφυγιά και τον όρο πρόσφυγας, μέσα από την προσωπική εμπειρία των διώξεων του Χίτλερ κατά των Εβραίων και της εξορίας. Εβραία η ίδια, και θύμα των «εκκαθαριστικών» πολιτικών της Ναζιστικής Γερμανίας, μιλά για τον τρόπο που βιώνεται ο ξεριζωμός, η βία, ο εγκλεισμός, ο θάνατος. Μιλά για την απώλεια, τη λήθη, την αβεβαιότητα, την απροσδιοριστία, αυτά που συνόδευαν και συνεχίζουν να συνοδεύουν τους ανθρώπους που εξαναγκάζονται σε φυγή και αποζητούν κατάλυμα, φιλοξενία και προστασία σε ένα ξένο τόπο. Η απώλεια για την οποία η ίδια μιλά έχει να κάνει με την απώλεια των οικείων πραγμάτων, προσώπων, εκφράσεων, με την απώλεια της αξίας του βίου και της ζωής, με την απόσπαση της οικειότητας της επικοινωνίας και της καθημερινής ζωής.
«Χάσαμε το σπίτι μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την οικειότητα της καθημερινής ζωής. Χάσαμε το επάγγελμά μας, που σημαίνει ότι χάσαμε την αυτοπεποίθηση ότι είχαμε κάποια χρησιμότητα σε αυτό τον κόσμο. Χάσαμε τη γλώσσα μας, που σημαίνει ότι χάσαμε τη φυσικότητα των αντιδράσεών μας, την απλότητα των χειρονομιών μας, την απρόσκοπτη έκφραση συναισθημάτων. Αφήσαμε τους συγγενείς μας στα πολωνικά γκέτο και οι καλύτεροί μας φίλοι σκοτώθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που σημαίνει ότι διαρρήχθηκαν οι ιδιωτικές μας ζωές» (Arendt [1943]2009:4).
Δεν πρόκειται για την απώλεια της ταυτότητας, των χαρακτηριστικών που συγκροτούν τα άτομα ανάγοντάς τα σε πολιτισμικές και ιστορικές μοναδικότητες. Τα ταυτοτικά στοιχεία ενυπάρχουν ως ενσώματη επιτέλεση, ως εμπειρία, ως μνήμη, ως νόστος μα ωθούνται στη λησμονιά. Εξαναγκάζονται σε διωγμό με παρόμοιο τρόπο που και οι ίδιοι εκδιώχθηκαν, αποθέτοντας τα κομμάτια τους στο δρόμο προς την εξορία. «Μας είπαν να ξεχάσουμε` και ξεχάσαμε γρηγορότερα από όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε να φανταστεί» (Arendt ό.π.:4). Η παρότρυνση στη λήθη δεν αφορά μόνο τη βία των εμπόλεμων συγκρούσεων, το φόβο των διωγμών, τη φρικαλεότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αφορά τη λησμόνηση του εαυτού, της πολιτισμικής, ιστορικής, κοινωνικής συνθήκης που παρήγαγε και ανάθρεψε τους ανθρώπους που έμελε να μετατραπούν σε πρόσφυγες. Αφορά τον προσδιορισμό τους μέσα από τα λιγοστά υπάρχοντα που μπορεί να κουβαλάνε μαζί τους, αφήνοντας πίσω τον μεγαλύτερο όγκο των πραγμάτων που καθόριζαν την αλλοτινή τους ζωή. Τα ελάχιστα που φέρουν εννοούνται ως τα στοιχειώδη, όπως στοιχειώδης αναδεικνύεται και η ίδια τους η ύπαρξη.
«Ο πρόσφυγας -εμφανώς απογυμνωμένος από το πολιτισμικό, τοπικό και ιστορικό πλαίσιο- είναι άνθρωπος με την πιο βασική, την πιο στοιχειώδη έννοια»[1], γράφει η Malkki (Malkki 1995:12). Μοιάζει η διάσχιση των συνόρων να συνοδεύεται από μια απέκδυση. Την απέκδυση των πολιτισμικών και ταυτοτικών προσδιορισμών που «κατείχαν» μονάχα ενοικώντας μια συγκεκριμένη εδαφική επιφάνεια εντός μιας δεδομένης κρατικής επικράτειας. Αφήνοντας πίσω τους αυτό τον χώρο προσλαμβάνονται ωσάν να έχουν εναποθέσει, εγκαταλείψει, απωλέσει (;) εκεί οποιονδήποτε άλλον προσδιορισμό, πέραν του ανθρώπινου. Έχω την αίσθηση ότι η απώλεια για την οποία μιλά η Arendt «χάνεται κάπου στη μετάφραση» από τη συλλογική εμπειρία στη γενικευτική θέαση της ανθρώπινης οδύνης, με αποτέλεσμα η απώλεια να συνιστά διαγραφή ή καλύτερα, «αποκάθαρση» από το παρελθοντικό συγκείμενο. Μέσα από τη διαδικασία απέκδυσης και λήθης γεννιέται ο ορισμός του πρόσφυγα ως απλά άνθρωπος, με την πιο στοιχειώδη έννοια, απηχώντας τον κίνδυνο, που η Arendt απεύχεται, της έκθεσης των προσφύγων στη μοίρα των ανθρωπίνων όντων που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανθρώπινα όντα (Arendt ό.π.:16-17).
H Liisa Malkki στο έργο της Purity and Exile αναφέρεται στην «ανθρωπιστική οικουμενοποίηση του «πρόσφυγα» ως την ενσάρκωση της αγνής (pure) ανθρωπότητας (και ως το αγνό θύμα)» (Malkki ό.π.: 12). Αναφέρεται στον ομογενοποιητικό ανθρωπιστικό τρόπο παρουσίασης και απεικόνισης των προσφύγων, σε μια προσπάθεια συσκότισης ή/και απενοχοποίησης των κοινωνικοπολιτικών καταστάσεων παραγωγής και εκτοπισμού τους, στην απο-πολιτικοποίηση και απο-ιστορικοποίηση των ίδιων των προσφύγων ανάγοντάς τα βιώματά τους σε μια «αφηρημένη και οικουμενική οδύνη» (ό.π.). Οι πρόσφυγες ενδύονται τη γυμνή τους ανθρωπινότητα υπό τα φιλάνθρωπα βλέμματα των απανταχού «οικοδεσποτών» πραγματώνοντας με αυτό τον τρόπο την ένταξή τους στη «Μεγάλη Οικογένεια των Ανθρώπων» (Barthes[1957]1979). Για την ακρίβεια, στο πρόσωπο του πρόσφυγα παίρνει σάρκα και οστά ο μύθος της πανανθρώπινης κοινότητας, εφόσον εκεί όπου οι όποιες διαφορές, ανισότητες, διακρίσεις απαλείφονται, εκεί όπου η ιστορία και η πολιτική αναιρούνται και η ουδετερότητα βασιλεύει, εκεί δύναται να αναδειχθεί η «καθολικότητα της ανθρώπινης φύσης» και να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας «κοινής μήτρας» (ό.π. :155-158) κάνοντας επίκληση σε όλα αυτά που μας ενώνουν ως αδέρφια της Μάνας Γης (sic).
Στο άρθρο της Liisa Malkki “Speechless Emissaries: Refugees, Humanitarianism, and Dehistoricizacion” (1996) αναφέρεται μεταξύ άλλων στην αναπαραγωγή και καταγραφή των προσφύγων ως γυμνή, ωμή ανθρωπότητας μέσω των οπτικών αναπαραστάσεων, οι οποίες αποτελούν το βασικό όχημα επεξεργασίας μιας διεθνούς κοινωνικής φαντασίωσης της προσφυγικότητας. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες από αυτές τις οπτικές συμβάσεις φαίνεται να επιταχύνουν την εξαϋλωση της ιστορίας και της αφηγηματικότητας. Οι μαζικοί διωγμοί και εκτοπισμοί συχνά συλλαμβάνονται από τον φακό ως μια «θάλασσα» ή μια «τεράστια παλλόμενη μάζα». Μέσα από ένα τέτοιο θέαμα αναδύεται η ιδέα της «ωμής», «γυμνής» ανθρωπότητας, υποστηρίζει η ίδια (ό.π.:387). Πρόκειται για την ομογενοποίηση και την αποπροσωποίηση, την απώλεια της ταυτότητας, της ιδιαιτερότητας αυτών των ανθρώπων και των ιστοριών τους. Πρόκειται για την απώλεια της πολιτικής τους ιδιότητας μέσα από την απλή/απλοποιημένη αναπαράστασή τους ως γενικά ανθρώπων που βρίσκονται σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Ο όρος «ανώνυμη σωματικότητα» (anonymous corporeality), τον οποίο δανείζεται η Malkki από τον Allen Feldman (1994), χαρακτηρίζει στο έπακρο αυτό που «συμβαίνει» στους πρόσφυγες μέσω αυτών των αναπαραστάσεων. Μια ακόμη απεικόνιση που ενισχύει αυτόν τον ισχυρισμό είναι αυτή των γυναικοπαίδων ως τυπική κατηγορία προσφύγων. Σε αυτή την αναπαράσταση, η οποία εμπερικλείει τόσο τη μητρότητα και τη θηλυκότητα όσο και την παιδικότητα και την αθωότητα, οι γυναίκες και τα παιδιά εμφανίζονται να αποτελούν την ενσάρκωση της προσφυγικότητας, προσδίδοντας και αναδεικνύοντας ένα απολύτως απαραίτητο χαρακτηριστικό σε αυτή την ιδιότητα, αυτό της αδυναμίας(ό.π.:388). Με αυτό τον τρόπο, οι πρόσφυγες απαντώνται ως μια ευαίσθητη κατηγορία, αβοήθητη, στο έλεος της καταστροφής, της ανυπολόγιστης απώλειας και οδύνης, σαν όλα αυτά να αποτελούν αποτελέσματα μιας δύναμης της φύσης η οποία αδιακρίτως σπέρνει το μένος της. Αυτός ο τρόπος ανθρωπισμού, τονίζει η συγγραφέας, επενεργεί στην κατεύθυνση της αποσιώπησης της ιστορίας και της πολιτικής- μια απο-σιώπηση η οποία μπορεί να περιγραφεί ως απανθρωποποιητική στα περισσότερα συμφραζόμενα ή ανθρωποποιητική με έναν συγκεκριμένο τρόπο. «Οι οπτικές συμβάσεις για την αναπαράσταση των προσφύγων και ο λόγος για τις ωμές ανθρώπινες ανάγκες καταλήγουν να κατασκευάζουν τους πρόσφυγες ως μια γυμνή ανθρωπότητα- ακόμη και ως μια βιολογική δημογραφική παρουσία. […]Μια απλή, γυμνή, απογυμνωμένη ή στοιχειώδης ανθρωπότητα οικοδομείται» (ό.π.:390).
2. «Τεκμήρια προσφυγικότητας»: Προς μια απεριόριστη σωματικότητα
Περνώντας τώρα στο «εσωτερικό των δυτικών χωρών «υποδοχής», έχει ένα νόημα να δούμε πως εξαργυρώνεται αυτή η απογύμνωση των προσφύγων, η ένδυση της στοιχειώδους ανθρωπινότητας και η συγκρότηση μιας ανώνυμης σωματικότητας. Η πρόσφατη ιστορία των πολιτικών απόδοσης ασύλου σημειώνει μια στροφή. Από ένα εγγυημένο δικαίωμα προστασίας των ατόμων που εξαναγκάζονται σε εξορία επειδή «απειλείται η ζωή τους ή η ελευθερία τους εξαιτίας της φυλής τους, της θρησκείας τους ή των πολιτικών τους φρονημάτων» (Derrida 2003:26), όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη της Γενεύης του 1951, περνάμε σταδιακά στη μετατροπή του σε φιλάνθρωπη, ελεήμονα υποχρέωση απόδοσης ασύλου εξαρτώμενη από την καλή διάθεση της εκάστοτε χώρας (Fassin & d’Halluin 2007:302). Το δικαίωμα του ασύλου έχει χαρακτηριστεί ως σύμβολο και υπέρτατη θεμελίωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Arendt 1984:239). Οι σύγχρονες όμως πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί γύρω από την απόδοση του ασύλου υπονομεύουν το εν λόγω δικαίωμα οδηγώντας στην προοδευτική κατάργησή του μέσω της πρακτικής (Arendt 1984, Derrida 2003, Fassin&d’Halluin 2005,2007 κα.). Ο Jacques Derrida σημειώνει ότι η χορήγηση ασύλου μπορεί να αναιρείται υπό την επίφαση της προβληματικής διάκρισης των κατηγοριών των μεταναστών (οικονομικός, πολιτικός, πρόσφυγας). Κρίνει τη διάκριση ανάμεσα σε πολιτικό και οικονομικό μετανάστη ιδιαίτερα προβληματική, εφόσον δεν πρόκειται μόνο για μια «αφηρημένη και ανυπόστατη» διάκριση, αλλά φτάνει να γίνεται «υποκριτική και διεστραμμένη» (Derrida 2003:28-29). Γράφει χαρακτηριστικά: «[Σ]ε τελική ανάλυση, επιτρέπει να μη χορηγείται σχεδόν ποτέ πολιτικό άσυλο και μάλιστα, αν το θέλουν, να μην εφαρμόζεται ποτέ ο νόμος από τη στιγμή που το άσυλο μπορεί να εξαρτάται παντελώς, όσον αφορά την εφαρμογή του, από καιροσκοπικούς υπολογισμούς, ενίοτε εκλογικούς και πολιτικούς, που και αυτοί, εν τέλει, υπάγονται στην τάξη της αστυνομίας, σε φαντασιώσεις ή σε πραγματικότητες της δημόσιας ασφάλειας, στη δημογραφία ή την αγορά» (ό.π.:29).Με το πρόσχημα λοιπόν, αποτροπής της οικονομικής μετανάστευσης, τα κράτη αμφισβητούν και απορρίπτουν όλο και συχνότερα τις αιτήσεις για άσυλο.
Κάποτε, αυτός ο οποίος αιτούνταν άσυλο και ζητούσε να του αποδοθεί η προσφυγική ιδιότητα, δεν χρειαζόταν να αποδείξει την εγκυρότητα ή την «αλήθεια» των λόγων του. Από τη στιγμή όμως, που η οικονομική και πολιτική συνθήκη διωγμού «έχουν περιέλθει» σε απροσδιόριστη πρόσμιξη, τα έγγραφα των διπλωματικών αρχών και των πρεσβειών των χωρών προέλευσης κρίνονται ανακριβή, ελλιπή ή αναξιόπιστα, και η αμφιβολία και η αμφισβήτηση «προκαλεί» και υποβιβάζει τις αφηγήσεις αυτών που υπέστησαν διώξεις, προβάλλει ως «αναγκαία συνθήκη», η απόδειξη και η τεκμηρίωση της «βιωμένης αλήθειας» όσων κάνουν αίτηση για άσυλο (Fassin & d’Halluin 2007:324). Όπως ο Ernst Bloch γράφει το 1930, «ο ρεαλισμός ορίζεται ως ένα είδος λατρείας του άμεσα επιβεβαιώσιμου γεγονότος», και τα «φυσικά», σωματικά, μη αφηγηματικά αποδεικτικά στοιχεία φαίνεται να εμπεριέχουν αυτή τη δύναμη έναντι των μπερδεμένων, υποκειμενικών, μη διαχειρίσιμων, μη επαληθεύσιμων ιστοριών των «προσφύγων» (Malkki 1996:384-385). Έτσι λοιπόν, το σώμα και ο νους αναδεικνύονται στους «φορείς» της «αλήθειας», σε δοχεία εγχάραξης, απόθεσης και διατήρησης των στιγμάτων του παρελθόντος. Στις εμφανείς πληγές και τα σωματικά-παθολογικά προβλήματα εντοπίζονται και ταυτοποιούνται τα υποδειγματικά θύματα, όπως η Malkki υποστηρίζει «Οι πληγές μιλάνε πιο δυνατά από τα λόγια[…] προσλαμβάνονται ως αντικειμενική απόδειξη, ως πιο αξιόπιστη πηγή γνώσης έναντι των λόγων των ανθρώπων που φέρουν τα πληγιασμένα σώματα» (ό.π.:384). Έτσι λοιπόν, δίνοντας έμφαση σε ό,τι μπορεί να συλληφθεί με το μάτι, να ανιχνευθεί μέσω της παρατήρησης, να καθυποταχθεί και να καθομολογηθεί μέσω της αδιάψευστης σωματικής εγχάραξης, αξιώνει λόγο «αλήθειας». Από την οπτική αναπαράσταση της προσφυγικότητας, στα ορατά, απτά και αναγνωρίσιμα πέρα από κάθε αμφιβολία, σημάδια που «κατέχουν» το σώμα επιτελείται η λειτουργία της υπέρτατης τεκμηρίωσης της προσφυγικής ιδιότητας.
Πρόκειται για το «πολιτικό σώμα», όπως ο Michel Foucault το ανέλυσε, «σαν σύνολο από υλικά στοιχεία και τεχνικές που χρησιμεύουν σαν όπλα, σαν σταθμοί εναλλαγής, σαν μέσα επικοινωνίας, σαν σημεία στήριξης των σχέσεων εξουσίας και γνώσης που περιβάλλουν τα ανθρώπινα σώματα και τα καθυποτάσσουν μετατρέποντάς τα σε αντικείμενα γνώσης» (Foucault [1975]1989:41). Το σώμα αποτελεί τον υποδειγματικό τόπο αποτύπωσης των αποτελεσμάτων της εξουσίας. Τον τόπο όπου το σημάδι της εξουσίας εγγράφεται, εκτίθεται και δύναται να επιδειχθεί, αλλά και τον τόπο όπου βιώνεται η αλήθεια του κάθε ατόμου (Fassin & d’Halluin 2005). Στη δεδομένη περίπτωση της «ανώνυμης προσφυγικής σωματικότητας» και της αντικειμενοποιητικής διαδικασίας[2] που εισήχθη για την απόδοση του ασύλου, η ιατρική εμφανίζεται ως ο προνομιακός τομέας ενασχόλησης και απεριόριστης επέμβασης επί των σωμάτων. Εκεί λοιπόν, όπου «η εξουσία εγγράφεται μέσω των διώξεων που υπέστησαν [τα σώματα των προσφύγων] στην πατρίδα τους, εγγράφεται και η αλήθεια που προσμένεται να αναγνωστεί από τους θεσμούς της χώρας υποδοχής» (ό.π.:598). Με αυτόν τον τρόπο, τα ιατρικά πιστοποιητικά ανάγονται σε υπέρτατη απόδειξη του βασανισμού και της βίας, υποκαθιστώντας τις βιοιστορίες, το λόγο των αιτούντων άσυλο. Στα συμφραζόμενα μάλιστα, της γενικευμένης καχυποψίας που περιβάλλει τους πρόσφυγες και των αυξημένων απαιτήσεων τεκμηρίωσης της πραγματικότητας των διώξεων στα σώματά τους, παραμερίζεται η αναγνώριση του συλλογικού τραύματος και των ιστορικοπολιτικών δεδομένων έναντι της εξατομικευμένης εξέτασης και αξιολόγησης της κάθε περίπτωσης (Fassin & d’Halluin 2007). Οι Fassin και d’Halluin (2005) υποστηρίζουν ότι μέσα από τη συστηματική αμφισβήτηση των λόγων των προσφύγων και την πρωτοκαθεδρία του λόγου των «ειδικών», τα σώματα των αιτούντων άσυλο αντικειμενοποιούνται και τα θύματα φτάνουν να αποϋποκειμενοποιούνται. Το σώμα προσλαμβάνεται ως «επιφάνεια» πάνω στην οποία «εκτίθενται» τα σημάδια της βίας και η ιατρική επιστήμη (που έχει οικειοποιηθεί το σώμα ως εγγύτερο στη φύση[3]) διαθέτει τη δύναμη να επικυρώσει ή να διαψεύσει την καθομολογημένη αλήθεια του υποκειμένου, το οποίο κατά τα άλλα δεν θεωρείται καθόλου αξιόπιστο.
Πλάι στην ανθρωπιστική απέκδυση των προσφύγων, στην αναπαράστασή τους ως ωμής, γυμνής ανθρωπότητας, η ιατρική απόφανση σχετικά με την πραγματικότητα της εμπειρίας του πρόσφυγα δύναται πραγματικά να καθορίσει τόσο την φυσική όσο και την πολιτική του ύπαρξη. Μέσα από την απο-πολιτικοποίηση, την απο-ιστορικοποίηση και ιατρικοποίηση της προσφυγικότητας δικαιο-λογείται και νομιμοποιείται η αυστηρότητα και η σπανιότητα της απόδοσης ασύλου στα μειούμενα σημάδια μιας προσφυγικότητας η οποία δύναται να καταστεί ορατή και ανιχνεύσιμη μέσω της επιστήμης, και στη συγκρότηση του «αληθινού ή πραγματικού πρόσφυγα» ως μια ιδανική μορφή στην οποία οι ίδιοι οι πρόσφυγες πάντοτε θα υπολείπονται.
3. Ανάμεσα σε τόπους και χρόνους ή στο όριο της ζωής
«Η κόλαση δεν είναι μια θρησκευτική δοξασία ή μια φαντασίωση, αλλά κάτι εξίσου αληθινό με τα σπίτια τις πέτρες και τα δέντρα. Προφανώς, κανείς δε θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει ένα καινούριο είδος ανθρώπινων όντων- αυτό το είδος που κλείνεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς του και στα στρατόπεδα εγκλεισμού από τους φίλους του» (Arendt [1943]2009.:5).
Προσπάθησα να αναφερθώ στα προηγούμενα κεφάλαια στην ανθρωποποιητική συνθήκη που περιβάλει και υποδέχεται τους πρόσφυγες τόσο κατά τη διαδρομή της προσφυγοποίησής τους όσο και κατά την αξίωση απόσπασης της νομικής ιδιότητας του πρόσφυγα κατά τη διαδικασία χορήγησης ασύλου. Μέσα από αυτές και άλλες διαδικασίες οι πρόσφυγες αναδύονται ως «ανθρώπινα όντα και τίποτα άλλο» με την έμφαση να δίνεται στις φυσικές, βιολογικές ανθρώπινες ανάγκες και τη φιγούρα του πρόσφυγα να επιτελείται ως μια απεριόριστη σωματικότητα.
Πράγματι, οι πρόσφυγες όπως και οι μετανάστες εν γένει, συγκροτούν το μιαρό, το εξαθλιωμένο αυτό σώμα της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης το οποίο ξεβράζεται στις παρυφές των ευρωπαϊκών χωρών «προκαλώντας» την εθνική τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για το σώμα το ήδη αποκομμένο και αποβεβλημένο, το κινητικό και διαρκώς μετακινούμενο, το εγκλωβισμένο «κάπου ανάμεσα στο πριν και το μετά». Ενδύεται την απροσδιοριστία, το απρόβλεπτο, το άπειρο των πιθανοτήτων που υπόσχεται η ακάθαρτη «φύση» τους. Η ακαθαρσία με όλες τις σκοτεινές, μυστηριακές, επικίνδυνες δυνάμεις που κυοφορεί προσιδιάζει στην αταξία. Σύμφωνα με τη Mary Douglas ([1996]2006) στο κυνήγι της βρωμιάς αναζητούμε τρόπους να αναδιοργανώσουμε το περιβάλλον μας με θετικό τρόπο. Ως εκ τούτου, η πράξη της τακτοποίησης και η αποβολή της βδελυγμίας έρχεται να περιορίσει τις δυνατότητες, να θέσει όρια και περιορισμούς προσδίδοντας νόημα στην ίδια την κατηγορική τάξη. Υπό αυτή την έννοια, η μεταβατική, οριακή, μη ταξινομήσιμη θέση των προσφύγων μέσα στα έθνη τους καθιστά ιδιαίτερα μολυσματικούς και επικίνδυνους ως κατηγορία, καθώς «αντιπροσωπεύουν μια επίθεση στην κατηγορική τάξη των εθνών η οποία τόσο συχνά καταλήγει να προσλαμβάνεται ως φυσική και, γι’ αυτό, εγγενώς νόμιμη» (Malkki 1995:8). Η «προβληματική» τοποθέτησή τους «κάπου ανάμεσα στο πριν και το μετά», αποδιωγμένοι από ένα τόπο και σε αναζήτηση ενός άλλου, στερούμενοι οποιασδήποτε πολιτικής ή νομικής κάλυψης (επί του παρόντος) συνιστούν το απόλυτα οριακό, μεταιχμιακό σώμα μιας ορισμένης εθνικής επικράτειας. Συγκροτούν το «καταστατικό εκτός» στο εσωτερικό των εθνών-κρατών. Περικλειόμενοι μέσω του αποκλεισμού τους θεμελιώνουν την πολιτική τους ύπαρξη στη δικαιοδοσία μιας απόλυτης εξουσίας (Agamben [1995]2005). Στη θεμελίωση της «εξωτερικότητας» των προσφύγων, στην ίδια την πράξη του διαχωρισμού παράγεται ο εαυτός(ό.π.). Ο εθνικός, καθαρός, υγιής, «άξιος να ζει» εαυτός.
Από τη στιγμή της εισαγωγής των προσφύγων σε μια ορισμένη εθνική επικράτεια μέχρι την αξιολόγηση της αίτησής τους για άσυλο, μεσολαβεί ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ασάφειας ως προς την παροντική τους κατάσταση. Βρίσκονται ανάμεσα σε χώρους και χρόνους, «εκτός τόπου» επαφιόμενοι στην καλή διάθεση και ηθική των κρατικών μηχανισμών που διαχειρίζονται τα εκτοπισμένα σώματά τους. Η «φιλοξενία» τους αποτελεί κατ’ ουσίαν μια παραχώρηση που υλοποιείται στην υπόσχεση της προσωρινότητας της διαμονής τους (Derrida [1997]2006) εξασφαλίζοντας έτσι την «προστατευτική τους φύλαξη» σε Κέντρα Υποδοχής, ζώνες αναμονής, προσφυγικούς καταυλισμούς. Οι πρόσφυγες έχοντας απωλέσει την ιδιότητα του πολίτη μιας χώρας και ευρισκόμενοι σε αναμονή για την απόδοση μιας ιδιότητας που θα τους εντάσσει στις τάξεις του Δικαίου, εισέρχονται απογυμνωμένοι σε αυτούς τους χώρους «φύλαξης-κράτησης».
Ο Giorgio Agamben, στο έργο του Homo Sacer ([1995]2005), αναφερόμενος σε αυτές τις δομές εντοπίζει την εγγύτητα και την εκπληκτική αναλογία αυτών των χώρων με τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι χώροι αυτοί φτάνουν να ταυτίζονται με το στρατόπεδο συγκέντρωσης συνιστώντας «τον απόλυτο βιοπολιτικό χώρο που έλαβε ποτέ σάρκα και οστά, και όπου η εξουσία δεν έχει απέναντί της παρά μόνο την καθαρή ζωή δίχως κάποια μεσολάβηση» (ό.π.:262). Τα ονομάζει στρατόπεδα, γιατί στη συγκρότηση ενός φαινομενικά ανώδυνου τόπου οριοθετείται στην πραγματικότητα ένας χώρος όπου «η κανονική τάξη αναστέλλεται εκ των πραγμάτων και όπου το γεγονός πως διαπράττονται ή όχι φρικαλεότητες δεν εξαρτάται από το δίκαιο, αλλά μόνο από τον πολιτισμό και το ηθικό αίσθημα της αστυνομίας η οποία ενεργεί προσωρινά ως κυρίαρχη» (ό.π.:268).
Αναφερόμενος στους εν λόγω χώρους ο Zygmount Bauman ([2004]2005) εστιάζει στην τοπολογική τους δομή. Εντοπίζει το κριτήριο της μέγιστης δυνατής απόστασης από τις κατοικημένες (από τον «ντόπιο» πληθυσμό) περιοχές μιας πόλης ούτως ώστε να κρατηθούν μακριά «οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις της κοινωνικής αποσύνθεσης»(ό.π.:129). Τα τείχη, τα συρματοπλέγματα, οι φυλασσόμενες πύλες προσιδιάζουν σε ένα χώρο εγκλεισμού των «επικίνδυνων» ομάδων, αποκλεισμού από το κοινωνικό, εξορισμού από το πεδίο ορατότητας. Στόχος είναι η αποτροπή της διαρροής των «φυλασσόμενων» προσφύγων εκτός των προδιαγεγραμμένων ορίων στο όνομα της διαφύλαξης της «τάξης και της ασφάλειας» από το δυνητικό κίνδυνο που προμηνύει η «εξωτερικότητά» τους. Η διαχείριση εγγύτητας και απόστασης, κεντρικές έννοιες που αναπτύσσει ο Simmel στο «Παρέκβαση για τον Ξένο» (2004), θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως πρόκληση μιας «ξένωσης», από την επιδιωκόμενη παραγωγή μιας μη-σχέση, όπου οποιοδήποτε κοινό στοιχείο αποκλείεται, και οικοδομείται η άρνηση, η ακύρωση της περίληψης στο «κοινό», είτε αφορά στην «κοινωνία» είτε στην πολιτικοδικαιική τάξη είτε στο ανθρώπινο είδος. Με άλλα λόγια, η εγγύτητα των στρατοπέδων δεν εγγυάται την δημιουργία σχέσης, αλλά μάλλον, την αποτρέπει κατοχυρώνοντας το διαχωρισμό, τον αποκλεισμό, την απο-ξένωση, την αποβολή από αυτό που παράγεται ως εαυτός.
Στα στρατόπεδα, σε αυτούς τους τόσο μόνιμα προσωρινούς χώρους «κράτησης-φύλαξης» οι πρόσφυγες προσεταιρίζονται την ιδιότητα του «υπερ-εδαφικού», το γεγονός, δηλαδή, ότι βρίσκονται σε κάποιο χώρο αλλά δεν τον κατέχουν ούτε ανήκουν στην πραγματικότητα σε αυτό τον χώρο (Bauman 2002:344). Οι πρόσφυγες των στρατοπέδων και τα «χωριά του πουθενά» (nowherevilles), όπως ο Bauman τα ονομάζει, μοιράζονται αυτή την υπερβατικότητα μέσω της αναστολής της υπαγωγής τους σε ένα ορισμένο τόπο, όσο και μέσω του ενδιάμεσου εντοπισμού τους στο χρόνο, της αναστολής του χρόνου εν είδη παρατεταμένης αναμονής και σταθερότητας της προσωρινότητας (ό.π.:345). Οι πρόσφυγες μοιάζουν να πιάνονται σε έναν ενδιάμεσο χώρο (“between and betwixt”, Turner (1969)) όπου η υπερβατική, μεταβατική, μεταιχμιακή τους κατάσταση φαίνεται να εκτείνεται απεριόριστα (στο Bauman 2002:347).
Αγγίζοντας τη μέγιστη απροσδιοριστία, ενσαρκώνοντας τον κίνδυνο και τη μολυσματικότητα των οριακών ανθρώπων, οι πρόσφυγες αποπέμπονται από το κοινωνικό πεδίο, ενώ παράλληλα διακυβεύεται η παραμονή τους στο ανθρώπινο. Απογυμνωμένοι από πολιτική και δικαιική υπόσταση, απογυμνωμένοι από πολιτικούς και ιστορικούς προσδιορισμούς της υποκειμενικότητας και της συλλογικής ταυτότητας, απόλυτα θυματοποιημένοι και μαζοποιημένοι μέσω της γενικευτικής ανθρώπινης οδύνης και του ανθρωπιστικού λόγου, βαθύτατα σωματοποιημένοι ως επιφάνειες ιχνηλάτησης της δριμύτητας της εξουσίας, απομένουν τελικά σώματα γυμνά, ζωές που δεν προσφέρονται για θυσία, μα μπορούν ατιμωρητί να φονευθούν (Agamben ό.π.) ή «να αφεθούν να πεθάνουν» (Foucault[1997]2002). Κλείνοντας με τα λόγια της Hannah Arendt: οι πρόσφυγες μπορεί να μην είναι ελεύθεροι να δημιουργήσουν τις ζωές τους και τον κόσμο στον οποίο ζουν, είναι όμως ελεύθεροι να χάσουν τη ζωή τους και να εγκαταλείψουνε τον κόσμο (Arendt ό.π.:9). Βιβλιογραφία
Agamben, Giorgio, [1995]2005. Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα, Scripta
Arendt, Hannah, [1943]2009. “Εμείς οι Πρόσφυγες”, Πανοπτικόν, 13:3-18
Barthes, Roland, [1957, 1978]1979. Μυθολογίες * Μάθημα, Αθήνα, Ράππα
Bauman, Zygmount, [2004]2005. Σπαταλημένες Ζωές: Οι απόβλητοι της
Νεοτερικότητας, Αθήνα, Κατάρτι
Bauman, Zygmount, 2002. “In the Lowly Nowherevilles of Liquid Modernity:
Comments On and Around Agier”, Ethnography, 3:343-349
Douglas, Mary, [1966]1996. Καθαρότητα και Κίνδυνος: Μια Ανάλυση των
Εννοιών της Μιαρότητας και του Ταμπού, Αθήνα, Πολύτροπον
Derrida, Jacques, 2003. Πέραν του Κοσμοπολιτισμού, Αθήνα, Κριτική
Derrida, Jacques, [1997]2006. Περί Φιλοξενίας, Αθήνα, Εκκρεμές
Fassin, Didier και D’Hallyin, Estelle, 2005. “The Truth from the Body:
Medical Certificates as Ultimate Evidence for Asylum Seekers”, American Anthropologist, (107)4:597-608
Fassin, Didier και D’Hallyin, Estelle, 2007. “Critical Evidence: The Politics of
Trauma in French Asylum Policies”, Ethos, (35)3:300-329
Foucault, Michel, [1997]2002. Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, Αθήνα,
Ψυχογιός
Grosz,
Μπλούμιγκτον, Indiana University Press.
Malkki, H. Liisa, 1995. Purity and Exile: Violence, Memory, and National
Cosmology among Hutu Refugees in Tanzania, Σικάγο και Λονδίνο, The University of Chicago Press
Malkki, H. Liisa, 1996. “Speechless Emissaries: Refugees, Humanitarianism,
and Dehistoricizacion”, Cultural Anthropology, (11)3:377-404
Simmel, Georg, 2004. “Παρέκβαση για τον Ξένο”. Στο Σ.Γάγγας και Κ.
Καλφόπουλος, Περιπλάνηση στη Νεωτερικότητα: Κοινωνιολογικά, Φιλοσοφικά και Αισθητικά Κείμενα, Αθήνα, Αλεξάνδρεια
[1] Σε όλες τις αναφορές σε κείμενα των Malkki , Fassin και d’Halluin,και Bauman η μετάφραση είναι δική μου.
[2] Η διαδικασία της εξέτασης προϋποθέτει «την καθυπόταξη εκείνων που θεωρούνται ως αντικείμενα και την αντικειμενοποίηση εκείνων που καθυποτάσσονται» (Foucault [1976]1989:245). Η καθυπόταξή του ατόμου στην εξέταση το μειώνει σε αντικείμενο προς μελέτη, έρευνα, καταγραφή, εξαγωγή συμπερασμάτων και κατηγοριοποίηση. Μετατρέπεται σε σώμα «ανοιχτό» και πειθήνιο. Δύναται να αναλυθεί, να καταταχθεί, να αξιολογηθεί, να συγκροτηθεί το άτομο ως αντικείμενο υπό το φως μιας αδιάλειπτης διαγνωστικής διαδικασίας (ό.π. :251).
[3] Η Elizabeth Grosz στο έργο της Volatile Bodies (1994) αναφέρεται στην αποικιοποίησή του σώματος από τις φυσικές επιστήμες, και κυρίως από την ιατρική και τη βιολογία. Η επίφαση φυσικότητας και η πρωτοκαθεδρία του βιολογικού το αποθέτουν σε μια προπολιτισμική κατάσταση, «αναισθητοποιώντας» το μπροστά σε κοινωνικές, πολιτισμικές, ιστορικές επιτελέσεις, διαμορφώνοντας μια «ύλη» αποσχισμένη από ένα «πνεύμα».