μία ημέρα
Πάντα πίστευα ότι σε είχα δει απ’ το παράθυρο
Να έρχεσαι; Να φεύγεις; Δεν ξέρω. Ήταν το μπλε χρώμα που παίρνουν οι ώρες λίγο πριν σκοτεινιάσει. Τον Ιούλιο. Ο μπλε άνθρωπος του Ιουλίου κι εγώ στα 17
Αργότερα, θυμάμαι… Νόμιζα… Ένα ποδήλατο. Ή μια μηχανή αθόρυβη σαν ποδήλατο. Πάντως αθόρυβα
Τα μάτια σου ήταν πράσινα και τα μαλλιά σου καστανά και λίγο αραιά, να, εδώ, στους κροτάφους. Φορούσες γυαλιά.
Όσο μεγάλωνα πρόσθετα κι άλλες λεπτομέρειες. Είχες κανονικό ύψος, λίγο προς το κοντό. Δηλαδή, επειδή σ’ έβλεπα να περνάς κάθε καλοκαίρι και πάντα στις μπλε ώρες.
Μετά άρχισα να σκέφτομαι πως ναι, έρχεσαι και πως πρέπει να πάμε σ’ ένα σπίτι που να έχει κατώφλι τη θάλασσα και ν’ ακούμε από μακριά το σφύριγμα ενός τραίνου που πέρναγε πάντα την ίδια ώρα. Και τότε θα βγαίναμε και θα πηγαίναμε για ψώνια. Θα βγαίναμε απ’ το παράθυρο γιατί η πόρτα άνοιγε στη θάλασσα. Μετά θα μαγειρεύαμε και θα τρώγαμε καυτό το φαγητό, αυτό ήταν για να πονέσουμε πριν το γευτούμε. Λέω για τότε που άρχισα να σ’ αγαπώ και ήθελα να πονέσω για να μπορώ να σ’ αγαπώ, αλλιώτικα ποιον θ’ αγαπούσα; Γέμισε φουσκάλες το στόμα μου περιμένοντας και τις συντηρούσα για να υπάρχεις και να σ’ αγαπώ.
Μαλώναμε συχνά. Φαντάζομαι επειδή εγώ είχα στο κεφάλι μου σύννεφα. Έβγαζες τα γυαλιά και με κοιτούσες, από κοντά, από πολύ κοντά, μπέρδευα την ανάσα σου με την δικιά μου. Όχι. Η ανάσα μου θόλωνε το τζάμι και έξω απ’ το τζάμι ήταν ο δρόμος και σε περίμενα να περάσεις. Και έτσι μαλώναμε όταν αργούσες κι εσύ θα μου έλεγες για τα σύννεφα. Στο κεφάλι μου.
Είδα στον ύπνο μου ότι σε φώναζα κι εσύ δεν απαντούσες, σαν να μην με γνώριζες και σαν τα μάτια σου να μην ήταν πράσινα και τα μαλλιά σου καστανά και λίγο αραιά, εδώ στους κροτάφους.
Και τότε σκέφτηκα να σου γράψω αλλά δεν ρώτησα ποτέ τη διεύθυνσή σου. Και ήταν κάπως σαν να μην υπήρχες.
Αλλά τότε; Δεν θέλω να περνάει ο χρόνος σαν να μην υπήρχες, πες μου….
δύο ημέρες
Άρχισα, όμως, να σου γράφω, έτσι, για να σε βγάλω απ’ το όνειρο, να γίνεις… Πώς να το πω;… Να γίνεις λίγο σαν κι εμένα
Πετούσα τα γράμματα απ’ το παράθυρο, την ώρα που περίμενα να περάσεις
Φυσικά, έβγαζα ένα κοκαλάκι απ’ τα μαλλιά μου και το κούμπωνα στο γράμμα. Για να μην το πάρει ο αέρας. Για να χαϊδέψεις τα μαλλιά μου. Και όπως χάιδευες τα μαλλιά μου, ένοιωσα ότι το ένα δάκτυλο του δεξιού σου χεριού ήταν κάπως χαλασμένο. Λίγο στραβό γιατί το είχες σπάσει και δεν το φρόντισες. Και έτσι έμεινε στραβό. Το έφερα στο στόμα μου και το έγλειψα, σαν γάτα είσαι μού είπες τότε.
Η θάλασσα. Πόσο ήθελα να κολυμπήσουμε. Έβγαλα όλα μου τα ρούχα και σε φώναξα. Καθόσουν σε μια ξύλινη καρέκλα και κοίταζες αλλού. Έκανα ένα βήμα αλλά δεν βρήκε το πόδι μου νερό και η θάλασσα σκοτείνιασε. Σκοτείνιασε κι έγινε πηχτή. Σαν σούπα. Ή σαν αίμα παλιωμένο.
Ένα όνειρο, ένα όνειρο ήταν μόνο, ένας εφιάλτης.
Ξέρεις, βλέπω συχνά εφιάλτες
Γι’ αυτό διστάζω να κοιμηθώ γυμνή.
Είμαστε όμως τόσο όμορφοι! Ας κολυμπήσουμε γυμνοί στην θάλασσα που ακουμπάει το σπίτι.
Μα δεν υπάρχει θάλασσα, μού λες. Πού ξανακούστηκε να ακουμπάει η θάλασσα ένα σπίτι;
Θέλεις να φύγεις, λοιπόν. Μιλάς με τους εφιάλτες μου. Μού λες πως είναι ψεύτικη η θάλασσα γιατί θέλεις να φύγεις. Κι εγώ;…
Και εγώ πού πήγαινα και σ’ έβλεπα σε ράγες παλιού τραίνου να τις διαβαίνεις μ’ ένα παιδικό ποδήλατο;
Κάποτε θα κατέβω τρέχοντας τις σκάλες. Θα σε σταματήσω. Και θα σου πω, έχεις ένα χαλασμένο δάκτυλο, άσε με να σε φιλήσω, να σε χαϊδέψω, να σε γιατρέψω
Να με γιατρέψω…
τρεις ημέρες
Κάθε μέρα αλλάζω. Δηλαδή το σώμα μου. Και είναι κάπως σαν αρρώστια. Αυτό. Που αλλάζω
Έχω έναν καθρέφτη. Μεγάλο. Δεν τον είχα στερεώσει καλά κι έπεσε. Έμεινε όμως ένα μεγάλο κομμάτι, φτάνει ίσαμε λίγο κάτω απ’ την καρδιά μου, να, μέχρι εδώ.
Κάθε πρωί, βγάζω όλα μου τα ρούχα και κοιτάζομαι.
Χθες το είδα.
Μια τρύπα.
Ακριβώς στην καρδιά, δεν το ήξερα και σκεφτόμουνα πολλή ώρα, ποιον έχασα; Δηλαδή, ποιος έφυγε που τον αγαπούσα κι άφησε άδειο αυτό το κομμάτι της καρδιάς μου;
Και μετά σκέφτηκα, ίσως να ήταν πάντα έτσι. Σαν μην χόρταινε η καρδιά μου. Κι ένοιωσα την πείνα της, έτσι, σαν γαργαλητό και σαν ρουθούνισμα και λίγο σαν πόνο.
Αυτό ήθελα να σου πω. Μήπως θέλεις να στο δώσω εσένα αυτό κομμάτι;
Δηλαδή, για να μην είναι άδειο.
Επειδή σε ονειρεύτηκα.
Να κουβαλάς κάτι στην αγκαλιά σου. Κάτι πεθαμένο μάλλον γιατί κάθε τόσο αιμορραγούσε. Σαν να ζωντάνευε για λίγο για να πεθάνει πάλι.
Και σκέφτηκα….
Δηλαδή κατάλαβα…
Πέρασα όλη την άλλη μέρα στο παράθυρο. Σού έγραφα ένα γράμμα. Μα δεν μπορεί να περπατάς μ’ ένα κουφάρι τυλιγμένο στα δάκτυλα που κάθε τόσο να αιμορραγεί!
Μόνο για μια στιγμή έφυγα. Για να κοιτάξω πάλι στον καθρέφτη. Και όταν γύρισα, το γράμμα δεν ήταν εκεί. Και να σκεφτείς ότι δεν το είχα τελειώσει
τέσσερις ημέρες
Ξύπνησα ένα πρωί την ώρα που χάραζε. Και είδα ένα ροζ παράθυρο κολλημένο στον τοίχο. Περίμενα να δω τί θα συμβεί, αλλά δεν συνέβη τίποτα, δηλαδή έμεινε λίγη ώρα έτσι σιωπηλό και ακίνητο και μετά έφυγε.
Κάτι είχα κάνει λάθος μάλλον.
Το άλλο πρωί το ίδιο.
Και σκέφτηκα, φταίει η θέση του κρεβατιού μου. Άρχισα να το μεταφέρω ακριβώς κάτω από το παράθυρο. Όμως είχε πολλά σανίδια κάτω απ’ το στρώμα και βαρέθηκα, έβαλα μόνον τρία. Λοιπόν ξύπνησα στο σκοτάδι και το σώμα μου ήταν κάπως σαν να κυμάτιζε ανάμεσα στα κενά που άφηναν τα σανίδια. Πήγα στον καθρέφτη, σκοτεινός κι αμίλητος αυτός. Και άρχισα να χορεύω, να χορεύω, να χορεύω μέχρι που χάθηκαν τα κύματα. Μετά κοιμήθηκα, μάλλον ήρθε κι έφυγε το τριανταφυλλί παράθυρο και κατάλαβα ότι πάλι λάθος είχα κάνει κι άρχισα να κοιμάμαι στο πάτωμα. Απλώς τώρα δεν το περιμένω πια, γιατί κατάλαβα ότι εάν δεν το περιμένω, αυτό θα έρχεται όταν ξημερώνει, θα φεύγει όταν του καπνίσει αλλά εμένα δεν θα μού λείπει αφού δεν θα το έχω δει. Κάπως έτσι λύθηκε το πρόβλημα. Συνεχίζω, όμως, να κοιμάμαι στο πάτωμα για να μην κτυπάω το κεφάλι μου στο ανοιχτό παραθυρόφυλλο όταν ξυπνάω. Και το κρεβάτι μου δεν κάνει πια κύματα, τρεις λακκούβες έχει, ακίνητες, δεν τις πειράζω.
Αυτό στο λέω για να ξέρεις ότι, κάποτε, δεν ξέρω πότε, μπορεί να μην σε περιμένω, να βγω στον δρόμο, να πω καλησπέρα σε μια γυναίκα ηλικιωμένη που θα κουβαλάει τσάντες απ’ το super market, να περιμένω στη στάση, να βλέπω πού πηγαίνουν τα λεωφορεία μήπως και λαχταρίσω έναν προορισμό.
Τί θέλω να σου πω; Ότι εάν δεν σε περιμένω δεν θα μού λείψεις. Απλώς δεν ξέρω εάν ποτέ θα καταφέρω να βλέπω ακίνητες τις λακκουβίτσες στο κορμί μου χωρίς να σπαράζω απ’ την επιθυμία
.
πέντε ημέρεςΌταν κολυμπάω, νοιώθω κάτι να φεύγει απ’ το γόνατό μου, απ’ το πίσω μέρος δηλαδή, εκεί που είναι μαλακό, δεν ξέρω πώς το λένε και το λέω πίσω γόνατο.
Κανονικά θα έπρεπε να το βλέπω αυτό που φεύγει, αφού το αισθάνομαι θα έπρεπε και να το βλέπω. Το φαντάζομαι λοιπόν. Κάτι γλιστερό, σαν σώμα μέδουσας αλλά σε χρώμα πράσινο. Ανοιχτό. Σαν ν’ αδειάζω, να φεύγει αόρατη η ύλη μου. Ίσως κάποτε να γίνω ψάρι. Επειδή στα όνειρά μου, βλέπω συχνά θάλασσες αλλά δεν μπορώ να μπω, να κολυμπήσω. Και ξυπνάω με τόση έλλειψη, σαν να μου στέρησαν τον αέρα.
La mer, η θάλασσα
La mère, η μητέρα
Λένε πως η μητέρα μου γέννησε ένα μωρό στη θάλασσα αλλά δεν τους είδε κανείς ξανά. Δεν ξέρω. Ίσως απλώς να πνίγηκε. Η μητέρα μου. Το μωρό πάντως δεν ήμουνα εγώ. Αλλά εμένα δεν μού είπε κανείς παραμύθια. Κοκκινοσκουφίτσες και τέτοια.
Κάποιες φορές θυμάμαι μια ζεστή κουζίνα, πολύ μεγάλη. Και ένα κοριτσάκι να κάθεται και να τρώει. Εγώ, δηλαδή. Ήταν και κάποιοι άλλοι στην κουζίνα. Οι γονείς μου μάλλον, τόσα χρόνια που πέρασαν δεν τους θυμάμαι.
Λέω να βγω μια βόλτα τώρα. Να βάλω βολικά παπούτσια και να προσέχω πού πατάω. Την άλλη φορά πάτησα ένα σπασμένο πλακάκι και σωριάστηκα κάτω δεμένη κόμπος. Ήταν κάτι παιδιά και γελούσαν. Γελούσαμε τόσο πολύ που δεν μπορούσαμε να βρούμε την άκρη μου, να με τεντώσουν και να σηκωθώ. Μείναμε ώρες να γελάμε λοιπόν. Μετά σκουπίσαμε λίγο, έτσι, πρόχειρα τα αίματα και ήπιαμε μπύρες. Φυσικά, πρώτα ξεμπέρδεψα φουλάρια, τσάντα και βολάν της φούστα και σηκώθηκα. Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι και γίναμε κάπως φίλοι. Άρα δεν γίνεται να ξαναπέσω, δεν θα κάνω και δεσμό με το πεζοδρόμιο.
Στο άλλο γράμμα θα κλείσω μέσα γιασεμιά. Γιατί κάτι θέλω να σου πω για τα γιασεμιά αλλά όχι ακόμα, απλώς για να το θυμάμαι. Να στο πω. Μην νομίζεις ότι αγαπάω τα λουλούδια. Καθόλου. Απλώς η μαμά μου μύριζε γιασεμί. Ορίστε. Τώρα προδόθηκα. Δεν έπρεπε να στο πω.
τελευταία ημέρα έκτη
Φύγε τώρα
Είσαι έτοιμη να κλάψεις
Στέγνωσε η φωνή σου, πιες λίγο νερό
Και τώρα φύγε
Τα παπούτσια σου
Βάλε τα παπούτσια σου
Και κάτι ζεστό να βάλεις, χιονίζει
Έτσι, ωραία
Φύγε τώρα, τέλειωσες εδώ
Όχι από ‘κει
Απ’ την άλλη μεριά είναι πόρτα
Θα περάσεις από τρία δωμάτια
Να τα μετράς
Δεν ήπιες νερό, πιες νερό
Εντάξει
Σκούπισε το πόδι σου, τρέχει λίγο αίμα, εκεί στο γόνατο
Εντάξει
Κάτσε, κάτσε! Τα μαλλιά σου! Τί έκανες τώρα; Πού θα πας μ’ αυτά τα μαλλιά;
Δεν μ’ ακούς! Ξεσκέπασε το πρόσωπό σου!
Καλά, άστα. Βάλε, όμως, λίγο κραγιόν
Εντάξει, έτοιμη, βγες τώρα
Το χιόνι πρόσεξε, να περπατάς προσεκτικά
Όπα! Πού πας; Εκεί είναι το παράθυρο, από την άλλη μεριά είναι η πόρτα, είπαμε, θα μετρήσεις τρία δωμάτια και…
ΠΟΥ ΠΑΣ; Δεν ακούς; Η πόρτα! Από ‘κει!
ΔΕΝ ΑΚΟΥΣ!
Όχι! Όχι! Δεν γίνεται να τελειώσει έτσι
ΟΧΙ!
[ήχος από χειροκροτήματα]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου