Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2021

Εισαγωγή στο Εικόνες εγκλήματος, Πλέθρον 1999

 http://plethronbooks.gr/sites/default/files/covers/eikones_egklimatos_0.jpg

Η ιδέα της έκδοσης αυτού του  τόμου, γεννήθηκε το χειμώνα  του 1997, όταν ξαναβρέθηκα στην Ιταλία με  εκπαιδευτική άδεια. Στη διάρκεια της εκεί παραμονής μου είχα την ευκαιρία να συνεργασθώ και να ανταλλάξω απόψεις με εκπροσώπους όλων σχεδόν των τάσεων αυτού του χώρου που ορίζεται ως εγκληματολογία. Απόσταγμα αυτής μου  της εμπειρίας υπήρξε η ανάγκη να επανεξετασθούν και να αναδιατυπωθούν  κάποια από τα βασικά ερωτήματα του κλάδου.  Η διαπίστωση, με άλλα λόγια, ότι, προκειμένου να μιλήσει κανείς για την εγκληματολογία και τον ιστορικά διαπιστωμένο ρόλο της, θα πρέπει να βάλει στην «ημερήσια διάταξη» μια συζήτηση  περί  εικόνων εγκληματολογίας ή, ακριβέστερα, για την αναπαράσταση που έχει κανείς για τον κλάδο του και τον ρόλο του ως εγκληματολόγου. Να χρησιμοποιήσει, δηλαδή, ως πραγματολογικό υλικό όχι το έγκλημα αλλά την ίδια την επιστήμη που το μελετά, στις θεωρητικές και εφαρμοσμένες εκδοχές της.  Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο  η συζήτηση για το έγκλημα  εστιάζεται, με τη σειρά της, σε εικόνες, αναπαραστάσεις και όχι μόνον στην οντολογική του πραγματικότητα. 

            Ενόψει αυτού του στόχου, σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να μελετηθεί το έγκλημα μέσα από το λόγο πολιτισμικών προϊόντων (ΜΜΕ, λογοτεχνία, "παραλογοτεχνία", κόμικς, φωτογραφία) στη διαπλοκή του  με τον επιστημονικό λόγο.

            Οι Εικόνες εγκλήματος δεν είναι ένα ακόμη βιβλίο εγκληματολογίας, καθώς η θεματική του διαρρηγνύει τα (επιστημολογικά και ιδεολογικά) όρια αυτού του κλάδου θέτοντας, ενίοτε, υπό αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη του ως αυτόνομου επιστημονικού χώρου. Με αυτήν την έννοια δεν απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό ειδικών.ούτε, ίσως, σε ένα κοινό "μη ειδικών", το οποίο θα ήθελε μια "εκλαϊκευμένη" εκδοχή των αιτίων του εγκλήματος ή των μεθόδων αντιμετώπισης του. Ως ένα βαθμό / Σε μεγάλο βαθμό] απαντά ακριβώς σε αυτό το κλίμα "ηθικού πανικού" το οποίο τροφοδοτεί, στο επίπεδο της κοινής γνώμης, εικόνες βίας και "ανεξέλεγκτης έξαρσης" της εγκληματικότητας. Πόσο "αθώες" είναι αυτές οι εικόνες που παράγουν όχι μόνον τα ΜΜΕ αλλά και η ίδια η εγκληματολογία [επιστήμη]; Μέσα από ποια φίλτρα διυλίζεται, αναπλάθεται, ανακατασκευάζεται αυτό που προσλαμβάνεται κοινωνικά ως έγκλημα και κοινωνικός έλεγχος; Αυτά τα ερωτήματα εξετάζει, για τον αναγνώστη ο οποίος ενδιαφέρεται να "αποκωδικοποιήσει" αυτές τις εικόνες, να ανιχνεύσει τις διαδικασίες κοινωνικής κατασκευής τους. Περιεχόμενο του αποτελούν οπτικές του "διαλόγου" μεταξύ επιστήμης και  προϊόντων μαζικής κουλτούρας, ενός "διαλόγου" ο οποίος - όπως αναδεικνύεται μέσα από τις επί μέρους συμβολές - μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές.

            Πέρα από τους ιταλούς συναδέλφους, με τους οποίους είχε αρχίσει η συζήτηση του εγχειρήματος, η συνεργασία επεκτάθηκε και σε έλληνες, προερχόμενους από διάφορους επιστημονικούς χώρους, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα ευρύ πλαίσιο απόψεων και προβληματισμού γύρω από το αντικείμενο.

            Μια  φιλοσοφική προσέγγιση του θέματος, με αφορμή το λόγο του Ντοστογιέφσκι  για το έγκλημα, συνιστά το άρθρο του Αλέξανδρου Χρύση, Έγκλημα και Ιστορία: Από τη φιλοσοφία του Ντοστογιέφσκι στην πράξη του Ρασκόλνικοφ.  Στο άρθρο αυτό, το οποίο επικεντρώνεται στον περίφημο διάλογο μεταξύ του Ρασκόλνικοφ και  του ανακριτή Πορφύρη Πετρόβιτς,  η συζήτηση για το έγκλημα εντάσσεται σε μια προοπτική Φιλοσοφίας της Ιστορίας  και αποκτά, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας,  δραματική επικαιρότητα στην εποχή μας,:

"Όπως είναι γνωστό, ο Ρασκόλνικοφ του Ντοστογιέφσκι θα ενδώσει, βέβαια, στη λογική των μεγάλων ανδρών της Ιστορίας. Ίσως, όπως θα μας εξομολογηθεί  αργότερα ο συγγραφέας, όχι μόνο για να υπηρετήσει το γενικό καλό της ανθρωπότητας, αλλά και για να δοκιμάσει τα όρια του, να εξερευνήσει τελικά αν είναι κοινός εγκληματίας ή εξαίρετος άνθρωπος που εγκληματεί για να λυτρώσει τους συνανθρώπους του"

            Δύο άρθρα κλινικών εγκληματολόγων,  του Alfredo Verde και του Adolfo Francia, αναδεικνύουν  ότι η  κλινική εγκληματολογία, χρησιμοποιώντας ως πραγματολογικό υλικό τον αφηγηματικό λόγο, τη μυθοπλασία, μπορεί να παρέχει μια εναλλακτική χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων της στην οποία  διαπιστώνει κανείς  μια ριζοσπαστική δυναμική.

            Ο Alfredo Verde,  στο άρθρο του Ο αθώος δολοφόνος: Έγκλημα, δίκη και ποινή στο "Ο Ξένος" του Αλμπέρ Καμύ,  διαχειρίζεται το έργο του Καμύ   ως κλινική περίπτωση προκειμένου να μελετήσει  "τη διάρθρωση της σχέσης ανάμεσα  στον ένοχο, στα υποσυνείδητα κίνητρα του εγκλήματος,  στη δίκη και  στη συλλογική εκδίκηση, καθώς και στην υποσυνείδητη σκοπιμότητα της ποινής για τον ένοχο και την κοινωνία". Εξετάζεται, κατά συνέπεια, από μια κλινική σκοπιά  τόσο ο πρωταγωνιστής - ο λόγος του "αφηγηματικού εγώ" - όσο και η κοινωνική αντίδραση και η συλλογική εκδίκηση, καθώς το έγκλημα και η αντίδραση σ' αυτό προσεγγίζονται  στη διαπλοκή τους ως ενιαίου φαινομένου.

            Με τα ίδια μεθοδολογικά εργαλεία  ο Adolfo Francia επιχειρεί μια ψυχοδυναμική προσέγγιση στον Ισοβίτη του Αρκά.  Μέσα από την ανάλυση των επί μέρους ηρώων και καταστάσεων, ο συγγραφέας  ενδιαφέρεται να αναδείξει  τη θεμελιώδη ψυχολογική κατάσταση του ισοβίτη, ενώ ο χώρος δράσης των ηρώων, η φυλακή, προσεγγίζεται ως τόπος του κοινωνικού και ατομικού ψυχικού χώρου, όπου, όπως αναφέρει ο συγγραφέας,  "με την ιδιότητα της  ως αμφιθυμικά επενδεδυμένου αντικειμένου, αντιπροσωπεύει  τόσο την εξωτερίκευση της θλίψης και της καταδίωξης, όσο και τον ύστατο τόπο του συναισθηματικού περιορισμού".            

            Οι ιδεολογικές πρακτικές εδραίωσης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου λόγου για το έγκλημα και τον κοινωνικό έλεγχο, αποτελούν το ειδικότερο αντικείμενο άλλων άρθρων, τα οποία αναφέρονται, κατά κύριο λόγο, σε εικόνες, αναπαραστάσεις του εγκλήματος και, εν μέρει, της εγκληματολογίας.  Ένα από τα  σημαντικά ζητήματα που τίθενται,  είναι  ότι ο λόγος των προϊόντων μαζικής κουλτούρας αντικατοπτρίζει (και εναρμονίζεται απόλυτα με) τον επιστημονικό λόγο όπως αυτός διαμορφώνεται στο πλαίσιο των εκάστοτε κοινωνικών συμφραζομένων. Με αυτήν την έννοια, οι εγκληματολόγοι  και οι λοιποί "ειδικοί"  ή θεσμικοί διαχειριστές  του προβλήματος,  αποτελούν  βασική κατηγορία αυτών που ο S.Hall αποκαλεί "πρωταρχικά προσδιορίζοντες" (primary definers), αυτών, δηλαδή, που διαμορφώνουν τους κυρίαρχους ορισμούς για το έγκλημα και τον εγκληματία, αποτελώντας, κατά συνέπεια, πρωταρχική πηγή κοινωνικών αναπαραστάσεων.

            Η σχέση επιστημονικού λόγου και αναπαραστάσεων του εγκλήματος, αναδεικνύεται κατ' αρχάς στο, εισαγωγικό αυτού του τόμου, άρθρο του D.Melossi, Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία.  Στο κείμενο αυτό πραγματολογικό υλικό για τη μελέτη των αναπαραστάσεων του εγκλήματος και του εγκληματία αποτελεί η ίδια η εγκληματολογία. Κεντρικό επιχείρημα του άρθρου είναι ότι τόσο ο επιστημονικός λόγος για το έγκλημα και τις μορφές διαχείρισης του, όσο και η αναπαράσταση του εγκληματία στο μυθοπλαστικό λόγο και τις εικόνες που διαμορφώνονται στην κοινή γνώμη,  είναι θέματα δομικά καθορισμένα από το είδος και τα χαρακτηριστικά  της κοινωνίας στο πλαίσιο της οποίας παράγονται και αναπαράγονται αυτές οι εικόνες.

            Παραπέμποντας  στο άρθρο του D.Melossi,  θα μπορούσαμε  να επικαλεστούμε την αναγκαιότητα επανασύνδεσης της μελέτης του εγκλήματος και του κοινωνικού ελέγχου με τις σταθερά μεταβαλλόμενες δομικές μεταβλητές, διαφορετικά η συζήτηση περί εγκλήματος καθίσταται απλώς ένα ζήτημα "ηθικής διαπαιδαγώγησης". Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια απάντηση στο ερώτημα πόσο επίκαιρη είναι σήμερα ή τι σκοπιμότητα μπορεί να εξυπηρετεί  μια συζήτηση περί "εικόνων εγκλήματος" ή (μεταβαλλόμενων) αναπαραστάσεων του εγκληματία. Και είναι ακριβώς αυτό το ζήτημα της "ηθικής διαπαιδαγώγησης" - βασικό συνεκτικό υλικό  των επί μέρους συμβολών - ένα ζήτημα  που  θα πρέπει, ίσως, να επανεξετάσουμε σε μια περίοδο όπου αναβιώνουν καθαρά κατασταλτικά μοντέλα κοινωνικού ελέγχου, εμφανίζεται κυρίαρχο το αίτημα περί νόμου και τάξης και ο παραβάτης του νόμου επενδύεται και πάλι την ιδιότητα του "εχθρού", του "ξένου" που θα πρέπει να εξοστρακισθεί από το κοινωνικό σώμα.

            Αν επιχειρήσει κανείς  μια ανασύσταση της ιστορίας της εγκληματολογίας, από τις βεβαιότητες του θετικιστικού μοντέλου μέχρι την αμφισβήτηση της  υπόστασης της ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου - μια συζήτηση που πυροδότησε η "στρατευμένη" εγκληματολογία του τέλους της 10ετίας του '60 και συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στο περιθώριο της "ακαδημαϊκής" εγκληματολογίας -  θα διαπιστώσει ότι   δεν πρόκειται για μια εξελικτική πορεία  αλλά, εντέλει,  για μια ανακύκλωση  της συζήτησης περί αντεγκληματικής πολιτικής.. Σε μεγάλο βαθμό, οι ίδιες οι κριτικές προσεγγίσεις  δεν αναπτύσσονται πλέον διαμέσου, αλλά παρακάμπτοντας  το θεωρητικό μοντέλο μιας επιστήμης κριτικής, ικανής να θέτει ερωτήματα γύρω από την κοινωνική δομή και τους μηχανισμούς εμπέδωσης και αναπαραγωγής της. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η θεωρία,  η συγκρότηση ενός θεωρητικού  corpus γύρω από το έγκλημα και τον κοινωνικό έλεγχο, μοιάζει να εξοστρακίζεται ενόψει της ανάγκης για μια άμεση, πρακτική παρέμβαση μέσω της μεταρρύθμισης των ποινικών ή της προώθησης εξωποινικών θεσμών ελέγχου του εγκλήματος. Σ' αυτό το πλαίσιο, το κυρίαρχο "θετικιστικό" παράδειγμα  αποδεικνύει για μια ακόμα φορά την ικανότητα του ν' απορροφά τους κραδασμούς και να επιβιώνει αλώβητο, τουλάχιστον ως προς το σκληρό πυρήνα του. να παράγει ορισμούς  και ερμηνείες της πραγματικότητας του εγκλήματος και να νομιμοποιεί τις κυρίαρχες επιλογές στο χώρο του κοινωνικού ελέγχου.

            Ο Τηλέμαχος Σεράσης στο άρθρο του Η χαμένη τιμή της Εγκληματολογίας, αναφέρεται στην επιστημολογική και ιδεολογική αμφισβήτηση του κλάδου που είχε ήδη ξεκινήσει από τη δεκαετία του '60,  κορυφώθηκε στο κίνημα "αποδόμησης" του κατά τη  δεκαετία του '70 για να αναδιπλωθεί, από τα μέσα της δεκαετίας του '80, μέσα από τις διάφορες εκδοχές του "αριστερού ρεαλισμού", στην επανασύνδεση της εγκληματολογίας με την αντεγληματική πολιτική. Όπως επισημαίνει,

               Η διασύνδεση της  (της εγκληματολογίας) με την εξουσία -  σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο - είναι σήμερα προφανέστερη από ποτέ …. Κατά συνέπεια είναι αμφίβολο κατά πόσο - παρά το υψηλό θεωρητικό τους επίπεδο - οι (εναπομείνασες) κριτικές προσεγγίσεις είναι δυνατό να αναδιαμορφώσουν το ιδεολογικό και θεωρητικό υπόβαθρο της εγκληματολογίας. Πιθανότερη (και ισχυρότερη) φαίνεται μια συνεχής διαδικασία προσαρμογής (ανάλογη με τη μετατροπή του "αριστερού ιδεαλισμού" σε "αριστερό ρεαλισμό").

               Κατά τον συγγραφέα, αυτή η (εγγενής) σχέση εγκληματολογίας και εξουσίας καθιστά την ίδια την επιστημονική υπόσταση του κλάδου προβληματική, με αποτέλεσμα να γίνεται επιτακτική η ανάγκη μιας συνολικής επανεξέτασης της (επιστημονικής) μελέτης του εγκλήματος και του κοινωνικού ελέγχου.

            Αν στα "ταραγμένα" χρόνια του τέλους της δεκαετίας του '60 και της δεκαετίας του '70  η αναπαράσταση του εγκλήματος και του εγκληματία, όπως αναπτύσσεται στο άρθρο του D.Melossi, χαρακτηριζόταν από μια "ελαστικότητα" καθώς, σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, ενείχε στοιχεία  ηρωισμού και καινοτομίας,  σήμερα διανύουμε εκ νέου μια περίοδο "ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών" κι αποκατάστασης  της εικόνας του "δημόσιου κινδύνου".

            Στην αποκατάσταση αυτής της εικόνας συντέλεσε και η μαζική εισροή,  σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε., οικονομικών μεταναστών  προερχόμενων  κυρίως από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης.  Το "πρόβλημα της εγκληματικότητας των ξένων" κατέστη κυρίαρχο θέμα  της εγκληματολογικής έρευνας των τελευταίων χρόνων και αναζωπύρωσε τη συζήτηση περί της αναγκαιότητας  για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων κατά του εγκλήματος, ενώ, κάτω από την ομπρέλα της εξαιρετικά περιεκτικής έννοιας του "κοινωνικού αποκλεισμού" στεγάστηκαν  ποικίλες κατηγορίες  αποκλειόντων και αποκλειομένων.  Το πλήθος των σχετικών  προγραμμάτων και ερευνών επιβεβαιώνει, ίσως, την άποψη του H. Steinert, όπως αναφέρεται στο άρθρο του Τ.Σεράση, ότι  η εγκληματολογία αποτέλεσε μια "θεσμοθετημένη μορφή γνώσης σχετικά με τις ομάδες που έπρεπε να αποκλεισθούν". Όπως είναι προφανές, οι δομικές κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που προκάλεσαν  και (αναπόδραστα) επακολούθησαν το φαινόμενο της ξένης μετανάστευσης, έμειναν για μια ακόμα φορά (με ελάχιστες εξαιρέσεις) στο απυρόβλητο, παίρνοντας  τη μορφή σύντομων εισηγητικών κειμένων  στο βασικό corpus των προτάσεων για την αντιμετώπιση του φαινόμενου ή περιοριζόμενες στην επίκληση γνωστών, δοκιμασμένων ερμηνευτικών σχημάτων που παρήγαγε  επί ένα αιώνα η επιστήμη της εγκληματολογίας.

            Ωστόσο, το "πρόβλημα της εγκληματικότητας των ξένων"  διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πεδίο για τη μελέτη των κοινωνικών αναπαραστάσεων του εγκλήματος και του εγκληματία και τις διαδικασίες νομιμοποίησης των κατασταλτικών μορφών διαχείρισης κοινωνικών προβλημάτων και συγκρούσεων. Σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο κινούνται τα άρθρα των  Χριστίνας  Κωνσταντινίδου, Κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος: Η εγκληματικότητα των Αλβανών μεταναστών στον αθηναϊκό τύπο  και του Alberto D' Elia,  Η παρέκκλιση του ξένου μετανάστη στα μέσα ενημέρωσης: Αποτελέσματα έρευνας στο Salento, τα οποία αναφέρονται στις κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος και τα ΜΜΕ, και ειδικότερα στην ανάλυση του  ρόλου των ΜΜΕ στην ανάπλαση και αναπαραγωγή της πολυσύνθετης πραγματικότητας του εγκλήματος  σ' ένα συμβολικό επίπεδο, αυτό της είδησης.

            Το βασικό θεωρητικό ζήτημα το οποίο πραγματεύεται η Χριστίνα Κωνσταντινίδου αφορά στον ιδεολογικό ρόλο των ΜΜΕ, στο ζήτημα της κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας, στην παραγωγή της κοινωνικής συναίνεσης. Η συγγραφέας αναλύει την κατασκευή ενός κύματος εγκληματικότητας - το οποίο επικεντρώνεται στην εγκληματικότητα των Αλβανών οικονομικών μεταναστών - και το συνδέει μ' ένα ευρύτερο κλίμα  "ηθικού πανικού" που εκδηλώνεται στην ελληνική κοινωνία, για να επισημάνει την απουσία ενός πραγματικά εναλλακτικού πλαισίου το οποίο θα είχε να αντιτάξει ο "προοδευτικός" λόγος των ΜΜΕ. Έτσι, σ' ένα λίγο-πολύ ενιαίο πλαίσιο κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας:

Ο ηθικός πανικός, του οποίου βασική λειτουργία είναι να "αποπροσανατολίζει" την "κοινή γνώμη" και να δίνει βάρος στα συμπτώματα της κοινωνικής κρίσης και όχι στα αίτια της, μετατοπίζει τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας  (….) προς μια στροφή στην ανασφάλεια για την έλλειψη κρατικής "προστασίας" και αστυνόμευσης, γεγονός που νομιμοποιεί την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών και τη γενικότερη άσκηση κρατικής βίας και εξουσίας.

               Ο  Alberto D' Elia πραγματεύεται το ζήτημα των συλλογικών πρακτικών αποκλεισμού  συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών, όπως αυτές αντικατοπτρίζονται στο επίπεδο του λόγου των ΜΜΕ.  Η ανάλυση του  για τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τα ΜΜΕ  την παρέκκλιση του οικονομικού μετανάστη βασίζεται  στον παραλληλισμό των δύο κατηγοριών, "ξένος" και "παρεκκλίνων". Επικεντρώνεται, κατά συνέπεια,   στο επίπεδο των αντιπαραθέσεων που επιτελούνται στη σφαίρα ταυτοποίησης της ομάδας αναφοράς, καθώς  η έννοια του ξένου (του παρεκκλίνοντα) δεν υποδηλώνει μια οντολογική πραγματικότητα, αλλά μια σχέση,  τον ένα πόλο ενός μοντέλου αλληλεπίδρασης το οποίο περιλαμβάνει επίσης και τον αντίθετο πόλο. Ο λόγος των ΜΜΕ, κατά τον συγγραφέα,  εντάσσεται στο πλαίσιο "αυτής της διεργασίας σύγκρισης/σύγκρουσης, αναπαράγοντας αναλλοίωτες τις εικόνες και τα στερεότυπα  που προκαλούν στο θυμικό μας  ορισμένες διαταρακτικές μορφές, όπως ακριβώς ο ξένος".

               Το άρθρο του Πέτρου Μαρτινίδη, Περί παραλογοτεχνικού κλίματος του εγκλήματος και των συνεπειών του (Ποιητικές αδικοπραγίες από τον Ε.Α.Πόε και εντεύθεν), μεταφέρει τη συζήτηση στο χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος και των εικόνων του εγκλήματος, του εγκληματία,  της φυλακής, αλλά και των φορέων του κοινωνικού ελέγχου τις οποίες παράγει  αυτό είδος "παραλογοτεχνίας". O συγγραφέας, επικαλούμενος την ρήση του Όσκαρ Ουάιλντ, ότι η τέχνη επηρεάζει τη ζωή περισσότερο από όσο η ζωή την τέχνη,  υπογραμμίζει:

            Με άλλα λόγια, τα ποικίλα  "επιμύθια" μιας υπερεκατονταετούς παραλογοτεχνικής παραγωγής διατηρούν ένα κρίσιμο ποσοστό συμμετοχής στις κατά καιρούς σταθμίσεις της αδικοπραγίας και στη γενική "επιθυμία" καταστολής της. Εξεικονίζοντας στο ευρύ κοινό τύπους εγκληματιών και εκδηλώσεις της δράσης τους, τα  εν λόγω έργα αναδιαμορφώνουν τους "ορίζοντες υποδοχής" των πραγματικών δεδομένων της παραβατικότητας, της οργανωμένης δίωξης της και των συνθηκών σωφρονισμού.

            Τα τελευταία άρθρα του τόμου αφορούν σε εικόνες φυλακής, στην αναπαράσταση του χώρου έκτισης της κυρίαρχης ποινής, του εγκλεισμού.

            Στο άρθρο μου, Κοινωνικές αναπαραστάσεις της φυλακής και κόμικς: Η περίπτωση του "Ισοβίτη" του Αρκά,  το συγκεκριμένο κόμικς διαβάζεται ως ένας  λόγος για τη φυλακή, ο οποίος όχι απλώς δεν εναρμονίζεται με τον κυρίαρχο αλλά, αντίθετα, κοινοποιεί έναν "ανατρεπτικό", θα μπορούσαμε να πούμε, ιδεολογικό περιεχόμενο: η φυλακή του Ισοβίτη αναπαρίσταται ως μια ανελαστική αποκοινωνικοποιητική δομή, χωρίς (δι)εξόδους, κατ' αναλογία προς το, δομικά αντιφατικό, σχήμα αποκλεισμού/επανένταξης στο οποίο βασίζονται οι σύγχρονοι σωφρονιστικοί κώδικες.

            Το άρθρο του M.Pavarini,  Ο μύθος της "σωφρονιστικής λύτρωσης", το οποίο επελέγη για να κλείσει το συλλογικό έργο,  σχολιάζει την εικονογραφική αναπαράσταση της ποινής  με βάση ένα επίσημο, αρχειακό, φωτογραφικό υλικό από τις ιταλικές φυλακές.

Οι  D.Melossi και M.Pavarini, εξ άλλου, είναι οι συγγραφείς ενός από τα σημαντικότερα έργα που έχουν γραφτεί για τη φυλακή, για τα τιμωρητικά συστήματα γενικότερα, το  Carcere e Fabbrica. Alle origini del sistema penitenziario (il Mulino, Bologna,  1977). Το έργο αυτό πραγματεύεται τη σχέση μεταξύ φυλακής και εργοστασίου για  να αναδείξει τις αναπόσπαστα συνδεδεμένες  οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες των τιμωρητικών συστημάτων, τον πραγματικό, ιστορικά διαπιστωμένο ρόλο τους.

            Σε μια περίοδο όπου, όπως προαναφέρθηκε,  η θεωρητική αναζήτηση, τα ερωτήματα που θα μπορούσε να θέσει μια κριτική θεωρία για την ποινή, έχουν υποχωρήσει ενόψει της μεταρρυθμιστικής πρόθεσης για  "μια καλύτερη φυλακή", είναι ίσως  αναγκαίο να ξανανοίξει μια συζήτηση για ένα ζήτημα το οποίο, όπως αναφέρει ο M.Pavarini στο άρθρο του, "είχε μείνει σε εκκρεμότητα αλλά ποτέ δεν έληξε". Το άρθρο αποτελεί ανάλυση  μιας "αναπαράστασης της αναπαράστασης", καθώς, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, "η σωφρονιστική φωτογραφία είναι εξ ορισμού και κατ' εξοχήν, πάντα και οπωσδήποτε ιδεολογική με τη διττή έννοια της «θεώρησης» και της «παραποίησης» της πραγματικότητας". Το φωτογραφικό υλικό παρεμβάλλεται  στο κείμενο με τη δομή ενός παραμυθιού, παίρνοντας, έτσι, τη μορφή  σκηνοθέτησης  της  αναμορφωτικής ιδεολογίας και αποτελώντας  μια ακόμα αφορμή για το σχολιασμό της.

             

            Η ιδέα για τον τίτλο του τόμου, Εικόνες Εγκλήματος, είναι αποτέλεσμα συζήτησης με τον Πέτρο Μαρτινίδη. Σ' όλη αυτή την περίοδο που προετοιμάζεται η έκδοση,  με τον Τηλέμαχο Σεράση, ο οποίος επωμίστηκε ένα μεγάλο μέρος του βάρους  της,  εξαντλήσαμε (και εξαντληθήκαμε σε ατέλειωτες συζητήσεις για) τα θεωρητικά  και τεχνικά  ζητήματα που ανέκυπταν. Σ' αυτόν, εξάλλου, οφείλεται  η ιδέα και η υλοποίηση του εξωφύλλου.  Με τον Alberto D' Elia  αναπτύχθηκε μια πολύσημη συζήτηση γύρω από τις εκδοχές και συνεκδοχές του μύθου της Κοκκινοσκουφίτσας.   Ο καθένας τους, με τον τρόπο του,  με βοήθησε στην υλοποίηση αυτού του εγχειρήματος και τους ευχαριστώ.

            Ένας συλλογικός τόμος δεν προϋποθέτει πάντα συλλογική δουλειά. Ενίοτε είναι  ένα σύνολο  συμβολών που ο καθένας  εκπονεί στον ιδιωτικό του χώρο  και, εν συνεχεία, παραδίδει στον επιμελητή της έκδοσης για τα περαιτέρω. Τελειώνοντας, όμως, αυτό το εισαγωγικό σημείωμα θα ήθελα να υπογραμμίσω το πιο σημαντικό, ίσως, στοιχείο  της εμπειρίας μου από την επιμέλεια της έκδοσης αυτού του τόμου:  μια αίσθηση ουσιαστικής συλλογικότητας, την οποία δημιούργησε η συνεχής επικοινωνία και συνεργασία  με τους συγγραφείς. Έτσι,  θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συνεργάτες του τόμου για την πολύτιμη συμβολή τους.

            Θα ήθελα όμως να ευχαριστήσω και μια σειρά από φίλους και συναδέλφους,  οι οποίοι συνέβαλαν σ' αυτή την προσπάθεια.

            Τον Γρηγόρη Βασλαματζή, αναπληρωτή καθηγητή Ψυχιατρικής, για την βοήθεια του στην απόδοση της ορολογίας  ψυχαναλυτικών όρων. Τους Νίκο Κοταρίδη, επίκουρο καθηγητή Ιστορίας, Ελένη Παπαχρίστου, επ. βοηθό Κοινωνιολογίας, Μελίνα Σεραφετινίδου, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας, και Ξένια Βαρβαρέσσου, ψυχολόγο, για τις εποικοδομητικές παρατήσεις τους επί του συνολικού εγχειρήματος. Ευχαριστώ, ακόμα, το φίλο μου Γεωργάκο Κοταρίδη, για την (ακούσια) πολύτιμη συμβολή του.

           

            Κάθε είδους εγχείρημα γίνεται βαρύτερο χωρίς τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά μας. Για την ανοχή και, κυρίως, για τη συμπαράσταση τους σ' όλο αυτό το διάστημα της προετοιμασίας της έκδοσης, το μεγαλύτερο ευχαριστώ ανήκει στον Βασίλη Ανανιάδη  και τη μικρή Νεφέλη, στους οποίους αισθάνομαι την ανάγκη να αφιερώσω αυτό το βιβλίο.

                       

Α.Κ.

 

Αθήνα,  Οκτώβρης 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου