Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Οι «Αγανακτισμένοι», η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και η Αριστερά, της Στέλλας Νιώτη



Πλησιάζει μήνας από την ημέρα που οι «Αγανακτισμένοι» έκαναν την πρώτη συγκέντρωσή τους στην πλατεία Συντάγματος. Από την ημέρα εκείνη πληθαίνει διαρκώς ο αριθμός των δημοσιευμάτων και της σχετικής αρθογραφίας μαζί με τον προβληματισμό για την ταυτότητα και τις προοπτικές τους.
Τα βασικά ερωτήματα που έχουν τεθεί αφορούν ακριβώς την υπόσταση και τη σχέση του νέου κινήματος με την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα. Από την αρθογραφία της προηγούμενης εβδομάδας σταχυολογώ ενδεικτικά:
- «Ζούμε τη γέννηση ενός μαζικού κινήματος που θα συγκρουστεί με το υπάρχον πολιτικό σύστημα»;[1]
- «Πόσο πολιτικό είναι το κίνημα των αγανακτισμένων»;[2]  
Η ανάλυση των αιτημάτων του κινήματος και των εκφράσεων των συγκεντρωμένων μελών, μέσα από τις συζητήσεις των συνελεύσεων και τα επιχειρήματα, τα συνθήματα, τα πανό και τις χειρονομίες επικεντρώνεται σε δύο σημεία:
Το πρώτο, αφορά την άρνηση των συμμετεχόντων πολιτών να επωμιστούν την αποπληρωμή του χρέους, επειδή θεωρούν ότι αποτελεί ευθύνη του συστήματος διακυβέρνησης, το οποίο οφείλει να πληρώσει, αλλά και επειδή ήδη συνεισέφεραν χωρίς αποτέλεσμα, εφόσον το χρέος δεν μειώθηκε εξαιτίας των λανθασμένων πολιτικών επιλογών της κυβέρνησης.
Το δεύτερο, αφορά την υπεράσπιση των κεκτημένων που θίγονται από τους όρους του Μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Τα σημεία αυτά σηματοδοτούν ένα πολιτικό πλαίσιο η προβληματική του οποίου διευρύνεται από την συγκυρία και τα χαρακτηριστικά της: την παγκόσμια οικονομική κρίση, το στυγνό κερδοσκοπικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, που συνοδεύεται από την πολιτική διαφθορά και την ηθική κρίση, με συνέπειες την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων και τη συστηματική απαξίωση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη[3], [4].   
Με τα παραπάνω στοιχειοθετείται η επιχειρηματολογία για την ύπαρξη του συλλογικού υποκειμένου του κινήματος. Αν μη τι άλλο η αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα του συστήματος διακυβέρνησης, σε συνδυασμό με την άρνηση υπακοής και συμμόρφωσης στις κατευθύνσεις του μνημονίου και τις κυβερνητικές επιλογές, αποτελούν σοβαρούς λόγους για την ανάπτυξη κοινωνικού κινήματος.
Γενικότερα, τα κοινωνικά κινήματα είναι αποτέλεσμα των συλλογικών ομαδοποιήσεων που δημιουργούνται αυθόρμητα προκειμένου να εκφράσουν την αμφισβήτησή τους, αντιδρώντας σε μορφές καταπίεσης και σε ασκούμενες πολιτικές που απειλούν τις ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών[5]. Αυτό σημαίνει ότι αποτελούν δημιούργημα της κοινωνίας, γιατί διαμορφώνονται από την κοινωνική πραγματικότητα και εκφράζουν, σε συλλογικό επίπεδο, τις δυσλειτουργίες της. Η έκφραση της δυσαρέσκειας και οι εκδηλώσεις αντίδρασης αποτελούν τη μια διάσταση των κοινωνικών κινημάτων. Η άλλη αφορά στους στόχους, τα αιτήματα, την οργάνωση και τα μέσα προώθησής τους.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα κοινωνικά κινήματα αποτελούν σημαντική παράμετρο της κοινωνικοπολιτικής δομής της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, και προκειμένου να προωθήσουν τα αιτήματά τους, αναπτύσσουν συλλογικές δράσεις, οι οποίες τοποθετούνται πέρα από τις διαφοροποιήσεις των συνθετικών μερών τους. Η ενσωμάτωση και η, παράλληλη, υπέρβαση των διαφοροποιήσεων ενισχύουν την υπόσταση, τις λειτουργίες και την εσωτερική οργάνωση του συλλογικού υποκειμένου. Το τελευταίο γίνεται εμφανές στην περίπτωση των «Αγανακτισμένων», που αθροίζουν διαφορετικούς «κόσμους», οι οποίοι συνυπάρχουν συγκεντρωμένοι σε διαφορετικά σημεία της πλατείας Συντάγματος.  
Η υπόσταση των κοινωνικών κινημάτων σχετίζεται με τις αρχές, τους στόχους και τις λειτουργίες τους:
1)  Οι βασικές αρχές αφορούν την ταυτότητα, την αντίθεση και τη συλλογικότητα:
·         Η αρχή της ταυτότητας, συνδέεται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κοινωνικών κινημάτων και ειδικότερα τον κοινωνικοπολιτικό προσανατολισμό και τον πολιτικά αδέσμευτο χαρακτήρα τους.
·         Η αρχή της αντίθεσης, αποτελεί την εξωτερικευμένη έκφραση της κοινωνικής αμφισβήτησης, η οποία συνταυτίζεται με το λόγο ύπαρξης των κινημάτων.
·         Η αρχή της συλλογικότητας, υλοποιεί τη συμμετοχή του συλλογικού υποκειμένου του κινήματος στη διαδικασία αλλαγής της πραγματικότητας που έχει τεθεί στο επίκεντρο της αμφισβήτησης.

