Giovanni Battista Piranesi, The Gothic Arch, The Imaginary Prisons |
[αναδημοσίευση από το Red NoteBook]
Η βαρύτητα που έχει το θέμα της φυλακής στο δημόσιο λόγο
υστερεί κατά πολύ της βαρύτητας που έχει το έγκλημα ή, πιο σωστά, ο λόγος περί
ασφάλειας συναρθρωμένος με την εγκληματική δραστηριότητα. Με βάση δε, όχι υποθέσεις εργασίας αλλά
σκληρά ποσοτικά δεδομένα, η αύξηση του ποινικού πληθυσμού δε συμβαδίζει με
ανάλογη αύξηση της εγκληματικότητας αλλά με την παραγωγικότητα και
αυστηροποίηση του ποινικού μηχανισμού, τις μεταβολές στους ποινικούς θεσμούς
και την ανασήμανση της λειτουργίας τους. Με διαδικασίες δηλαδή, όπου ο έλεγχος του εγκλήματος μετεγγράφεται ως
προνομιακό αντικείμενο των πολιτικών διαχείρισης του κινδύνου, κυρίως σε
περιόδους πολιτικής και οικονομικής κρίσης.
Συνάρτηση των παραπάνω είναι οι
περιστάσεις αλλά και ο τρόπος με τον
οποίο εισάγεται το θέμα της φυλακής στο δημόσιο λόγο, κυρίως όταν κάποια
γεγονότα [εξεγέρσεις, αποδράσεις, απεργίες πείνας] διαταράσσουν τη
«σωφρονιστική κανονικότητα». Και λέγοντας σωφρονιστική κανονικότητα αναφέρομαι
κυρίως στον άξονα του κυρίαρχου λόγου περί φυλακής/φρουρίου όπου απομονώνεται
από την κοινωνία το επικίνδυνο εγκληματικό σύμπαν. Έτσι, οποιαδήποτε α-ταξία
στους χώρους εγκλεισμού παράγει λόγους που εστιάζουν τόσο στα διαταρακτικά αποτελέσματα
για την κοινωνία, εφόσον «ο αποκλεισμός δεν είναι τέλειος», όσο και στην ανάγκη
περαιτέρω αυστηροποίησης των ποινικών θεσμών.
Με αφετηρία τα πρόσφατα γεγονότα, θα ήθελα ν’
αναφερθώ σε δυο θεσμούς του τιμωρητικού μηχανισμού, οι οποίοι συχνά προκαλούν
εντάσεις μεταξύ εκτελεστικής και
δικαστικής εξουσίας. Δηλαδή, στον θεσμό της προσωρινής κράτησης αφ’ ενός και
της χορήγησης αδειών σε κρατούμενους αφ’ ετέρου.
Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μου, αυτοί οι
θεσμοί είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις το διακύβευμα εάν είναι «άξιος
ελευθερίας», είτε ο υπόδικος είτε ο καταδικασμένος για εγκληματική
ενέργεια, εκβάλλει σε μια συνθήκη όπου καθίσταται απλώς μια παρένθεση τόσο το
τεκμήριο της αθωότητας όσο και το γεγονός ότι ο κρατούμενος είναι υπό την
προστασία του νόμου κατά τη διάρκεια της έκτισης της ποινής του, ότι ο νόμος
του αναγνωρίζει δικαιώματα. Καθόλου παράδοξο, λοιπόν, το γεγονός ότι η
κυβέρνηση έσπευσε να «κόψει κεφάλια» για την άδεια που χορηγήθηκε στον
Χριστόδουλο Ξηρό και το περίφημο «πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν» με κρατούμενους για
την υπόθεση των ΠτΦ και να εξαγγείλει την, σε χρόνο μηδέν, δημιουργία φυλακών
υψίστης ασφαλείας.[1]
Δηλαδή, στη θεσμική κατοχύρωση μιας ήδη ισχύουσας συνθήκης η
οποία συνίσταται στο γεγονός ότι, συγκυριακά και με βάση το εκάστοτε
προβαλλόμενο ως υπό διακινδύνευση αγαθό, ο νόμος μπορεί και πρέπει να
λειτουργεί ενάντια στον νόμο, διαφορετικά ακόμα και η δικαστική εξουσία
παραμένει έκθετη όχι επειδή παραβιάζει αλλά επειδή εφαρμόζει τον νόμο.
Τα γεγονότα όμως τα οποία συνέβησαν
ταυτόχρονα με την μη επιστροφή στη φυλακή του Χριστόδουλου Ξηρού στη φυλακή
μετά τη λήξη της άδειάς του και η εξαφάνισή του, δηλαδή η μεταφορά σε
νοσοκομείου του βαριά άρρωστου Σάββα Ξηρού όπου θα παραμείνει 30 ημέρες –ως εάν
να πρόκειται για δικαστική απόφαση κι όχι για ιατρική διαδικασία που ορίζει και
τους χρόνους παραμονής στο νοσοκομείο- και
η βεβιασμένη σύλληψη του Κώστα Σακκά, δεν υποδηλώνουν κατά την άποψή μου πανικό,
όπως συχνά αναφέρεται, αλλά δίνουν απόλυτα ψυχρά την εικόνα μιας κανονικότητας,
με αυξομειώσεις μεν στα επί μέρους, αλλά που υπερβαίνει την συγκυρία. Δεν ήταν η ανάγκη για «νοικοκυρεμένη πόλη»
ενόψει της ανάληψης της προεδρίας της ΕΕ, δεν ήταν καν απλώς ένας τρόπος αποπροσανατολισμός του κοινού
από τα πραγματικά του προβλήματα η τρομοκρατική
απειλή και η επανακήρυξη του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας».
Είναι μια μορφή ή μάλλον μια ισχυρή έκφραση της παγιωμένης πλέον
συνθήκης όπου το πρόταγμα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας νομιμοποιεί την υποχώρηση του κράτους δικαίου σε
ό, τι αφορά την ύλη των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του
κρατούμενου: οι κρατούμενοι δεν δικαιούνται να έχουν δικαιώματα, το μείζον
αίτημα για τη φυλακή είναι να πληροί τις προϋποθέσεις ασφάλειας, αυτό ακριβώς το
οποίο υποδηλώνει η αρχιτεκτονική και οργανωτική δομή της.
Με δυο λόγια, η νομιμότητα των
μέτρων εγκλεισμού είναι θεμιτά ελαστική
και αναπροσδιορίζεται συνεχώς μέσα από λόγους, των οποίων κεντρικός ιδεολογικός άξονας είναι η
ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού κράτους, το οποίο μπορεί να απαντά αποτελεσματικά στην ανασφάλεια του πληθυσμού με πολιτικές
πυγμής που δεν απαιτούν άλλη νομιμοποίηση. Και η φυλακή είναι μόνο ένα
παράδειγμα των πρακτικών διαχείρισης του φόβου και της ανασφάλειας από μέρους
μιας κυριαρχικής εξουσίας.
[1] Σε
πραγματικό επίπεδο, να υπενθυμίσουμε το πλήθος των καταγγελιών για τις
καταχρήσεις στην εφαρμογή του μέτρου της προσωρινής κράτησης, ενώ με βάση
πρόσφατα στοιχεία που δόθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, μόνον το 2, 7 % των
κρατουμένων που παίρνουν άδεια δεν επιστρέφουν μετά τη λήξη της στη φυλακή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου