Προκειμένου να μιλήσουμε για τη βία δεν μπορούμε να την απομονώσουμε από τα συμφραζόμενα στα οποία εκδηλώνεται, διότι είναι άκρως απλουστευτικό να προσεγγίζουμε τη βία, την εγκληματικότητα και τις μορφές ελέγχου τους ως υπερβατικές κατηγορίες υπερ-ιστορικού τύπου στις οποίες αλλάζει απλώς η μορφολογία ή οι στόχοι. Εάν λοιπόν και το μεταναστευτικό ζήτημα είναι για μια ακόμα φορά εκρηκτικά παρόν στο δημόσιο λόγο για τη βία, είναι επίσης απλουστευτική τόσο η εξίσωση μετανάστευση = αύξηση εγκληματικότητας στις χώρες υποδοχής όσο, από την άλλη μεριά, και η επίκληση παραδειγμάτων όπως αυτό που εμφανίζεται όλο και πιο συχνά και αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης των ελλήνων μεταναστών στις χώρες υποδοχής σε προγενέστερες περιόδους μεταναστευτικών κυμάτων. Με δυο λόγια, η σύγχρονη «εποποιία επικινδυνότητας» που βάζει τους μετανάστες στην πρώτη γραμμή συσκοτίζει ένα μείζον χαρακτηριστικό των μεγάλων ταξιδιών της εποχής μας, το οποίο καθορίζει –σωστότερα, περιορίζει- το είδος και τη δυναμική των απαντήσεων στα προβλήματα που δημιουργούνται: τον άναρχο κι απρογραμμάτιστο χαρακτήρα τους, τον οφειλόμενο σε φτώχεια, πολέμους ή άλλες κρίσεις στις χώρες προέλευσης και όχι σε ανάγκες για εργατικό δυναμικό και αντίστοιχους σχεδιασμούς στις χώρες υποδοχής. Κι απ’ τη στιγμή που οι συνεχείς εισροές και μετακινήσεις δεν απαντάνε σε κάποιο υποτυπώδη έστω οικονομικό ή κοινωνικό σχεδιασμό, η αύξηση των μεταναστευτικών πληθυσμών συναρθρώνεται με πολλαπλούς φόβους που παίρνουν είτε τη μορφή του φόβου του εγκλήματος είτε την, λιγότερο εμφανή, μορφή της κατάληψης ζωτικού [και μειούμενου] κοινωνικού χώρου - με αυτό δεν θέλω να αμφισβητήσω ότι το φόβος του εγκλήματος έχει μια πραγματική βάση αλλά να σημειώσω ότι πρόκειται αν όχι μόνον για την κορυφή πάντως για μέρος μόνον του παγόβουνου. Οι έλεγχοι, από την άλλη μεριά, πριν και πέρα από οτιδήποτε άλλο τείνουν να αποκαταστήσουν μια αίσθηση ασφάλειας ή, σωστότερα, να επιδιορθώσουν την διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας καθώς όλο και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες βλέπουν τις τύχες τους στην κόψη του ξυραφιού, έρμαιο μιας οικονομικής διαδικασίας η οποία δεν τους εξασφαλίζει άλλο από την ανασφάλεια. Καθώς δε ο έλεγχος των μεταναστευτικών πληθυσμών δεν μπορεί να περιορισθεί σε τοπικό επίπεδο γιατί αφορά κατά κύριο λόγο το ζήτημα της μετακίνησής τους, η Ευρώπη καλείται να παίξει τον ρόλο του υπερτοπικού χωροφύλακα με πρόταγμα την ασφάλεια. Απ' την άλλη μεριά, καθώς αυτές οι διαδικασίες μετακίνησης είναι απροσχεδίαστες, δεν μπορεί να προβλεφθεί ούτε η εξέλιξη, ούτε η έκτασή τους. Αυτονόητο, λοιπόν, είναι ότι και οι μετακινήσεις τους δεν μπορεί να είναι ούτε νόμιμες ούτε ελεγχόμενος, κατά συνέπεια όταν μιλάμε για έλεγχο μιλάμε εκ των πραγμάτων για καταστολή. Η τρωτότητα δε και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει την ατομική και κοινωνική ταυτότητα των μεταναστευτικών πληθυσμών τους καθιστά ιδανικούς να αντιμετωπίσουν μεταχείριση εν δυνάμει εγκληματία. Δεν είναι να απορεί, λοιπόν, κανείς αν τα περίφημα "κέντρα υποδοχής" μεταναστών μοιάζουν με ποικιλοτρόπως με φυλακές, περίφρακτοι αποθηκευτικοί χώροι αθρόας και ακούσιας διαβίωσης του ανθρώπινου "υλικού" που καταλήγει εκεί, χωρίς ούτε καν την "πολυτέλεια" της έκτισης μιας ποινής με προσδιορισμένο χρόνο λήξης.
Απρόσκλητοι κι ανεπιθύμητοι πληθυσμοί, στοιβαγμένοι σε περίκλειστους χώρους, όπου η χωροθεσία και η δομή τους συγκροτεί την υλική εκδοχή της κοινωνικής καραντίνας και παγιώνει την αντίληψη ότι η μετανάστευση δεν αφορά πρόσωπα, πολύ λιγότερο δεν αφορά πολίτες, αλλά μια επιδημία που εξαπλώνεται απ' την μια χώρα στην άλλη. Να αναρωτηθούμε πού πήγαν οι συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές που επιτάσσουν ο άνθρωπος να είναι αυτοσκοπός και να μην αποτελεί μέσο για την άσκηση πολιτικών; Μα εάν τούτοι οι ταξιδιώτες δεν αρχίσουν να αντιμετωπίζονται ως άνθρωποι, με όλο το φορτίο των δικαιωμάτων που τους αντιστοιχεί, μονότονα θα σχολιάζουμε πάλι τα αποτελέσματα της μάχης ακόμα και όταν η μάχη θα έχει πια κριθεί.