2)  Στόχος των κοινωνικών κινημάτων είναι η ανάπτυξη νέων συλλογικών συμπεριφορών και νέων μορφών κοινωνικής ζωής, που αποτελούν τις θεμελιώδεις διαδικασίες της κοινωνικής αλλαγής. Οι επιδιώξεις αυτές διαμορφώνουν τη συλλογική συνείδηση και βοηθούν την ανάπτυξη δεσμών ανάμεσα στα μέλη τους, γεγονός που ενισχύει την ταυτότητα και τη συλλογικότητά τους. Στην περίπτωση των «Αγανακτισμένων» η αντίθεση στην πολιτική του μνημονίου, η απόδοση ευθυνών στους υπεύθυνους για το χρέος της χώρας και η ανάγκη υπέρβασης του πολιτικού και οικονομικού αδιεξόδου επιτρέπουν την ανάπτυξη διαφορετικών μορφών οργάνωσης και εκδήλωσης, που, σε άρρητο επίπεδο, παραπέμπουν σε διαφορετικές προσεγγίσεις της κοινωνικής αλλαγής και των νέων μορφών κοινωνικής ζωής. Ωστόσο οι διαφορετικές προσεγγίσεις δεν δημιουργούν στεγανά. Έτσι, το αίτημα της «άμεσης δημοκρατίας», στην περίπτωση των συγκεντρωμένων της πλατείας, αποτελεί αντικείμενο καθημερινής συζήτησης, ενώ για όσους συγκεντρώνονται μπροστά στη Βουλή γίνεται σύνθημα που ακούγεται μετά τον εθνικό ύμνο ή το «Μακεδονία ξακουστή».
3)  Στις θεμελιώδεις λειτουργίες των κινημάτων εντάσσεται η προσπάθεια μαζικοποίησής τους. Η μαζικοποίηση σχετίζεται με την ευαισθητοποίηση των πολιτών και επιδιώκει την ενεργή συμμετοχή τους στις διαδικασίες της αμφισβήτησης της πραγματικότητας και της κοινωνικής αλλαγής[6]. Στην περίπτωση των «Αγανακτισμένων» οι διαδικασίες της μαζικοποίησης και της ευαισθητοποίησης διαφοροποιούνται εξαιτίας της διαφορετικής προσέγγισης των στόχων. Όσοι συγκεντρώνονται στην πλατεία συζητούν για τις συνέπειες της πολιτικής του μνημονίου και τις πολιτικές διεξόδου και υπέρβασης της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, τους στόχους της επόμενης ημέρας, την κινητοποίηση και τις συνελεύσεις στις γειτονιές. Στην προκειμένη περίπτωση η ένταση, όταν δημιουργείται, αφορά την αντίθεση των ιδεών και των επιχειρημάτων και επιχειρείται να επιλυθεί στο πλαίσιο της συνέλευσης. Όσοι, όμως συγκεντρώνονται μπροστά από τη Βουλή, και είναι οι περισσότεροι, προτιμούν τις εκδηλώσεις δυσαρέσκειας με συνθήματα, τραγούδια- συνήθως έχουν πατριωτικό, παραδοσιακό ή επαναστατικό περιεχόμενο- χειρονομίες και ύβρεις σε βάρος όλων των πολιτικών. Στη δεύτερη περίπτωση η ένταση αφορά το συναισθηματικό επίπεδο, είναι ένταση θυμού και οργής, που οι συγκεντρωμένοι μοιράζονται ως στοιχείο του μεταξύ τους δεσμού. Ωστόσο, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι δύο ομάδες, σε μια ρητή ή άρρητη μεταξύ τους συνεννόηση, έχουν συμφωνήσει ότι ο στόχος που τους ενώνει είναι η αντίθεσή τους στην πολιτική του μνημονίου για την οποία θεωρούν υπεύθυνη την κυβέρνηση. Το σύνθημα που κυριαρχεί είναι «οι προδότες στο Γουδή». Στο ίδιο πλαίσιο οι ομάδες των συγκεντρωμένων έχουν συμφωνήσει ότι οι υπεύθυνοι για την υπερχρέωση της χώρας είναι όλοι, ανεξαιρέτως, οι πολιτικοί. Το σύνθημα που κυριαρχεί από το πλήθος που στρέφεται προς τη Βουλή είναι «κλέφτες».      

Η ανάγκη προώθησης των στόχων και των αιτημάτων διαφοροποιεί τις μορφές αντίδρασης των κοινωνικών κινημάτων. Οι διαφοροποιήσεις μπορεί να ποικίλλουν από την επιδιωκόμενη μεταβολή των στάσεων και των συμπεριφορών έως την αναζήτηση συμμάχων στο κοινωνικοπολιτικό σύστημα, χωρίς αυτό να σημαίνει υποχρεωτικά την αναζήτηση νομιμοποίησης, γεγονός που θα επηρέαζε τη δυναμική, με συνέπεια το μετασχηματισμό τους. Στην περίπτωση, όμως, των «Αγανακτισμένων» και δη όσων συγκεντρώνονται στο χώρο μπροστά από τη Βουλή η απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος δεν επιτρέπει την αναζήτηση πολιτικών συμμάχων εντός του συστήματος.
Εν κατακλείδι, η δράση των κοινωνικών κινημάτων στρέφεται και στις δύο κατευθύνσεις, τους πολίτες και τους κοινωνικοπολιτικούς θεσμούς, επιδιώκοντας την παράλληλη αλλαγή των στάσεων, των συμπεριφορών και των πολιτικών αποφάσεων που απειλούν τις ελευθερίες και τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Από αυτήν την άποψη η διαφοροποίηση που εμφανίζεται στο κίνημα των «Αγανακτισμένων» αναπτύσσει μια ιδιαίτερη δυναμική, δεδομένου ότι διευρύνεται η αντίδραση και εκδηλώνεται η δυσαρέσκεια απέναντι στην πολιτική του μνημονίου και την πολιτική διαφθορά που ευθύνεται για το χρέος, την ίδια στιγμή που αναζητείται στις συνελεύσεις η διεύρυνση του κινήματος στους χώρους της εργασίας και της γειτονιάς, με προοπτική την ευαισθητοποίηση των πολιτών και την κοινωνική κινητοποίηση.
Από τις προϋποθέσεις και τις παραμέτρους που τέθηκαν, προκειμένου για τον ορισμό του κοινωνικού κινήματος, προκύπτει ότι οι «Αγανακτισμένοι» αποτελούν κοινωνικό κίνημα, εφόσον:
·         Αμφισβητούν το πολιτικό σύστημα και το θεωρούν υπεύθυνο για την κρίση της χώρας και την έκταση της ηθικής και πολιτικής διαφθοράς. Για το λόγο αυτό επέλεξαν ως χώρο συγκέντρωσης την πλατεία Συντάγματος, ώστε να «στοχεύουν» το Κοινοβούλιο, και οι αντιδράσεις τους στρέφονται ενάντια στους υπουργούς και τους βουλευτές, με ύβρεις, αποκλεισμούς και χειρονομίες. 
·         Ευαισθητοποιούν, μέσω των συνελεύσεων και των ενημερώσεων, τους πολίτες επιδιώκοντας τη μεταβολή των στάσεων και των συμπεριφορών τους απέναντι στην κρίση και το πολιτικό σύστημα που τη δημιουργεί.
·         Μαζικοποιούνται και αποκτούν συλλογικές λειτουργίες και διαδικασίες, μέσω των οποίων ενημερώνουν και ευαισθητοποιούν τους πολίτες, με στόχο την παρακίνηση της συμμετοχής τους στις κινητοποιήσεις, αλλά και τις διαδικασίες της αλλαγής του πολιτικού συστήματος και τη μεταστροφή των πολιτικών αποφάσεων.
Από την άποψη της μορφής οι «Αγανακτισμένοι» εντάσσονται στα «νέα κοινωνικά κινήματα»[7], τα οποία έχουν στο επίκεντρό τους ζητήματα που αφορούν την ποιότητα της ζωής, δηλαδή έχουν κοινωνικό- δομικό χαρακτήρα. Οι στόχοι- κοινωνική αλλαγή, υπεράσπιση των κοινωνικών κεκτημένων, διεύρυνση της δημοκρατίας, των πολιτικών και κοινωνικών ελευθεριών και δικαιωμάτων- και η εσωτερική διάρθρωσή τους- αδέσμευτος χαρακτήρας, συμμετοχή, συλλογική δράση- κατευθύνουν την προσέγγιση και την ενεργοποίηση των πολιτών, ανεξάρτητα από την κοινωνική- ταξική ένταξή τους.
Ο διαταξικός προσανατολισμός επιτρέπει την ποικιλότητα των κοινωνικών κινημάτων, η οποία ενισχύεται στο πλαίσιο των διαδικασιών της παγκοσμιοποίησης. Όπως εξηγεί ο Ν. Δεμερτζής[8] οι συλλογικότητες της παγκοσμιοποίησης εμπεριέχουν την ομοιομορφία και την ποικιλότητα, την ομοιογένεια και την ετερογένεια, την υποκειμενικότητα και τη συλλογική δράση, μέσα από σχέσεις συμπληρωματικότητας και αποκλεισμού, οι οποίες ενισχύουν την καθολική αμφισβήτηση του συστήματος.
Οι διαστάσεις αυτές δεν γίνονται εύκολα κατανοητές από τις πολιτικές δυνάμεις του υπό αμφισβήτηση συστήματος και ιδιαίτερα από τα κόμματα της Αριστεράς, που αντιλαμβάνονται την κοινωνική αλλαγή από την ανατροπή των σχέσεων παραγωγής. Η ταξική παράδοση και κουλτούρα αυτών των κομμάτων, ακόμα κι όταν δεν γίνεται εμφανής στην καθημερινή επιχειρηματολογία και ρητορική, περιορίζει την προσέγγιση των σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων στο πλαίσιο των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης. Αντίστοιχοι περιορισμοί συντηρούν το «θεωρητικό πρόβλημα» της μεσαίας τάξης στο πλαίσιο της μαρξιστικής αριστεράς, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολα αντιληπτοί οι μετασχηματισμοί της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, που επιτρέπουν τη διαφοροποίηση στο επίπεδο των φύλων, των εθνικοτήτων και των κοινωνικών καταβολών. Έτσι δεν γίνεται κατανοητό ότι η διεύρυνση του ρόλου των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων και η ενίσχυση του κοινωνικού status τους υπήρξε αποτέλεσμα των αναδιανεμητικών πολιτικών που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους. Επιπλέον, υποτιμάται το γεγονός ότι η διεύρυνση του ρόλου και της ισχύος αυτών των στρωμάτων απέτρεψε κοινωνικές συγκρούσεις, την ίδια στιγμή που τροφοδότησε κοινωνικά κινήματα για την ποιότητα της ζωής και τον πολιτισμό, την ισότιμη μεταχείριση των φύλων και των φυλών, το σεβασμό στη φύση και  το περιβάλλον, την απαγόρευση της χρήσης πυρηνικής ενέργειας κ.α. Υποτιμάται, επίσης, το γεγονός ότι η ικανοποίηση των αιτημάτων για την προστασία των δικαιωμάτων και την ισότιμη μεταχείριση των πολιτών διεύρυνε το πλαίσιο των κρατικών πολιτικών και παρεμβάσεων. Το κοινωνικό κράτος λειτούργησε ως εργοδότης και εγγυητής των σχέσεων παραγωγής και, με τον τρόπο αυτό, συνέβαλε στην ενίσχυση του κοινωνικού status των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων.
Οι στρεβλώσεις και οι ιδιοτυπίες του ελληνικού προτύπου ανάπτυξης οξύνουν τις αντιθέσεις των κοινωνικών στρωμάτων. Το γεγονός ότι η χώρα στερείται παραγωγικού μηχανισμού επέτρεψε τη διόγκωση του κράτους, το οποίο εξέθρεψε έναν κρατικά προστατευμένο ιδιωτικό τομέα και συντήρησε τις επαγγελματικές και πολιτικές συντεχνίες ως μέρος του πολιτικού συστήματος. Στην περίπτωση του ελληνικού προτύπου ανάπτυξης η πάλη των συντεχνιών και των πελατειακών αντιθέσεων υποκατέστησε την ταξική πάλη και την αντίθεση κεφαλαίου- εργασίας. Από την άποψη αυτή η ενίσχυση των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων αφορούσε, κυρίως, την εξυπηρέτηση της πολιτικής πελατείας, η οποία αποτελεί, ακόμα και σήμερα, τον κύριο όγκο του εκλογικού σώματος. Επιπλέον η ενίσχυση των στρωμάτων αυτών δεν ήταν αποτέλεσμα των πολιτικών αναδιανομής του εισοδήματος, αλλά προϊόν δανεισμού και κακοδιοίκησης, που είχαν ως αποτέλεσμα την υπερχρέωση της χώρας και την υποθήκευση των μελλοντικών γενεών.  
Ωστόσο, η άποψη ότι οι «Αγανακτισμένοι» της πλατείας είναι οι «βολεμένοι» ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ δεν αντανακλά τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Η απονομιμοποίηση ενός πολιτικού συστήματος που προστατεύει τα συμφέροντα των λίγων δεν αφορά μόνο τους «βολεμένους» των δύο κομμάτων, αφορά περισσότερο την αντίδραση των χιλιάδων ανέργων, εργαζομένων, μικρών επαγγελματιών και συνταξιούχων που συνθλίβονται μεταξύ των συμφερόντων ενός στυγνού κερδοσκοπικού καπιταλισμού, των όρων δανεισμού και των δεσμεύσεων της χώρας, των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που περιφρουρούν την κερδοσκοπία του κεφαλαίου, και ενός απαξιωμένου, σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, πολιτικού συστήματος, το οποίο εξέθρεψε και συντήρησε τη διαφθορά προκειμένου να αναπαράγεται.        
Σε αυτό το επίπεδο η επιχειρηματολογία που προσπαθεί να συνδέσει τους «Αγανακτισμένους» με παραδοσιακά πολιτικά κινήματα και, μάλιστα, το φασισμό, όχι μόνο δεν αντιλαμβάνεται τη δυναμική της αντίδρασης των πολιτών στα μέτρα του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, τις κυβερνητικές πολιτικές και τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, αλλά μεταθέτει το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, που είναι υπαρκτό από την πλευρά του κινήματος, έξω από τα όρια του πολιτικού συστήματος. Η υποτίμηση της κοινωνικής αντίδρασης αποτελεί ανομία του ίδιου- του απαξιωμένου- πολιτικού συστήματος και πολλαπλασιάζει τα ενδεχόμενα της κοινωνικής σύγκρουσης.
Η Αριστερά θα αποτελεί μέρος του κοινωνικοπολιτικού προβλήματος όσο θα επιμένει να «διαβάζει» τις εξελίξεις με την ταξική οπτική ή θα προσπαθεί, στις παρούσες συνθήκες, τη συμμετοχή στην εξουσία, με το επιχείρημα της μεταρρύθμισης και της εσωτερικής μεταστροφής του συστήματος προς όφελος των πολλών.
Η συνεχής μαζικοποίηση του κινήματος των «Αγανακτισμένων» και η διαρκής απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος πρέπει να βρει ευήκοα ώτα μέσα στην Αριστερά, που καλείται να προσδώσει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο στο αίτημα της κοινωνικοπολιτικής αλλαγής.    


Υ.Γ. Ευχαριστώ τον αγαπημένο φίλο και σύντροφο Νικηφόρο Σταματάκη για τις πολύτιμες συμβουλές και την πολύωρη συζήτησή μας, στη διάρκεια του περιπάτου που κάναμε στις γειτονιές των «Αγανακτισμένων» της πλατείας Συντάγματος.

 

Πειραιάς 13.6.2011

Στέλλα Νιώτη
Υπ. Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας
Μέλος της Κ.Ε. της ΔΗΜΑΡ


[1] Ν. Καράτζιου, «Ψάχνοντας το νόημα της γεμάτης πλατείας», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 5.6.2011, σελ. 16-17

[2] Κ. Δούζινας, «Το πιο πολιτικό φαινόμενο», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 5.6.2011, σελ. 46

[3] Bauman, Z. (2005) Σπαταλημένες Ζωές, Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, Μετάφραση: Μ. Καρασαρίνης, Επιστημονική Επιμέλεια: Π. Λέκκας, Κατάρτι, Αθήνα

[4] Dye, T. (1969) «Inequality and Civil Rights Policy in the States», The Journal of Polities, Vol. 31(4), σελ. 1080- 1091


[5] U. Bert, «Breakdown theories of collective action», Annual Sociological Review, 1998, 24: 215- 238











[6] T. Sidney, Power in Movement, New York, Cambridge University Press, 1994
[7] A. Tourain, The return of the actor, Minneapolis, University of Minnesota Press, 1988

[8] Ν. Δεμερτζής, Δεμερτζής, Ν. (1996) Ο λόγος του εθνικισμού, Σάκκουλας, Αθήνα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου