Στη διάρκεια αλλά και μετά τον Δεκέμβρη του 2008 ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των Λόγων που αναδύθηκαν στο δημόσιο χώρο ήταν η ανασήμανση του κράτους ως κράτους χωρο-φύλακα. Αυτονόητο είναι ότι ο άλλος πόλος αυτής της αναπαράστασης του κράτους αφορά τον ορισμό της απειλής απέναντι στην οποία το κράτος θα ενεργοποιήσει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του∙ η επανερμηνεία και η αναδιατύπωση, με δυο λόγια, των γεγονότων που εκτυλίσσονται στο κοινωνικό πεδίο με όρους απειλής για την κοινωνική συνοχή, την ασφάλεια, το εθνικό συμφέρον ή ό, τι άλλο ευγενές ως όρο.
Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η ειδοποιός διαφορά την οποία θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς στην πρόσφατη εμπειρία –και ας μείνουμε στα καθ’ ημάς για λόγους οικονομίας-, είναι ότι δεν αποφεύγονται πλέον οι μετωπικές συγκρούσεις. Διατυπώνοντας διαφορετικά το επιχείρημα, είναι ως εάν και στο πλαίσιο αυτού που λέμε κυρίαρχος Λόγος, να μην αναγνωρίζεται πλέον η ανάγκη αναπροσαρμογής και ανασυγκρότησης έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνεται και να ενσωματώνεται –στον όποιο βαθμό- ακόμα κι ό, τι αντιτίθεται σ’ αυτόν: από τον ορισμό και τη διαχείριση της κοινωνικής απειλής επί της ουσίας δεν εξαιρείται κανένας, αντίθετα «εξαιρούνται» ρητά και απροκάλυπτα και στο όνομα της κοινωνικής ευταξίας θεμελιακές αρχές του ίδιου του νομικού διαφωτισμού με προεξάρχουσες την αρχή της αναλογικότητας και της επικουρικότητας της ποινικής απάντησης που επιτάσσει αυτή να είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.[1]
Ιστορικά, βέβαια, η κατασκευή της εγκληματικότητα ως μείζονος κοινωνικής απειλής έχει διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνική νομιμοποίηση κατασταλτικών μορφών διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων και προβλημάτων. Το ενδιαφέρον, όμως, στοιχείο είναι ότι τώρα δεν μιλάμε πλέον για την λεγόμενη κοινή εγκληματικότητα αλλά μια διαφαινόμενη εγκληματοποίηση της μη-συναίνεσης και μάλιστα μ’ έναν τρόπο που δεν αφήνει χώρο και χρόνο για την ανάπτυξη μηχανισμών κοινωνικής νομιμοποίησης – μέχρι και οι «συνήθεις ειδικοί» έχουν καταπιεί τη γλώσσα τους εκχωρώντας το ρόλο τους στο θίασο του κεντρικού δελτίου του MEGA και των θαμώνων του!
Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τη λέξη χωρο-φύλακας καθότι ο χώρος αναδύεται ως προνομιακό πεδίο για την άσκηση της καταστολής, αποτυπώνοντας ένα άλλο μείζον χαρακτηριστικό της διαχείρισης της κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία: η απειλή δεν ορίζεται πλέον ως παραβίαση του ιδιωτικού χώρου του πολίτη από εγκληματικές ενέργειες αλλά ως χρήση του δημόσιου χώρου για τη διάπραξη εγκληματικών ενεργειών. Κι εδώ θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως εάν δεν υπήρχε ο Δεκέμβρης του 2008 θα έπρεπε να εφευρεθεί ως αφετηρία μιας ρητορικής που συναρθρώνει τον δημόσιο χώρο με την κοινωνική αταξία. Η «συνθήκη Δεκέμβρης» όμως ως κατασκευή είχε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: εάν οι πάσης φύσεως κινητοποιήσεις νοηματοδοτούνταν ως συνθήκη που ευνοεί την εκδήλωση «έκνομων δραστηριοτήτων», η ταυτότητα του «υποκειμένου της απειλής» ήταν ασταθής και ευμετάβολη, κυρίως με την έννοια ότι δύσκολα διαχωριζόταν από τη συνθήκη: μάλλον η συνθήκη ήταν αυτή που παρήγαγε τα υποκείμενα της απειλής και όχι το αντίστροφο, δηλαδή η δράση των υποκειμένων να παράγει την συνθήκη. Κατά κάποιο τρόπο, δηλαδή, ως εάν να ανασύρονταν δράστες από την, νοηματοδοτούμενη ως κοινωνική αταξία, συνθήκη χωρίς να εμφανίζονται αυτοί να αποκτούν σταθερά χαρακτηριστικά «αληθινών χαρακτήρων» που συγκροτούν το υποκείμενο της απειλής –εμβληματικός ο όρος «γνωστοί άγνωστοι». Λογικό επακόλουθο ήταν να πραγματωθεί στο δημόσιο χώρο η πιο εμφανής, μέσα από τη σωματοποίησή της, υλική εκδοχή του πανοπτισμού: οι αστυνομοκρατούμενοι χώροι, καθότι το ζητούμενο ήταν ο εντοπισμός, η σύλληψη και η απόδοση ταυτότητας στο υποκείμενο της απειλής.
Η μετα- μνημονιακή εποχή όμως παράγει πλέον συγκεκριμένα υποκείμενα, τουτέστιν κινήματα με ονοματεπώνυμο και εκδηλωμένη την πρόθεση της πολιτικής απείθειας. Είναι η στιγμή, λοιπόν, να εμφανιστεί στο προσκήνιο και η άλλη ποινική φιγούρα, αυτή που εν πολλοίς έμενε στο παρασκήνιο ενόσω στο προσκήνιο κυριαρχούσε η παρουσία των δυνάμεων καταστολής: είναι η ώρα του Εισαγγελέα! Ο εισαγγελέας, αυτεπάγγελτα ή κατ’ έγκληση, θα ορίσει το κίνημα ως έκνομη δράση, θα προσδιορίσει ένοχους και θα κατανείμει ποσοστά ενοχής, θα στριμώξει τις δράσεις που εκτυλίσσονται στο δημόσιο χώρο σε ποινικές κατηγορίες. Η υπερβολή –αν όχι η γελοιότητα!- της κατηγορίας «παράνομη διακίνηση μεταναστών», που αποδόθηκε στο κίνημα αλληλεγγύης των μεταναστών απεργών πείνας της Νομικής, μεταφέρθηκε με όλους τους τύπους στην Ευελπίδων ενώ, με την ευκαιρία –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λείπουν οι ευκαιρίες επινόησης απειλής του πανεπιστημίου-, αναζωπυρώθηκε και η συζήτηση για το πανεπιστημιακό άσυλο∙ από το τοπίο δε, δεν θα μπορούσε να λείπει και ο «συνήθης ύποπτος», οι μετανάστες και οι αιτούντες άσυλο, διαμέσου της επαπειλούμενης ποινικής δίωξης και όσων τους προσφέρουν εργασία![2]
Και καθώς η πόλη τίθεται πλέον υπό την σκέπη και των Εισαγγελέων, παράλληλα με την ασφυκτική αστυνόμευση και την βίαιη καταστολή της απείθειας, καθώς η συνεχώς αυξανόμενη βία των οικονομικών όρων νοηματοδοτείται ως αναπόφευκτη συνθήκη, σχεδόν με όρους φυσικού φαινομένου για το οποίο δεν αναζητάς τους φυσικούς δράστες, είναι ίσως η στιγμή για να αναδυθεί και πάλι, με την ένταση που του ανήκει, το ερώτημα: ποιους αφορά τελικά το διώνυμο έγκλημα και ποινή;
[1] Πολλά τα παραδείγματα των αιτιολογικών που επιστρατεύονται για να δικαιολογήσουν αυτές τις εκτροπές, δεν είναι καν το πιο αντιπροσωπευτικό αυτό που αναφέρω αλλά σοκάρει το ότι ειπώθηκε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό σε ερώτηση που του έγινε στην περίφημη ομιλία του στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου: «[ Γ]ια το πρώτο σκέλος είπε ότι η χώρα έφτασε εδώ που έφτασε επειδή δεν λειτουργούσε δημοκρατικά. Επειδή οι πολίτες δεν έλεγχαν τους πολιτικούς. Και κατέληξε - ναι, δεν κάνω πλάκα - ότι στο σημείο που βρέθηκε η χώρα ήταν απαραίτητο να κάνουμε ένα βήμα πίσω στην Δημοκρατία μας, για να την διαφυλάξουμε και να μπορέσουμε στο μέλλον να την εμβαθύνουμε» [πηγή: http://tvxs.gr/news, Τετ 23/02/2011, 02.50]
[2] Και φυσικά, επιστρέφοντας στην εικόνα του κυνηγού και του θηράματος, παράλληλα εκτυλίσσεται το φαντασμαγορικό θέαμα μιας περίσσιας, απροκάλυπτης πια βίας απέναντι στους μετανάστες στις «καταραμένες» περιοχές της πόλης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου