Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

δύο κείμενα για τη βία του κατασταλτικού μηχανισμού που φιλοξενήθηκαν στην Αυγή της Κυριακής

Η αστυνομική βία δεν είναι σημείο των καιρών αλλά μέρος του θεσμικού ρόλου του κατασταλτιού μηχανισμού [Αυγή της Κυριακής, 12 Δεκέμβρη 2010, σ. 17]


Σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι σύνηθες να επαναπροσδιορίζεται συνολικά ο ρόλος των τιμωρητικών μηχανισμών καθώς προβάλλεται ως μείζον διακύβευμα αυτό της αποκατάστασης της τάξης. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο αναδεικνύονται δυο αλληλεξαρτώμενα φαινόμενα: πρώτον, μια ενίσχυση του κατασταλτικού μηχανισμού και, δεύτερον, μια διεύρυνση της κατηγορίας του «εσωτερικού εχθρού» η οποία τείνει να περιλαμβάνει όλο και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα. Ανασημαίνεται κατά συνέπεια και ο ρόλος της αστυνομίας ο οποίος συμπυκνώνεται σχεδόν αποκλειστικά στην κατασταλτική της λειτουργία, νοούμενης  ως αναγκαιότητα ή ως καταχρηστική άσκηση εξουσίας ανάλογα με τον φορέα που εκφέρει λόγο και την εξουσία του να τον παγιώνει στο δημόσιο χώρο ως εξ ορισμού έγκυρο. Θεωρώ αναγκαία αυτήν την εισαγωγή καθώς η σχέση οικονομικής κρίσης και αστυνομικής βίας μόνον μονοσήμαντη δεν είναι, έστω και από την απλοϊκή σχεδόν άποψη ότι η κρίση πλήττει και τους ίδιους τους αστυνομικούς. Έτσι, το επιχείρημά μου εκκινεί από το γεγονός ότι η αστυνομική βία δεν είναι σημείο των καιρών αλλά μέρος του θεσμικού ρόλου του κατασταλτικού μηχανισμού ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και, ως τέτοιο, έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήθους αναλύσεων κι ακόμα περισσότερων καταγγελιών. Είναι μια «κανονικότητα», με δυο λόγια η οποία αντλεί νομιμοποίηση από τον ίδιο τον Λόγο των θεσμών. Ας σκεφτούμε μόνον την ευρύτερη δεκαετία του 1960 στο ευρωπαϊκό και αμερικανικό τοπίο, όταν τα περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας είχαν φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη∙ με τη διαφορά ότι τα συμφραζόμενα εκείνων των ταραγμένων χρόνων επέτρεψαν να ανασημανθεί η αστυνομική βία ως πρόβλημα  κατά πολύ σοβαρότερο από τους λόγους οι οποίοι, σύμφωνα με την κυρίαρχη ρητορική, την επέβαλαν.  Επανερχόμενη ωστόσο στη σχέση οικονομικής κρίσης και αστυνομικής βίας, θα είχα να εντοπίσω δυο ειδικότερα ζητήματα: το πρώτο αφορά την ανάδειξη της  αστυνομικής βίας ως σημείου των καιρών ενώ δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο ή ασύνηθες. Σε περιόδους άλλωστε κοινωνικής αναταραχής είναι πιο συχνές, για παράδειγμα, και οι «συναντήσεις»  αστυνομίας και κοινού στο πλαίσιο διαδηλώσεων κλπ,  γεγονός το οποίο συντείνει στο να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις που μετατρέπουν αυτό το είδος «κανονικότητας» σε εξαίρεση. Θα έλεγα, κατά συνέπεια, ότι υπό μια έννοια το καινούργιο στοιχείο είναι ποσοτικό και όχι ποιοτικό και ότι η ρητορική περί εξαιρετικού φαινομένου το απομειώνει από τις δομικές αλλά και θεσμικές ρίζες του, νοηματοδοτώντας το ως περιστασιακή δυσλειτουργία ενός θεσμού ο οποίος διατείνεται ότι είναι φιλικός προς τον πολίτη και αντλεί απ’ αυτό νομιμοποίηση. Το δεύτερο σημείο αφορά την καθ’ ημάς εκδοχή των τεχνολογιών της «μηδενικής ανοχής». Η εμπειρία των χωρών που εφάρμοσαν και εξήγαγαν το εν λόγω προϊόν είναι ότι η νομιμοποίηση του έτυχε σχεδόν μεγαλύτερης επεξεργασίας από την ίδια την εφαρμογή του! Στην Ελλάδα, το αλαλούμ των πολιτικών των εκάστοτε υπουργών δημόσιας τάξης δημιούργησε μια τέτοια χαοτική κατάσταση όπου τα όρια μεταξύ αυθαιρεσίας ή θεσμικά προκαθορισμένης δράσης καθορίζονται ad hoc την ώρα της κρίσης και με αφετηρία τις δεσπόζουσες αναπαραστάσεις περί «εσωτερικού εχθρού». Έτσι το ποσοτικό αποκτά πλέονκαι ποιοτικά χαρακτηριστικά και ως τέτοιο ενισχύει την αναπαράσταση της κανονικότητας της θεσμικής  βίας σε εξαίρεση ή σε ατομικού χαρακτήρα βαρβαρότητα. 

 Το σώμα του απεργού πείνας [τίτλος Αυγής: "Όπλο των κρατουμένων το ίδιο τους το σώμα", σ. 19]

Σ’ ολόκληρη την ιστορία του θεσμού της φυλακής ο σωματικός πόνος ουδέποτε έχασε όχι μόνον την συμβολική αλλά και την πραγματική αξία. "[Δ]ίκαιο είναι ένας κατάδικος να υποφέρει σωματικά περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους[...] Δύσκολα η ποινή διαχωρίζεται από ένα συμπλήρωμα σωματικού πόνου. Τι νόημα θα είχε μια τιμωρία εξω-σωματική;» λέει ο Μισέλ Φουκώ στο Επιτήρηση και Τιμωρία (1989: 26, , Ράππας). H άσκηση σωματικής βίας ενδημεί στις συνθήκες εγκλεισμού, στους τρόπους επιβολής της πειθαρχίας, στην ακύρωση βασικών αναγκών του κρατούμενου, στις συνθήκες επικινδυνότητας στις οποίες συχνά βρίσκεται. Η απεργία πείνας είναι η μορφή αντίδρασης των κρατουμένων η οποία αντιστρέφει θεμελιακούς όρους αυτής της συνθήκης, ακυρώνοντας τον έλεγχο που ασκεί η φυλακή πάνω στη ζωή ή το θάνατό τους: είναι πια ο ίδιος ο κρατούμενος αυτός που πλήττει το σώμα του, το εξωθεί στα όριά του, που γίνεται ο πρωταγωνιστής και προκαλών την οδύνη του, που απειλεί τον τιμωρητικό μηχανισμό με τον ενδεχόμενο θάνατό του∙ κρίσιμο στοιχείο γίνεται πια ο χρόνος, πόσο θ' αντέξει ο απεργός πριν διακόψει αποδυναμωμένος την απεργία, πόσο ευέλικτος θα είναι ο μηχανισμός να αντιδράσει χωρίς να διακυβευθεί η αυστηρότητα ή το ανθρώπινο πρόσωπο του. Οι απεργοί πείνας δεν ανάβουν φωτιές στις ταράτσες για να κατασταλούν με φωτιές. Όπλο γίνεται το ίδιο τους το σώμα, η οδύνη του, η φθορά του και, ως τέτοιο, είναι πιο επίφοβο απ' το εξεγερμένο σώμα το οποίο, ως "λογικό επακόλουθο", οφείλει να κατασταλεί για να αποκατασταθεί η τάξη. Κι ακόμα πιο επίφοβο γιατί τα όριά του είναι μεταβλητά και μεταβαλλόμενα και, ως τέτοια, μη ελέγξιμα απέναντι στο ενδεχόμενο της «τελικής απόδρασης» για την οποία δεν προβλέπονται ποινές που να αποκαταστήσουν την κανονικότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου