Φέτος
αργήσαμε να κάνουμε όλα εκείνα που γίνονται όταν έρχεται το Πάσχα, να
κλείσουμε έγκαιρα εισιτήρια για την απόδραση, να συνεννοηθούμε με τους
συνένοχους... Μάλλον εκεί έγινε το λάθος. Στην απόδραση. Για έναν
προορισμό που όσο περνάνε τα χρόνια μακραίνει για να καταλήξει να
μοιάζει πια η άφιξη με την επιστροφή του Οδυσσέα, βασιλιά ζητιάνου και
ζητιάνου βασιλιά, να μας αναγνωρίσουν, να μην μας αναγνωρίσουν, να
ξαναβρούμε το χώρο μας, να αναζητήσουμε ένα χώρο μας. Γιατί έτσι τα
θυμόμαστε τα πράγματα. Τα θυμόμαστε; Θραυσματική η εικόνα, σκόρπιες
μνήμες κι ας μην είχε διαρραγεί ο χρόνος, το ένα Πάσχα μετά το άλλο, το
ίδιο ταξίδι, η ίδια πρώτη διαδρομή απ' το λιμάνι στο χωριό, πάντα η ίδια
για το καλωσόρισμα.
Όταν
τα παιδιά μας ήταν μικρά, οι τρεις μανάδες νομίζαμε ότι τους κάναμε
δώρο την τελετουργία των κόκκινων αυγών, των τσουρεκιών που ποτέ δεν
φούσκωναν, των κουλουριών που πάντα κάτι έλειπε απ' τη συνταγή, τον
επιτάφιο, την ανάσταση, το κάψιμο του Ιούδα...
Ακαταλόγιστες μανάδες.
Χρειάστηκε
να μεγαλώσουν τα παιδιά για να καταλάβουμε ότι η εμπειρία ήταν δική
τους κι είχαν την γενναιοδωρία να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι είμαστε
συμμέτοχοι. Η Νίνα, ο Μίλτος, η Ραλλού, η Νεφέλη, η Ιόλη... Να στολίζουν
με τα παιδιά του χωριού τον επιτάφιο, χωρίς ίχνος από την απαιτούμενη
κατάνυξη, μαλλί με μαλλί αν η κατανομή της εργασίας γινόταν ηλικιακά και
όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες. Να μαζεύουν ξύλα για το κάψιμο του Ιούδα
και τα πιο μικρά, φανατικά δοσμένα στο καθήκον, να τα αφήνουν οι
μεγάλοι, που βαριόντουσαν, να φυλάνε τον Ιούδα μην έρθουν και τον κάψουν
πριν της ώρας του τα παιδιά του διπλανού χωριού. Και ο Παύλος. Εκείνος ο
αγαπημένος. Πιο παιδί απ' τα παιδιά, να εξοπλίζει τα μικρά με ωμά αυγά
για να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς και τ' αυγά να σπάνε στις τσέπες
του μπουφάν, αλλά ήταν Πάσχα και οι μανάδες νομίζαμε ότι κάναμε δώρο στα
παιδιά την καλή μας διάθεση... Και τώρα που μεγάλωσαν τα παιδιά,
μοιάζει να πήραν μαζί τους την καλή μας διάθεση κι εμείς, μεσήλικες
μέτοικοι, μπαίνουμε στο ταξίδι του γυρισμού αλλά η πατρίδα που κουβαλάμε
στα μπαγκάζια μας δεν μοιάζει μ' αυτήν που ξέραμε και είναι σαν να
πρέπει να συστηθούμε απ' την αρχή στους νέους της κατοίκους, να βρούμε
καινούργια αναγνωριστικά σημάδια γιατί ο χρόνος που μένουμε στο χωριό
του Πάσχα δεν φτάνει για παραπάνω.
Να
ήταν τα παιδιά το αναγνωριστικό μας περίβλημα που μας επέτρεπε ν'
αλλάζουμε αθέατοι μορφή και να 'μαστε πάντα αναγνωρίσιμοι; Να είναι που
έφυγαν εκείνοι που μας περίμεναν -μικρές πατρίδες διάσπαρτες σε μια
σταλιά τόπο; Να είναι οι χώροι που άδειασαν και μείναν άλλοι,
απροσπέλαστοι;
Έτσι
κι αλλιώς, φέτος ξεχάσαμε πως πλησίαζε το Πάσχα κι όταν το θυμηθήκαμε
ήταν θραυσματική η μνήμη και το χωριό του Πάσχα ακόμα πιο μακρινό.