Εισαγωγή
Η υποταγή στους
κανόνες επιδιώκεται όχι με έναν λόγο που εξαίρει την αξία του κανόνα και της
προσαρμογής σ’ αυτό που επιτάσσει, αλλά με έναν λόγο που δραματοποιεί τη μη
προσαρμογή, την απείθεια, το χάος (Δασκαλάκης, 1985: 76, 77) Ένα λόγο δηλαδή
που τείνει στην παγίωση της αντίληψης ότι το δίκαιο δεν είναι μόνον
καταναγκασμός αλλά, κυρίως, μια προστατευτική δομή που εγγυάται την ασφάλεια
και τη συνοχή της κοινωνίας.
Υπ’ αυτό το
πρίσμα, μπορεί να δει κανείς ότι το δίκαιο έχει δύο όψεις εξίσου ισχυρές: την
κατασταλτική, η οποία είναι η επιβολή της συμμόρφωσης στους κανόνες, και την ιδεολογική, η οποία αποσκοπεί στο να
εκμαιεύσει τη συναίνεση του κοινωνικού σώματος απέναντι στην έννομη τάξη, την
κοινωνική του νομιμοποίηση με άλλα λόγια. Η ποινή, λοιπόν, δεν είναι ένα μόνον νομικό ή φιλοσοφικό
ζήτημα που θεμελιώνεται σε επιχειρήματα
αποτελεσματικότητας ή νομιμότητας, αλλά ένας σύνθετος κοινωνικός θεσμός τον
οποίο αφ’ ενός μεν επηρεάζουν κοινωνικοί, ιστορικοί και πολιτισμικοί
παράγοντες, αφ’ ετέρου δε δεν
απευθύνονται μόνον τους παραβάτες των κανόνων αλλά, μέσα από ένα πλέγμα αποτελεσμάτων
και συμβολικών νοημάτων, επενεργούν στο σύνολο του πληθυσμού. Παράλληλα, οι
ποινικές πρακτικές δεν είναι μια
παθητική αντανάκλαση ήδη συγκροτημένων πολιτισμικών μοντέλων, αλλά έχουν μια
πολύ πιο ενεργητική λειτουργία, αυτήν της παραγωγής νοημάτων και ορισμών
που αφορούν πολύ περισσότερα ζητήματα από το δίπολο έγκλημα/τιμωρία αλλά και
την ίδια την εξουσία και τις λειτουργίες που καλείται να επιτελέσει.
Σε περιόδους
κρίσης, όπου τόσο η συμμόρφωση στους κανόνες όσο, κυρίως, η εκμαίευση της συναίνεσης
είναι προβληματικές, τον κύριο λόγο έχει η καταστολή, ενώ η ιδεολογική
λειτουργία δεν αποσκοπεί μόνον στη συναίνεση ως προς την έννομη τάξη όσο και στον
φόβο για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η απείθεια. Υπό ορισμένες συνθήκες
δε, το σκληρό, το σωματικό, το θεαματικό πρόσωπο της καταστολής, όχι απλώς δεν
αποκρύπτεται ως ανάρμοστο αλλά αποκαλύπτεται ακόμα και μέσα από το λόγο ή τη
δράση θεσμικών φορέων.
Απονομή της δικαιοσύνης και η σκηνή
των αντιφάσεων
Η εφαρμογή του νόμου, δηλαδή το
πρακτικό περιεχόμενο του νόμου που αναφαίνεται στην απόφαση, είναι η απόληξη
μιας συμβολικής πάλης που παράγεται διαμέσου μιας κρίσης και η οποία εδράζεται
σε ένα νομικό, εν προκειμένω δικαστικό, Habitus. Η ερμηνεία, λοιπόν, η οποία είναι συστατικό στοιχείο της δικαστικής
απόφασης, είτε ως ερμηνεία του νόμου είτε ως ερμηνεία του εκάστοτε περιστατικού, δεν αποτελεί
ανακάλυψη ενός νοήματος, δεν συνιστά εξεύρεση δικαίου ή αλήθειας μέσω μιας
ποινικής αριθμητικής, αλλά δημιουργία και προβολή νοήματος, συγκροτεί έναν
νοηματικό χώρο, τον οποίο ο David Garland ορίζει ως ποινική κουλτούρα. Η
δικαστική απόφαση, λοιπόν, οφείλεται
μάλλον στις ηθικές και κοινωνικές διαθέσεις των φορέων της παρά στους καθαρούς
κανόνες (normes) του δικαίου (Παπακωνσταντίνου, 2009). Έτσι παράγεται η θεσμική
αλήθεια γύρω από το έγκλημα και τον εγκληματία, η οποία επιστρέφει στην
κοινωνία με τη μορφή μιας πραγματικής πραγματικότητας καθώς επιβεβαιώνεται
καθημερινά μέσα από τις ποινικές πρακτικές [επιλεκτικότητα ποινικού συστήματος,
σκοτεινός αριθμός,ανακύκλωση
στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης των ίδιων πράξεων και των ίδιων δραστών
προερχόμενων από κοινωνικές ομάδες ευάλωτες στον ποινικό στιγματισμό]
Έχουμε, λοιπόν, μια διπλή κίνηση: Η δικαστική
απόφαση είναι ένα κείμενο και, ως τέτοιο.
παράγει νοήματα τα οποία επικοινωνεί στην κοινωνία.
Η
ποινή, ως κοινωνική δράση, επιτελεί την άμεση λειτουργία της ρύθμισης της
συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, όμως, απευθύνεται και ρυθμίζει έμμεσα τη σκέψη και
τις στάσεις του συνόλου, άρα κατ’ επέκταση και πάλι τη συμπεριφορά, διαμέσου
ενός άλλου εργαλείου, του νοήματος. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνο σε
σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις
αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις
κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να
κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να
αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης,
αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την
«ομαλότητα» (Garland,
1990 /1999: 291).
Η δίκαιη ποινή
Η
ποινική ιδεολογία ακόμα και σήμερα δανείζεται από τον ντυρκαϊμιανό μύθο περί
μιας κοινωνικής συνείδησης η οποία ενσωματώνει όλα τα μέλη της κοινωνίας,
ειδικότερα κατά τη στιγμή της παραβίασης των κανόνων. Δεν λαμβάνεται υπόψη το
γεγονός ότι η πρόσληψη και ο καθορισμός ορισμένων συμπεριφορών ως εγκληματικών
ή κοινωνικά αρνητικών στα πλαίσια της κυρίαρχης κουλτούρας ανταποκρίνονται
πολλές φορές σε σημαντικά διαφορετικές αναπαραστάσεις» (Baratta, 1989: 20, 21,
«Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης. Για μια θεωρία των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου», στo Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ.
3-4)
Αναφέρθηκα προηγουμένως στην
ανακύκλωση των ίδιων ομάδων απ’ τις οποίες στρατολογείται ο ποινικός πληθυσμός.
Έτσι, τα χαρακτηριστικά των ομάδων που είναι πιο ευάλωτες στον ποινικό
στιγματισμό, μεταφράζονται σε εγκληματογόνους παράγοντες, νομιμοποιώντας εκ των
υστέρων τα μεγάλα ποσοστά τους στους τιμωρητικούς θεσμούς. Εάν, λοιπόν,
κοινωνικά, φυλετικά ή άλλα χαρακτηριστικά καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό την είσοδο
υποθέσεων στο ποινικό σύστημα και την εξέλιξή τους, θα συμφωνήσουμε με τον Ηλία
Δασκαλάκη ο οποίος έγραφε ότι αυτό το οποίο παράγει το ποινικό σύστημα είναι το
στίγμα, το στερεότυπο του εγκλήματος και του εγκληματία.
Λογικό συνακόλουθο των παραπάνω είναι
ότι η απονομή της δικαιοσύνης είναι ένας χώρος που διαχειρίζεται [αλλά και
παράγει] αναπαραστάσεις και όχι πραγματικότητες, καθώς η πραγματικότητα κάθε παράνομης
δράσης εξαντλείται στη στιγμή της τέλεσής της και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει
η συμβολική ανακατασκευή της μέσα από λόγους και πρακτικές.
Ο Hulsman είχε περιγράψει παραστατικά
αυτή τη διαδικασία στο Άστοχες ποινές: «Όπως ακριβώς ένας χάρτης δεν
είναι το έδαφος, έτσι και μια προβληματική κατάσταση είναι πάντοτε κατασκευασμένη
– και αναγκαστικά αποδυναμωμένη – όταν αντιμετωπίζεται από κάποιο θεσμό, ένα
οργανισμό ή ένα πρόσωπο. Έπεται ότι η εγκυρότητα της εν λόγω κατασκευής μπορεί
να αμφισβητηθεί κάθε στιγμή». Για να περιγράψει ένα [περίπου] αδιέξοδο της
ποινικής διαδικασίας ακόμα και στις πιο «ειρηνικές» κοινωνικές συνθήκες:
Με
βάση αυτήν την έρευνα [σημείωση: σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων
(sentencing)] ανέπτυξα ένα ορθολογικό μοντέλο και επιχείρησα να εξετάσω πώς
λειτουργούν στην πράξη οι αρχές του ποινικού συστήματος – που είναι ευρύτατα
αποδεκτές από νομικούς και εγκληματολόγους – (αρχή της αναλογικότητας της
ποινής με το έγκλημα, επικουρικότητα του ποινικού συστήματος, ακριβής
πληροφόρηση γύρω από την προσωπικότητα του κατηγορουμένου κλπ.). Ένας συνεργάτης
μου έβαλε αυτό το μοντέλο στον υπολογιστή. Κάθε φορά που θέλαμε να το
εφαρμόσουμε σ’ ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, δοκιμάζαμε μια καταπληκτική εμπειρία.
Ρωτούσαμε: «σ’ αυτή την περίπτωση … και στην άλλη … ποια είναι η αντίστοιχη
ποινή;». Η μηχανή απαντούσε πάντοτε: «καμία ποινή». Ποτέ δεν βρισκόταν
συγκεντρωμένες όλες οι προϋποθέσεις που απαιτούνται , ώστε το δικαστήριο να
μπορέσει να απαγγείλει μια ποινή που, στο πλαίσιο του συστήματος, να θεωρείται
δίκαιη![
Hulsman, L & de Celis Bernat, J. 1997: 46]
Επανερχόμενοι, λοιπόν, στο ζήτημα της
ερμηνείας ως συστατικού της δικαστικής απόφασης, ο Θωμάς Παπακωνσταντίνου
σημειώνει σχολιάζοντας το κείμενο του P Bourdieu «Η Δύναμη του Δικαίου (1989)
Τα
συστήματα εθισμών και έξεων (Habitus) λειτουργώντας αφενός ως συλλογικές
αναπαραστάσεις και αφετέρου ως θεμελιωτικά δεδομένα τάξης και κοινωνικών
πρακτικών είναι αυτά που επιτρέπουν στο νομικό πεδίο, όπως και σε κάθε πεδίο,
να λειτουργήσει δια των υποκειμένων του: να εξάρει και να εφαρμόσει ερμηνείες,
να επιτελέσει ιστορικοποιήσεις κανόνων, να παράξει δικαστικές αποφάνσεις. Η
σύντομη, έως απλοϊκή, αναφορά στο κείμενο του Bourdieu συνίσταται στη σχέση με
το πείραμα του Hulsman. Αυτή η σχέση οργανώνεται γύρω από το εξής σημείο: τα
μηχανήματα δεν έχουν Habitus ή εάν είχαν, τότε οι ποινές θα ήταν
«εύστοχες».
Τα μηχανήματα δεν μπορούν να λειτουργήσουν ως υποκείμενα και επομένως δεν έχουν
εκείνο τον εξοπλισμό που θα τους επιτρέψει να κάνουν κρίσεις, δηλαδή να
ερμηνεύσουν. Η ερμηνεία, συστατική διαδικασία του νομικού πεδίου-ερμηνεία τόσο
των ποινικών κανόνων όσο και η δικαστική ερμηνεία του εκάστοτε περιστατικού-,
δεν αποτελεί ανακάλυψη ενός νοήματος, δεν συνιστά εξεύρεση δικαίου ή αλήθειας
μέσω μιας ποινικής αριθμητικής, αλλά προβολή νοήματος σε μια ποινική κουλτούρα
κατά Garland. Αυτή την προβολή τα μηχανήματα εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να
την επιτύχουν.Έτσι, εάν το νομικό πεδίο είναι ο προνομιακός τόπος παραγωγής της
ποινικής κουλτούρας τότε κάθε τιμωρία που επιβάλλεται εγγράφεται σε ένα
νοηματικό χώρο ο οποίος κοινωνεί νοήματα που οφείλουν να είναι δεμένα με το
γεγονός του δικαίου. Νομίζω ότι η «παρούσα» ιστορική συγκυρία επιτάσσει μια
συγκεκριμένου τύπου ανάλυση που θα αναδείξει την αδυνατότητα της δίκαιης
ποινής. Όχι τόσο για να την καταργήσει αλλά για να καταγράψει την επίφαση του
δικαίου της.
Το τοπίο της οργής – Η αποπολιτικοποίηση της οργής
διαμέσου του φόβου
Καθώς τις ημέρες που γράφεται αυτό το
κείμενο, το τοπίο της οργής είναι εκρηκτικά παρόν στην ελληνική κοινωνία, θα
χρησιμοποιήσω το δίπολο φόβος/οργή ως παράδειγμα
των παραπάνω, αναφερόμενη ειδικότερα στη συμβολή των ποινικών πρακτικών στο
επίπεδο της αποπολιτικοποίησης του φόβου, καθώς στην ποινική διαχείριση αυτού του
δίπολου μπορούμε ν’ αναζητήσουμε το υπόστρωμα της νομιμοποίησης κατασταλτικών
πρακτικών που υπερβαίνουν τις κατηγορίες «έγκλημα» και «εγκληματίας», φέρνοντας
στο κέντρο της εικόνας την κατάσταση και
το συμβάν.
Η υπόθεση είναι ότι, στο πλαίσιο αυτών των μετασχηματισμών που
συντελούνται στην ελληνική κοινωνία της περιόδου της κρίσης, η οποία
διολισθαίνει σ’ αυτό που ορίζει ο Loïc Wacquant (2001) ως
ποινικό κράτος, εγγράφονται πρακτικές
των εμπλεκόμενων θεσμών και υποκειμένων με άξονα τη μείωση του αισθήματος του
φόβου μέσα από την ενίσχυση της καταστολής. Ο φόβος, όμως, είναι η μία όψη του νομίσματος.
Η άλλη όψη είναι η οργή. Σ' ένα συνεχές, λοιπόν, όπου η οργή τροφοδοτεί τον
φόβο ως προνομιακό του αντικείμενο, τα υποκείμενα της οργής επανορίζονται με
όρους «επικίνδυνων ομάδων» που θα πρέπει να υποταχθούν και να παταχθούν,
προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη πραγμάτων και να επιδιορθωθεί η διαρρηγμένη
αίσθηση ασφάλειας. Έτσι, η οργή συναρτάται με την «κοινωνική αταξία» με όρους
αιτίου - αποτελέσματος και το προνοιακό πρόταγμα επαναπροσδιορίζεται με άξονα
την ανάγκη για τον εντοπισμό και τη διαχείριση του ρίσκου. Το εθνικό συμφέρον αποτελεί κεντρικό
ιδεολογικό άξονα αυτού του λόγου, ως μέρος της, κατά τον Hall, «πολιτικής της συναίνεσης»,
τουτέστιν της καθιέρωσηςσυναινετικών μορφών κυριαρχίας στα πλαίσια της
πολιτικής διαδικασίας.
Εάν δε αυτό αποτελεί μια
«κανονικότητα», μια σταθερή μορφή θεσμοποιημένης πολιτικής στα πλαίσια της
αναπτυγμένης καπιταλιστικής κοινωνικής οργάνωσης, ισχύει πολύ περισσότερο σε
περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Όταν δηλαδή οι κοινωνίες
αναπαριστώνται ως εάν να βρίσκονται σε κατάσταση υψηλής επικινδυνότητας ενόψει
μιας ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης, που δε θα σημαίνει περιστασιακή και
διαχειρίσιμη διασάλευση της έννομης τάξης αλλά το χάος που θα καταπιεί κάθε
κεκτημένο, έστω και αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει (Κουκουτσάκη, 2013)
Αντλώντας και πάλι από τα γεγονότα
της περιόδου κατά την οποία γράφεται αυτό το κείμενο, θα αναφερθώ στα μέτρα
έκτακτης ανάγκης (η αστυνομία σε κόκκινο συναγερμό) που πάρθηκαν ενόψει της
επετείου από τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και ενόσω συνεχίζεται η
απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού με αίτημα τη χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας.
Ειδικότερα, μέσα από το καλλιεργούμενο κλίμα αναμονής ταραχών, η πραγματική
συνθήκη (η πορεία στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) αποσπάστηκε –για μία
ακόμα φορά- από τα σημασιολογικά πλαίσια
μιας πορείας μνήμης και ενδύθηκε αρνητικές σημασίες ως συνθήκη κοινωνικής
αταξίας ή ανομίας. Ταυτόχρονα, το υποκείμενο της βίας, σε ένα γενικό
επίπεδο, παραπέμπει a priori σε μια ηλικιακή κατηγορία/ δεξαμενή –νεαρά άτομα-, σε μια πολιτική ομάδα
-τους αναρχικούς-, ενώ για την
επισήμανση (προσαγωγή ή/και σύλληψη), αρκεί το συμβάν (ταραχές) και δεν απαιτείται η συμμετοχή αλλά η απλή
παρουσία κάποιου στο σημείο που γίνονται ταραχές. Η «πολιορκημένη πόλη», κατά
το τριήμερο 5-7 Δεκέμβρη, η πόλη σε καραντίνα, εικονογραφεί την μη-κανονικότητα
εν ονόματι της κανονικότητας.
Σύγχρονες τάσεις – Το μοντέλο της ασφάλειας
Όπως ήδη αναφέρθηκε, σε περιόδους
βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, οι ποινικές πρακτικές παίζουν πολύ
σημαντικό ρόλο στην εγκαθίδρυση κανόνων κοινωνικής πειθαρχίας. Το μοντέλο, λοιπόν, τόσο στην ποινική όσο και
στην κοινωνική σφαίρα, είναι μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης (οι φτωχοί,
φτωχότεροι, οι εγκληματίες στις φυλακές), ενώ ο λόγος περί εγκλήματος
επικαλύπτει σχεδόν το λόγο περί «κοινού καλού που απειλείται» και η διαχείριση
του ρίσκου μεταφράζεται σε διαχείριση του εγκλήματος.
Το μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης που
επιβάλλεται είναι ένα μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης. Φτώχεια είναι όχι
απλώς ανεργία αλλά η ιδιότητα του παρία και, ως τέτοια, κατέχει προνομιακή θέση
στους πίνακες επικινδυνότητας μέσα από ένα λόγο όπου οι φτωχοί θα γίνουν
φτωχότεροι χωρίς προοπτική επανένταξης στο σύνολο όπου θα έχουν κάποια
χρησιμότητα, θα παίξουν κάποιο ρόλο [Μπάουμαν, 2002, όπως αναφέρεται στο
Παπακωνσταντίνου 2009α)
Έτσι, μέσω του φόβου για το μέλλον,
για το έγκλημα, για την κοινωνική αταξία επιχειρείται η εκπειθάρχηση του
πληθυσμού, να μην μετατραπεί ο φόβος σε οργή. Δηλαδή, η εκπειθάρχηση της οργής σημαίνει
ταυτόχρονα έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς διαμέσου του φόβου.
Σε πρακτικό δε επίπεδο, αυτό επιχειρείται διαμέσου της διοχέτευσής του φόβου σε
ομάδες ατόμων οι οποίες υποτίθεται ότι προσωποποιούν την απειλή, διαμέσου της
κατασκευής εσωτερικών εχθρών: Ο επικίνδυνος, ο επίφοβος, ο μιαρός γίνεται
αντιληπτός ως Σώμα του οποίου θα πρέπει να κατασταλεί όχι απλώς η δράση αλλά η
ίδια η ύπαρξη. Αυτό είναι που τον τοποθετεί εκτός της προστασίας του δικαίου
και επιτρέπει την αναστολή ή και την ακύρωση των δικαιωμάτων του.
Αυτές οι τάσεις δεν είναι
καινούργιες, μετρούν 30 χρόνια ζωής με ναυαρχίδα τις ΗΠΑ και τις πολιτικές
μηδενικής ανοχής, οι οποίες έγιναν εισαγόμενο προϊόν και στην Ευρώπη (βλέπε
σχετικά, Wacquant, 2001). Οι σημαντικότερες δε αλλαγές τις οποίες διαμορφώνουν
στον χώρο της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, συνοψίζονται στο ότι η διαχείριση του εγκλήματος εμφανίζει μια
«επιχειρηματική» διάσταση με τη μορφή ισολογισμών «κόστους-αποτελέσματος». Αυτό
σημαίνει ότι η εγκληματικότητα θεωρείται ως φυσική
κατάσταση και το ποινικό σύστημα λειτουργεί όχι για να την εξαλείψει αλλά για
να τη διαχειριστεί με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Η αντίληψη αυτή επιφέρει
δυο βασικές μετατοπίσεις στους Λόγους περί εγκλήματος: Πρώτον, επανέρχεται η
έννοια της επικινδυνότητας αλλά όχι ως ατομικής ιδιότητας αλλά ως συνθήκης που
αφορά ομάδες. Η επικινδυνότητα ως ατομική ιδιότητα, επέτρεπε τη ρητορική περί
αναμόρφωσης κι επανακοινωνικοποίησης με παρέμβαση στους παράγοντες που θεωρείτο
ότι διευκόλυναν την εκδήλωση εγκληματικής δράσης. Ως συνθήκη ομάδων
συναρθρώνεται με έναν λόγο που εγκαταλείπει το στόχο της αναμόρφωσης ως
αποτυχημένου και πολυέξοδου μοντέλου και εισηγείται το στόχο της επιλεκτικής
εξουδετέρωσης: καμία παρέμβαση στους θεωρούμενους εγκληματογόνους παράγοντες σε
ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο γιατί ούτως ή άλλως δεν επηρεάζει το φαινόμενο το
οποίο εξελίσσεται ως φυσικό φαινόμενο, άρα ο έλεγχός του θα συνίσταται στην εξουδετέρωση όχι
παραγόντων αλλά ατόμων που ανήκουν σε ομάδες υψηλής επικινδυνότητας
Έτσι, με ένα πλέγμα
στατιστικών μεθόδων ελέγχονται οι παράγοντες που συνδέονται με την
εγκληματικότητα όχι για να εξαλειφθούν αλλά για να καταρτιστούν πίνακες
επικινδυνότητας ανάλογα με το πόσο εκτεθειμένες είναι κάποιες κατηγορίες ατόμων
σ’ αυτές τις συνθήκες [φτώχεια, ανεργία, εγκληματογόνα περιβάλλοντα, χρήση
ουσιών]. Ταυτόχρονα αξιολογείται η αποτελεσματικότητα των ποινικών θεσμών με
βάση τα ποσοστά υποτροπής. Συνδυάζοντας, λοιπόν, τα διάφορα στοιχεία, η
πελατεία του ποινικού συστήματος ταξινομείται σε κατηγορίες χαμηλής, μέσης και
υψηλής επικινδυνότητας. Η ταξινόμηση αυτή καθορίζει και το είδος της ποινικής μεταχείρισης αλλά
και το πειθαρχικό καθεστώς κράτησης. Κατ’ επέκταση, στόχος της ποινής δεν είναι ούτε η ανταπόδοση
ούτε η επανένταξη, αλλά η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου τον οποίο
εκπροσωπούν αυτές οι ομάδες, δια μέσου της εξουδετέρωσής τους για μικρότερα ή
μεγαλύτερα διαστήματα: Κρατούνται όχι για να βελτιωθούν για να ανασταλεί η
δράση τους για όσο διάστημα διαρκεί ο εγκλεισμός και μέχρι τον επόμενο
εγκλεισμό. Δηλαδή, η διάρκεια της ποινής δεν ορίζεται ούτε με βάση τη βαρύτητα
του αδικήματος ούτε με βάση την εκτίμηση περί της προσωπικότητας του ατόμου
αλλά από τον βαθμό επικινδυνότητας της ομάδας στην οποία εντάσσεται. Αυτό
λέγεται επιλεκτική εξουδετέρωση και
έχει ως αναπόδραστο αποτέλεσμα τη μείωση των εξω-ιδρυματικών ποινών, οι οποίες
θεωρούνται πολυέξοδες αλλά και αναποτελεσματικές, κατ’ επέκταση η φυσική
εξουδετέρωση του παραβάτη δια του εγκλεισμού συντηρεί τον ηγεμονικό ρόλο της
φυλάκισης μεταξύ των τιμωρητικών πρακτικών.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν μπορούμε ακόμα να μιλήσουμε για ένα
επεξεργασμένο μοντέλο ασφάλειας, τουλάχιστον υπό την έννοια της εισαγωγής νέων ποινικών θεσμών, αλλά μάλλον για
ανασήμανση ή μετατοπίσεις ήδη υπαρχόντων. Για παράδειγμα και σε σχέση με την αστυνομία,
θα μπορούσαμε να να μιλήσουμε για τον ad hoc ορισμό των νόμιμων ορίων δράσης της:
Νόμος είναι η διαταγή, ο τρόπος που θα οριστεί και θα αξιολογηθεί τη δεδομένη
στιγμή το υπό διακινδύνευση αγαθό –η δημόσια τάξη, η ασφάλεια. Ουσιαστικά,
λοιπόν, μιλάμε για την κανονικοποίηση τιμωρητικών πρακτικών έκτακτης ανάγκης
και την εμφάνιση αυτού που λέει ο Παρασκευόπουλος ποινικό δίκαιο του δράστη και
όχι της πράξης. Ελαστικοποιούνται δηλαδή τα όρια της νόμιμης δράσης με σημείο
αναφοράς την κατάσταση και το συμβάν, όπως προαναφέρθηκε. Ή, με άλλα
λόγια, αναβαθμίζεται ο ρόλος της αστυνομίας χωρίς να απαιτείται λήψη πρόσθετων
νομοθετικών μέτρων.
Επιλέγω το παράδειγμα της
αστυνομίας αντί του τιμωρητικού εγκλεισμού, όχι μόνον για την οικονομία του
κειμένου αλλά κυρίως επειδή η αστυνομία βρίσκεται στο κέντρο των ποινικών
πρακτικών και συνάμα στον πυρήνα του κράτους, όχι μόνον ως θεσμός αλλά ως
στρατηγική της εξουσίας. Παράλληλα, τα χαρακτηριστικά της αστυνομικής βίας
είναι η θεαματικότητα και η σωματικότητα, μια βία θεαματικά σωματική όπου ο
καθένας μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπει στον περίκλειστο χώρο της φυλακής,
ότι δηλαδή η τιμωρητική βία αφήνει ορατό το σημάδι της στον παραβάτη. Άρα, στους
«πολέμους» κατά του εγκλήματος, της τρομοκρατίας κλπ, η εξαίρεση του νόμου
ορίζεται ως παράπλευρη απώλεια μιας αναγκαίας και αναπόφευκτης διαδικασίας, εξ
ου και σπάνια επισύρει κυρώσεις ή νοείται ως «καθαρή παρανομία».
Εάν, λοιπόν και σύμφωνα με πολλές
αναλύσεις, η σφαίρα των ποινικών πρακτικών αποδεικνύεται ιδιαίτερα
αποτελεσματική στην ανάδειξη των
κανόνων κοινωνικής πειθαρχίας, τότε μπορούμε να δούμε τις ποινικές πρακτικές ως
μορφή διακυβέρνησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, «διαγωγή της διαγωγής» (Foucault, 1982:220-221), ενώ οι χρήσεις της «κοινωνίας του φόβου»
συμβάλλουν στη συνολική διακυβέρνηση των πληθυσμών, είτε με την έννοια
της άμεσης ποινικής διαχείρισης ευρύτατων
φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των
τιμίων μέσα από το θέαμα της ποινικής διαχείρισης των
πρώτων (Melossi, 2006: 87).
Βιβλιογραφία
Baratta, A. (1989), «Αρχές της ελάχιστης
ποινικής παρέμβασης. Για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου
και ορίου του ποινικού νόμου», στo Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 3-4)
Bourdieu, P.
(1989), «Η Δύναμη του Δικαίου: Στοιχεία για μια Κοινωνιολογία του
Νομικού Πεδίου» Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τ. 72, 1989
Feeley, M. & Simon, J.
(1992), «The new penology: Notes on the emerging strategy of corrections and
its implications», στο Criminology, v. 30, Issue
4
Foucault , M. (1982), «Afterword: The Subject and Power», στο Dreyfus, H.L & P.Rabinow (επιμέλεια), Michel Foucault: Beyond Structuralism and
Hermeneutics, Chicago: The University of Chicago Press
Garland, D. (1998) «Frameworks of
inquiry in the sociology of punishment», Melossi D. (επιμ.), The
Sociology of Punishment: Socio- Structural Perspectives. Aldershot: Ashgate
Garland, D. (2001). The culture of control: Crime and social
order in contemporary society, Oxford: Oxford University Press
Hall, S. (1973) «Deviance, politics and the media», στο Rock, P. & McIntosh, M. (επιμέλεια), Deviance
and social control, London:
Tavistock
Hulsman, L. & de Celis
Bernat, J.. (1997), Άστοχες ποινές. Το
ποινικό σύστημα υπό αμφισβήτηση, Εισαγωγή – Μετάφραση Γ. Νικολόπουλου,
Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη).
Melossi D. (1999). “H κοινωνική θεωρία και οι
μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία”, στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμέλεια,
εισαγωγή), Εικόνες εγκλήματος Αθήνα: Πλέθρον
Melossi,
D. (2006), «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των
πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμέλεια, εισαγωγή),
Εικόνες Φυλακής Αθήνα: Πατάκης
Wacquant, L. (2001), Οι φυλακές της μιζέριας, μετ. Καίτη
Διαμαντάκου, Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ
Δασκαλάκης,
Η. (1985), Η εγκληματολογία της
κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουλας
Κουκουτσάκη, Α. (2013), «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος. Η Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των
ποινικών θεσμών», στο Εμμανουηλίδης, Μ., Κουκουτσάκη, Α. Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: Futura
Μπάουμαν
Ζ., (2002), Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι,
Αθήνα: Μεταίχμιο
Νικολαϊδης,
Α, (2006), «Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης
στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995», στο Κουκουτσάκη, Α. (επιμέλεια,
εισαγωγή), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα:
Πατάκης, σσ. 261-303
Παπακωνσταντίνου, Θ. (2009) Η δύναμη του δικαίου, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/04/blog-post_28.html
Παπακωνσταντίνου,
Θ. (2009α), «Από την ηθική της εργασίας στην ηθική της μηδενικής
ανοχής. Σύντομη περιδιάβαση», 1/6/2009, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/06/blog-post.html
Παρασκευόπουλος,
Ν. (2003), Πλειοψηφίες στο στόχαστρο.
Τρομοκρατία και κράτος δικαίου,
Αθήνα: ΠΑΤΑΚΗΣ
Πρόκειται για στρατηγική απόκτησης και διαχείρισης της συγκατάθεσης των
πληθυσμών που συγκροτούν το κοινωνικό σώμα, με κεντρικό ιδεολογικό άξονα την
ανάδειξη του «εθνικού συμφέροντος» (national interest) ως ισχυρότερου κάθε
άλλης μορφής συλλογικού κοινωνικού συμφέροντος. Κατά τον Hall, η τάση
καθιέρωσης συναινετικών μορφών κυριαρχίας στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας
συναντά τις αντιθέσεις εναλλακτικών μορφών πολιτικής δραστηριότητας, που δεν
προωθούν απλώς ανταγωνιστικά συμφέροντα στο πλαίσιο της ταξικής διαμάχης, αλλά
τονίζουν τον βαθμό διαφοροποίησης τους από τις θεσμοποιημένες διαδικασίες ως
τέτοιες. Οι αντιτιθέμενες αυτές ομάδες ερμηνεύονται με όρους παρέκκλισης, οι
οποίοι βαθμιαία συγκροτούν τη βάση της απονομιμοποίησης τους και της
συνακόλουθης επιβολής συναινετικών κανόνων και άσκησης κοινωνικού ελέγχου. Υπό
αυτή την έννοια, η πορεία προς την πολιτική της συναίνεσης «τείνει να παράγει
σαν απάντηση έναν ιδιαίτερο τύπο αντιθετικού κινήματος: την πολιτική
παρέκκλιση» (Hall,
1973: 274, όπως αναφέρεται στο Νικολαϊδης, 2006: 269).