Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Μάριος Εμμανουηλίδης, Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος


αποσπάσματα από το βιβλίο, 
Μ. Εμμανουηλίδης – Α. Κουκουτσάκη,
Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Futura, Αθήνα 2013
(εισαγωγικά σημεία)

«…με απανωτές προσθήκες, όχι με βάση το σκίτσο.
Κάθε κομμάτι είναι αυτάρκες,
και ωστόσο δεν είναι
παρά το μικρό διάστημα των διπλανών του»
R. Barthes[1]
Το κείμενο δεν θέτει τη Χρυσή Αυγή (στο εξής ΧΑ) ως το αυτόνομο ερευνητικό αντικείμενό του. Η ΧΑ μπορεί να ήταν η αφετηρία του ερευνητικού ενδιαφέροντος, δεν ήταν όμως και το τέρμα του, δεν ήταν ο σκοπός του. Ο σκοπός του κειμένου δεν είναι να ορίσει τη ΧΑ ως σημειακό αντικείμενο, ως το αποτέλεσμα του συνόλου των δυνάμεων που το καθορίζουν και το εξηγούν, αλλά να την εντάξει σε ένα στρατηγικό πεδίο δράσεων και δυνάμεων που οι μετατοπίσεις, οι καμπυλώσεις, οι εντάσεις τους όρισαν την πιθανότητα της δυναμικής της παρουσίας της ΧΑ. Συνεπώς, το κείμενο δεν ξεκινά και δεν τελειώνει με το αντικείμενο ΧΑ, αλλά εφάπτεται με αυτό −άλλοτε απλώς το υπονοεί ή άλλες φορές βρίσκεται μακριά του, για να καταλήξει πιθανά σε αυτό. Η ΧΑ κυκλοφορεί σαν ιός μέσα στο κείμενο −κάπου χάνεται, άλλες φορές εμφανίζεται ως η απόληξη κάποιων γραμμών του, για να ολοκληρώσει τη λειτουργία του στην κατάληξή του. Παρουσιάζονται, συνεπώς, γραμμές έρευνας οι οποίες πλέκονται, αρθρώνοντας επίπεδα, αντικείμενα και χρονικότητες. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κατασκευή ενός διευρυμένου, με ένθετα, διακοπές και επαναλήψεις, και μάλλον αποσπασματικού χάρτη. Αυτή η διεύρυνση του ερευνητικού πεδίου (όπου τα ένθετα και οι διακοπές εκτίθενται ως μητρικά κύτταρα έρευνας, και οι επαναλήψεις εξειδικεύουν ή οδηγούν αλλού τη σκέψη) και η συναφής έκθεση θεωρήθηκαν απαραίτητες ως στάση απορίας, ακόμη και αμηχανίας, μπροστά στο φαινόμενο της ΧΑ. Καμία άλλη στάση δεν είναι επαρκής με δεδομένη την πυκνή χρονικότητα της στρατηγικής των εξουσιών, των πρακτικών αντίστασης και ελευθερίας που όρισαν την πιθανότητα της παρουσίας της ΧΑ και οριοθετούν τη δραστικότητά της.
Στο σημείο αυτό ας σημειώσουμε τη μερικότητα του εγχειρήματος, όχι γιατί, όπως κάθε εγχείρημα είναι μερικό και, ως εκ τούτου σφάλλει, αλλά γιατί, αν η πιο σοβαρή απαίτηση από τον εαυτό μας είναι να εντοπίζουμε «όλες τις παραλλαγές του φασισμού, από τους πιο τεράστιους που μας περιστοιχίζουν και μας συνθλίβουν μέχρι τους μικρούς φασισμούς που συνιστούν την τυραννική πικράδα της καθημερινής μας ζωής, […]τα πιο αδιόρατα σημάδια του φασισμού στο σώμα»,[2] το παρόν κείμενο έρχεται αντιμέτωπο μόνο με το φασισμό και το ρατσισμό που μας περιστοιχίζουν και μας συνθλίβουν. (σ. 15-16)

[…] Αντίθετα, τα ερωτήματα που διαπερνούν το κείμενο είναι διαφορετικά: Ως μορφή άσκησης εξουσίας, πώς η παρουσία της [XA] κατέστη πιθανή εντός της αναδιάταξης των συστημάτων εξουσιών που σχετίζεται με την καπιταλιστική κρίση και τη διαχείρισή της; Πώς συντονίζεται με τις άλλες μορφές εξουσιών, ή ποιες εντάσεις επιφέρει στο συντονισμό των εξουσιών; Ποιά είναι η δράση της ΧΑ ως διακυβέρνηση και κυριαρχία επί των κοινωνικών σχέσεων σε συνθήκες κρίσης της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής, ποια είναι η λειτουργία της σε σχέση με την κρίση και την κρατική στρατηγική διαχείρισης της κρίσης; Ποιες είναι οι δράσεις ή αντι-δράσεις ή και τα κενά που κατέστησαν πιθανή τη δραστικότητα του ρατσιστικού και φασιστικού λόγου, ακόμη και την αποδοχή των τεχνικών της; Συνοπτικά, στο παρόν κείμενο μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε τις συνθήκες που επέτρεψαν και συγκρότησαν την πιθανότητα εμφάνισης της ΧΑ,[3] τη στρατηγική της λειτουργία, και όχι τα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής του ρατσισμού-φασισμού, αυθόρμητου, κομματικού ή κρατικού. (σ. 18-19)

On Kawara, One Million Years (detail), 1999

[…] Αυτή η μορφή κρατικής παρουσίας [μια κρατική εξουσία που τείνει να ασκείται ως εξουσία ανώτατης αρχής (sovereignty)] είναι ο σπασμός ενός κράτους σε κατάσταση μειωμένης δυνατότητας κατανόησης και άσκησης ελέγχου επί των πραγμάτων, σε κατάσταση αδυναμίας εγγύησης της οικονομίας και του πλούτου του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της αναδιάταξης των σχέσεών του με το κεφάλαιο. Αυτή η εγγυητική αδυναμία αλλοιώνει την έννοια της «εισαγωγής της οικονομίας στην πολιτική»,[4] ως βασικό ζήτημα της κρατικής κυβερνολογικής (και μέτρο της αποτελεσματικότητας του κράτους), και μετατρέπεται σε γυμνή και πλήρη εισαγωγή της οικονομίας στην κοινωνία ως παράκαμψη της πολιτικής από την οικονομία. Το μέτρο της αποτελεσματικότητας της πολιτικής γίνεται η γυμνή πολιτική δυνατότητα εισαγωγής της οικονομίας στη ζωή του πληθυσμού χωρίς τη μεσολάβηση της εισαγωγής της οικονομίας στην πολιτική (ως κρατική κυβερνολογική τεχνολογία). Πρόκειται για το ‘παράδοξο’ της βίαιης και σπασμωδικής κίνησης αποκρατικοποίησης (στα όρια της αποκυβερνοποίησης) της κοινωνίας με την άσκηση τεχνικών και μεθόδων που παραπέμπουν στην κρατικοποίηση της κοινωνίας.

Η εν λόγω αποκρατικοποίηση της οικονομίας δεν σχετίζεται ούτε με την αναζήτηση της ισορροπίας μέσα από την ανταλλαγή στην αγορά, κατά το κλασικό φιλελεύθερο πλάνο, ούτε με το ζήτημα της άμεσης παρέμβασης του κράτους επί της παραγωγής και της αναπαραγωγής της εργασίας ως στοιχείου μεταφοράς στο κράτος του κεφαλαιακού ρίσκου, αλλά ούτε ακόμη και με τη νεοφιλελεύθερη συνθήκη κατά την οποία το κράτος απλώς ρυθμίζει τους γενικούς κανόνες λειτουργίας της οικονομίας, δηλαδή την κοινωνία ως επιχείρηση και το άτομο ως κεφάλαιο. Πρόκειται περισσότερο για τη συνθήκη όπου το κράτος πλέον αδυνατεί να κατανοήσει και να ελέγξει τις ροές του κεφαλαίου, καθώς αυτές αδιαφορούν για το κράτος, το παρακάμπτουν ή το διασχίζουν, το διαπερνούν, το δε κεφαλαιακό ρίσκο, ως ανάληψη και επιμερισμός των κινδύνων, το εγγυώνται τα στοιχεία εργασίας και περιουσίας του πληθυσμού, η ίδια του τη ζωή.[5] Αυτή η παράκαμψη του κράτους από το κεφάλαιο θέτει σε κρίση το κράτος που καταφεύγει στον πληθυσμό και στην εργασία του για τη διατήρηση της ύπαρξής του.[6] Καθώς, λοιπόν, δεν πρόκειται για μια διελκυνστίδα μεταξύ κράτους και κεφαλαίου για τη διαχείριση της οικονομίας, ίσως το όνομα του (νεο)φιλελευθερισμού δεν αποδίδει με ακρίβεια την κατάσταση.

Αν αυτό το συνοπτικό περίγραμμα της κατάστασης έχει βάση, τότε οι κλασικές διαδικασίες νομιμοποίησης του πολιτικού καθεστώτος έχουν καταστεί επισφαλείς ή ανίσχυρες. Κι αυτό που απέμεινε, προς το παρόν, ίσως να είναι η άσκηση της πολιτικής ως επιβολή της νομιμότητας από ένα αδύναμο κράτος. Καθώς η νομαδικότητα του κεφαλαίου μειώνει τα αντικείμενα και τα μέσα της κρατικής κυβερνολογικής, η προσταγή της νομιμότητας περνά μέσα από την επιστροφή σε μια πρακτική και συμβολική του αίματος. Για να καταλήξουμε προσωρινά, αν η ΧΑ, και οι ρατσιστικές και φασιστικές τάσεις του κράτους, έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους μέσα στην κρίση, και μάλιστα μετά την άνοιξη του 2012, μετά το τέλος των πλατειών και μετά την εξέγερση της 12ης Φεβρουαρίου 2012, η διερεύνηση της στρατηγικής σημασίας τους επιχειρείται σε συνάρτηση με αργόσυρτες υλικές και πολιτισμικές διαδικασίες μέσης διάρκειας, διαδικασίες οι οποίες επιτελούνταν και πριν από την κρίση. Η διάνοιξη ενός πεδίου δυνατότητας του αυθόρμητου φασισμορατσισμού και της ΧΑ δεν σχετίζονται μόνο με διαδικασίες μετατόπισης και καταστολής των αντιστάσεων, αλλά επιπλέον με μια τυφλή και αγωνιώδη αναζήτηση ενός, έστω και συμβολικού, ορίου στην απεδαφικοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου. (σ. 20-22)


[…] Αλλά αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει είναι να εκθέσουμε την άποψη ότι αυτό που υποβαστάζει όλη αυτή τη συνθήκη, «η αγορά ως καθεστώς αληθείας» (M. Foucault) και τόπος αναγνώρισης των υποκειμένων, στην εποχή της χρηματιστικοποίησης βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση επισφάλειας η οποία την αναγκάζει να στραφεί στον πληθυσμό για να αγκυρωθεί. Καθώς η συνάντηση της χρηματιστικής πολεμικής μηχανής με το κράτος προκάλεσε τη δημοσιονομική κρίση, το κράτος προσέφυγε στον πληθυσμό για να αγκυρωθεί. Αυτή η κατάσταση, μια συνεχής παραγωγή κενών σημείων εμπιστοσύνης των δικτύων εξουσίας, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε αργότερα, προκάλεσε την ανάγκη μιας αναδιάταξης των μορφών εξουσίας με την ενίσχυση της μορφής εξουσίας ανώτατης αρχής (sovereignty). Αυτή η ενίσχυση της κρατικής κυριαρχικότητας συνδέεται με τάσεις φασιστικοποίησης του κράτους και κατέστησε πιθανή τη δραστική παρουσία της ΧΑ. (σ. 35)

[…] Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη διερευνά στις πρακτικές της ΧΑ την απεύθυνση στον νομοταγή πληθυσμό μέσω του φαντασμαγορικού θεάματος μιας ωμής, σωματικής και αιματηρής βίας η οποία, νοούμενη ως α-ταξία, συντελεί στη νομιμοποίηση της θεσμικής βίας απέναντι στο απείθαρχο κομμάτι του πληθυσμού, νοούμενης ως κανονικότητας. Εδώ αναζητούμε τη θετική σχέση ανάμεσα στις εντοπισμένες, στοχευμένες ρατσιστικές πρακτικές των εξουσιών (τόσο κρατικές όσο και της ΧΑ) και την παραγωγή ενός πληθυσμού εργασίας υποτιμημένης αξίας και πειθαρχημένης γενικής νόησης (ένας μετα-κρισιακός πληθυσμός σε κατάσταση διαρκούς κρίσης). (σ. 89)

Ai Weiwei, 886 Antique Stools, 2013

[1] Ρ. Μπαρτ, Από τον Ρολάν Μπαρτ, Αθήνα 1983.
[2] M. Foucault, «Αντι-οιδίποδας. Εισαγωγή στη μη-φασιστική ζωή» (1977), μτφρ. Μ. Εμμανουηλίδης, επιμ. Λ. Μάνο, 2012.
[3] «Δείχνοντας ότι το πραγματικό είναι πιθανό, σημαίνει ότι το καθιστούμε κατανοητό», M. Foucault, Η γέννηση της βιοπολιτικής, Αθήνα 2012, σ. 47. Πρβλ., «το να ρωτάμε το ‘πώς’ της εξουσίας», M. Foucault, «Δύο δοκίμια για το υποκείμενο και την εξουσία», Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα 1991, σ. 87.
[4] «Το θεμελιώδες ζήτημα της διακυβέρνησης θα είναι η εισαγωγή της οικονομίας στην πολιτική πρακτική. […] Για να κυβερνηθεί ένα κράτος, θα σημαίνει συνεπώς την εφαρμογή της οικονομίας, την οργάνωση της οικονομίας στο επίπεδο του κράτους συνολικά», M. Foucault, Security, Territory, Population: Lectures at the Collège de France, 1977-78, Νέα Υόρκη 2007, σ. 95 . Αυτό το σημαντικό σεμινάριο του Foucault στις 1.2.1978 εκδόθηκε στα αγγλικά για πρώτη φορά το 1979, σε μετάφραση της Rosi Braidotti, στο τχ. 6 του περιοδικού Ideology and Consciousness, και επανεκδόθηκε σε αναθεωρημένη μορφή από τον C. Gordon, στο G. Burchell, C. Gordon & P. Miller (eds), The Foucault Effect: Studies in Governmentality, Σικάγο 1991, σ. 87-104.
Στα 1880 ο Φ. Ένγκελς έγραφε για τον Saint-Simon ότι «διακηρύχνει πως η πολιτική είναι η επιστήμη της παραγωγής και προλέγει την ολοκληρωτική απορρόφηση της πολιτικής από την οικονομία», Φ. Ένγκελς, Ουτοπιστικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός, Αθήνα 1983, σ. 65-66. Αν η απορρόφηση δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση είναι η βάση για τους πολιτικούς θεσμούς, το σημαντικότερο είναι ότι για τον Ένγκελς το πέρασμα της πολιτικής από τη διακυβέρνηση των ανθρώπων στη διακυβέρνση των πραγμάτων και των παραγωγικών λειτουργιών σχετίζεται με την κατάργηση του κράτους, βλ. και υποσημείωση 93.
[5] Αυτή η γραμμή του κειμένου οφείλει πολλά στα άρθρα του Dick Bryan.
[6] Μια πρώτη γενική θεμελίωση της καταφυγής του κράτους στον πληθυσμό της εργασίας μπορεί να είναι ότι «η μισθωτή εργασία αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα της συστηματικής απλούστευσης, και άρα διακυβέρνησης, της περιπλοκότητας των κοινωνικών σχέσεων. Η εργασία η ίδια, όχι το χρήμα: στην πραγματικότητα αυτή η περιπλοκότητα έχει τις ρίζες της στις χρηματοροές, και είναι εξαιτίας αυτών των ροών που μεγενθύνεται. Η επιστήμη της διοίκησης εξασφαλίζει τη λειτουργική της κεντρικότητα στο βαθμό που σχετίζεται με τη διοίκηση της εργασίας», P. Virno, «On the Parasitic Character of Wage Labor», SubStance, 36.1 (2007), 40-41. Παρακάτω στο κείμενο θα εξειδικεύσουμε αυτήν την κεντρικότητα της εργασίας και του πληθυσμού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου