Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

μέσα στις φλόγες ήταν να μπει και το σκεφτόταν*


Κι έπειτα σκέφτομαι με πίκρα την συγκυρία ή, σωστότερα, την αλληλουχία των συμπτώσεων μέσα από τις οποίες μάθαμε το θάνατο του μικρού τσιγγάνου στα Νέα Λιόσια. Ο Παναγιώτης Κωνσταντίνου ανακάλυψε σε ένα blog αυτόν τον άγριο θάνατο και το tvxs τον έβαλε στις πρώτες ειδήσεις. Το tvxs έχει μεγάλη επισκεψιμότητα και το διαβάσαμε -από ό, τι είδα βέβαια τα σχόλια ήταν ελάχιστα, πάντως έλειπε το σύνηθες trolling και το ακόμα πιο σύνηθες παραλήρημα των ποικιλο-ανώνυμων επαναστατών του πληκτρολογίου. Είναι και γιορταστική περίοδος με όλα τα συμπαραδηλούμενα στον τρόπο με τον οποίο εισπράττουμε και ορίζουμε τα γεγονότα που γίνονται είδηση, όπως αυτή η είδηση που πρόβαλε -σχεδόν τυχαία!- έναν θάνατο που είχε συμβεί τέσσερις μέρες πριν και τον αφηγήθηκε.
Και κάπου εκεί, τα σκουπίδια, η μπουλντόζα, το "αναπόφευκτο" -ως μοιραία συνέπεια της ζωής των "σκουπιδάνθρωπων"-, εκτινάχτηκαν έξω από το ορισμένο τοπίο και ξανασυναρμολογήθηκαν στην βαρυσήμαντη και πολυσήμαντη συνθήκη "σκοτωμένο παιδί ανήμερα Χριστούγεννα". Κι αν, παρότι η περίοδος ειδησεογραφικά φτωχή, κανείς δεν μας πρόσφερε το θέαμα των θρήνων όταν ανακαλύφτηκε ή όταν θάφτηκε το μικρό σώμα, οφείλεται ίσως στο ότι πρόκειται για ιστορία αυτοτελή, που αρχίζει και τελειώνει στο επεισόδιο του θανάτου και στην πληροφορία για κάποιες έρευνες που θα γίνουν για τις συνθήκες του, ίσως, κάποτε και ποιος θα πιέσει εξάλλου ορίζοντας αυτό το θάνατο ως ανθρωποκτονία ή φτιάχνοντας συνθήματα που να περιέχουν την -τόσο προσφιλή μας άλλοτε!- λέξη δολοφονία· κι ας μην υπήρχε "δόλος" απ' τη μεριά του οδηγού της μπουλντόζας, φταίχτες δεν είναι πάντα τα άτομα/δράστες κι αυτό το ξέρουν καλά τα συνθήματα! Κι ακόμα, θα τολμούσα να πω ότι μέσα από τον ορισμό του "αναπόφευκτου" τέτοιων θανάτων, αυτός ο θάνατος γίνεται μέρος μιας κανονικότητας όχι φιλοσοφικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα αλλά συναρτημένης με τη ρουτίνα της αποκομιδής των σκουπιδιών: και πάλι η συγκυρία, η βαρυσήμαντη και πολυσήμαντη συνθήκη "σκοτωμένο παιδί ανήμερα Χριστούγεννα" είναι ο παράγοντας που, τούτη τη φορά, διέρρηξε εν μέρει την κανονικότητα του αναπόφευκτου και πρόσφερε στο νεκρό παιδί τα λίγα λεπτά δημοσιότητας που ούτε θα φανταζόταν ποτέ ότι θα του αναλογούσαν**
Οι στίχοι του Pasolini που δανείστηκα στην χθεσινή ανάρτηση [25 δεκέμβρη. το νεκρό παιδί], αφορούν την ίδια την αφήγηση των γεγονότων, την ερμηνεία τους με όρους τρόπου ζωής των "σκουπιδάνθρωπων": "Ο θάνατος του λιλιπούτειου «επαγγελματία» ρακοσυλλέκτη, δεν είναι το πρώτο περιστατικό", γράφει το δημοσίευμα του tvxs· όταν η αφήγηση της συνθήκης -το πλαίσιο!- καταπίνει την περίπτωση, την καθιστά ένα ακόμα περιστατικό που ορίζει το παιδί ως λιλιπούτειο «επαγγελματία» ρακοσυλλέκτη. Θυμήθηκα, λοιπόν, δυο από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία του Pasolini, Τα παιδιά της ζωής και το Βίαιη ζωή· την κουλτούρα του παιγνιδιού των πιτσιρικάδων των συνοικισμών της Ρώμης, το φλερτ με το θάνατο, τον ίδιο το θάνατο ως μέρος του παιγνιδιού. Και δανείστηκα τους στίχους γιατί η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι -όπως δεν θα μάθουμε ποτέ- ο λιλιπούτειος νεκρός έπαιζε πριν τον αρπάξει η μπουλντόζα. Στον σκουπιδότοπο, απαγορευμένο τόπο για τα δικά μας παιδιά, αλλά έπαιζε όπως παίζουν όλα τα παιδιά, δεν ασκούσε το επάγγελμα του ρακοσυλλέκτη, απλώς έπαιζε.

*Απ' το ονειρικό σύμπαν της Ζυράννας Ζατέλη δανείστηκα, λόγω αυθαίρετων συνειρμών, την τελευταία φράση απ' το πρώτο βιβλίο της τριλογίας "Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους. Ο θάνατος ήρθε τελευταίος"
** Με ρώτησε πρόσφατα η Χριστίνα Κυριμοπούλου, "εσύ, τότε, πώς έμαθες για μένα;" Και όταν, όσο πιο διακριτικά μου επέτρεπε το ξάφνιασμα μιας τέτοιας ερώτησης μετά από τόσους μήνες, της μίλησα για την δημοσιότητα που είχε πάρει η υπόθεσή της, έμεινε άναυδη στην αρχή κι έπειτα θύμωσε πάρα πολύ. Και με το δίκιο της, κρίνοντας πια και εκ του αποτελέσματος...

in memoriam

Μου το έστειλε ο φίλος μου Emanuele Balzani, με αφορμή τη χθεσινή ανάρτηση 25 δεκέμβρη 2009. το νεκρό παιδί.
Είναι το τραγούδι El pájaro negro, που άκούγεται στην τελευταία σκηνή της ταινίας Latcho Drom, του Tony Gatlif [1994). Η La Caíta τραγουδάει, κοιτάζοντας από τον λόφο απέναντι, τον καινούργιο οικισμό στον οποίο δεν χωράνε οι ρομά.
In memoriam, μου έγραφε ο Emanuele και το δημοσιεύω στον "οικισμό" γιατί δεν "χώραγε" στα σχόλια.
Οι στίχοι είναι του Tony Gatlif
Καθώς δεν επιτρεπόταν η μεταφορά του YouTube-clip στην ανάρτηση, βάζω τη δ/ση όπου μπορεί να το δει κανείς
El pájaro negro
You, you're a stork
Who has landed on Earth.
Me, I'm a black bird who has taken flight.
Why does your wicked mouth spit on me?
What harm is it to you
That my skin is dark...
And my hair gypsy black?
From Isabelle the Catholic...
From Hitler to Franco...
We have been the victims
of their wars.
Some evenings, some evenings
Like many other evenings...
Some evenings I find myself envying...
The respect that you give to your dog.
Why does your wicked mouth spit on me?
What harm is it to you
That my skin is dark...
And my hair gypsy black?
El pájaro negro
Ay, tú eres una cigüeña
que rozó la tierra.
Yo soy un pájaro negro
caido en ella.
¿Por qué me escupes en la cara
Qué más te podía hacer ser yo
que por ser morena y gitana?
Que más remedio compañera
que por ser morena y gitana?
Desde Isabela La Católica
Desde Hitler hasta Franco
fueron víctimas
de sus guerrastoitos los gitanos.
A lgunas noches
Algunas noches como otras noches
me muero de envidia
viendo como acaricias
a tu perro.

μια εικόνα που θέλουμε να αποφύγουμε

Την περασμένη Παρασκευή, μια 17χρονη έγκυος μετανάστρια από τη Ρουμανία έχασε τη ζωή της όταν συνεθλίβη από φορτηγό στον ΧΥΤΑ Ανω Λιοσίων, την ώρα που έψαχνε στα σκουπίδια για να βρει φαγητό. Αυτή δεν είναι η πρώτη ούτε η μόνη τραγωδία που έχουμε δει να περνάει στα «ψιλά» των ειδήσεων. Οπως δεν θα είναι και η τελευταία.
Οι ΧΥΤΑνθρωποι, Κάτια Αντωνιάδη, Ελευθεροτυπία 22-4-2008
Τα φορτηγά δεν σταματούν ούτε στιγμή να περνάνε δίπλα μας και να αδειάζουν το περιεχόμενό τους σε μικρούς λοφίσκους που περιμένουν τη σειρά τους να ισοπεδωθούν από τις μπουλντόζες. Από μακριά δεν διακρίνονται παρά μόνο οι οδηγοί των αυτοκινήτων και ένας "κουμανταδόρος", υπάλληλος της χωματερής που τους κατευθύνει. Πρέπει να πλησιάσεις πάρα πολύ και να κατανικήσεις τη λιποθυμική τάση που σου φέρνει η αβάστακτη μυρωδιά, για να αντιληφθείς ότι πάνω στους σωρούς των φρέσκων σκουπιδιών κάτι κινείται. Καμιά δεκαπενταριά αγόρια και κορίτσια, σκαρφαλωμένα πάνω στους σωρούς, γεμίζουν τις σακούλες τους με ό,τι τους μοιάζει χρήσιμο. Οι κινήσεις τους είναι βιαστικές. Πρέπει να προλάβουν να σώσουν ό,τι μπορούν, πριν φτάσει η μπουλντόζα.
Άνθρωποι και σκουπίδια - α, iospress.gr, Ελευθεροτυπία 16-6-1996
Αλλά οι γυναίκες και οι άντρες που επιβιώνουν χάρη σε αυτά που μαζεύουν στο δρόμο, οι πένητες που ψάχνουν όλη τη μέρα, κάθε μέρα, ώστε να καταφέρουν να εξοικονομήσουν λίγο φαγητό, μας δείχνουν την εικόνα που θέλουμε να αποφύγουμε, μας αποκαλύπτουν ποιοι πραγματικά είμαστε.
Χίλμα Κον, στο Άνθρωποι και σκουπίδια - β, iospress.gr, Ελευθεροτυπία 16-6-1996
Ένα ακόμη παιδί έχασε τη ζωή του στη χωματερή των Άνω Λιοσίων, όταν καταπλακώθηκε από τις μπουλντόζες, στην προσπάθεια του να συλλέξει τα «πολύτιμα» αντικείμενα του, καθώς στο δικό του κόσμο τα σκουπίδια μας αποκτούν αξία.
Ένα παιδί έχασε τη ζωή του στo XYTA Άνω Λιοσίων, Παναγιώτης Κωνσταντίνου, tvxs.gr, 28-12-2009
Two Scavengers In A Truck, Two Beautiful People In A Mercedes (1968) By Lawrence Ferlinghetti At the stoplight waiting for the light Nine A.M. downtown San Francisco a bright garbage truck with two garbage men in red plastic blazers standing on the back stoop one on each side hanging on and looking down into an elegant open Mercedes with an elegant couple in it The man In a hip three-piece linen suit With shoulder-length blond hair & sunglasses The young blond woman so casually coifed with a short skirt and colored stocking On his way to his architect's office And the two scavengers up since Four A.M. Grungy from their route On the way home The older of the two with grey iron hair And hunched back Looking like some Gargoyle Quasimodo And the younger of the two Also with sunglasses and long hair About the same age as the Mercedes driver And both scavengers gazing down As from a great distance At the cool couple As if they were watching some odorless TV ad In which everything is possible And the very red light for an instant Holding all four close together As if anything at all were possible Between them Across that great gulf In the high seas Of this democracy
Πηγή φωτογραφίας: http://www.timesonline.co.uk/tol/news/world/asia/article4614897.ece

25 δεκέμβρη 2009. το νεκρό παιδί

Il fanciullo morto Sera luminosa, nel fosso cresce l'acqua, una donna incinta cammina per il campo. Io ti ricordo, Narciso, avevi il colore della sera, quando le campane suonano a morto [PIER PAOLO PASOLINI] Για τα ανώνυμα ή κατά τύχη επώνυμα τσιγγανάκια /παιδιά που δεν θα διαδηλώσουμε για χάρη τους, σε καμιά γλώσσα και σε κανένα τόπο Ένα παιδί έχασε τη ζωή του στο ΧΥΤΑ Άνω Λιοσίων tvxs 22:00 - Δευ 28/12/2009 , Παναγιώτης Κωνσταντίνου
Ένα ακόμη παιδί έχασε τη ζωή του στη χωματερή των Άνω Λιοσίων, όταν καταπλακώθηκε από τις μπουλντόζες, στην προσπάθεια του να συλλέξει τα «πολύτιμα» αντικείμενα του, καθώς στο δικό του κόσμο τα σκουπίδια μας αποκτούν αξία. Οι εργαζόμενοι στις χωματερές αδυνατούν να αντιδράσουν ή να «ελέγξουν» τους περίπου 100 αθίγγανους, οι οποίοι έχουν στήσει τα παραπήγματά τους εντός της χωματερής, συνεχίζοντας το θανατηφόρο «καγιάρι». Ο θάνατος του λιλιπούτειο «επαγγελματία» ρακοσυλλέκτη, δεν είναι το πρώτο περιστατικό. Ένα χρόνο πριν, τον Απρίλιο του 2008, μια 17χρονη κοπέλα Ρουμανικής καταγωγής και έγκυος στον έβδομο μήνα βρήκε τραγικό θάνατο όταν καταπλακώθηκε από φορτηγό στο ΧΥΤΑ Άνω Λιοσίων, την ώρα που έψαχνε μέσα στα σκουπίδια. «Αυτά είναι τα περιστατικά που καταγράφονται και δημοσιοποιούνται. Υπάρχουν και άνθρωποι, οι οποίοι καταπλακώνονται και δεν τους αναζητάει κανείς. Το παιδάκι το αναζήτησαν και το βρήκαν. Τα περιστατικά μπορεί να είναι πολύ περισσότερα», δηλώνει ο Κώστας Φωτεινάκης πρόεδρος του Οικολογικού και Πολιτιστικού Συλλόγου του Χαϊδαρίου, στην ιστοσελίδα του οποίου δημοσιεύθηκε, για πρώτη φορά, ο θάνατος του μικρού παιδιού, την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου. Μια περιουσία στα σκουπίδια Οι ρακοσυλλέκτες, χαμένοι μέσα σε λόφους σκουπιδιών, αναζητούν αντικείμενα αξίας (σίδερα, λάστιχα, ρούχα κ.α), τα οποία θα μπορέσουν στη συνέχεια να πουλήσουν σε υπαίθριες αγορές. Αυτό όμως που σοκάρει ακόμη περισσότερο, είναι ότι στα ευρήματα τους περιλαμβάνονται και προϊόντα, τα οποία προορίζονται για την σίτισή τους όπως ληγμένα γάλατα, σοκολάτες κ.α. Χαρακτηριστικά, το 1995, ένα μικρό παιδί έχασε τη ζωή του όταν έφαγε μια σοκολάτα, λάφυρο από το «ρεσάλτο» στους σορούς απορριμμάτων. «Συλλέγουν τα πάντα, από φάρμακα και ληγμένα γάλατα και τσιγάρα. Από αυτό ζουν και βγάζουν το ψωμί τους», σημειώνει ο κ. Φωτεινάκης και προσθέτει: «Δεν υπάρχει κανένας έλεγχος. Ούτε ποιος μπαίνει, ούτε τι φέρνει. Πριν από ένα μήνα απορριμματοφόρο του δήμου Ασπροπύργου μετέφερε ραδιενεργά απόβλητα», τονίζει ο κ. Φωτεινάκης. Όπως μας ενημέρωσε ο κ. Φωτεινάκης, η αστυνομία διεξάγει έρευνα για την υπόθεση του θανάτου του μικρού παιδιού στις 25 Δεκεμβρίου, ωστόσο εκφράζει τις αμφιβολίες του για τα αποτελέσματα που θα προκύψουν.
* «Καγιάρι» στη γλώσσα των τσιγγάνων αποκαλείται αυτή η δράση τους στις χωματερές για να βρουν αντικείμενα με αξία

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Gregory Colbert: Ashes and Snow

Canadian-born artist Gregory Colbert began his career in Paris making documentary films about social issues. Filmmaking led to his work as a fine arts photographer, and the first public exhibition of his work was held in 1992 at the Musée de l’Elysée in Switzerland. For the next ten years, Colbert showed no films and exhibited none of his art. Instead, he travelled to such places as India, Burma, Sri Lanka, Egypt, Dominica, Ethiopia, Kenya, Tonga, Namibia, and Antarctica to film and photograph wondrous interactions between human beings and animals. In 2002, he launched the Ashes and Snow exhibition in Italy at the Venice Arsenale, a 125,000-square-foot shipyard owned by the Italian navy. Built in 1104, the Arsenale was originally used to construct and launch boats to sea via the Venetian canals. Ashes and Snow was the largest solo exhibition ever mounted in Italy. The interior architecture of the Arsenale provided an ideal setting for the exhibition, and served as the model for the Nomadic Museum, which debuted with the opening of Ashes and Snow in New York City in March 2005. The museum then travelled to Santa Monica in January 2006, Tokyo in March 2007, and Mexico City in January 2008. Ashes and Snow will continue its global journey indefinitely.

More than 10 million people have attended the show since its debut in Venice, Italy. The project has been embraced by visitors around the world, and inspired such critical responses as “A new master is born,” (Photo magazine) and, “The power of the images... is eternal and sacred, ” (Architectural Digest). Colbert continues his expeditions and the development of Ashes and Snow. “In exploring the shared language and poetic sensibilities of all animals, I am working towards rediscovering the common ground that once existed when people lived in harmony with animals. The images depict a world that is without beginning or end, here or there, past or present.” — Gregory Colbert, Creator of Ashes and Snow
http://www.ashesandsnow.org/
Πηγές εικόνων:

άλλες εποχές

Για τη Μαρία, που πριν ένα χρόνο μού έγραψε ότι
“Ωρες ώρες νομίζω ότι δεν ζω σε αυτό το μέρος και ότι είναι εικόνες από άλλες πόλεις, άλλες εποχές, άλλα πολιτεύματα […] Είναι σαν κάποιος να έσπασε την γυάλινη σφαίρα που ζούσα [και] να με πέταξε γυμνή στον κόσμο”
Πηγές εικόνων:
Gregory Colbert: Ashes and Snow
http://www.flickr.com/photos/21107334@N06/2073488144/
http://www.flickr.com/photos/21107334@N06/2073489406/ http://www.flickr.com/photos/21107334@N06/2072700687/ http://www.flickr.com/photos/21107334@N06/2073487794/
Δεκέμβριος 2008
http://www.flickr.com/photos/ftppfm/3132589125/in/pool-992961@N22
http://www.flickr.com/photos/murplejane/3096660916/in/set-72157610971878278/
http://www.flickr.com/photos/photostigmes/3100257085/in/pool-992961@N22

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Στην Κανονικότητα της Εξαίρεσης: Έννομη Βία, «Έκτακτες Περιστάσεις», Απόβλητες Ζωές

της Βάιας Καλτή*
Ξεκινώντας για την αναζήτηση της ζωής στην εφαρμογή των σύγχρονων ποινικών πρακτικών, η σκέψη οδηγείται στην, τόσο συχνά αναφερόμενη τελευταία, όγδοη θέση για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας του Benjamin, όπου αναφέρει ότι «η “κατάσταση εκτάκτου ανάγκης” στην οποία ζούμε δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας» (Benjamin 1968:257). Το δόγμα της μηδενικής ανοχής -το οποίο έχει επιλεγεί από μια πλειάδα Ευρωπαϊκών και Αμερικανικών κρατών ως η πιο ενδεδειγμένη και αποτελεσματικότερη μορφή ποινικού ελέγχου- καθώς και η μεγαλόσχημη παραγωγή λόγων περί τάξης και ασφάλειας, ασύμμετρων απειλών και διαρκών κινδύνων και η εντατική καλλιέργεια αισθημάτων φόβου και αβεβαιότητας, σκιαγραφούν ένα σκηνικό το οποίο κραυγάζει την «εξαιρετικότητα της κατάστασής του» μέσα από τη αδιάλειπτη παρουσία του. Μιλάμε λοιπόν, για μια εξαίρεση ασυνεπή ως προς την προσωρινότητα του χαρακτήρα της, μιας και είναι πανταχού παρούσα, απτή μέσω των αισθήσεων μα ανείπωτη, μη καθομολογημένη ως τέτοια, και για «μηχανισμούς αντιμετώπισης» αυτής της «έκτακτης ανάγκης», που διασαλεύει μόνιμα την κανονικότητα του κοινωνικοπολιτικού πεδίου. Όταν λοιπόν, η εξαίρεση τείνει να γίνει ή γίνεται ο κανόνας, σε τι κατάσταση περιέρχεται το δίκαιο και πως ορίζεται η σχέση του με τη ζωή; Η εργασία αναπτύσσεται σε τέσσερα μέρη. Το πρώτο μέρος, αναφέρεται στη διάκριση που εισήγαγε ο Walter Benjamin στο δοκίμιό του Για μια Κριτική της Βίας ([1921]2002) ανάμεσα σε βία που θεσπίζει και βία που συντηρεί το δίκαιο. Μέσα από το παράδειγμα της αστυνομίας προσεγγίζεται η απειλητική, ως προς τις τάξεις του δικαίου, έννομη βία την οποία ο συγκεκριμένος κρατικός μηχανισμός διαθέτει και θέτει σε κίνηση. Στο δεύτερο και τρίτο μέρος, όπου οι αναφορές εστιάζουν στην πολιτική της μηδενικής ανοχής, αναδεικνύονται οι εκτός δικαίου εκφερόμενες πρακτικές «πρόληψης και καταστολής» του εγκλήματος, η συνάρθρωσή τους με το αίτημα για «τάξη και ασφάλεια» και τις πολιτικές κουλτούρες «φόβου και τρωτότητας» γύρω από τις οποίες αναπτύσσεται και ενισχύεται η εφαρμογή αυτής της πολιτικής. Μέσα από την «εντατική καλλιέργεια» των δύο προαναφερθέντων σημείων επικυρώνεται η ανελαστική διαχείριση της μικροπαραβατικότητας, ο διαχωρισμός και η απορριματοποίηση των ανεπιθύμητων ή περιττών, για την εθνική και οικονομική τάξη, στοιχείων, η διαχείριση και πειθάρχηση των του «υγιούς κοινωνικού σώματος» (όπως αυτό παράγεται από το διαχωρισμό), ενώ παράλληλα οι επιλεγόμενες τεχνικές αναδύονται ως αναγκαία και επιτακτική συνθήκη αντιμετώπισης μιας πανταχού παρούσας «κατάστασης εξαίρεσης». Στο τέταρτο μέρος λοιπόν, όπου η κανονικότητα της εξαίρεσης συναντά την υλοποίησή της επιχειρείται μια ανάλυση των «σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης» και του «μεταναστευτικού βιοπολιτκού σώματος». 1. Για την έννομη βία Επέλεξα να θέσω ως θεωρητική εκκίνηση το έργο του Walter Benjamin Για μια Κριτική της Βίας (2002 [1921]), όπου πραγματεύεται το ζήτημα της βίας στη βάση της σχέσης του με το δίκαιο και τη δικαιοσύνη. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ σε ολόκληρο το επιχείρημα που αρθρώνει ο Benjamin στο συγκεκριμένο έργο. Θα περιοριστώ στο δανεισμό μόνο κάποιων κεντρικών σημείων που βοηθούν την εξέταση του ζητήματος της έννομης βίας και των τρόπων που σχετίζεται με το δίκαιο. Ο Benjamin μεταχειρίζεται το θετικοδικαιικό κληροδότημα της βίας ως ιστορικό γεγονός προκειμένου να εξετάσει τη διεκδίκηση του μονοπωλίου της βίας από το δίκαιο. Τα παραδείγματα της απεργίας, του πολέμου, της θανατικής ποινής και της αστυνομίας αποτελούν τα σημεία εκκίνησης γύρω από τα οποία εκτυλίσσεται το επιχείρημα της απειλητικής ως προς το δίκαιο έννομης βίας, μέσω των δύο λειτουργιών της: νομοθετική και συντηρητική. Από αυτό ακριβώς το σημείο θα ήθελα κι εγώ να ξεκινήσω την περιήγησή μου στις «τάξεις» του δικαίου. Τι σημαίνει λοιπόν, για το δίκαιο, το μονοπώλιο της βίας; Ο Benjamin σημειώνει ότι «η βία, όταν δεν βρίσκεται στα χέρια του εκάστοτε δικαίου, απειλεί το ίδιο το δίκαιο, όχι λόγω των σκοπών τους οποίους τυχόν επιδιώκει, αλλά λόγω της εκτός δικαίου γυμνής ύπαρξής της» (ό.π.:9). Το δίκαιο χρειάζεται το μονοπώλιο της βίας, επειδή με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά επιβάλλει εαυτόν και επιπρόσθετα, συντηρείται. Επιβάλλει και επικυρώνει την εξουσία του. Θεσπίζει τη βία του προεξοφλώντας την αναγνώρισή της ως νομιμοποιημένη. Το μονοπώλιο της βίας εγγυάται την εξουσία του να ορίζει τη νόμιμη και την παράνομη βία και οι νομιμοποιημένες μορφές βίας να αξιώνουν μοναδική επικύρωση στις τάξεις του. Το κράτος ως κυρίαρχος πολιτικός οργανισμός αξιώνει το μονοπώλιο της νομιμοποιημένης βίας για την επιβολή της τάξης του, γράφει ο Max Weber (2005[1978]). Εάν η βία του κράτους συνιστά τη μόνη νόμιμη βία, οι άλλες εκφράσεις και πρακτικές εκτός της «επικράτειάς» της, καθίστανται παράνομες. Με αυτό τον τρόπο αναδύεται η νομιμότητα ως το αποτέλεσμα των πρακτικών του κράτους (Das & Poole ό.π.:7) και ορίζεται το πεδίο της έννομης δράσης. Οποιαδήποτε άλλη μορφή βίας η οποία αντιτίθεται στους κρατικούς μηχανισμούς ή τους κανόνες δικαίου, αδυνατεί να προσεταιριστεί τη νομιμότητα, «αποσπώντας» ουσιαστικά την ιδιότητα του παρανόμου ή του ανόμου. Στην παραγωγή του περιθωριακού χώρου, του εξωδικαιικού, εξυπηρετείται τόσο η εφαρμογή του δικαίου όσο και η επιβεβαίωση της ισχύος του να ορίζει και να οικειοποιείται αυτό που του «διαφεύγει». Πέρα όμως από την εξωδικαιική απειλή το δίκαιο φέρεται να απειλείται και «εκ των έσω». Εμφανίζεται μια έννομη βία, δηλαδή, η κατοχή μιας βίας την οποία το δίκαιο έχει επιτρέψει ή έχει παραχωρήσει, η λειτουργία της οποίας απειλεί το απόλυτο της κυριαρχίας του. Η συντηρητική λειτουργία της έννομης βίας αναφέρεται στη «χρήση βίας ως μέσο προς έννομους σκοπούς» (Benjamin ό.π.:12), όπως για παράδειγμα, η πειθάρχηση των πολιτών στους νόμους, διασφαλίζοντας την εφαρμογή και τη συντήρηση του υπάρχοντος δικαίου. Η νομοθετική της λειτουργία έχει τη δυνατότητα, «είναι σε θέση να μετασχηματίσει ή να θεμελιώσει νομικές συνθήκες, όσο κι αν θίγεται το περί δικαίου αίσθημα μ’ αυτήν» (ό.π.:11). Η έννομη τάξη και το κράτος, «ως νόμος στην πλήρη ισχύ του» (Derrida 1992: 34) φοβούνται τη νομοθετική βία, τη βία που θεσπίζει δίκαιο, που έχει το δικαίωμα και τη δύναμη να το παράγει, επειδή αυτή η βία ανήκει εκ προοιμίου στις τάξεις του δικαίου, είναι νομιμοποιημένη και νομιμοποιητική. Ο Benjamin επικαλείται το παράδειγμα της αστυνομίας στην προσπάθειά του να αποδείξει τη διπλή ιδιότητα της βίας ως νομοθετική και συντηρητική. Η αστυνομία είναι το σώμα που δημιουργήθηκε στη βάση διατήρησης του Νόμου, της έννομης τάξης. Αναφέρεται όμως χαρακτηριστικά στο γεγονός ότι στις περιπτώσεις όπου «δεν υφίσταται σαφής νομική κατάσταση» (Benjamin ό.π.:15) -και απαιτείται η επίτευξη σκοπών οι οποίοι απέχουν από τη νομιμότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παύουν να είναι επιθυμητοί από το κράτος
[1]- η αστυνομία είναι αυτή που δύναται να εφαρμόσει πρακτικές, κατά τη διαδικασία επιβολής και διατήρησης του Νόμου, οι οποίες δικαιολογούνται/νομιμοποιούνται στη βάση της διασφάλισης της έννομης τάξης. Οι σκοποί βέβαια της αστυνομικής εξουσίας δεν ταυτίζονται ούτε συμπίπτουν απαραίτητα με αυτούς του δικαίου. Είναι πιθανό το κράτος να μη δύναται να επιτύχει τους εμπειρικούς σκοπούς που επιθυμεί μέσω της υπάρχουσας έννομης τάξης και ως εκ τούτου να απευθύνεται στη νομοθετική, σύμφωνα με τον Benjamin, δυνατότητα της αστυνομίας, μέσω της έκδοση διαταγμάτων τα οποία αξιώνουν νομική ισχύ (ό.π.:15). «Η εξέταση του θεσμού της αστυνομίας δεν καταλήγει σε τίποτα ουσιαστικό» (ό.π.:16), γράφει. Η εξουσία της είναι άμορφη. Η διάχυτη όμως, και φασματική παρουσία της στη ζωή των δημοκρατικών κρατών «μαρτυρά το μέγιστο εκφυλισμό της βίας που μπορεί να συλλάβει κανείς» (ό.π.:16). Η καταδιωκτική δύναμη του δικαίου ενσαρκώνεται στο σώμα της αστυνομίας, το οποίο επενδύεται με μια άμορφη κυνηγετική εξουσία (Aretxaga 2003:406). Η αστυνομία είναι παρούσα ακόμη και εκεί όπου δεν πραγματώνεται μέσω της φυσικής της παρουσίας, λόγω της Ισχύος του Νόμου. «Είναι παρούσα, μερικές φορές αόρατη μα πάντοτε αποτελεσματική, οπουδήποτε υπάρχει διαφύλαξη της έννομης τάξης» (Derrida ό.π.:44). Ενυπάρχει επομένως εδώ μια βία άμορφη, απρόσωπη, άπιαστη μα παρ’ όλα αυτά, διαπεραστική και αποτελεσματική. Το πρόβλημα όμως, έγκειται στην ενοποίηση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. «Υπάρχει κάτι σάπιο στην καρδιά του δικαίου», γράφει ο Benjamin (ό.π.:14). Αυτή η σύζευξη των δύο εξουσιών ενυπάρχει στη βασιλεία και όχι στη δημοκρατία, εάν τουλάχιστον επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται ως τέτοια. Το πνεύμα της αστυνομίας (όπως ο Derrida τη χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων) δε συνάδει με τη δημοκρατία. Δε συνάδει με την εκτός νόμου νομο-ποιητική δυνατότητα της αστυνομίας (κινούμενοι πάντοτε στη βάση της διάκρισης των δύο εξουσιών). Και αυτή ακριβώς η δυνατότητα, της αστυνομίας και της κρατικής εξουσίας που εκφράζεται μέσα από αυτό το θεσμό, συνιστά απειλή για το δίκαιο, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος αυτού που ο Agamben ανέδειξε ως ισχύ άνευ του νόμου (Agamben [2003]2007:59-72). «Η δημοκρατία μετατρέπεται από κοινοβουλευτική σε κυβερνητική» σημειώνει ο Agamben και παραθέτει τα λόγια του Fresa˙ «το διάταγμα-νόμος από ένα κατά παρέκκλιση και κατ’ εξαίρεση εργαλείο στην παραγωγή νόμων έχει μετατραπεί σε κοινή πηγή δικαίου»(ό.π.:35). 2. Μηδενική ανοχή: «Τάξη και ασφάλεια» Αυτή η φασματική, πνευματική υπόσταση της αστυνομίας και η δυνατότητα της να νομο-θετεί στις παρυφές του Νόμου ή στους «κενούς χώρους» του, λαμβάνει μια πολύ δραματική υλικότητα στην εφαρμογή του μοντέλου της μηδενικής ανοχής. Στο έργο του Loϊc Wacquant Οι Φυλακές της Μιζέριας ([1999]2001) αποτυπώνεται η μετάβαση από την κοινωνική διαχείριση της φτώχειας στην ποινική της διαχείριση μέσω των μηχανισμών της αστυνομίας και των σωφρονιστικών θεσμών. Ένα μέρος της ανάλυσης αφιερώνεται στην θεωρητική - «επιστημονική» τεκμηρίωση αυτής της πολιτικής διαχείρισης. Αναφέρεται στο Ινστιτούτο του Μανχάτταν ως το «εργοτάξιο ιδεών» της νέας Αμερικανικής Δεξιάς, το οποίο ανέδειξε την «ιερότητα των δημοσίων χώρων» σε αναγκαία συνθήκη της ζωής στην πόλη έναντι της «αταξίας» την οποία επιθυμούν και προάγουν οι ενδεείς τάξεις (Wacquant ό.π.:29). Το Ινστιτούτο του Μανχάτταν οικειοποιείται και προωθεί περαιτέρω τη θεωρία του «σπασμένου παραθύρου», την οποία διατύπωσαν οι James Q. Wilson και George Keeling ήδη το 1982. Πεποίθηση των συγγραφέων εδώ, και πηγή έμπνευσης και τεκμηρίωσης της αναδιοργάνωσης του έργου της αστυνόμευσης στην πόλη της Νέας Υόρκης, είναι ότι «οι μεγάλες εγκληματικές παθολογίες μπορούν να αναχαιτισθούν μόνο εάν καταπολεμηθούν βήμα βήμα οι μικρές καθημερινές αταξίες» (ό.π.:30). Ως στόχος του έργου της αστυνομίας περιγράφεται η «προστασία» των μεσαίων και ανώτερων τάξεων και η «αφαίρεση» των στοιχείων που «μολύνουν και ενοχλούν» από τον ορατό δημόσιο χώρο. Ο Wacquant σημειώνει ότι επρόκειτο ουσιαστικά για την «παραχώρηση στις δυνάμεις διατήρησης της δημόσιας τάξης της εν λευκώ υπογραφής να καταδιώκουν με δριμύτητα τη χαμηλή παραβατικότητα και να εξωθούν τους ζητιάνους και τους άστεγους προς τα υποβαθμισμένα προάστια» (ό.π.:30). Με την πολιτική της μηδενικής ανοχής ανατίθεται με έναν τρόπο στις αστυνομικές δυνάμεις η αντιμετώπιση καίριων και δυσεπίλυτων κοινωνικών ζητημάτων, όπως αυτό των ναρκωτικών, της φτώχειας, της μετανάστευσης. «[Η] νέα αστυνομική και ποινική αυστηρότητα, αναγγέλλεται ταυτόχρονα, ως αναπόφευκτη, επείγουσα και ευεργετική» (ό.π.:81). Συνιστά ουσιαστικά μια επανατοποθέτηση των κοινωνικών προβλημάτων με όρους ασφάλειας. Στην υποχώρηση του Κράτους Πρόνοιας και την εγκατάλειψη του ιδεώδους της κοινωνικής αποκατάστασης αναφύονται οι σύγχρονες ποινικές πρακτικές οι οποίες στόχο έχουν την επιτήρηση και την καθυπόταξη, την απομόνωση και απομάκρυνση των «επικίνδυνων στοιχείων», την πειθάρχηση ή το αποδιωγμό των ανυπότακτων ή περιττών, για τη νέα οικονομική και εθνική τάξη, πληθυσμών. Ο Wacquant υποστηρίζει ότι η άνοδος του ποινικού κράτους έναντι του προνοιακού «αντανακλά την εφαρμογή μιας πολιτικής για την εγκληματοποίηση της εξαθλίωσης, η οποία αποτελεί απαραίτητο συμπλήρωμα για την επιβολή της προσωρινής και υποαμοιβόμενης απασχόλησης ως υποχρέωσης του πολίτη, όπως επίσης για την επιβολή του αναπροσανατολισμού των κοινωνικών προγραμμάτων προς μία κατεύθυνση περιοριστική, και συνακόλουθα, τιμωρητική» (ό.π.:121, έμφαση στο πρωτότυπο). Η πολιτική αυτή επιτάσσει την κατασταλτική, αλλά και προληπτική διαχείριση των όποιων στοιχείων διαταράσσουν την «ομαλή λειτουργία» της κοινωνίας. Και οι δύο αυτοί όροι παραπέμπουν στην ιατρική, και όχι άστοχα. Αν η μετανάστευση ή η φτώχεια αναπαρίστανται ως καρκινώματα ή «εκφύονται» ως ανεξέλεγκτοι ιοί, η λογική επιτάσσει την εξεύρεση τρόπων να προληφθούν αυτές οι παρενέργειες και να αποφευχθούν οι «μεταστάσεις» στο «υγιές κοινωνικό σώμα». Ή ακόμη, αν η πρόληψη δεν είναι αρκετή, αν η «ζώνη άμυνας» που σχηματίζεται μέσω εγκλεισμών, αποκλεισμών και στοχοποιήσεων δεν επαρκεί, τότε θα πρέπει να κατασταλούν «τα συμπτώματα της ασθένειας». Να εντοπιστούν, να καταπολεμηθούν, να αφαιρεθούν τα νοσούντα, τα μολυσμένα και δυνάμει μολυσματικά μέρη του οργανισμού. Αν μη τι άλλο, αυτοί οι όροι καθώς και η πρακτική έκφρασή τους παραπέμπουν στη βιολογικοποίηση του κοινωνικού ή καλύτερα, στη μετεγγραφή του βιολογικού στο πολιτικό (Foucault [1997]2002). Δεν είναι τυχαία η έμφαση που δίνεται στην καθαριότητα και την αποστείρωση. Το δόγμα της μηδενικής ανοχής πραγματώνει την υπόσχεση μιας πλειάδας καθαριστικών: κάνει την ανεπιθύμητη βρωμιά αόρατη. «Σκουπίζοντας» τους δρόμους, τις πλατείες, τα παγκάκια, τους σταθμούς από τους μετανάστες, τους χρήστες ναρκωτικών, τους επαίτες, τους άστεγους άλλοτε στοιβάζοντάς τους σε κρατητήρια και φυλακές ή «κέντρα υποδοχής μεταναστών» και άλλοτε εξωθώντας τους στις παρακείμενες υποβαθμισμένες γειτονιές, κατορθώνουν πράγματι να «καθαρίσουν» το χώρο προσφέροντας ένα απατηλό αστραφτερό αποτέλεσμα. Ό,τι δεν βλέπουμε δεν υπάρχει. Και αν υπάρχει δεν θέλουμε να το βλέπουμε. Αποστροφή του βλέμματος, επιθυμία άγνοιας, εφησυχασμός των αισθήσεων και των συνειδήσεων. Αν κάποιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο συνίσταται στη «διάνοιξη» του χώρου κυκλοφορίας εμπορευμάτων και καταναλωτών στο κέντρο της πόλης αποβάλλοντας από το οπτικό πεδίο, καθιστώντας αόρατες, τις όποιες «ενοχλητικές» κοινωνικές ομάδες. Στο κυνήγι της βρωμιάς αναζητούμε τρόπους αναδιοργάνωσης του περιβάλλοντός μας με θετικό τρόπο, υποστηρίζει η Mary Douglas στο Καθαρότητα και Κίνδυνος ([1966]2006). Συνδέοντας την ακαθαρσία με την αταξία ανασύρει και τις δύο έννοιες ως σύμβολα κινδύνου και δύναμης, όπου μέσα ανακινείται το άπειρο των πιθανοτήτων, το απεριόριστο των δυνατοτήτων, το χάος. Έτσι λοιπόν, η τάξη εγκαλείται υποσχόμενη τον περιορισμό. «Η τάξη εκπροσωπεί τα όρια και το πεπερασμένο», γράφει ο Bauman. «Σε έναν τακτό (ιεραρχημένο) χώρο δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα το οποιοδήποτε συμβάν» (Bauman [2004]2005:55, έμφαση στο πρωτότυπο). Έτσι λοιπόν, οι επιχειρήσεις «σκούπα» της αστυνομίας επιτελούν δύο στόχους. Από τη μια, αναδιοργανώνουν το δημόσιο χώρο θέτοντας όρια στην κυκλοφορία, ονοματίζουν χώρους και επιθυμητές λειτουργίες, ταξινομούν το χωροταξικό σχέδιο ανάλογα με το που μπορεί να βρίσκεται και να δρα ο οποιοσδήποτε αποστερώντας ή απλώς αναστέλλοντας επί του παρόντος τη δυνατότητα έκφρασης «απεριόριστων», «ανεξέλεγκτων», «απρόβλεπτων» ενεργειών. Από την άλλη, επιτελείται η διαδικασία του διαχωρισμού και της απορριμματοποίησης. Ορίζεται το ανεπιθύμητο, το περιττό, το ρυπαρό ενδύεται τις μυστηριώδεις, απωθητικές, σκοτεινές του ιδιότητες, διαχωρίζεται και αποβάλλεται από το σύνολο του οποίου μέχρι πριν αποτελούσε μέρος. «Η πράξη της δημιουργίας», γράφει ο Bauman, «φθάνει στην κορύφωση, την τελείωση και την πραγματική εκπλήρωσή της με την πράξη του διαχωρισμού και της αποκομιδής των απορριμμάτων» (ό.π.:44). Οι προληπτικές μέθοδοι αστυνόμευσης και «η τακτοποίηση του δημόσιου χώρου» κατευθύνονται και προς την προοπτική της αποθάρρυνσης, έως και απαγόρευσης της κυκλοφορίας σε συγκεκριμένους χώρους, όπως μια πλατεία ή η περιοχή των Εξαρχείων, στο παράδειγμα της Αθήνας. Οι προσαγωγές και η εξακρίβωση στοιχείων αποτελούν μια καθημερινότητα για τους «θαμώνες» των πλατειών, των πάρκων και των πεζόδρομων, οι οποίοι έχουν το θράσος να βεβηλώνουν με την παρουσία τους χώρους που αφιερώνονται πλέον στο εμπόρευμα, το θέαμα ή την απλή «οπτική απόλαυση» και σίγουρα δεν προσφέρονται για την απόσπαση άλλων χρήσεων από αυτούς. Η «ιερότητα των δημόσιων χώρων», στην οποία αναφέρεται και ο Wacquant (ό.π.:29), απαιτεί την απόσταση, το θαυμασμό, τη λατρεία ακόμη, όχι όμως την εγγύτητα, την οικειοποίηση ή τη χρηστική αξιοποίησή τους. Το σκηνικό της «εμμονής με την καθαριότητα», την προληπτική και κατασταλτική τακτοποίηση του κοινωνικού έρχονται να συμπληρώσουν οι παρακολουθήσεις παντός τύπου και η ηλεκτρονική επιτήρηση, προσθέτοντας μια τεχνολογική νότα στις παραδοσιακές αν και εντατικοποιημένες μεθόδους της «διαφύλαξης και διασφάλισης της τάξης». Η στόχευση της πολιτικής της μηδενικής ανοχής απευθύνεται στο υποπρολεταριάτο, τονίζει ο Wacquant, στους «ανθρώπους των φαναριών», στα «βαποράκια», στις πόρνες, στους αλήτες, στους ζητιάνους, στους «γκραφιτάδες» (ό.π.:32). Και για την ελληνική περίπτωση, σε αυτό τον κατάλογο προστίθενται οι «λαθρομετανάστες» και τα μέλη του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού, αλλά και του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς. Η πολιτική αυτή στοχοποιεί κοινωνικές ομάδες και όχι μεμονωμένα άτομα, ανεξαρτήτως του αν διέπραξαν ή όχι κάποια παράβαση. Οι δράσεις και οι στόχοι της αστυνομίας φαίνεται να απομακρύνονται και να αυτονομούνται από τις ανάγκες που επιτάσσουν οι δικονομικοί θεσμοί εστιάζοντας στις λειτουργίες ελέγχου της εγκληματικότητας, όπως η κυβερνητική πολιτική μπορεί να την ορίζει, να τη φαντασιώνει και να την «κυνηγά». Άλλωστε η πρόληψη κινείται στη βάση του αποκλεισμού της πιθανότητας, στο πεδίο του φαντασιακού και του «δυνάμει εγκληματικού», υπερβαίνοντας νομικούς ορισμούς και συνταγματικές αρχές. Εντοπίζεται κατ’ ουσία, μια «τάση διεύρυνσης του κύκλου της αστυνομικής δικαιοδοσίας σε βάρος της εισαγγελικής και της δικαστικής» (Παρασκευόπουλος 2003:41). Παραγκωνίζοντας ή και εκτοπίζοντας τις νομοθετικές λειτουργίες αναδεικνύεται η διοικητική διαχείριση της καταστολής του εγκλήματος, αναιρείται η αρχή της αναλογίας ευθύνης και κύρωσης και η αστυνόμευση τείνει να γίνει αυτοσκοπός. Στοχοποιούνται πλέον οι πλειοψηφίες και φαίνεται να μεταβαίνουμε από την έννοια του κατηγορούμενου, ως αυτού που εμπλέκεται στους ποινικούς μηχανισμούς και του καταλογίζεται η ευθύνη για την τέλεση μιας εξατομικευμένης εγκληματικής πράξης, στην έννοια του υπόπτου εν γένει (Παρασκευόπουλος 2003). Ο Παρασκευόπουλος αναφερόμενος στη φάση της “ύστερης νεωτερικότητας” διακρίνει μια στροφή, μια παλινδρόμηση, όπου «ένα μέρος του ποινικού ελέγχου φαίνεται και πάλι να ασκείται απροϋπόθετα και εκτός δικαίου» (Παρασκευόπουλος 2006:39). 3. Πολιτικές κουλτούρες φόβου και τρωτότητας Βάση αυτής της πολιτικής συνιστά το κοινωνικά διατυπωμένο αίτημα για «τάξη και ασφάλεια» από το οποίο τροφοδοτείται και το ανατροφοδοτεί με τη σειρά της. Με την ανάδειξη των ζητημάτων της τρομοκρατίας, της βίας των πόλεων και της μετανάστευσης σε κύρια προβλήματα της παγκόσμιας ασφάλειας, καλλιεργούνται περαιτέρω τα αισθήματα φόβου και τρωτότητας στο εσωτερικό των κοινωνιών. Ιδιαίτερα στον τομέα της τρομοκρατίας η φαντασία έχει εμπλακεί πολύ έντονα (Aretxaga 2000). Τα όρια μεταξύ φανταστικού και πραγματικού έχουν γίνει θολά. Αυτό το αδιαχώριστο, αυτή η αδυναμία διάκρισης δημιουργεί πολιτικές κουλτούρες αβεβαιότητας και φόβου (Aretxaga 2003:402). Υπάρχει από τη μια, ο φόβος για το άγνωστο, για μια απειλή η οποία αιωρείται πάνω από τα «πρωτοκοσμικά κεφάλια» στην οποία αποδίδονται τα στοιχεία της «παράλογης» και αμετροεπούς βίας, του ανεξέλεγκτου και σχεδόν μοιραίου χαρακτήρα της, στοιχειώνοντας το πραγματικό και την καθημερινότητα. Από την άλλη, εμφανίζεται ο φόβος των κρατικών υπαλλήλων για την τρομοκρατία, όπου φτάνουν να υιοθετούν τις πρακτικές των εχθρών τους προκειμένου να ιδιοποιηθούν τη δύναμη που τους αποδίδουν. Η Aretxaga αναφέρεται σε αυτό το σχήμα αποδίδοντάς το ως παρανοϊκή δυναμική του αντικατοπτρισμού (ό.π.:402). Οι «παραστάσεις» του κράτους για τους «ανθρώπους που φοβάται» καθώς και οι παραστάσεις των «εκτός νόμου» για το κράτος, συγκροτούν μια φαντασιακή σχέση των δύο, με αποτέλεσμα την παραγωγή και αναπαραγωγή του κράτους ως αντικείμενο φόβου και προσκόλλησης, ταύτισης και άρνησης, ως υποκείμενο εξουσίας απατηλό, μη εντοπίσιμο, πανταχού παρόν, τρομακτικά δυνατό ή αδύναμο (ό.π.:399). Το σημείο όμως στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε είναι ότι στη βάση αυτής της φαντασιακής σχέσης κράτους και παρανόμου (πλασματικού ή πραγματικού), η βία των μηχανισμών ασφαλείας στρέφεται στο εσωτερικό ελέγχοντας τους ίδιους τους πολίτες, παραβιάζοντας τα δικαιώματά τους και επεκτείνοντας τον τρόμο σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Έχει ένα νόημα εδώ να παρατεθεί η σκέψη του Mikhail Bakhtin για τον «κοσμικό φόβο» (όπως την παραθέτει ο Bauman στο Σπαταλημένες Ζωές 2005:80-81)): “Η εικόνα του Θεού, ανώτατου άρχοντα του σύμπαντος και των κατοίκων του, διαμορφώνεται από το γνώριμο συναίσθημα του φόβου της τρωτότητας και του τρόμου μπροστά στην απροσπέλαστη και ανεπανόρθωτη αβεβαιότητα. […] Η θρησκεία αντλεί την εξουσία που έχει στις ψυχές των ανθρώπων κραδαίνοντας την υπόσχεση της ασφάλειας.[…] Στο εξής, οι άνθρωποι όφειλαν να είναι πειθήνιοι, υπάκουοι ενδοτικοί[…] Σε αντάλλαγμα για τις μέρες της συγκατάβασής τους, κέρδιζαν νύχτες απαλλαγμένες από εφιάλτες”. Στην παραγωγή «επίσημου φόβου»και την τροφοδότηση της τρωτότητας και της ανασφάλειας εντοπίζει ο Bauman την αποτελεσματικότητα της εξουσίας. Μέσα από την απαίτηση της πειθάρχησης και της καθυπόταξης στους νόμους επικυρώνει τη νομιμότητάς της η πολιτική εξουσία και επιστρέφει με την υπόσχεση της προστασίας από τις αιωρούμενες, ανυπότακτες (στη λογική και τον κανόνα) «απειλές», από την αμείωτη παρουσία των κινδύνων στο φαντασιακό, από τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις καταστρατήγησης της τάξης και χαοτικής επιθυμίας. Σε αυτό το σκηνικό εξαίρεση μοιάζει η επιβίωση και η ασφάλεια, και η αποφυγή των τυχαίων πληγμάτων έρχεται ως η επιβεβαίωση της αποτελεσματικότητας των μέτρων έκτακτης ανάγκης (ό.π.:85). Από τις πολιτικές κουλτούρες του φόβου και της τρωτότητας, της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας εκκινεί η καταδιωκτική δύναμη των κρατικών μηχανισμών κηρύσσοντας τον πόλεμο στην τρομοκρατία, τη βία «από όπου και αν προέρχεται» (sic) και το έγκλημα γενικά και αόριστα. Με προτάγματα του τύπου «είτε μαζί μας είτε εναντίον μας», όπως «εύγλωττα» διατυπώθηκε από τον George Bush Jr. μετά τις επιθέσεις στο World Trade Centre, αναδύεται κεντρικά η κατηγορική έννοια του «εσωτερικού εχθρού» και διατυπώνεται η απαίτηση μιας επίπλαστης κοινωνικής και εθνικής ενότητας. Εξαπολύεται ένα ανθρωποκυνηγητό όπου οι ύποπτοι μπορεί να προσάγονται ή να συλλαμβάνονται υπό τις γενικές επευφημίες και προς εφησυχασμό των «τίμιων» πολιτών και η όποια αντίδραση ή διαμαρτυρία προς αυτές τις πρακτικές να συνιστά συμπεριφορά επίσης ύποπτη, δυνάμει εγκληματική, ενισχυτική της «ανομίας» και του «χάους», αγγίζοντας τα όρια της «εθνικής προδοσίας». Ο Dario Melossi στο άρθρο του για τις «Ποινικές Πρακτικές και τη Διακυβέρνηση των Πληθυσμών στους Marx και Foucault»(2006) επισημαίνει ότι τη διαχείριση των ποινικών πρακτικών πρέπει να τη διαβάσουμε τόσο μέσα από την οπτική της “πολιτικής οικονομίας των ποινικών πρακτικών” όσο και μέσα από την επινόηση του Durkheim περί συμβολικής λειτουργίας της ποινής ως λόγου που απευθύνεται κυρίως στη συλλογική συνείδηση ”των τίμιων”(Durkheim 1893 & 1895, όπως αναφέρεται στο Melossi 2006:81).«Αυτή η διπλή διαχείριση», γράφει, «αυτή η χρήση μιας “κοινωνίας του φόβου”[…]περιέχει και τις δύο όψεις: συνολική διακυβέρνηση των πληθυσμών, είτε με την έννοια της άμεσης διαχείρισης ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τίμιων μέσα από το θέαμα της διαχείρισης των πρώτων»(Melossi ό.π.:82). Θα μπορούσαμε άραγε να μιλήσουμε για μια «διακυβέρνηση διαμέσου της εγκληματικότητας»(J. Simon 1997, όπως αναφέρεται στο Melossi 2006:83); Αν κάτι γίνεται σαφές σήμερα είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαρκή συνθήκη εκτάκτου ανάγκης, μια αδιάκοπη αίσθηση κρίσης στο κοινωνικό πεδίο, η οποία δεν παύει να είναι εξαιρετική μέσα στην επαναληψιμότητά της επιβάλλοντας και ενισχύοντας πολιτικές πρόληψης του εγκλήματος, κατάλυσης των δικαιωμάτων, αδιαφορίας ως προς τις συνταγματικές αρχές, αναστολής επ’ αόριστον των επιταγών του δικαίου. Μέσα σε αυτό το κλίμα οι κρατικοί μηχανισμοί διαφύλαξης και συντήρησης του δικαίου, όπως η αστυνομία, μεταχειρίζονται την έννομη βία που τους έχει αποδοθεί (για αυτό το σκοπό) και «εκτός πλαισίων». Η πολιτική της μηδενικής ανοχής δεν επιτρέπει απλά την εκτός νόμου λειτουργία των αστυνομικών υπαλλήλων, αλλά την επιτάσσει μέσω των «προληπτικών ενεργειών». Οι επιλεγόμενες πρακτικές μπορεί να μην πηγάζουν ή να μην επιζητούν δικαιολόγηση στις τάξεις του δικαίου, απομονώνοντας έτσι την «ισχύ του νόμου» από τον νόμο, διανοίγοντας ένα χώρο όπου η ισχύς νόμου, η οποία δηλώνει τον ακατάλυτο χαρακτήρα του νόμου, αποσπάται από αυτόν (Agamben 2007). «Καθίσταται προφανές» σημειώνει ο Agamben «ότι η βία που ασκείται στην κατάσταση εξαίρεσης δεν συντηρεί ούτε απλώς θέτει το δίκαιο, αλλά το συντηρεί αναστέλλοντάς το και το θέτει εξαιρούμενη αυτή καθαυτή από το δίκαιο» (Agamben 2005:109). 4. Η γυμνή ζωή στην κανονικότητα της εξαίρεσης: Στρατόπεδα συγκέντρωσης Μια βία για την οποία δε δύναται να υπάρξει κρίση, ένα δίκαιο υπό απροσδιόριστη αναστολή, μια κυβερνητική εξουσία η οποία μένει να λάβει την απόφαση. Πρόκειται για μια κατάσταση εξαίρεσης ή για μια εξαίρεση που έχει αναχθεί σε κανόνα; Η κατάσταση εξαίρεσης αναφέρεται από τη μια, στη λήψη έκτακτων μέτρων σε περιόδους πολιτικής κρίσης και ως τέτοια γίνονται αντιληπτά στο πολιτικό πεδίο όχι όμως και στο νομικό-συνταγματικό, περιερχόμενα έτσι σε μια παράδοξη κατάσταση όπου η κατάσταση εξαίρεσης παρουσιάζεται ως «η νόμιμη μορφή αυτού που δε δύναται να έχει νόμιμη μορφή» (Agamben 2007:12). Πρόκειται για μια πλασματική κατασκευή χάρη στην οποία η ανομία με τη μορφή της ισχύος του νόμου άνευ του νόμου, σχετίζεται ακόμη με την έννομη τάξη ενώ η εξουσία αναστολής του κανόνα επηρεάζει άμεσα τη ζωή (Agamben 2005:147). Τόσο η προσωρινότητα όμως, που προσιδιάζει στην κατάσταση εξαίρεσης, όσο και το έκτακτο των μέτρων που λαμβάνονται φαίνεται να έχουν απωλέσει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά τους παραπέμποντας σε μια σταθερή τεχνική διακυβέρνησης, στο κυρίαρχο παράδειγμα διακυβέρνησης στη σύγχρονη πολιτική. Τα λόγια του Benjamin ότι «η κατάσταση εξαίρεσης έγινε ο κανόνας» δεν αναδεικνύουν μονάχα τη μονιμότητα της έκτακτης συνθήκης, αλλά και τη φυσικοποίηση αυτής ως μια κανονικότητα εντός της έννομης τάξης. Η επέκταση των αρμοδιοτήτων της εκτελεστικής εξουσίας μέσω της έκδοσης διαταγμάτων και μέτρων σηματοδοτεί την προοδευτική διάβρωση των νομοθετικών εξουσιών του κοινοβουλίου, το οποίο συχνά περιορίζεται στην επικύρωση αυτών των μέτρων (Agamben 2007:20-21). Η συστηματικότητα και η τακτικότητα με την οποία εφαρμόζεται αυτή η πρακτική δεν είναι συμβατή με τα δημοκρατικά συντάγματα. Με αυτό τον τρόπο φτάνουμε στην κατάλυση της δημοκρατίας…προκειμένου να την «προστατέψουμε», επιχείρημα το οποίο επικαλούνται και οι δυνάμεις διατήρησης της τάξης στις περιπτώσεις παραβίασης δικαιωμάτων και θεσμών (που όλο και πληθαίνουν). Έτσι η γενίκευση του παραδείγματος της δημόσιας ασφάλειας ανάγεται σε κανονική τεχνική διακυβέρνησης εγείροντας σοβαρότατα ζητήματα για το κατά πόσο μια «προστατευόμενη δημοκρατία» είναι πράγματι δημοκρατία. «Η βιοπολιτική σημασία της κατάστασης εξαίρεσης ως αρχετυπικής δομής στην οποία το δίκαιο εμπερικλείει το έμβιο ον μέσω της ίδιας του της αναστολής» (ό.π.:15) αναδεικνύεται στις εντολές «επ’ αορίστου κράτησης» των υπόπτων για τρομοκρατικές ενέργειες, παρατεταμένων και αδικαιολόγητων κρατήσεων των μεταναστών στα κρατητήρια, στις μαζικές συλλήψεις των «παράνομων» εκ προοιμίου μεταναστών και προωθήσεις τους σε «ζώνες αναμονής» και «κέντρα υποδοχής» όπου «στρατοπεδεύουν» στο πεδίο μιας ασαφούς χρονικότητας. Μέσω τέτοιων και άλλων πρακτικών, το άτομο απογυμνώνεται από κάθε νομική υπόσταση, εγκαταλείπεται στο νόμο όταν ο ίδιος ο νόμος αποσύρεται. Δέσμια σε αυτή τη σχέση εγκατάλειψης βρίσκεται η γυμνή ζωή. Η γυμνή ζωή του homo sacer θεμελιώνει την πολιτική ύπαρξη μέσω του περιληπτικού αποκλεισμού της (esclusione inclusiva), και συνιστά τη ζωή εκείνη που «μπορεί να θανατωθεί ατιμωρητί, χωρίς ωστόσο να αποτελεί άξια θυσιαστήρια προσφορά» (Agamben [1995]2005:27-28). Ζωή φονεύσιμη και άθυτη. Η ζωή υποτάσσεται σε μια εξουσία θανάτου. Το σώμα αυτής δεν είναι παρά ένα αντικείμενο, αναλώσιμο και εξοντώσιμο, στη διάθεση μιας απόλυτης εξουσίας. «Στο φαντασιακό της κυριαρχίας» γράφει η Αθηνά Αθανασίου, «ο κοινωνικός θάνατος και η φυσική εξόντωση του Άλλου επιβάλλεται ως «νόμιμο» μέσο ενίσχυσης της ασφάλειας, της ευζωίας και της καθαρής ταυτότητας του πολιτικού σώματος, αυτού που απαρτίζεται από όσους αξίζει να ζουν» (Αθανασίου 2007:17). Η γυμνή ζωή αναφέρεται στην πολιτική πράξη της εξαίρεσης από το πολιτικό, απηχεί το όριο μεταξύ βίας και νόμου, σηματοδοτεί το μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου και το όριο ζωής και κυριαρχίας, κανόνα και εξαίρεσης, νόμου και παρα-νομίας (ό.π.:17). Η κατεξοχήν δομή όπου η κατάσταση εξαίρεσης υλοποιείται κανονικά, είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης (Agamben 2005:261). Στον ελλαδικό χώρο δυνητικά στρατόπεδα συναντάμε στα επονομαζόμενα «κέντρα υποδοχής μεταναστών», στις ζώνες αναμονής των διεθνών αερολιμένων, στους χώρους κράτησης των λιμανιών της χώρας. Στρατόπεδα γιατί προσιδιάζουν στο ρόλο, τη λειτουργία και τη λογική που γέννησε τα ναζιστικά στρατόπεδα. Στρατόπεδα γιατί στη συγκρότηση ενός φαινομενικά ανώδυνου τόπου οριοθετείται στην πραγματικότητα ένας χώρος όπου «η κανονική τάξη αναστέλλεται εκ των πραγμάτων και όπου το γεγονός πως διαπράττονται ή όχι φρικαλεότητες δεν εξαρτάται από το δίκαιο, αλλά μόνο από τον πολιτισμό και το ηθικό αίσθημα της αστυνομίας η οποία ενεργεί προσωρινά ως κυρίαρχη» (ό.π.:268). Στο πρόσωπο του μετανάστη συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά εκείνα που τον καθιστούν αντικείμενο διαχείρισης της αστυνομίας και «καταλληλότερο» έν-οικο τέτοιων δομών. Εκκινώντας από την άφιξή του στη «χώρα υποδοχής» ο μετανάστης είναι ήδη ποινικοποιημένος. Ο μετανάστης δεν είναι απλώς μετακινούμενος. Είναι παράνομος. Και ακριβώς αυτός ο προσδιορισμός ενοχοποιεί το άτομο αποδίδοντάς του την ευθύνη για την εξαθλιωτική συνθήκη που τον έθεσε σε κίνηση, αδιαφορώντας, υποκρύπτοντας και δρώντας αθωωτικά για το ιστορικό συγκείμενο που τους «γέννησε», αλλά και για τη συλλογική, κοινωνικοπολιτική και συστημική ευθύνη αυτών των παραγωγών. Επιπρόσθετα, αυτή η επιδιωκόμενη σύγχυση, η επιλεκτική άγνοια ή λήθη ενεργεί προς μία ακόμη κατεύθυνση. Απο-πολιτικοποιεί και απο-ιστορικοποιεί τη μετανάστευση με τέτοιο τρόπο, που πέραν της ιδιότητας του πολίτη, την οποία εκ των πραγμάτων στερούνται οι μετανάστες διασχίζοντας τα σύνορα μιας άλλης χώρας, αποσπώνται και από ένα πλήθος άλλων πολιτισμικών και ταυτοτικών χαρακτηριστικών, τα οποία τους συγκροτούν ως υποκειμενικότητες και μοναδικότητες στον ιστορικό χωροχρόνο. Απομένουν έτσι μια γυμνή ανθρωπινότητα ή απλώς μια βιολογική δημογραφική παρουσία εναποτιθέμενη στα «φιλάνθρωπα αισθήματα» (sic) (Malkki 1996). Σε όλες αυτές τις αφαιρέσεις, επίκειται και μια πρόσθεση. Η απόδοση του «τίτλου» του λαθραίου, μέσω του οποίου αντικειμενοποιούνται, επικυρώνοντας έτσι την υπαγωγή τους σε αντικείμενα διακίνησης, δοσοληψιών ή/και αποθήκευσης. Απεκδυόμενοι λοιπόν, κάθε πολιτικής υπόστασης, κάθε ιστορικού, πολιτισμικού προσδιορισμού, εξαιρούμενοι από τον οικονομικοκοινωνικό σχεδιασμό και αντικειμενοποιημένοι, οι μετανάστες ανάγονται σε αυτό που ο Bauman χαρακτηρίζει «απόβλητους ανθρώπους» ή «ανθρώπινα απορρίμματα», εντοπίζοντας μάλιστα ότι αποπνέουν «την ελαφρά οσμή του κάδου απορριμμάτων» (Bauman[2004]2005:94). Μια μορφή που στερείται… και δεν επαρκεί ποτέ. Στη φιγούρα του μετανάστη εγχαράσσεται η απώλεια και ο διωγμός, αποτυπώνεται η απόσπαση και η απόρριψη, παίρνει σάρκα και οστά η «αόρατη απειλή» και ο «ελευσόμενος κίνδυνος», υλοποιείται η απροσδιοριστία και η διαρκής μεταβατικότητα, απογυμνώνεται από την πολιτική και δικαιική υπόσταση, απομένοντας μονάχα «γυμνή ζωή». Η επερχόμενη λοιπόν, «απόσπασή» τους από τον κοινωνικοπολιτικό πεδίο της χώρας «υποδοχής» δεν έρχεται ως έκπληξη. Η δικαιική μάλιστα βάση του εγκλεισμού τους ορίζεται ως «προστατευτική φύλαξη». Πρόκειται για ένα προληπτικό αστυνομικό μέτρο, το οποίο συναντάμε και στη ναζιστική Γερμανία, σύμφωνα με το οποίο ««τίθενται υπό φύλαξη» άτομα, ανεξαρτήτως του αν διέπραξαν κάτι επιλήψιμο, με μοναδικό σκοπό την αποτροπή του κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους» (Agamben ό.π.:257). Στη βάση της «προστασίας» και της «ασφάλειας» δικαιο-λογείται η στοίβαξή τους, η αποθήκευσή τους σε κρατητήρια, ζώνες αναμονής, «κέντρα υποδοχής». Ανεξάρτητα από την ονομασία, την ειδική τοπογραφία και τα όσα συμβαίνουν σε αυτούς τους χώρους, κάθε φορά που δημιουργείται μια τέτοια δομή βρισκόμαστε δυνητικώς παρουσία ενός στρατοπέδου, υποστηρίζει ο Agamben (ό.π.:267). «[Σ]ε αυτό το χώρο στάθηκε εφικτό ανθρώπινες υπάρξεις να στερηθούν τελείως προνόμια και δικαιώματα, φτάνοντας στο σημείο να διαπράττεται εις βάρος τους οτιδήποτε χωρίς να προβάλλει πλέον ως έγκλημα[…]» (ό.π.:263). Δεδομένου ότι οι κάτοικοι αυτών των δομών είναι απογυμνωμένοι από κάθε πολιτική υπόσταση και ανάγονται καθ’ ολοκληρία σε γυμνή ζωή, οι χώροι αυτοί φτάνουν να ταυτίζονται με το στρατόπεδο συγκέντρωσης συνιστώντας «τον απόλυτο βιοπολιτικό χώρο που έλαβε ποτέ σάρκα και οστά, και όπου η εξουσία δεν έχει απέναντί της παρά μόνο την καθαρή ζωή δίχως κάποια μεσολάβηση» (ό.π.:262). Μέσα από το διαχωρισμό, μέσα από οποιαδήποτε ενέργεια, πρακτική ή δράση στους χώρους του στρατοπέδου, επιτελείται η απόφαση επί της γυμνής ζωής μέσω της οποίας πραγματώνεται το «υγιές» κοινωνικό, πολιτικό, εθνικό σώμα (ό.π.). Ο διαχωρισμός λοιπόν του σώματος των μεταναστών συνιστά την παραγωγή του εθνικού, ευρωπαϊκού, δυτικού βιοπολιτικού σώματος και μια σαφή κρίση σχετικά με το «ποιες ζωές είναι άξιες να βιωθούν». Επίλογος Από τη διάκριση ανάμεσα σε βία που συντηρεί και βία που νομοθετεί, το δίκαιο δέχεται μια έννομη απειλή. Την απειλή της απόσπασης του μονοπωλίου της βίας και της δυνατότητας ορισμού νομίμου και παρανόμου. Το δίκαιο μέσα από τις πρακτικές των μηχανισμών διασφάλισης και διατήρησης της τάξης χάνει δυνητικά το απόλυτο της κυριαρχίας του, διαβρώνεται. Δεν πρόκειται όμως για ακύρωση ή καταστροφή του δικαίου, αλλά για μια διαφοροποιητική επιμόλυνση αυτού (differantielle contamination, Derrida 1992:38). Ακόμη και ευρισκόμενη στο εσωτερικό ενός επίπλαστου κενού, η βία θα δρα ως εχέγγυο επαναληπτικότητας, αναδιατυπώνοντας ή ξεριζώνοντας κομμάτια του παρελθόντος δικαίου, αλλά πάντοτε σε σχέση με το παρελθοντικό/παροντικό δίκαιο. Έτσι η έννομη βία που εκκινεί από τις τάξεις του είναι νομιμοποιημένη και νομιμοποιητική λειτουργώντας στην κατεύυνση διατήρησης ενός κανόνα έστω και μέσα από παραλλαγές ή αλλοιώσεις. Με άλλα λόγια, η έννομη βία που εκαφράζεται ακόμη και αν δεν επικυρώνεται ή δε συνάδει με τις επιταγές του δικαίου θα αναζητά τη δικαιο-λόγησή της στο συλλογικό φαντασιακό εγείροντας «λόγους δικαίου» ή «αισθήματος δικαίου» έως ότου κατορθώσει την εγγραφή της στον κανόνα. Μέσα από αυτή τη συλλογιστική η αναγωγή της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης σε κανονικότητα της καθημερινής ζωής αξιώνει λόγους δικαίου επιζητώντας τη νομιμοποίησή της. Στην εφαρμογή της πολιτικής της μηδενικής ανοχής, η οποία συνιστά την υλική έκφραση και τη δυνατότητα πραγμάτωσης της εξωδικαιικής αστυνομικής βίας, συναρθρώνονται και διαχέονται η ενίσχυση του αιτήματος για τάξη και ασφάλεια και οι πολιτικές κουλτούρες φόβου και τρωτότητας, ως οι νομιμοποιητικές συνθήκες αυτής της πολιτικής στις συνειδήσεις των «τίμιων». Η έννομη βία δρα ως ισχύς νόμου άνευ του νόμου χωρίς να μπορεί να διατυπωθεί μια κρίση για αυτή. Η παραβίαση δικαιωμάτων και συνταγματικών αρχών, η ενοχοποίηση πριν την τέλεση του παραπτώματος, η «εγκληματοποίηση της εξαθλίωσης» που προκύπτουν από την απροϋπόθετη και εκτός δικαίου άσκηση του ποινικού ελέγχου, μεταφράζονται ως αναγκαίες θυσίες προάσπισης των «δημοκρατικών» κοινωνιών. Όταν η εξαίρεση ανάγεται σε κανόνα, σε φυσικοποιημένη κανονικότητα, σε σταθερή τεχνική διακυβέρνησης, η βία και η ισχύς του σώματος της αστυνομίας δύναται να μετατραπεί σε μια καταδυναστευτική προοπτική, μια θανατηφόρο δυνατότητα. Στη συνάρθρωση κυρίαρχης εξουσίας και βιοπολιτικής στην κατάσταση εξαίρεσης, η ζωή που έχει εγκαταλειφθεί από το δίκαιο, έχει απεκδυθεί νομικών δικαιωμάτων και προνομίων, βρίσκεται στη διάθεση μιας απόλυτης εξουσίας, εγκλωβισμένη ως απλή βιολογική ζωή στους μηχανισμούς και τους υπολογισμούς της, εκτεθειμένη στην απόλυτη φονευσιμότητα και αθυτότητα. Στο παράδειγμα του στρατοπέδου συγκέντρωσης, ως ο τόπος όπου η εξαίρεση υλοποιείται κανονικά, αναδεικνύεται η βαθιά σχέση της κυριαρχίας με τη γυμνή ζωή. Βιβλιογραφία Agamben, Giorgio, [2003]2007. Κατάσταση Εξαίρεσης: Όταν η «έκτακτη ανάγκη μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, Αθήνα, Πατάκη Agamben, Giorgio, [1995]2005. Homo sacer: Κυρίαρχη εξουσία και γυμνή ζωή, Αθήνα, Scripta Αθανασίου, Αθηνά, 2007. Ζωή στο Όριο: Δοκίμια για το σώμα, το φύλο και τη βιοπολιτική. Αθήνα, Εκκρεμές. Aretxaga, Begona, 2003. «Maddening States». Annual Review of Anthropology. 32:393-410. Aretxaga, Begona, 2000. «A Fictional Reality» Paramilitary Death Squads and the Construction of State Terror in Spain». Στο J. Sluka (επιμ.), Death Squad: The Anthropology of State Terror. Φιλαδέλφεια, University of Pennsylvania Press: 46-60 Bauman, Zygmount, [2004]2005. Σπαταλημένες Ζωές: Οι απόβλητοι της Νεοτερικότητας, Αθήνα, Κατάρτι Benjamin, Walter, [1921]2002. Για μια Κριτική της Βίας, Αθήνα, Ελευθεριακή Κουλτούρα Das, Veena and Poole, Deborah, 2004. «State and its Margins: Comparative Ethnographies». Στο V. Das και D. Poole (επιμ.), Anthropology in the Margins of the State. Σάντα Φε, School of American Research Press: 3-33. Derrida, Jacques, 1992. «Force of Law: The “Mystical Foundation of Authority”». Στο D.Cornell, M.Rosenfeld, D.G.Carlson (επιμ.), Deconstruction and the Possibility of Justice, Benjamin N. Cardozo School of Law, Routledge: 3-67 Foucault, Michel, [1997]2002. Για την Υπεράσπιση της Κοινωνίας, Αθήνα, Ψυχογιός Malkki, H. Liisa, 1996. “Speechless Emissaries: Refugees, Humanitarianism, and Dehistoricizacion”, Cultural Anthropology, (11)3:377-404 Melossi, Dario, 2006. “Ποινικές Πρακτικές και τη Διακυβέρνηση των Πληθυσμών στους Marx και Foucault”. Στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα, Πατάκης Παρασκευόπουλος, Νίκος, 2003. Οι Πλειοψηφίες στο Στόχαστρο. Τρομοκρατία και Κράτος Δικαίου, Αθήνα, Πατάκης Παρασκευόπουλος, Νίκος, 2006. “Η Συγκρουσιακή Ποινή (εικόνες, θεωρίες, πράγματα)”. Στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα, Πατάκης Wacquant, Loϊc, [1999]2001. Οι Φυλακές της Μιζέριας, Αθήνα, Πατάκης Weber, Max, [1978]2005. Οικονομία και Κοινωνία, Αθήνα, Σαβάλλας
[1] Οι πρακτικές της αστυνομίας, οι λειτουργίες και τα αποτελέσματά της, πολύ συχνά προσλαμβάνονται ως η υλική έκφραση της κρατικής εξουσίας. Τα πολλαπλά πεδία όπου οι κρατικές διαδικασίες και πρακτικές αναγνωρίζονται μέσα από την αποτελεσματικότητά τους, είναι τα πεδία της καθημερινής ζωής.

* Παρουσίαση στο ΠΜΣ Κοινωνικής και Πολιτισμικής Ανθρωπολογίας [Πάντειο Παν/μιο], στο πλαίσιο του μαθήματος Κοινωνιολογικές και Πολιτισμικές προσεγγίσεις του Κοινωνικού Ελέγχου

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

"Η Ελληνική Αστυνομία θα χτυπηθεί με το έγκλημα"

Συνέντευξη Τύπου του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη
"Το νέο σχέδιο αντεγκληματικής πολιτικής, με το οποίο το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη θα αντιμετωπίσει την αύξηση της εγκληματικότητας, προανήγγειλε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης σε σημερινή συνέντευξη Τύπου. Ο κ. Χρυσοχοΐδης δήλωσε ότι η Ελληνική Αστυνομία θα «χτυπηθεί» με το έγκλημα και θα δώσει την απάντησή της στο αίτημα των πολιτών για ασφάλεια, καθώς δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο εφησυχασμού. Σύμφωνα με τα στοιχεία των υπηρεσιών ασφαλείας, σοβαρά εγκλήματα παρουσιάζουν αύξηση. Χαρακτηριστικά, όπως ανέφερε ο υπουργός, τα εγκλήματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης έχουν αυξηθεί κατά 62%, οι εκβιασμοί κατά 60%, οι ληστείες σούπερ μάρκετ κατά 50%, οι ληστείες τραπεζών κατά περίπου 43%. Ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης συνέδεσε και την τρομοκρατία με το οργανωμένο ποινικό έγκλημα και είπε ότι όλο αυτό το φάσμα θα αντιμετωπίζεται με τη δημιουργία μιας κεντρικής υπηρεσίας αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος. Η υπηρεσία αυτή θα έχει επιμέρους τμήματα, για τομείς εγκλημάτων όπως οι απάτες, το ηλεκτρονικό έγκλημα, τα ναρκωτικά, μαφιόζικες δράσεις αντιγραφή εμπορευμάτων, τρομοκρατία κλπ. Ο Μ. Χρυσοχοΐδης δήλωσε ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομίας, λειτουργεί επαναστατικό ταμείο, στο οποίο συγκεντρώνονται χρήματα από ληστείες και απαγωγές και τα χρήματα χρησιμοποιούνται από την τρομοκρατία για την αγορά όπλων, ρουκετών κλπ. «Σύντομα», σημείωσε, «θα υπάρξουν απαντήσεις για τα θέματα αυτά από την Αστυνομία και οι απαντήσεις θα κριθούν από τη δικαιοσύνη». Ο κ. Χρυσοχοΐδης, αναφερόμενος στον τομέα του αθλητισμού, είπε ότι η Αστυνομία θα συνεργαστεί με την πολιτεία για την αντιμετώπιση της βίας στο χώρο αυτό και πρόσθεσε ότι είχε συνεργασία με τον πρόεδρο της ΕΠΟ κ. Πιλάβιο για την αντιμετώπιση του εγκλήματος των παράνομων στοιχημάτων. «Σύντομα θα έρθουν ειδικοί από την ΟΥΕΦΑ, για να εκπαιδεύσουν Έλληνες αστυνομικούς στην αντιμετώπιση αυτού του εγκλήματος», τόνισε ο κ. Χρυσοχοΐδης. Αποκάλυψε επίσης ότι θα στείλει επιστολή στους συναρμόδιους υπουργούς για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των χρηστών ναρκωτικών και το πρόβλημα του ΟΚΑΝΑ. «Να σταματήσει η διακίνηση εγκλήματος μέσα από τις φυλακές. Ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Καστανίδης είναι σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», υπογράμμισε ο κ. Χρυσοχοΐδης" [http://www.tvxs.gr/v28795] Σε γενικές γραμμές τα ίδια σημεία από την συνέντευξη Τύπου του Υπουργού, υπό διαφορετικό τίτλο και με διαφορετική ταξινόμηση [αξιολόγηση] των επιμέρους ενοτήτων του σχεδιασμού, μπορεί να δει κανείς και στις σελίδες:
http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=1087741&lngDtrID=244 Νέα αντιεγκληματική πολιτική, Κεντρική υπηρεσία αντιμετώπισης του οργανωμένου εγκλήματος ανήγγειλε ο Μ.Χρυσοχοΐδης http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&ct=32&artId=305866&dt=21/12/2009 Μιχάλης Χρυσοχοϊδης «Η Ελληνική Αστυνομία θα χτυπηθεί με το έγκλημα» http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathremote_1_21/12/2009_315384 Ο υπουργός Προστασίας αναφέρθηκε στην αποφασιστικότητα της ΕΛ.ΑΣ καθώς και στη δημιουργία μιας κεντρικής υπηρεσίας για το οργανωμένο έγκλημα Ενώ κάπως διαφοροποιημένη παρουσιάζεται η είδηση στην Ελευθεροτυπία [http://www.enet.gr/?i=news.el.ellada&id=114215], όπου υπό τον τίτλο: «Μιχ. Χρυσοχοϊδης: «Αλλάζει πρόσωπο η Αστυνομία». Στη δημοσιότητα η αντιεγκληματική πολιτική», αναφέρεται επίσης στο ότι έχουν εντοπιστεί οι "κόκκινες ζώνες" της χώρας και έχουν καταρτιστεί 233 ειδικά επιχειρησιακά σχέδια, ενώ: "Παράλληλα, προκηρύσσεται διαγωνισμός για την πρόσληψη ψυχολόγων, κοινωνιολόγων και κοινωνικών λειτουργών, αλλάζει το σύστημα μεταθέσεων, καθιερώνεται ξεχωριστός προϋπολογισμός για τις αστυνομικές υπηρεσίες και ειδικές οικονομικές συμφωνίες με τους διοικητές αν έχουν αποτελέσματα και προωθείται ειδικό σχέδιο αντιμετώπισης τοξικομανών στο κέντρο της Αθήνας με τους συναρμόδιους φορείς, ακόμη και την Εκκλησία». Κατά συνέπεια, μέρος μόνον της εικόνας μπορεί να αποδοθεί στον τρόπο που μεταφέρθηκαν οι δηλώσεις στον Τύπο και, κατά βάση, στα ειδικότερα σημεία στα οποία δόθηκε η έμφαση ανάλογα με την πολιτική του κάθε μέσου, καθώς αναπαράγεται αυτούσιος ο θεσμικός λόγος στη συνοπτική εκδοχή [εκδοθέν δελτίο Τύπου] που προσφέρθηκε από τις αρμόδιες αρχές στα ΜΜΕ. Μέσα από αυτόν τον λόγο, λοιπόν, ορίζεται μια κατάσταση περίπου έκτακτης ανάγκης ["στο αίτημα των πολιτών για ασφάλεια, καθώς δεν υπάρχει πια κανένα περιθώριο εφησυχασμού"], την οποία τεκμηριώνει η παράθεση ποσοστών αύξησης μορφών εγκληματικότητας [στοιχείο που δεν επιτρέπει τον έλεγχο, καθώς δεν γνωρίζουμε ούτε με βάση ποια στοιχεία προκύπτει αυτή η αύξηση ούτε σε σχέση με ποια χρονική στιγμή, ως εάν οι αριθμοί να αποτελούν αυταπόδεικτο επιχείρημα], το δε αίτημα των πολιτών για ασφάλεια δεν απαιτεί καν τεκμηρίωση ως λογικό επακόλουθο της εξαιρετικής συνθήκης στην οποία παραπέμπει. Ο ορισμός της συνθήκης, όμως, ουσιαστικά επικαλύπτει τα επιμέρους εξαγγελθέντα μέτρα τα οποία δεν προσθέτουν τίποτα στις πρόσφατες πρακτικές των διωκτικών αρχών τις οποίες ο αρμόδιος υπουργός συνεχίζει να υπερασπίζεται σθεναρά. Αντίθετα, θα έλεγα ότι μάλλον υπολείπονται, στο βαθμό που δεν επιχειρείται καν η θεσμική νομιμοποίησή αυτών των πρακτικών η οποία θα τις ενέτασσε στην επικράτεια του δικαίου ως κανόνες και όχι ως εξαίρεση. Κι όμως το ζήτημα ενυπάρχει σ' αυτές τις λίγες γραμμές, και μάλιστα με όρους κοινωνικού αιτήματος: "Η ελληνική Αστυνομία θα κτυπηθεί με το έγκλημα"! Η λέξη "κτύπημα" αβίαστα επαναφέρει την υλική εκδοχή της βίας της οποίας η νομιμότητα αμφισβητήθηκε και μάλιστα από ισχυρούς φορείς λόγου,* παραπέμποντας στην υλικότητα των "αντιπάλων"· η μάχη θα δίνεται σώμα με σώμα· το υλικό σώμα του παραβάτη απέναντι στο υλικό σώμα της εξουσίας το οποίο δεν λειτουργεί απλώς ως φυσική παρουσία αλλά ως πολεμική μηχανή: Η εξαίρεση ως κανονικότητα ή η μη κανονικότητα προς αποκατάσταση της κανονικότητας. Και είμαστε ακόμα στην αρχή.

*Βλέπε http://crimevssocialcontrol.blogspot.com/2009/12/blog-post_9021.html http://crimevssocialcontrol.blogspot.com/2009/12/2009_16.html http://crimevssocialcontrol.blogspot.com/2009/12/2008.html

στους κατ' επάγγελμα ευαίσθητους. χωρίς [άλλα] λόγια...

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου: Η προληπτική δράση της αστυνομίας δεν μπορεί να οδηγεί σε προληπτική αναστολή των δικαιωμάτων

Σε συνεδρίασή του της 8ης Δεκεμβρίου 2009, το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση:
Η προληπτική δράση της αστυνομίας δεν μπορεί να οδηγεί σε προληπτική αναστολή των δικαιωμάτων
Τις τελευταίες ώρες έχουν γίνει πάνω από 840 προσαγωγές σε όλη τη χώρα. Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα παρακολουθεί με ανησυχία και προβληματισμό την εκτεταμένη χρήση του μέτρου αυτού από την αστυνομία, με αφορμή τις διαδηλώσεις για τον ένα χρόνο από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από ειδικό φρουρό. Σύμφωνα με το π.δ. 141/1991 άρ. 74 παρ. 15 περ. θ΄, η προσαγωγή ατόμου που κατέχει αποδεικτικό στοιχείο της ταυτότητάς του επιτρέπεται μόνο στην περίπτωση που η συμπεριφορά του, και όχι απλώς ο τόπος, ο χρόνος και οι περιστάσεις, κινεί υπόνοιες διάπραξης εγκλήματος. Αυτό σημαίνει ότι η προσαγωγή πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη με αναγωγή σε εξατομικευμένες υπόνοιες τέλεσης ποινικού αδικήματος και δεν είναι ένας τρόπος καταγραφής των στοιχείων των προσώπων που διαδηλώνουν, ώστε να είναι στη διάθεση των αρχών προς κάθε χρήση. Η εκτεταμένη και άκριτη χρήση της προσαγωγής διαδηλωτών στο σωρό ή και απλών περαστικών και της αναιτιολόγητης κράτησής τους επί ώρες, σε συνδυασμό και με την ομοίως παράνομη πάγια πρακτική των αστυνομικών αρχών, να μην επιτρέπουν την επαφή των δικηγόρων με τους κρατούμενους (συλληφθέντες και προσαχθέντες) προσβάλλει το δικαίωμα του κάθε πολίτη να διαδηλώνει ελεύθερα χωρίς να καθίσταται αυτόματα ύποπτος. Η πιθανολόγηση τέλεσης αξιόποινων πράξεων από μόνη της, δεν δικαιολογεί προληπτικά την αναίρεση των συνταγματικών εγγυήσεων. Σε ένα κράτος δικαίου εξάλλου δεν υπάρχουν ούτε «ολίγον» παραβιάσεις συνταγματικών δικαιωμάτων ούτε και μπορούν αυτές να μετονομάζονται σε «αποτελεσματικότητα» της αστυνομικής δράσης. Η τήρηση των εγγυήσεων πρέπει να είναι απαρέγκλιτη ιδίως στα δύσκολα. H ελληνική έννομη τάξη δεν γνωρίζει μηδενική ανοχή, αλλά ατομική ενοχή και αναλογικότητα. Πηγή κειμένου: http://www.hlhr.gr/press/pr-dekemvris2009_9.12.2009.doc Πηγή εικόνας: Διαδήλωση στην Αθήνα, 7-12-2009, φωτ. Μάριος Βαλασσόπουλος http://www.enet.gr/?i=news.el.gallery&id=338&m=47791#gallery-item-container