http://www.aixmi.gr/index.php/fovos-panw-apothn-polh/
Στο σημείωμα αυτό θα επιχειρήσω να αντιστρέψω κάποια από τα ζητήματα της ρητορικής του φόβου που κυριαρχεί στο δημόσιο χώρο και συνοψίζει με όρους αστυνομικής ιστορίας μια βίαιη πραγματικότητα η οποία, όμως, υπερβαίνει κατά πολύ την εγκληματικότητα, τους δράστες και τα θύματά της.
Μακριά από μένα η πρόθεση συμψηφισμών αλλά, αν θα πρέπει να σταθώ σ’ αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα φόβου, θα ξεκινήσω σημειώνοντας ότι η βία, όπως κι άλλα θέματα του δημόσιου βίου, δεν έχει ένα δικό της, αυτονόητο, νόημα το οποίο να αποκλείει εξ ορισμού άλλες νοηματοδοτήσεις. Για παράδειγμα, η βία των οικονομικών όρων η οποία παίρνει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις και επηρεάζει ποικιλοτρόπως τον δημόσιο βία -κυρίως γιατί τούτη η κρίση μοιάζει να μην έχει τέλος-, δεν είναι δυνατόν να εξοβελιστεί από μια συζήτηση περί φόβου και συνολικής ανασφάλειας, έστω κι αν δεν εντάσσεται στις δεσπόζουσες εικόνες περί βίας που προϋποθέτουν δράση φυσικών προσώπων κι αναγνωρίσιμες τις φιγούρες δράστη και θύματος: ο φόβος εμπεριέχει αναπόδραστα και την προοπτική δραματικής επιδείνωσης των υλικών όρων ύπαρξης όλο και ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού.
Στην μεταμνημονική ελληνική κοινωνία βλέπουμε πλέον απτά τα αποτελέσματα αλλά και τη δυναμική μιας διαδικασίας ο οποία εκτυλίσσεται δεκαετίες τώρα σε διεθνές επίπεδο, τουτέστιν της αποδυνάμωσης του κοινωνικού κράτους και της παράλληλης ενίσχυσης του λεγόμενου ποινικού κράτους: οι ομάδες οι οποίες αποτελούσαν ή έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο κοινωνικής πρόνοιας διοχετεύονται στους ποινικούς θεσμούς, οι οποίοι έτσι αφ’ ενός μεν αποτελούν το σιδερένιο χέρι στη διαχείριση της κρίσης και αφ’ ετέρου –σ’ ένα συμβολικό επίπεδο- υποδεικνύουν ποιο είναι το κόστος της μη συμμόρφωσης, τι πρέπει να δεχθείς ή να ανεχθείς αν δεν θες να βρεθείς στην κατηγορία του παρία.
Η διεθνής εμπειρία, παράλληλα, δείχνει τον ρόλο που έχει διαδραματίσει το μεταναστευτικό ζήτημα σε περιόδους κρίσης με τους μετανάστες να λειτουργούν ως «φοβο-συσσωρευτής». Καμιά πρωτοτυπία, λοιπόν, και στο γεγονός ότι και στην Ελλάδα, εδώ και χρόνια, το μεταναστευτικό ζήτημα έχει αναχθεί σε κυρίαρχο θέμα του δημόσιου λόγου περί βίας. Η ειδοποιός διαφορά, κατά τη γνώμη μου, σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια είναι ότι πλέον Εμείς και οι Άλλοι μοιάζει να συναντιόμαστε ακριβώς στο σημείο στο οποίο ατσαλώνονται οι διαχωριστικές γραμμές: ασφυκτική συρρίκνωση του ζωτικού χώρου, για τους μεν ως βίωμα για τους δε ως προοπτική. Έτσι από τη μια μεριά έχουμε τους μετανάστες, σε μεγάλα ποσοστά απογυμνωμένους από την ίδια την ιδιότητα του πολίτη να βιώνουν συνθήκες απόλυτης ένδειας και κοινωνικής απαξίωσης και από την άλλη τους ντόπιους οι οποίοι βλέπουν στους εξαθλιωμένους μετανάστες το φάντασμα του δικού τους μέλλοντος. Από απ’ τη στιγμή δε που οι συνεχείς εισροές και μετακινήσεις πληθυσμών, σε αντίθεση με προγενέστερες και σχεδιασμένες μορφές μετανάστευσης, δεν απαντάνε σε κάποιο υποτυπώδη έστω οικονομικό ή κοινωνικό σχεδιασμό, οι μετανάστες πολύ εύκολα ορίζονται και αντιμετωπίζονται ως απόβλητα που κάποιοι αδειάσανε στην ήδη υποβαθμισμένη αυλή μας. Κι έτσι η συνήθης χωροταξική κατανομή των νεοεισερχόμενων σε περιοχές με χαμηλό κόστος διαβίωσης –κάτι που συμβαίνει κάθε εποχή, σε κάθε χώρα-, δίνει την υλική εκδοχή της χωροταξίας του φόβου και ταξινομεί τους κατοίκους αυτών των περιοχών σε εν δυνάμει δράστες και θύματα.
Θα ήταν εντελώς εξωπραγματικό να υποστηρίξω ότι δεν υπάρχει εγκληματικότητα στους κόλπους των μεταναστών. Και, με τον κίνδυνο απλουστεύσεων, να την συναρτήσω με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν την βιολογική αλλά κοινωνική τους επιβίωση. Όμως λόγω της περιορισμένης έκτασης αυτού του σημειώματος, προκρίνω να αναφερθώ κυρίως στο σκοτεινό κομμάτι της εικόνας, στο ζήτημα της καταστολής που επικαλύπτει -ρητά πλέον και χωρίς ανάγκη άλλης νομιμοποίησης πλην της επίκλησης του φόβου-, κάθε έννοια κοινωνικής πολιτικής, κάθε έννοια πολιτικής που θα στόχευε στις συνθήκες κοινωνικής αποδιοργάνωσης των τόπων όπου διαβιούν αυτοί οι «υπεράριθμοι», οι παρείσακτοι∙ στο φαντασμαγορικό θέαμα της βίας λοιπόν, που εκτυλίσσεται σχεδόν καθημερινά στη σκηνή των πόλεων στις οποίες εισρέουν μετανάστες, ως καταστολή αλλά και ως «πρόληψη» καθώς όσο μεγαλώνει το κύμα της εισροής τόσο αλλάζουν και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της καταστολής του: οι βίαιες πρακτικές δεν αποσιωπώνται, η ανάρμοστη εικόνα του «κυνηγημένου ζώου» δεν κρύβεται σαν να είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να λειτουργήσει, να κυκλοφορήσει η θέα του βασανισμένου σώματος, να πάει μακριά, να πάει να συναντήσει τους άλλους που ετοιμάζονται για το μεγάλο ταξίδι, να τους φοβίσει, να τους αποτρέψει από το να διαβούν αυτά τα σύνορα.
Ενόσω, λοιπόν, διακυβεύεται αυτό που εμείς κατέχουμε [προς το παρόν τουλάχιστον] και που εκείνοι διεκδικούν, ο φόβος είναι μοιρασμένος. Ας σκεφτούμε όμως πόσες φορές επαληθεύεται το περίφημο θεώρημα του Thomas, ότι όταν ορίζεις μια κατάσταση σαν πραγματική, γίνεται πραγματική ως προς τα αποτελέσματά της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου