Η Εισαγωγή του συλλογικού τόμου Εικόνες φυλακής, Πατάκης, 2006 (εισαγωγή, επιμέλεια Α. Κουκουτσάκη)
Γέννημα του νομικού διαφωτισμού, η φυλακή εμφανίστηκε ως ο κατεξοχήν ανθρωπιστικός και ορθολογικός τρόπος τιμωρίας, καθώς επέτρεπε τον ακριβοδίκαιο υπολογισμό της ποινής ανάλογα με τη βαρύτητα του αδικήματος και δεν αχρήστευε την υλική υπόσταση του παραβάτη των κανόνων πλήττοντας το σώμα του: αντικείμενο του ποινικού μηχανισμού καθίσταται η ψυχή, το πνεύμα του εγκληματία. Σταθερό στοιχείο, ωστόσο, τόσο κατά τις περιόδους της ηγεμονίας της φυλακής όσο και κατά τις περιόδους που ο εγκλεισμός υποχωρούσε έναντι άλλων τιμωρητικών πρακτικών, είναι οι κριτικές οι οποίες εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με τη γέννησή της και την συνοδεύουν σε όλη την ιστορία της. Λέει ο Foucault: «Η υιοθέτηση της ποινής του εγκλεισμού δεν είναι απλώς πρόσφατη, είναι και αινιγματική. Την ίδια στιγμή που σχεδιαζόταν η εφαρμογή της, αποτελούσε αντικείμενο της πιο βίαιης κριτικής. Μιας κριτικής που στηριζόταν σε θεμελιώδεις αρχές, γινόταν όμως επίσης με βάση τις δυσλειτουργίες που ήταν δυνατόν να επιφέρει ο εγκλεισμός στο ποινικό σύστημα και γενικότερα στην κοινωνία» (Foucault, 1989: 73). Παρόλα αυτά, και πέρα από τις προθέσεις των εμπνευστών της, που δεν εισηγήθηκαν τον εγκλεισμό ως γενικευμένη ή μείζονα ποινή, η φυλακή απέκτησε ηγεμονικό ρόλο στον χώρο των τιμωρητικών πρακτικών, όπως αναδεικνύει και το γεγονός ότι στο καθημερινό ιδίωμα οι όροι φυλακή και ποινή χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι. Έστω, λοιπόν, και με περιστασιακές κρίσεις νομιμοποίησης,[1] η φυλακή επιδεικνύει μια εξαιρετική αντοχή στο χρόνο, επιβιώνοντας μέσα από επιδερμικές μεταρρυθμίσεις, έτσι ώστε κατά τις τελευταίες δεκαετίες να διανύουμε μια ακόμα περίοδο μεγάλου εγκλεισμού, καθώς καταγράφονται σε παγκόσμιο επίπεδο δραματικά ανοδικοί δείκτες φυλάκισης.
Το αίνιγμα της φυλακής: Πώς είναι δυνατόν να διατηρείται και να ευημερεί ένας θεσμός, ο οποίος ουδέποτε κατάφερε να επιτελέσει τις λειτουργίες που διατείνεται η θεωρητική του θεμελίωση (έλεγχο του εγκλήματος, αναμόρφωση του εγκληματία), όπως, άλλωστε, παραδέχονται και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του; Ιστορικές και κοινωνιολογικές μελέτες των τιμωρητικών συστημάτων καταδεικνύουν ότι η επινόηση της φυλακής δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ανθρωπιστικής ευαισθησίας, ούτε απλά ένα μέσο για τον έλεγχο του εγκλήματος που παρήγαγε η εξέλιξη των αντιλήψεων περί εγκληματία και ποινής. Αναλύοντας διάφορες οπτικές της σχέσης ανάμεσα στη φυλακή και την κοινωνική-πολιτισμική δομή, οι μελέτες αυτές αναφέρονται σε εμφανείς ή λανθάνουσες λειτουργίες του κυρίαρχου τιμωρητικού θεσμού, οι οποίες τείνουν να ερμηνεύσουν το, εκ πρώτης όψεως, παράδοξο γεγονός της μακροβιότητας της φυλακής και της μη επινόησης εναλλακτικών ποινικών μορφών με ανάλογη αντοχή στο χρόνο. Όμως, ο πλούτος αυτός και η πολυπλοκότητα των επιστημονικών στοχασμών και των φιλοσοφικών τους προϋποθέσεων απομειώνεται διαμέσου «αδιαμφισβήτητων» παραδοχών και οριοθετήσεων που παράγει ένας «εργαλειακός» επιστημονικός λόγος, ο οποίος συντελεί στο να αναπαριστάται ως δεδομένο και αυτονόητο ένα ολόκληρο πλέγμα αποφάνσεων περί παρανομίας και ποινής.
Στο κοινωνικό πεδίο, ωστόσο, άλλοτε σιωπηρά και άλλοτε ρητά, παράγεται κι ένας άλλος λόγος, κοινωνικός αυτή τη φορά, ο οποίος υποδέχεται και αλληλεπιδρά με τους επιστημονικούς και πολιτικούς λόγους περί φυλακής· ένας λόγος ασυνεχής, ο οποίος επιβεβαιώνει αλλά και αμφισβητεί τον κυρίαρχο, αναδεικνύοντας τη βαθιά κοινωνική και πολιτισμική αντήχηση της φυλακής. Θα υποστηρίζαμε, λοιπόν, ότι αυτός ο αινιγματικός θεσμός περικλείει τους λόγους ύπαρξης και κοινωνικής νομιμοποίησής του εν μέρει στο ίδιο το γεγονός της εγγενούς παθολογίας του. Το επιχείρημα είναι ότι πρόκειται για ένα θεσμό ριζωμένο στην κοινωνική εμπειρία, όχι απλώς ως τιμωρητικός θεσμός αλλά και υπό ένα άλλο, πιο αφηρημένο πρίσμα, όπου δεσπόζει το ανθρώπινο δράμα: η φυλακή/εγκλεισμός ως η επιτομή των χώρων και μορφών στέρησης της ελευθερίας με όλα τα συγκείμενα αυτής της συνθήκης.
Το πλήθος των συμβολικών νοημάτων, με τα οποία ενδύεται η φυλακή, αποτέλεσε την αφετηρία ενός εγχειρήματος, όπου μετατοπίζονται οι εστίες συζήτησης από την πραγματικότητα της φυλακής στους πολυποίκιλους ορισμούς της, στους λόγους περί φυλακής. Στον τόμο συγκεντρώνονται αποτυπώσεις των ασυνεχών, ως προς την αλληλουχία και την αλληλοσυσχέτισή τους, κοινωνικών λόγων, όπως αυτοί αναδύονται μέσα από διάφορες πολιτισμικές παραγωγές (από την μυθοπλασία και τα ΜΜΕ, έως το λόγο του ίδιου του κρατούμενου), και την διαντίδρασή τους με αυτούς της επιστήμης και της εξουσίας. Έτσι, ο πλούτος των θεάσεων που παράγει η κοινωνία για τη φυλακή ανιχνεύεται με αναφορές στην φιλοσοφία του Δικαίου, στην κοινωνιολογία της ποινής, στην κοινωνιολογία της τέχνης και της επικοινωνίας, στην ιστορία, στις πολιτισμικές σπουδές…
Τα πρώτα κείμενα του τόμου εντάσσουν στη συζήτηση σημαντικά θεωρητικά ζητήματα περί ποινής και του θεσμού της φυλακής. Αναδεικνύοντας δε τη διαπλοκή και διαντίδραση των ποινικών πρακτικών με κοινωνικές και πολιτισμικές μεταβλητές, εισάγουν και υποδεικνύουν όψεις που μπορεί να πάρει ο διάλογος μεταξύ επιστημονικών και άλλων κοινωνικών λόγων, όπως αυτές προκύπτουν στις επόμενες θεματικές ενότητες του τόμου. Έτσι, στη δεύτερη ενότητα περιλαμβάνονται κείμενα στα οποία οι εικόνες φυλακής αναδύονται από τη μυθοπλαστική αφήγηση και ειδικότερα από το θέατρο και την πεζογραφία, ενώ στην τρίτη ενότητα το πραγματολογικό υλικό αντλείται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας (κινηματογράφο, τηλεόραση, τύπο, εναλλακτικά ΜΜΕ). Οι λόγοι περί φυλακής οι οποίοι ανιχνεύονται σ’ αυτό το υλικό, φέρουν ετερόκλητα και αντινομικά στοιχεία, από την συναίνεση ή και την ενεργό επικρότηση των επίσημων τιμωρητικών πρακτικών έως την καταδίκη τους· από την «αυτονόητη» σύνδεση της «παράνομης πράξης» με τη «δίκαια ποινή» έως την αμφισβήτηση των θεωρητικών και φιλοσοφικών προκείμενων της φυλακής· από τις κοινωνικές απαιτήσεις για τη διασφάλιση της κανονικότητας και του ομαλού έως το ηθικά αρνητικό δεδομένο του εγκλεισμού.
Αναπόσπαστο στοιχείο των λόγων περί φυλακής αποτελούν και οι λόγοι περί εγκληματιών ή εγκλείστων (όροι που συνήθως ταυτίζονται), ιστορικά ομάδων χωρίς εξουσία, μειονοτήτων, περιθωριακών… Μέσα, λοιπόν, από τους λόγους περί φυλακής είναι και η μοίρα αυτών των ομάδων (εγκλείστων ή υποψήφιων προς εγκλεισμό) που μυθοποιείται, τραγουδιέται, αποτελεί αντικείμενο ποικίλων αφηγήσεων, αναπαράγοντας, με τη σειρά της, ετερόκλητες και αντινομικές σημασίες, από την ενσάρκωση μιας επίφοβης ετερότητας στην αφήγηση της μοίρας των «δικών μας ανθρώπων»· από την ηθική καταδίκη στην κατανόηση και συμπάθεια· από τον «εκ φύσεως» εγκληματία στον «εκ θέσεως» εξεγερμένο. Η τελευταία ενότητα του τόμου εστιάζει, λοιπόν, στον ίδιο τον έγκλειστο, του οποίου ο λόγος σπάνια αποτελεί αντικείμενο ανάλυσης. Στην ενότητα αυτή πραγματολογικό υλικό αποτελούν κείμενα κρατουμένων (πολιτικών και ποινικών) και καλλιτεχνήματα εγκλείστων, ενώ ολοκληρώνεται με πιο έμμεσες αναφορές στον έγκλειστο ως φορέα λόγου, όπως αυτές ανιχνεύονται στα ρεμπέτικα τραγούδια περί φυλακής.
Ζητήματα θεωρίας και αρχιτεκτονικής της φυλακής
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος στο άρθρο του, Η συγκρουσιακή ποινή (εικόνες, θεωρίες, πράγματα), αναφέρεται στις βαθύτερες τομές που διαπερνούν τις τρεις κατηγορίες: πράγμα (ποινή), αναπαράσταση (εικόνες), λόγος (θεωρίες). Αναζητώντας τα σημεία επαφής του παρελθόντος με το παρόν και τη σύγχρονη δυναμική των ποινικών συστημάτων, αναφέρεται, ως τομή στην ιστορία των ποινικών πρακτικών, στο πέρασμα από το «προνεωτερικό» στο «νεωτερικό» ποινικό σύστημα, όταν, στις παραστάσεις της ποινής του νεωτερικού κόσμου, κυριαρχεί πλέον η εικόνα της φυλακής. Εξετάζοντας, εν συνεχεία, την περίοδο της «ύστερης νεωτερικότητας», αναδεικνύει στοιχεία παλινδρόμησης που εμφανίζονται στις τιμωρητικές πρακτικές, συσχετίζοντάς τα με τη δυναμική της παγκοσμιοποίησης και την ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων. «Ο ποινικός έλεγχος, προληπτικός και κατασταλτικός, κυριαρχούμενος από το άγχος της αποτελεσματικότητας, τείνει να αποσυνδέεται από το άρμα της δικαιοσύνης», υποστηρίζει ο συγγραφέας αναφερόμενος στην αποσύνδεση από την αρχή της αναλογίας (σημαντικό παράδειγμα είναι οι πολιτικές «μηδενικής ανοχής» για την αντιμετώπιση ακόμα και ελαφρών μορφών εγκληματικότητας), στην ενδυνάμωση του ρόλου της αστυνομίας, στην εστίαση στον «ύποπτο» και όχι μόνον στο δράστη αξιόποινης πράξης, στην καταστολή του φρονήματος, στις συλλογικές κυρώσεις, στην απροϋπόθετη ποινική παρέμβαση. «Είναι φανερή εδώ η παλινδρόμηση: ο ποινικός έλεγχος που ξεφεύγει από τα όρια και τις διαδικασίες της δικαιοσύνης και προκαθορίζει εχθρούς, αναπόφευκτα ρέπει προς τις μορφές και τους αυτοματισμούς της προνεωτερικής περιόδου της ποινής».
Η ανάλυση του Νίκου Παρασκευόπουλου οδηγεί στην ανάδειξη δυο απορρυθμιστικών τάσεων που συντελούνται διεθνώς: ήτοι, η παραγνώριση των φιλελεύθερων-εγγυητικών λειτουργιών της ποινής και η επαναφορά του διαχωρισμού «αντεγκληματικού» (προληπτικού – κατασταλτικού) ελέγχου των εχθρών αφενός και ποινικής δικαιοσύνης αφετέρου. Με τον τρόπο αυτό, η σύγκρουση μεταφέρεται από το εσωτερικό του πεδίου της δικαιοσύνης (συγκρουσιακή ποινή), σε μια σύγκρουση δικαιακού και εξωδικαιακού ποινικού ελέγχου. Ο ποινικός έλεγχος, λοιπόν, αναπροσανατολίζεται από τον κατηγορούμενο στον ύποπτο, από την ποινική δίκη στην αστυνόμευση και από εκεί σ’ ένα πανεποπτικό σύστημα ελέγχου, το οποίο τείνει να αφορά τον καθένα.
Η προβληματική που αναπτύσσεται στο άρθρο βοηθάει στην κατανόηση των διαδικασιών, διαμέσου των οποίων οι πλειοψηφίες εισέρχονται στο στόχαστρο της καταστολής, ανεξάρτητα από βεβαιωμένες εγκληματικές δραστηριότητες. [2] Ένα φαινόμενο, δηλαδή, που άπτεται άμεσα της ιδεολογικής λειτουργίας του ποινικού συστήματος, το οποίο «κατασκευάζει» εχθρούς και συντελεί στο να θεωρούνται tout court εγκληματίες όχι μόνον οι ένοχοι, αλλά όλοι οι ανήκοντες στην ίδια ομάδα προέλευσης, εθνική, φυλετική, πολιτική… Μ’ αυτήν έννοια, η ποινική καταστολή τείνει να μην αφορά πλέον τη μειοψηφία των ενόχων, αλλά τις πλειοψηφίες των υπόπτων.
Στο άρθρο του, Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault, με τρόπους περισσότερο ή λιγότερο άμεσους, αναφέρεται και ο Dario Melossi στο φαινόμενο του αναπροσανατολισμού των ποινικών πρακτικών, ειδικότερα στα σημεία όπου η ανάλυση εστιάζει στον «μαζικό εγκλεισμό» στις ΗΠΑ κατά την λεγόμενη «μεταφορντική» περίοδο, αλλά και στις διαδικασίες εγκληματοποίησης των οικονομικών μεταναστών σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο συνολικό έργο του Melossi, το ποινικό σύστημα και ειδικότερα η φυλακή δεν μελετάται απλά ως ένα σύστημα αποκλεισμού. Κατά τον Melossi το πρόγραμμα της φυλακής υπήρξε πρώτιστα το πρόγραμμα της δημιουργίας του υποκειμένου,[3] υπόθεση η οποία επανέρχεται και στο συγκεκριμένο άρθρο. Στο άρθρο αυτό, κεντρική έννοια είναι η έννοια της πειθαρχίας την οποία ο συγγραφέας προσεγγίζει σε μια συνθετική ανάγνωση του έργου του Foucault και του Marx. Η αρχή της «πειθαρχίας», υποστηρίζει ο Melossi, συνιστά το συνεκτικό δεσμό ανάμεσα στη μαρξική θεωρητική κατασκευή, στον πλέον χαρακτηριστικό και αυθεντικό πυρήνα της, που είναι έννοια της υπεραξίας, και το λόγο περί ποινικών πρακτικών.[4] Παράλληλα, αποτελεί το κοινό πεδίο ανάμεσα στο λόγο του Marx και του Foucault περί ποινικών πρακτικών, καθώς το μαρξικό κληροδότημα αναπαριστάται πολύ καλύτερα με την ανάπτυξη της έννοιας της πειθαρχίας, απ’ ό,τι με την «υπόθεση της καταστολής»: «Η έννοια της πειθαρχίας μας επιτρέπει να επανεξετάσουμε τον Marx στα θέματα των ποινικών πρακτικών (και όχι μόνον σ’ αυτά) και να τον διαβάσουμε εκ νέου, απαλλαγμένο από οποιοδήποτε τελεολογικό στοιχείο, σε μια οπτική η οποία να είναι σε θέση να ξαναδώσει στο “πολιτισμικό” περιεχόμενο των ποινικών πρακτικών τη δέουσα βαρύτητα».
Βασική συνιστώσα της συζήτησης περί φυλακής, η οποία συναρτάται με όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτελεί και το στοιχείο του χώρου. Αν επιχειρήσουμε να διαβάσουμε το αρχιτεκτονικό σχέδιο όχι ως απλό τεχνικό ζήτημα, αλλά ως πολιτικό σχέδιο, θα διαπιστώσουμε ότι, σ’ όλη την ιστορία του θεσμού, ο χώρος εγκλεισμού υπήρξε πάντα κάτι περισσότερο από την κτιριακή εγκατάσταση για την έκτιση της ποινής. Με άλλα λόγια, η αρχιτεκτονική και οργανωτική δομή της φυλακής είναι άμεσα συναρτημένες όχι μόνον την αλλαγή των σωφρονιστικών αντιλήψεων, αλλά, κυρίως, με τις λειτουργίες τις οποίες έπρεπε να επιτελέσει η φυλακή στα εκάστοτε κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Για παράδειγμα, η εφαρμογή της κυκλοειδούς αρχιτεκτονικής στο Panopticon του Bentham αναδεικνύει έναν εξαιρετικό τρόπο επιτήρησης και ελέγχου του συνόλου των κρατουμένων με μια μόνη ματιά. Ταυτόχρονα, όμως, συνιστά υλοποίηση μιας έκφρασης της εξουσίας, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτούνται πρόσωπα. Μ’ αυτήν την έννοια, ο πανοπτισμός αναφέρεται εξίσου στην κοινωνία των εγκλείστων και στην κοινωνία των νομοταγών, καθώς αφορά λειτουργίες επιτήρησης και ελέγχου που επεκτείνονται και πέραν των τειχών της φυλακής.
Την προβληματική αυτή εισηγείται ο Πέτρος Μαρτινίδης με το άρθρο του, Φυλακές. Οι περιορισμοί μιας περιοριστικής αρχιτεκτονικής. Αναφερόμενος τόσο στα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής και, σ’ ένα πλαίσιο πρόνοιας μάλλον παρά τιμωρητικό, περισυνέλεγαν το κοινωνικό περιθώριο της εποχής, όσο και στην μετέπειτα φυλακή, ο Μαρτινίδης επισημαίνει ότι η εγγενής αμφισημία τους, ως «χώρων» εντός της κοινωνίας και «χρόνων» απουσίας από αυτήν, έχει διαποτίσει την αρχιτεκτονική σύλληψη και τη λειτουργία τους.[5]
Το κεντρικό επιχείρημα του συγγραφέα αφορά την υλική βία η οποία ενδημεί στις συνθήκες του εγκλεισμού, παρότι το σύστημα της φυλακής επινοήθηκε στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του 18ου αιώνα, όταν καταγγέλλονται τα βασανιστήρια και η απάνθρωπη μεταχείριση των εγκληματιών. Στην αγριότητα της τιμωρίας συνέβαλε η ίδια η αρχιτεκτονική των φυλακών, διαμορφώνοντας χώρους αποθήκευσης ανθρώπων, βασανιστικά κλειστοφοβικούς σε εσωτερικές διατάξεις και εμβληματικά συμμετρικούς σε εξωτερική ογκοπλασία: «Με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, οι φυλακές υποκατέστησαν το ικρίωμα της αγχόνης ή της γκιλοτίνας […] Αντί του περιστασιακού ικριώματος, οι φυλακές έδωσαν μια ακόμα πιο επιβλητική αρχιτεκτονική: περίκλειστη, σύνθετη, ιεραρχημένη – ταυτόχρονα ύλη και σύμβολο της κρατικής μηχανής. Και, ηθελημένα ή όχι, όλο το παρελθόν της “ποιητικής” των μαρτυρίων καθοδήγησε συστηματικά τον σχεδιασμό τους, χωρίς ποτέ να αίρεται ο συμπαγής συμμετρικός όγκος».
Με αναφορές σε ποσοτικούς καθορισμούς, που αναδεικνύουν το σταθερό πρόβλημα του υπερπληθυσμού των φυλακών, και σε μορφολογικούς καθορισμούς - ή την εμμονή στη συμπαγή συμμετρία - ο Μαρτινίδης παραθέτει παραδείγματα από την ελληνική και διεθνή αρχιτεκτονική των φυλακών που τεκμηριώνουν την υπόθεση ότι η ποινή της φυλάκισης δεν παύει να είναι [και] σωματικός βασανισμός. Το συμπέρασμα δε, το οποίο εισηγείται, είναι ότι η συμμετρία και η αυστηρότητα, οι «μορφολογικές εμμονές» που γεννήθηκαν μαζί με τη φυλακή, είναι δύσκολο να αρθούν, παρά τις προθέσεις που εκδηλώθηκαν κατά περιόδους για μια πιο εξανθρωπισμένη αρχιτεκτονική των φυλακών, καθώς είναι δύσκολο να εμπεδωθεί στο κοινωνικό πεδίο μια αντίληψη η οποία να αποσυνδέει τη φυλακή – κάτεργο - αποθήκη από την αυστηρότητα ή μη της ποινής, από την ανοχή ή μη στο έγκλημα.
Φυλακή και μυθοπλασία
Η δεύτερη ενότητα του τόμου αναφέρεται σε μια βασική πρακτική της κουλτούρας, στη μυθοπλαστική αφήγηση. Οι εικόνες της φυλακής αντλούνται από το θέατρο και την πεζογραφία και αναδύονται, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, μέσα από τις ιστορίες οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα των διάφορων αφηγήσεων. Σ’ αυτήν την ενότητα εισάγει το άρθρο του Βάλτερ Πούχνερ, Η εικόνα της φυλακής στη νεοελληνική δραματουργία. Ο έγκλειστος και η οπτική της κοσμοθεωρίας του, με αναφορές σε έργα της νεοελληνικής δραματουργίας, από το Κρητικό θέατρο του 17ου αιώνα μέχρι σήμερα. Στην ανάλυση του Πούχνερ, το θέατρο αναφέρεται ως πεδίο διαπραγμάτευσης ποικίλων ορισμών και ερμηνειών του εγκλεισμού, πεδίο όπου συνυπάρχουν ή αλληλοσυγκρούονται θεωρητικά και φιλοσοφικά προκείμενα της συνθήκης «στέρηση της ελευθερίας» ως συνέπεια καταδίκης, τιμωρίας, αιχμαλωσίας. Παράλληλα, αναφέρεται και στην μεταφορική χρήση του εγκλεισμού, «όταν η φυλακή γίνεται εσωτερική, ψυχολογική, χωρίς ορατά τείχη, όπου ο σκληρός δεσμοφύλακας είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του φυλακισμένου» ή στον εθελοντικό εγκλεισμό, όταν η φυλακή είναι προτιμότερη του «ελεύθερου» βίου «για να προφυλαχθεί κανείς από την ανελέητη κοινωνία…».
Επισημαίνοντας τον πλούτο της διαλεκτικής σημασιών, ο συγγραφέας εστιάζει, ωστόσο, στον εγκλεισμό ως χώρο έκτισης ποινής - «δίκαιης ή άδικης» - που έχει επιβάλλει η δικαιοσύνη. Η ανάλυση βασίζεται σε μια χρονολογική επισκόπηση της νεοελληνικής δραματουργίας, «για να διαφυλαχθεί το γίγνεσθαι των αντιλήψεων και χρήσεων της φυλακής στο θέατρο, που διαφέρει από εποχή σε εποχή και χρωματίζεται από πολιτικά και ιστορικά συμβάντα». Έτσι, για παράδειγμα, στη δραματουργία του 17ου αιώνα, ο εγκλεισμός συναρτάται με την κυρίαρχη τότε αντίληψη περί τιμωρητικών πρακτικών ως υλικής βίας - βίας σε επίπεδο σωμάτων - ενώ με τον Διαφωτισμό και Ρομαντισμό του 18ου και 19ου αιώνα και την κυριάρχηση της αστικής κοσμοθεωρίας και δραματογραφίας, η φυλακή αρχίζει να συναρτάται με πολιτικές δραστηριότητες και «η στέρηση της ελευθερίας του ήρωα, λειτουργεί ως μια συμβολική συμπύκνωση της στέρησης της ελευθερίας για έναν ολόκληρο λαό, μια ολόκληρη κοινωνία ή μέρος της». Οι καθαρά εσωτερικές φυλακές, που αναδεικνύουν τις υπαρξιακές διαστάσεις του εγκλεισμού, είναι γέννημα του 20ου αιώνα και των κοινωνικών και διανοητικών συμφραζομένων της περιόδου. Η πρόσφατη ιστορία, ωστόσο, (πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος), άσκησε σαφή επίδραση στη νεοελληνική δραματουργία και η ποινή/ φυλακή ξαναποκτά την υλική της διάσταση, την – θεσμική και εξωθεσμική - αγριότητα της. Η σύζευξη πραγματικού και συμβολικού εγκλεισμού επανέρχεται κατά τη δεκαετία του 1960, περίοδο κατά την οποία εισέρχεται στην ελληνική δραματουργία και η βία του ψυχιατρικού εγκλεισμού, ενώ μετά τη δεκαετία του 1980 σημαντικό τμήμα της δραματογραφίας καταλαμβάνει η μεταφορική χρήση της φυλακής ως υπαρξιακής κατάστασης, στην οποία: «την ελευθερία φέρνει κατά παράδοξο τρόπο μόνο ο θάνατος».
Αναλύοντας τους ιδεολογικούς και φιλοσοφικούς καθορισμούς της θεματικής του εγκλεισμού στο θέατρο του 20ου αιώνα, η Χαρά Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου πραγματεύεται τους τρόπους με τους οποίους τίθεται το ζήτημα της «ενοχής», καθώς ο εγκλεισμός δεν συνδέεται αυτονόητα με την ιδιότητα του εγκληματία. Όπως επισημαίνει δε η συγγραφέας, το θέμα των πολιτικών κρατουμένων είναι από αυτά τα οποία ενδιαφέρουν κυρίως τη δραματουργία. Χωρίς να απουσιάζει, λοιπόν, το λεγόμενο «κοινό έγκλημα», καθώς σε σημαντικά θεατρικά έργα ο ήρωας αναπαριστάται ως «απόλυτος, καθαρός εγκληματίας, απογυμνωμένος από κάθε κοινωνική ιδεολογία», φαίνεται να έχει μεγαλύτερο δραματουργικό ενδιαφέρον ο αμφίσημος πολιτικός ρόλος της φυλακής, όταν αυτή: «ούτε σωφρονίζει, ούτε παραδειγματίζει, αλλά απομονώνει τα πρόσωπα που απειλούν μια, προσωρινή συνήθως, αλλά βίαιη εξουσία, η οποία καταπατεί τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου». Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στο θέατρο του 20ου αιώνα, στον οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ειδικότερα, η ανάλυση της Χαράς Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου εστιάζει στον λόγο περί φυλακής, όπως αναδύεται στο πολιτικό θέατρο των δραματουργών του υπαρξιστικού κινήματος (Albert Camus, Jean-Paul Sartre). Ο εγκλεισμός στο υπαρξιστικό θέατρο δεν έχει σταθερό σκηνικό χώρο, μπορεί να υπάρχει ως απειλή ή παρελθούσα εμπειρία των ηρώων ή και να λείπει παντελώς κάθε μνεία φυλακής όταν η πλοκή οργανώνεται γύρω από μια συνθήκη «αυτοτιμωρίας». Το ουσιώδες στοιχείο, όμως, του υπαρξιστικού θεάτρου, όπως το εισηγείται η συγγραφέας, είναι ότι η εμπειρία του εγκλεισμού «παραπέμπει σε περαιτέρω διερωτήσεις σχετικά με το σθένος, τον φόβο, την αδυναμία, την αμφιβολία, τις πολιτικές αρχές, την επαναστατική ηθική, ακόμη και για τον ίδιο τον ρόλο που παίζει ο κρατούμενος ως πολιτικό θύμα της εξουσίας», έστω κι αν οι αντίστοιχοι προβληματισμοί δεν οδηγούν σε μονοσήμαντα συμπεράσματα και σαφείς απαντήσεις πάνω στο θέμα της πολιτικής ενοχής. Δεν αναπαράγεται, λοιπόν, η επίσημη ρητορική περί τιμωρίας ή σωφρονισμού, καθώς ο έγκλειστος ανατρέπει τις δεσπόζουσες εικόνες περί εγκληματία και - αγωνιστής ή κοινωνικός οραματιστής - αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή μιας κατάστασης όπου, «επιβιώνουν ακόμη το ηθικό πάθος (για δικαιοσύνη, αυτοδιάθεση, ισότητα κ.λπ.) και τα οδυνηρά ερωτήματα γύρω από την πολιτική πράξη και τα πρακτικά αποτελέσματά της».
Στο έργο ενός συγγραφέα του υπαρξιστικού κινήματος αναφέρεται και το άρθρο του Γιώργου Νικολόπουλου, Για έναν διάλογο της εγκληματολογίας με τη λογοτεχνία: εικόνες φυλακής στον «Ξένο» του A. Camus. Έτσι, στο άρθρο του Νικολόπουλου, επανέρχεται το επιχείρημα περί μεταφορικής χρήσης της φυλακής στη μυθοπλαστική αφήγηση, «προκειμένου να αποδώσει κάθε μορφής περιορισμό της ανθρώπινης έκφρασης, ή, καθολικότερα, την ίδια την υπαρξιακή κατάσταση μέσα στη (μετα)νεωτερική συνθήκη».
Στο συγκεκριμένο άρθρο ο λόγος της τέχνης «συνομιλεί» με αυτόν της επιστήμης. Ως εκ τούτου, η προβληματική εκκινεί από την ανίχνευση των μορφών που μπορεί να πάρει αυτή η σχέση, μορφές οι οποίες κάθε άλλο παρά αυτονόητες είναι. Προσδιορίζοντας, λοιπόν, τις επιστημολογικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις του διαλόγου επιστήμης / λογοτεχνίας, ο συγγραφέας παραπέμπει στη διάκριση ανάμεσα στις λογοτεχνικές (συστατικές) και επιστημονικές (σχολιαστικές) κατηγορίες, για να καταλήξει: «Παρόλο που η κατηγορία “φυλακή” αποτελεί ταυτόχρονα “συστατική” έννοια του “Ξένου” και “σχολιαστική” έννοια της εγκληματολογίας, τα ερωτήματα που μπορούμε να θέσουμε γι’ αυτήν στο πλαίσιο ενός “διαλόγου” της εγκληματολογίας με τη λογοτεχνία αναφέρονται κυρίως στον τρόπο που κατασκευάζεται η έννοια της φυλακής μέσα στο μυθιστόρημα σε σχέση με τη φυλακή ως θεσμό του ποινικού συστήματος και αντικείμενο μελέτης της εγκληματολογίας».
Ο Ξένος αποτελεί μια παραλλαγή του μύθου του Σισύφου και η αφήγηση της πορείας του Meursault, του κεντρικού ήρωα, δομείται στους δύο βασικούς άξονες της σκέψης του Camus, το συναίσθημα του παράλογου και το αίτημα της εξέγερσης: ο Meursault, καταδικασμένος σε θάνατο και περιμένοντας την εκτέλεση της ποινής κλεισμένος στη φυλακή, αναστοχάζεται τη ζωή του, «κατασκευάζοντας έτσι δικές του ερμηνείες και αξιολογήσεις, που θα τον οδηγήσουν σταδιακά στη συνειδητοποίηση του παράλογου και την εξέγερση». Προηγουμένως δε, στην αίθουσα του δικαστηρίου και μέσα από τη θεμελιακή αντιπαράθεση μεταξύ «ανορθολογισμού» (του δράστη) και «ορθολογισμού» (της δικαιοσύνης), διαμορφώνεται το αφηγηματικό πλαίσιο που οδηγεί στην πλήρη απονομιμοποίηση της ποινής στη συνείδηση του ήρωα, η οποία «επεκτείνεται σε μια γενικευμένη κριτική κάθε προσπάθειας νοηματοδότησης της ζωής…». Ο Meursault παρακολουθεί αμέτοχος τη διαδικασία αναδρομικής ανατροπής της ταυτότητάς του και, μετέωρος ανάμεσα στα δύο εγκληματολογικά παραδείγματα, αυτό του περάσματος στην πράξη και αυτό της κοινωνικής αντίδρασης, προκαλεί τον εγκληματολόγο αποκαλύπτοντας «το πραγματικό διακύβευμα του διαλόγου της εγκληματολογίας με τη λογοτεχνία: να υποβάλει σε δοκιμασία τα όρια του επιστημονικού πεδίου της πρώτης προκαλώντας την επιστημολογική ανασυγκρότηση του αντικειμένου της».
Στον Ξένο, εισηγείται ο συγγραφέας, η εικόνα της φυλακής αναιρεί κάθε συμβατική θεσμική διάκριση ανάμεσα σε τόπους εγκλεισμού και τόπους ελευθερίας: «Όταν το συνειδητοποιεί αυτό ο Σίσυφος - Meursault, τότε νικά ολοκληρωτικά τη μοίρα του και μπορούμε πια να τον φανταστούμε ευτυχισμένο».
Η ενότητα Φυλακή και Μυθοπλασία κλείνει με μια ακόμα μεταφορική χρήση του εγκλεισμού. Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος στο άρθρο του, Έγκλειστοι μες στη μυθοπλασία: Το μυθιστόρημα ως φυλακή, ανιχνεύει τις πιθανές αναλογίες ανάμεσα στο μυθιστόρημα και τη φυλακή στο επίπεδο της λειτουργίας, της δομής και των αρχών σύνθεσής τους.
Με αναφορές στην αρχιτεκτονική του χώρου και του χρόνου, τόσο στη φυλακή, όσο και στη μυθοπλασία, ο Αθανασόπουλος μιλάει για μια πολιτική του μυθιστορήματος, η οποία καθορίζει τα θέματα και τις τεχνικές του. Η πολιτική αυτή παραπέμπει στο Πανοπτικό σχήμα του Bentham, καθώς η εν δυνάμει ή οιονεί ιδιότητα του παντογνώστη αφηγητή, δεν είναι προσωπική ιδιότητα αλλά δομική θέση, ανάλογη της ιδιότητας του παντογνώστη επιτηρητή στο σχήμα του εγκλεισμού, η οποία δεν συναρτάται με το πρόσωπο που επιτηρεί αλλά με τις λειτουργικές επιταγές του θεσμού της φυλακής.
Μετά το Surveiller et punir του Foucault, σημειώνει ο συγγραφέας, το οποίο επηρέασε μια συνολική θέαση της κοινωνίας, το σύστημα της φυλακής χρησιμοποιήθηκε ως μεταφορά και ως μικρόκοσμος που ενυπάρχει σ’ αυτήν. Έτσι, από το έργο αυτό εκπορεύεται και μια ανάγνωση του μυθιστορήματος, η οποία μπορεί να βασισθεί στην ύπαρξη μιας αναλογίας ανάμεσα στην αφηγηματική τεχνική και στην πανοπτική θέα. Μία ανάγνωση, δηλαδή, σύμφωνα με την οποία ο πανοπτισμός δεν αναφέρεται μόνον στη συνθήκη του εγκλεισμού, αλλά και στη μυθοπλαστική αφήγηση· η πλοκή γίνεται φυλακή, οι χαρακτήρες έγκλειστοι και το ιδεώδες του πανοπτικού καθιστά αποτελεσματική την επιτήρηση των εγκλείστων μέσα στην πλοκή, κατ’ αναλογία με την επιτήρηση των εγκλείστων σ’ ένα ίδρυμα: «Από αυτή την άποψη, ο καλός αφηγητής και ο ικανός φύλακας μοιράζονται μια ιδιότητα που ως προς τη φύση της είναι κοινή, αλλά που ως προς τον τρόπο εκδήλωσής της είναι εντελώς διαφορετική έως αντίθετη». Η ιδιότητα αυτή αφορά όλες τις αφηγηματικές τεχνικές, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής του ελεύθερου πλάγιου λόγου, η οποία απλώς «συγκαλύπτει την αμετάβλητη δύναμη της κυρίαρχης αφηγηματικής φωνής, ενώ υπονομεύει την αξιοπιστία των χαρακτήρων για να ενισχύσει εκείνη του παντογνώστη αφηγητή».
Αν, λοιπόν, για τους έγκλειστους στα διάφορα ιδρύματα δεν υπάρχει ελευθερία δράσης, κατ’ αναλογία η ελευθερία δράσης των χαρακτήρων της μυθοπλασίας είναι φαινομενική. Παράλληλα, οι αφηγηματικές τεχνικές δόμησης του χώρου συμμετέχουν σε τέτοιο βαθμό στη δόμηση της σχέσης μεταξύ μυθοπλαστικής αφήγησης και εγκλεισμού, που, κατά τον συγγραφέα, στο μυθιστορηματικό σκηνικό μπορούμε να βρούμε το σκηνικό του εγκλεισμού «τόσο εξαντλητικά επεξεργασμένο ώστε να δίνει την εντύπωση ακέραιης ιδεολογικής δομής».
Αναπαραστάσεις της φυλακής στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας
Στην ενότητα αυτή εισάγουν δύο άρθρα των οποίων το πραγματολογικό υλικό αποτελεί ο κινηματογράφος. Η Άννα Λυδάκη, στο άρθρο της: Κι αν βγω απ’ αυτή τη φυλακή… Διαδικασίες αποδόμησης του εαυτού στην ταινία «Τελευταία έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ», πραγματεύεται το ζήτημα του ιδρυματισμού των εγκλείστων στη φυλακή. Το κεντρικό επιχείρημα της συγγραφέως αφορά τις διαδικασίες αποδόμησης του εαυτού, στις οποίες υποβάλλεται ο κρατούμενος σε ένα ολοπαγές ίδρυμα. Το διακύβευμα, κατά συνέπεια, δεν είναι η επιστροφή στην ομαλότητα του έντιμου βίου, αλλά η επιβίωση του εγκλείστου, ενώ η ίδια η ιστορία των κεντρικών ηρώων κοινοποιεί μηνύματα τα οποία υπονομεύουν το σωφρονιστικό ιδεώδες: ο ένας είναι θύμα δικαστικής πλάνης – άρα δεν υφίσταται λόγος σωφρονισμού - και ο άλλος βαρυποινίτης, ο οποίος καταφέρνει να βγει με αναστολή μόνον όταν, έμμεσα, παραδέχεται μπροστά στους κριτές του αυτό που άμεσα αφηγείται η ταινία. Ότι, δηλαδή, κατάφερε να επιβιώσει κι αυτό ήταν το προσωπικό του επίτευγμα, αυτόνομο και ανεξάρτητο από τους στόχους που αποδίδονται στην ποινή και στους οποίους δεν ξέρει αν έχει ανταποκριθεί. «Αυτά είναι λόγια των πολιτικών», συνοψίζει τη γνώμη του για τον σωφρονισμό.
Ωστόσο, το κυρίαρχο ιδεολογικό μήνυμα της ταινίας, εισηγείται η συγγραφέας, είναι ένα μήνυμα για την ελπίδα. «Εσύ ο ίδιος μπορείς να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου και να αποφασίσεις αν θα ζήσεις ή αν θα πεθάνεις». Ταυτόχρονα, η Τελευταία έξοδος είναι «…μια ταινία για την απελπισία»: η φυλακή είναι χώρος βασανισμού, αποπροσωποποίησης, ακριβώς αποδόμησης του εαυτού, «το σώμα μέσα στη φυλακή δεν έχει τόπο για να τον οικειοποιηθεί, καθώς παραμένει συνεχώς έκθετο». Καθώς, λοιπόν, η φυλακή αποπαιδεύει από την ομαλότητα της καθημερινής ζωής, γίνεται η ίδια μια ανωμαλία η οποία καθορίζει τη μοίρα των εγκλείστων και μετά την αποφυλάκισή τους. «Ο καθένας κάποτε τσακίζει…», μεταφέρει η συγγραφέας τα λόγια ενός από τους ήρωες, ως αντίλογο στο λόγο περί ελπίδας. Στην ανάλυση της Λυδάκη, όμως, περιγράφεται μια κυκλική διαδρομή, καθώς η ταινία επανέρχεται στην ελπίδα. Αυτή η διαδρομή αποτυπώνεται στα συναισθήματα που εκφράζει ένας από τους ήρωες, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με την προοπτική της ελευθερίας: «Νιώθω ταραχή. Μόνο ένας ελεύθερος μπορεί να νιώσει τόσο ταραγμένος στην αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού με αμφίβολο τέλος. Ελπίζω ο Ειρηνικός να είναι τόσο γαλάζιος όσο στα όνειρά μου».
Η σύνδεση της φυλακής με τη σεξουαλικότητα αποτελεί βασικό άξονα της ανάλυσης της Εύας Στεφανή στο άρθρο της, Γυναικεία σεξουαλικότητα και φυλακή στον ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο. Το παράδειγμα της «Στεφανίας». Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι, στη συγκεκριμένη ταινία, η φυλακή ως χώρος δράσης των ηρώων είναι καθαρά προσχηματική, «καθώς κυρίαρχος στόχος αναδεικνύεται ο σχολιασμός, η “αποκάλυψη” και, τέλος, η καταδίκη της απείθαρχης γυναικείας σεξουαλικότητας».
Διερευνώντας τους κυρίαρχους και περιθωριακούς ιδεολογικούς λόγους της ταινίας, η Στεφανή επισημαίνει ότι βασικός μοχλός της αφηγηματικής δράσης είναι η σεξουαλική επιθυμία: η ιδιαίτερη φύση της πρωταγωνίστριας ως «υποκειμένου / αντικειμένου» ερωτικής επιθυμίας γίνεται αντιληπτή από το ξεκίνημα της ταινίας, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της διαπιστώνεται η πρόθεση να καταστεί ο θεατής μάρτυρας δραστηριοτήτων και τελετουργιών που έχουν σχέση με τη γυναικεία σεξουαλικότητα. «Με σαδιστικό και ηδονοβλεπτικό τρόπο, προσφέρεται στον θεατή η ικανοποίηση να τιμωρήσει την ανήθικη γυναίκα, να την τιμωρεί συνεχώς».
Στην ανάλυση της Στεφανή, ωστόσο, αναδεικνύεται ένας ακόμα ισχυρός ιδεολογικός λόγος, καθώς η φυλακή αναπαριστάται ταυτόχρονα ως χώρος καταστολής και ίασης των «διαταραχών». Έτσι, ο λόγος περί καταστολής διαμεσολαβείται από τον λόγο περί θεραπείας και την «αναμορφωτική» λειτουργία της ποινής υποστηρίζει αφηγηματικά η παρουσία του νεαρού γιατρού της φυλακής: η πρωταγωνίστρια αλλάζει ριζικά, θεραπεύεται μόνον μέσω της επαφής της με αυτόν. Παράλληλα, η μεταξύ τους ερωτική σχέση και ο επακόλουθος γάμος επαναφέρουν την ηρωίδα σε κοινωνικά αποδεκτές μορφές σεξουαλικότητας, βασική προϋπόθεση για την επιστροφή της στην «κανονικότητα» της γυναικείας υπόστασης. Όμως, ο βίαιος θάνατος της ηρωίδας στο τέλος της ταινίας, εισηγείται η συγγραφέας, υποδεικνύει ότι η κοινωνία δεν αποδέχεται στους κόλπους της μια γυναίκα με τα δικά της χαρακτηριστικά, ακόμα και όταν η τιμωρία ολοκληρώνεται θεσμικά· η ίδια η αφήγηση του γεγονότος προσδίδει στην εγκληματική ενέργεια χαρακτηριστικά «θείας δίκης» που υπερβαίνει τους ανθρώπινους νόμους.
Η ταινία προβάλλεται στους κινηματογράφους την ίδια χρονιά που ξεκινά η δικτατορία των Συνταγματαρχών. Έτσι, σημειώνει η συγγραφέας, θα μπορούσε να δει κανείς τους λόγους περί ασθενούς και θεραπείας-καταστολής να απηχούν βασικούς ιδεολογικούς λόγους του τότε καθεστώτος: οι ενσαρκώσεις του Κακού έχουν ανάγκη μιας σωτήριας επέμβασης και όσο αποδεικνύονται ανίατες περιπτώσεις, η υλική τους εξαφάνιση θα εξασφαλίσει τη σιωπή τους.
«Περιορισμός στο χώρο, περιορισμός στο κάδρο». Το άρθρο της Αθηνάς Καρτάλου, Εγκλεισμός στην τηλεόραση: όροι αναπαράστασης και ανάγνωσης του μέσου, μεταφέρει τη συζήτηση στο πεδίο του τηλεοπτικού μηνύματος και στους τρόπους με τους οποίους εμφανίστηκε η φυλακή στην ελληνική τηλεόραση. Η ανάλυση εστιάζει σε δύο θεματικές, σ’ αυτήν των reality shows, τύπου Big Brother, και στην τηλεοπτική κάλυψη των γεγονότων που σχετίζονταν με την σύλληψη και τη δίκη των μελών της οργάνωσης 17 Νοέμβρη, το καλοκαίρι του 2002.
Σ’ ένα σχήμα πανοπτισμού εντάσσεται η έννοια του εγκλεισμού στην περίπτωση των reality shows: έγκλειστοι στο χώρο και στο κάδρο, οι συμμετέχοντες παίκτες αφήνουν έκθετο το βίο τους σ’ ένα μηχανισμό παρακολούθησης, στον οποίο οι ίδιοι δεν έχουν πρόσβαση, αλλά η εικόνα-προϊόν του καταναλώνεται από το κοινό. Η απήχηση που έχουν αυτά τα προγράμματα στο κοινό μπορεί να ερμηνευθεί ως αντίδραση στην αίσθηση συνεχούς παρακολούθησης που είναι βαθιά ριζωμένη στον καθένα μας, εισηγείται η συγγραφέας. Ως ένα είδος «εκδίκησης» του τηλεθεατή, ο οποίος μπορεί, έστω και σε φαντασιακό επίπεδο, να αποκτήσει τον έλεγχο της παρακολούθησης, να αντιστρέψει τους ρόλους παρακολουθούντος / παρακολουθούμενου.
Το σημείο στο οποίο τέμνονται αυτού του είδους τα προγράμματα με την τηλεοπτική κάλυψη της υπόθεσης της 17 Νοέμβρη είναι «η αποκάλυψη ενός καλά κρυμμένου μυστικού». Επανέρχεται, λοιπόν, το επιχείρημα της επιθυμίας ελέγχου του τηλεθεατή σε ανθρώπους και γεγονότα που ήταν έξω από τη δική του δυνατότητα παρακολούθησης. Η συμβολική φαντασία δε συναντήθηκε με την πραγματικότητα στην συζήτηση που πυροδότησε αφ’ ενός μεν το ζήτημα της τηλεοπτικής κάλυψης της δίκης και, αφ’ ετέρου, το ζήτημα του «κλωβού», της γυάλινης κατασκευής μέσα στην οποία θα κάθονταν οι κατηγορούμενη κατά τη διάρκεια της δίκης και των συζητήσεων που πυροδότησε στο δημόσιο πεδίο. «Η γυάλινη κατασκευή είναι η αντανάκλαση της άποψης μίας κοινωνίας για την οροθέτηση. Ορίζει καλύτερα τα περιθώρια κίνησης, αποδίδει το βάρος που επιθυμεί στους εντός του κλουβιού, τους "προστατεύει" και ταυτόχρονα τους "σημαίνει" με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση». Tο γυάλινο κλουβί επιβάλλει τη δική του οροθέτηση, μια οροθέτηση που έχει να κάνει με την εξοικείωσή μας με τους τηλεοπτικούς κανόνες και την τηλεοπτική γλώσσα σε τέτοιο βαθμό που να μας φαίνεται η όλη διαδικασία "φυσική" και αδιαμεσολάβητη. «Σαν να ήταν ο τηλεοπτικός θεατής παρών στη δίκη». Αν δεν μπορούμε να συλλάβουμε τη ζωή έξω από την τηλεόραση, καταλήγει η συγγραφέας, αυτό είναι το σημείο όπου «το φαντασιακό και το συμβολικό συναντώνται με την υλική πραγματικότητα και τα γυάλινα κλουβιά επιβάλλονται παντού. Ακόμη και όταν το δικαστήριο τα αφαιρεί από τους κατηγορουμένους, εμείς τα τοποθετούμε όχι γύρω από αυτούς, αλλά γύρω από εμάς».
Τις αναπαραστάσεις της φυλακής στον ελληνικό τύπο πραγματεύεται ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης στο άρθρο του, Μέσα μαζικής ενημέρωσης και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995. Αντλώντας από το θεωρητικό πλαίσιο που διαμορφώνουν οι μελέτες για τα ΜΜΕ εφ’ ενός και οι κριτικές προσεγγίσεις του θεσμού της φυλακής αφ’ ετέρου, ο συγγραφέας αναλύει τους τρόπους με τους οποίους παρουσίασε ο ελληνικός τύπος την εξέγερση στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995.
Το πραγματολογικό υλικό της μελέτης, ωστόσο, παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα: ο λόγος περί εξέγερσης στη φυλακή συναρθρώνεται με το λόγο περί πολιτικής διαμαρτυρίας, καθώς την ίδια περίοδο εκτυλίχθηκαν γεγονότα στο χώρο του Πολυτεχνείου με αφορμή την επέτειο του εορτασμού της 17 Νοέμβρη. Έτσι, η παράλληλη δημοσιογραφική κάλυψη των δύο γεγονότων, αποκαλύπτει έναν ιδεολογικό λόγο με κοινό άξονα μια συνολική εικόνα κρίσης και διασάλευσης της τάξης. «Διαταράσσοντας την τιμωρητική κανονικότητα [η εξέγερση στις φυλακές] διαταράσσει και την σημασία της για την ευρύτερη κοινωνία και, υπό αυτή την έννοια, αποκτά πολιτικές και κοινωνικές σημασίες που ξεπερνούν τα στενά πλαίσια του σωφρονισμού». Ταυτόχρονα, η παραβίαση θεσμικών κατοχυρώσεων του πανεπιστημιακού χώρου αποκτά επίσης σημασίες που υπερβαίνουν τα όρια πολιτικών και κοινωνικών διεκδικήσεων, καθώς οι ορισμοί της φυσιολογικότητας των εκδηλώσεων για την επέτειο του Πολυτεχνείου απονομιμοποιούν και αποπολιτικοποιούν τις δραστηριότητες που δεν εντάσσονται σ’ αυτή. Ο μεγάλος αριθμός δε των συμμετεχόντων και, κυρίως, το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνονται στο στερεότυπο του «γνωστού-άγνωστου», συντελεί στην αναπαράστασή των γεγονότων του Πολυτεχνείου ως έκφρασης κοινωνικού προβλήματος.
Στην παράλληλη κάλυψη, λοιπόν, των δύο γεγονότων, «οι ερμηνείες [των εφημερίδων] τείνουν, παρά τις υπαρκτές και σημαντικές τους διαφορές αλλά και μέσω αυτών, να τοποθετούνται εντός των ορίων της υπάρχουσας συναίνεσης, να υποστηρίζουν και να αναπαράγουν τους δικούς της ορισμούς […] Πρόκειται για διαδικασίες παραγωγής νοήματος με σύνθετο και αντιφατικό χαρακτήρα καθώς το ανομοιογενές περιεχόμενο των εφημερίδων παρουσιάζει ταυτόχρονα σημεία επιμέρους σύγκλισης όσο και απόκλισης».
Κεντρικό θεματικό άξονα, ο οποίος ενισχύει το λόγο περί κρίσης και διασάλευσης της τάξης, αποτελούν οι εικόνες βίας και καταστροφής και η αναπαράσταση των κατοίκων των πέριξ περιοχών ως θυμάτων ή εν δυνάμει θυμάτων μιας εκτός ελέγχου κατάστασης. Τις εικόνες αυτές ενισχύει ένα λεξιλόγιο με υψηλούς τόνους και συναισθηματική φόρτιση που παρέχει το πλαίσιο εντός του οποίου ο λόγος των δρώντων υποκειμένων υποχωρεί, ακυρώνεται ή επαναπροσδιορίζεται με βάση τους ερμηνευτικούς άξονες των γεγονότων. Συνακόλουθα, ουσιαστικό μέρος και συνεκτικό ιστό του παραγόμενου ιδεολογικού λόγου αποτελούν οι κριτικές για την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού να διαχειρισθεί καταστάσεις κρίσης, έτσι ώστε, παρά τις επιμέρους διαφορές, ο δημοσιογραφικός λόγος να συγκλίνει σε ερμηνείες που αναδεικνύουν την ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού κράτους, ενώ υπολανθάνει ή διατυπώνεται ευθέως το αίτημα περί νόμου και τάξης.
Το λόγο περί φυλακής στα εναλλακτικά μέσα επικοινωνίας πραγματεύεται ο Παντελής Βατικιώτης στο άρθρο του, Αποφυλακίζοντας «εικόνες», εντάσσοντας τη μελέτη των κοινωνικών αναπαραστάσεων της φυλακής στο ευρύτερο πεδίο της διαμόρφωσης και άσκησης εναλλακτικών πρακτικών. Η μελέτη εκκινεί από την υπόθεση ότι, στο πλαίσιο της συσχέτισης μεταξύ κοινωνικής οργάνωσης και των μορφών επικοινωνίας, τα εναλλακτικά μέσα συνιστούν πρακτικές «απο-ορθολογικοποίησης» της ισχύουσας κοινωνικής οργάνωσης. Παράλληλα, οι πρακτικές διαμέσου των οποίων ενεργοποιούνται παρόμοια εγχειρήματα διαφοροποιούνται ριζικά σε σχέση με τις παραδοσιακές στρατηγικές οργάνωσης των συμβατικών ΜΜΕ – ιεραρχική δομή της επαγγελματικής δημοσιογραφίας, διακριτοί ρόλοι μεταξύ πομπού-δέκτη κ.ο.κ.
Η ανάλυση εστιάζει στην περίπτωση του «Indymedia Αθήνας», τοπικού αυτόνομου κέντρου του ευρύτερου δικτύου Indymedia. Καθώς δε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εναλλακτικών μέσων είναι καθοριστικής σημασίας για το είδος και το περιεχόμενο του παραγόμενου λόγου, η ανάλυση των λόγων περί φυλακής συναρτάται με βασικές παραμέτρους της άσκησης εναλλακτικών πρακτικών επικοινωνίας, όπως ο χώρος και η διαδικασία.
Η υπονόμευση των κυρίαρχων ιδεολογιών και του ηγεμονικού συναινετικού λόγου περί καταστολής, αποτελεί τον κεντρικό άξονα του ιδεολογικού λόγου ο οποίος παράγεται και κοινοποιείται μέσω του Indymedia Αθήνας. Η δημοσιοποίηση αντιδράσεων κατά των μορφών βίας που ενδημούν στη θεσμική πραγματικότητα της ποινικής διαδικασίας και του εγκλεισμού, οι καταγγελίες για τις συνθήκες κράτησης και εξωθεσμικές μορφές βίας που ασκούνται στους κρατούμενους, η κοινοποίηση μορφών αντίδρασης των κρατούμενων κ.ο.κ. συγκροτούν ένα λόγο με εναντιωματικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα, ο οποίος συναρθρώνεται με ευρύτερες μορφές πολιτικής δραστηριοποίησης που εκδηλώνονται στο κοινωνικό πεδίο: «Κατά αυτόν τον τρόπο δεν αναπαράγονται απλώς διαφορετικοί, ανταγωνιστικοί, ορισμοί της πραγματικότητας του φαινομένου του εγκλεισμού, αλλά δομείται συνεργικά, ιδεολογικά, το σχετικό νόημα των μηνυμάτων».
Συνάρτηση του λόγου περί καταστολής είναι και ο λόγος περί «παρέκκλισης», καθώς η έμφαση μετατίθεται στην καταγγελία των μηχανισμών ελέγχου των συμπεριφορών που αποκλίνουν από τις θεσπισμένες κανονικότητες. Έτσι, έναν ακόμα άξονα του ιδεολογικού λόγου αποτελεί «η αποδόμηση στερεοτυπικών, διχοτομικών σχημάτων της ρητορικής περί “νόμου και τάξης” (“κράτος”–“αναρχία”, “δημοκρατία”–“τρομοκρατία”), που συγκροτούνται στη βάση ελέγχου πιθανών απειλών για το κυρίαρχο σύστημα και την εξουσία».
Το πεδίο των εναλλακτικών μέσων επικοινωνίας, καταλήγει ο συγγραφέας, μπορεί να μην διακρίνεται από τη «συστηματικότητα» και τη «συνέχεια» του ιδεολογικού λόγου, αλλά συνιστά ένα πεδίο για την δημοσιοποίηση, έκφραση και αποτύπωση, σχετικών «εναλλακτικών λόγων». Μ’ αυτόν τον τρόπο ορίζεται και ο εναλλακτικός χαρακτήρας των λόγων περί φυλακής.
Ο έγκλειστος. Άμεσοι και έμμεσοι λόγοι
Στα δύο πρώτα άρθρα αυτής της ενότητας, πραγματολογικό υλικό αποτελεί ο λόγος του ίδιου του εγκλείστου, όπως αποτυπώνεται σε κείμενα ποινικών και πολιτικών, αντίστοιχα, κρατουμένων. Τον λόγο του ποινικού κρατούμενου πραγματεύεται το άρθρο μου, Κείμενα της φυλακής και ο λόγος περί «σωφρονιστικής» μεταρρύθμισης, με βάση την ανάλυση κειμένων ελλήνων κρατουμένων τα οποία έχουν δημοσιοποιηθεί με διάφορους τρόπους (εκδόσεις βιβλίων, δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά ή ειδικά έντυπα).
Η μελέτη εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στην επίσημη ρητορική περί «αναμόρφωσης του εγκληματία» και τους τρόπους με τους οποίους προσλαμβάνει ο ίδιος ο κρατούμενος την «αναμορφωτική» λειτουργία της φυλακής. Αφετηρία, αλλά και όριο, για τη μελέτη αυτής της σχέσης αποτελεί το γεγονός ότι οι τρόποι με τους οποίους συμμετέχει ο λόγος του κρατούμενου στον δημόσιο λόγο περί φυλακής του επιφυλάσσουν σχεδόν πάντα μια περιθωριακή θέση. Το ζήτημα της «σωφρονιστικής μεταρρύθμισης», ωστόσο, φαίνεται να διαμορφώνει ένα πεδίο, στο οποίο ανιχνεύονται σημεία σύγκλησης ανάμεσα στον επίσημο μεταρρυθμιστικό λόγο και τον λόγο του κρατούμενου, ενώ, μέσα από τις ζοφερές εικόνες του εγκλεισμού, συχνά υπολανθάνει αυτό που θα λέγαμε δυναμική του θεσμού να λειτουργήσει διευκολύνοντας την κοινωνική επανένταξη. Έτσι, ορίζοντας ως συγκείμενο του αιτήματος για μια «καλύτερη φυλακή» τη θεσμική πραγματικότητα του εγκλεισμού και προκειμένου να αποκωδικοποιηθεί το περιεχόμενό του, μελετήθηκαν οι τρόποι με τους οποίους ορίζει ο κρατούμενος την κοινωνική του θέση και τη σχέση του με τους θεσμούς. Ειδικότερες θεματικές κατηγορίες της ανάλυσης αποτελέσανε οι αναπαραστάσεις περί ποινικής δικαιοσύνης και παρανομίας. Η κυρίαρχη αναπαράσταση μιας «άδικης» και «εκδικητικής» δικαιοσύνης, φαίνεται να υπονομεύει εξ ορισμού το «αναμορφωτικό» ιδεώδες, ενώ οι αναπαραστάσεις περί παρανομίας δεν αντανακλούν παρά μόνον εν μέρει την επίσημη ρητορική περί ιδιαιτερότητας του εγκληματία ο οποίος χρήζει ειδικής αναμορφωτικής μεταχείρισης. Ειδικότερα, η ενδεχόμενη ιδιαιτερότητα δεν αναπαριστάται με όρους «κατώτερου είδους», «εγκληματικού τύπου», αλλά συναρτάται κυρίως με τις αποστερήσεις τις οποίες συνεπάγεται η θέση στην κοινωνική δομή και οι υλικές συνθήκες ύπαρξης των ομάδων από τις οποίες στρατολογείται ο ποινικός πληθυσμός.
Με βάση τα παραπάνω, η ανάλυση οδηγήθηκε σε ένα επαναπροσδιορισμό των όρων: αυτό το οποίο ορίζεται επίσημα ως αναμορφωτική παρέμβαση, στο λόγο του κρατούμενου – και σε συνδυασμό με το αίτημα για μείωση του χρόνου εγκλεισμού - μεταφράζεται μάλλον σε «παροχή υπηρεσιών», τουτέστιν δικαίωμα στη μόρφωση, τη δουλειά, την υγειονομική περίθαλψη… Με άλλα λόγια, οι τεχνικές μεταχείρισης αναδιατυπώνονται ως δικαιώματα του εγκλείστου. Προτάσσοντας, λοιπόν, την έννοια των δικαιωμάτων, τα επιμέρους αιτήματα (είτε θεσμικά, είτε αυτά τα οποία αφορούν την βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης) τείνουν να μην αφορούν μόνον μια καλύτερη φυλακή, αλλά, κυρίως, λιγότερη φυλακή, έτσι ώστε να μην παρεμποδίζεται ολοσχερώς η επιστροφή στην κοινωνία, την οποία, ούτως ή άλλως, επιβαρύνει ο θεσμικός (ποινικός) στιγματισμός.
Ο λόγος του πολιτικού κρατούμενου αναδύεται στο δεύτερο άρθρο αυτής της ενότητας. Αυτός ο ιδιότυπος λόγος, που αρθρώθηκε κατά την περίοδο από το 1936 μέχρι την πτώση της δικτατορίας, το 1974, και ο οποίος, σε αντίθεση με το λόγο του ποινικού κρατούμενου, έχει πλέον εμπεδώσει τη θέση του στο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί αντικείμενο του άρθρου του Μιχάλη Μερακλή στο άρθρο του, Ο πολιτικός κρατούμενος μέσα από την αφήγησή του.
Υλικό της μελέτης αποτελούν μαρτυρίες πολιτικών κρατουμένων, οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν είτε αυτόνομα, είτε ως μέρος ευρύτερων κειμένων ιστορικών, κοινωνιολογικών, λαογραφικών… Ανεξάρτητα από τους τρόπους δημοσιοποίησης αυτού του υλικού, το στοιχείο που χαρακτηρίζει το σύνολο των κειμένων είναι ένα ύφος, «αφ’ εαυτού επικό, ηρωικό, με μια μεγαληγορία, σφραγισμένο ακόμα από μιαν αυστηρή ηθική αντίληψη και, σε τελευταία ανάλυση, τραγικό, δεδομένου ότι οι ανείπωτες δοκιμασίες δεν στέφονταν από επιτυχία: στο τέλος περίμενε η ήττα, κορυφωμένη άλλωστε σε πλείστες ατομικές περιπτώσεις από ένα μαρτυρικό θάνατο».
Αν, λοιπόν, η αποσαφήνιση και εμπέδωση της ταυτότητας του εγκληματία, στην περίπτωση του ποινικού κρατούμενου, νομιμοποιεί την «επιχείρηση αναμόρφωσης» που αναμένεται να συντελεσθεί στη φυλακή, ουδέποτε εμπεδώθηκε στο κοινωνικό πεδίο μια παρόμοια αντίληψη για τον πολιτικό κρατούμενο. Αντίθετα, τόσο ο λόγος του ίδιου του πολιτικού κρατούμενου, όσο και οι υποδοχές του στο κοινωνικό πεδίο ακυρώνουν εξ ορισμού οποιαδήποτε έννοια αναμόρφωσης ή επανακοινωνικοποίησης, σε πείσμα της επίσημης ρητορικής της εκάστοτε εξουσίας περί «αναμόρφωσης του φρονήματος».
Στο άρθρο του Μερακλή, η έννοια της «ιδιαιτερότητας» του πολιτικού κρατούμενου, ως μεμονωμένης περίπτωσης ή ως συλλογικού υποκείμενου, εκπορεύεται ακριβώς από το ηθικό σύμπαν στο οποίο εντάσσεται η πολιτική δράση, ερείδεται ακριβώς στην κατάφαση ηθικών αξιών και την συνέχιση της προσπάθειας αλλαγής της κοινωνίας ακόμα και όταν οι όροι είναι δραματικά αρνητικοί – από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τα οποία αναφέρονται σε μεγάλο μέρος των κειμένων, είναι οι προσπάθειες αυτομόρφωσης ή μόρφωσης των συγκρατούμενων στους χώρους εγκλεισμού ή εξορίας. «Υπάρχει εδώ μια διάθεση σχεδόν ταυτόσημη με εκείνη των πρωτοχριστιανικών μαρτύρων», σημειώνει ο συγγραφέας. «Ένα αλλόκοτο φως αισιοδοξίας διασκεδάζει τη σκοτεινιά της ειρκτής× αλλά και του τάφου – όλα αυτά μεταλλάσσονται σε ύφος, υφαίνουν το λόγο των αφηγητών». Το οριακό σημείο δε αυτής της ηθικής στάσης, προσεγγίζεται στις περιπτώσεις όπου ο κρατούμενος, οδηγούμενος για εκτέλεση, καταφέρνει να κοινοποιήσει στον έξω κόσμο μηνύματα, στα οποία «κορυφώνεται και η αίσθηση της τραγικής αισιοδοξίας των ασυνήθιστων αυτών ανθρώπων - το τραγικό προσλαμβάνουμε εμείς, η θεία ή θηριώδης αισιοδοξία είναι δική τους»: στις αφηγήσεις των Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων της περιόδου 1936-1974 ορίζεται εντέλει η συνθήκη μιας «τραγικής, καθημαγμένης αισιοδοξίας».
Ο έγκλειστος δεν εκφράζεται μόνον με το λόγο. Στο «διαγνωστικό-θεραπευτικό» δε σχήμα της παραδοσιακής εγκληματολογίας, αν τα γραπτά ή προφορικά κείμενα των εγκλείστων έχουν χρησιμοποιηθεί ως κατ’ εξοχήν υλικό της κλινικής εξέτασης, παρόμοια χρήση έχει γίνει και σε άλλες μορφές έκφρασης, όπως η τέχνη. Έτσι, καλλιτεχνήματα εγκλείστων έχουν χρησιμοποιηθεί ως ταξινομητικό υλικό, αντίστοιχης αξίας με το λοιπό οπλοστάσιο διαγνωστικών μεθόδων. Κατά μια ενδιαφέρουσα δε συγκυρία, ο ίδιος ο θεωρούμενος ως γεννήτορας της Εγκληματολογίας, ο ιταλός στρατιωτικός γιατρός Cesare Lombroso, είχε φτιάξει τη δική του πινακοθήκη φωτογραφιών και εκμαγείων του «εκ γενετής εγκληματία», ζητώντας μάλιστα να τοποθετηθεί στο μουσείο του και ο δικός του εγκέφαλος μετά το θάνατό του.
Στην τέχνη των εγκλείστων αναφέρεται το άρθρο του Θανάση Μουτσόπουλου, Ο εγκληματίας καλλιτέχνης. Μικρές σημειώσεις ιστοριογραφίας για την τέχνη των φυλακισμένων. Αν και η τέχνη που παράχθηκε από εγκλείστους, σημειώνει ο συγγραφέας, δύσκολα δικαιολογεί μια ειδική καλλιτεχνική κατηγορία της ιστορίας της τέχνης, καθώς οι κρατούμενοι δεν μπορούν να διαφοροποιηθούν από τους μη-κρατούμενους με καλλιτεχνικούς όρους, ωστόσο η καλλιτεχνική δραστηριότητα των εγκλείστων έχει τη δική της ιστορία. Την ιστορία αυτή πραγματεύεται το άρθρο, στο οποίο διακρίνονται δύο βασικές θεματικές ενότητες. Η πρώτη αναφέρεται στη διαγνωστική χρήση που σηματοδοτεί και τις απαρχές του ενδιαφέροντος για την τέχνη των εγκλείστων, ενώ στη δεύτερη οι αναφορές είναι στους προσδιορισμούς και τις οριοθετήσεις της καλλιτεχνικής δραστηριότητας των εγκλείστων ως οιονεί κατηγορίας. Η συνολική ανάλυση του θέματος, οδηγεί στη διαπίστωση ότι η τέχνη έχει αποτελέσει έκφραση όχι μόνον του λόγου του εγκλείστου, αλλά, ιστορικά, και του λόγου περί εγκλείστου. Το ενδιαφέρον δε το οποίο εκδηλώνεται τις τελευταίες δεκαετίες για την καλλιτεχνική δραστηριότητα των εγκλείστων συναρτάται τόσο με την ίδια την αναπαράσταση του εγκληματία – μάλιστα, ειδικών κατηγοριών εγκληματιών - και την έλξη που προκαλεί στο κοινό οποιαδήποτε εκδοχή της προσωποποίησης αυτής της αναπαράστασης, όσο και με την «θεραπευτική» χρήση της τέχνης, έτσι όπως γίνεται αντιληπτή από τους φορείς του κοινωνικού ελέγχου και, μ’ αυτήν την έννοια, ενθαρρύνεται.
Την ενότητα που αναφέρεται στον έγκλειστο κλείνει το άρθρο του Νίκου Κοταρίδη, Η φυλακή στα ρεμπέτικα τραγούδια. Το άρθρο αυτό, υπό μία έννοια, ολοκληρώνει τον κύκλο των σημάνσεων της φυλακής με «αφηγητή» το ίδιο το υποκείμενο, έγκλειστο ή εν δυνάμει έγκλειστο. Το ρεμπέτικο τραγούδι αφηγείται εν πολλοίς τις συνθήκες του κοινωνικού περιθωρίου στη σύγχρονη πόλη, χώρου από τον οποίο στρατολογείται ο συνήθης ποινικός πληθυσμός, χωρίς αυτό, ωστόσο, να σημαίνει ότι στο άρθρο επιχειρείται μια αναλυτική ταύτιση του έγκλειστου με το υποκείμενο-αφηγητή στο ρεμπέτικο. Πράγματι, μολονότι η θεματική της φυλακής και της παρανομίας κατέχουν εξέχουσα θέση στα τραγούδια, το άρθρο υποδεικνύει ότι το υποκείμενο – αφηγητής δεν εκφέρει ένα λόγο μόνον για την κατάσταση του προσωπικού εγκλεισμού. Αντίθετα, καθώς ο λόγος περί εγκλεισμού παράγεται σε ένα ιδιαίτερο κοινωνικό χώρο, η φυλακή, από στοιχείο κοινωνικού στιγματισμού και απαξίωσης, μετασχηματίζεται σε στοιχείο μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, αυτής του «μάγκα», του καλού άνδρα. Ο εγκλεισμός, λοιπόν, ως βασικός στοιχείο ανδροπρέπειας, καταφάσκει μια ιδιαίτερη μεν, αλλά θετικά αξιοδοτημένη ταυτότητα. Μέσω ενός ειρωνικού και ιδιωματικού λόγου, υπονομεύονται οι δεσπόζουσες αξιολογήσεις της παρανομίας και αναδεικνύεται το νόημα και οι σημασίες που λαμβάνει ο εγκλεισμός στο πλαίσιο της ποιητικής του «καλού άνδρα».
Η ανάλυση του Κοταρίδη βασίζεται εν πολλοίς σ’ ένα παιγνίδι συνεχειών και ρωγμών του ρεμπέτικου με την δημώδη ποίηση, καθώς ο λόγος περί εγκλεισμού στα ρεμπέτικα τραγούδια αναπαράγει μοτίβα από τη δημώδη παράδοση. Όμως, ενώ η δημώδης ποίηση παράγεται στον αγροτικό χώρο και αναφέρεται στον ήρωα της κοινότητας και στη σχέση του με την μακρινή εξουσία, στα ρεμπέτικα τραγούδια είναι η πόλη αυτή η οποία συνιστά το πλαίσιο αναφοράς. Ο λόγος για τη φυλακή δεν εκφέρεται πλέον από την κοινότητα, δεν αντιπροσωπεύει τα ιδεώδη της ανυποταγής και της αυτονομίας της κοινότητας, αλλά εκφράζει μια «κοινωνικο-πολιτισμική ετερότητα στη σύγχρονη πόλη». Έτσι, στην εμπειρία της πόλης, «όπου ο ήρωας/μάγκας βρίσκεται πλέον “περικυκλωμένος”, καθώς έσπασαν οι γέφυρες της επιστροφής στην αγροτική κοινότητα και στην πόλη δεν υπάρχουν πλέον διαφυγές», ο εγκλεισμός καθίσταται εκ νέου αντικείμενο επεξεργασίας και νέων αφηγηματικών μορφοποιήσεων. Επισημαίνεται, λοιπόν, μια κατ’ αρχήν αντιφατική εικόνα της φυλακής, καθώς αυτή συνιστά μια οριακή εμπειρία, αλλά ταυτόχρονα έναν οικείο χώρο, ένα στάδιο στην καθημερινότητα του καλού άνδρα, ο οποίος μετέρχεται πρακτικών που το επίσημο κράτος ορίζει ως εγκληματικές: εγκατεστημένη στη σύγχρονη πόλη και εναρμονισμένη με τις λειτουργίες της, η φυλακή στα ρεμπέτικα τραγούδια συνιστά «ένα χώρο οικείο και απόκοσμο ταυτόχρονα, αναφορά έσχατης κοινωνικής έκπτωσης αλλά και επιβεβαίωσης μιας ιδιαίτερης ταυτότητας».
***
Ο επιστημονικός λόγος περί φυλακής επιστρατεύεται συνήθως για να εκλογικεύσει τις πρακτικές εγκλεισμού, για τη νομιμοποίηση των οποίων ανακαλείται ευθέως η παράνομη πράξη. Ανάμεσα, λοιπόν, στις ιδεολογικές πρακτικές εδραίωσης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου λόγου για τις κατηγορίες έγκλημα και φυλακή είναι και η γνώση που παράγεται γύρω από αυτά τα φαινόμενα. Όπως λέει ο Dario Melossi (Melossi, 1999), η εγκληματολογική θεώρηση, ο λόγος περί εγκλήματος και ποινής, είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό κοινωνικά κατασκευασμένη στάση, η οποία έχει τις ρίζες της σε συγκεκριμένες κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες και διαφοροποιείται σε συνάρτηση με αυτές. Παράλληλα, μέσα στα ιστορικά μεταβαλλόμενα πλαίσια αξιών, η εγκληματολογική θεώρηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σφαίρα της ποινής, τις ποσοτικές και ποιοτικές εκφράσεις της. Πρόκειται, δηλαδή, για την ίδια κοινωνική διαδικασία, όπου οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις που παράγει η κοινωνία - και οι εγκληματολόγοι για την κοινωνία - σχετικά με τον εγκληματία, προσανατολίζουν την κοινωνική δράση του τιμωρητικού συστήματος επηρεάζοντας τα ποσοστά εγκλεισμού, τα οποία, με τη σειρά τους, επηρεάζουν την ποιότητα της αναπαράστασης… (Melossi, 1999: 27, 28).
Η ιδέα για ένα συλλογικό τόμο περί εικόνων φυλακής, παραπέμπει εν πολλοίς στις προτάσεις αυτές, καθώς στόχος της είναι να αναδείξει ότι το νόημα των λόγων περί φυλακής που παράγονται στην κοινωνία κάθε άλλο παρά μονοσήμαντο είναι. Οι Εικόνες φυλακής είναι, λοιπόν, ένα έργο όπου διασταυρώνονται κείμενα, τα οποία καταδεικνύουν, το καθένα από τη δική του ιδιαίτερη σκοπιά, την πολλαπλότητα των εικόνων και των λόγων περί φυλακής, είτε αυτοί αποτελούν εκλαϊκευτικές εκδοχές των ηγεμονικών λόγων είτε τείνουν να συγκροτήσουν ένα πεδίο διαπραγμάτευσης των κυρίαρχων ορισμών. Μ’ αυτήν την έννοια τα κείμενα που παρουσιάζονται εδώ στοχεύουν στο να διαμορφώσουν ένα πεδίο διαλόγου που θα συγκεντρώνει τον πλούτο των θεάσεων και των νοημάτων που ιστορικά προσέδωσε η κοινωνία μας στη φυλακή, καθώς σήμερα η συνθήκη του εγκλεισμού συνεχίζει να παραμένει προβληματική και να συνδέεται ευθέως με το ζήτημα της ελευθερίας.
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Baratta, Α. (1982), Criminologia Critica e critica del Diritto Penale, Bologna: il Mulino
Foucault, Μ. (1999), Ο μεγάλος εγκλεισμός, Αθήνα: Μαύρη Λίστα
Melossi, D. & M. Pavarini, (1977), Carcere e Fabbrica,Bologna: il Mulino
Melossi, D. (1998), «Introduction» στο Melossi, D. (επιμέλεια), The Sociology of Punishment, Aldershot: Ashgate
Melossi, D. (1999), «Κοινωνική θεωρία και μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», στο Α. Κουκουτσάκη (επιμέλεια), Εικόνες εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον
Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου, Αθήνα: Πατάκης
Φουκώ, Μ. (1976/1989), Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας, μετ. Κ. Χατζηδήμου, Ι. Ράλλη
Αθήνα, Μάρτης 2006
Αφροδίτη Κουκουτσάκη
[1] Αναφέρομαι στη συγκρότηση ενός ανατρεπτικού, ενίοτε, λόγου που διεκδικούσε να εμπεδώσει τη θέση του στο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο. Η πιο πρόσφατη αναφορά είναι στην ευρύτερη δεκαετία του 1960, όταν εμφανίστηκαν σε Ευρώπη και ΗΠΑ κινήματα κατά της φυλακής, διατυπώθηκαν σε ευρεία κλίμακα εκκλήσεις για σωφρονιστική μεταρρύθμιση και, σε ό,τι αφορά την ποινική διαχείριση, καταγράφηκε μείωση του ποινικού πληθυσμού σε πολλές δυτικές χώρες.
[2] Ζήτημα το οποίο αναλύει ο συγγραφέας στο έργο του Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία και κράτος δικαίου
[3] Στο κλασικό, πλέον, έργο Φυλακή και Εργοστάσιο, που έγραψε με τον Massimo Pavarini, μια ιστορική μελέτη η οποία διερευνά τις κοινές ρίζες φυλακής και εργοστασίου κατά την περίοδο από τον 16ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου, ο Melossi προωθεί την ιδέα ότι τόσο τα διάφορα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής, όσο και η ίδια η φυλακή είχαν ως βασική λειτουργία την εκπειθάρχηση του εργατικού δυναμικού και την προετοιμασία του να ενταχθεί στις συνθήκες παραγωγής, όπως αυτές διαμορφώνονταν στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος. Μ' αυτή την έννοια, η πειθαρχία ανάγεται σε κομβικής σημασίας εργαλείο για την ανάλυση των λειτουργικών επιταγών της φυλακής.
[4] «Ο Μαρξ θεωρεί την πειθαρχία ως συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς μια αποφασιστικότερη συμβολή του Μαρξ στην κοινωνιολογική κατανόηση των θεσμών της νεωτερικότητας […]Επιπλέον, η έννοια-κλειδί της πειθαρχίας είναι το νήμα που συνδέει την μαρξική και φουκωική ανάλυση. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το γεγονός ότι διάφορα αποσπάσματα από το σημαντικό Τρίτο Μέρος του Επιτήρηση και Τιμωρία, που τιτλοφορείται Πειθαρχία, μοιάζει να είναι βγαλμένα κατευθείαν από το Πρώτο Βιβλίο του Κεφαλαίου του Μαρξ» (Melossi, D., 1998: xiii, xiv)
[5] Αντλώντας από μελέτες που εντάσσονται στον χώρο της κοινωνιολογίας της ποινής, δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς τη συνάφεια αυτής της παρατήρησης του συγγραφέα με την ανάδειξη της εγγενούς αντίφασης την οποία εμπεριέχει η ίδια η έννοια της επανακοινωνικοποίησης. Aντίφαση η οποία προσδίδει στην κοινωνία δύο διαμετρικά αντίθετους ρόλους, του απορρίπτοντος και του επανεντάσσοντος: δεν μπορείς να αποκλείεις και, ταυτόχρονα, να διατείνεσαι ότι περικλείεις (Baratta, 1982: 188)