Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης
της κρίσης
Μάριος Εμμανουηλίδης - Αφροδίτη
Κουκουτσάκη
Εκδόσεις Futura, Ιούνιος 2013
Τα
δύο κείμενα αυτού του τόμου αναφέρονται στο αντικείμενο ΧΑ, χωρίς όμως να
εξαντλούνται σε ένα close
reading
της παρουσίας της, καθώς η κίνηση είναι από την απορία της φασιστικής παρουσίας
στο εγχείρημα μιας έκθεσης του παρόντος ως πολύπλοκης και αντιφατικής
διαδικασίας της αναδιάταξης των τρόπων εξουσίας. Ειδικότερα, το εγχείρημα
συνίσταται στη διερεύνηση των συνθηκών που επέτρεψαν την πιθανότητα εμφάνισης της Χρυσής Αυγής και τη στρατηγική της λειτουργία, και όχι
στα μορφολογικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής του
ρατσισμού-φασισμού, αυθόρμητου, κομματικού ή κρατικού.
Στο πρώτο κείμενο αναζητείται η θετική συσχέτιση ανάμεσα
στις στοχευμένες ρατσιστικές πρακτικές των εξουσιών (τόσο κρατικών όσο και χρυσαυγίτικων)
και στην παραγωγή ενός μετα-κρισιακού πληθυσμού εργασίας υποτιμημένης αξίας και
πειθαρχημένης γενικής νόησης, ένα μετα-κρισιακό πληθυσμό σε κατάσταση διαρκούς
κρίσης.
Το δεύτερο κείμενο, με κεντρικό άξονα τις
έννοιες νομιμότητα και νομιμοποίηση, διερευνά τη σχέση
ανάμεσα στις πρακτικές της ΧΑ και τις μορφές με τις οποίες ασκείται η θεσμική
βία σε περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης όπου οι ποινικές πρακτικές
συνιστούν κρίσιμο πεδίο, όχι μόνον από την άποψη της καταστολής αλλά από την
άποψη του πολιτισμικού τους περιεχομένου και των νοημάτων που επικοινωνούν.
Στόχος των κειμένων δεν είναι να ορίσουν τη ΧΑ ως σημειακό
αντικείμενο, ως αποτέλεσμα του συνόλου των δυνάμεων που το καθορίζουν και το
εξηγούν, αλλά να την εντάξουν σε ένα στρατηγικό πεδίο δράσεων και δυνάμεων, των
οποίων οι μετατοπίσεις, οι καμπυλώσεις, οι εντάσεις όρισαν την πιθανότητα της
παρουσίας και της δυναμικής της. Να ερευνήσουν τη συναρμογή των δυνάμεων, δυνάμεων
ασταθών και δυνητικών, εντός της οποίας κατέστη πιθανή και λειτουργεί η
παρουσία της, χωρίς να εγκλωβιστούν στην τυραννία της εξήγησης.
Μάριος Εμμανουηλίδης, «Οικονομία και
κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του
ρατσιστικού Συστήματος»
[...]
Η οικονομική πολιτική εσωτερικής υποτίμησης συνιστά άσκηση πίεσης επί των
κοινωνικών κανόνων που «διαμορφώνουν την έννοια της κανονικής, δίκαιης
αμοιβής».[1]
Η ανασυγκρότηση του πληθυσμού απαιτεί την εισαγωγή μιας νέας κανονιστικότητας:
τη μείωση των αναγκαίων στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα για την παραγωγή
και αναπαραγωγή του εμπορεύματος της εργασιακής δύναμης. Αλλά η μείωση του
«ιστορικού και ηθικού στοιχείου της αξίας της εργατικής δύναμης»[2]
είναι μια αργόσυρτη διαδικασία. Υπάρχει, συνεπώς, μια χρονική ασυμμετρία
ανάμεσα στην άμεση απαίτηση να μειωθεί ραγδαία ο πραγματικός αναγκαίος μισθός
(με δεδομένη την παραγωγικότητα της εργασίας) και τη βραδεία χρονικότητα των
κοινωνικών και ηθικών στοιχείων της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Η λύση
της ασυμμετρίας των χρονικοτήτων οικονομικής και ηθικής ρύθμισης της εργασιακής
δύναμης απαιτεί τη φαρμακεία μιας τεχνικής εξουσίας άμεσου χρόνου. Μια
τεχνολογία καθυπόταξης της εργασιακής δύναμης ασκούμενη ως θάνατος στον περιττό
«ξένο» εργατικό πληθυσμό και μεταφερόμενη ως ακρωτηριασμός στον νόμιμο
πληθυσμό, με επίδικο αντικείμενο τη μετατόπιση και εμπέδωση της υποτίμησης της
εργασιακής δύναμης ως απαξίωση. [...]
Προφανώς,
οι τελετουργίες βίας, οι πρακτικές απαξίωσης της εργασίας και περιττοποίησης
της γενικής νόησης (general
intellect) δεν
συνιστούν πρακτικές ενθάρρυνσης των δυνατοτήτων του πληθυσμού· μόνο μια γυμνή
κυριαρχία, προκειμένου το απαξιωμένο, φοβισμένο κοινωνικό σώμα να ετοιμαστεί
για τη νέα ρύθμιση. Καμιά διάπλαση, καμιά ενθάρρυνση, καμιά βελτίωση, αλλά και,
οριακά, καμιά αξία, καμιά ανταμοιβή —πιθανά ένας πυροβολισμός για τα
δεδουλευμένα. Η απογύμνωση και η απαξίωση ως διαγραφή και εξαφάνιση των
δυνατοτήτων επιτηδειότητας είναι επιλογές αδιανόητες για έναν χαρούμενο και
αισιόδοξο, στραμμένο προς το μέλλον, ιστορικό νεοφιλελευθερισμό, για έναν
παλιομοδίτικο, στρογγυλεμένο θεωρητικό νεοφιλελευθερισμό του ανθρώπου ως homo oeconomicus, ως διαχειριστή του
κεφαλαίου του. Αλλά η σχέση νεοφιλελευθερισμού ρατσισμού είναι περίπλοκη, και
δεν είναι αυτό το αντικείμενο του κειμένου. Φαίνεται ότι τώρα οι πολιτικές του
θανάτου έγιναν απαραίτητες για την εισαγωγή της νέας ρύθμισης της ζωής ως
συνάρθρωση ενός ρευστοποιημένου πληθυσμού με τον καπιταλισμό της
χρηματιστικοποίησης. Επιπλέον, όταν η ρατσιστική μηχανή επινοεί και εξαφανίζει
το περιττό, προσφέρει ως δυνατότητα την έσχατη και αναίσχυντη καταφυγή του
κράτους και του πληθυσμού στην ταξινόμηση του αίματος και στην «ποιότητά» του
(ομοφυλοφιλία, αναπηρία κ.ά.). Αν το πολιτισμικό, φυλετικό, gender patchwork βημάτισε από κοινού με
την επίταση της χρηματιστικής απεδαφικοποίησης, η ρατσιστική μηχανή, ως
επίκληση μιας αδιανόητης επιστροφής στην εδαφική επικράτεια και στο λαό ως
γένος, είναι το δηλητηριώδες ντρεσάρισμα του κράτους σε καιρούς διαρκούς κρίσης
δεσμών και διακινδύνευσης θέσεων. Ένα παρανοϊκό ντρεσάρισμα που τείνει να
ξεχαρβαλώσει την καπιταλιστική μηχανή, την ίδια στιγμή που τη σώζει.
Η άσκηση γυμνής
δύναμης και η απαξίωση της γενικής νόησης είναι πολιτικές διαχείρισης κρατικής
αδυναμίας: Εκεί που το κράτος δεν μπορεί να πιαστεί από πουθενά, σε κατάσταση
μειούμενης θεσμικής ισχύος και δυνατότητας κατανόησης και ρύθμισης, μπροστά
στην «αδιανόητη» επιτάχυνση του κεφαλαίου, η μόνη δυνατή αγκύρωση είναι η καταφυγή
στον πληθυσμό και την εργασία του. Σε αυτό το ίδιο σημείο είναι προσδεδεμένο
και το απεδαφικοποιημένο κεφάλαιο: στο πιο αδύναμο και το πιο ισχυρό σημείο.
[Από το κεφάλαιο, «Η στρατηγική
λειτουργία της ΧΑ», σ. 92-94]
Αφροδίτη Κουκουτσάκη, «Από το
κοινωνικό στο ποινικό κράτος. Η Χρυσή
Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών»
[...] Αλλά, φυσικά, το πιο
εμφανές στοιχείο της παρουσίας της Χρυσής Αυγής στο ελληνικό πολιτικό τοπίο
είναι η βία. Μια βία καθαρά και απροκάλυπτα σωματική (άρα εμφανής και
φαντασμαγορική), την οποία υπαγορεύει το πρόταγμα ότι ο εχθρός είναι καταρχήν
και κυρίως σώμα. Η διαφορά είναι ότι,
χωρίς η ΧΑ να αποποιείται τον χαρακτήρα του «εξολοθρευτή», καθώς η βία
–συμβολική ή πραγματική- δε λείπει από τις ποικίλες δράσεις της, με την άνοδο
των ποσοστών της και την είσοδό της στη Βουλή, «πολιτικοποιείται» ο
εθνικιστικός/ρατσιστικός λόγος της με το να ενδύεται κι έναν προστατευτικό,
κοινωνικό μανδύα: Η ΧΑ, τσαλαβουτάει στους κρατήρες που άφησε ο βομβαρδισμός
του κοινωνικού κράτους, επιχειρώντας να ιδιοποιηθεί τον χώρο της κοινωνικής
πρόνοιας ως παρακολούθημα του εθνικιστικού/ρατσιστικού λόγου […] Γενικότερα δε,
θεωρώ ότι οι όροι νομιμότητα και νομιμοποίηση έχουν κρίσιμη σημασία, κυρίως εάν
δούμε την εγγύτητα της δράσης της Χρυσής Αυγής με δράσεις που πραγματώνονται
στο πλαίσιο των ίδιων των ποινικών θεσμών, γεγονός που προσδίδει ενός είδους
νομιμοποίηση σε ανάλογες πρακτικές και ρητορικές […] Για παράδειγμα, το
φαντασμαγορικό θέαμα της βίας που ασκούσε η Αστυνομία απέναντι στους
μετανάστες, το είχαμε δει πολλές φορές, πριν εισβάλλει η ΧΑ στη σκηνή των
πόλεων. Η φυλακή, από την άλλη, είναι γεμάτη μετανάστες και ρομά που τους
στέλνουν εκεί τα δικαστήρια.
Κι ακόμα, όταν η ΧΑ
μίλησε για ευθανασία ψυχικά ασθενών ή ανίατα άρρωστων, θα μπορούσε να πει
κανείς ότι η δήλωση αυτή ήταν η ακραία εκδοχή, αυτή της άμεσης φυσικής
εξόντωσης, η οποία κανονικοποιεί μια επίσημη πολιτική καταρράκωσης της
ανθρώπινης ιδιότητας των ομάδων αυτών μέσα στα δημόσια ιδρύματα, η λειτουργική
κατάρρευση των οποίων υπήρξε από τα πρώτα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης και
των πολιτικών διαχείρισής της στο χώρο της υγείας […] Αυτά είναι μόνον κάποια
από τα πολλά σχετικά παραδείγματα που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς,
διερωτώμενος εάν η «αταξία» την οποία επιφέρει η εξω-θεσμική βία και ο λόγος
της Χρυσής Αυγής δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μέρος
ενός συνεχούς καταστολής: το ένα στάδιο, νοούμενο ως «αταξία», συντελεί στη
νομιμοποίηση του άλλου, νοούμενου ως αναγκαιότητα, στον βαθμό που εκπορεύεται
από θεσμούς επιφορτισμένους με το καθήκον της διατήρησης και διασφάλισης της
κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας σε περιόδους κοινωνικής έντασης και έκπτωσης
των δικαιωμάτων.
[Από το κεφάλαιο, «Η ΧΑ
μεταξύ νομιμότητας και νομιμοποίησης», σ. 106-108]
Τροποποιημένη μορφή υποσημειώσεων για την οικονομία του
κειμένου.
[το κείμενο δημοσιεύτηκε στο http://www.rednotebook.gr/details.php?id=11004]
[1] Ιωακείμογλου, Εσωτερική υποτίμηση και συσσώρευση κεφαλαίου,
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 2012, σ. 101.
[2] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α΄, μτφρ. Π.
Μαυρομμάτης, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1978, σ. 184.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου