Περί μεταφοράς των φυλακών Κορυδαλλού ο λόγος και της συνάρτησης αυτής της μεταφοράς της με την πρόθεση για εξωραϊσμό [καθαγίαση;] του καταραμένου χώρου -δύο από τις τρεις πτέρυγες των γυναικείων φυλακών κατεδαφίζονται και στη θέση τους θα ανεγερθούν χώροι πράσινου και αναψυχής, με τεχνητή λίμνη, σιντριβάνια, πρότυπους παιδότοπους και χώρους σύνδεσης στο ίντερνετ.
Προηγήθηκαν μάλιστα αγώνες χρόνων, από το 1974 όπως αναφέρει στη συνέντευξή του στο tvxs ο δήμαρχος Κορυδαλλού, κ. Σταύρος Κασιμάτης, και συνεχίζει το δημοσίευμα πληροφορώντας τον αναγνώστη ότι: «Το βήμα αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα μια νίκη για το Δήμο του Κορυδαλλού. Ωστόσο, σύμφωνα με το δήμαρχο, αποτελεί μονάχα νίκη σε μια μάχη – ο αγώνας συνεχίζεται. «Βασικό μας αίτημα παραμένει η πλήρης και οριστική απομάκρυνση των φυλακών από το δήμο, τόσο των γυναικείων όσο και των ανδρικών», υπενθυμίζει, προσθέτοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αντιληπτό το αίτημα αυτό ως εναντίωση στους ίδιους τους κρατουμένους. Ο ίδιος ο δήμαρχος, στη συνέχεια, επικαλείται ως κίνητρο και το συμφέρον των κρατουμένων από την απομάκρυνση των φυλακών, ξεχνώντας ότι το 1974 [περίοδο έναρξης των «αγώνων»] δεν υπήρχε πρόβλημα υπερπληθυσμού των φυλακών και διευκρινίζοντας κυνικά: «Έχουμε αποσυνδέσει το θέμα των ανθρώπων από το θέμα των κτιρίων […] Συμπαραστεκόμαστε έμπρακτα στους κρατουμένους και αναγνωρίζουμε τα δίκαια αιτήματά τους. Αρκεί να αναλογιστείτε ότι οι φυλακές Κορυδαλλού κατασκευάστηκαν για να φιλοξενήσουν 600 κρατουμένους και ότι αυτή τη στιγμή στοιβάζονται μόνο στις ανδρικές φυλακές 1.200, για να αντιληφθείτε το μέγεθος του προβλήματος και το δίκαιο χαρακτήρα των αιτημάτων των κρατουμένων» [http://tvxs.gr/node/50211]
Καλή ευόδωση των αγώνων σας κύριε δήμαρχε και ένα καλό αποτέλεσμα στις προσεχείς δημοτικές εκλογές. Μακάρι, λοιπόν, το θέμα να ήταν του δημάρχου, ο οποίος δήμαρχος είναι, δημαρχίστικα πράττει και δηλώνει.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η μεταφορά των φυλακών εκτός του αστικού ιστού [κάπου στο πουθενά, όπως στα καθ’ ημάς οι φυλακές του Μαλανδρίνου ή του Ελαιώνα] αποτελεί από χρόνια αντικείμενο του δημόσιου λόγου και οι πολιτικάντικες αντιφάσεις του κ. δημάρχου είναι πταίσματα μπροστά στις πολιτικές που εφαρμόζονται σε διεθνές επίπεδο στο λεγόμενο «σωφρονιστικό» ζήτημα, μέρος των οποίων είναι οι σύγχρονες Σπιναλόγκες.
Τα σκοτεινά, περίκλειστα κτίρια που θύμιζαν στους πολίτες το κόστος της μη συμμόρφωσης, αποτελούσαν πάντα χώρους εκτός κοινωνίας ακόμα κι αν κτίζονταν στην καρδιά του οικιστικού ιστού. Και ήταν τέτοια η αρχιτεκτονική τους, ώστε τη συνθήκη αυτή να μην ξεχνούν και οι ίδιοι οι έγκλειστοι –από τα πιο θλιβερά φώτα της πόλης που μπορώ να θυμηθώ είναι ο κίτρινος φωτισμός των κτιρίων των φυλακών και η αντανάκλασή του στον γύρω χώρο.
Αν όμως οι πολιτικές που διαμορφώνουν χώρους εκτός χώρου για τις διάφορες κατηγορίες απόβλητων [κρατούμενων, ψυχικά ασθενών, εξαρτημένων…] και οι νομιμοποιητικές τους πρακτικές είναι ένα ζήτημα που προϋποθέτει και απαιτεί σοβαρή ανάλυση, ένα εξίσου σοβαρό και αυταπόδεικτα παρόν ζήτημα, που μπορεί να συνοψισθεί σε λίγες λέξεις, είναι οι συνέπειες που έχουν αυτές οι πολιτικές για τους ίδιους τους κρατούμενους. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αναπόδραστη επιβάρυνση των συνθηκών ζωής τους όταν η, ήδη δύσκολη, επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο επιβαρυνθεί και με χιλιόμετρα απόστασης αλλά και στο πώς συναρτάται αυτό και με τα δύο –σύμφωνα με την επίσημη ρητορική- πρόσωπα του κράτους που διαχειρίζεται τον εγκλεισμό τους: το τιμωρητικό και το επανακοινωνικοποιητικό:
Η τιμωρία λοιπόν παραπέμπει σε μια –κακοποιημένη πλέον- έννοια κράτους δικαίου που δεν επιβάλλει μόνον υποχρεώσεις αλλά αναγνωρίζει και δικαιώματα. Το δικαίωμα του υπόδικου, για παράδειγμα, σε μια δίκαιη δίκη ή το δικαίωμα του κατάδικου να διατηρήσει ένα μίνιμουμ επιδόσεων στους προ της καταδίκης κοινωνικών του ρόλων. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς πώς επηρεάζει και τις δύο αυτές κατηγορίες δικαιωμάτων η τυπική εξορία σε χώρους στη μέση του πουθενά: επισκέψεις συνηγόρων, συγγενών που ενδεχομένως θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν πολλά μέσα μεταφοράς [ας φαντασθούμε την περίπτωση μιας κρατούμενης στον Ελαιώνα που κατάγεται από ένα νησί], οικονομική επιβάρυνση στην οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν κ.ο.κ.
Είναι «ασήμαντο» για έναν «εγκληματία» να επικοινωνεί με τους δικούς του;
Είναι ασήμαντο να ακούει τους ήχους της πόλης στην οποία προσβλέπει κάποτε να γυρίσει;
Τότε ας μην μιλάμε για επανακοινωνικοποίηση κι ας λέμε τα πράγματα καθαρά: στόχος της φυλακής είναι να κρατήσει τον παραβάτη των κανόνων μακριά από την κοινωνία και όχι να διευκολύνει την επιστροφή του. Όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα, για όσο περισσότερο χρόνο τόσο πιο ασφαλής θα αισθάνεται η κοινωνία, πολλώ μάλλον όταν η απόσταση την προστατεύει από την θέα των πραγματικών και συμβολικών χώρων αποκλεισμού, διευκολύνοντας την άρνησή της να δει το πρόβλημα, να το ορίσει έστω ως πρόβλημα.
Λογική συνέπεια μιας κυρίαρχης ρητορικής που τοποθετεί [πραγματικά και συμβολικά πάντα] τον κρατούμενο εκτός προστασίας του δικαίου και του αρνείται το δικαίωμα να έχει δικαιώματα.
Προηγήθηκαν μάλιστα αγώνες χρόνων, από το 1974 όπως αναφέρει στη συνέντευξή του στο tvxs ο δήμαρχος Κορυδαλλού, κ. Σταύρος Κασιμάτης, και συνεχίζει το δημοσίευμα πληροφορώντας τον αναγνώστη ότι: «Το βήμα αυτό αποτελεί αναμφισβήτητα μια νίκη για το Δήμο του Κορυδαλλού. Ωστόσο, σύμφωνα με το δήμαρχο, αποτελεί μονάχα νίκη σε μια μάχη – ο αγώνας συνεχίζεται. «Βασικό μας αίτημα παραμένει η πλήρης και οριστική απομάκρυνση των φυλακών από το δήμο, τόσο των γυναικείων όσο και των ανδρικών», υπενθυμίζει, προσθέτοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνει αντιληπτό το αίτημα αυτό ως εναντίωση στους ίδιους τους κρατουμένους. Ο ίδιος ο δήμαρχος, στη συνέχεια, επικαλείται ως κίνητρο και το συμφέρον των κρατουμένων από την απομάκρυνση των φυλακών, ξεχνώντας ότι το 1974 [περίοδο έναρξης των «αγώνων»] δεν υπήρχε πρόβλημα υπερπληθυσμού των φυλακών και διευκρινίζοντας κυνικά: «Έχουμε αποσυνδέσει το θέμα των ανθρώπων από το θέμα των κτιρίων […] Συμπαραστεκόμαστε έμπρακτα στους κρατουμένους και αναγνωρίζουμε τα δίκαια αιτήματά τους. Αρκεί να αναλογιστείτε ότι οι φυλακές Κορυδαλλού κατασκευάστηκαν για να φιλοξενήσουν 600 κρατουμένους και ότι αυτή τη στιγμή στοιβάζονται μόνο στις ανδρικές φυλακές 1.200, για να αντιληφθείτε το μέγεθος του προβλήματος και το δίκαιο χαρακτήρα των αιτημάτων των κρατουμένων» [http://tvxs.gr/node/50211]
Καλή ευόδωση των αγώνων σας κύριε δήμαρχε και ένα καλό αποτέλεσμα στις προσεχείς δημοτικές εκλογές. Μακάρι, λοιπόν, το θέμα να ήταν του δημάρχου, ο οποίος δήμαρχος είναι, δημαρχίστικα πράττει και δηλώνει.
Το πρόβλημα όμως είναι ότι η μεταφορά των φυλακών εκτός του αστικού ιστού [κάπου στο πουθενά, όπως στα καθ’ ημάς οι φυλακές του Μαλανδρίνου ή του Ελαιώνα] αποτελεί από χρόνια αντικείμενο του δημόσιου λόγου και οι πολιτικάντικες αντιφάσεις του κ. δημάρχου είναι πταίσματα μπροστά στις πολιτικές που εφαρμόζονται σε διεθνές επίπεδο στο λεγόμενο «σωφρονιστικό» ζήτημα, μέρος των οποίων είναι οι σύγχρονες Σπιναλόγκες.
Τα σκοτεινά, περίκλειστα κτίρια που θύμιζαν στους πολίτες το κόστος της μη συμμόρφωσης, αποτελούσαν πάντα χώρους εκτός κοινωνίας ακόμα κι αν κτίζονταν στην καρδιά του οικιστικού ιστού. Και ήταν τέτοια η αρχιτεκτονική τους, ώστε τη συνθήκη αυτή να μην ξεχνούν και οι ίδιοι οι έγκλειστοι –από τα πιο θλιβερά φώτα της πόλης που μπορώ να θυμηθώ είναι ο κίτρινος φωτισμός των κτιρίων των φυλακών και η αντανάκλασή του στον γύρω χώρο.
Αν όμως οι πολιτικές που διαμορφώνουν χώρους εκτός χώρου για τις διάφορες κατηγορίες απόβλητων [κρατούμενων, ψυχικά ασθενών, εξαρτημένων…] και οι νομιμοποιητικές τους πρακτικές είναι ένα ζήτημα που προϋποθέτει και απαιτεί σοβαρή ανάλυση, ένα εξίσου σοβαρό και αυταπόδεικτα παρόν ζήτημα, που μπορεί να συνοψισθεί σε λίγες λέξεις, είναι οι συνέπειες που έχουν αυτές οι πολιτικές για τους ίδιους τους κρατούμενους. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην αναπόδραστη επιβάρυνση των συνθηκών ζωής τους όταν η, ήδη δύσκολη, επικοινωνία τους με τον έξω κόσμο επιβαρυνθεί και με χιλιόμετρα απόστασης αλλά και στο πώς συναρτάται αυτό και με τα δύο –σύμφωνα με την επίσημη ρητορική- πρόσωπα του κράτους που διαχειρίζεται τον εγκλεισμό τους: το τιμωρητικό και το επανακοινωνικοποιητικό:
Η τιμωρία λοιπόν παραπέμπει σε μια –κακοποιημένη πλέον- έννοια κράτους δικαίου που δεν επιβάλλει μόνον υποχρεώσεις αλλά αναγνωρίζει και δικαιώματα. Το δικαίωμα του υπόδικου, για παράδειγμα, σε μια δίκαιη δίκη ή το δικαίωμα του κατάδικου να διατηρήσει ένα μίνιμουμ επιδόσεων στους προ της καταδίκης κοινωνικών του ρόλων. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς πώς επηρεάζει και τις δύο αυτές κατηγορίες δικαιωμάτων η τυπική εξορία σε χώρους στη μέση του πουθενά: επισκέψεις συνηγόρων, συγγενών που ενδεχομένως θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν πολλά μέσα μεταφοράς [ας φαντασθούμε την περίπτωση μιας κρατούμενης στον Ελαιώνα που κατάγεται από ένα νησί], οικονομική επιβάρυνση στην οποία δεν μπορούν να ανταποκριθούν κ.ο.κ.
Είναι «ασήμαντο» για έναν «εγκληματία» να επικοινωνεί με τους δικούς του;
Είναι ασήμαντο να ακούει τους ήχους της πόλης στην οποία προσβλέπει κάποτε να γυρίσει;
Τότε ας μην μιλάμε για επανακοινωνικοποίηση κι ας λέμε τα πράγματα καθαρά: στόχος της φυλακής είναι να κρατήσει τον παραβάτη των κανόνων μακριά από την κοινωνία και όχι να διευκολύνει την επιστροφή του. Όσο πιο μακριά τόσο καλύτερα, για όσο περισσότερο χρόνο τόσο πιο ασφαλής θα αισθάνεται η κοινωνία, πολλώ μάλλον όταν η απόσταση την προστατεύει από την θέα των πραγματικών και συμβολικών χώρων αποκλεισμού, διευκολύνοντας την άρνησή της να δει το πρόβλημα, να το ορίσει έστω ως πρόβλημα.
Λογική συνέπεια μιας κυρίαρχης ρητορικής που τοποθετεί [πραγματικά και συμβολικά πάντα] τον κρατούμενο εκτός προστασίας του δικαίου και του αρνείται το δικαίωμα να έχει δικαιώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου