Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Οι Δαναΐδες και οι δεσμώτες

[ΕΠΟΧΗ, 19/12/2010, η οποία κυκλοφορεί εκτάκτως στις 20/12/2010 λόγω της απεργίας στα μέσα ενημέρωσης]


Ενόσω είναι σε εξέλιξη η νομοθετική δραστηριότητα για τη αναμόρφωση του σωφρονιστικού συστήματος,  τα ευρύτερα συμφραζόμενα δείχνουν για μια ακόμα φορά το ψευδεπίγραφο των ευγενών όρων. Οι φυλακές είναι μέρος μόνον ενός ευρύτερου συστήματος παραγωγής «εγκληματιών», είναι το τελικό στάδιο μιας διαδικασίας από-κοινωνικοποίησης που ξεκινά και ολοκληρώνεται ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Πως είναι λοιπόν δυνατόν να αναμορφώσεις το τελικό στάδιο και να περιμένεις αποτελέσματα όταν τα προηγούμενα στάδια συντείνουν στην παραγωγή νέας σοδειάς προβλημάτων από αυτά τα οποία η όποια μεταρρύθμιση επιχειρεί να επιλύσει; Η εκτίμησή μου είναι ότι τα μέτρα που επεξεργάζεται το υπουργείο δικαιοσύνης είναι θετικά μόνον από την άποψη ότι πιθανόν να αμβλύνουν σε κάποιο βαθμό τα δεινά του εγκλεισμού∙ για να συμπληρώσω ότι το όλο σχήμα θυμίζει τον πίθο των Δαναΐδων καθώς, όποιος κι είναι ο αριθμός εκείνων που θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τα μέτρα, διωκτικές και δικαστικές αρχές θα υπερκαλύψουν σχεδόν ταυτόχρονα τα κενά που δημιουργούνται στις ήδη εκρηκτικά γεμάτες φυλακές με νέες φουρνιές υπόδικων ή καταδικασμένων με αυστηρές, άρα μακροχρόνιες, ποινές. Γνωστή η απάντηση: η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη και η πολιτεία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στο έργο της. Γνωστά, όμως, και δύο συνταγματικά αξιώματα που θα έπρεπε να αντανακλώνται στη λειτουργία των τιμωρητικών θεσμών και ειδικότερα στο στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο. Πρώτον, ότι το άτομο δεν μπορεί να γίνεται μέσο για την άσκηση μιας πολιτικής –κι εδώ αναφέρομαι στην «παραδειγματικού» χαρακτήρα ανακύκλωση των «συνήθων  εγκληματιών», στους οποίους τα τελευταία χρόνια προστέθηκαν και οι νεαροί/διαδηλωτές/εν δυνάμει τρομοκράτες∙ άρα, δεύτερον, ότι ο καθένας έχει το δικαίωμα της πρόσβασης σε δίκαιη δίκη με ό, τι συνεπάγεται αυτό στο επίπεδο της διασφάλισης των όρων μιας αμερόληπτης κρίσης, η οποία θα βασίζεται σε γεγονότα και αποδείξεις και όχι σε εκτιμήσεις ή αντανακλάσεις του φοβικού κλίματος που κατασκευάζει τους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς».[1]
Όπως, λοιπόν, είναι αστείο πια να μιλάμε για αναμορφωτική λειτουργία της φυλακής είναι επίσης ανεδαφικό να μιλάμε και για αναμόρφωση του σωφρονιστικού υποσυστήματος αγνοώντας τις εκτροπές του συνολικού συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης: οι φωτιές στις ταράτσες των φυλακών ή η ρώσικη ρουλέτα των απεργών πείνας δεν μεταφράζονται στο ανέφικτο αίτημα για καλύτερη φυλακή αλλά στην απαίτηση για λιγότερη φυλακή.



[1] Καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη η δίκη των 11 νεαρών «τρομοκρατών» στη Λάρισα», παραθέτω τις δηλώσεις του νυν Πρωθυπουργού και κυβερνητικών στελεχών την εποχή της σύλληψης, όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα tvxs της 9/12/2010, 16:00, όπου ο κ. Παπανδρέου, σε από κοινού δήλωση με τον Α. Αλαβάνο είχε καταγγείλει ως «απαράδεκτη» τη δίωξη των 11 ανηλίκων ενώ τη διαδικασία είχε καταγγείλει και ο κ. Κακλαμάνης με ιδιαίτερα αυστηρούς χαρακτηρισμούς.


Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

«Εξοστρακίστε την οργή σας επάνω τους, προφανώς δικαιολογείται» [αφίσα του Δεκέμβρη]

[από το αφιέρωμα του Red NoteBook - Χίλιες λέξεις για το Δεκέμβρη]
http://rnbnet.gr/details.php?id=1132

«[Π]ροσωπικά θεωρώ ότι ο Δεκέμβρης υπήρξε πολύ περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο μια αυθόρμητη έκφραση του αισθήματος δικαίου που επαναστάτησε απέναντι στην τρομερή αδικία μιας παράλογης δολοφονίας. Τα παιδιά που βγήκαν στο δρόμο, οι μαθητές και οι μαθήτριες, νομίζω ότι αυτό βίωσαν», γράφει ο Βασίλης Παπαστεργίου στο κείμενό του που δημοσιεύτηκε στο παρόν αφιέρωμα. Απομονωμένες από τα συμφραζόμενα του κειμένου, προφανώς απομειώνουν τον προβληματισμό του Βασίλη και ζητώ την κατανόησή του, αλλά είναι δυο φράσεις  που αποτυπώνουν πολύ καθαρά αυτό που ένοιωσα στις απαρχές των γεγονότων του Δεκέμβρη, όταν τυχαία βρέθηκα στους δρόμους της Αθήνας κι εκεί έμαθα τον λόγο που η πόλη είχε πάρει φωτιά, πραγματικά και συμβολικά∙ είναι ακριβώς οι σκέψεις που με ταλάνιζαν –αμετακίνητες- τις επόμενες ημέρες, τους επόμενους μήνες, όταν παρακολουθούσα με αμηχανία την προσπάθεια να ορίσουμε τη συνθήκη του Δεκέμβρη, τα αίτια, τους πρωταγωνιστές∙ μια αμηχανία που την κουβαλάω ακόμα -δυο χρόνια μετά!- και που με δυσκολεύει να συνενώσω πραγματικότητες και Λόγους, να βάλω σε τάξη μια  θραυσματική ακόμα εικόνα και να της δώσω ένα όνομα, οριστικό ή λιγότερο οριστικό. Και όπως γράφαμε μικροί σ’ εκείνες τις εκθέσεις/καρμπόν, «να λοιπόν που προσπαθώντας να βρω θέμα, έγραψα τελικά την έκθεση» -μεταφράζοντας προφανώς το παιδικό ιδίωμα και υπεκφεύγοντας ίσως τα άλλοθί του.
Επανερχόμενη, λοιπόν, στην αρχική μου εμπειρία, όταν σχεδόν ταυτόχρονα με τον πρώτο πυροβολισμό, ξεχείλισαν οι δρόμοι, νοιώθω ακόμα υπόλογη απέναντι στο Γεγονός και στους Πρωταγωνιστές του. Κυρίως απέναντι σ’ αυτούς, που για μέρες και μήνες βλέπανε τους εαυτούς τους να μεταμορφώνονται σε επαναστάτες, κοινωνικούς αγωνιστές, πράκτορες, πλιατσικολόγους και τσογλάνια, με μια ταχύτητα που φέρνει ίλιγγο. Νοιώθω υπόλογη απέναντι σ’ εκείνα τα παιδιά που για μέρες επινοούσαν μορφές έκφρασης του πένθους και της οργής, που πλούτισαν τη ζωή τους με την εμπειρία του Δεκέμβρη, με  ό, τι πήραν κι ό, τι δώσανε τις μέρες του Δεκέμβρη για να είναι είναι δικό τους, δικός τόπος ή ου-τόπος. Νοιώθω υπόλογη που κάμποσες φορές μίλησα κι εγώ «αντ’ αυτών», είτε για να τα υπερασπιστώ όταν οι ορισμοί της εμπειρίας τους παγώνανε στην εκδοχή της τυφλής, αδιέξοδης και προ-πολιτικής βίας είτε για να  μεγαλύνω την εμπειρία τους διαλέγοντας με προσοχή τους πιο γοητευτικούς ορισμούς της.  Νοιώθω υπόλογη γιατί δεν αντιστάθηκα κι εγώ στη γοητεία του κανονιστικού λόγου απέναντι σε μια συνθήκη που ήταν μάλλον η επιτομή της επίθεσης στην συμβατική κανονικότητα, τόσο ανακουφιστικό όμως να την ελέγχουμε μέσα απ’ τους ορισμούς και τις ερμηνείες μας∙ που τους καταχώρισα συλλήβδην ως εξεγερμένους ή επαναστάτες και δεν τους συμπόνεσα όταν παίζανε με τις φωτιές για να δω ότι όντως παίζανε, δεν είναι κακό, γιατί η οργή είναι τόσο εύφλεκτο υλικό που δίνει ίσες πιθανότητες στα υποκείμενά της να πυρπολήσουν ή να πυρποληθούν. Κι ακόμα, γιατί μεγάλωσαν δυο χρόνια εκείνα τα παιδιά που τον Δεκέμβρη του 2008 ξεχύθηκαν στους δρόμους για να γίνουν οι πρωταγωνιστές μιας συνθήκης που μας ταρακούνησε συθέμελα, που σχεδόν μας πέταξε στην άκρη και κάποια απ’ αυτά, που εκείνες τις μέρες μάθανε να φτιάχνουν οδοφράγματα, δεν ξαναβγήκαν πιθανόν στους δρόμους ενώ εγώ επιμένω να τα αναγνωρίζω σε κάθε διαδήλωση ως «γενιά του Δεκέμβρη», μαχητική κι ετοιμοπόλεμη αλλιώτικα να μην αξίζουν την προσοχή μου. 
Με λίγο περισσότερες από 600 λέξεις για τον Δεκέμβρη, αυτές τις σκέψεις έχω να καταθέσω. «Ο Αλέξανδρος έπεσε κάτω, αν δεν κάνω λάθος στον πρώτο ή στον δεύτερο πυροβολισμό, σίγουρα πάντως πριν από τον τρίτο... Μετά δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Ο κόσμος φώναζε και κάποιοι σήκωσαν την μπλούζα του Αλέξανδρου. Είδα ότι είχε μια τρύπα στη μέση του θώρακα και λίγο προς την καρδιά. Είχε βγάλει και αίμα...», είπε μια κοπελίτσα. «Εξοστρακίστε την οργή σας επάνω τους, προφανώς δικαιολογείται», έγραφε μια αφίσα που την πέτυχα στο διαδίκτυο  και που έδειχνε μ’ ένα βέλος την πόλη. Και νοιώθω υπόλογη που αβίαστα εξαιρώ τον εαυτό μου από το αντικείμενο εκείνης της οργής, σαν να μην με αφορά ως «αυτονόητα» καλοπροαίρετου ανθρώπου.




Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

σχόλιο από την Παν. Συσπείρωση για τη Ψυχιατρική Μεταρρύθμισηγια την συγκρότηση «ομάδας εργασίας» για την ‘επικαιροποίηση’ του «Ψυχαργώς»




Με διάρκεια αποστολής 6 μηνών, για την κατάρτιση ενός νέου δεκαετούς προγράμματος για το «Ψυχαργώς» (2011-2020), συγκροτήθηκε «ομάδα εργασίας», με «συμβουλευτικό χαρακτήρα», η πρώτη αναθεωρημένη πρόταση της οποίας θα πρέπει να κατατεθεί μέχρι τέλος Γενάρη. Δηλαδή (αν λάβει κανείς υπόψη του την περίοδο των γιορτών), σ΄ ένα περίπου μήνα. Διαδικασίες fast track για την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», μέσα στο πνεύμα και τις πρακτικές των καιρών. Και το ερώτημα είναι, πώς το αποτέλεσμα μπορεί ν΄ αποφευχθεί να είναι κάτι άλλο από ένα «fast track Ψυχαργώς»…
Υστερα από τις παλινωδίες ενός χρόνου, στη διάρκεια του οποίου τα εκάστοτε «νέα» για την ψυχική υγεία (όπως τα νέα που έφταναν στην Αθήνα για την πανωλεθρία στις Συρακούσες) κυμάνθηκαν από την εξαγγελία πληθώρας ΚΨΥ ανά τη χώρα και μάλιστα με κλίνες νοσηλείας και το κλείσιμο όλων των ψυχιατρείων μετά από λίγα χρόνια, μέχρι τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του κατ΄ εξοχήν εισηγητή αυτού του σχεδίου, για να περάσουμε, εν συνεχεία, εννιά μήνες πλήρους απραξίας, στη διάρκεια των οποίων είχαμε διάφορες, σκόρπιες ανακοινώσεις, δηλώσεις κλπ «διαφόρων», εδώ κι΄ εκεί, που αποτελούσαν έκφραση της συντελούμενης «κατεδάφισης των ερειπίων», φτάνουμε τώρα, που «έσφιξαν τα ζόρια», πού αλλού; Οπως πάντα, στη συγκρότηση μιας επιτροπής, μιας «ομάδας εργασίας».  
Τι ρόλο έχει να παίξει μια τέτοια «συμβουλευτική ομάδα» στις συνθήκες του «μνημονίου»; Δεν μπορεί κανείς να τρέφει την αυταπάτη, ούτε να προβάλει τον ισχυρισμό ότι αυτό που δεν έγινε τα προηγούμενα χρόνια, ή που έγινε παράγοντας αυτό το στρεβλό προϊόν μιας εξωραϊσμένης νεο-ιδρυματικής βαρβαρότητας, στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης και της εμπορευματοποίησης της ψυχικής υγείας, μπορεί να γίνει από ένα Υπουργείο και έναν Υπουργό που προβάλλει την λογιστική προσέγγιση στην Υγεία (και, επίσης, στην ψυχική υγεία) ως πρώτη του (και, στην πραγματικότητα, αποκλειστική) προτεραιότητα.
Αν θεωρήσουμε ότι η επιθυμητή πολιτική ψυχικής υγείας συνίσταται την οικοδόμηση ενός συστήματος που αναγνωρίζει έμπρακτα τα δικαιώματα και την ελευθερία και κατανοεί και απαντά σφαιρικά και ολόπλευρα στις ανάγκες των ανθρώπων, λαμβάνοντας υπόψιν τον λόγο των ίδιων των ενδιαφερομένων υποκειμένων ως καθοριστικής σημασίας για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των αναγκών και των τρόπων απάντησης σε αυτές (ενάντια σε κάθε μορφή χειραγώγησης και χρησιμοποίησής τους ως αντικειμένων και ως «διακοσμητικών στοιχείων» για να «κάνουμε την δουλειά μας» τηρώντας τα προσχήματα), τότε η «ποιότητα» των ως άνω παραμέτρων είναι, προφανώς, συνυφασμένη με την «ποσότητα» : η χειραφετητική κουλτούρα και πρακτική, δηλαδή, είναι συνυφασμένη με την επάρκεια των διατιθέμενων πόρων, ιδιαίτερα στις συνθήκες μιας χώρας που εξακολουθούσε, ακόμα και την προηγούμενη περίοδο των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών (αλλά και των ρεφορμιστικών  αυταπατών), να διατηρεί την ψυχική υγεία άκρως υποχρηματοδοτημένη και εξαρτώμενη από τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις.
Μια στοιχειωδώς αξιόπιστη πολιτική για την  ψυχική υγεία (όπως για την Υγεία γενικότερα) είναι συνυφασμένη με την δραστική αύξηση των διατιθέμενων πόρων και δεν συμβιβάζεται κατ΄ ουδένα τρόπο με προσαρμογές στο «μνημόνιο». Κάθε τέτοια προσαρμογή, κάθε τέτοια ‘επικαιροποίηση’ (του ‘Ψυχαργώς’, ή των όποιων άλλων πολιτικών), χωρίς την πλήρη ανατροπή των πολιτικών του «μνημονίου», ισοδυναμεί με οργάνωση της σφαγής της ψυχικής υγείας. Και η σφαγή θέλει συνενόχους.
Γιατί, τι άλλο από σφαγή της ψυχικής υγείας είναι η υιοθέτηση του «πέντε φεύγουν, ένας έρχεται» και στην Υγεία, τη στιγμή που οι ήδη δραματικά υποστελεχωμένες μονάδες του Δημοσίου (Δαφνί, Δρομοκαίτειο κλπ) θα λειτουργούν, το 2011, σε επίπεδα κάτω από αυτά της λειτουργίας με «προσωπικό ασφαλείας» εν μέρα επιτυχημένης απεργίας με καθολική συμμετοχή; Και ποια δομή στον δημόσιο τομέα μπορεί να γίνει μέσω ΕΣΠΑ όταν απαγορεύονται οι προσλήψεις στο Δημόσιο; Θα γίνουν δομές ψυχικής υγείας, πχ, ΚΨΥ, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου; Ή απλώς θα διοχετευθούν οι χρηματοδοτήσεις προς τον ιδιωτικό τομέα (τον δήθεν «μη κερδοσκοπικό») της επισφάλειας και των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, καθώς πολλές «ΜΚΟ» καραδοκούν να επεκτείνουν τις δουλειές τους σε πιο επικερδείς παροχές υπηρεσιών, απαλλασσόμενες, ή παραμερίζοντας, ‘βαρίδια’, όπως τα οικοτροφεία βάσει των οποίων έχτισαν, την προηγούμενη περίοδο, τα «μαγαζιά» τους;
Αλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, όπως, παραδοσιακά, η κατεστημένη τάξη πραγμάτων έχει ανάγκη, για την αναπαραγωγή της, να αφομοιώνει και να οικειοποιείται (εξατμίζοντας και ακυρώνοντάς τις στο ανατρεπτικό τους περιεχόμενο) ιδέες και πρακτικές που εμφανίστηκαν, στο πεδίο των κοινωνικών και επιστημονικών πρακτικών, ως ριζική αμφισβήτηση αυτής της κατεστημένης τάξης, έτσι, πολύ περισσότερο, σε μια κρίση, όπως η σημερινή, το μέγεθος και οι διαστάσεις της οποίας δεν έχουν ιστορικό προηγούμενο, λέξεις, όροι και έννοιες χρησιμοποιούνται για να εκφράσουν σημασίες, πρακτικές και συστήματα σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση απ΄ αυτή για την οποία, ιστορικά, επινοήθηκαν, διατυπώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν. Αλλωστε, όταν δεν είναι δυνατή η διατύπωση και η έμπρακτη εφαρμογή μιας ουσιαστικής πολιτικής, είναι πάντα δυνατή η διατύπωση και εφαρμογή των ομοιωμάτων της – για την απορρόφηση, δηλαδή, κονδυλίων (όχι ευκαταφρόνητων ενίοτε) για επιδερμικές και θεαματικές ενέργειες (ομοσπονδία ΚΟΙΣΠΕ κλπ).
Κι τι να κάνουμε; θα αναρωτηθεί κάποιος. Δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να περισώσουμε ό, τι μπορούμε; ‘Η, ν΄ «αξιοποιήσουμε» την κρίση και να «αναπτύξουμε υπηρεσίες προσαρμοσμένες στους περιορισμένους πόρους»; Η απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα, στο βαθμό που τίθεται καλοπροαίρετα, είναι ότι δεν μπορεί τίποτα να περισωθεί μέσω της «επεξεργασίας» των κυβερνητικών πολιτικών. Αυτά τα ιδεολογήματα, με όλες τις θεωρητικές κατασκευές και τις τεχνικές προδιαγραφές που τα συνοδεύουν και τα ενσαρκώνουν, δεν κατάφεραν ποτέ ν΄ αποκτήσουν ένα πραγματικό αντίκρισμα στο υλικό πεδίο.
Το πρώτο ερώτημα για μια τέτοια ομάδα εργασίας, ως προϋπόθεση για την όποια συμμετοχή, θα έπρεπε, στους καιρούς που ζούμε, να είναι: υπό ποιους όρους η ‘επικαιροποίηση’; Με ποια δυνατότητα πόρων, με ποιες διαδικασίες αύξησης του προσωπικού των μονάδων ψυχικής υγείας, με ποιους όρους οικοδόμησης ενός συστήματος ψυχικής υγείας ως δημόσιου αγαθού και ως ενός δημόσιου συστήματος υπηρεσιών, ενάντια σε λογικές συνολικής συρρίκνωσης, ιδιωτικοποίησης, εμπορευματοποίησης;
Συμμετοχή άνευ όρων σ΄ αυτή την επεξεργασία σημαίνει τη συμβολή μας στην οικοδόμηση μιας «ψυχικής υγείας» κατ΄ εικόνα και ομοίωση του «μνημονίου» - δηλαδή, στον καλλωπισμό των ερειπίων ενός συστήματος, στην κατεδάφιση του οποίου θα έχουμε συμμετάσχει, μεταξύ άλλων (όπως τονίζει ο Κ. Μπαϊρακτάρης στην επιστολή παραίτησής του από την εν λόγω ομάδα εργασίας) και με την μονομερή αναπαραγωγή του «λόγου των ειδικών», ενός λόγου δομικά προετοιμασμένου να εκπληρώσει την πάγια κοινωνική του εντολή για την διατήρηση της δοσμένης κοινωνικής τάξης, μέσω της περαιτέρω προσαρμογής της νεο-ιδρυματικής βαρβαρότητας του «Ψυχαργώς» στις απαιτήσεις του «μνημονίου». Η συνάρτηση και η διαπλοκή αυτού του λόγου με την εκάστοτε κρατούσα εξουσία έρχεται από ένα πολύ μακρινό παρελθόν και δεν πρόκειται να εκλείψει χωρίς την ριζική αποδόμηση αυτού του λόγου.
Για όποιον, όμως, πραγματικά θέλει, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να κάνουμε κάτι. Τρόποι που κινητοποιούν το δυναμικό των λειτουργών, των «χρηστών», των οικογενειών και της κοινωνίας. Μια κινητοποίηση που θα συμπεριλάβει τις υπάρχουσες υπηρεσίες, τις οποίες (όπου και όποιες κι΄ αν είναι) μπορούμε και πρέπει να στρέψουμε σε μια κοινοτική κατεύθυνση (ριζικά εναλλακτική στον εγκλεισμό), για μια δημόσια, ισότιμη και δωρεάν παροχή υπηρεσιών. Με συναντήσεις, ημερίδες, συνελεύσεις κλπ, ενός κινήματος όλων των άμεσα ενδιαφερομένων (που προαναφέρθηκαν), σε ισότιμη βάση, για τη διατύπωση αιτημάτων (σε λογική διαμετρικά αντίθετη από αυτήν του «μνημονίου» και την λογιστική των περικοπών) και για την χάραξη, μέσα από τέτοιες διαδικασίες, μιας πολιτικής για την ψυχική υγεία, που θα διεκδικηθεί και θα απαιτηθεί από το Υπουργείο, αντί να μπούμε εμείς στην υπηρεσία των πολιτικών του Υπουργείου.
Διαφορετικά, ‘επικαιροποίηση’, με δεδομένο το «μνημόνιο», σημαίνει, πέρα και ίσως ενάντια στις όποιες προθέσεις, την μετατροπή των διάσπαρτων «ερειπίων», που κατέλειπε η προηγούμενη φάση του «Ψυχαργώς», στον κοινωνικό κονιορτό της «νέας τάξης πραγμάτων».

11/12/2010

Psyspirosi.gr

δύο κείμενα για τη βία του κατασταλτικού μηχανισμού που φιλοξενήθηκαν στην Αυγή της Κυριακής

Η αστυνομική βία δεν είναι σημείο των καιρών αλλά μέρος του θεσμικού ρόλου του κατασταλτιού μηχανισμού [Αυγή της Κυριακής, 12 Δεκέμβρη 2010, σ. 17]


Σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι σύνηθες να επαναπροσδιορίζεται συνολικά ο ρόλος των τιμωρητικών μηχανισμών καθώς προβάλλεται ως μείζον διακύβευμα αυτό της αποκατάστασης της τάξης. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο αναδεικνύονται δυο αλληλεξαρτώμενα φαινόμενα: πρώτον, μια ενίσχυση του κατασταλτικού μηχανισμού και, δεύτερον, μια διεύρυνση της κατηγορίας του «εσωτερικού εχθρού» η οποία τείνει να περιλαμβάνει όλο και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα. Ανασημαίνεται κατά συνέπεια και ο ρόλος της αστυνομίας ο οποίος συμπυκνώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην κατασταλτική της λειτουργία, νοούμενης  ως αναγκαιότητα ή ως καταχρηστική άσκηση εξουσίας ανάλογα με τον φορέα που εκφέρει λόγο και την εξουσία του να τον παγιώνει στο δημόσιο χώρο ως εξ ορισμού έγκυρο. Θεωρώ αναγκαία αυτήν την εισαγωγή καθώς η σχέση οικονομικής κρίσης και αστυνομικής βίας μόνον μονοσήμαντη δεν είναι, έστω και από την απλοϊκή σχεδόν άποψη ότι η κρίση πλήττει και τους ίδιους τους αστυνομικούς. Έτσι, το επιχείρημά μου εκκινεί από το γεγονός ότι η αστυνομική βία δεν είναι σημείο των καιρών αλλά μέρος του θεσμικού ρόλου του κατασταλτικού μηχανισμού ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και, ως τέτοιο, έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήθους αναλύσεων κι ακόμα περισσότερων καταγγελιών. Είναι μια «κανονικότητα», με δυο λόγια η οποία αντλεί νομιμοποίηση από τον ίδιο τον Λόγο των θεσμών. Ας σκεφτούμε μόνον την ευρύτερη δεκαετία του 1960 στο ευρωπαϊκό και αμερικανικό τοπίο, όταν τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας είχαν φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη∙ με τη διαφορά ότι τα συμφραζόμενα εκείνων των ταραγμένων χρόνων επέτρεψαν να ανασημανθεί η αστυνομική βία ως πρόβλημα  κατά πολύ σοβαρότερο από τους λόγους οι οποίοι, σύμφωνα με την κυρίαρχη ρητορική, την επέβαλαν.  Επανερχόμενη ωστόσο στη σχέση οικονομικής κρίσης και αστυνομικής βίας, θα είχα να εντοπίσω δυο ειδικότερα ζητήματα: το πρώτο αφορά την ανάδειξη της  αστυνομικής βίας ως σημείου των καιρών ενώ δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο ή ασύνηθες. Σε περιόδους άλλωστε κοινωνικής αναταραχής είναι πιο συχνές, για παράδειγμα, και οι «συναντήσεις»  αστυνομίας και κοινού στο πλαίσιο διαδηλώσεων κλπ,  γεγονός το οποίο συντείνει στο να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις που μετατρέπουν αυτό το είδος «κανονικότητας» σε εξαίρεση. Θα έλεγα, κατά συνέπεια, ότι υπό μια έννοια το καινούργιο στοιχείο είναι ποσοτικό και όχι ποιοτικό και ότι η ρητορική περί εξαιρετικού φαινομένου το απομειώνει από τις δομικές αλλά και θεσμικές ρίζες του, νοηματοδοτώντας το ως περιστασιακή δυσλειτουργία ενός θεσμού ο οποίος διατείνεται ότι είναι φιλικός προς τον πολίτη και αντλεί απ’ αυτό νομιμοποίηση. Το δεύτερο σημείο αφορά την καθ’ ημάς εκδοχή των τεχνολογιών της «μηδενικής ανοχής». Η εμπειρία των χωρών που εφάρμοσαν και εξήγαγαν το εν λόγω προϊόν είναι ότι η νομιμοποίηση του έτυχε σχεδόν μεγαλύτερης επεξεργασίας από την ίδια την εφαρμογή του! Στην Ελλάδα, το αλαλούμ των πολιτικών των εκάστοτε υπουργών δημόσιας τάξης δημιούργησε μια τέτοια χαοτική κατάσταση όπου τα όρια μεταξύ αυθαιρεσίας ή θεσμικά προκαθορισμένης δράσης καθορίζονται ad hoc την ώρα της κρίσης και με αφετηρία τις δεσπόζουσες αναπαραστάσεις περί «εσωτερικού εχθρού». Έτσι το ποσοτικό αποκτά πλέονκαι ποιοτικά χαρακτηριστικά και ως τέτοιο ενισχύει την αναπαράσταση της κανονικότητας της θεσμικής  βίας σε εξαίρεση ή σε ατομικού χαρακτήρα βαρβαρότητα. 

 Το σώμα του απεργού πείνας [τίτλος Αυγής: "Όπλο των κρατουμένων το ίδιο τους το σώμα", σ. 19]

Σ’ ολόκληρη την ιστορία του θεσμού της φυλακής ο σωματικός πόνος ουδέποτε έχασε όχι μόνον την συμβολική αλλά και την πραγματική αξία. "[Δ]ίκαιο είναι ένας κατάδικος να υποφέρει σωματικά περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους[...] Δύσκολα η ποινή διαχωρίζεται από ένα συμπλήρωμα σωματικού πόνου. Τι νόημα θα είχε μια τιμωρία εξω-σωματική;» λέει ο Μισέλ Φουκώ στο Επιτήρηση και Τιμωρία (1989: 26, , Ράππας). H άσκηση σωματικής βίας ενδημεί στις συνθήκες εγκλεισμού, στους τρόπους επιβολής της πειθαρχίας, στην ακύρωση βασικών αναγκών του κρατούμενου, στις συνθήκες επικινδυνότητας στις οποίες συχνά βρίσκεται. Η απεργία πείνας είναι η μορφή αντίδρασης των κρατουμένων η οποία αντιστρέφει θεμελιακούς όρους αυτής της συνθήκης, ακυρώνοντας τον έλεγχο που ασκεί η φυλακή πάνω στη ζωή ή το θάνατό τους: είναι πια ο ίδιος ο κρατούμενος αυτός που πλήττει το σώμα του, το εξωθεί στα όριά του, που γίνεται ο πρωταγωνιστής και προκαλών την οδύνη του, που απειλεί τον τιμωρητικό μηχανισμό με τον ενδεχόμενο θάνατό του∙ κρίσιμο στοιχείο γίνεται πια ο χρόνος, πόσο θ' αντέξει ο απεργός πριν διακόψει αποδυναμωμένος την απεργία, πόσο ευέλικτος θα είναι ο μηχανισμός να αντιδράσει χωρίς να διακυβευθεί η αυστηρότητα ή το ανθρώπινο πρόσωπο του. Οι απεργοί πείνας δεν ανάβουν φωτιές στις ταράτσες για να κατασταλούν με φωτιές. Όπλο γίνεται το ίδιο τους το σώμα, η οδύνη του, η φθορά του και, ως τέτοιο, είναι πιο επίφοβο απ' το εξεγερμένο σώμα το οποίο, ως "λογικό επακόλουθο", οφείλει να κατασταλεί για να αποκατασταθεί η τάξη. Κι ακόμα πιο επίφοβο γιατί τα όριά του είναι μεταβλητά και μεταβαλλόμενα και, ως τέτοια, μη ελέγξιμα απέναντι στο ενδεχόμενο της «τελικής απόδρασης» για την οποία δεν προβλέπονται ποινές που να αποκαταστήσουν την κανονικότητα.

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

η ανίατη νόσος των υπηρεσιών ψυχικής υγείας...














Επιστολή του Κώστα Μπαϊρακτάρη, Αναπλ. Καθηγητή Κλινικής Ψυχολογίας, Α. Π. Θ.

Προς
                                                                        τον Γενικό Γραμματέα του
                                                                        Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής                                                                                                    Αλληλεγγύης
                                                                        Γεν. Διεύθυνση Διοκ.Υποστήριξης και                                                                                               Τεχνικών Υποδομών
                                                                        Διεύθυνση Προσωπικού
                                                                        Τμήμα Συλλογικών Οργάνων


Αξιότιμε κ. Γενικέ,

            Από το Διαδίκτυο πληροφορήθηκα για τον ορισμό μου ως μέλους της Ομάδας Εργασίας για την αναθεώρηση του Προγράμματος «Ψυχαργώς 2011-2020» (Αρ. Πρωτ. ΔΥ1δ/οικ.122308/6/12/2010).  Σας ευχαριστώ για την επιλογή του προσώπου μου αλλά θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι δεν ρωτήθηκα ποτέ ο ίδιος.
Επιτρέψτε μου παρά ταύτα να παραθέσω  επιγραμματικά τους λόγους διαφοροποίησής μου και την αδυναμία μου να συμμετάσχω στη συγκεκριμένη  Ομάδα Εργασίας.

1. Γνωρίζετε ότι η Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση αποσκοπούσε από την έναρξή της στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 στην άρση της ιδρυματικής και ψυχιατρικής βαρβαρότητας  στα ελληνικά Ψυχιατρεία, την Αποϊδρυματοποίηση και την εφαρμογή ενός άλλου επιστημονικού παραδείγματος.  H  ακύρωση της ψυχιατρικής βαρβαρότητας προϋποθέτει την ακύρωση του επιστημονικού παραδείγματος που οδηγεί σε αυτή.  Προϋποθέτει την ακύρωση του Μονόλογου των ειδικών. Γιατί ο Μονόλογος αυτός  οδηγεί στις  καταστάσεις βαρβαρότητας και στον στιγματισμό.  Γιατί ο Μονόλογος αυτός μπορεί και αναπαράγεται μέσα από την αφαίρεση του Λόγου και των δικαιωμάτων συνανθρώπων  που  βιώνουν καταστάσεις ψυχικού πόνου.
Η διαρκής αναπαραγωγή αυτού του επιστημονικού Μονόλογου, η κυριαρχία του και η συστηματική διάχυσή του στο κοινωνικό σώμα είναι στην ουσία μια πολιτική πρακτική που υπηρετεί μια ιδεολογία αντικειμενοποίησης  και χειραγώγησης  των υποκειμένων και όχι της χειραφέτησής τους.. Μια ιδεολογία που εμποδίζει στην ουσία την ακύρωση των μηχανισμών και των διεργασιών αποκλεισμού ή  περιθωριοποίησης μίας σειράς ατόμων ή ομάδων αφού και η ίδια εμφανίζεται, εγκαθιδρύεται και αυτοτροφοδοτείται μέσω της ενίσχυσης αυτών ακριβώς των διεργασιών και μηχανισμών.  Ο Μονόλογος λοιπόν των ειδικών αναπαράγεται και στη σύνθεση της  συγκεκριμένης Ομάδας Εργασίας.
Παραγνωρίζεται ότι μετά από αρκετές δεκαετίες  προσπαθειών τα ίδια τα άτομα με ψυχιατρική εμπειρία, χρήστες ή πρώην χρήστες  υπηρεσιών ψυχικής υγείας ή επιζώντες της Ψυχιατρικής όπως αυτοπροσδιορίζονται είναι σε θέση και στην Ελλάδα, όχι μόνο να έχουν άποψη για ζητήματα που τους αφορούν άμεσα, αλλά  αποτελεί πλέον, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε διεθνές επίπεδο,  αναγνωρισμένο δικαίωμά τους. Η απουσία λοιπόν των ατόμων με ψυχιατρική εμπειρία από μια τέτοια ομάδα πιστοποιεί για μένα μια αναχρονιστική αντίληψη, επιβεβαιώνει την αναπαραγωγή  και επιβολή του  Μονόλογου των ειδικών στερώντας από αυτά θεμελιώδη δικαιώματα.


2. Η  Υγεία  αποτελεί δημόσιο αγαθό και το δικαίωμα πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας αναφαίρετο δικαίωμα. Η μεταρρύθμιση λοιπόν  δεν είναι μια τεχνική-διοικητική πράξη ούτε μια πράξη περιορισμένη και εγκλωβισμένη σε  μια δημοσιονομική λογική που απαλλάσσει  το κράτος από την βασική του αυτή υποχρέωση, πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για χρήματα φορολογουμένων ή για κοινοτικούς πόρους.
Η αποπομπή αυτής της βασικής υποχρέωσης του  κράτους  και η μεταβίβαση και της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στις λεγόμενες κερδοφόρες μη κερδοσκοπικές εταιρίες ή τις κρατικοδίαιτες μη-κυβερνητικές οργανώσεις εξυπηρετεί μεν την «ταχεία» απορρόφηση των τεράστιων κονδυλίων που θα διατεθούν από την Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα χρόνια,  δεν απαντάει όμως στα ερωτήματα και στις ανάγκες για ένα βιώσιμο και διαρκές  δημόσιο υποστηρικτικό σύστημα.
Η χωροταξική μετεγκατάσταση των συνανθρώπων μας  στα πλαίσια του Ψυχαργώς χωρίς την αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος  αποδεικνύει από την μέχρι τώρα πρακτική και εμπειρία ότι αποτελεί  μεταφορά της ιδρυματικής λογικής και του κοινωνικού ελέγχου στην κοινότητα
Ακόμα η ανοχή της βαρβαρότητας και των απάνθρωπων συνθηκών  στις ψυχιατρικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα (Ιδιωτικές Ψυχιατρικές Κλινικές) ενισχύει την εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της ψυχικής υγείας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους παρακαλώ να δεχτείτε τη μη συμμετοχή μου στη συγκεκριμένη Ομάδα Εργασίας. 

Θα ήθελα να σας παρακαλέσω να αναρτηθεί  αυτή μου η επιστολή στην ιστοσελίδα του Υπουργείου και να κοινοποιηθεί στα υπόλοιπα πρόσωπα της Ομάδας Εργασίας.

           
                                                                        Με εκτίμηση



                                                                        Κώστας Μπαϊρακτάρης
                                                                        Αναπλ. Καθηγητής Κλινικής Ψυχολογίας
                                                                        Α. Π. Θ.

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Από τις Ισραηλινές φυλακές στην Αθήνα



Από τις Ισραηλινές φυλακές στην Αθήνα
Eκδήλωση για τον αγώνα των Παλαιστίνιων πολιτικών κρατουμένων με προσκεκλημένο τον Muath Abu Al Qumssan

Στο πλαίσιο εκδηλώσεων με αφορμή τη Διεθνή Ημέρα Αλληλεγγύης προς τον Παλαιστινιακό Λαό (29 Νοεμβρίου), O Μουάτ Αμπού Αλ Κουμσσάν, πρώην πολιτικός κρατούμενος από το στρατόπεδο προσφύγων της Τζαμπάλιγια, στη Λωρίδα της Γάζας, είναι ο κεντρικός ομιλητής στην εκδήλωση που διοργανώνει η “ΔΙΚΤΥΩΣΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ” σε συνεργασία με τον παλαιστινιακό σύλλογο “AL-AWDA” (το δικαίωμα της επιστροφής των Παλαιστινίων προσφύγων στις εστίες τους).

Στις 3 Δεκεμβρίου 2010, ημέρα Παρασκευή και ώρα 20:00 στο Πολυτεχνείο
(κτίριο Γκίνη, είσοδος από οδό Στουρνάρη).

Η εκδήλωση – συζήτηση εντάσσεται στον πρώτο κύκλο εκδηλώσεων της “ΔΙΚΤΥΩΣΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΙΑΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ”, που στοχεύει να διευρύνει την ενημέρωση γι' αυτό το διαρκές έγκλημα που συμβαίνει ενάντια στο γειτονικό λαό της Μεσογείου.

Μετά από 62 χρόνια βίαιης κατοχής, βασανισμών, προσφυγιάς, δολοφονιών και φυλακίσεων, ο Παλαιστινιακός λαός εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται στο κράτος του Ισραήλ και στις ναζιστικές πρακτικές του, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα φωτεινό παράδειγμα για τους λαούς όλου του κόσμου.

Ο Muath Abu Al Qumssan, που υπήρξε πολιτικός κρατούμενος, θα μιλήσει για την εμπειρία του στο στρατόπεδο και για τον αγώνα των Παλαιστίνιων ακόμα και πίσω από τα σύρματα.
Θα μιλήσει για τον αγώνα που δίνουν οι περισσότεροι από 11.000 Παλαιστίνιοι πολιτικοί κρατούμενοι στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που έχουν δημιουργηθεί για την κράτησή τους. Για τις γυναίκες, τα παιδιά, και όλους όσοι δεν έχουν περάσει από δικαστήρια και βρίσκονται έγκλειστοι υπό το καθεστώς διαρκούς βίας και τρομοκρατίας. Για τους ανθρώπους που αγωνίζονται για μια Παλαιστίνη ελεύθερη.

Μετά τη συζήτηση, θ' ακολουθήσει συναυλία με τους:

Ναμπίλ Αλ Σάεγ σε παλαιστινιακά και αραβικά τραγούδια και τα Ματζαφλάρια σε ελληνικά.

Η είσοδος στην εκδήλωση είναι ελεύθερη.

Εκδηλώσεις θα γίνουν και σε άλλες πόλεις, όπως Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.α..


Ακολουθεί ενημερωτικό βίντεο για τους Παλαιστίνιους πολιτικούς κρατούμενους:

http://www.youtube.com/watch?v=pWrOxISntuQ&feature=player_embedded

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Αποχαιρέτισε την Αλεξάνδρεια που χάνεις [ανοιχτο γράμμα της Ρίας Καλφακάκου στην πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ]


Νιώθω θλίψη και ντροπή από τη συμμέτοχη μου στην τελευταία συνεδρίαση της Δ.Ε.  της ΠΟΣΔΕΠ στις 27-11-2010.   Θλίψη και ντροπή για την απόφαση που πήρε, για τις  αποφάσεις που αρνήθηκε να πάρει.
 Με την απόφαση της η πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ εγκατάλειψε το Δημόσιο Πανεπιστήμιο στην τύχη του και πρόδωσε τις νέες γενιές, των παιδιών που αποκλείονται από την μόρφωση, των παιδιών που μετά από μια ταχύρυθμη κατάρτιση σύμφωνα με τις πρόσκαιρες ανάγκες των επιχειρήσεων, θα γίνουν φτηνοί και αναλώσιμοι εργαζόμενοι και θα παραδοθούν χωρίς κανένα δίχτυ προστασίας στις αμείλικτες αγορές.
 Απέναντι στο γνωστό κατάπτυστο κείμενο διαβούλευσης της κυβέρνησης η πλειοψηφία της ΠΟΣΔΕΠ διάλεξε να έχει τη "σοβαρή και υπεύθυνη στάση" της συμμετοχής στο διάλογο με δικές  της προτάσεις. Αρνήθηκε σθεναρά να απορρίψει το κείμενο ως βάση διαλόγου και να ζητήσει να αποσυρθεί( όπως έχουν κάνει όλοι οι σύλλογοι ακόμη και πολλά τμήματα,  Σύγκλητοι, και η συντηρητική  σύνοδος των πρυτάνεων).  Κυβέρνηση και ΠΟΣΔΕΠ θα συναντηθούν κάπου στη μέση του δρόμου ή μάλλον πιο  κοντά στις προθέσεις της κυβέρνησης. Και θα είναι και οι δυο ευτυχείς γιατί οι απόψεις τους επεκράτησαν.
 Ξέρω συνάδελφε πρόεδρε,  θα ήθελες ως συνήθως να με διακόψεις, τα ξέρουμε όλα αυτά,  τα έχουμε ακούσει χίλιες φορές , θα μου ‘λεγες.  Όμως εγώ επιμένω ακόμη να μιλήσω στη συνείδησή  σας.  Γιατί έρχονται κάποιες στιγμές που οι φιλοδοξίες , η εξουσία, το χρήμα, φαντάζουν λιγότερο σημαντικά και τότε τη συνείδηση μας αγγίζει η ενοχή.  Αναρωτιέμαι ήταν τόσο ανεδαφικά και μάταια τα ιδανικά και οι αγώνες της νιότης μας. Όταν με ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, ο  κοινός μας τόπος ήταν το αίτημα για Δημοκρατία, Κοινωνική Δικαιοσύνη, δημόσια δωρεάν  Παιδεία. Και κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει δικαιοσύνη για το σύνολο, για το λαό ,για τους πολλούς, και όχι δικαιοσύνη των επιχειρήσεων, δικαιοσύνη της εκλεγμένης κυβέρνησης, Θόδωρε, παλιέ μου φίλε.
 Τις γενιές της μεταπολίτευσης ,σφράγισε το κεντρικό  αίτημα του Πολυτεχνείου: Ψωμί, Παιδεία,  Ελευθερία. Σε αυτές τις γενιές ανήκουμε σε αυτές τις γενιές ανήκε τε. Οφείλουμε στους νέους της χώρας αλλά και τιμώντας το παρελθόν μας να υπερασπιστούμε τη δημόσια Παιδεία,  τα εργασιακά δικαιώματα,  τις δημοκρατικές ελευθερίες.   Και οφείλουμε να μη συμμετέχουμε σε αυτό το θέατρο του παραλόγου που σκηνοθετεί η κυβέρνηση.  Όπου, κρατώντας το σοσιαλδημοκρατικό σκηνικό , παίζει το έργο του πιο άκρατου νεοφιλελευθερισμού.
 Η πικρία που διακατέχει το γράμμα μου δεν είναι πικρία για την ήττα της παράταξης μου στην τελευταία ψηφοφορία. Είναι  πικρία για την ήττα της Παιδείας. Είναι πικρία για την ήττα της Δημοκρατίας.
  Σας χαιρετώ
Ρια Καλφακακου
Υ.Γ. Ίσως  γελάσετε συγκαταβατικά με το γράμμα μου. Δεν πειράζει. Έχουμε
πολύ καιρό για δάκρυα